28/5/11

Η Α' Σταυροφορία και το Βυζάντιο (β' μέρος) [36]

Όταν το 1095 (λόγω των περιπλοκών στη Δυτική Ευρώπη και των σχεδιαζόμενων μεταρρυθμίσεων) ο Πάπας Ουρβανός Β' κάλεσε μια Σύνοδο στην Πλακεντία της Ιταλίας, παραβρέθηκε εκεί και μια αντιπροσωπεία του Αλέξιου Κομνηνού, προκειμένου να ζητήσει βοήθεια. Το γεγονός αυτό το αρνούνται μερικοί επιστήμονες, αλλά οι σύγχρονοι ερευνητές του προβλήματος αυτού έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πράγματι ο Αλέξιος έστειλε στην Πλακεντία μια έκκληση για βοήθεια.
Φυσικά το γεγονός αυτό δεν υπήρξε η «τελική ώθηση» (όπως λέει ο Sybel) που προκάλεσε την Α' Σταυροφορία. Όπως και πριν, αν ο Αλέξιος ζήτησε βοήθεια στην Πλακεντία, δε σκέφτηκε μια Σταυροφορία. Ο αυτοκράτορας απλά επιθυμούσε την αποστολή μισθοφόρων κατά των Τούρκων, που τα τελευταία τρία χρόνια είχαν εξελιχθεί, με την πετυχημένη τους προώθηση στη Μ. Ασία, σε μια μεγάλη απειλή. Το 1095 περίπου έγινε Σουλτάνος ο Qilij Arslan, ο οποίος έκανε τη Νίκαια πρωτεύουσά του.
Λόγω των επιτυχιών αυτών, δεν αποκλείεται στην Πλακεντία ο Αλέξιος να ζήτησε βοήθεια. Σκοπός του όμως δεν ήταν η Σταυροφορία, αλλά η βοήθεια εναντίον των Τούρκων. Το αίτημά του έγινε ευνοϊκά δεκτό στην Πλακεντία, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για το γεγονός αυτό. Ένας σύγχρονος ιστορικός παρατηρεί ότι «από τη Σύνοδο της Πλακεντίας μέχρι την άφιξη των Σταυροφόρων στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, οι σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης καλύπτονται από βασανιστικό σκοτάδι» (Duncalf).
Το Νοέμβριο του 1095 συγκροτήθηκε στη Γαλλία η Σύνοδος του Clermont, στη διάρκεια της οποίας συγκεντρώθηκαν τόσο πολλοί άνθρωποι, ώστε δεν υπήρχε στην πόλη χώρος για να μείνουν οι επισκέπτες και το πλήθος έμενε στο ύπαιθρο. Μετά το τέλος της Συνόδου, στη διάρκεια της οποίας συζητήθηκαν μερικά αξιόλογα και αυστηρώς εκκλησιαστικής μορφής ζητήματα, ο Ουρβανός Β' έκανε μια πολύ συγκινητική ομιλία, που το πρωτότυπο κείμενό της έχει χαθεί. Μερικοί από αυτούς που παρακολούθησαν τη Σύνοδο έγραψαν αργότερα, από μνήμης, την ομιλία, αλλά τα κείμενά τους διαφέρουν πολύ το ένα από το άλλο. Αναφερόμενος με θέρμη στους διωγμούς των Χριστιανών των Αγίων Τόπων, ο Πάπας παρότρυνε το πλήθος να οπλιστεί για την απελευθέρωση του Αγίου Τάφου και των Χριστιανών της Ανατολής. Φωνάζοντας «Deus lo volt» (ο Θεός το θέλει) το πλήθος μαζευόταν κοντά στον Πάπα, που πρότεινε την καθιέρωση, σαν έμβλημα των Σταυροφόρων, ένα κόκκινο Σταυρό, που θα έφεραν στον δεξί τους ώμο (από όπου και προήλθε το όνομα «Σταυροφόροι»). Οι Σταυροφόροι πήραν την υπόσχεση ότι θα τους συγχωρεθούν οι αμαρτίες, ότι θα απαλλαγούν από τα χρέη τους και ότι θα προστατευθούν οι ιδιοκτησίες τους στη διάρκεια της απουσίας τους. Δεν υπήρξε καμιά πίεση, αλλά όσοι θα λιποτακτούσαν, θα αφορίζονταν και θα θεωρούνταν ως εκτός νόμου. Από τη Γαλλία ο ενθουσιασμός απλώθηκε στην Ιταλία, τη Γερμανία και την Αγγλία. Μια τεράστια κίνηση προς την Ανατολή σχηματιζόταν, της οποίας η πραγματική έκταση και σημασία δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή στη Σύνοδο του Clermont.
Συνεπώς, η κίνηση που ξεκίνησε από το Clermont για να μεταμορφωθεί σε μια Σταυροφορία, υπήρξε το προσωπικό έργο του Ουρβανού Β', ο οποίος για να πραγματοποιήσει το εγχείρημά του, βρήκε ευνοϊκές συνθήκες στη θρησκευτική και οικονομική ζωή του δεύτερου ήμισυ του 11ου αιώνα.
Ενώ ο κίνδυνος που εγειρόταν απειλητικά στην Μικρά Ασία γινόταν πιο έντονος, η Α' Σταυροφορία αποφασίστηκε, ουσιαστικά, στο Clermont. Τα νέα, σχετικά με την απόφαση αυτή, έφτασαν στον Αλέξιο σαν μια απροσδόκητη και ανησυχαστική έκπληξη, επειδή ποτέ του δεν περίμενε ούτε επιθυμούσε βοήθεια με τη μορφή μιας Σταυροφορίας. Όταν ο Αλέξιος ζήτησε μισθοφόρους από τη Δύση, τους ζήτησε για την προστασία της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή του ίδιου του κράτους. Η ιδέα της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων είχε γι’ αυτόν δευτερεύουσα σημασία.
Για το Βυζάντιο δεν υπήρχε κατά τον 11ο αιώνα, το πρόβλημα μιας Σταυροφορίας. Ούτε οι μάζες των ανθρώπων, ούτε ο ίδιος ο αυτοκράτορας διέθεταν θρησκευτικό ενθουσιασμό, ενώ συγχρόνως δεν υπήρχε κανείς που θα μπορούσε να κηρύξει τη Σταυροφορία. Για το Βυζάντιο το πολιτικό πρόβλημα της διάσωσης του κράτους από τους ανατολικούς και βόρειους εχθρούς του, δεν είχε καμιά σχέση με την εκστρατεία στους Αγίους Τόπους. Η ανατολική αυτοκρατορία είχε γνωρίσει τις δικές της «Σταυροφορίες», δηλαδή τις λαμπρές και νικηφόρες εκστρατείες του Ηράκλειου κατά της Περσίας, τον 7ο αιώνα, οπότε αποδόθηκαν στην αυτοκρατορία οι Άγιοι Τόποι και ο Τίμιος Σταυρός και τις νικηφόρες εκστρατείες του Νικηφόρου Φωκά, του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασίλειου Β' εναντίον των Αράβων στη Συρία, όταν οι αυτοκράτορες είχαν σχεδιάσει οριστικά να επανακτήσουν την Ιερουσαλήμ. Το σχέδιο αυτό δεν πραγματοποιήθηκε για το Βυζάντιο, που τον 11ο αιώνα, υπό την απειλητική πίεση των επιτυχιών των Τούρκων στη Μικρά Ασία, εγκατέλειψε κάθε ελπίδα επανάκτησης των Αγίων Τόπων. Για το Βυζάντιο το πρόβλημα της Παλαιστίνης την εποχή αυτή ετίθετο πολύ αφηρημένα και δεν είχε σχέση με τα ζωτικά ενδιαφέροντα της αυτοκρατορίας. Το 1090-1091 το Βυζάντιο αντιμετώπιζε την καταστροφή και ο Αλέξιος, αφού ζήτησε τη βοήθεια των Δυτικών και έλαβε σε απάντηση την αποστολή των Σταυροφόρων, το μόνο που σκεπτόταν ήταν η σωτηρία της αυτοκρατορίας. Ο Αλέξιος απευθυνόμενος στο γιο και διάδοχό του Ιωάννη γράφει τις εξής ενδιαφέρουσες γραμμές για την Α' Σταυροφορία:
«Δεν θυμάσαι τι μου συνέβη; Δεν σκέπτεσαι και δεν υπολογίζεις την κίνηση της Δύσης στη χώρα αυτή που είχε σαν αποτέλεσμα τον ατιμασμό του μεγαλείου της Νέας Ρώμης και την αξιοπρέπεια του θρόνου;».
Με τα λόγια αυτά του Αλέξιου μπορεί κανείς να συγκρίνει το ακόλουθο απόσπασμα από την «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής, που είναι επίσης σχετικό με την Α' Σταυροφορία:
«Έγινε», γράφει η Κομνηνή, «ένας τέτοιος ξεσηκωμός ανδρών και γυναικών που δεν είχε ποτέ άλλοτε παρουσιαστεί. Οι απλόκαρδοι άνθρωποι κινούνταν από την πραγματική επιθυμία να προσκυνήσουν τον Τάφο του Κυρίου μας και να επισκεφτούν τους Αγίους Τόπους, αλλά οι πιο πανούργοι, όπως ο Βοημούνδος και όσοι σκέφτονταν σαν κι αυτόν, είχαν άλλες κρυφές επιδιώξεις. Είχαν δηλαδή την ελπίδα ότι θα έβρισκαν κάποιο τρόπο και κάποια πρόφαση να καταλάβουν την ίδια την πρωτεύουσα».
Τα δύο αυτά αποσπάσματα γραμμένα από τον ίδιο τον αυτοκράτορα και τη μορφωμένη κόρη του δίνουν μια εξαιρετική εικόνα της πραγματικής στάσης του Βυζαντίου απέναντι στους Σταυροφόρους και της Σταυροφορίας. Κατά τη γνώμη του Αλέξιου οι Σταυροφόροι βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο με τους βαρβάρους που απειλούσαν την αυτοκρατορία, δηλαδή τους Τούρκους και τους Πατσινάκους. Η Άννα Κομνηνή αναφέρει απλώς τους «απλόκαρδους» από τους Σταυροφόρους που πραγματικά επιθυμούσαν να επισκεφτούν τους Αγίους Τόπους. Η ιδέα μιας Σταυροφορίας ήταν απολύτως ξένη προς το πνεύμα του Βυζαντίου στα τέλη του 11ου αιώνα. Μια μόνο επιθυμία κυριαρχούσε στην ηγεσία του Βυζαντίου: να απαλλαγεί από τον καταθλιπτικό κίνδυνο της Ανατολής και του Βορρά. Συνεπώς η Α' Σταυροφορία υπήρξε αποκλειστικό έργο της Δύσης, που είχε κάποια πολιτική σχέση με το Βυζάντιο. Η αλήθεια είναι ότι η Ανατολική αυτοκρατορία έδωσε μερικά στρατεύματα στους Σταυροφόρους, αλλά τα στρατεύματα αυτά του Βυζαντίου δεν προχώρησαν πέρα από τη Μικρά Ασία και δεν έλαβαν μέρος στην κατάκτηση της Συρίας και της Παλαιστίνης.
Την άνοιξη του 1096, χάρη στο κήρυγμα του Πέτρου του Ερημίτη,[1] από το Amiens της Γαλλίας, στον οποίον αποδίδεται (από ένα ιστορικό θρύλο, που τώρα δεν είναι δεκτός) η όλη κίνηση των Σταυροφόρων, μαζεύτηκε στη Γαλλία ένα πλήθος 50.000 φτωχών, κυρίως, ανθρώπων, μικρών ιπποτών και άστεγων αλητών, που άοπλοι σχεδόν βάδιζαν μέσω της Γερμανίας, της Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας προς την Κωνσταντινούπολη. Ο ανοργάνωτος αυτός όχλος του Πέτρου δεν αντιλαμβανόταν από ποιες χώρες περνούσε και, ασυνήθιστος στην τάξη και την υπακοή, βάδιζε λεηλατώντας και καταστρέφοντας τη χώρα. Ο Αλέξιος Κομνηνός έμαθε με δυσαρέσκεια το πλησίασμα των Σταυροφόρων, και η δυσαρέσκεια αυτή μεταβλήθηκε σε ανησυχία όταν πληροφορήθηκε τις λεηλασίες και τις καταστροφές που επέφεραν στο δρόμο τους οι Σταυροφόροι. Πλησιάζοντας την πρωτεύουσα οι Σταυροφόροι, ως συνήθως, άρχισαν να λεηλατούν τα περίχωρά της. Ο Αλέξιος Κομνηνός έσπευσε να τους μεταφέρει μέσω του Βοσπόρου στη Μικρά Ασία όπου, κοντά στη Νίκαια, σκοτώθηκαν σχεδόν εύκολα από τους Τούρκους, εκτός από 3.000 που διασώθηκαν. Ο Πέτρος ο Ερημίτης γύρισε στην Κωνσταντινούπολη πριν από την καταστροφή.
Το επεισόδιο του Πέτρου του Ερημίτη και του «στρατού» του υπήρξε ένα είδος εισαγωγής στην Α' Σταυροφορία. Η δυσάρεστη εντύπωση που άφησε ο «στρατός» αυτός προδιάθεσε άσχημα το Βυζάντιο κατά των μεταγενέστερων Σταυροφόρων. Όσον αφορά τους Τούρκους, ύστερα από την εύκολη νίκη τους κατά του στρατού του Πέτρου, ήταν σίγουροι ότι θα νικούσαν και τα υπόλοιπα στρατεύματα των Σταυροφόρων. Το καλοκαίρι του 1096 άρχισε στη Δυτική Ευρώπη μια σχετική με τις Σταυροφορίες κίνηση των δουκών, των κόμηδων και των πριγκίπων, δηλαδή άρχισε η οργάνωση ενός πραγματικού στρατού.
Κανείς από τους άρχοντες της Δύσης δεν πήρε μέρος στη Σταυροφορία. Ο Ερρίκος Δ' της Γερμανίας ήταν τελείως απασχολημένος με τους αγώνες του με τον Πάπα, ο Φίλιππος Α' της Γαλλίας ήταν υπό αφορισμό λόγω του διαζυγίου του με τη νόμιμή του γυναίκα και λόγω του γάμου του με μια άλλη γυναίκα και ο Άγγλος βασιλιάς Γουλιέλμος Β' ο Πυρότριχος ήταν απασχολημένος σ’ ένα συνεχή αγώνα με τους υπηκόους του, την εκκλησία και το λαό, ενώ διατηρούσε συγχρόνως την εξουσία με τρόπο επισφαλή.
Από τους ηγέτες του στρατού των Σταυροφόρων πρέπει να αναφέρουμε τους εξής: Πρώτος είναι ο Γοδεφρείδος (Codfrey de Bouillon), από τη Λωρραίνη, στον οποίον οι μεταγενέστεροι θρύλοι αποδίδουν ένα τόσο ευγενικό χαρακτήρα που δυσκολεύει τον πραγματικό του χαρακτηρισμό. Στην πραγματικότητα υπήρξε ένας γενναίος και ικανός στρατιώτης και ένας θρησκευτικά σκεπτόμενος άνθρωπος που επιθυμούσε με την εκστρατεία αυτή να αποκαταστήσει τις απώλειες που είχε υποστεί στις ευρωπαϊκές του κτήσεις. Οι δυο του αδελφοί έλαβαν κι αυτοί μέρος κι ο ένας από αυτούς, ο Βαλδουίνος, θα γινόταν αργότερα βασιλιάς στα Ιεροσόλυμα. Με την καθοδήγηση του Γοδεφρείδου ο στρατός της Λωρραίνης προχώρησε μπροστά. Ο δούκας της Νορμανδίας Ροβέρτος, γιος του Γουλιέλμου του κατακτητή και αδελφός του βασιλιά της Αγγλίας Γουλιέλμου του Πυρρού, έλαβε μέρος στη Σταυροφορία, χωρίς να ωθείται από θρησκευτικά ελατήρια ή ιπποτικές διαθέσεις, απλά λόγω του ότι δεν ικανοποιείτο από τη μικρή εξουσία που διέθετε στο Δουκάτο του, που, λίγο πριν ξεκινήσει για τη Σταυροφορία, είχε ενεχυριάσει αντί ορισμένου χρηματικού ποσού, στον αδελφό του. Ο Ούγος (Hugues de Vermandois), αδελφός του βασιλιά της Γαλλίας, γεμάτος φιλοδοξίες, απέβλεπε στη δόξα και σε νέες κτήσεις και οι Σταυροφόροι τον εκτιμούσαν πολύ. Ο τραχύς και ευέξαπτος κόμης της Φλάνδρας, Ροβέρτος Β', έλαβε επίσης μέρος στην εκστρατεία και ονομάστηκε γι’ αυτό Ιεροσολυμίτης. Αρχηγοί των τριών στρατιών ήταν ο Ούγος ως αρχηγός του στρατού της Μέσης Γαλλίας και ο Ροβέρτος της Νορμανδίας με το Ροβέρτο της Φλάνδρας ως αρχηγοί των δύο στρατιών της Βόρειας Γαλλίας. Αρχηγός του στρατού της Νότιας Γαλλίας ήταν ο κόμης της Τουλούζης Ραϋμόνδος, ο οποίος ήταν πολύ γνωστός από τους αγώνες του εναντίον των Αράβων στην Ισπανία, ως ικανός ηγέτης και πολύ θρησκευόμενος άνθρωπος. Τελικά, ο ηγεμόνας του Τάραντα Βοημούνδος (γιος του Ροβέρτου Γυισκάρδου) και ο ανεψιός του Ταγκρέδος, που κυβερνούσε το νότιο ιταλικό στρατό των Νορμανδών, δεν είχαν κανένα θρησκευτικό ενδιαφέρον και, καθόλου απίθανο, έλπιζαν να βρουν ευκαιρία για να λύσουν τις διαφορές τους με το Βυζάντιο. Πολύ πιθανόν, ο Βοημούνδος είχε ήδη συγκεντρώσει τις φιλοδοξίες του στην απόκτηση της Αντιόχειας. Οι Νορμανδοί λοιπόν μετέφεραν στη Σταυροφορία έναν καθαρά κοσμικό και πολιτικό παράγοντα που ήταν αντίθετος με την πρώτη ιδέα της κίνησης των Σταυροφόρων. Ο στρατός του Βοημούνδου ήταν ίσως ο πιο καταρτισμένος απ’ όλα τα υπόλοιπα τμήματα των Σταυροφόρων, για μια τέτοια εκστρατεία, «επειδή περιλάμβανε άτομα που είχαν έλθει σ’ επαφή τόσο με τους Σαρακηνούς στη Σικελία, όσο και με τους Βυζαντινούς στη Νότια Ιταλία». Όλα τα στρατεύματα των Σταυροφόρων επιδίωκαν τους δικούς τους σκοπούς και δεν υπήρχε ούτε το γενικό σχέδιο ούτε γενικός αρχηγός. Τον κύριο ρόλο, στην Α' Σταυροφορία, έπαιξε η Γαλλία.
Ένα μέρος του στρατού των Σταυροφόρων πήγε στην Κωνσταντινούπολη μέσω ξηράς και ένα μέσω θάλασσας. Όπως ο «στρατός» του Πέτρου του Ερημίτη έτσι και οι Σταυροφόροι λεηλάτησαν τα μέρη από τα οποία περνούσαν μεταχειριζόμενοι κάθε είδους βία. Ένας μάρτυρας αυτής της διάβασης των Σταυροφόρων, ο αρχιεπίσκοπος της Βουλγαρίας Θεοφύλακτος εξηγώντας τη σιωπή του, σ’ ένα γράμμα κατηγορεί τους Σταυροφόρους και λέει: «Τα χείλη μου συμπιέζονται. Πρώτα απ’ όλα η διάβαση των Φράγκων ή η εισβολή τους, ή δεν ξέρω πώς μπορεί να την ονομάσει κανείς, μας έχει τόσο πολύ επηρεάσει όλους μας ώστε δεν έχουμε καν αίσθηση του εαυτού μας. Αρκετά έχουμε πιεί το πικρό ποτήρι της εισβολής... Επειδή συνηθίσαμε στη σκληρότητα των Φράγκων, υποφέρουμε πιο εύκολα από πριν τις ατυχίες μας εφόσον ο χρόνος είναι καλός δάσκαλος όλων».
Είναι φανερό ότι ο Αλέξιος Κομνηνός είχε σπουδαίους λόγους να μη εμπιστεύεται τέτοιους υπερασπιστές της ιδέας της Σταυροφορίας. Ο αυτοκράτορας περίμενε ανήσυχα το στρατό των Σταυροφόρων που πλησίαζε απ’ όλες τις πλευρές την πρωτεύουσα και ο οποίος αριθμητικά ήταν κάτι τελείως διαφορετικό από τους μισθοφόρους που είχε ζητήσει από τη Δύση. Μερικοί ιστορικοί κατηγορούν τον Αλέξιο και τους Βυζαντινούς για απιστία προς τους Σταυροφόρους. Κάτι τέτοιο όμως δεν πρέπει να το αποδεχτούμε, κυρίως αφότου η προσοχή στρέφεται στις λεηλασίες, τη λαφυραγώγηση και τους εμπρησμούς των Σταυροφόρων. Επίσης πρέπει να απορρίψουμε τον αυστηρό και αντι-ιστορικό χαρακτηρισμό του Γίβωνα, ο οποίος λέει ότι θα μπορούσε να συγκρίνει τον αυτοκράτορα Αλέξιο με το τσακάλι που ακολουθεί τα βήματα του λιονταριού και που καταβροχθίζει τα υπολείμματα που αυτό αφήνει. Φυσικά ο Αλέξιος δεν ήταν ο ταπεινός εκείνος άνθρωπος που θα μάζευε ό,τι του άφηναν οι Σταυροφόροι. Ο Αλέξιος αποδείχθηκε ο πολιτικός που κατάλαβε τι απειλή, για την ύπαρξη της αυτοκρατορίας του, αποτελούσαν οι Σταυροφόροι και γι’ αυτό πρώτη του σκέψη ήταν να μεταφέρει το γρηγορότερο τους ανήσυχους και επικίνδυνους «επισκέπτες» του στη Μικρά Ασία, όπου θα ολοκλήρωναν το σκοπό για τον οποίον ήρθαν στην Ανατολή, την καταπολέμηση δηλαδή των απίστων. Μια ατμόσφαιρα αμοιβαίας δυσπιστίας δημιουργείτο μεταξύ των Λατίνων και των Βυζαντινών, στο πρόσωπο των οποίων παρουσιάζονταν όχι μόνον οι σχισματικοί, αλλά και οι πολιτικοί ανταγωνισμοί που επρόκειτο αργότερα να λύσουν τις διαφορές τους με τη δύναμη του ξίφους. Ένας μορφωμένος και καλά καταρτισμένος Έλληνας πατριώτης, του 19ου αιώνα, ο Βικέλας γράφει τα εξής:
«Εμπρός στα μάτια των Δυτικών οι Σταυροφόροι παρουσιάζονται με όλες τις ευγενείς αναλογίες μιας μεγάλης κίνησης που στηρίχθηκε σε καθαρά θρησκευτικά ελατήρια, όταν η Ευρώπη... παρουσιάστηκε σαν ο μέχρι θυσίας υπέρμαχος του Χριστιανισμού και του πολιτισμού, με τη δύναμη των νέων της και τη δόξα της πνευματικής της αυγής. Είναι φυσικό ότι κάποια περηφάνια θα εμπνέει ακόμα κάθε οικογένεια της αριστοκρατίας των Λατίνων που κατάγεται από αυτούς που πολέμησαν κάτω από τη σημαία του Σταυρού. Αλλά όταν οι άνθρωποι της Ανατολής είδαν τα πλήθη των αμαθών βαρβάρων να λαφυραγωγούν και να λεηλατούν τις επαρχίες της χριστιανικής και Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας καθώς και τους ανθρώπους που ονομάζονταν υπέρμαχοι της πίστης να σκοτώνουν τους ιερείς του Χριστού με τη δικαιολογία ότι ήταν σχισματικοί, ήταν φυσικό πως θα ξεχνούσαν ότι μια τέτοια κίνηση ξεκίνησε εμπνευσμένη από ένα θρησκευτικό σκοπό και ότι είχε έναν ιδιαίτερο χριστιανικό χαρακτήρα... Η εμφάνιση (των Σταυροφόρων) στο προσκήνιο της ιστορίας είναι η πρώτη πράξη της τελικής τραγωδίας της αυτοκρατορίας».
Ο ειδικός ιστορικός του Αλέξιου Κομνηνού, Chalandon, τείνει να δώσει, εν μέρει τουλάχιστον, σε όλους τους Σταυροφόρους τους χαρακτηρισμούς που δίνει ο Γίβων στους ακολούθους του Πέτρου του Ερημίτη: «Οι κλέφτες», γράφει, «που ακολούθησαν τον Πέτρο τον Ερημίτη ήταν άγρια θηρία δίχως σκοπό και ανθρωπισμό».
Έτσι το 1096 άρχισε η εποχή των Σταυροφοριών που αποδείχθηκε πλούσια σε συνέπειες και πολύ σημαντική τόσο για το Βυζάντιο και την Ανατολή όσο και για τη Δυτική Ευρώπη.
Η πρώτη περιγραφή της εντύπωσης που έκανε στους λαούς της Ανατολής, η έναρξη της κίνησης των Σταυροφόρων προέρχεται από έναν Άραβα ιστορικό του 12ου αιώνα, τον Ibn al-Qalanisi: «Το έτος αυτό (δηλαδή 19 Δεκεμβρίου 1096 έως 8 Δεκεμβρίου 1097)», γράφει ο ιστορικός αυτός, «άρχισαν να φτάνουν διαδοχικές ειδήσεις ότι τα στρατεύματα των Φράγκων εμφανίστηκαν από την κατεύθυνση της θάλασσας της Κωνσταντινούπολης με αμέτρητες δυνάμεις. Επειδή οι ειδήσεις αυτές ακολουθούσαν η μια την άλλη και διαδίδονταν συνεχώς από στόμα σε στόμα, ο λαός άρχισε να ανησυχεί και να ταράσσεται».
Αφού οι Σταυροφόροι μαζεύτηκαν σιγά-σιγά στην Κωνσταντινούπολη, ο Αλέξιος Κομνηνός, θεωρώντας το στρατό τους ως μισθοφόρους, εξέφρασε την επιθυμία να αναγνωριστεί αρχηγός της εκστρατείας και ζήτησε έναν όρκο υποτελείας από τους Σταυροφόρους. Μια τυπική συνθήκη έγινε μεταξύ του Αλέξιου και των ηγετών της Σταυροφορίας, οι οποίοι υποσχέθηκαν να δώσουν στον Αλέξιο κάθε πόλη που θα καταλάμβαναν και που ανήκε πριν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Δυστυχώς οι όροι υπό τους οποίους ορκίστηκαν οι ηγέτες της Σταυροφορίας δεν έχουν διασωθεί στην πρωτότυπή τους μορφή. Κατά πάσα πιθανότητα οι απαιτήσεις του Αλέξιου ήταν διάφορες: ζήτησε την άμεση απόκτηση των περιοχών της Μικράς Ασίας που λίγο πριν είχαν χαθεί μετά την ήττα της αυτοκρατορίας στο Ματζικέρτ (1071) και οι οποίες αποτελούσαν τις προϋποθέσεις της δύναμης και της ασφάλειας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και του ελληνικού έθνους. Για τη Συρία και την Παλαιστίνη, που το Βυζάντιο τις είχε χάσει πριν από πολύ καιρό, ο αυτοκράτορας δεν είχε απαιτήσεις, και περιορίστηκε να κρατήσει την επικυριαρχία τους.
Αφού έφτασαν στη Μικρά Ασία οι Σταυροφόροι άρχισαν τη στρατιωτική τους δράση.[2] Ύστερα από μια πολιορκία της Νίκαιας η πόλη αυτή παραδόθηκε τον Ιούνιο του 1097 και με βάση τη συμφωνία που είχε γίνει με τον Αλέξιο, η πόλη διαβιβάστηκε σ’ αυτόν. Η επόμενη νίκη των Σταυροφόρων στο Δορύλαιο (Εσκί-Σεχίρ), ανάγκασε τους Τούρκους να εκκενώσουν το δυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας και να αποσυρθούν στο εσωτερικό της χώρας, πράγμα που έδωσε στο Βυζάντιο μια εξαιρετική ευκαιρία να αποκαταστήσει τη δύναμή του στις ακτές της Μικράς Ασίας. Παρά τις φυσικές δυσκολίες, τις κλιματικές συνθήκες και την αντίσταση των Μουσουλμάνων, οι Σταυροφόροι προχωρούσαν μακριά, ανατολικά και ΝΑ. Στην άνω Μεσοποταμία ο Βαλδουίνος κατέλαβε την Έδεσσα όπου γρήγορα ίδρυσε το πριγκιπάτο του, το οποίο έγινε και η πρώτη λατινική επικράτεια της Ανατολής, αλλά κι ένα προπύργιο των Χριστιανών κατά των τουρκικών επιθέσεων. Το παράδειγμα όμως του Βαλδουίνου είχε και την αντίθετη, επικίνδυνη όψη, επειδή ήταν δυνατόν οι άλλοι βαρόνοι να ακολουθήσουν τα παράδειγμά του και να ιδρύσουν ατομικά πριγκιπάτα, τα οποία φυσικά θα αδικούσαν πολύ τον πραγματικό σκοπό της Σταυροφορίας. Αργότερα ο κίνδυνος αυτός έγινε πραγματικότητα.
Μετά από μακροχρόνια και εξαντλητική πολιορκία η κύρια πόλη της Συρίας, η Αντιόχεια (πολύ ισχυρό οχυρό), παραδόθηκε στους Σταυροφόρους και ο δρόμος προς την Ιερουσαλήμ ήταν πλέον ανοικτός. Χάρη όμως στην Αντιόχεια ξέσπασε ένας βίαιος αγώνας μεταξύ των ηγετών των Σταυροφόρων που τέλειωσε όταν ο Βοημούνδος, ακολουθώντας το παράδειγμα του Βαλδουίνου, έγινε πρίγκιπας της Αντιόχειας. Οι Σταυροφόροι δεν κράτησαν τον όρκο τους ούτε στην Έδεσσα, ούτε στην Αντιόχεια.
Επειδή το μεγαλύτερο μέρος του στρατού παρέμεινε με τους αρχηγούς που ίδρυσαν τα πριγκιπάτα τους, μόνο λίγοι (20.000 έως 25.000) πλησίασαν την Ιερουσαλήμ, όπου έφτασαν εξαντλημένοι και εξασθενημένοι την 1η Ιουνίου 1099. Την εποχή εκείνη, η Ιερουσαλήμ είχε περιέλθει, από τους Σελτζούκους, στα χέρια ενός δυναμικού Χαλίφη της δυναστείας των Φατιμίδων. Ύστερα από μια βίαιη πολιορκία, στις 15 Ιουλίου του 1099, οι Σταυροφόροι πήραν την Αγία Πόλη και επιδόθηκαν σε μια τρομερή σφαγή. Το γνωστό τζαμί του Ομάρ και γενικά όλη η πόλη λεηλατήθηκε από τους Σταυροφόρους, που πήραν μαζί τους πολλούς θησαυρούς. Η χώρα, που αποτελείται από μια στενή παραλιακή λωρίδα, στην περιοχή της Συρίας και της Παλαιστίνης, ονομάστηκε Βασίλειο των Ιεροσολύμων. Ο Γοδεφρείδος, που συγκατατέθηκε να δεχθεί τον τίτλο του υπερασπιστή του Τιμίου Σταυρού, εκλέχτηκε βασιλιάς των Ιεροσολύμων και το νέο αυτό κράτος οργανώθηκε κατά το φεουδαρχικό σύστημα. Για την άμυνα των χωρών που κατακτήθηκαν οργανώθηκαν 3 τάγματα: α) το τάγμα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, β) το τάγμα των Ιπποτών του Ναού και γ) το τάγμα των Τευτόνων.
Η Α' Σταυροφορία, που τέλειωσε με τον σχηματισμό του Βασιλείου των Ιεροσολύμων και αρκετών ανεξάρτητων λατινικών κτήσεων στην Ανατολή, δημιούργησε μια πολύπλοκη πολιτική κατάσταση. Το Βυζάντιο, ικανοποιημένο από την εξασθένηση των Τούρκων της Μικράς Ασίας και από την αποκατάσταση της δύναμης της αυτοκρατορίας σε αρκετά μέρη αυτής της χώρας, ανησυχούσε για την εμφάνιση των πριγκιπάτων της Αντιόχειας, της Έδεσσας και της Τρίπολης, που απέβησαν νέοι πολιτικοί εχθροί της αυτοκρατορίας. Η δυσπιστία του Βυζαντίου σιγά-σιγά μεγάλωσε τόσο ώστε, το 12ο αιώνα, δε δίστασε να συμμαχήσει με τους παλιούς του εχθρούς, τους Τούρκους, αρχίζοντας εχθροπραξίες με τους παλιούς του συμμάχους, τους Σταυροφόρους. Με τη σειρά τους οι Σταυροφόροι, που είχαν εγκατασταθεί στις νέες τους επικράτειες και φοβόντουσαν την ενίσχυση της αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία, έκλεισαν επίσης συμμαχία με τους Τούρκους εναντίον του Βυζαντίου. Τον 12ο αιώνα ήταν φανερό ήδη ότι η αρχική ιδέα της Σταυροφορίας είχε τελείως εκφυλιστεί.
Δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για μια πλήρη διάσταση μεταξύ του Αλέξιου Κομνηνού και των Σταυροφόρων. Φυσικά ο αυτοκράτορας ήταν πολύ δυσαρεστημένος με το σχηματισμό των λατινικών κτήσεων στην Ανατολή. Παρόλα αυτά δεν αρνήθηκε τη βοήθεια του στους Σταυροφόρους, τους οποίους μετέφερε από την Ανατολή στη Δύση, κατά την επιστροφή τους. Έντονη υπήρξε η διάσταση του αυτοκράτορα προς τον Βοημούνδο, ο οποίος είχε αποκτήσει μεγάλη δύναμη στην Αντιόχεια, σε βάρος των γειτόνων του Τούρκων και της περιοχής του Βυζαντίου. Έτσι η Αντιόχεια έγινε το κέντρο στο οποίο συγκέντρωσε ο Αλέξιος την προσοχή του. Ο Ραϋμόνδος δυσαρεστημένος με την κατάστασή του στην Ανατολή και θεωρώντας κι αυτός τον Βοημούνδο ως τον βασικό αντίπαλό του, πλησίασε περισσότερο τον Αλέξιο, ο οποίος την εποχή αυτή θεωρούσε δευτερεύουσας σημασίας την τύχη της Ιερουσαλήμ.
Ο αγώνας μεταξύ Βοημούνδου και αυτοκράτορα έγινε αναπόφευκτος. Μια ευκαιρία παρουσιάστηκε στον Αλέξιο, όταν ο Βοημούνδος συνελήφθη ξαφνικά από τους Τούρκους, από τον Εμίρη Malik Ghazi, που στα τέλη του 11 αιώνα κατέλαβε την Καππαδοκία, ιδρύοντας εκεί ένα ανεξάρτητο κράτος, το οποίο όμως καταστράφηκε από τους Σελτζούκους το δεύτερο ήμισυ του 12ου αιώνα. Ο Αλέξιος ήρθε σε συνεννόηση με τον Εμίρη για την απόδοση του Βοημούνδου αντί ορισμένου χρηματικού ποσού, αλλά οι συνεννοήσεις δεν καρποφόρησαν. Ο Βοημούνδος ελευθερώθηκε από άλλους και επέστρεψε στην Αντιόχεια. Με βάση τη συμφωνία που είχε κάνει με τους Σταυροφόρους, ο Αλέξιος ζήτησε από τον Βοημούνδο να του δώσει την Αντιόχεια, αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε αποφασιστικά να εκπληρώσει το αίτημα του αυτοκράτορα.
Την εποχή αυτή, το 1104, οι Μουσουλμάνοι κέρδισαν μια μεγάλη νίκη κατά του Βοημούνδου και των άλλων Λατίνων πριγκίπων στη Harran, νότια της Έδεσσας. Η ήττα αυτή των Σταυροφόρων κατέστρεψε σχεδόν τις χριστιανικές κτήσεις της Συρίας και αναζωογόνησε τις ελπίδες τόσο του Αλέξιου όσο και των Μουσουλμάνων, οι οποίοι ευχαρίστως έβλεπαν την αναπόφευκτη εξασθένηση του Βοημούνδου. Η μάχη στη Harran κατέστρεψε τα σχέδιά του για την ίδρυση στην Ανατολή, ενός ισχυρού νορμανδικού κράτους και αντιλήφθηκε ότι δε διέθετε αρκετή δύναμη για να πολεμήσει και πάλι εναντίον των Μουσουλμάνων και του αυτοκράτορα. Η περαιτέρω παραμονή του στην Ανατολή του φαινόταν άσκοπη. Ο Βοημούνδος αποφάσισε λοιπόν να καταφέρει ένα κτύπημα κατά της αυτοκρατορίας στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, με τη βοήθεια νέων στρατευμάτων που συνέλεξε στην Ευρώπη. Αφού λοιπόν εμπιστεύθηκε στον ανεψιό του Ταγκρέδο την Αντιόχεια, ο Βοημούνδος έφυγε και ήρθε στην Απουλία. Η Άννα Κομνηνή δίνει μια ενδιαφέρουσα, αν και μυθιστορηματική εικόνα (γραμμένη με χιούμορ) για το πώς, προκειμένου να είναι εξασφαλισμένος από τα βυζαντινά πλοία, ο Βοημούνδος προσποιήθηκε το νεκρό και έφτασε στην Ιταλία μέσα σ’ ένα φέρετρο.
Η επιστροφή του Βοημούνδου στην Ιταλία έγινε δεκτή με πολύ μεγάλο ενθουσιασμό. Ο λαός τον πλησίαζε, όπως λέει ένας συγγραφέας του Μεσαίωνα, «σαν να επρόκειτο να δει τον ίδιο τον Χριστό».
Έχοντας μαζέψει στρατό ο Βοημούνδος άρχισε τις εχθροπραξίες του εναντίον του Βυζαντίου, με την ενθάρρυνση και του Πάπα. Η εναντίον του Αλέξιου εκστρατεία του, όπως εξηγεί ένας Αρμένιος επιστήμονας, «έπαψε να είναι ένα απλό πολιτικό γεγονός. Τώρα είχε την έγκριση της Εκκλησίας, παίρνοντας έτσι τη μορφή μιας Σταυροφορίας».
Τα στρατεύματα του Βοημούνδου προέρχονταν πιθανόν από τη Γαλλία και την Ιταλία, αν και περιλάμβαναν πολύ πιθανόν Άγγλους, Γερμανούς και Ισπανούς. Το σχέδιό του ήταν να συμπληρώσει την εκστρατεία του 1081, που επιχείρησε ο πατέρας του Ροβέρτος Γυισκάρδος και να κατακτήσει το Δυρράχιο για να πάει μετά, μέσω Θεσσαλονίκης, στην Κωνσταντινούπολη. Η εκστρατεία αυτή όμως δεν πέτυχε. Ο Βοημούνδος νικήθηκε στο Δυρράχιο και αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει, με ταπεινωτικούς όρους, με τον Αλέξιο. Οι κύριοι όροι της συμφωνίας του Βοημούνδου με τον αυτοκράτορα ήταν οι εξής: Ο Βοημούνδος υποσχόταν να θεωρεί τον εαυτό του υποτελή του Αλέξιου και του γιου του Ιωάννη, να πολεμά εναντίον των εχθρών του αυτοκράτορα και να μεταβιβάσει στον αυτοκράτορα όλες τις περιοχές που ανήκαν πριν, στην αυτοκρατορία. Τα εδάφη που ποτέ δεν ανήκαν στην αυτοκρατορία και που περιήλθαν στην εξουσία του Βοημούνδου, θα έμεναν στην εξουσία του τελευταίου, σαν να του είχαν παραχωρηθεί εκ μέρους του αυτοκράτορα. Επίσης ο Βοημούνδος υποσχέθηκε να πολεμήσει τον ανεψιό του Ταγκρέδο αν αρνιόταν να υποταχθεί στον αυτοκράτορα. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας θα διοριζόταν από τον αυτοκράτορα και θα προερχόταν από πρόσωπα που ανήκαν στην Ανατολική Εκκλησία, έτσι ώστε να μην υπάρχει Λατίνος Πατριάρχης στην Αντιόχεια. Οι πόλεις και οι περιοχές που παραχωρούνται στον Βοημούνδο απαριθμούνται μέσα στη συμφωνία. Το σύμφωνο τελειώνει με τον ιερό (επί του Σταυρού) όρκο του Βοημούνδου, ότι θα εκπληρώσει τους όρους της συμφωνίας.
Με την κατάρρευση των σχεδίων του Βοημούνδου, η θυελλώδης σταδιοδρομία του, η οποία υπήρξε ίσως μοιραία για την κίνηση των Σταυροφόρων, τέλειωσε. Πέθανε στην Απουλία το 1111.
Ο θάνατος του Βοημούνδου έφερε σε δύσκολη θέση τον Αλέξιο, γιατί ο Ταγκρέδος αρνιόταν να εκπληρώσει τους όρους της συμφωνίας του θείου του και δεν ήθελε να διαβιβάσει την Αντιόχεια στον αυτοκράτορα, ο οποίος έπρεπε να αρχίσει πάλι από την αρχή. Το σχέδιο μιας εκστρατείας κατά της Αντιόχειας συζητήθηκε, αλλά δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα. Ήταν φανερό ότι την εποχή αυτή, η αυτοκρατορία δεν μπορούσε να αναλάβει έναν τέτοιο δύσκολο αγώνα και ο θάνατος τους Ταγκρέδου δεν διευκόλυνε καθόλου την κατάσταση.
Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Αλέξιου αφιερώθηκαν κυρίως σε ετήσιους πολέμους με τους Τούρκους της Μικράς Ασίας, που συχνά υπήρξαν επιτυχείς για την αυτοκρατορία.
Στον τομέα της εξωτερικής ζωής της αυτοκρατορίας, ο Αλέξιος πέτυχε ένα πολύ δύσκολο έργο. Πολύ συχνά η δράση του Αλέξιου έχει αντιμετωπιστεί και εκτιμηθεί με βάση τις σχέσεις του με τους Σταυροφόρους και με βάση της όλης του εξωτερικής πολιτικής. Μια τέτοια θεώρηση των πραγμάτων είναι, αναμφίβολα, άδικη. Σε μια επιστολή του, ο αρχιεπίσκοπος της Βουλγαρίας Θεοφύλακτος, σύγχρονος του Αλέξιου, χρησιμοποιεί τα λόγια ενός Ψαλμού (79:13) και συγκρίνει τη Βουλγαρία με ένα κλήμα, του οποίου τα φρούτα «αποσπώνται από όσους περνούν από κοντά του». Η σύγκριση αυτή, λέει ο Γάλος ιστορικός Chalandon, μπορεί να γίνει και με την Ανατολική αυτοκρατορία της εποχής του Αλεξίου. Όλοι οι γείτονές της προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την αδυναμία της αυτοκρατορίας για να αποκτήσουν μερικές από τις περιοχές της. Οι Νορμανδοί, οι Πατσινάκοι, οι Σελτζούκοι και οι Σταυροφόροι, απείλησαν το Βυζάντιο. Ο Αλέξιος που παρέλαβε το Βυζάντιο σε μια κατάσταση αδυναμίας, πέτυχε να αντισταθεί αποτελεσματικά σε αυτούς, αναβάλλοντας έτσι για αρκετό χρόνο την κατάρρευση του Βυζαντίου. Την εποχή του Αλεξίου, τα σύνορα του κράτους, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία, επεκτάθηκαν και οι εχθροί της αυτοκρατορίας αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν παντού, με αποτέλεσμα να αποτελεί η βασιλεία του μια αδιαφιλονίκητη πρόοδο στον τομέα της επέκτασης των κτήσεων του Βυζαντίου. Οι κατηγορίες εναντίον του Αλέξιου για τις σχέσεις του με τους Σταυροφόρους, πρέπει να εγκαταλειφθούν εφόσον θεωρούμε τον Αλέξιο σαν έναν άρχοντα που υπερασπίστηκε τα συμφέροντα του κράτους του και για τον οποίον οι Δυτικοί, γεμάτοι επιθυμίες για λεηλασίες και λαφυραγωγίες, αποτελούσαν ένα σοβαρό κίνδυνο. Έτσι, στην εξωτερική του πολιτική ο Αλέξιος υπερνίκησε με επιτυχία όλες τις δυσκολίες, ανέπτυξε τη διεθνή θέση της αυτοκρατορίας, επέκτεινε τα όριά της και για ένα χρονικό διάστημα σταμάτησε την πρόοδο των πολυάριθμων εχθρών, που από όλες τις πλευρές, πίεζαν την αυτοκρατορία.

Υποσημειώσεις:
[1] Ο Πέτρος ήταν Γάλλος μοναχός και οι Βυζαντινοί τον έλεγαν «Κουκούπετρο», γιατί ήταν μικρός κι αδύνατος και ντυνόταν με μακρύ ράσο που έφερνε κουκούλα.
[2] Ο αριθμός τους έφτανε τις 500.000. Από αυτούς μόνον οι 100.000 ήταν μάχιμοι, ενώ οι υπόλοιποι ήταν γυναικόπαιδα.

25/5/11

Η Α' Σταυροφορία και το Βυζάντιο (α' μέρος) [35]

Η περίοδος των Σταυροφοριών αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της ιστορίας του κόσμου, κυρίως από την άποψη της οικονομικής ιστορίας και γενικά του πολιτισμού. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το θρησκευτικό πρόβλημα είχε απωθήσει τις άλλες πλευρές αυτής της πολύμορφης κίνησης. Η πρώτη χώρα που αντιλήφθηκε την πλήρη σημασία των Σταυροφοριών υπήρξε η Γαλλία, όταν το 1806 η Γαλλική Ακαδημία και κατόπιν το Εθνικό Ινστιτούτο πρόσφερε ένα βραβείο για το καλύτερο έργο που είχε ως σκοπό του «τη μελέτη της επίδρασης των Σταυροφοριών στην πολιτική ελευθερία των ευρωπαϊκών εθνών, τον πολιτισμό τους, και την πρόοδο της επιστήμης, του εμπορίου και της βιομηχανίας». Φυσικά, στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν πολύ πρόωρη η λεπτομερής συζήτηση ενός τέτοιου προβλήματος που δεν είχε ακόμα λυθεί. Αξίζει όμως να σημειώσουμε ότι η περίοδος των Σταυροφοριών δεν εξετάζεται πια από τη στενή θρησκευτική πλευρά. Το 1808 βραβεύτηκαν από τη Γαλλική Ακαδημία το βιβλίο του Γερμανού Heeren, που εκδόθηκε συγχρόνως γερμανικά και γαλλικά με τον τίτλο «Δοκίμιο σχετικό με την επίδραση των Σταυροφοριών στην Ευρώπη» και το βιβλίο του Γάλλου Choiseul Daillecourt, με τον τίτλο «Περί της επιρροής των Σταυροφοριών στην κατάσταση των λαών της Ευρώπης». Αν και οι δυο αυτές μελέτες είναι τώρα ασυγχρόνιστες, εξακολουθούν να είναι ενδιαφέρουσες, ιδίως η πρώτη.
Φυσικά οι Σταυροφορίες αποτελούν τη πιο σημαντική εποχή της ιστορίας του αγώνα μεταξύ των διεθνών θρησκειών, του Χριστιανισμού και του Ισλαμισμού, ενός αγώνα που είχε αρχίσει από τον 7ο αιώνα. Αλλά στην προσπάθεια αυτή δεν υπάρχουν μόνο τα θρησκευτικά κίνητρα. Ήδη απ’ την Α' Σταυροφορία, που έδειχνε καθαρά τις ιδέες της κίνησης των Σταυροφόρων και απέβλεπε στην απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τα χέρια των απίστων, ήταν φανερά τα «κοσμικά» ελατήρια και τα υλικά συμφέροντα. «Υπήρχαν δύο τμήματα ανάμεσα στους Σταυροφόρους, το ένα από όσους σκέφτονταν θρησκευτικά και το άλλο από όσους σκέφτονταν πολιτικά». Παραθέτοντας τα λόγια αυτά του Γερμανού επιστήμονα Kugler, ο Γάλλος ιστορικός Chalandon, προσθέτει ότι «η άποψη αυτή του είναι απόλυτα σωστή». Όσο όμως πιο πολύ εξετάζουν οι επιστήμονες τις εσωτερικές συνθήκες της ζωής της Δυτικής Ευρώπης του 11ου αιώνα, και κυρίως την οικονομική εξέλιξη των πόλεων της Ιταλίας της εποχής εκείνης, τόσο πιο πολύ πείθονται ότι τα οικονομικά φαινόμενα έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία και στη διεξαγωγή της Α' Σταυροφορίας. Σε κάθε νέα Σταυροφορία γινόταν πιο αισθητός ο «κοσμικός» παράγοντας και τελικά, κατά την Δ' Σταυροφορία, ο παράγοντας αυτός υπερίσχυσε της αρχικής ιδέας, όταν το 1204 καταλήφθηκε η Κωνσταντινούπολη για να ιδρυθεί από τους Σταυροφόρους η Λατινική αυτοκρατορία.
Το Βυζάντιο έπαιζε την εποχή αυτή τέτοιο σπουδαίο ρόλο ώστε η μελέτη της Ανατολικής αυτοκρατορίας να καθίσταται απαραίτητη για πλήρη κατανόηση της προέλευσης κι ανάπτυξης των Σταυροφοριών. Επιπλέον οι περισσότεροι από όσους μελέτησαν τις Σταυροφορίες έχουν αντιμετωπίσει το ζήτημα με μια προκατάληψη υπέρ των Δυτικών και με μια διάθεση να κάνουν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία ένα είδος «αποδιοπομπαίου τράγου, υπεύθυνο για όλα τα σφάλματα των Σταυροφόρων» (Chalandon).
Από την πρώτη τους εμφάνιση στο προσκήνιο της ιστορίας, τον 7ο αιώνα, οι Άραβες με εξαιρετική ταχύτητα κατέλαβαν στην περιοχή της αυτοκρατορίας τη Συρία, την Παλαιστίνη, τη Μεσοποταμία, τις ανατολικές περιοχές της Μικράς Ασίας, την Αίγυπτο, τις βόρειες ακτές της Αφρικής και κατόπιν την Ισπανία, της οποίας το μεγαλύτερο τμήμα ανήκε στους Βησιγότθους. Το τελευταίο ήμισυ του 7ου και στις αρχές του 8ου αιώνα, οι Άραβες πολιόρκησαν δυο φορές την Κωνσταντινούπολη, η οποία σώθηκε δύσκολα, χάρη στη δραστηριότητα και την ικανότητα των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου Δ' και Λέοντα Γ' Ίσαυρου. Το 732 οι Άραβες που είχαν εισχωρήσει στη Γαλατία πέρα από τα Πυρηναία, αναχαιτίστηκαν από τον Κάρολο Μαρτέλ κοντά στο Poitiers. Τον 9ο αιώνα κατέλαβαν την Κρήτη και, στις αρχές του 10ου αιώνα, τη Σικελία, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των βυζαντινών κτήσεων της Ν. Ιταλίας περιήλθε στην εξουσία τους.
Οι κατακτήσεις αυτές των Αράβων υπήρξαν πολύ σημαντικές για την πολιτική και οικονομική κατάσταση της Ευρώπης. Η επίθεση των Αράβων, όπως λέει ο Pirenne, «άλλαξε την όψη του κόσμου. Η αιφνιδιαστική της εμφάνιση κατέστρεψε την αρχαία Ευρώπη, βάζοντας τέλος στη μεσογειακή δημοκρατία, στην οποία είχε συγκεντρωθεί η ευρωπαϊκή δύναμη. Η Μεσόγειος υπήρξε μια ρωμαϊκή λίμνη, ενώ τώρα έγινε κυρίως μια μουσουλμανική λίμνη». Η άποψη αυτή του Βέλγου ιστορικού πρέπει να γίνει δεκτή με κάποια επιφύλαξη. Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης και των ανατολικών χωρών, αν και περιορίστηκαν από τους Μουσουλμάνους, δεν διακόπηκαν. Οι έμποροι και οι προσκυνητές συνέχισαν να ταξιδεύουν, ενώ τα εξωτικά προϊόντα της Ανατολής διατίθεντο στην Ευρώπη, όπως για παράδειγμα στη Γαλατία.
Στην αρχή, η στάση του Ισλαμισμού απέναντι στους Χριστιανούς υπήρξε ανεκτική και, παρά τις μικροενοχλήσεις που υπέστησαν τον 10ο αιώνα οι εκκλησίες και οι Χριστιανοί, δεν υπήρξαν θρησκευτικά ελατήρια στη συμπεριφορά αυτή των Μουσουλμάνων. Στις περιοχές που κατέκτησαν, οι Άραβες διατήρησαν, ως επί το πλείστον, τις εκκλησίες και τη χριστιανική λατρεία, επιτρέποντας συγχρόνως την άσκηση της χριστιανικής φιλανθρωπίας. Την εποχή του Καρλομάγνου, στις αρχές του 9ου αιώνα, υπήρξαν πανδοχεία και νοσοκομεία για τους προσκυνητές, ενώ κτίζονταν και νέες εκκλησίες και μοναστήρια. Βιβλιοθήκες οργανώνονταν στα μοναστήρια και οι προσκυνητές επισκέπτονταν τους Αγίους Τόπους ανενόχλητοι.
Οι σχέσεις αυτές της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου με την Παλαιστίνη, σε συνδυασμό με την ανταλλαγή μερικών πρεσβειών μεταξύ του Μονάρχη της Δύσης και του Χαλίφη Χαρούν-αρ-Ρασίντ, οδήγησαν στο συμπέρασμα, που υποστηρίζουν μερικοί επιστήμονες, ότι είχε δημιουργηθεί στην Παλαιστίνη ένα είδος Φράγκικου Προτεκτοράτου, υπό τον Καρλομάγνο, που σκοπό είχε την υποστήριξη των χριστιανικών συμφερόντων, στους Αγίους Τόπους, δίχως να παραβλάπτεται η πολιτική δύναμη του Χαλίφη. Αφετέρου, μια άλλη ομάδα ιστορικών, που αρνείται τη σπουδαιότητα των σχέσεων αυτών, ισχυρίζεται ότι το Προτεκτοράτο δεν ιδρύθηκε ποτέ και ότι αποτελεί μύθο ανάλογο με το θρύλο της Σταυροφορίας του Καρλομάγνου στους Αγίους Τόπους. Ο τίτλος ενός τελευταίου και σχετικού με το θέμα άρθρου, είναι «ο μύθος του Προτεκτοράτου του Καρλομάγνου στους Αγίους Τόπους». Ο όρος «Φράγκικο Προτεκτοράτο», όπως και πολλοί άλλοι όροι, είναι συμβατικός και μάλλον ασαφής. Μια σχετική με τον όρο συζήτηση όμως είναι πολύ σημαντική, γιατί δείχνει ότι από τις αρχές του 9ου αιώνα η Φράγκικη αυτοκρατορία είχε ήδη σημαντικά συμφέροντα στην Παλαιστίνη, πράγμα που είχε πολύ σημασία για την περαιτέρω εξέλιξη των διεθνών σχέσεων που προηγήθηκαν από τις Σταυροφορίες.
Στο τελευταίο ήμισυ του 10ου αιώνα, οι λαμπρές νίκες του βυζαντινού στρατού, υπό την καθοδήγηση του Νικηφόρου Φωκά και του Ιωάννη Τσιμισκή, εναντίον των Αράβων της Ανατολής, μετέβαλαν το Χαλέπι και την Αντιόχεια, στη Συρία, σε υποτελή κράτη της αυτοκρατορίας και, μετά από αυτό, ο στρατός του Βυζαντίου εισήλθε, πιθανόν, στην Παλαιστίνη. Οι στρατιωτικές αυτές επιτυχίες του Βυζαντίου είχαν ένα αντίκτυπο στην Ιερουσαλήμ που δίνει στο Γάλλο ιστορικό Bréhier τη δυνατότητα να μιλάει για ένα Βυζαντινό Προτεκτοράτο στους Αγίους Τόπους, που τερμάτισε το Φράγκικο Προτεκτοράτο.
Όταν το 969 η Παλαιστίνη περιήλθε στην εξουσία της Αιγυπτιακής δυναστείας των Φατιμίδων, η νέα κατάσταση δεν φάνηκε, τουλάχιστον αρχικά, να μεταβάλλει τη ζωή των Χριστιανών της Ανατολής, ουσιαστικά, και οι προσκυνητές συνέχισαν να έρχονται ανενόχλητοι στην Παλαιστίνη. Τον 11ο αιώνα, όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Ο ανισόρροπος Χαλίφης Χάκιμ, που αποκαλείται «Νέρων της Αιγύπτου», άρχισε ένα σκληρό διωγμό κατά των Χριστιανών και των Ιουδαίων και το 1009 προκάλεσε στην Ιερουσαλήμ την καταστροφή του Ναού της Ανάστασης και του Γολγοθά. Η ορμή που είχε για την καταστροφή των εκκλησιών ανακόπηκε από το φόβο του μήπως και συμβούν παρόμοια γεγονότα σε βάρος των τζαμιών στις χριστιανικές περιοχές.
Όταν ο Bréhier έγραφε για το Βυζαντινό Προτεκτοράτο στους Αγίους Τόπους, είχε υπόψη του τον Άραβα ιστορικό του 11ου αιώνα Yahya, ο οποίος λέει ότι το 1012 ένας ηγέτης των Βεδουίνων, που είχε επαναστατήσει κατά του Χάκιμ, κατέλαβε τη Συρία, ανάγκασε τους Χριστιανούς να ανασυγκροτήσουν το Ναό της Ανάστασης και έκανε έναν Επίσκοπο της εκλογής του Πατριάρχη των Ιεροσολύμων. Στη συνέχεια ο Βεδουίνος βοήθησε (τον Πατριάρχη) να χτίσει το Ναό της Ανάστασης και να τον αποκαταστήσει, όσο μπορούσε. Ερμηνεύοντας το κείμενο αυτό ο Ρώσος επιστήμονας Rosen, παρατηρεί ότι ο Βεδουίνος ενήργησε «πιθανόν με το σκοπό να κερδίσει την εύνοια του Βυζαντινού αυτοκράτορα». Ο Bréhier αποδίδει αυτή την υπόθεση του Rosen στο κείμενο του Yahya. Επειδή όμως η σχετική με τα ελατήρια του Βεδουίνου άποψη, δεν είναι του Yahya, μπορεί κανείς να πει ότι η θεωρία του Bréhier, για το Βυζαντινό Προτεκτοράτο της Παλαιστίνης, δεν είναι και τόσο θετική όσο παρουσιάζεται στο βιβλίο του.
Οπωσδήποτε όμως το γεγονός αυτό υπήρξε η αρχή μόνο της ανασυγκρότησης των Αγίων Τόπων. Μετά το θάνατο του Χάκιμ, το 1021, ακολούθησε μια εποχή ανοχής για τους Χριστιανούς. Η ειρήνη μεταξύ του Βυζαντίου και των Φατιμίδων, έδωσε τη δυνατότητα στους αυτοκράτορες του Βυζαντίου να αναλάβουν την πραγματική ανασυγκρότηση του Ναού της Ανάστασης, η οποία συμπληρώθηκε στα μέσα του 11ου αιώνα, τη εποχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Μονομάχου. Η περιοχή των Χριστιανών περιβλήθηκε από ένα ισχυρό τείχος και οι προσκυνητές μπορούσαν και πάλι να πάνε στους Αγίους Τόπους. Ανάμεσα στους άλλους προσκυνητές που αναφέρουν οι πηγές, είναι και ο δούκας της Νορμανδίας Ροβέρτος Διάβολος, που πέθανε στη Νίκαια το 1035, επιστρέφοντας από την Ιερουσαλήμ. Την ίδια εποχή ίσως, το 1030, ο περίφημος Βαράγγος της εποχής αυτής Harald Haardraade, με την υποστήριξη ενός σώματος Σκανδιναβών, που ήρθε μαζί του από τον Βορρά, έφτασε στην Ιερουσαλήμ και πολέμησε στη Συρία και τη Μικρά Ασία εναντίον των Μουσουλμάνων.
Οι ενέργειες εναντίον των Χριστιανών γρήγορα άρχισαν και πάλι, και το 1056 ο Ναός της Ανάστασης κλείστηκε, ενώ πάνω από 300 Χριστιανοί εξορίστηκαν από την Ιερουσαλήμ.
Ο κατεστραμμένος Ναός της Ανάστασης ανασυγκροτήθηκε με μεγαλοπρέπεια. Ένας Ρώσος προσκυνητής, ο ηγούμενος Δανιήλ, που επισκέφτηκε την Παλαιστίνη τα πρώτα χρόνια του 12ου αιώνα, αμέσως μετά την ίδρυση του βασιλείου της Ιερουσαλήμ, το 1099, μέτρησε τις στήλες του Ναού, περιέγραψε το μαρμάρινο διάκοσμο του πατώματός του, καθώς και τις 6 πύλες του και έδωσε ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα μωσαϊκά του. Περιέγραψε επίσης πολλές εκκλησίες, λείψανα και τοποθεσίες της Παλαιστίνης που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη.
Ο Δανιήλ και ένας Αγγλοσάξων προσκυνητής, ο Saewulf, μιλούν για το πώς «οι ειδωλολάτρες Σαρακηνοί» (δηλαδή οι Άραβες) κρυμμένοι στα βουνά και τις σπηλιές κτυπούσαν μερικές φορές τους προσκυνητές για να τους ληστέψουν. Οι Σαρακηνοί πάντοτε παγίδευαν τους Χριστιανούς και κρυμμένοι στα βουνά και τις σπηλιές αγρυπνούσαν νύχτα και ημέρα, προσέχοντας να δουν σε ποιους θα μπορούσαν να επιτεθούν.
Η ανοχή των Χριστιανών εκ μέρους των Αράβων εκδηλώθηκε επίσης στη Δύση. Όταν για παράδειγμα στα τέλη του 11ου αιώνα οι Ισπανοί κατέλαβαν το Τολέδο από τους Άραβες εκπλάγηκαν βρίσκοντας χριστιανικές εκκλησίες της πόλης άθικτες και μαθαίνοντας ότι οι λειτουργίες δεν είχαν διακοπεί καθόλου. Με τον ίδιο τρόπο, όταν στα τέλη του 11ου αιώνα οι Νορμανδοί κατέλαβαν τη Σικελία, βρήκαν εκεί, παρά το γεγονός ότι οι Άραβες διοικούσαν περισσότερο από 200 χρόνια, πολλούς Χριστιανούς που ελεύθερα ομολογούσαν την πίστη τους.
Έτσι το πρώτο γεγονός του 11ου αιώνα, το οποίο είχε θλιβερό αντίκτυπο στη χριστιανική Δύση, υπήρξε η καταστροφή του Ναού της Ανάστασης, το 1009. Ένα άλλο γεγονός, σχετικό με τους Αγίους Τόπους έλαβε χώρα το δεύτερο ήμισυ του 11ου αιώνα.
Οι Σελτζούκοι Τούρκοι, αφού νίκησαν το στρατό του Βυζαντίου το 1071, στο Ματζικέρτ, ίδρυσαν το Σουλτανάτο του Ικονίου στη Μικρά Ασία, προχωρώντας με επιτυχία προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτές οι στρατιωτικές επιτυχίες είχαν μεγάλο αντίκτυπο στην Ιερουσαλήμ, που καταλήφθηκε το 1070 από τον Τούρκο στρατηγό Atzig. Λίγο αργότερα η πόλη επαναστάτησε, αλλά ο Atzig την κατέλαβε και πάλι και την λεηλάτησε. Στη συνέχεια οι Τούρκοι κατέλαβαν την Αντιόχεια στη Συρία, εγκαταστάθηκαν στη Νίκαια, την Κύζικο και τη Σμύρνη, στη Μικρά Ασία και κατέκτησαν τη Χίο, τη Λέσβο, τη Σάμο και τη Ρόδο. Η κατάσταση των Ευρωπαίων προσκυνητών χειροτέρευσε και, παρόλο που οι διωγμοί σε βάρος των Χριστιανών υπερβάλλονται, είναι πολύ δύσκολο να συμφωνήσουμε με τη γνώμη του Ramsay για ηπιότητα των Τούρκων έναντι των Χριστιανών. «Οι Σελτζούκοι Σουλτάνοι», γράφει, «κυβερνούσαν τους Χριστιανούς υπηκόους τους με τρόπο επιεική και ανεκτικό και ακόμα και οι πιο προκατειλημμένοι Βυζαντινοί ιστορικοί κάνουν μερικούς υπαινιγμούς για Χριστιανούς που σε πολλές περιπτώσεις προτιμούσαν τη διοίκηση των Σουλτάνων από αυτήν των αυτοκρατόρων... Οι Χριστιανοί κάτω από τον ζυγό των Σελτζούκων ήταν πιο ευτυχισμένοι από αυτούς της κεντρικής αυτοκρατορίας. Πιο δυστυχισμένες από όλες ήταν οι συνοριακές περιοχές του Βυζαντίου, που υφίσταντο συνεχείς επιδρομές. Όσον αφορά τους θρησκευτικούς διωγμούς δεν βρίσκουμε ούτε ίχνος τους την εποχή των Σελτζούκων».
Η καταστροφή του Ναού της Ανάστασης το 2009 και η κατάκτηση της Ιερουσαλήμ από τους Τούρκους την 8η δεκαετία του 11ου αιώνα, υπήρξαν δυο σπουδαία γεγονότα που επηρέασαν πολύ τις θρησκευόμενες μάζες της Δυτικής Ευρώπης, προκαλώντας μια έντονη συγκίνηση και ένα ισχυρό θρησκευτικό ενθουσιασμό. Επιπλέον, πολλοί Ευρωπαίοι αντιλήφθηκαν ότι, αν το Βυζάντιο περιερχόταν στην εξουσία των Τούρκων όλη η χριστιανική Δύση θα εκτίθετο σε έναν τρομερό κίνδυνο. «Μετά από τόσους αιώνες φόβου και ερήμωσης», λέει ένας Γάλλος ιστορικός, «ο κόσμος της Μεσογείου θα υποκύψει και πάλι στις επιθέσεις των βαρβάρων; Αυτό είναι το αγωνιώδες ερώτημα που τίθεται κατά το 1075. Η Δυτική Ευρώπη, ανασυγκροτούμενη βαθμιαία κατά τον 11ο αιώνα, θα απαντήσει στις ομαδικές επιθέσεις των Τούρκων με μια Σταυροφορία» (Halphen).
Ο κίνδυνος όμως των ολοένα ενισχυόμενων Τούρκων γινόταν αισθητός κυρίως από τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, οι οποίοι, μετά την ήττα του Ματζικέρτ, φαινόταν ανίκανοι να αντισταθούν επιτυχώς, με τις δικές τους δυνάμεις, στους Τούρκους. Έστρεψαν τα μάτια τους στη Δύση, κυρίως στον Πάπα, ο οποίος σαν πνευματικός ηγέτης της Δύσης μπορούσε με την επιρροή του, να πείσει τους λαούς της Δυτικής Ευρώπης να δώσουν στο Βυζάντιο της απαραίτητη βοήθεια. Μερικές φορές, όπως δείχνει το μήνυμα του Αλέξιου Κομνηνού προς τον Ροβέρτο της Φλάνδρας, οι αυτοκράτορες έκαναν επίσης ατομική έκκληση στους ηγέτες της Δύσης. Ο Αλέξιος όμως είχε υπόψη του απλά μερικά βοηθητικά στρατεύματα και όχι ένα δυναμικό και καλά οργανωμένο στρατό.
Οι Πάπες απάντησαν πολύ ευνοϊκά στις εκκλήσεις των αυτοκρατόρων της Ανατολής. Εκτός από την καθαρά ιδεαλιστική πλευρά του ζητήματος (βοήθεια για το Βυζάντιο και συνεπώς για όλο τον χριστιανικό κόσμο, καθώς και απελευθέρωση των Αγίων Τόπων) οι Πάπες απέβλεπαν φυσικά και στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Καθολικής Εκκλησίας, ελπίζοντας, σε περίπτωση αποτυχίας, να αυξηθεί η επιρροή των Παπών (που δεν ξεχνούσαν το σχίσμα του 1054) ακόμα πιο πολύ. Η αρχική ιδέα του αυτοκράτορα του Βυζαντίου να αποκτήσει μερικούς μισθοφόρους από τη Δύση εξελίχθηκε βαθμιαία, κυρίως κάτω από την επίδραση των εκκλησιών του Πάπα, στην ιδέα μιας Σταυροφορίας, δηλαδή στην ιδέα μιας ομαδικής κίνησης των λαών της Δυτικής Ευρώπης που θα γινόταν κάτω από την κατεύθυνση των αρχόντων τους και των πιο εκλεκτών στρατιωτικών ηγετών τους.
Μέχρι το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα οι επιστήμονες πίστευαν ότι η πρώτη ιδέα των Σταυροφοριών, καθώς και η πρώτη σχετική έκκληση προήλθε, στα τέλη του 10ου αιώνα, από τον περίφημο Gerbert, κατόπιν Πάπα Σιλβέστρο Β'. Ανάμεσα στις επιστολές του υπάρχει μια «από την κατεστραμμένη Εκκλησία των Ιεροσολύμων προς την παγκόσμια Εκκλησία». Με το γράμμα αυτό η Εκκλησία των Ιεροσολύμων ζητάει από την παγκόσμια Εκκλησία να σπεύσει προς βοήθειά της. Τώρα οι καλύτεροι από τους ειδικούς στο πρόβλημα «Gerbert» θεωρούν το γράμμα αυτό αυθεντικό έργο του Gerbert, που το έγραψε πριν γίνει Πάπας, χωρίς όμως να διαβλέπουν σ’ αυτό τίποτα το σχετικό με τη Σταυροφορία, επειδή είναι ένα απλό μήνυμα προς τους πιστούς, που ζητάει από αυτούς να ενισχύσουν τα χριστιανικά ιδρύματα της Ιερουσαλήμ. Στα τέλη του 10ου αιώνα η θέση των Χριστιανών στην Παλαιστίνη δεν ήταν ακόμα τέτοια που να απαιτεί τη δημιουργία μιας κίνησης σαν αυτήν των Σταυροφόρων.
Πριν από την εποχή των Κομνηνών, κάτω από την πίεση των Σελτζούκων και τον κίνδυνο των Πατσινάκων, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ' έστειλε μήνυμα στον Πάπα Γρηγόριο Ζ' ζητώντας του βοήθεια και υποσχόμενος την ένωση των Εκκλησιών.
Ο Πάπας είχε επίσης γράψει πολλά γράμματα με τα οποία προέτρεπε τους αποδέκτες τους να υποστηρίξουν την αυτοκρατορία που χανόταν. Στο γράμμα του προς τον δούκα της Βουργουνδίας ο Πάπας γράφει: «Ελπίζουμε... ότι μετά την υποταγή των Νορμανδών, θα περάσουμε στην Κωνσταντινούπολη για να βοηθήσουμε τους Χριστιανούς οι οποίοι, πιεζόμενοι από τις συχνές επιδρομές των Σαρακηνών, ζητούν ανυπόμονα τη βοήθειά μας». Σε μια άλλη επιστολή του ο Γρηγόριος Ζ' μιλάει για το οικτρό κατάντημα της μεγάλης αυτοκρατορίας. Ενώ σ’ ένα γράμμα του προς τον Γερμανό βασιλιά Ερρίκο Δ' γράφει ότι «το περισσότερο μέρος της υπερπόντιας Χριστιανοσύνης καταστρέφεται από τους ειδωλολάτρες, οι Χριστιανοί δολοφονούνται κάθε μέρα σαν ζώα και η χριστιανική φυλή εξολοθρεύεται». Οι Χριστιανοί ζητούν ταπεινά βοήθεια για να μη χαθεί τελείως η χριστιανική θρησκεία. Ύστερα από τις εκκλήσεις του Πάπα οι Ιταλοί και άλλοι Ευρωπαίοι ετοίμασαν ένα στρατό από 50.000 περίπου άνδρες και σχεδίαζαν, αν μπορούσαν, να κάνουν τον Πάπα αρχηγό της εκστρατείας, θέλοντας να βαδίσουν κατά των εχθρών του Θεού για να φτάσουν στον Άγιο Τάφο.
«Κάνω αυτό το οποίο κάνω», συνεχίζει ο Πάπας, «επειδή η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, που διαφωνεί μαζί μας στο ζήτημα του Αγίου Πνεύματος επιθυμεί να συνδιαλλαγεί με τον αποστολικό θρόνο».
Στο γράμμα αυτό δεν τίθεται απλά το ζήτημα μιας Σταυροφορίας για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Ο Γρηγόριος Ζ' σχεδίαζε μια εκστρατεία στην Κωνσταντινούπολη για να σώσει το Βυζάντιο, δηλαδή το προπύργιο της Χριστιανοσύνης στην Ανατολή. Η βοήθεια του Πάπα ακολουθείτο από την ένωση των Εκκλησιών και την επιστροφή της «σχισματικής» Ανατολικής Εκκλησίας στην «αληθινή» Καθολική Εκκλησία. Έχει κανείς την εντύπωση ότι στα γράμματα αυτά τίθεται το ζήτημα της προστασίας της Κωνσταντινούπολης μάλλον και όχι η κατάκτηση τω Αγίων Τόπων. Επιπλέον όλα αυτά τα γράμματα γράφτηκαν πριν πέσει η Ιερουσαλήμ στα χέρια των Τούρκων και πριν χειροτερεύσει η κατάσταση των Χριστιανών της Παλαιστίνης. Έτσι, στα σχέδια του Γρηγορίου, ο ιερός πόλεμος εναντίον του Ισλάμ φαίνεται να είχε δευτερεύουσα θέση. Φαίνεται δηλαδή ότι ο Πάπας, οπλίζοντας τους Χριστιανούς της Δύσης για τον αγώνα εναντίον της μουσουλμανικής Ανατολής, είχε υπόψη του τη «σχηματική» Ανατολή, που στον Γρηγόριο φαινόταν πιο φοβερή από το Ισλάμ. Σε μια επιστολή του (σχετική με τις περιοχές που ήταν κάτω από την κατοχή των Βέρβερων της Ισπανίας) ο Πάπας δηλώνει αδίστακτα ότι θα προτιμούσε να αφήσει αυτές τις περιοχές στα χέρια των απίστων, δηλαδή των Μουσουλμάνων, παρά να τις δει να πέφτουν στα χέρια των απείθαρχων τέκνων της Εκκλησίας. Αν τα μηνύματα του Γρηγορίου Ζ' αποτελούν το πρώτο σχέδιο των Σταυροφοριών, δείχνουν τις σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ αυτού του σχεδίου και του σχίσματος των Εκκλησιών, του 1054.
Όπως ο Μιχαήλ Ζ', έτσι και ο Αλέξιος Κομνηνός, κυρίως υπό την πίεση της φρίκης του 1091, έκανε έκκληση στη Δύση ζητώντας την αποστολή μισθοφόρων. Η επέμβαση όμως των Κομάνων και ο βίαιος θάνατος του Τούρκου πειρατή Τσαχά απομάκρυναν τον κίνδυνο και, από την πλευρά του Αλέξιου, η βοήθεια της Δύσης φαινόταν το 1092 άχρηστη για την αυτοκρατορία.
Στο μεταξύ όμως η κίνηση την οποία δημιούργησε ο Γρηγόριος Ζ' στη Δύση διαδόθηκε πολύ, κυρίως χάρη στον δραστήριο Πάπα Ουρβανό Β'. Οι μισθοφόροι, τους οποίους ζήτησε ο Αλέξιος Κομνηνός, ξεχάστηκαν και ετίθετο πια το ζήτημα μιας ομαδικής κίνησης.
Η πρώτη κριτική έρευνα ενός Γερμανού ιστορικού, του Sybel, που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1841, υποστηρίζει (βλέποντάς τις από δυτική σκοπιά) τις εξής βασικές αιτίες των Σταυροφοριών:
1) Πρώτη αιτία είναι το γενικό θρησκευτικό πνεύμα, που αναπτύχθηκε τον 11ο αιώνα χάρη στη γνωστή κίνηση των Κλουνιανών. Σε μια κοινωνία που πιέζεται από τη συναίσθηση των αμαρτιών της υπάρχει μια τάση προς τον ασκητισμό, την απομόνωση, τα πνευματικά έργα και τα προσκυνήματα, ενώ η θεολογία και η φιλοσοφία της σχετικής με αυτήν εποχής επηρεάζεται πολύ από την τάση αυτή. Το πνεύμα αυτό υπήρξε η πρώτη γενική αιτία που κατεύθυνε τα πλήθη στο έργο της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων.
2) Δεύτερη αιτία είναι η ανάπτυξη του παπισμού τον 11ο αιώνα και κυρίως υπό τον Γρηγόριο Ζ'. Οι Σταυροφορίες ήταν πολύ επιθυμητές στους Πάπες, επειδή άνοιγαν ευρείς ορίζοντες για την περαιτέρω ανάπτυξη της παπικής εξουσίας και δύναμης. Αν οι Πάπες πετύχαιναν στις προσπάθειές τους θα άπλωναν την εξουσία τους σε πολλές νέες χώρες και θα επανέφεραν το «σχηματικό» Βυζάντιο στην Καθολική Εκκλησία. Έτσι η ιδεαλιστική τους επιθυμία να βοηθήσουν τους Χριστιανούς της Ανατολής και να ελευθερώσουν τους Αγίους Τόπους αναμιγνυόταν με τον πόθο τους να αυξήσουν τη δύναμή τους και την εξουσία τους.
3) Κοσμικά και υλιστικά ελατήρια επηρέασαν επίσης αρκετά διάφορες κοινωνικές τάξεις. Συμμετέχοντας στη γενική θρησκευτική συγκίνηση, η αριστοκρατία, οι βαρόνοι και οι ιππότες, έβλεπαν στην προσπάθεια αυτή μια εξαιρετική ευκαιρία για να ικανοποιήσουν το πνεύμα της περιπέτειας και της αγάπης για πόλεμο που τους χαρακτήριζε. Μια εκστρατεία κατά της Ανατολής θα ικανοποιούσε τις φιλοδοξίες τους και τις υλικές τους προσδοκίες. Όσον αφορά τις κατώτερες τάξεις, οι αγρότες, τσακισμένοι από το βάρος του φεουδαρχικού δεσποτισμού είδαν τις Σταυροφορίες το λιγότερο σαν μια πρόσκαιρη απαλλαγή από τη φεουδαρχική καταπίεση, μια αναβολή της πληρωμής των οφειλών τους, κάποια ασφάλεια των οικογενειών τους και σαν μια απαλλαγή από τις αμαρτίες τους.
Αργότερα, οι επιστήμονες τόνισαν άλλα φαινόμενα, σχετικά με την προέλευση της Α' Σταυροφορίας.
Κατά τον 11ο αιώνα οι δυτικοί προσκυνητές των Αγίων Τόπων ήταν πολυάριθμοι. Μερικές φορές τα προσκυνήματα γίνονταν κατά μεγάλες ομάδες και, εκτός από τα ατομικά προσκυνήματα, υπήρχαν και πραγματικές εκστρατείες στους Αγίους Τόπους. Το 1026-1027 επτακόσιοι προσκυνητές, μαζί με πολλούς Νορμανδούς ιππότες, επικεφαλής των οποίων ήταν ένας Γάλλος ηγούμενος, επισκέφτηκαν την Παλαιστίνη. Το ίδιο έτος ο Γουλιέλμος, κόμης του Angoulême, ακολουθούμενος από αρκετούς ηγούμενους της Δυτικής Γαλλίας και από μεγάλο αριθμό ευγενών, έκανε ένα ταξίδι στην Ιερουσαλήμ. Το 1033 πήγαν τόσοι προσκυνητές στον Άγιο Τάφο όσοι δεν είχαν πάει ποτέ πριν. Το πιο περίφημο όμως προσκύνημα έγινε το 1064-1065, με περισσότερα από 7.000 άτομα (συνήθως λέγεται ότι ήταν πάνω από 12.000). υπό την καθοδήγηση του Επισκόπου του Bamberg της Γερμανίας Günther. Οι προσκυνητές πέρασαν από την Κωνσταντινούπολη στη Μικρά Ασία και, ύστερα από πολλές περιπέτειες και απώλειες, έφτασαν στην Ιερουσαλήμ. Οι σχετικές με το μεγάλο αυτό προσκύνημα πηγές αναφέρουν ότι «από τις 7.000 δεν επέστρεψαν ούτε 2.000» και ότι πέθανε και ο ίδιος ο αρχηγός του προσκυνήματος Günther.
Γύρω από αυτά τα προσκυνήματα πριν από τις Σταυροφορίες, έχει δημιουργηθεί το ζήτημα του κατά πόσο ο 11ος αιώνας μπορεί να θεωρηθεί (όπως συχνά θεωρείται) σαν μια μεταβατική περίοδος από τα ειρηνικά προσκυνήματα στις στρατιωτικές εκστρατείες της εποχής των Σταυροφοριών. Πολλοί επιστήμονες προσπάθησαν να αποδείξουν ότι, λόγω των νέων συνθηκών που δημιουργήθηκαν στην Παλαιστίνη μετά την κατάκτησή της από τους Τούρκους, οι ομάδες των προσκυνητών άρχισαν να ταξιδεύουν οπλισμένες για να μπορούν να υπερασπίζονται τον εαυτό τους κατά των πιθανών επιθέσεων. Τώρα χάρη στον Joranson, έχει γίνει δεκτό το γεγονός ότι το μεγαλύτερο προσκύνημα του 11ου αιώνα έγινε αποκλειστικά από άοπλα άτομα και συνεπώς προκύπτει το ερώτημα αν έλαβε ποτέ χώρα προσκύνημα, πριν την περίοδο των Σταυροφοριών, με τη μορφή εκστρατείας οπλισμένων ανθρώπων. Φυσικά μερικοί από τους ιππότες προσκυνητές ήταν οπλισμένοι, αλλά οπωσδήποτε δεν υπήρξαν ποτέ Σταυροφόροι. Έπαιζαν όμως σπουδαίο ρόλο στην ιστορία της προέλευσης των Σταυροφοριών, πληροφορώντας τους Ευρωπαίους της Δύσης για την κατάσταση των Αγίων Τόπων και διεγείροντας το ενδιαφέρον τους. Όλα αυτά τα προσκυνήματα έγιναν πριν οι Τούρκοι κατακτήσουν την Παλαιστίνη. Ένα από τα αποτελέσματα της πιο σύγχρονης έρευνας των προσκυνημάτων του 11ου αιώνα, που έγιναν πριν τις κατακτήσεις των Τούρκων, είναι η ανακάλυψη ότι οι Άραβες μερικές φορές κακοποιούσαν στην Παλαιστίνη τους προσκυνητές, πολλά χρόνια πριν καταλάβουν τη χώρα αυτή οι Σελτζούκοι. Έτσι η άποψη ότι «όσο οι Άραβες κρατούσαν την Ιερουσαλήμ, οι Ευρωπαίοι Χριστιανοί μπορούσαν να περνούν ανενόχλητοι», πρέπει να θεωρηθεί τώρα σαν πολύ θετική.
Δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικές με προσκυνήματα του 11ου αιώνα από το Βυζάντιο προς στους Αγίους Τόπους. Ένας Βυζαντινός μοναχός, ο Επιφάνειος, που έγραψε τον πρώτο ελληνικό «Οδηγό» των Αγίων Τόπων, περιγράφει πώς ήταν η Παλαιστίνη πριν από τις Σταυροφορίες. Η περίοδος όμως στην οποία έζησε, δεν μπορεί να καθοριστεί οριστικά και οι ειδικοί την τοποθετούν μεταξύ του τέλους του 8ου και του 11ου αιώνα.
Πριν από την Α' Σταυροφορία, η Ευρώπη είχε αντιμετωπίσει τρεις γνήσιες Σταυροφορίες: τους πολέμους στην Ισπανία, κατά των Βέρβερων, την κατάληψη από τους Νορμανδούς της Απουλίας και της Σικελίας και την κατάληψη της Αγγλίας από τους Νορμανδούς, το 1066.
Επιπλέον, τον 11ο αιώνα, παρουσιάστηκε στην Ιταλία μια πολιτική και οικονομική κίνηση με κέντρο τη Βενετία. Η ειρήνευση της Αδριατικής έθεσε τις βάσεις της ναυτικής δύναμης της Βενετίας, ενώ το περίφημο Χρυσόβουλο του 1082 άνοιξε στη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου τις βυζαντινές αγορές. «Την ημέρα αυτή άρχισε το διεθνές εμπόριο της Βενετίας» (Diehl). Την εποχή αυτή η Βενετία, όπως και μερικές άλλες νότιες ιταλικές πόλεις, δεν δίσταζαν να εμπορεύονται με κέντρα μουσουλμανικά. Συγχρόνως η Γένουα και η Πίζα, η οποία τον 10ο αιώνα και στις αρχές του 11ου είχε λεηλατηθεί πολλές φορές από τους Μουσουλμάνους πειρατές της Αφρικής, ανέλαβαν, το 1015-1016, μια εκστρατεία εναντίον της Σαρδηνίας, που ανήκε στους Μουσουλμάνους και πέτυχαν να κατακτήσουν τη Σαρδηνία και την Κορσική. Τα πλοία αυτών των δύο πόλεων, το 1087, με την ενθάρρυνση του Πάπα, κτύπησαν με επιτυχία τη βόρεια αφρικανική ακτή. Όλες οι εκστρατείες αυτές κατά των απίστων δεν οφείλονται μόνο στο θρησκευτικό ενθουσιασμό ή στο πνεύμα της περιπέτειας, αλλά και σε οικονομικούς λόγους.
Ένα άλλο γεγονός που συνδέεται με την προέλευση των Σταυροφοριών, είναι η αύξηση του πληθυσμού μερικών χωρών, η οποία άρχισε το 1100 περίπου. Είναι γνωστό ότι ο πληθυσμός αύξανε στη Φλάνδρα και τη Γαλλία.
Ο 11ος αιώνας στη Γαλλία υπήρξε μια εποχή συχνών λιμών, ξηρασιών, επιδημιών και σκληρών χειμώνων. Οι δύσκολες αυτές συνθήκες ανάγκασαν τον πληθυσμό να σκεφτεί τις μακρινές χώρες που ήταν γεμάτες πλούτη.
Έχοντας όμως αυτούς τους παράγοντες υπόψη, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι, στα τέλη του 11ου αιώνα, η Ευρώπη ήταν πνευματικά και οικονομικά έτοιμη για να αναλάβει μια εκτεταμένη Σταυροφορία.
Η γενική κατάσταση πριν από την Α' Σταυροφορία ήταν τελείως διαφορετική από αυτήν πριν από τη Β' Σταυροφορία. Αυτά τα 51 χρόνια (1096-1147) υπήρξαν μια από τις πιο σπουδαίες εποχές της ιστορίας. Στη διάρκεια των ετών αυτών, η οικονομική, θρησκευτική και γενικά η μορφή του πολιτισμού της Ευρώπης άλλαξε ριζικά κι ένας νέος κόσμος παρουσιάστηκε στη Δυτική Ευρώπη. Οι μεταγενέστερες Σταυροφορίες δεν πρόσθεσαν πολλά πράγματα στα όσα έγιναν στην περίοδο αυτή, επειδή συνέχισαν αυτό που έγινε στη διάρκεια αυτών των 51 ετών. Και είναι παράξενο το γεγονός ότι ένας Ιταλός ιστορικός χαρακτηρίζει τις πρώτες Σταυροφορίες «στείρες παραφροσύνες» (Cerone).
Η Α' Σταυροφορία αποτελεί την πρώτη οργανωμένη επίθεση του χριστιανικού κόσμου κατά των απίστων. Αυτή η επίθεση δεν περιορίστηκε στην Κεντρική Ευρώπη, την Ιταλία και το Βυζάντιο, αλλά άρχισε από τη ΝΔ γωνιά της Ευρώπης, στην Ισπανία, για να τελειώσει στις ατέλειωτες στέπες της Ρωσίας.
Όσον αφορά την Ισπανία, ο Πάπας Ουρβανός Β', στο γράμμα που έστειλε στους κόμηδες της Ισπανίας, τους επίσκοπους, τους υποκόμηδες και ευγενείς και ισχυρούς ανθρώπους, τους έλεγε να μείνουν στη χώρα τους, αντί να πάνε στην Ιερουσαλήμ και να χρησιμοποιήσουν τη δραστηριότητά τους για την ανασυγκρότηση των χριστιανικών εκκλησιών που καταστράφηκαν από τους Βέρβερους.
Στα ΒΑ η Ρωσία υπερασπιζόταν τον εαυτό της απελπιστικά κατά των βαρβαρικών ορδών των Κομάνων, οι οποίοι παρουσιάστηκαν στις νότιες στέπες, στα μέσα του 11ου αιώνα και κατέστρεψαν το εμπόριο, καταλαμβάνοντας όλους τους δρόμους που οδηγούσαν από τη Ρωσία στην Ανατολή και το Νότο. Ο Ρώσος ιστορικός Kluchevsky γράφει ότι «ο αγώνας αυτός μεταξύ των Ρώσων και των Κομάνων (που κράτησε σχεδόν δύο αιώνες) έχει τη θέση του στην ιστορία της Ευρώπης, επειδή, καθώς η Δύση ήταν απασχολημένη με τις Σταυροφορίες εναντίον των δυνάμεων της Ασίας και της Ανατολής, ενώ μια παρόμοια κίνηση εκτυλισσόταν στην Ιβηρική χερσόνησο κατά των Βέρβερων, η Ρωσία συγκρατούσε την αριστερή πλευρά της Ευρώπης. Όμως, η ιστορική αυτή προσφορά της στοίχισε πολύ, εφόσον όχι μόνο έχασε τις παλιές της εγκαταστάσεις που είχε στον πόταμο Δνείπερο, αλλά και μεταβλήθηκε όλος ο ρυθμός της ζωής της». Με τον τρόπο αυτό η Ρωσία συμμετείχε στη γενική κίνηση των Σταυροφοριών της Δυτικής Ευρώπης, υπερασπιζόμενη τον εαυτό της, αλλά και υπερασπίζοντας συγχρόνως την Ευρώπη εναντίον των άπιστων βαρβάρων. «Αν οι Ρώσοι είχαν σκεφτεί να πάρουν τον σταυρό», λέει ο Leib, «θα τους είχε λεχθεί ότι βασικό τους καθήκον ήταν να υπηρετήσουν τον Χριστιανισμό, υπερασπίζοντας τη χώρα τους, όπως έγραφε ο Πάπας στους Ισπανούς».
Τα σκανδιναβικά βασίλεια συμμετείχαν και αυτά στην Α' Σταυροφορία, αλλά με μικρές δυνάμεις. Το 1097 ένας Δανός ευγενής, ο Svein, οδήγησε ένα μικρό τμήμα Σταυροφόρων στην Παλαιστίνη. Στο Βορρά δεν υπήρχε μεγάλος θρησκευτικός ενθουσιασμός και, από όσα ξέρουμε, οι περισσότεροι από τους σκανδιναβούς Σταυροφόρους κινούνταν λιγότερο από χριστιανικό ζήλο και περισσότερο από αγάπη στον πόλεμο και την περιπέτεια και από την προσδοκία του κέρδους.
Στον Καύκασο υπήρχαν δύο χριστιανικές χώρες: η Αρμενία και η Γεωργία. Μετά όμως την ήττα των Βυζαντινών στο Ματζικέρτ, το 1071, η Αρμενία περιήλθε στην εξουσία των Τούρκων και συνεπώς δεν μπορούσε πια να τεθεί ζήτημα συμμετοχής των Αρμενίων του Καυκάσου στην Α' Σταυροφορία. Όσον αφορά τη Γεωργία, οι Σελτζούκοι είχαν κατακτήσει τη χώρα αυτή τον 11ο αιώνα και μόνο μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους Σταυροφόρους, το 1099, ο βασιλιάς της Γεωργίας Δαβίδ κατόρθωσε να διώξει τους Τούρκους. Το γεγονός αυτό συνέβη το 1100 περίπου ή, όπως αναφέρει ένα χρονικό της Γεωργίας, όταν «ο στρατός των Φράγκων εκστράτευσε και με τη βοήθεια του Θεού κατέλαβε την Ιερουσαλήμ και την Αντιόχεια. Η Γεωργία τότε αποκατέστησε την ελευθερία της και ο Δαβίδ έγινε παντοδύναμος».

18/5/11

Η εποχή των ανωμαλιών (1056-1081) [34]

ΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ
Από το 1025, μετά το θάνατο του Βασιλείου Β' Βουλγαροκτόνου, η αυτοκρατορία αντιμετώπισε μια περίοδο ανωμαλιών, συχνών αλλαγών ανίκανων αυτοκρατόρων και την έναρξη μιας γενικής παρακμής. Η αυτοκράτειρα Ζωή πέτυχε να αναδείξει αυτοκράτορες και τους 3 συζύγους της, αλλά το 1056 μετά το θάνατο της αδελφής της Ζωής, Θεοδώρας, η Μακεδονική δυναστεία έπαψε να υπάρχει. Μια περίοδο ανωμαλιών άρχισε για να κρατήσει 25 χρόνια (1056-1081) και να τελειώσει μόνο με την άνοδο στο θρόνο του Αλέξιου Κομνηνού, ιδρυτή της περίφημης δυναστείας των Κομνηνών.
Η περίοδος αυτή, της οποίας το εξωτερικό χαρακτηριστικό ήταν η συχνή αλλαγή ανίκανων αυτοκρατόρων, υπήρξε πολύ σημαντική για την ιστορία του Βυζαντίου, επειδή στη διάρκεια των 25 αυτών ετών αναπτύχθηκαν οι συνθήκες εκείνες που προκάλεσαν αργότερα στη Δύση την κίνηση των Σταυροφοριών.
Στη διάρκεια της περιόδου αυτής οι εξωτερικοί εχθροί του Βυζαντίου άσκησαν πίεση από όλες τις πλευρές: οι Νορμανδοί δρούσαν στη Δύση, οι Πατσινάκοι στο Βορρά και οι Σελτζούκοι Τούρκοι στην Ανατολή, με αποτέλεσμα να μειωθεί τελικά η έκταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Ένα άλλο σπουδαίο χαρακτηριστικό της εποχής αυτής ήταν ο αγώνας που ανέλαβαν οι στρατιωτικοί παράγοντες και οι ευγενείς (κυρίως της Μικράς Ασίας) εναντίον της κεντρικής γραφειοκρατικής κυβέρνησης. Ο αγώνας αυτός, μεταξύ της πρωτεύουσας και των επαρχιών τέλειωσε, μετά από μερικές διακυμάνσεις, με τη νίκη του στρατού και των μεγάλων γαιοκτημόνων, δηλαδή με τη νίκη των επαρχιών εναντίον της πρωτεύουσας. Αρχηγός της νικηφόρας πλευράς ήταν ο Αλέξιος Κομνηνός.
Όλοι οι αυτοκράτορες της περιόδου των ανωμαλιών του 11ου αιώνα ήταν ελληνικής καταγωγής.
Το 1056, και ενώ Πατριάρχης ήταν ο Κηρουλάριος, η ηλικιωμένη αυτοκράτειρα Θεοδώρα αναγκάστηκε από τους αυλικούς να εκλέξει ως διάδοχό της τον ηλικιωμένο πατρίκιο Μιχαήλ ΣΤ' Στρατιωτικό, που μετά το θάνατο της Θεοδώρας, βασίλευσε ένα περίπου χρόνο (1056-157). Εναντίον του εκδηλώθηκε αντίδραση, υπό την καθοδήγηση του στρατού της Μικράς Ασίας, που ανακήρυξε αυτοκράτορα τον στρατηγό του Ισαάκιο Α' Κομνηνό, μέλος μιας μεγάλης οικογένειας μεγαλο-γαιοκτημόνων, που είχαν γίνει γνωστοί χάρη στους αγώνες τους με τους Τούρκους. Αυτή ήταν, κατά την περίοδο των ανωμαλιών, η πρώτη νίκη του στρατιωτικού κόμματος κατά της κεντρικής κυβέρνησης. Ο Μιχαήλ ΣΤ' Στρατιωτικός υποχρεώθηκε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του ως ιδιώτης.
Η νίκη όμως του στρατιωτικού κόμματος δεν κράτησε πολύ. Ο Ισαάκιος Α' Κομνηνός βασίλευσε μόνο από το 1057 μέχρι το 1059, οπότε εγκατέλειψε το θρόνο και έγινε μοναχός. Στη διάρκεια της βασιλείας του αντικατέστησε τον Πατριάρχη Κηρουλάριο, που διαφώνησε με την οικονομία του, με τον Κωνσταντίνο Γ' Λειχούδη. Οι λόγοι της παραίτησής του από το θρόνο δεν έχουν ξεκαθαριστεί ακόμα. Ίσως ο Ισαάκιος Κομνηνός να έπεσε θύμα καλοσχεδιασμένης συνωμοσίας από εκείνους που δεν ήταν ικανοποιημένοι με τη δραστήρια και ανεξάρτητη διοίκησή του. Είναι γνωστό ότι θέλοντας να αυξήσει τα εισοδήματα του κράτους ο Κομνηνός δεν δίστασε να βάλει χέρι στα κτήματα που είχαν αποκτήσει παράνομα τόσο η Εκκλησία όσο και οι πλούσιοι, καθώς και να ελαττώσει τους μισθούς των ανώτερων υπαλλήλων του κράτους. Είναι πιθανόν ότι ο περίφημος λόγιος και πολιτικός Μιχαήλ Ψελλός αναμείχθηκε κατά κάποιο τρόπο στη συνωμοσία εναντίον του Ισαάκιου Κομνηνού.
Ο Ισαάκιος αντικαταστάθηκε από τον Κωνσταντίνο Ι' Δούκα (1059-1067), ο οποίος διαθέτοντας το ταλέντο ενός καλού οικονομολόγου και τη διάθεση να υπερασπίζεται το δίκαιο, αφιέρωσε όλη του την προσοχή στις πολιτικές υποθέσεις του κράτους. Ο στρατός και οι σχετικές με αυτόν υποθέσεις τον απασχολούσαν πολύ λίγο. Η βασιλεία του μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια αντίδραση της πολιτικής διοίκησης προς τον στρατιωτικό παράγοντα, που είχε θριαμβεύσει την εποχή του Ισαάκιου Κομνηνού ή σαν μια αντίδραση της πρωτεύουσας κατά των επαρχιών. Η περίοδος αυτή υπήρξε η ατυχής «εποχή της επικράτησης των γραφειοκρατών, των ρητόρων και των λογίων» (Gelzer). Οι απειλητικές όμως ενέργειες των Πατσινάκων και των Ούζων από το Βορρά, καθώς και των Σελτζούκων Τούρκων από την Ανατολή δε δικαίωσαν την αντιστρατιωτική πολιτική του Κωνσταντίνου. Το Βυζάντιο είχε απόλυτη ανάγκη από έναν αυτοκράτορα που θα οργάνωνε καλά τη στρατιωτική άμυνα του κράτους. Ακόμα και ο αντιμιλιταριστής λόγιος του 11ου αιώνα Μιχαήλ Ψελλός έγραφε ότι «ο στρατός αποτελεί τη σπονδυλική στήλη του ρωμαϊκού κράτους». Όταν πέθανε ο Κωνσταντίνος το 967 ο θρόνος του Βυζαντίου ήρθε για λίγους μήνες στα χέρια της συζύγου του Ευδοκίας Μακρεμβολίτισσας. Το στρατιωτικό κόμμα την υποχρέωσε να παντρευτεί τον ικανό στρατηγό Ρωμανό Διογένη από την Καππαδοκία, που έγινε αυτοκράτορας ως Ρωμανός Δ' Διογένης για να βασιλεύσει από το 1067 μέχρι το 1071.
Η άνοδός του στο θρόνο αποτελεί τη δεύτερη νίκη του στρατιωτικού κόμματος. Η 4ετής όμως βασιλεία αυτού του στρατιώτη-αυτοκράτορα τέλειωσε πολύ τραγικά με τη σύλληψη και αιχμαλωσία του από τον Τούρκο Σουλτάνο. Όταν έφτασε το νέο της αιχμαλωσίας του αυτοκράτορα στην πρωτεύουσα επικράτησε μεγάλη ταραχή και, ύστερα από κάποιο δισταγμό, αυτοκράτορας ανακηρύχθηκε ο Μιχαήλ Ζ' Δούκας, Παραπινάκιος,[1] γιος της Ευδοκίας (από το γάμο της με τον Κωνσταντίνο Δούκα) και μαθητής του Μιχαήλ Ψελλού. Η Ευδοκία έγινε μοναχή και ο Ρωμανός, όταν γύρισε από την αιχμαλωσία, παρά την υπόσχεση που είχε πάρει ότι δεν κινδύνευε από τίποτε, τυφλώθηκε βάρβαρα και πέθανε λίγο μετά την τύφλωσή του.
Ο Μιχαήλ Ζ' Δούκας (1071-1078) είχε μεγάλη κλίση προς τη μάθηση, τις επιστημονικές συζητήσεις και τη συγγραφή ποιημάτων, αλλά δεν είχε καμιά διάθεση να ασχοληθεί με στρατιωτικά ζητήματα. Αποκατέστησε τη γραφειοκρατία του πατέρα του Κωνσταντίνου Δούκα, η οποία όμως δεν ανταποκρινόταν στην εξωτερική κατάσταση του Βυζαντίου. Οι νέες επιτυχίες των Τούρκων και των Πατσινάκων απαιτούσαν επιτακτικά τη διοίκηση της αυτοκρατορίας να την αναλάβει ένας στρατιώτης αυτοκράτορας με ισχυρό στρατό, που θα μπορούσε να σώσει την αυτοκρατορία με την καταστροφή.
Από αυτήν την πλευρά ο κατάλληλος άνθρωπος που θα εκπλήρωνε τις ανάγκες του λαού, ήταν ο Νικηφόρος Βοτανειάτης, στρατηγός ενός θέματος της Μικράς Ασίας, ο οποίος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, υποχρεώνοντας τον Παραπινάκιο να αποσυρθεί σ’ ένα μοναστήρι. Κατόπιν ο Νικηφόρος εισήλθε στην πρωτεύουσα όπου στέφθηκε από τον Πατριάρχη αυτοκράτορας (1078-1081). Λόγω όμως της ηλικίας και της φυσικής του αδυναμίας δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει ούτε τις εξωτερικές ούτε τις εσωτερικές δυσκολίες. Συγχρόνως η αριστοκρατία των μεγαλοκτηματιών των επαρχιών δεν ανεγνώριζε τα αυτοκρατορικά δικαιώματα του Νικηφόρου και πολλοί διεκδικητές αυτών των δικαιωμάτων παρουσιάστηκαν σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας. Ένας από αυτούς ο Αλέξιος Κομνηνός, ανεψιός του αυτοκράτορα Ισαάκιου Κομνηνού, που ήταν συγγενής της οικογένειας Δούκα και καταγόταν από στρατιωτική οικογένεια της Θράκης (από το χωριό Κόμνη), έδειξε μεγάλη ικανότητα εκμεταλλευόμενος την κατάσταση για να πετύχει το σκοπό του, δηλαδή την άνοδο στο θρόνο. Ο Βοτανειάτης αποσύρθηκε σε μοναστήρι, όπου αργότερα έγινε μοναχός, ενώ το 1081 ο Αλέξιος Κομνηνός στέφθηκε αυτοκράτορας τερματίζοντας την περίοδο των ανωμαλιών. Η άνοδος στο θρόνο αυτού του πρώτου άρχοντα της δυναστείας των Κομνηνών, τον 11ο αιώνα, αποτελεί μια ακόμα νίκη του στρατιωτικού κόμματος και των μεγαλοκτηματιών των επαρχιών.
Ήταν πολύ φυσικό το γεγονός ότι, στη διάρκεια μιας περιόδου συχνών αλλαγών αυτοκρατόρων και αδιάκοπων φανερών ή κρυφών αγώνων για το θρόνο, ή εξωτερική πολιτική της αυτοκρατορίας υπέφερε πολύ προκαλώντας την πτώση του Βυζαντίου από την ανώτερη θέση που κατείχε στο μεσαιωνικό κόσμο. Η παρακμή αυτή προωθήθηκε από τις περίπλοκες και επικίνδυνες συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την επιτυχή δράση των βασικών εχθρών, των Σελτζούκων Τούρκων στην Ανατολή, των Πατσινάκων και των Ούζων στο Βορρά, και των Νορμανδών στη Δύση.

ΟΙ ΣΕΛΤΖΟΥΚΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία γνώριζε τους Τούρκους αρκετό διάστημα. Από τον 6ο μάλιστα αιώνα υπήρχε ένα σχέδιο τουρκο-βυζαντινής συμμαχίας, ενώ οι Τούρκοι υπηρετούσαν στο Βυζάντιο ως μισθοφόροι ή μέλη της αυτοκρατορικής φρουράς. Υπήρχαν αρκετοί Τούρκοι στον αραβικό στρατό, στα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου, που έλαβαν ενεργό μέρος το 838 στην κατάληψη και λεηλασία του Αμαρίου. Οι φιλικές αυτές σχέσεις ή οι προστριβές με τους Τούρκους, δεν είχαν πολύ μεγάλες συνέπειες, μέχρι τον 11ο αιώνα, για το Βυζάντιο. Με την εμφάνιση όμως των Σελτζούκων Τούρκων στα ανατολικά σύνορα, στα 50 πρώτα χρόνια του 11ου αιώνα, τα πράγματα άλλαξαν.
Οι Σελτζούκοι ήταν απόγονοι του Τούρκου πρίγκιπα Σελτζούκ, ο οποίος ανήκε, το 1000 περίπου, στην υπηρεσία ενός Χάνου του Τουρκεστάν. Από τις στέπες του Kirghiz ο Σελτζούκ μετανάστευσε μαζί με τη φυλή του στην Transoxiana, κοντά στην Μπουχάρα, όπου τόσο αυτός όσο και λαός του δέχθηκαν τον Ισλαμισμό. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα η δύναμη των Σελτζούκων έφτασε σε τέτοιο σημείο ώστε οι δυο εγγονοί του Σελτζούκ να μπορούν να οδηγούν τις άγριες ορδές των Τούρκων σε επιδρομές εναντίον του Χορασάν. [2]
Οι πιεστικές κινήσεις των Σελτζούκων στη δυτική Ασία δημιούργησαν μια νέα εποχή για τον Μουσουλμανισμό και τη Βυζαντινή ιστορία. Τον 11ο αιώνα το Χαλιφάτο δεν αποτελούσε πια ένα ενιαίο σύνολο. Η Ισπανία, η Αφρική και η Αίγυπτος είχαν εδώ και καιρό αποκτήσει την ανεξαρτησία τους, ενώ η Συρία, η Μεσοποταμία και η Περσία είχαν διαιρεθεί σε διάφορες, ανεξάρτητες δυναστείες με μεμονωμένους άρχοντες. Μετά την κατάκτηση της Περσίας, στα μέσα του 11ου αιώνα, οι Σελτζούκοι εισχώρησαν στη Μεσοποταμία και κατέλαβαν τη Βαγδάτη, υπό την ηγεσία του διαδόχου του Σελτζούκ, Τογρούλ, που έλαβε τον τίτλο του Σουλτάν (βασιλιά). Από τώρα και στο εξής το Χαλιφάτο της Βαγδάτης βρισκόταν υπό την προστασία των Σελτζούκων, των οποίων οι Σουλτάνοι δεν έμεναν στη Βαγδάτη, αλλά εξασκούσαν τον έλεγχό τους στη σπουδαία αυτή πόλη μέσω ενός στρατηγού. Λίγο αργότερα οι Σελτζούκοι Τούρκοι, όταν η δύναμή τους ενισχύθηκε λόγω της άφιξης νέων τουρκικών φυλών, κατέκτησαν όλη τη δυτική Ασία, από το Αφγανιστάν μέχρι τα Μικρασιατικά σύνορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, καθώς και το Χαλιφάτο των Φατιμίδων στην Αίγυπτο.
Από τα μέσα του 11ο αιώνα οι Σελτζούκοι εξελίχθηκαν σε πολύ σπουδαίο παράγοντα της ιστορίας της Βυζαντίου, επειδή άρχισαν να απειλούν τις συνοριακές της επαρχίες της Μ. Ασίας και του Καυκάσου. Στην 4η δεκαετία του 11ου αιώνα, ο Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος προσάρτησε στην αυτοκρατορία του την Αρμενία μαζί με τη νέα της πρωτεύουσα, Ani. Επομένως η Αρμενία δεν ήταν πια μια ενδιάμεση χώρα, μεταξύ Βυζαντίου και Τουρκίας και οι επιθέσεις που υφίστατο ήταν πλέον επιθέσεις που κατευθύνονταν εναντίον του Βυζαντίου. Οι Τούρκοι είχαν μεγάλες επιτυχίες στις επιθέσεις τους κατά της Αρμενίας, ενώ συγχρόνως τα στρατεύματά τους προχωρούσαν μέσα στη Μικρά Ασία.
Στη διάρκεια της δραστήριας, αν και σύντομης, βασιλείας του Ισαάκιου Κομνηνού, τα ανατολικά σύνορα γνώρισαν μια πολύ καλή υπεράσπιση εναντίον των επιθέσεων των Σελτζούκων. Μετά την πτώση του όμως η αντιμιλιταριστική τακτική του Κωνσταντίνου Δούκα εξασθένησε τη στρατιωτική ισχύ της Μικράς Ασίας διευκολύνοντας την εισβολή των Τούρκων στις περιοχές του Βυζαντίου. Δεν είναι απίθανο, κατά τη γνώμη ενός ιστορικού, ότι το κράτος έβλεπε «ατυχίες αυτών των επίμονων και αλαζόνων επαρχιών» με κάποια ευχαρίστηση. «Η Ανατολή όπως και η Ιταλία, πλήρωνε το βαρύ τίμημα των σφαλμάτων της κεντρικής κυβέρνησης». Την εποχή του Κωνσταντίνου Ι' Δούκα και στους επόμενους 7 μήνες της βασιλείας της γυναίκας του Ευδοκίας, ο δεύτερος από τους Σελτζούκους Σουλτάνους, ο Απ-Αρσλάν, νίκησε την Αρμενία λεηλατώντας μέρος της Συρίας, της Κιλικίας και της Καππαδοκίας. Στην πρωτεύουσα της Καππαδοκίας, Καισάρεια, οι Τούρκοι λεηλάτησαν την εκκλησία του Μεγάλου Βασιλείου, όπου φυλάσσονταν τα λείψανα του Αγίου. Ένας χρονογράφος του Βυζαντίου, γράφοντας για την εποχή του Μιχαήλ Παραπινάκιου (1071-1078) αναφέρει ότι «στη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα αυτού, καταλήφθηκε σχεδόν όλος ο κόσμος, επίγειος και θαλάσσιος, από τους ασεβείς βαρβάρους, ενώ συγχρόνως καταστράφηκε και απογυμνώθηκε από τον πληθυσμό του, επειδή όλοι οι Χριστιανοί σκοτώθηκαν από αυτούς, ενώ τα σπίτια τους κι οι εγκαταστάσεις τους, μαζί με τις εκκλησίες, λεηλατήθηκαν τελείως από τους βαρβάτους, σε όλη την Ανατολή, μέχρι εκμηδενισμού».
Η τελευταία εκστρατεία του Ρωμανού Διογένη τελείωσε με τη μοιραία μάχη του Ματζικέρτ, το 1071 (κοντά στο σημερινό Melazgherd) στην Αρμενία, στα βόρεια της λίμνης Βαν. Λίγο πριν τη μάχη, το τμήμα των Ούζων μαζί με τον αρχηγό τους προσχώρησε στους Τούρκους, προκαλώντας μεγάλη ταραχή στο στρατό του Ρωμανού Διογένη. Στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης, ένας από τους βυζαντινούς στρατηγούς άρχισε να διαδίδει τη φήμη ότι ο αυτοκρατορικός στρατός νικήθηκε κι οι στρατιώτες πανικόβλητοι τράπηκαν σε φυγή. Ο Ρωμανός, ο οποίος αγωνίστηκε στη μάχη ηρωικά, συνελήφθηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους και όταν έφτασε στο εχθρικό στρατόπεδο έγινε δεκτός από τον Αλπ-Αρσλάν με μεγάλες τιμές.
Ο νικητής και ο ηττημένος έκαναν μια διαρκή ειρήνη και ένα σύμφωνο φιλίας, του οποίου τα κύρια σημεία, όπως αναφέρεται στις αραβικές πηγές, ήταν τα εξής: 1) Ο Ρωμανός Διογένης αποκτούσε την ελευθερία του, πληρώνοντας ορισμένα χρήματα, 2) το Βυζάντιο θα πλήρωνε ετήσιο φόρο στον Αλπ-Αρσλάν, και 3) το Βυζάντιο θα επέστρεφε όλους τους Τούρκους αιχμαλώτους. Ο Ρωμανός επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, βρήκε το θρόνο κατειλημμένο από τον Μιχαήλ Ζ' Δούκα. Στη συνέχεια, αφού τυφλώθηκε από τους εχθρούς του, πέθανε.
Η μάχη του Ματζικέρτ είχε ορισμένες συνέπειες για το Βυζάντιο. Αν και σύμφωνα με τη συνθήκη η αυτοκρατορία δεν παραχωρούσε εδάφη στον Αλπ-Αρσλάν, οι απώλειές της υπήρξαν πολύ μεγάλες, επειδή ο στρατός που υπερασπιζόταν τα σύνορα της Μικράς Ασίας καταστράφηκε τόσο πολύ ώστε να είναι αδύνατο στην αυτοκρατορία να αντισταθεί εκεί στις μεγαλύτερες επιθέσεις των Τούρκων. Η αξιοθρήνητη κατάσταση της αυτοκρατορίας χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο, λόγω της αδύνατης και αντιμιλιταριστικής πολιτικής του Μιχαήλ Ζ' Δούκα. Η ήττα του Ματζικέρτ υπήρξε ένα θανάσιμο κτύπημα για την κυριαρχία του Βυζαντίου στη Μικρά Ασία, η οποία αποτελούσε το σπουδαιότερο τμήμα της αυτοκρατορίας. Μετά το 1071 δεν υπήρχε πια βυζαντινός στρατός για να αντισταθεί στους Τούρκους. Ένας ιστορικός μάλιστα φτάνει στο σημείο να πει ότι μετά από τη μάχη αυτή, το κράτος του Βυζαντίου περιήλθε στα χέρια των Τούρκων. Ένας άλλος ιστορικός ονομάζει τη μάχη «θανάσιμη στιγμή της μεγάλης Βυζαντινής αυτοκρατορίας» και συνεχίζει λέγοντας ότι «αν και οι συνέπειές της με όλες τις τρομερές τους πλευρές δεν έγιναν αισθητές αμέσως, το ανατολικό τμήμα της Μικράς Ασίας, η Αρμενία και η Καππαδοκία (οι επαρχίες από τις οποίες προήλθαν τόσοι περίφημοι αυτοκράτορες και πολεμιστές και που αποτελούσαν την κύρια δύναμη της αυτοκρατορίας) χάθηκαν για πάντα, ενώ οι Τούρκοι άπλωσαν τις νομαδικές τους σκηνές πάνω στα ερείπια της αρχαίας ρωμαϊκής δόξας. Το λίκνο του πολιτισμού έγινε βορά του Ισλαμικού βαρβαρισμού και της τέλειας κτηνωδίας».
Στη διάρκεια των χρόνων που πέρασαν από την καταστροφή του 1071 μέχρι την άνοδο στο θρόνο του Αλέξιου Κομνηνού το 1081, οι Τούρκοι εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση της απροστάτευτης αυτοκρατορίας και τις εσωτερικές της διαμάχες, εισχώρησαν ακόμα βαθύτερα στη ζωή του Βυζαντίου. Μεμονωμένα τμήματα των Τούρκων έφτασαν μέχρι τις δυτικές επαρχίες της Μικράς Ασίας. Τα τουρκικά στρατεύματα που βοήθησαν τον Νικηφόρο Βοτανειάτη να καταλάβει το θρόνο, τον συνόδευσαν μέχρι τη Νίκαια και τη Χρυσούπολη (το σημερινό Σκούταρι),
Επιπλέον, μετά το θάνατο του Ρωμανού Διογένη και του Αλπ-Αρσλάν, τόσο το Βυζάντιο όσο και οι Τούρκοι δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους δεσμευμένους από τη συνθήκη που είχαν συνάψει οι άρχοντές τους. Οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν κάθε ευκαιρία και λεηλατούσαν τις επαρχίες του Βυζαντίου, στη Μικρά Ασία, στις οποίες έμπαιναν, κατά τη γνώμη βυζαντινού χρονογράφου, όχι ως πρόσκαιροι αντάρτες, αλλά ως μόνιμοι κυρίαρχοι. Η άποψη αυτή όμως είναι υπερβολική, τουλάχιστον για την περίοδο πριν το 1081. Όπως αναφέρει ο Laurent, «το 1080, επτά χρόνια μετά την πρώτη τους εμφάνιση στις ακτές του Βοσπόρου, οι Τούρκοι δεν είχαν ακόμα εγκατασταθεί κάπου, δεν είχαν σχηματίσει δηλαδή κράτος και περιφέρονταν πάντοτε σαν άτακτοι επιδρομείς».
Ο διάδοχος Αλπ-Αρσλάν έδωσε τη στρατιωτική ηγεσία της Μικράς Ασίας στον Σουλεϊμάν, ο οποίος κατέλαβε το κεντρικό τμήμα της Μ. Ασίας (Rum).[3] Επειδή πρωτεύουσά του υπήρξε το Ικόνιο (σημερινή Κόνια), η πιο πλούσια και πιο ωραία μικρασιατική πόλη του Βυζαντίου, το κράτος των Σελτζούκων ονομάζεται συχνά Σουλτανάτο του Ικονίου.[4] Από την κεντρική αυτή θέση του, το νέο Σουλτανάτο απλώθηκε μέχρι τη Μαύρη θάλασσα και τη Μεσόγειο κι έγινε έτσι ένας επικίνδυνος αντίπαλος της αυτοκρατορίας. Τα τουρκικά στρατεύματα συνέχισαν να κινούνται προς τη Δύση, ενώ οι δυνάμεις του Βυζαντίου δεν είχαν τη δυνατότητα να αντισταθούν.
Η προώθηση των Σελτζούκων και πιθανόν οι απειλητικές κινήσεις των βορείων Ούζων και Πατσινάκων προς την πρωτεύουσα ανάγκασαν τον Μιχαήλ Ζ', στις αρχές της βασιλείας του, να ζητήσει βοήθεια από τη Δύση, στέλνοντας ένα μήνυμα στον Πάπα Γρηγόριο Ζ' και υποσχόμενος, σε αντάλλαγμα της βοήθειας που θα του δινόταν, την ένωση των Εκκλησιών. Ο Γρηγόριος Ζ' δέχτηκε ευνοϊκά τις προτάσεις και έστειλε αρκετά μηνύματα στους πρίγκιπες της δυτικής Ευρώπης και σε όλους τους Χριστιανούς (ad omnes christianos), στα οποία τόνιζε ότι «οι άπιστοι εξασκούσαν μεγάλη πίεση στη χριστιανική αυτοκρατορία και ότι λεηλατούσαν με ανήκουστη θηριωδία το κάθε τι, σχεδόν μέχρι τα τείχη της Κωνσταντινούπολης». Η έκκληση του Γρηγορίου όμως δεν είχε αποτελέσματα και καμιά βοήθεια δεν στάλθηκε από τη Δύση. Στο μεταξύ ο Πάπας περιπλέχθηκε σ’ ένα μεγάλο και σοβαρό αγώνα με το Γερμανό βασιλιά Ερρίκο Δ'.
Την εποχή της ανόδου στο θρόνο του Αλέξιου Κομνηνού, ήταν πλέον φανερό ότι η προς τη Δύση κίνηση των Σελτζούκων αποτελούσε για την αυτοκρατορία την πιο θανάσιμη απειλή.

ΟΙ ΠΑΤΣΙΝΑΚΟΙ
Προς τα τέλη της εποχής των Μακεδόνων, οι Πατσινάκοι αποτελούσαν τους πιο επικίνδυνους εχθρούς της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία τους παραχώρησε την άδεια να εγκατασταθούν στα βόρεια της Βαλκανικής, ενώ συγχρόνως έδωσε σε αρκετούς Πατσινάκους πρίγκιπες τίτλους της αυλής του Βυζαντίου. Τα μέτρα αυτά όμως δεν έλυσαν το πρόβλημα των Πατσινάκων, αφενός μεν επειδή οι Πατσινάκοι δεν μπορούσαν να συνηθίσουν σε μια εγκαταστημένη ζωή, αφετέρου έρχονταν πέρα από τον Δούναβη νέες ορδές Πατσινάκων και Ούζων, ρίχνοντας όλη την προσοχή τους προς το Νότο, όπου θα μπορούσαν να επιτεθούν εναντίον της περιοχής του Βυζαντίου.
Ο Ισαάκιος Κομνηνός κατόρθωσε με επιτυχία να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των Πατσινάκων και αποκατάστησε την εξουσία του Βυζαντίου στον Δούναβη, ενώ συγχρόνως μπόρεσε να αντισταθεί ισχυρά στις επιδρομές των Τούρκων.
Την εποχή του Κωνσταντίνου Δούκα παρουσιάστηκαν στον Δούναβη οι Ούζοι. «Επρόκειτο για μια πραγματική μετανάστευση. Μια ολόκληρη φυλή, από 600.000 άτομα, με όλα της τα υπάρχοντα συνωστιζόταν στην αριστερή πλευρά του ποταμού. Κάθε προσπάθεια να εμποδιστεί η διάβασή τους υπήρξε μάταιη». Οι περιοχές της Θεσσαλονίκης, της Μακεδονίας, της Θράκης και της Ελλάδας ακόμα έγιναν αντικείμενα τρομερών επιδρομών. Ένας σύγχρονός τους Βυζαντινός ιστορικός παρατηρεί ότι «ολόκληρος ο πληθυσμός της Ευρώπης αντιμετώπιζε (την εποχή αυτή) το πρόβλημα της μετανάστευσης». Όταν ο τρομερός αυτός κίνδυνος απομακρύνθηκε, ο λαός απέδωσε τη σωτηρία του στη θαυματουργική επέμβαση του Θεού. Μερικοί από τους Ούζους εισχώρησαν ακόμα και στην υπηρεσία του αυτοκράτορα και απέκτησαν κρατικά κτήματα στη Μακεδονία. Οι Πατσινάκοι και οι Ούζοι, που υπηρέτησαν στο βυζαντινό στρατό, έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στη μοιραία μάχη του Ματζικέρτ.
Η νέα οικονομική πολιτική του Μιχαήλ Ζ', ο οποίος ακολουθώντας τη συμβουλή του πρωθυπουργού του, ελάττωσε τα χρήματα που στέλνονταν στις πόλεις του Δούναβη, δημιούργησε μια ανησυχία ανάμεσα στους Πατσινάκους και τους Ούζους των περιοχών του Δούναβη, οι οποίοι συμμάχησαν με τους νομάδες της απέναντι πλευράς του ποταμού, ήρθαν σε συνεννόηση με ένα στρατηγό του Βυζαντίου που επαναστάτησε εναντίον του αυτοκράτορα και μαζί με άλλες φυλές (πιθανώς και Σλάβους) βάδισαν προς τα νότια, λεηλάτησαν την Αδριανούπολη και πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη, η οποία υπέφερε πολύ από έλλειψη εφοδίων. Την κρίσιμη αυτή στιγμή ο Μιχαήλ, πιεζόμενος κι από τους Σελτζούκους και τους Πατσινάκους, έστειλε την έκκλησή του για βοήθεια στον Πάπα Γρηγόριο Ζ'.
Η ικανότητα της βυζαντινής διπλωματίας πέτυχε να διασπάσει τις συμμαχικές δυνάμεις που πολιορκούσαν την πρωτεύουσα, οι οποίες έλυσαν την πολιορκία και γύρισαν στις όχθες του Δούναβη με πλούσια λάφυρα. Στο τέλος της περιόδου αυτής οι Πατσινάκοι πήραν ενεργό μέρος στον αγώνα μεταξύ Νικηφόρου Βοτανειάτη και Αλέξιου Κομνηνού.
Το πρόβλημα των Ούζων και των Πατσινάκων δε λύθηκε την εποχή των ταραχών που προηγήθηκαν από τη δυναστεία των Κομνηνών. Η απειλή αυτή του Βορρά, η οποία ορισμένες φορές έφτασε ως την πρωτεύουσα, διατηρήθηκε μέχρι την εποχή των Κομνηνών. Ο Αλέξιος Κομνηνός ήρθε με πολύ στόλο στον Δούναβη εναντίον των Πατσινάκων, αλλά ηττήθηκε και μόλις μπόρεσε να δι8ασωθεί. Πέτυχε όμως με χρήματα να στρέψει τους Κομάνους (φυλή τουρκικής καταγωγής από τα Αλτάια όρη) κατά των Πατσινάκων, που το 1091 νικήθηκαν ολοσχερώς.

ΟΙ ΝΟΡΜΑΝΔΟΙ
Προς τα τέλη της δυναστείας των Μακεδόνων παρουσιάστηκαν στην Ιταλία οι Νορμανδοί, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τις εσωτερικές δυσκολίες του Βυζαντίου και τη διάστασή του με τη Ρώμη, άρχισαν να προωθούνται με επιτυχία στις νότιες ιταλικές κτήσεις της αυτοκρατορίας. Η κυβέρνηση δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εναντίον αυτής της απειλής, επειδή όλες της οι δυνάμεις είχαν ριχτεί στον αγώνα με τους Σελτζούκους Τούρκους. Όπως λέει ο Neumann «η αυτοκρατορία υπερασπιζόταν τον εαυτό της στην Ιταλία μόνο με το αριστερό της χέρι». Σοβαρό όπλο των Νορμανδών ήταν ο στόλος τους, ο οποίος αργότερα υπήρξε πολύ χρήσιμος στις νορμανδικές δυνάμεις που δρούσαν στην ξηρά. Στα μέσα του 11ου αιώνα οι Νορμανδοί είχαν επίσης ένα πολύ ικανό αρχηγό, τον Ροβέρτο Γυισκάρδο, «ο οποίος από αρχηγός ληστών έγινε ιδρυτής μιας αυτοκρατορίας».
Κύριος σκοπός του Γυισκάρδου υπήρξε η κατάκτηση της βυζαντινής νότιας Ιταλίας αλλά, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Βυζαντινή αυτοκρατορία, ο αγώνας στην Ιταλία, τον 11ο αιώνα, προχωρούσε με εναλλασσόμενες επιτυχίες. Ο Ροβέρτος κατάκτησε το Μπρίντιζι, τον Τάραντα και το Ρέτζιο (Rhegium), αν και οι δύο πρώτες πόλεις επανακτήθηκαν αργότερα από τον βυζαντινό στρατό που στάλθηκε στο Μπάρι και ο οποίος συμπεριλάμβανε και Βαράγγους. Αργότερα όμως η επιτυχία ανήκε στους Νορμανδούς.
Ο Ροβέρτος Γυισκάρδος πολιόρκησε το Μπάρι, το οποίο την εποχή αυτή ήταν το βασικό κέντρο της βυζαντινής εξουσίας στη νότια Ιταλία καθώς και μια από τις πιο οχυρωμένες πόλεις της χερσονήσου. Μόνο με πανουργία, τον 9ο αιώνα, οι Μουσουλμάνοι κατόρθωσαν να καταλάβουν το Μπάρι για μια σύντομη περίοδο. Τον ίδιο αιώνα η πόλη αυτή αντιστάθηκε σταθερά στον αυτοκράτορα της Δύσης Λουδοβίκο Β'. Η πολιορκία του Μπάρι από τον Ροβέρτο υπήρξε ένα δύσκολο στρατιωτικό εγχείρημα το οποίο ενισχύθηκε πολύ από το στόλο των Νορμανδών που έκλεισε το λιμάνι. Η πολιορκία κράτησε 3 περίπου χρόνια και τέλειωσε την άνοιξη του 1071, οπότε το Μπάρι αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Η πτώση του Μπάρι αποτελεί το τέλος της κυριαρχίας του Βυζαντίου στη νότια Ιταλία. Ξεκινώντας από αυτό το σπουδαίο σημείο ο Ροβέρτος μπορούσε γρήγορα πια να πετύχει την τελική κατάκτηση των μικρών υπολειμμάτων της βυζαντινής κυριαρχίας στο εσωτερικό της Ιταλίας. Η κατάκτηση της νότιας Ιταλίας ελευθέρωσε επίσης τις δυνάμεις του Ροβέρτου για την επανάκτηση της Σικελίας από τους Μουσουλμάνους.
Η υποδούλωση της νότιας Ιταλίας από τους Νορμανδούς δεν κατέστρεψε τελείως την επιρροή του Βυζαντίου. Ο θαυμασμός για την ανατολική αυτοκρατορία, τις παραδόσεις και τη λαμπρότητά της ήταν ακόμα πολύ αισθητός στη Δύση. Η δυτική αυτοκρατορία του Καρλομάγνου ή του Όθωνα αντιπροσώπευε με πολλούς τρόπους μια αντανάκλαση των συνηθειών και των ιδεών της Ανατολής. Οι Νορμανδοί κατακτητές της νότιας Ιταλίας πρέπει να ένιωσαν ακόμα μεγαλύτερη έλξη προς τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Ο δούκας της Απουλίας Ροβέρτος, που θεωρούσε τον εαυτό του μόνιμο διάδοχο των βυζαντινών αυτοκρατόρων, διατήρησε στις κατακτημένες περιοχές τη διοικητική οργάνωση του Βυζαντίου. Έτσι βλέπουμε ότι οι Νορμανδικές πηγές μιλούν για το θέμα της Καλαβρίας αναφέροντας ότι οι πόλεις διοικούνταν από στρατηγούς ή έξαρχους και ότι οι Νορμανδοί αγωνίζονταν για την απόκτηση βυζαντινών τίτλων. Η ελληνική γλώσσα διατηρήθηκε στις λειτουργίες των εκκλησιών της Καλαβρίας, ενώ σε μερικές περιοχές, την εποχή των Νορμανδών, η ελληνική χρησιμοποιείτο σαν επίσημη γλώσσα. Γενικά οι νικητές και οι νικημένοι ζούσαν μαζί χωρίς να συγχωνεύονται, διατηρώντας τη γλώσσα τους και τις συνήθειές τους.
Τα φιλόδοξα σχέδια του Ροβέρτου ξεπερνούσαν τις περιορισμένες εκτάσεις της νότιας Ιταλίας. Έχοντας πλήρη επίγνωση της εσωτερικής αδυναμίας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και των εξωτερικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε, ο Νορμανδός κατακτητής άρχισε να οραματίζεται την απόκτηση του αυτοκρατορικού στέμματος.
Η πτώση του Μπάρι, την άνοιξη του 1071, και η μοιραία μάχη του Ματζικέρτ, τον Αύγουστο του ίδιου έτους, απέδειξε ότι το έτος 1071 υπήρξε ένα από τα πιο σπουδαία χρόνια της όλης ιστορίας του Βυζαντίου. Η νότια Ιταλία στη Δύση χάθηκε οριστικά, ενώ στην Ανατολή, στη Μ. Ασία, η κυριαρχία της αυτοκρατορίας ήταν καταδικασμένη. Στερημένη από τις περιοχές της και από τη ζωτική της πηγή, τη Μικρά Ασία, η ανατολική αυτοκρατορία παρήκμαζε σοβαρά από τα 50 τελευταία χρόνια του 11ου αιώνα. Παρά τη μερική αναζωογόνησή της, την εποχή των Κομνηνών, η αυτοκρατορία σιγά-σιγά παραχωρούσε την πολιτική και οικονομική της σπουδαιότητα στα κράτη της Δυτικής Ευρώπης.
Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ' κατάλαβε πολύ καλά την έκταση της απειλής του Ροβέρτου και προσπάθησε να την αποφύγει με τη σύναψη οικογενειακών σχέσεων (μέσω του γάμου) μεταξύ των δύο βασιλικών οίκων. Ο γιος του αυτοκράτορα αρραβωνιάστηκε την κόρη του Ροβέρτου, αλλά το γεγονός αυτό δεν φάνηκε να μεταβάλλει την κατάσταση και μετά την εκθρόνιση του Μιχαήλ, οι Νορμανδοί άρχισαν πάλι τις εχθρικές τους ενέργειες κατά της αυτοκρατορίας. Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Κομνηνός, ετοιμάζονταν ήδη να μεταφέρουν τις στρατιωτικές τους ενέργειες από την Ιταλία στην ανατολική ακτή της Αδριατικής θάλασσας.
Η περίοδος των ανωμαλιών, η οποία οδήγησε την υποχώρηση της αυτοκρατορίας σε όλα τα σύνορά της, τόσο στην Ασία όσο και στην Ευρώπη, και που χαρακτηρίζεται από διαρκείς εσωτερικούς αγώνες, άφησε στη νέα δυναστεία των Κομνηνών μια πολύ δύσκολη πολιτική κληρονομιά.

Υποσημειώσεις:
[1] Το επώνυμο Παραπινάκιος προήλθε από το γεγονός ότι στη διάρκεια της κακής συγκομιδής που συνέβηκε την εποχή της βασιλείας του Μιχαήλ Δούκα, ο μόδιος του σίτου πουλιόταν «παρά εν πινάκιον» (δηλαδή λιγότερο κατά 1/4).
[2] Khorasan (Khurasan): Επαρχία της ΒΑ Περσίας με σύνορα προς τη ρωσική Υπερκαυκασία και το Αφγανιστάν.
[3] Η λέξη Rum, που αντιστοιχεί στη λέξη Ρωμαίοι, χρησιμοποιήθηκε από τους Μουσουλμάνους για να χαρακτηρίσει τους Έλληνες του μεσαιωνικού Βυζαντίου και τις κτήσεις τους. Η λέξη Rum χρησιμοποιήθηκε και ως χαρακτηριστικό όνομα για τη Μικρά Ασία.
[4] Την παλαιά περίοδο το Ικόνιο αναφέρεται ως πρωτεύουσα (στις ανατολικές πηγές). Οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν ως τόπο διαμονής του Σουλεϊμάν τη Νίκαια.

Η δυναστεία των Κομνηνών [33]

Η επανάσταση του 1081 ανέβασε στο θρόνο τον Αλέξιο Κομνηνό, του οποίου ο θείος Ισαάκιος υπήρξε αυτοκράτορας, για ένα μικρό χρονικό διάστημα στα τέλη της 6ης δεκαετίας του 11ου αιώνα. (1057-1059).
Η βυζαντινή οικογένεια των Κομνηνών, η οποία αναφέρεται για πρώτη φορά στις πηγές επί Βασιλείου Β', προέρχεται από ένα χωριό που δεν απέχει πολύ από την Αδριανούπολη. Αργότερα τα μέλη της οικογένειας εξελίχθηκαν σε μεγαλοκτηματίες της Μικράς Ασίας. Τόσο ο Ισαάκιος όσο και ο ανεψιός του Αλέξιος ξεχώριζαν λόγω των στρατιωτικών τους ικανοτήτων. Με τη καθοδήγηση του Αλέξιου το κόμμα των στρατιωτικών και οι μεγαλοκτηματίες των επαρχιών θριάμβευσαν κατά των γραφειοκρατών και της πολιτικής εξουσίας της πρωτεύουσας θέτοντας συγχρόνως τέλος στην εποχή των ανωμαλιών.
Οι πρώτοι τρεις Κομνηνοί πέτυχαν να κρατήσουν το θρόνο επί ένα αιώνα και τον μεταβίβαζαν από τον πατέρα στο γιο.
Χάρη στη δραστήρια κι επιδέξια διοίκησή του ο Αλέξιος Α' (1081-1118) εξασφάλισε την αυτοκρατορία από σοβαρούς εξωτερικούς κινδύνους, οι οποίοι μερικές φορές απειλούσαν την ύπαρξη του κράτους. Η διαδοχή όμως του θρόνου δημιουργούσε πολλές δυσκολίες. Αρκετά πριν το θάνατό του, ο Αλέξιος, είχε ορίσει το γιο του Ιωάννη ως διάδοχό του, πράγμα που ερέθισε τη μεγαλύτερή του κόρη Άννα, την περίφημη συγγραφέα του ιστορικού έργου «Αλεξιάδα», η οποία δημιούργησε μια περίπλοκη συνωμοσία για να απομακρύνει τον Ιωάννη και να αναδείξει ως διάδοχο του θρόνου τον άντρα της (επίσης ιστορικό) Νικηφόρο Βρυέννιο. Ο ηλικιωμένος Αλέξιος παρέμεινε όμως σταθερός στην απόφασή του και, μετά το θάνατό του, τον διαδέχθηκε ο Ιωάννης.
Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Ιωάννης Β' (1118-1143) αναγκάστηκε ν’ αντιμετωπίσει μια σκληρή δοκιμασία. Μια συνωμοσία εναντίον του αποκαλύφθηκε, αρχηγός της οποίας ήταν η αδελφή του Άννα, ενώ συγχρόνως είχε αναμιχθεί και η μητέρα του. Η απόπειρα αυτή απέτυχε, αλλά ο Ιωάννης μεταχειρίστηκε τους συνωμότες με πολλή επιείκεια τιμωρώντας τους περισσότερους με στέρηση της περιουσίας τους. Λόγω των μεγάλων του ηθικών προσόντων ο Ιωάννης ήταν γενικά σεβαστός, και ονομαζόταν «Καλο-Ιωάννης». Τόσο οι Βυζαντινοί όσο και οι Λατίνοι συγγραφείς εξυμνούν τον χαρακτήρα του Ιωάννη. Ο Νικήτας Χωνιάτης τον χαρακτηρίζει ως «κορωνίδα» όλων των αυτοκρατόρων της οικογένειας των Κομνηνών. Ο Γίββων, που ήταν πάντα αυστηρός στις κρίσεις του για τους άρχοντες του Βυζαντίου, όταν αναφέρεται σ’ αυτόν «τον καλύτερο και μεγαλύτερο από τους πρίγκιπες των Κομνηνών», λέει ότι «ούτε ο φιλοσοφημένος Μάρκος Αυρήλιος δε θα καταφρονούσε τις ανεπιτήδευτες αρετές του διαδόχου του, οι οποίες πήγαζαν από την καρδιά του, δίχως να είναι δανεισμένες από τα σχολεία».
Καθώς ήταν αντίθετος με τις άσκοπες πολυτέλειες και τις σπάταλες ασωτίες, ο Ιωάννης επηρέασε την αυλή του, η οποία, στη διάρκεια της βασιλείας του έζησε μια αυστηρή και οικονομική ζωή χωρίς διασκεδάσεις, εορτές και τεράστια έξοδα. Αφετέρου η βασιλεία αυτού του εύσπλαχνου, ήρεμου και πολύ ηθικού αυτοκράτορα υπήρξε μια μικρή, αλλά συνεχής στρατιωτική εκστρατεία.
Ο γιος και διάδοχός του Μανουήλ Α' (1143-1180) ήταν ένας τελείως αντίθετος τύπος από τον Ιωάννη. Εκ πεποιθήσεως θαυμαστής της Δύσης, ο νέος αυτοκράτορας άλλαξε αμέσως την αυστηρή ατμόσφαιρα που είχε εγκαταστήσει ο πατέρας του στη αυλή. Χαρούμενες διασκεδάσεις, έρωτες, δεξιώσεις, γιορτές, οργάνωση κυνηγιού με βάση τα δυτικά πρότυπα, αθλητικοί αγώνες, όλα αυτά αποτελούσαν τα χαρακτηριστικά της ζωής της Κωνσταντινούπολης. Οι επισκέψεις στην πρωτεύουσα ξένων αρχόντων, όπως για παράδειγμα, των βασιλιάδων της Γερμανίας και της Γαλλίας, του Σουλτάνου του Ικονίου και πολλών Λατίνων πριγκίπων της Ανατολής, με τον βασιλιά της Ιερουσαλήμ επικεφαλής, απαιτούσαν τεράστια χρηματικά ποσά.
Πολλοί Ευρωπαίοι από τη Δύση παρουσιάστηκαν στην αυλή του Βυζαντίου και οι πιο υπεύθυνες θέσεις της αυτοκρατορίας περιήλθαν στα χέρια τους. Ο Μανουήλ παντρεύτηκε δυο φορές, κάθε φορά από μια πριγκίπισσα της Δύσης. Πρώτη του γυναίκα ήταν η Γερμανίδα Βέρθα-Ειρήνη, ενώ η δεύτερη, η Μαρία, ήταν μια Γαλλίδα με σπάνια ομορφιά, κόρη ενός πρίγκιπα της Αντιόχειας. Η όλη βασιλεία του Μανουήλ ρυθμιζόταν από τις δυτικές του ιδέες, καθώς και από το απατηλό του όνειρο της αποκατάστασης της ενότητα; Της παλαιάς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, την οποία ήλπιζε να πετύχει με τη βοήθεια του Πάπα, που θα στερούσε το βασιλιά της Γερμανίας από το αυτοκρατορικό του στέμμα. Για τον σκοπό αυτό ήταν ήδη έτοιμος να επιδιώξει την ενότητα με τη Δυτική Καθολική Εκκλησία. Η πίεση των Λατίνων και η παραμέληση των εσωτερικών συμφερόντων όμως δημιούργησαν μια μεγάλη δυσαρέσκεια ανάμεσα στον πληθυσμό και άρχισε να δημιουργείται μια έντονη επιθυμία αλλαγής του συστήματος. Ο Μανουήλ όμως πέθανε πριν προλάβει να δει τις συνέπειες της πολιτικής του.
Ο Αλέξιος Β' (1180-1183), γιος και διάδοχος του Μανουήλ, ήταν μόλις 12 ετών όταν πέθανε ο πατέρας του και η μητέρα του Μαρία ανακηρύχθηκε αντιβασιλέας. Στην πραγματικότητα όμως η εξουσία περιήλθε στα χέρια του ανεψιού του Μανουήλ, Αλέξιου Κομνηνού. Η νέα κυβέρνηση εξαρτιόταν από την υποστήριξη του λατινικού παράγοντα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η λαϊκή δυσαρέσκεια. Η αυτοκράτειρα Μαρία, η οποία στην αρχή ήταν πολύ λαοφιλής, θεωρείτο τώρα σαν «ξένη». Ο Γάλλος ιστορικός Diehl συγκρίνει τη θέση της Μαρίας με της Μαρίας Αντουανέτας, η οποία την εποχή της Γαλλικής επανάστασης ονομαζόταν από τον λαό «Αυστριακιά».
Ένα ισχυρό κόμμα σχηματίστηκε εναντίον του παντοδύναμου Αλέξιου Κομνηνού, με αρχηγό τον Ανδρόνικο Κομνηνό, μια μοναδική και ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία, (τόσο για τον ιστορικό όσο και για τον μυθιστοριογράφο) της βυζαντινής ιστορίας.
Ο Ανδρόνικος, ανεψιός του Ιωάννη Β' και ξάδελφος του Μανουήλ Α', ανήκε στους πιο νεαρούς από τους Κομνηνούς, που ενώ είχαν απομακρυνθεί από το θρόνο, διακρίθηκαν λόγω της εξαιρετικής τους δραστηριότητας, την οποία μερικές φορές όμως δεν τη χρησιμοποιούσαν σωστά. Αργότερα, στην τρίτη γενιά, η γραμμή αυτή των Κομνηνών έδωσε τους άρχοντες της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, που είναι γνωστοί στην ιστορία ως η δυναστεία των Μεγάλων Κομνηνών.
«Εξόριστος πρίγκιπας» του 12ου αιώνα «ο μέλλων Ριχάρδος Γ' της βυζαντινής ιστορίας», στου οποίου την ψυχή υπήρχε «κάτι το παρόμοιο με ό,τι είχε ο Καίσαρ Βοργίας», «Αλκιβιάδης της μέσης Βυζαντινής αυτοκρατορίας», ο Ανδρόνικος αντιπροσώπευε «έναν τέλειο τύπο Βυζαντινού του 12ου αιώνα, με όλες τις αρετές και όλες τις κακίες». Ωραίος, λεπτός και ευφυολόγος, αθλητής και πολεμιστής, μορφωμένος και θελκτικός (κυρίως για τις γυναίκες που τον λάτρευαν) κουφός και ευερέθιστος, σκεπτικιστής και, σε περίπτωση ανάγκης, υποκριτής και επίορκος, φιλόδοξος συνωμότης και ραδιούργος, τρομερός, αργότερα, για τη θηριωδία του, ο Ανδρόνικος, όπως λέει ο Diehl, όντας εκ φύσεως μεγαλοφυΐα, θα μπορούσε να γίνει σωτήρας και αναμορφωτής της εξαντλημένης Βυζαντινής αυτοκρατορίας αν διέθετε έστω και μερικά ηθικά κριτήρια.
Ένας σύγχρονος ιστορικός του Ανδρόνικου, ο Νικήτας Χωνιάτης, γράφει γι’ αυτόν ότι «ποιος γεννήθηκε από τέτοια δυνατή πέτρα ή με μια καρδιά σφυρηλατημένη σε τέτοιο αμόνι που να μη μπορεί να μαλακώσει από τα δάκρυα του Ανδρόνικου ή να μη συγκινηθεί από την πανουργία των λόγων του που πήγαζαν σαν από μια σκοτεινή πηγή». Ο ίδιος ιστορικός συγκρίνει τον Ανδρόνικο με τον «πολύμορφο Πρωτέα».
Παρά τη φαινομενική φιλία του με τον Μανουήλ, ο Ανδρόνικος ήταν ύποπτος στον αυτοκράτορα και γι’ αυτό δεν είχε ευκαιρίες δημόσιας προβολής του στο Βυζάντιο. Πέρασε το περισσότερο διάστημα της βασιλείας του Μανουήλ περιπλανώμενος στις διάφορες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας. Όταν στάλθηκε από τον αυτοκράτορα πρώτα στην Κιλικία και μετά στα σύνορα της Ουγγαρίας, ο Ανδρόνικος κατηγορήθηκε για συνωμοσία εναντίον της ζωής του Μανουήλ και κλείστηκε σε μια φυλακή της Κωνσταντινούπολης, όπου πέρασε αρκετά χρόνια. Ύστερα από πολλές περιπέτειες πέτυχε να δραπετεύσει μέσω ενός εγκαταλειμμένου οχετού, αλλά συνελήφθη και πάλι για να φυλακιστεί για αρκετά ακόμα χρόνια. Δραπέτευσε όμως και πάλι στο Βορρά και κατέφυγε στη ΝΔ Ρωσία, στον πρίγκιπα της Γαλικίας Γιαροσλάβ. Το 1165 ένας Ρώσος χρονογράφος ανέφερε ότι «ο ξάδελφος του αυτοκράτορα Κύριος (Kyr) Ανδρόνικος, κατέφυγε από την Κωνσταντινούπολη στον πρίγκιπα της Γαλικίας Γιαροσλάβ, ο οποίος τον δέχθηκε με μεγάλη αγάπη, δίνοντάς του αρκετές πόλεις για παρηγοριά». Όπως αναφέρουν οι βυζαντινές πηγές, ο Ανδρόνικος έγινε δεκτός από τον Γιαροσλάβ, με ευγένεια. Έμεινε στο σπίτι του πρίγκιπα, έτρωγε και κυνηγούσε μαζί του και ακόμα συμμετείχε στα συμβούλιά του με την αριστοκρατία. Η παραμονή όμως του Ανδρόνικου στην αυλή του πρίγκιπα της Γαλικίας φαινόταν επικίνδυνη στον Μανουήλ, ενώ ο ανήσυχος συγγενής του είχε ήδη αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Ούγγρους, οι οποίοι ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση με το Βυζάντιο. Ο Μανουήλ αποφάσισε να συγχωρήσει τον Ανδρόνικο, ο οποίος έφυγε από τη Γαλικία για την Κωνσταντινούπολη, αφού τον αποχαιρέτησε ο Γιαροσλάβ (όπως λέει ένας Ρώσος χρονογράφος) «με μεγάλες τιμές».
Αφού διορίστηκε Δούκας της Κιλικίας στη Μικρά Ασία, δεν έμεινε εκεί για πολύ καιρό. Έφτασε στην Παλαιστίνη μέσω Αντιόχειας όπου ερωτεύτηκε τη συγγενή του αυτοκράτορα και χήρα του βασιλιά των Ιεροσολύμων Θεοδώρα, που υποχώρησε στις παρακλήσεις του. Ο εξαγριωμένος αυτοκράτορας διέταξε την τύφλωση του Ανδρόνικου, που ειδοποιήθηκε εγκαίρως, ξέφυγε με τη Θεοδώρα και για αρκετά χρόνια περιπλανιόταν στη Συρία, τη Μεσοποταμία και την Αρμενία, φτάνοντας ακόμα μέχρι και τη μακρινή Ιβηρία.
Τελικά οι απεσταλμένοι του Μανουήλ πέτυχαν να συλλάβουν τη Θεοδώρα και τα παιδιά που είχε κάνει με τον Ανδρόνικο, ο οποίος μη μπορώντας να υποφέρει το χαμό αυτόν αποφάσισε να υποταχθεί στον αυτοκράτορα. Ο Μανουήλ συγχώρεσε τον Ανδρόνικο, που φαινομενικά μετανόησε για τα σφάλματά του. Ο διορισμός του ως διοικητή του Πόντου, στη Μικρά Ασία, υπήρξε ένα είδος τιμητικής εξορίας ενός επικίνδυνου συγγενή. Την εποχή αυτή (1180) πέθανε ο Μανουήλ και ο γιος του Αλέξιος Β' (ένα παιδί 12 ετών) έγινε αυτοκράτορας, ενώ ο Ανδρόνικος ήταν τότε 60 ετών.
Αυτή είναι η βιογραφία του ανθρώπου, στο πρόσωπο του οποίου ο λαός της πρωτεύουσας είχε συγκεντρώσει όλες του τις ελπίδες εναντίον της λατινόφιλης πολιτικής της αυτοκράτειρας-αντιβασίλισσας Μαρίας και του Αλέξιου Κομνηνού. Με πολύ ικανότητα, ισχυριζόμενος ότι υπερασπίζεται τα δικαιώματα του ανήλικου Αλέξιου, που βρισκόταν υπό την εξουσία των αδύνατων αρχόντων, κινδυνεύοντας να εξελιχθεί σε «φιλο-ρωμαίο», ο Ανδρόνικος πέτυχε να κερδίσει τις καρδιές του απελπισμένου λαού, που και τον θεοποίησε. Ένας σύγχρονός του, ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης λέει ότι ο Ανδρόνικος «ήταν για την πλειονότητα του λαού πιο αγαπητός και από τον ίδιο τον Θεό» ή το λιγότερο η αγάπη του λαού προς τον Ανδρόνικο ερχόταν αμέσως μετά την αγάπη του προς τον Θεό.
Αφού καλλιέργησε κατάλληλα τα αισθήματα του λαού της πρωτεύουσας, ο Ανδρόνικος βάδισε κατά της Κωνσταντινούπολης. Μόλις μαθεύτηκε το νέο, ο πληθυσμός της πρωτεύουσας άφησε να εκδηλωθεί όλο του το μίσος για τους Λατίνους και επιτέθηκε εναντίον της περιοχής τους, σφάζοντας Λατίνους χωρίς διάκριση φύλου ή ηλικίας. Το εξαγριωμένο πλήθος δεν κατέστρεφε μόνο τα σπίτια, αλλά και τις λατινικές εκκλησίες, καθώς και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Μάλιστα, σ’ ένα νοσοκομείο σκοτώθηκαν οι άρρωστοι που ήταν στα κρεβάτια τους. Ο αντιπρόσωπος του Πάπα αποκεφαλίστηκε, ενώ πολλοί Λατίνοι πουλήθηκαν ως δούλοι στις τουρκικές αγορές. Με τη σφαγή αυτή των Λατίνων, το 1182, όπως λέει ο Uspensky, «ο σπόρος της φανατικής έχθρας που υπήρχε μεταξύ Δύσης και Ανατολής, αν δεν φυτεύτηκε, εν τούτοις αυξήθηκε». Ο παντοδύναμος Αλέξιος Κομνηνός φυλακίστηκε και τυφλώθηκε, ενώ ο Ανδρόνικος μπήκε στη πρωτεύουσα θριαμβευτικά. Εκτός από τον Αλέξιο τυφλώθηκε και ο νικητής των Ούγγρων, ο στρατηγός Ανδρόνικος Κοντοστέφανος. Ο Ανδρόνικος, θέλοντας να ενισχύσει τη θέση του, άρχισε σιγά-σιγά να καταστρέφει τους συγγενείς του Μανουήλ και διέταξε τον πνιγμό της αυτοκράτειρας Μαρίας. Έτσι ο Ανδρόνικος έγινε συν-αυτοκράτορας με τον Αλέξιο Β'. Λίγες μέρες αργότερα, παρά την υπόσχεση που έδωσε να σεβαστεί τη ζωή του Αλέξιου, διέταξε κρυφά τον πνιγμό του και, το 1183 ο Ανδρόνικος, σε ηλικία 63 ετών, έγινε ο μόνος και παντοδύναμος αυτοκράτορας.
Καταλαμβάνοντας το θρόνο με σχέδια που έγιναν αργότερα γνωστά, ο Ανδρόνικος μπορούσε να παραμένει στην εξουσία μ’ ένα σύστημα εκφοβισμού κι απερίγραπτης σκληρότητας. Στα εξωτερικά ζητήματα του κράτους δεν έδειξε δραστηριότητα ή πρωτοβουλία. Ο λαός στράφηκε εναντίον του και το 1185 ξέσπασε επανάσταση, η οποία οδήγησε στο θρόνο τον Ισαάκιο Άγγελο. Η προσπάθεια του Ανδρόνικου να ξεφύγει, απέτυχε. Εκθρονίστηκε και υπέστη βδελυρά βασανιστήρια και προσβολές, που αντιμετώπισε με υπεράνθρωπο θάρρος. Στη διάρκεια των βασανιστηρίων του επαναλάμβανε πολλές φορές «Κύριε, ελέησέ με! Γιατί σπάζεις ένα μωλωπισμένο καλάμι;» Ο νέος αυτοκράτορας δεν επέτρεψε καν την ταφή του κομματιασμένου Ανδρόνικου και, με την τραγωδία αυτή, έληξε η τελευταία λαμπρή δυναστεία του Βυζαντίου.

ΑΛΕΞΙΟΣ Α' - Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΟΡΜΑΝΔΟΥΣ
Η μορφωμένη και ικανή κόρη του νέου αυτοκράτορα Άννα Κομνηνή, έλεγε ότι ο πατέρας της, στις αρχές της βασιλείας του, αντιμετωπίζοντας στην Ανατολή τους Τούρκους και στη Δύση τους Νορμανδούς «έβλεπε ότι η αυτοκρατορία του βρισκόταν σε μια μοιραία αγωνία». Η εξωτερική κατάσταση της αυτοκρατορίας ήταν πολύ σοβαρή και σιγά-σιγά γινόταν πιο ενοχλητική και πιο περίπλοκη.
Ο Δούκας της Απουλίας Ροβέρτος Γυισκάρδος αφού κατέβαλε τις κτήσεις του Βυζαντίου, στη Ν. Ιταλία, κατέστρωσε ευρύτερα σχέδια. Έχοντας τη φιλοδοξία να δώσει ένα χτύπημα στη καρδιά του Βυζαντίου, μετέφερε τις εχθρικές του ενέργειες στις ακτές της Αδριατικής, στη Βαλκανική χερσόνησο. Άφησε τη διοίκηση της Απουλίας στο νεαρότερο γιο του Ρογήρο και μαζί με τον μεγαλύτερο γιο του Βοημούνδο, γνωστό από τη συμμετοχή του στην Α' Σταυροφορία, έπλευσε με ισχυρό στόλο εναντίον του Αλέξιου. Κύριος και άμεσος σκοπός του υπήρξε η κατάληψη της ναυτικής πόλης του Δυρραχίου, στην Ιλλυρία. Το Δυρράχιο, κύρια πόλη του θέματος του Δυρραχίου, που οργανώθηκε την εποχή του Βασιλείου Β' Βουλγαροκτόνου, ήταν πολύ καλά οχυρωμένο και δίκαια θεωρείτο ως το κλειδί της αυτοκρατορίας στη Δύση. Η περίφημη στρατιωτική οδός, η Εγνατία, που είχε κατασκευαστεί από την εποχή των Ρωμαίων, οδηγούσε από το Δυρράχιο στη Θεσσαλονίκη και από εκεί προς την Κωνσταντινούπολη. Συνεπώς, ο Ροβέρτος ήταν τελείως φυσικό να συγκεντρώσει όλη του την προσοχή στο Δυρράχιο. Αυτή η εκστρατεία υπήρξε «το προανάκρουσμα των Σταυροφοριών και η προετοιμασία για την επικράτηση των Φράγκων στην Ελλάδα» (C.Hopf), «η προ-σταυροφορία του Ροβέρτου Γυισκάρδου, ο μεγάλος του πόλεμος εναντίον του Αλέξιου Κομνηνού» (Grégoire).
Αντιλαμβανόμενος ότι με τις δικές του δυνάμεις δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο των Νορμανδών, ο Αλέξιος Κομνηνός ζήτησε βοήθεια από τη Δύση. Ανάμεσα στους άλλους άρχοντες στους οποίους απευθύνθηκε ήταν και ο Ερρίκος Δ', της Γερμανίας. Ο Ερρίκος, την εποχή αυτή, αντιμετώπιζε ορισμένες δυσκολίες μέσα στην αυτοκρατορία του, ενώ συγχρόνως δεν είχε ακόμα τακτοποιήσει τις διαφορές του [1] με τον Πάπα Γρηγόριο Ζ’ και γι’ αυτό δεν μπορούσε να βοηθήσει τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Η Βενετία όμως, εξυπηρετώντας τα δικά της συμφέροντα, απάντησε θετικά στην έκκληση του Αλέξιου. Σε αντάλλαγμα αυτής της βοήθειας, ο αυτοκράτορας υποσχέθηκε στη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου μεγάλα εμπορικά προνόμια. Συνέφερε του Βενετούς να υποστηρίξουν τον αυτοκράτορα της Ανατολής στον αγώνα του εναντίον των Νορμανδών, επειδή σε περίπτωση στρατιωτικής τους επιτυχίας οι τελευταίοι θα έλεγχαν αμέσως τους εμπορικούς δρόμους που οδηγούσαν στο Βυζάντιο και την Ανατολή. Θα έπαιρναν δηλαδή στην εξουσία τους κάτι που οι Βενετοί ήλπιζαν με τον καιρό να ελέγξουν. Εκτός από αυτό όμως παρουσιάστηκε για τη Βενετία ένας πραγματικός και άμεσος κίνδυνος: Η κατάκτηση από τους Νορμανδούς των νησιών του Ιονίου και ιδίως της Κέρκυρας και της Κεφαλληνιάς, καθώς και των δυτικών ακτών της Βαλκανικής χερσονήσου θα απέκλειε την Αδριατική στο στόλο της Βενετίας.
Μετά την κατάληψη της Κέρκυρας, οι Νορμανδοί πολιόρκησαν το Δυρράχιο από την ξηρά και τη θάλασσα. Αν και τα πλοία των Βενετών ελευθέρωσαν την πολιορκημένη πόλη από την πλευρά της θάλασσας, ο στρατός, υπό την καθοδήγηση του Αλέξιου και αποτελούμενος από Μακεδόνες, Σλάβους, Τούρκους, την αυτοκρατορική φρουρά και μερικές άλλες εθνικότητες, υφίστατο βαριές απώλειες. Στις αρχές του 1082 το Δυρράχιο άνοιξε τις πύλες του στον Ροβέρτο, αλλά μια επανάσταση που εξερράγη στη Ν. Ιταλία τον ανάγκασε να απομακρυνθεί από εκεί. Ο Βοημούνδος, στον οποίο ανατέθηκε η αρχηγία του εκστρατευτικού σώματος, νικήθηκε τελικά. Μια νέα εκστρατεία του Ροβέρτου κατά του Βυζαντίου πέτυχε, αλλά μια επιδημία που παρουσιάστηκε στο στρατό του πρόσβαλε και τον ίδιο τον Ροβέρτο, ο οποίος πέθανε το 1085 στα βόρεια της Κεφαλληνιάς. Ακόμα και σήμερα ένα μικρό ακρωτήριο κι ένα χωριό του νησιού, το Φισκάρδο, υπενθυμίζει το όνομα του δυναμικού Δούκα της Απουλίας. Με το θάνατο του Ροβέρτου η εισβολή των Νορμανδών στην περιοχή του Βυζαντίου σταμάτησε και το Δυρράχιο ήρθε και πάλι στην εξουσία των Βυζαντινών.
Δείξαμε ήδη ότι η επιθετική πολιτική του Ροβέρτου Γυισκάρδου στη Βαλκανική χερσόνησο απέτυχε. Την εποχή αυτή όμως το θέμα των νοτίων ιταλικών κτήσεων του Βυζαντίου λύθηκε οριστικά. Ο Ροβέρτος ίδρυσε το ιταλικό κράτος των Νορμανδών, επειδή ήταν ο πρώτος που πέτυχε να ενώσει τα διάφορα κρατίδια που σχημάτισαν οι συμπατριώτες του και να σχηματίσει το Δουκάτο της Απουλίας, το οποίο κάτω από τη διοίκησή του γνώρισε μια περίοδο λαμπρότητας. Κάποια παρακμή του Δουκάτου που ακολούθησε το θάνατο του Ροβέρτου κράτησε 50 περίπου χρόνια, μετά από τα οποία η ίδρυση του βασιλείου της Σικελίας άνοιξε μια νέα εποχή για την ιστορία των Νορμανδών της Ιταλίας. Όπως λέει ο Γάλλος ιστορικός Chalandon, ο Ροβέρτος Γυισκάρδος «άνοιξε νέους δρόμους για τις φιλοδοξίες των απογόνων του. Μετά από αυτόν, οι Νορμανδοί της Ιταλίας θα έστρεφαν το βλέμμα τους προς την Ανατολή και 12 χρόνια αργότερα, ο Βοημούνδος θα δημιουργούσε ένα δικό του πριγκιπάτο (σε βάρος του Βυζαντίου)».
Η Βενετία σε αντάλλαγμα της βοήθειας που έδωσε ο στόλος της, έλαβε από τον αυτοκράτορα τεράστια εμπορικά προνόμια, τα οποία εξασφάλισαν για τη δημοκρατία του Αγίου Μάρκου μια τελείως εξαιρετική θέση στην αυτοκρατορία. Εκτός από τα θαυμάσια δώρα που στάλθηκαν στις εκκλησίες της Βενετίας και τους τιμητικούς τίτλους και το μισθό που δόθηκε στον Δόγη και τον Πατριάρχη της Βενετίας και τους διαδόχους του, ένα αυτοκρατορικό «χρυσόβουλο», του Μαΐου του 1082, έδινε στους Βενετούς εμπόρους το δικαίωμα της αγοραπωλησίας για όλη την αυτοκρατορία, ελευθερώνοντάς τους συγχρόνως από όλους τους φόρους και όλες τις σχετικές με το εμπόριο υποχρεώσεις. Οι τελωνειακοί υπάλληλοι του Βυζαντίου δεν είχαν το δικαίωμα να ελέγχουν τα εμπορεύματα των Βενετών. Στην πρωτεύουσα οι Βενετοί απέκτησαν δική τους περιοχή με πολλά καταστήματα, καθώς και 3 σκάλες όπου τα πλοία των Βενετών μπορούσαν να φορτώνουν και να ξεφορτώνουν ελεύθερα.
Το «χρυσόβουλο» του Αλέξιου δίνει έναν ενδιαφέροντα πίνακα των τοποθεσιών της αυτοκρατορίας (εσωτερικών και παραλιακών) που ήταν σημαντικές φια το εμπόριο και που ανοίχθηκαν στη Βενετία. Οι τοποθεσίες αυτές βρίσκονταν στη Μικρά Ασία, τη Βαλκανική χερσόνησο, την Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου και την Κωνσταντινούπολη, που στο «χρυσόβουλο» ονομάζεται Μεγαλόπολη. Οι Βενετοί υποσχέθηκαν να παραμείνουν πιστοί υπήκοοι της αυτοκρατορίας. Οι έμποροι της Βενετίας, με τα δικαιώματα που αποκτούσαν, βρίσκονταν σε πολύ πιο ευνοϊκή θέση από αυτήν των εμπόρων του Βυζαντίου. Με το «χρυσόβουλο» του Κομνηνού ετίθετο μια σταθερή βάση για την ενίσχυση της δύναμης της Βενετίας στην Ανατολή και οι συνθήκες που καθιερώθηκαν για τη δημιουργία της οικονομικής της υπεροχής στο Βυζάντιο ήταν τέτοιες, ώστε να καθιστούν αδύνατο για πολύ καιρό τον συναγωνισμό. Οι ίδιες όμως οικονομικές παραχωρήσεις που έγιναν στη Βενετία χρησίμευσαν, με την πάροδο του καιρού και την αλλαγή των συνθηκών, ως μια από τις αιτίες των πολιτικών περιπλοκών που προέκυψαν μεταξύ της ανατολικής αυτοκρατορίας και της δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου.

ΤΟΥΡΚΟΙ ΚΑΙ ΠΑΤΣΙΝΑΚΟΙ
Ο κίνδυνος των Σελτζούκων Τούρκων από την Ανατολή και των Πατσινάκων από τον Βορρά, ο οποίος ήταν αρκετά απειλητικός από την εποχή των προκατόχων του Αλέξιου Κομνηνού, αυξήθηκε σε ένταση στη διάρκεια της βασιλείας του. Η νίκη κατά των Νορμανδών και ο θάνατος του Γυισκάρδου επέτρεψαν στον Αλέξιο να επανακτήσει στη Δύση τις ακτές μέχρι την Αδριατική, αλλά στα άλλα σύνορα οι επιθέσεις των Τούρκων και των Πατσινάκων υπήρξαν τόσο πετυχημένες που είχαν ως αποτέλεσμα μια σοβαρή μείωση της έκτασης της αυτοκρατορίας. Η Άννα Κομνηνή αναφέρει ότι την εποχή αυτή «ο Βόσπορος αποτελούσε τα σύνορα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Ανατολή και η Αδριανούπολη στη Δύση».
Στη Μικρά Ασία, η οποία είχε σχεδόν τελείως καταληφθεί από τους Σελτζούκους, η κατάσταση φαινόταν να ευνοεί την αυτοκρατορία επειδή ανάμεσα στους Τούρκους ηγέτες είχε ξεσπάσει ένας αγώνας για την εξουσία, ο οποίος εξασθενούσε τη δύναμη των Τούρκων, δημιουργώντας μια κατάσταση αναρχίας. Ο Αλέξιος όμως δεν είχε τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί τις διαμάχες των Τούρκων, επειδή έπρεπε να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των Πατσινάκων στο βορρά.
Στις διαμάχες τους με το Βυζάντιο οι Πατσινάκοι βρήκαν συμμάχους, μέσα στη Βαλκανική χερσόνησο. Οι Παυλικιανοί αντιπροσώπευαν μια θρησκευτική αίρεση της Ανατολής, η οποία ήταν μια από τις κυριότερες διακλαδώσεις του Μανιχαϊσμού, που ιδρύθηκε τον 3ο αιώνα από τον Παύλο Σαμοσατέα για να μεταρρυθμισθεί τον 7ο αιώνα.
Ζώντας στη Μικρά Ασία, στα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου και εμμένοντας σταθερά στο δόγμα τους, οι Παυλικιανοί προκαλούσαν μερικές φορές με την πολεμική τους σοβαρά ζητήματα στο Βυζαντινό κράτος. Μια συνηθισμένη μέθοδος της εσωτερικής πολιτικής του Βυζαντίου υπήρξε η μεταφορά από το ένα μέρος στο άλλο διαφόρων εθνικοτήτων. Για παράδειγμα, οι Σλάβοι μεταφέρθηκαν στη Μικρά Ασία και οι Αρμένιοι στη Βαλκανική χερσόνησο. Οι Παυλικιανοί μεταφέρθηκαν και αυτοί, σε μεγάλη έκταση, από τα ανατολικά σύνορα στη Θράκη τον 8ο αιώνα από τον Κωνσταντίνο Ε' Κοπρώνυμο και τον 10ο αιώνα από τον Ιωάννη Τσιμισκή. Κέντρο των Παυλικιανών στα Βαλκάνια έγινε η Φιλιππούπολη. Ο Τσιμισκής με το να εγκαταστήσει την αποικία αυτή στην περιοχή της Φιλιππούπολης, πέτυχε να απομακρύνει τους επίμονους Παυλικιανούς από τα κέντρα τους στα ανατολικά σύνορα, όπου του ήταν πολύ δύσκολο να τους ελέγχει, ενώ συγχρόνως ήλπιζε ότι στη νέα τους εγκατάσταση οι Παυλικιανοί θα χρησίμευαν ως ένα ισχυρό προπύργιο εναντίον των συχνών εισβολών των βαρβάρων από τον βορρά. Τον 10 αιώνα, το δόγμα των Παυλικιανών μεταφέρθηκε στη Βουλγαρία από τον Βογόμιλο, το όνομα του οποίου δόθηκε από τους Βυζαντινούς συγγραφείς στους οπαδούς του, που ονομάζονται Βογόμιλοι. Από τη Βουλγαρία το δόγμα των Βογομίλων διαδόθηκε στη Σερβία και τη Βοσνία και από εκεί στη Δυτική Ευρώπη, όπου οπαδοί του πήραν διάφορα ονόματα: Καθαροί στη Γερμανία και την Ιταλία και Αλβιγηνοί, Αλβιγαίοι ή Αλβίγγειοι στη Γαλλία.
Το κράτος όμως απογοητεύθηκε από τις προσδοκίες που είχε σχετικά με τη βοήθεια των Παυλικιανών που εγκαταστάθηκαν στη Βαλκανική χερσόνησο. Πρώτα απ’ όλα η απροσδόκητη διάδοση του δόγματός τους υπήρξε γρήγορη και μεγάλη. Κατόπιν οι οπαδοί του δόγματος των Βογομίλων έγιναν συνήγοροι της εθνικής και πολιτικής αντίθεσης των Σλάβων εναντίον της αυστηρής βυζαντινής διοίκησης, τόσο στα εκκλησιαστικά όσο και στα κοσμικά ζητήματα, και κυρίως στη Βουλγαρία, την οποία είχε καταλάβει ο Βασίλειος Β'. Συνεπώς, αντί να υπερασπίζονται την περιοχή του Βυζαντίου από τους βόρειους βαρβάρους, οι Βογόμιλοι κάλεσαν τους Πατσινάκους να πολεμήσουν εναντίον του Βυζαντίου. Οι Κομάνοι ενώθηκαν με τους Πατσινάκους.
Ο αγώνας με τους Πατσινάκους, παρά το γεγονός ότι ήταν πρόσκαιρα επιτυχής, ήταν σε βάρος της δύναμης του Βυζαντίου. Στα τέλη της 9ης δεκαετίας ο Αλέξιος Κομνηνός υπέστη μια τρομερή ήττα στο Δορύστολο, στον κάτω Δούναβη και κινδύνευσε να αιχμαλωτιστεί και ο ίδιος. Ο αγώνας όμως που ξέσπασε, για τα λάφυρα, ανάμεσα στους Πατσινάκους και τους Κομάνους, εμπόδισε τους πρώτους να εκμεταλλευτούν ολοκληρωτικά τη νίκη τους.
Μετά από μια σύντομη ανάπαυλα, την οποία εξασφάλισε το Βυζάντιο από τους Πατσινάκους με πληρωμή, ακολούθησε η τρομερή περίοδος του 1090-1091. Οι Πατσινάκοι, μετά από έναν επίμονο αγώνα έφτασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Η Άννα Κομνηνή αναφέρει ότι την ημέρα της γιορτής του μάρτυρα Θεόδωρου, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας, που συνήθως πήγαιναν να επισκεφτούν την Εκκλησία του μάρτυρα σ’ ένα προάστιο έξω από τα τείχη, δεν ήταν δυνατόν να ανοίξουν τις πύλες της πόλης και να βγουν έξω, γιατί οι Πατσινάκοι στέκονταν κάτω από τα τείχη.
Η κατάσταση έγινε ακόμα πιο κρίσιμη όταν ένας Τούρκος πειρατής, ο Τσαχάς, άρχισε να απειλεί την πρωτεύουσα από το νότο. Είχε περάσει τα νεανικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, στην αυλή του Νικηφόρου Βατανιάτη, όπου απέκτησε έναν ανώτερο βυζαντινό τίτλο και όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Αλέξιος Κομνηνός έφυγε στη Μικρά Ασία. Έχοντας κατακτήσει, με τη βοήθεια του στόλου του, τη Σμύρνη και μερικές άλλες πόλεις της δυτικής ακτής της Μικράς Ασίας καθώς και μερικά νησιά του Αιγαίου, ο Τσαχάς αποφάσισε τολμηρά να κτυπήσει την Κωνσταντινούπολη από τη θάλασσα και να την αποκλείσει από κάθε μέσο τροφοδοσίας. Για την εξασφάλιση του σχεδίου του ήρθε σε συνεννόηση με τους Πατσινάκους, στο Βορρά και τους Σελτζούκους της Μικράς Ασίας, στην Ανατολή. Ο Τσαχάς βέβαιος για την επιτυχία, ονόμαζε ήδη τον εαυτό του αυτοκράτορα, φόρεσε τα αυτοκρατορικά εμβλήματα και οραματιζόταν να κάνει την Κωνσταντινούπολη κέντρο του κράτους του. Τόσο οι Πατσινάκοι όσο και οι Σελτζούκοι ήταν Τούρκοι που, χάρη στις στρατιωτικές και πολιτικές τους σχέσεις, αντιλήφθηκαν την εθνογραφική τους συγγένεια. Ο Ρώσος επιστήμονας Vasilievsky αναφέρει ότι «στο πρόσωπο του Τσαχά παρουσιάστηκε ένας εχθρός του Βυζαντίου που συνδυάζοντας το θάρρος ενός βάρβαρου με τη λεπτότητα της βυζαντινής αγωγής και την εξαιρετική γνώση όλων των πολιτικών ζητημάτων της ανατολικής Ευρώπης της εποχής αυτής σχεδίαζε να γίνει η ψυχή μιας γενικής κίνησης των Τούρκων. Ο Τσαχάς θα μπορούσε μα θέσει ένα λογικό και συγκεκριμένο σκοπό καθώς και κάποιο γενικό σχέδιο στις δίχως νόημα περιπλανήσεις και λεηλασίες των Πατσινάκων».
Φαινόταν ότι στα ερείπια της ανατολικής αυτοκρατορίας θα ιδρυόταν ένα νέο τουρκικό κράτος, των Σελτζούκων και των Πατσινάκων. «Η Βυζαντινή αυτοκρατορία», συνεχίζει ο Vasilievsky, «πνιγόταν μέσα στην εισβολή των Τούρκων». Ένας άλλος ιστορικός, ο Uspensky, γράφει ότι «τον χειμώνα του 1090-1091 η κατάσταση του Αλέξιου Κομνηνού μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτήν των τελευταίων ετών της αυτοκρατορίας, οπότε οι Οθωμανοί Τούρκοι πολιόρκησαν από όλες τις μεριές την Κωνσταντινούπολη, αποκόπτοντάς της κάθε εξωτερική επικοινωνία».
Ο Αλέξιος αντιλήφθηκε την τρομερή κατάσταση της αυτοκρατορίας κι ακολούθησε τη συνηθισμένη βυζαντινή διπλωματική τακτική της εξέγερσης ενός βάρβαρου κατά του άλλου: Έκανε έκκληση στους Χάνους (πρίγκιπες) των Κομάνων ζητώντας τη βοήθειά τους εναντίον των Πατσινάκων. Οι άγριοι και θηριώδεις Χάνοι των Κομάνων, Tugorkhan και Boniak, πολύ γνωστοί στους Ρώσους χρονογράφους, κλήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη όπου έγιναν δεκτοί με τον πιο κολακευτικό τρόπο. Ο αυτοκράτορας, ταπεινά, ζήτησε τη βοήθεια των βαρβάρων, οι οποίοι ήταν πολύ υπερήφανοι που στέκονταν στο ίδιο επίπεδο με τον αυτοκράτορα. Οι Χάνοι έδωσαν στον Αλέξιο το λόγο τους και τον κράτησαν. Στις 29 Απριλίου, το 1091, έλαβε χώρα μια αιματηρή μάχη στην οποία, κατά πάσα πιθανότητα, έλαβαν μέρος τόσο οι Ρώσοι όσο και οι Κομάνοι. Οι Πατσινάκοι νικήθηκαν και εκμηδενίστηκαν ανελέητα. Η Άννα Κομνηνή σημειώνει ότι μπορούσε κανείς εκείνη την ημέρα να δει αναρίθμητους ανθρώπους να χάνονται μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Η μάχη αυτή άφησε τα ίχνη της σ’ ένα βυζαντινό τραγούδι της εποχής, που λέει ότι «δια μίαν ημέρα οι Σκύθες (έτσι ονομάζει η Κομνηνή τους Πατσινάκους) τον Μάιο ουκ είδαν».
Με την επέμβασή τους με το μέρος του Βυζαντίου, οι Κομάνοι πρόσφεραν τεράστια υπηρεσία στο χριστιανικό κόσμο. Οι αρχηγοί τους πρέπει να συμπεριληφθούν δίκαια στους σωτήρες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Ο Αλέξιος επέστρεψε στην πρωτεύουσα θριαμβευτικά. Μόνον ένα μικρό τμήμα των αιχμαλώτων Πατσινάκων επέζησε και εγκαταστάθηκε στη βυζαντινή χερσόνησο για να συμμετάσχει αργότερα στον βυζαντινό στρατό, του οποίου αποτέλεσε ιδιαίτερο σώμα. Οι Πατσινάκοι που πέτυχαν να ξεφύγουν πέρα από τα Βαλκάνια ήταν τόσο εξασθενημένοι, ώστε δεν μπόρεσαν πια, για 30 χρόνια, να κάνουν τίποτα εναντίον του Βυζαντίου.
Ο Τσαχάς που είχε τρομοκρατήσει το Βυζάντιο δίχως να πετύχει με το στόλο του την ενίσχυση των Πατσινάκων, έχασε ένα μέρος των κτήσεών του στη διάρκεια των αγώνων του με τις βυζαντινές ναυτικές δυνάμεις. Κατόπιν ο αυτοκράτορας εξήγειρε εναντίον του Τσαχά τον Σουλτάνο της Νίκαιας, ο οποίος και τον σκότωσε με το ίδιο του το χέρι, στη διάρκεια μιας γιορτής. Έτσι η κρίσιμη κατάσταση του 1091, εξελίχθηκε κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες.
Στη διάρκεια των απελπιστικών ημερών του 1091 ο Αλέξιος δεν ζήτησε συμμάχους μόνο ανάμεσα στους Κομάνους βαρβάρους, αλλά και ανάμεσα στους Νατίνους της Δύσης. Η Άννα Κομνηνή γράφει ότι ο Αλέξιος ζητούσε μισθοφόρους από όλες τις πλευρές. Το ότι ο αυτοκράτορας ζήτησε βοήθεια και από τη Δύση φαίνεται από ένα άλλο απόσπασμα της Άννας Κομνηνού, το οποίο αναφέρει ότι, αμέσως μετά, ο Αλέξιος «περίμενε τους μισθοφόρους από τη Ρώμη».
Αναφερόμενοι στα γεγονότα αυτά οι ιστορικοί συχνά συζητούν το πρόβλημα ενός μηνύματος του Αλέξιου Κομνηνού, που έστειλε στον παλιό του φίλο Ροβέρτο, κόμη της Φλάνδρας, που από πριν μερικά χρόνια είχε περάσει, επιστρέφοντας από τους Αγίους Τόπους, από την Κωνσταντινούπολη. Στο γράμμα του αυτό ο αυτοκράτορας απεικονίζει την απελπιστική κατάσταση «της ιερής αυτοκρατορίας των Ελλήνων Χριστιανών, η οποία πιέζεται από τους Πατσινάκους και τους Τούρκους» και μιλάει για τη προσβολή και σφαγή των Χριστιανών (παιδιών, νέων, γυναικών, κοριτσιών) καθώς και για την ολοκληρωτική σχεδόν κατάκτηση της αυτοκρατορίας από τους εχθρούς. «Δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα», γράφει «εκτός από την Κωνσταντινούπολη, που οι εχθροί μας απειλούν να την αποσπάσουν από εμάς πολύ σύντομα, αν δεν τύχουμε μιας γρήγορης βοήθειας του Θεού και των πιστών Λατίνων Χριστιανών». Ο αυτοκράτορας απευθύνεται εδώ και εκεί, προτιμώντας να παραδώσει την Κωνσταντινούπολη στα χέρια των Λατίνων, παρά στα χέρια των απίστων. Για να συγκινήσει περισσότερο τους Λατίνους το μήνυμα αναφέρει έναν μεγάλο πίνακα των λειψάνων της πρωτεύουσας, υπενθυμίζοντας στον κόμη τον αμέτρητο πλούτο και τους θησαυρούς που βρίσκονται εκεί. «Επομένως», γράφει, «σπεύσε με όλο σου τον λαό, ενέτεινε όλες σου τις δυνάμεις μήπως όλοι αυτοί οι θησαυροί πέσουν στα χέρια των Τούρκων και των Πατσινάκων... Δράσε λοιπόν όσο είναι καιρός, έτσι ώστε η χριστιανική αυτοκρατορία και, το σπουδαιότερο, ο Άγιος Τάφος να μη χαθούν και εσύ να βρεις στους ουρανούς αμοιβή και όχι καταδίκη. Αμήν».
Ο Vasilievsky, που τοποθετεί το μήνυμα αυτό στο 1091, γράφει ότι «το 1091, από τις ακτές του Βοσπόρου, ξέσπασε προς τη Δυτική Ευρώπη ένας πραγματικός θρήνος απελπισίας, μια πραγματική κραυγή ενός ανθρώπου που πνίγεται χωρίς να είναι βέβαιος αν ένα φιλικό ή μη φιλικό χέρι θα τον βοηθήσει να σωθεί. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου δεν διστάζει τώρα να αποκαλύψει μπροστά στα μάτια των ξένων όλο το βάθος της ντροπής, της ατιμίας και της ταπείνωσης στην οποία η αυτοκρατορία των Ελλήνων Χριστιανών είχε κατακρημνιστεί».
Το μήνυμα αυτό που έχει διασωθεί μόνο σε μια λατινική έκδοση και περιγράφει τόσο ζωντανά την κρίσιμη κατάσταση του Βυζαντίου το 1091, υπήρξε η αιτία πολλών συζητήσεων μεταξύ των επιστημόνων. Οι γνώμες διχάζονται: μερικοί, όπως για παράδειγμα οι Ρώσοι επιστήμονες Vasilievsky και Uspensky θεωρούν το γράμμα αυθεντικό, ενώ άλλοι, όπως για παράδειγμα ο Γάλλος Riant το θεωρούν ως νόθο. Οι πιο σύγχρονοι ιστορικοί, που ενδιαφέρθηκαν για το πρόβλημα αυτό, τείνουν να δεχθούν με μερικούς περιορισμούς, την αυθεντικότητα του μηνύματος, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη ενός πρωτότυπου κειμένου, που δε διασώθηκε, του μηνύματος που έστειλε ο Αλέξιος Κομνηνός στον Ροβέρτο της Φλάνδρας. Ο Γάλλος ιστορικός Ghalandon υποστηρίζει ότι το μεσαίο τμήμα του μηνύματος συντέθηκε με βάση το πρωτότυπο γράμμα, αλλά το λατινικό μήνυμα σχεδιάστηκε από κάποιον στη Δύση με σκοπό να παρακινήσει τους Σταυροφόρους λίγο πριν από την πρώτη Σταυροφορία (σε μορφή excitatorium). Ένας σύγχρονος εκδότης και ερευνητής της επιστολής, ο Γερμανός επιστήμονας Hagenmeyer, συμφωνεί βασικά, αλλά με μερικούς περιορισμούς, με τη γνώμη του Vasilievsky. Το 1924 ο Leib έγραψε ότι το γράμμα αυτό αποτελεί μια υπερβολική παραποίηση που έγινε μετά τη σύνοδο του Κλερμόν και που αναμφίβολα προέρχεται απ’ το αυθεντικό μήνυμα που έστειλε ο αυτοκράτορας στον Ροβέρτο για να του υπενθυμίσει τις ενισχύσεις που του είχε υποσχεθεί. Τελικά, το 1928, ο Brehier έγραφε ότι «είναι δυνατόν, με βάση την υπόθεση του Ghalandon, ο Ροβέρτος όταν γύρισε στη Φλάνδρα, να ξέχασε την υπόσχεσή του, οπότε ο Αλέξιος του έστειλε μια αντιπροσωπεία και ένα γράμμα, το οποίο όμως φυσικά ήταν τελείως διαφορετικό από το κείμενο που έχει διασωθεί. Το απόκρυφο γράμμα μπορεί να συντάχθηκε, ίσως με βάση το αυθεντικό, τη στιγμή της πολιορκίας της Αντιόχειας, το 1098, με σκοπό την αποστολή ενισχύσεων από τη Δύση. Επομένως το γράμμα του Αλέξιου δεν έχει καμιά σχέση με την προέλευση των Σταυροφοριών».
Στη σχετική με την Α' Σταυροφορία ιστορία του, ο Sybel θεωρεί το γράμμα του Αλέξιου προς τον Ροβέρτο ως επίσημο στοιχεί που σχετίζεται με τη Σταυροφορία.
Μερικές φορές η απασχόληση με το γράμμα που έστειλε ο Αλέξιος Κομνηνός στον Ροβέρτο της Φλάνδρας, οφείλεται στο γεγονός ότι η επιστολή αυτή συνδέεται, εν μέρει, με το σπουδαίο πρόβλημα του κατά πόσο ο αυτοκράτορας ζήτησε τη βοήθεια της Δύσης. Το ότι η Άννα Κομνηνή αναφέρει ότι ο Αλέξιος έστελνε μηνύματα στη Δύση, υποστηρίζει το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας θα είχε στείλει ένα μήνυμα στον Ροβέρτο της Φλάνδρας, καθώς και την πιθανότητα ότι το γράμμα αυτό αποτελεί τη βάση του εξωραϊσμένου λατινικού κειμένου που διασώθηκε μέχρι τώρα. Είναι πολύ πιθανόν το πρωτότυπο μήνυμα να στάλθηκε από τον Αλέξιο το κρίσιμο έτος του 1091. Είναι επίσης πολύ πιθανόν το 1088-1089 να στάλθηκε ένα αυτοκρατορικό μήνυμα στον βασιλιά της Κροατίας Zvonimir, με την προτροπή να συμμετάσχει στον αγώνα του Αλέξιου Κομνηνού «εναντίον των ειδωλολατρών και των απίστων».
Η επιτυχία του Αλέξιου στον αγώνα του με τους εξωτερικούς εχθρούς είχε σαν επακόλουθο μια παρόμοια επιτυχία εναντίον των εσωτερικών εχθρών. Συνωμότες που θέλησαν να εκμεταλλευτούν τη δύσκολη θέση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ανακαλύφθηκαν και τιμωρήθηκαν.
Εκτός από τους λαούς που αναφέρθηκαν, οι Σέρβοι και οι Μαγυάροι (Ούγγροι) άρχισαν να αποκτούν σημαντική οντότητα, την εποχή του Αλέξιου Κομνηνού, πριν από την Α' Σταυροφορία. Το δεύτερο ήμισυ του 11ου αιώνα, η Σερβία έγινε κράτος ανεξάρτητο και η ανεξαρτησία της επισημοποιήθηκε με την απόκτηση, εκ μέρους του Σέρβου πρίγκιπα, του βασιλικού τίτλου (Kral). Αυτό υπήρξε το πρώτο βασίλειο της Σερβίας με πρωτεύουσα τη Σκόρδα (Σκούταρι). Οι Σέρβοι είχαν συμμετάσχει στο στρατό του Αλέξιου στον πόλεμο με τους Νορμανδούς, εγκαταλείποντας τον αυτοκράτορα την κρίσιμη στιγμή. Όταν όμως το Δυρράχιο ανακαταλήφθηκε από το Βυζάντιο, άρχισαν οι εχθροπραξίες μεταξύ του Αλέξιου και της Σερβίας, οι οποίες όμως λόγω των δύσκολων περιστάσεων για την αυτοκρατορία, δεν μπόρεσαν να είναι ευνοϊκές για τον αυτοκράτορα. Λίγο πριν από τη Σταυροφορία, όμως, η αυτοκρατορία συνήψε ειρήνη με τους Σέρβους.
Οι σχέσεις με την Ουγγαρία, που είχε προηγουμένως συμμετάσχει στον Βουλγαρο-βυζαντινό πόλεμο του 10ου αιώνα, εντάθηκαν την εποχή του Αλέξιου Κομνηνού. Στα τέλη του 11ου αιώνα, η Ουγγαρία, υπό τους βασιλείς της δυναστείας των Arpad, άρχισε να εκτείνεται στα νότια προς τη θάλασσα, δηλαδή προς την ακτή της Δαλματίας. Αυτό δυσαρέστησε τόσο τη Βενετία όσο και το Βυζάντιο.
Έτσι η διεθνής πολιτική της αυτοκρατορίας, την εποχή της Α' Σταυροφορίας, έγινε πιο πολύπλοκη, δημιουργώντας νέα προβλήματα.
Στα τέλη σχεδόν του 11ου αιώνα, ο Αλέξιος Κομνηνός, που είχε υπερνικήσει τους πολυάριθμους κινδύνους που τον απειλούσαν, ενώ συγχρόνως φαινόταν να έχει δημιουργήσει ειρηνικές συνθήκες για την αυτοκρατορία, μπορούσε σιγά-σιγά να ετοιμάζεται για τον αγώνα του με τους Σελτζούκους της Ανατολής. Έχοντας υπόψη του τον αγώνα αυτόν, ο αυτοκράτορας έλαβε ορισμένα επιθετικά μέτρα, οπότε πληροφορήθηκε ότι οι Σταυροφόροι πλησίαζαν στα σύνορα της αυτοκρατορίας.
Η Α' Σταυροφορία είχε αρχίσει αλλάζοντας τα σχέδια του Αλέξιου και οδηγώντας αυτόν και την αυτοκρατορία σε νέους δρόμους που θα αποδεικνύονταν αργότερα μοιραίοι για το Βυζάντιο.

Υποσημείωση
[1] Ο Γρηγόριος Ζ' όρισε η εκλογή του Πάπα να γίνεται από τους Καρδινάλιους και όχι από τους ηγεμόνες (1075). Ο Ερρίκος Δ' εξεγέρθηκε κατά του παπικού διατάγματος, γιατί έχανε προνόμια κι εισοδήματα με την κατάργηση του διορισμού των επισκόπων. Το 1077 ο Ερρίκος συνάντησε τον Πάπα και υποβλήθηκε σε ταπεινωτική μετάνοια. Αργότερα όμως τον ανέτρεψε και πέτυχε να γίνει Πάπας ένας ευνοούμενός του, που τον έστεψε και αυτοκράτορα.