31/3/11

Η σύνοδος του 754 και οι συνέπειές της [24]

Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Κωνσταντίνος οι ευρωπαϊκές επαρχίες ήταν ακόμα αφιερωμένες στη λατρεία των εικόνων, ενώ οι επαρχίες της Μ. Ασίας είχαν ήδη ανάμεσα στον πληθυσμό τους αρκετούς εικονομάχους. Ο Κωνσταντίνος πέρασε τα δύο πρώτα χρόνια της βασιλείας του σ’ ένα διαρκή αγώνα με τον αδελφό της γυναίκας του Αρτάβασδο, ο οποίος ηγείτο μιας επανάστασης που απέβλεπε στην υπεράσπιση των εικόνων. Ο Αρτάβασδος πέτυχε να αναγκάσει τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα και να κηρυχθεί αυτοκράτορας. Στη διάρκεια του έτους της βασιλείας του αποκατέστησε τη λατρεία των εικόνων. Ο Κωνσταντίνος όμως κατόρθωσε να τον εκθρονίσει, να πάρει πίσω το θρόνο και να τιμωρήσει αυστηρά τους υποκινητές της επανάστασης. Το εγχείρημα του Αρτάβασδου έδειξε στον Κωνσταντίνο ότι η λατρεία των εικόνων ήταν δυνατόν να αποκατασταθεί δίχως μεγάλες δυσκολίες, ενώ συγχρόνως τον ανάγκασε να προχωρήσει πιο αποφασιστικά στην ανάγκη μέτρων που θα δυνάμωναν στη συνείδηση του λαού το κύρος των απόψεων των Εικονομάχων.
Έχοντας αυτό το σκοπό ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να καλέσει μια Σύνοδο που θα έθετε τις βάσεις μιας εικονοκλαστικής πολιτικής, θα εξασφάλιζε το κύρος της και θα δημιουργούσε, με τον τρόπο αυτόν, ανάμεσα στο λαό την πεποίθηση ότι τα μέτρα του αυτοκράτορα ήταν δίκαια. Η Σύνοδος αυτή, στην οποία έλαβαν μέρος 300 επίσκοποι, έγινε το 754, στο παλάτι της Ιέρειας στη μικρασιατική ακτή του Βοσπόρου. Κατά τη διάρκεια της Συνόδου δεν παραβρέθηκε κανένας Πατριάρχης, επειδή την εποχή αυτή η έδρα της Κωνσταντινούπολης ήταν κενή, ενώ η Αντιόχεια, η Ιερουσαλήμ και η Αλεξάνδρεια δεν θέλησαν να συμμετάσχουν. Οι αντιπρόσωποι του Πάπα δεν παρουσιάστηκαν στις συνεδριάσεις. Αργότερα, τα γεγονότα αυτά χρησιμοποιήθηκαν από όσους δεν δέχονταν τη Σύνοδο σαν μια επαρκή βάση για να ανακηρύξουν τις αποφάσεις της ως άκυρες. Αρκετούς μήνες μετά την έναρξη των συνεδριάσεων η Σύνοδος μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου στο μεταξύ είχε λάβει χώρα η εκλογή ενός νέου Πατριάρχη.
Το διάταγμα της Συνόδου του 754, που διασώθηκε στα πρακτικά της 7ης Οικουμενικής Συνόδου (ίσως αποσπασματικά και κάπως τροποποιημένο) καταδικάζει οριστικά τη λατρεία των εικόνων προκηρύσσοντας τα εξής: «Ο τολμών από του παρόντος κατασκευάσαι εικόνα ή προσκυνήσαι ή στήσαι εν εκκλησία ή εν ιδιωτικώ οίκω ή κρύψαι, ει μεν επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος είεν καθαιρείσθω, ει δε μονάζων ή λαϊκός αναθεματιζέσθω και τοις βασιλικοίς νόμοις υπεύθυνος έστω, ως εναντίος των του Θεού προσταγμάτων και εχθρός των πατρικών δογμάτων».
Εκτός από τη γενική σημασία της προκήρυξης, το διάταγμα αυτό είναι σπουδαίο επειδή καθιστά όλους όσους υποπίπτουν στο σφάλμα της Εικονολατρίας ενόχους και άξιους τιμωρίας με βάση τους νόμους του αυτοκράτορα, θέτοντας έτσι τους εικονολάτρες στη διάθεση και κρίση των εγκοσμίων δυνάμεων. Το γεγονός αυτό χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τα μέλη της 7ης Οικουμενικής Συνόδου σαν μια εγγύηση της εξαιρετικά σκληρής συμπεριφοράς μερικών αυτοκρατόρων, προς την εκκλησία και τους μοναχούς. Η Σύνοδος αναθεμάτισε επίσης κάθε άτομο που θα δοκίμαζε να παρουσιάσει με υλικά χρώματα τη μορφή του Κυρίου και των αγίων. Το διάταγμα τελειώνει, απευθυνόμενο στον αυτοκράτορα, τον οποίον παρουσιάζει ως αυτόν που αποκατέστησε τα δόγματα των 6 Οικουμενικών Συνόδων και ως καταστροφέα της ειδωλολατρίας. Η Σύνοδος της Ιέρειας αναθεμάτισε επίσης τον «ξυλολάτρη» Πατριάρχη Γερμανό και τον Ιωάννη Δαμασκηνό τον «επιρρεπή προς τον Μουσουλμανισμό, τον εχθρό της αυτοκρατορίας, τον διδάσκαλο της ασέβειας και τον διαστρεβλωτή των Γραφών».
Η ομόθυμη απόφαση της Συνόδου προξένησε πολύ δυνατή εντύπωση στο λαό. «Πολλοί», λέει ο καθηγητής Andreev, «που είχαν θορυβηθεί με την εντύπωση ότι οι εικονομάχοι έσφαλλαν, μπορούσαν τώρα να ησυχάσουν και πολλοί που είχαν πριν ταλαντευτεί μεταξύ των δύο κινήσεων μπορούσαν τώρα, με βάση τα πειστικά επιχειρήματα των αποφάσεων της Συνόδου, να δεχθούν αποφασιστικά τις απόψεις των εικονομάχων». Ο λαός κλήθηκε να ορκιστεί ότι δεν θα λατρεύσει πλέον τις εικόνες.
Η καταστροφή των εικόνων μετά τη Σύνοδο έγινε, ανηλεώς, σκληρή. Οι εικόνες κομματιάζονταν, καίγονταν και εκτίθονταν σε διάφορες προσβολές. Κυρίως βίαιος υπήρξε ο διωγμός της λατρείας της Παρθένου Μαρίας. Πολλοί εικονολάτρες διώχθηκαν, βασανίστηκαν ή φυλακίστηκαν χάνοντας συγχρόνως την περιουσία τους, ενώ άλλοι εξορίστηκαν σε μακρινές επαρχίες. Εικόνες δέντρων, πουλιών, ζώων ή διάφορες σκηνές από τον Ιππόδρομο, το κυνήγι κλπ. αντικατέστησαν στις εκκλησίες τις εικόνες. Σύμφωνα με τη βιογραφία του Στεφάνου του Νεώτερου, ο ναός της Παναγίας των Βλαχερνών, στην Κωνσταντινούπολη, γυμνώθηκε από την παλαιά του μεγαλοπρέπεια για να καλυφθεί με νέες εικόνες και να μετατραπεί σ’ ένα «οπωροπωλείο και πτηνοτροφείο». Κατά τη διάρκεια της καταστροφής των εικόνων (μωσαϊκών και τοιχογραφιών) και των γλυπτών χάθηκαν πολλά αξιόλογα μνημεία τέχνης. Μεγάλος υπήρξε επίσης ο αριθμός των εικονογραφημένων χειρογράφων που καταστράφηκαν.
Την καταστροφή των εικόνων συνόδευσε επίσης η καταστροφή των λειψάνων. Έχει διασωθεί μια σάτιρα της εικονοκλαστικής περιόδου, σχετική με την υπερβολική λατρεία των λειψάνων, η οποία μιλάει για 10 χέρια του μάρτυρα Προκοπίου, 15 σιαγόνες του Θεοδώρου, 4 κεφάλια του Γεωργίου κλπ.
Ο Κωνσταντίνος Ε' έδειξε μια εξαιρετική ακαμψία στη συμπεριφορά του προς τα μοναστήρια και διεξήγαγε μια σταυροφορία εναντίον των μοναχών, τους οποίους θεωρούσε «ειδωλολάτρες και οπαδούς του σκότους». Ο αγώνας του εναντίον του μοναχισμού φτάνει σε τέτοιο σημείο έντασης που δυσκολεύει τους επιστήμονες να καθορίσουν τις μεταρρυθμίσεις της περιόδου αυτής. Κατά πόσο δηλαδή ήταν ένας αγώνας κατά των εικόνων ή μια μάχη κατά των μοναχών. Ο Uspensky αναφέρει θετικά ότι «οι ιστορικοί και οι θεολόγοι έχουν σκόπιμα διαστρέψει την πραγματικότητα δίνοντας την πρώτη θέση στην ‘εικονομαχία’ και όχι στη ‘μοναχομαχία’». Οι διωγμοί των μοναχών έγιναν με βάση πολλά και διάφορα μέτρα. Υποχρεώθηκαν να φορούν πολιτική ενδυμασία, ενώ άλλοι αναγκάστηκαν, με τη βία ή με απειλές, να παντρευτούν. Μια φορά μάλιστα υποχρεώθηκαν να παρελάσουν στη γραμμή, κρατώντας από το χέρι μια γυναίκα ο καθένας, στον Ιππόδρομο, ανάμεσα στους χλευασμούς και στις προσβολές του όχλου. Ο χρονογράφος Θεοφάνης αναφέρει ότι ένας κυβερνήτης της Μ. Ασίας συνάθροισε τους μοναχούς και τις μοναχές της επαρχίας του, στην Έφεσο και τους είπε: «Εμπρός, όποιος θέλει να υπακούσει στον αυτοκράτορα και σ’ εμάς, ας φορέσει ένα λευκό ρούχο και ας παντρευτεί αμέσως. Εκείνοι που δεν θα υπακούσουν θα τυφλωθούν και θα εξοριστούν στην Κύπρο». Ο αυτοκράτορας συγχάρηκε αυτόν τον διοικητή γράφοντας: «Βρήκα στο πρόσωπό σου έναν άνθρωπο που με καταλαβαίνει και που πραγματοποιεί όλες μου τις επιθυμίες». Η Κύπρος υπήρξε ένα από εκείνα τα μέρη όπου ο αυτοκράτορας εξόριζε τους δύστροπους μοναχούς. Αναφέρεται ότι 5 μοναχοί κατόρθωσαν να δραπετεύσουν από εκεί, να φτάσουν στην περιοχή του χαλιφάτου και να μεταφερθούν στη Βαγδάτη.
Τα μοναστήρια μεταβλήθηκαν σε στρατώνες και οπλοστάσια, οι περιουσίες τους κατασχέθηκαν και οι «λαϊκοί» απαγορευόταν να καταφεύγουν σ’ αυτά. Όλα αυτά τα μέτρα είχαν ως αποτέλεσμα μια εκτεταμένη μετανάστευση των μοναχών σε περιοχές που δεν επηρεάζονταν από τους εικονοκλαστικούς διωγμούς του αυτοκράτορα. Σύμφωνα με τη γνώμη μερικών ιστορικών, την εποχή του Λέοντα και του Κωνσταντίνου η Ιταλία, μόνον, δέχθηκα περίπου 50.000 από αυτούς τους πρόσφυγες. Το γεγονός αυτό υπήρξε πολύ σημαντικό για την τύχη της μεσαιωνικής Ιταλίας, επειδή συνετέλεσε στην ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αλλά και αυτή ακόμα η Ν. Ιταλία δεν ήταν τελείως απαλλαγμένη από τις εικονοκλαστικές διαμάχες. Υπάρχει, το λιγότερο, μια πολύ ενδιαφέρουσα πληροφορία ότι τον 9ο αιώνα ο Άγιος Γρηγόριος Δεκαπολίτης έπεσε στα χέρια ενός εικονομάχου Επισκόπου της νότιας ιταλικής πόλης Υδρούς (σημερινό Οτράντο). Πολλοί μοναχοί μετανάστευσαν επίσης στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, καθώς και στις ακτές της Συρίας και της Παλαιστίνης. Ο Στέφανος ο νεώτερος είναι από τους πιο γνωστούς μάρτυρες που μαρτύρησαν την εποχή του Κωνσταντίνου Ε'.
Στη διάρκεια της βασιλείας του Λέοντα Δ' του Χαζάρου (775-780) η εσωτερική ζωή της αυτοκρατορίας υπήρξε πιο ήρεμη από ό,τι ήταν την εποχή του πατέρα του Κωνσταντίνου Ε'. Αν και ο Λέων ήταν κι αυτός οπαδός της Εικονομαχίας, δεν είχε έντονες εχθρικές διαθέσεις κατά των μοναχών, οι οποίοι για μια ακόμα φορά απέκτησαν κάποια επιρροή. Κατά τη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του δεν εκδηλώθηκε σαν φανατικός εικονομάχος. Είναι πολύ πιθανόν να επηρεάστηκε, μέχρις ενός σημείου, από τη νεαρή του γυναίκα Ειρήνη, μια Αθηναία που υπήρξε περίφημη για την αφοσίωσή της στην Εικονολατρία και στην οποία όλοι οι Εικονολάτρες της αυτοκρατορίας απέβλεπαν με ελπίδα. «Η μετριοπαθής τακτική του Λέοντα στο ζήτημα των εικόνων», όπως εξηγεί ο Ostrogorsky, «υπήρξε μια κατάλληλη μετάβαση από την τακτική του Κωνσταντίνου Ε' στην αποκατάσταση των εικόνων από την αυτοκράτειρα Ειρήνη». Με το θάνατο του Λέοντα το 780 τελειώνει η πρώτη περίοδος της Εικονομαχίας.
Επειδή ο γιος του, Κωνσταντίνος ΣΤ', ήταν ανήλικος, η διοίκηση της αυτοκρατορίας ανατέθηκε στην Ειρήνη, η οποία επρόκειτο να αποκαταστήσει τη λατρεία των εικόνων.
Παρά την συγκεκριμένη της στροφή προς τη λατρεία των εικόνων, η Ειρήνη κατά τα 3 πρώτα χρόνια της βασιλείας της δεν έλαβε αποτελεσματικά μέτρα για την επίσημη αποκατάστασή τους. Η αναβολή αυτή οφειλόταν στο γεγονός ότι όλες οι δυνάμεις της αυτοκρατορίας έπρεπε να κατευθυνθούν στον εσωτερικό αγώνα με τον διεκδικητή του θρόνου και στη μάχη με τους Σλάβους που ζούσαν στην Ελλάδα. Η αποκατάσταση της λατρείας των εικόνων έπρεπε να αντιμετωπιστεί επίσης με μεγάλη προσοχή, επειδή η πλειονότητα του στρατού έκλεινε με το μέρος των εικονομάχων, ενώ οι κανόνες της εικονοκλαστικής Συνόδου του 754 (που είχαν αναγνωριστεί από τον Κωνσταντίνο σαν αυτοκρατορικοί Νόμοι) συνέχιζαν να ασκούν αρκετή επιρροή σε πολλούς ανθρώπους της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Είναι πάντως πολύ πιθανόν ότι πολλά μέλη του ανώτερου κλήρου δέχτηκαν τις αποφάσεις της εικονοκλαστικής Συνόδου με τη βία και όχι από πεποίθηση και ότι συνεπώς αποτελούσαν, κατά τον καθηγητή Andreev, «ένα παράγοντα, ο οποίος αν και υποχώρησε στις μεταρρυθμιστικές ενέργειες των Εικονομάχων αυτοκρατόρων, δεν θα έφερνε καμιά αντίδραση στα μέτρα μιας αντίθετης τακτικής».
Τον 4ο χρόνο της βασιλείας της Ειρήνης, ο πατριαρχικός θρόνος της Κωνσταντινούπολης δόθηκε στον Ταράσιο, ο οποίος δήλωσε ότι ήταν απαραίτητη η σύγκλιση Οικουμενικής Συνόδου για την αποκατάσταση της Εικονολατρίας. Ο Πάπας Αδριανός Α' κλήθηκε να συμμετάσχει και να στέψει αντιπροσώπους.
Η Σύνοδος έγινε το 786 στο Ναό των Αγίων Αποστόλων. Ο στρατός όμως της πρωτεύουσας, έχοντας εχθρικές διαθέσεις κατά των Εικονολατρών, όρμησε στο Ναό και με γυμνά ξίφη ανάγκασε τη Σύνοδο να διαλυθεί. Για μια σύντομη περίοδο φάνηκε ότι οι Εικονομάχοι υπερίσχυαν και πάλι. Η Ειρήνη όμως με πολύ ικανότητα αντικατέστησε τον απείθαρχο στρατό της Κωνσταντινούπολης με άλλον πιο πρόθυμο να υπακούει στις ιδέες της.
Τον επόμενο χρόνο (787) η Σύνοδος συνεκλήθη στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου είχε άλλοτε γίνει η Α' Οικουμενική Σύνοδος. Εκεί έγιναν 7 συναντήσεις, από τις οποίες έλειπαν ο αυτοκράτορας και η αυτοκράτειρα. Η 8η και τελευταία συνάντηση έλαβε χώρα στα αυτοκρατορικά ανάκτορα στην Κωνσταντινούπολη. Ο αριθμός των επισκόπων που έλαβαν μέρος στη Σύνοδο αυτή, πέρασε τους 300. Η Σύνοδος αυτή υπήρξε η και τελευταία Οικουμενική Σύνοδος της Ανατολικής Εκκλησίας.
Με βάση τις αποφάσεις αυτής της Συνόδου αποκαταστάθηκε η Εικονολατρία. Η λατρεία των εικόνων αναγνωρίστηκε, ενώ αναθεματίστηκαν όλοι όσοι θα διαφωνούσαν με τις αποφάσεις της Συνόδου. Επίσης ορίστηκε ότι θα αφορίζονται όλοι όσοι ονομάζουν τις εικόνες είδωλα ή ισχυρίζονται ότι οι Χριστιανοί καταφεύγουν στις εικόνες σαν αυτές να είναι θεοί ή ότι η Εκκλησία έχει ποτέ παραδεχτεί τα είδωλα. Οι επίσκοποι που έλαβαν μέρος στη Σύνοδο επευφήμησαν «ένα νέο Κωνσταντίνο και μια νέα Ελένη». Η Σύνοδος αποφάσισε επίσης να επανέλθουν στη θέση τους τα λείψανα, ενώ συγχρόνως καταδίκασε αυστηρά την μετατροπή των μοναστηριών σε κοινές κατοικίες, διατάζοντας την αποκατάστασή τους. Η Σύνοδος έδωσε πολύ προσοχή στην εξύψωση του ηθικού επιπέδου του κλήρου, καταδικάζοντας την εξαγορά των εκκλησιαστικών αξιωμάτων (Σιμωνία) [1] κλπ. και απαγορεύοντας την ύπαρξη μικτών μοναστηριών (ανδρών και γυναικών συγχρόνως).
Η μεγάλη σημασία της Συνόδου της Νίκαιας δεν έγκειται μόνο στην αποκατάσταση των εικόνων. Η Σύνοδος αυτή έδωσε στους εικονολάτρες την οργάνωση που δεν είχαν στους πρώτους αγώνες τους κατά των αντιπάλων τους. Συνέλεξε δηλαδή όλα τα υπέρ των εικόνων θεολογικά επιχειρήματα που μπορούσαν αργότερα να χρησιμοποιηθούν στους αγώνες με τους εικονομάχους. Με λίγα λόγια η Σύνοδος προμήθευσε στους εικονολάτρες ένα όπλο που διευκόλυνε τη μελλοντική τους προσπάθεια κατά των ανταγωνιστών τους, όταν άρχισε η δεύτερη περίοδος της εικονοκλαστικής κίνησης.
Οι εικονοκλαστικές ενέργειες των αυτοκρατόρων του 8ου αιώνα ήταν μια μόνον (χωρίς να αποτελεί και την πιο σπουδαία) εκδήλωση της περιόδου αυτής, επειδή τα πιο πολλά στοιχεία που αφορούν την περίοδο αυτή προέρχονται από τη μονόπλευρη παράδοση των εικονολατρών, που στην πραγματικότητα κατέστρεψαν όλα τα στοιχεία των εικονομάχων. Χάρις όμως σε μερικές τυχαίες και σκόρπιες πληροφορίες που έχουν διασωθεί, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η κύρια δραστηριότητα του Λέοντα Γ' και του Κωνσταντίνου Ε' στράφηκε προς την «κοσμικοποίηση» των μεγάλων ιδιοκτησιών των μοναστηριών και τον περιορισμό του τεράστιου αριθμού των μοναχών. Στράφηκε δηλαδή εναντίον εκείνων των παραγόντων που, διαφεύγοντας τον έλεγχο του κράτους και δρώντας με πλήρη σχεδόν ανεξαρτησία, υπέσκαπταν τις ζωτικές δυνάμεις και την ενότητα της αυτοκρατορίας.

Η ΣΤΕΨΗ ΤΟΥ ΚΑΡΟΛΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ (714-741)
«Η στέψη του Καρόλου», λέει ο Bryce, «δεν αποτελεί μόνον το κεντρικό γεγονός του Μεσαίωνα, αλλά είναι ένα από αυτά τα πολύ λίγα γεγονότα για τα οποία (παίρνοντάς τα χωριστά) μπορείς να πεις ότι αν δεν είχαν συμβεί, η ιστορία του κόσμου θα ήταν διαφορετική». Στην περίπτωσή μας όμως το γεγονός αυτό είναι αξιόλογο, κυρίως γιατί αφορά τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Στη σκέψη του μεσαιωνικού ανθρώπου η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν μια και μόνη αυτοκρατορία και οι δυο ή περισσότεροι αυτοκράτορες θεωρούντο σαν δυο κυβερνήτες ενός κράτους. Δεν είναι σωστό να τοποθετούμε την πτώση της δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 476. Η ιδέα μιας αυτοκρατορίας βρίσκεται πίσω από την εξωτερική πολιτική του Ιουστινιανού τον 6ο αιώνα και δεν έπαψε να υπάρχει μέχρι το 800, οπότε έλαβε χώρα στη Ρώμη η περίφημη στέψη του Καρόλου του Μεγάλου. [2]
Αν και επικρατούσε θεωρητικά στην ιδεολογία του Μεσαίωνα η αντίληψη περί μιας αυτοκρατορίας, στην πραγματικότητα η αντίληψη αυτή ήταν απηρχαιωμένη. Ο ανατολικός ή βυζαντινός ελληνο-σλαβικός κόσμος του τέλους του 8ου αιώνα και ο δυτικός ρωμαιο-γερμανικός κόσμος της ίδιας περιόδου ήταν από άποψη γλωσσικής εθνογραφικής και πολιτιστικής, δύο διαφορετικοί και χωριστοί κόσμοι. Η ιδέα της μιας αυτοκρατορίας δεν ήταν πια επίκαιρη και αποτελεί ιστορικό αναχρονισμό, με βάση τα σύγχρονα κριτήρια.
Η Εικονομαχία συνέβαλε στην προετοιμασία για το ό,τι συνέβη το 800, επειδή ο παπισμός, που αντέδρασε θετικά κατά των μέτρων των εικονομάχων αυτοκρατόρων, αφορίζοντας τους εικονοκλάστες, στράφηκε προς τη Δύση, ελπίζοντας να βρει φιλική κατανόηση και προστασία από το βασίλειο των Φράγκων και αργότερα από τους βασιλείς του Οίκου του Καρόλου. Στα τέλη του 8ου αιώνα ανέβηκε στον γαλλικό θρόνο ο πιο φημισμένος αντιπρόσωπος αυτού του Οίκου, ο Κάρολος ο Μέγας ή Καρλομάγνος. Ο Αλκουίνος, διδάσκαλος της αυλής του Καρόλου, του έστειλε, τον Ιούνιο του 799, ένα γράμμα με το οποίο του τόνιζε την ύπαρξη τριών μόνον προσώπων που κατέχουν τις πιο ανώτερες θέσεις: 1) του Πάπα που κατέχει την έδρα του Πέτρου, του κορυφαίου των αποστόλων, 2) του «κοσμικού» κατόχου της δεύτερης Ρώμης, που όμως, όπως διαδίδεται παντού, εκθρονίστηκε όχι από ξένους, αλλά από τους ίδιους τους συμπατριώτες του [3], και 3) του Καρόλου του Μεγάλου, τον οποίον ο Θεός όρισε Κύριο των χριστιανικών λαών. Ο Κάρολος, κατά τον Αλκουίνο, είναι ο πιο εξαιρετικός από τους άλλους ανώτερους λειτουργούς και ο πιο φημισμένος για τη σοφία του, ενώ συγχρόνως ενσαρκώνει την εκδίκηση του εγκλήματος, την καθοδήγηση των παραστρατημένων και την παρηγοριά των δυστυχισμένων.
Τα αμοιβαία συμφέροντα του Πάπα και του βασιλιά των Φράγκων, που οδήγησαν στη στέψη του τελευταίου, αποτελούν ένα πολύπλοκο θέμα, που αντιμετωπίζεται με διάφορους τρόπους από την ιστορία. Το ίδιο το γεγονός αυτό είναι πολύ γνωστό: Τα Χριστούγεννα του 800, στη διάρκεια της επίσημης λειτουργίας, στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου, ο Πάπας Λέων Γ' έθεσε το αυτοκρατορικό στέμμα στο κεφάλι του γονατιστού Καρόλου, ενώ ο λαός που ήταν μέσα στην εκκλησία επευφημούσε τον Κάρολο ως τον πιο ευσεβή Αύγουστο, που έστεψε ο Θεός, και ως Μεγάλο Ειρηνοποιό. [4]
Οι επιστήμονες έχουν εκφράσει διάφορες γνώμες σχετικά με τη σημασία της αποδοχής εκ μέρους του Καρόλου του τίτλου του αυτοκράτορα. Μερικοί πιστεύουν ότι ο τίτλος αυτός δεν του έδωσε νέα δικαιώματα και ότι στην πραγματικότητα παρέμενε, όπως και πριν, «Βασιλιάς των Φράγκων και των Λογγοβάρδων», καθώς και «Ρωμαίος Πατρίκιος». Ο Κάρολος δηλαδή απέκτησε απλώς ένα νέο τίτλο, όταν δέχτηκε το στέμμα. Άλλοι πιστεύουν ότι το 800, με τη στέψη του Καρόλου, δημιουργήθηκε μια νέα δυτική αυτοκρατορία, τελείως ανεξάρτητη από την ανατολική ή Βυζαντινή αυτοκρατορία. Η αντιμετώπιση όμως του γεγονότος του 800 με έναν από τους δύο αυτούς τρόπους, προϋποθέτει τη χρήση μεταγενέστερων απόψεων. Στα τέλη του 8ου αιώνα δεν υπήρχε και ούτε μπορούσε να υπάρχει ζήτημα ενός «τίτλω» αυτοκράτορα ή σχηματισμού μιας ανεξάρτητης δυτικής αυτοκρατορίας. Η στέψη του αυτοκράτορα πρέπει να αναλυθεί με βάση σχετικές για την εποχή του απόψεις, με βάση δηλαδή το πώς αντιμετωπίστηκε από αυτούς που έλαβαν μέρος σ’ αυτό, δηλαδή από τον Καρλομάγνο και τον Πάπα Λέοντα Γ'.
Κανείς από αυτούς δεν απέβλεπε στη δημιουργία μιας δυτικής αυτοκρατορίας που θα ισοστάθμιζε την ανατολική αυτοκρατορία. Ο Κάρολος ήταν αναμφίβολα πεπεισμένος ότι παίρνοντας τον τίτλο του αυτοκράτορα το 800 έγινε ο απόλυτος κύριος και συνεχιστής της μιας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το γεγονός σήμαινε απλώς ότι η Ρώμη πήρε πίσω από την Κωνσταντινούπολη το δικαίωμα εκλογής του αυτοκράτορα. Η σκέψη της εποχής εκείνης δεν μπορούσε να συλλάβει τη σύγχρονη ύπαρξη δύο αυτοκρατοριών κι έτσι ουσιαστικά η αυτοκρατορία παρέμενε ενιαία. «Το αυτοκρατορικό δόγμα της μιας αυτοκρατορίας στηριζόταν στο δόγμα του ενός Θεού, επειδή μόνο με την ιδιότητα του πρόσκαιρου απεσταλμένου του Θεού μπορούσε ο αυτοκράτορας να ασκεί θεία εξουσία στη γη», λέει ο Gasquet. Οι συνθήκες που επικρατούσαν την περίοδο αυτή διευκόλυναν την κοινή αποδοχή αυτής της μορφής της αυτοκρατορικής εξουσίας, που την εποχή αυτή αποτελούσε τη μόνη δυνατή μορφή.
Οι σχέσεις μεταξύ του Καρόλου και του αυτοκράτορα του Βυζαντίου είχαν αρχίσει αρκετά πριν το 800. Το 781 είχε συζητηθεί ο γάμος του Κωνσταντίνου, που την εποχή αυτή ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου (αν και πραγματικός άρχοντας της αυτοκρατορίας ήταν η μητέρα του Ειρήνη), με την κόρη του Καρόλου Ερυθρώ. Ένας ιστορικός της Δύσης, ο Παύλος ο Διάκονος, έγραφε στον Κάρολο ότι χαίρεται με το γεγονός ότι η ωραία κόρη του Καρλομάγνου θα δεχόταν το σκήπτρο, για να συντελέσει στην επέκταση της δύναμης του βασιλείου στην Ασία.
Το γεγονός ότι, το 797, η Ειρήνη εκθρόνισε το γιο της Κωνσταντίνο [5], που ήταν νόμιμος αυτοκράτορας, για να γίνει απόλυτη μονάρχης της αυτοκρατορίας, ήταν τελείως αντίθετο προς τις παραδόσεις της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπου καμιά γυναίκα δεν είχε βασιλέψει με πλήρη αυτοκρατορική εξουσία. Με βάση τις απόψεις του Καρόλου και του τότε Πάπα Λέοντα, ο αυτοκρατορικός θρόνος παρέμενε κενός και γι’ αυτό, όταν δέχτηκε το αυτοκρατορικό στέμμα, ο Κάρολος γινόταν κύριος του κενού θρόνου της αδιαίρετης αυτοκρατορίας ως νόμιμος διάδοχος όχι πια του Ρωμύλου Αυγουστύλου, αλλά του Λέοντα Δ', του Ηράκλειου, του Ιουστινιανού, του Θεοδοσίου και του Μεγάλου Κωνσταντίνου, των αυτοκρατόρων δηλαδή της Ανατολής. Μια ενδιαφέρουσα επιβεβαίωση της άποψης αυτής βρίσκεται στο γεγονός ότι στα σχετικά με το 800 και τα μεταγενέστερα χρόνια χρονικά της Δύσης, όπου τα γεγονότα αναφέρονται με βάση τα χρόνια της βασιλείας των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, το όνομα του Καρόλου έρχεται αμέσως μετά το όνομα του Κωνσταντίνου ΣΤ'.
Αν όμως αυτή ήταν η άποψη του Καρόλου, σχετικά με τον αυτοκρατορικό του τίτλο, ποια ήταν η αντιμετώπιση της στέψης του από τη μεριά της Βυζαντινής αυτοκρατορίας; Το Βυζάντιο αντιμετώπισε το γεγονός σύμφωνα με τις απόψεις που επικρατούσαν την περίοδο αυτή. Υποστηρίζοντας τα δικαιώματα που είχε η Ειρήνη στο θρόνο, η Βυζαντινή αυτοκρατορία θεωρούσε το γεγονός του 800 σαν μια από τις πολλές προσπάθειες επανάστασης εναντίον του νόμιμου άρχοντα και φοβόταν, ότι ο νέος αυτοκράτορας, ακολουθώντας το παράδειγμα των άλλων στασιαστών, θα αποφάσιζε να βαδίσει κατά της Κωνσταντινούπολης, για να εκθρονίσει την Ειρήνη και να καταλάβει με τη βία τον αυτοκρατορικό θρόνο. Για την κυβέρνηση του Βυζαντίου το γεγονός αυτό αποτελούσε μια απλή επανάσταση μερικών επαρχιών της Δύσης εναντίον του νόμιμου άρχοντα της αυτοκρατορίας.
Ο Κάρολος φυσικά γνώριζε πολύ καλά την αβεβαιότητα της θέσης του και το γεγονός ότι η στέψη του δεν τακτοποίησε το ζήτημα της κυριαρχίας του στην ανατολική πλευρά της αυτοκρατορίας. Ο Γερμανός ιστορικός Schramm, ο οποίος χαρακτηρίζει τη στέψη του Καρόλου σαν «μια βίαιη πράξη, η οποία καταπάτησε τα δικαιώματα του βασιλιά», τονίζει το γεγονός ότι ο Κάρολος δεν πήρε τον τίτλο «Αυτοκράτορας των Ρωμαίων», τον επίσημο δηλαδή τίτλο των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, αλλά τον τίτλο «imperium Romanum gubernans». Ο Κάρολος αντιλήφθηκε ότι μετά την Ειρήνη η αυτοκρατορία του Βυζαντίου θα εξέλεγε άλλον αυτοκράτορα, που το δικαίωμά του για τον αυτοκρατορικό τίτλο θα αναγνωριζόταν ως αναμφισβήτητο στην Ανατολή. Προβλέποντας διάφορες περιπλοκές, ο Κάρολος άρχισε διαπραγματεύσεις με την Ειρήνη, προτείνοντάς της να την παντρευτεί και ελπίζοντας έτσι «να ενώσει τις ανατολικές με τις δυτικές επαρχίες». Με άλλα λόγια ο Κάρολος κατάλαβε ότι η σημασία του τίτλου του ήταν μικρή, εφόσον δεν αναγνωριζόταν από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Η Ειρήνη δέχτηκε τις προτάσεις γάμου με ευχαρίστηση, αλλά ο γάμος αυτός δεν έγινε ποτέ, επειδή ύστερα από λίγο καιρό, το 802, η Ειρήνη εκθρονίστηκε και εξορίστηκε.
Μετά την πτώση της Ειρήνης, διάδοχός της ορίστηκε ο Νικηφόρος, ο οποίος άρχισε διαπραγματεύσεις με τον Κάρολο σχετικά πιθανόν με την αναγνώριση του αυτοκρατορικού τίτλου του τελευταίου. Αλλά μόνο το 812 οι αντιπρόσωποι του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μιχαήλ Α' Ραγκαβέ, προσφώνησαν τον Κάρολο, στο Ακυίσγρανον (Άαχεν), αυτοκράτορα. Έτσι τελικά νομιμοποιήθηκε η αυτοκρατορική εκλογή του 800. Είναι επίσης πιθανόν ότι από το 812 άρχισε, σαν αντιστάθμισμα του τίτλου που δόθηκε στον Καρλομάγνο, να χρησιμοποιείται επίσημα στο Βυζάντιο ο τίτλος «Βασιλιάς των Ρωμαίων», προσδιορίζοντας τη νόμιμη κυριαρχία της Κωνσταντινούπολης και χρησιμεύοντας ως σύμβολο της υπέρτατης εξουσίας των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Από το 812 και έπειτα, υπάρχουν δύο Ρωμαίοι αυτοκράτορες, παρά το γεγονός ότι θεωρητικά υπάρχει ακόμα μόνο μια Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. «Με άλλα λόγια», λέει ο Bury, «το γεγονός του 812 αναζωογόνησε θεωρητικά την κατάσταση που επικρατούσε τον 5ο αιώνα. Ο Μιχαήλ Α' και ο Κάρολος, καθώς και ο Λέων Ε' και ο Λουδοβίκος ο Ευσεβής, ρύθμιζαν τις μεταξύ τους σχέσεις όπως ο Αρκάδιος με τον Ονώριο και ο Βαλεντινιανός Γ' με τον Θεοδόσιο Β'. Το Imperium Romanum απλωνόταν από τα σύνορα της Αρμενίας μέχρι τις ακτές του Ατλαντικού». Είναι ολοφάνερο ότι η ενότητα αυτή της αυτοκρατορίας υπήρξε θεωρητική. Και οι δυο αυτοκρατορίες είχαν διαφορετικό τρόπο ζωής, ενώ επιπλέον, η ιδέα της ενότητας είχε ξεχαστεί στη Δύση.
Ο αυτοκρατορικός τίτλος που εξασφάλισε για τη Δύση ο Κάρολος, δεν κράτησε για πολύ. Στη διάρκεια των ταραχών που ακολούθησαν την αποσύνθεση της βασιλείας του Καρόλου, ο τίτλος ξέπεσε σε τυχαίους ανθρώπους, για να εξαφανιστεί τελείως τα πρώτα 50 χρόνια του 10ου αιώνα. Παρουσιάστηκε και πάλι τον ίδιο αιώνα, αλλά τη φορά αυτή στη μορφή της «Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους».
Μόνο μετά το 800 μπορούμε να μιλάμε για μια ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, κάτι που κάνει ο Bury τιτλοφορώντας τον Γ' τόμο της Ιστορίας του της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο οποίος περιλαμβάνει γεγονότα από το 802 (έτος της πτώσης της Ειρήνης) μέχρι τις αρχές της δυναστείας των Μακεδόνων, «Ιστορία της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας». Ενώ οι δυο πρώτοι τόμοι του ίδιου έργου φέρουν τον τίτλο «Ιστορία της νεώτερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας».

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΙΣΑΥΡΩΝ
Οι ιστορικοί δίνουν πολύ αξία στις υπηρεσίες των πρώτων αυτοκρατόρων της δυναστείας των Ισαύρων και κυρίως στα έργα του Λέοντα Γ', πράγμα που είναι πολύ σωστό, επειδή ο Λέων, έχοντας ανεβεί στο θρόνο μετά από μια πολύ ταραχώδη περίοδο αναρχίας, αποδείχθηκε έξοχος στρατηγός, ικανός διοικητής και σοφός νομοθέτης που κατάλαβε τα προβλήματα της εποχής του. Η θρησκευτική πολιτική των εικονομάχων τοποθετείται τελείως ξεχωριστά από τις άλλες τους πράξεις. Στα περισσότερα ιστορικά έργα ο Λέων Γ' εξυμνείται πολύ. Οι Έλληνες, για παράδειγμα, τον αναγνωρίζουν «ως έναν από τους μεγαλύτερους αυτοκράτορες της ανατολικής αυτοκρατορίας και ως έναν από τους ευεργέτες της ανθρωπότητας» [6], ενώ οι Γερμανοί τον θεωρούν «ως έναν από τους μεγαλύτερους ανθρώπους που κατέλαβαν τον αυτοκρατορικό θρόνο», που κατάλαβε καλά την ανάγκη «μιας ριζοσπαστικής μεταρρύθμισης» (Schenk), «έναν άνθρωπο που προορίστηκε να ανασυγκροτήσει δια σιδήρου και αίματος την αυτοκρατορία, έναν άνθρωπο, τέλος, που αποτελεί μια μεγάλη στρατιωτική μεγαλοφυΐα» (Gelzer). Ο Άγγλος ιστορικός Bury, αναφερόμενος στα κατορθώματα του Λέοντα, τονίζει ότι συνeτέλεσαν στην αναγέννηση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ενώ ο Γάλλος ιστορικός Lombard χαρακτηρίζει τα έργα των Ισαύρων αυτοκρατόρων σαν «μια από τις πιο μεγάλες και πιο θαυμάσιες προσπάθειες που έγιναν ποτέ για την εξύψωση του ηθικού, υλικού και πνευματικού επιπέδου του λαού» και συγκρίνει τη σημασία του έργου τους με τα μέτρα που έλαβε ο Κάρολος ο Μεγάλος. Ο Charles Diehl αναφέρει ότι «από την διοίκηση των Ισαύρων αυτοκρατόρων ξεπήδησε μια νέα αρχή ζωής». Στα όσα, κάπως τυχαία, αναφέρουν οι Ρώσοι επιστήμονες, οι οποίοι, με εξαίρεση τους εκκλησιαστικούς ιστορικούς, δεν έχουν ακόμα επιχειρήσει μια συστηματική μελέτη της γενικής ιστορίας των Ισαύρων αυτοκρατόρων, δεν υπάρχει υπερβολική εξύμνησή τους. Οι τρεις τόμοι του Kulakovsky ασχολούνται με γεγονότα που φτάνουν μέχρι την εποχή των Εικονομάχων αυτοκρατόρων. Ο Α' τόμος των «Μαθημάτων Βυζαντινής Ιστορίας» του Shestakov, που περιλαμβάνει την περίοδο αυτή, δεν περιέχει καμιά εξύμνηση. Μια πολύ ενδιαφέρουσα και νέα εκτίμηση της αντιμοναστικής και αντιμοναστηριακής κίνησης υπάρχει στις «Σκιαγραφίες» του Uspensky. Ο Uspensky παρατηρεί ότι «ο Λέων ο Ίσαυρος είναι υπεύθυνος για τον μάλλον τραχύ τρόπο με τον οποίον το λεπτό ζήτημα της πίστης και της λατρείας του Θεού αφέθηκε από το κράτος στις στρατιωτικές και αστυνομικές αρχές. Ο αυτοκράτορας (και οι διάδοχοί του) προσέβαλαν τα αισθήματα του λαού, μεταβάλλοντας ένα τοπικό πρόβλημα σε πολιτικό γεγονός».
Αναγνωρίζοντας την ασυνήθιστη δραστηριότητα και τη διοικητική ικανότητα των δύο πρώτων Εικονομάχων αυτοκρατόρων και δεχόμενοι ότι αναμφίβολα ο Λέων Γ' έσωσε την αυτοκρατορία, πρέπει κανείς, με βάση το ιστορικό υλικό που υπάρχει, να αποφεύγει την υπερβολική εξύμνηση της δυναστείας των Ισαύρων, επειδή η πολιτική τους, άσχετα με την ειλικρίνεια των διαθέσεων, δημιούργησε μεγάλες εσωτερικές ανωμαλίες στη ζωή της αυτοκρατορίας, που υπέφερε πάνω από 100 χρόνια. Από την πρώτη ακόμα περίοδό της, τον 8ο αιώνα, η εικονοκλαστική κίνηση απομόνωσε την Ιταλία, δημιουργώντας κακές σχέσεις με τον Πάπα, ο οποίος αφόρισε τους εικονομάχους και στράφηκε προς τη Δύση ζητώντας βοήθεια και προστασία. Η στροφή του Πάπα και η φιλία του με τους Φράγκους δημιούργησε μια νέα και εξαιρετικά σημαντική περίοδο της μεσαιωνικής ιστορίας. Συγχρόνως έμπαινε βαθμιαία η βάση για το οριστικό σχίσμα των Εκκλησιών. Στη διάρκεια της δυναστείας των Ισαύρων, το Βυζάντιο έχασε τη μέση Ιταλία, μαζί με το Εξαρχάτο της Ραβέννας, το οποίο κατέκτησαν κατά τα μέσα του 8ου αιώνα, οι Λογγοβάρδοι για να μεταβιβαστεί αργότερα από τον Πιπίνο τον Βραχύ στον Πάπα.
Οπωσδήποτε δεν έχει ακόμα γραφεί πλήρης η ιστορία της δυναστείας των Ισαύρων και πολλά σπουδαία προβλήματα της περιόδου αυτής παραμένουν ακόμα άλυτα. Το ζήτημα, για παράδειγμα, της ελάττωσης του αριθμού των μοναχών και των μοναστηριών και της σχεδόν συχνής «κοσμικοποίησης» των ιδιοκτησιών τους δεν έχει ακόμα ερευνηθεί. Μια πιο προσεκτική μελέτη της κοινωνικής πλευράς της πολιτικής των Εικονομάχων παραμένει ακόμα σαν ένα από τα πιο σπουδαία προβλήματα της Βυζαντινής Ιστορίας. Προσεκτική έρευνα του ζητήματος αυτού μπορεί να φωτίσει και πάλι όλη την εικονοκλαστική εποχή και να ανακαλύψει σ’ αυτήν βαθύτερες έννοιες και ακόμα μεγαλύτερη και παγκόσμια ιστορική σημασία.

ΟΙ ΔΙΑΔΟΧΟΙ ΤΩΝ ΙΣΑΥΡΩΝ (802-867)
Η εποχή από τις αρχές του 9ου αιώνα μέχρι την άνοδο της Μακεδονικής δυναστείας, το 867, θεωρείται από τους ιστορικούς σαν μια μεταβατική περίοδος από την εποχή της αναβίωσης της αυτοκρατορίας (επί Ισαύρων) μέχρι την λαμπρή περίοδο των Μακεδόνων αυτοκρατόρων. Οι σύγχρονες όμως μελέτες δείχνουν ότι η περίοδος αυτή δεν είναι ένας απλός επίλογος, αλλά μάλλον κάτι περισσότερο από έναν πρόλογο. Φαίνεται μάλλον να έχει δική της ιδιαίτερη σημασία και αποτελεί μια νέα φάση του βυζαντινού πολιτισμού.
Η επανάσταση του 802 εκθρόνισε την Ειρήνη κι οδήγησε στο βυζαντινό θρόνο τον Νικηφόρο Α' (802-811), που σύμφωνα με ορισμένες ανατολικές πληροφοριακές πηγές, ήταν αραβικής καταγωγής. Ένας από τους προγόνους του πρέπει να είχε μεταναστεύσει στην Πισιδία, επαρχία της Μ. Ασίας, όπου αργότερα γεννήθηκε ο Νικηφόρος. Η φύση της επανάστασης του 802 ήταν κάτι το σπάνιο για τα χρονικά της Βυζαντινής Ιστορίας. Μια καταθλιπτική υποκίνηση πολιτικών εξεγέρσεων οργανώθηκε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία από τους στρατιωτικούς ηγέτες. Η περίπτωση του Νικηφόρου αποτελεί εξαίρεση στον γενικό αυτόν κανόνα, επειδή δεν είχε καμιά σχέση με τον στρατό, κατέχοντας μόνο την ανώτερη θέση του Υπουργείου των Οικονομικών. Ο Νικηφόρος σκοτώθηκε στη διάρκεια μιας μάχης με τους Βούλγαρους το 811 και ο θρόνος ήρθε σε λίγους μήνες στα χέρια του γιου του Σταυρακίου, που είχε επίσης τραυματιστεί σοβαρά στο βουλγαρικό πόλεμο. Ο Σταυράκιος πέθανε τον ίδιο χρόνο (811), αλλά ακόμα πριν πεθάνει είχε εκθρονιστεί για λογαριασμό του «κουροπαλάτη» [7] Μιχαήλ Α', μέλους της ελληνικής οικογένειας των Ραγκαβέ, που είχε παντρευτεί την αδελφή του ατυχούς Σταυρακίου και κόρη του Νικηφόρου Α', Προκοπιάν. Αλλά και ο Μιχαήλ Α' βασίλεψε για ένα μικρό χρονικό διάστημα (811-813), επειδή εκθρονίστηκε, κυρίως λόγω της αποτυχίας του στον πόλεμο κατά των Βουλγάρων, από τον στρατιωτικό Λέοντα, έναν Αρμένιο, που είναι γνωστός στην ιστορία ως Λέων Ε' ο Αρμένιος (813-820). Το 820 ο Λέων Ε' δολοφονήθηκε από φίλους του Μιχαήλ Β' του «τραυλού», ενώ έψαλλε την ημέρα των Χριστουγέννων στην εκκλησία των ανακτόρων, και ο θρόνος καταλήφθηκε από τον Μιχαήλ Β'. Ο Μιχαήλ προέρχεται από το Αμόριο της Φρυγίας και για τούτο η δυναστεία του (820-867), την οποία αποτελούν τρεις αυτοκράτορες, είναι γνωστή ως η εξ Αμορίου δυναστεία ή δυναστεία των Φρυγίων. Ο νέος αυτοκράτορας ήταν ένας τραχύς και αμαθής επαρχιώτης που πέρασε τα νεανικά του χρόνια στη Φρυγία «ανάμεσα σε αιρετικούς, Εβραίους και μισο-εξελληνισμένους Φρυγίους». Μια μεταγενέστερη μάλιστα πληροφοριακή πηγή, συριακής προέλευσης, ισχυρίζεται ότι ήταν Ιουδαίος εκ γενετής. Όταν πέθανε ο Μιχαήλ τον διαδέχθηκε ο γιος του Θεόφιλος (829-842), που παντρεύτηκε τη Θεοδώρα, η οποία αποκατέστησε την Ορθοδοξία. Τελευταίος στη δυναστεία αυτή έρχεται ο διεφθαρμένος και ανίκανος γιος της Μιχαήλ Γ' (842-867), που είναι γνωστός με το περιφρονητικό όνομα «Μέθυσος».
Κανείς βυζαντινός αυτοκράτορας δεν έχει τύχει τόσο κακής μεταχείρισης (από τη βυζαντινή παράδοση και από τη μεταγενέστερη φιλολογία) όσο ο Μιχαήλ Γ' ο Μέθυσος, αυτός ο Καλιγούλας του Βυζαντίου. Η απίστευτη ελαφρότητά του, η μέθη του, η τρομερή του ασέβεια και η βδελυρή του βωμολοχία έχουν πολλές φορές περιγραφεί. Ο Grégoire όμως έκανε μια έντονη προσπάθεια για να αποκαταστήσει την υπόληψη του Μιχαήλ. Τόνισε πολλά γεγονότα της εποχής του, κυρίως τον δραστήριο και πετυχημένο αγώνα του κατά των Αράβων της Ανατολής και δήλωσε ότι αυτός ο τελευταίος αυτοκράτορας της εξ Αμορίου δυναστείας κατείχε τις δυνατότητες μιας μεγαλοφυΐας και ότι πραγματικά εγκαινίασε τη θριαμβευτική φάση της Βυζαντινής Ιστορίας (843-1025).
Δεν μπορεί κανείς, όμως, να προχωρήσει τόσο όσο ο Grégoire χαρακτηρίζοντας τον Μιχαήλ σαν μεγαλοφυΐα, επειδή εφόσον δολοφονήθηκε ενώ ήταν ακόμα 28 ετών, δεν έζησε αρκετά για να δείξει την έκταση των δυνατοτήτων του. Αν και είχε μερικές πολύ δυσάρεστες ιδιότητες, είμαστε βέβαιοι ότι διέθετε δραστηριότητα και πρωτοβουλία και ακόμα κατόρθωνε να εκλέγει και να διατηρεί κοντά του ικανούς συμβούλους. Δίκαια ο Grégoire τονίζει τη βαθειά εντύπωση που άφησαν στη λαϊκή παράδοση και στα λαϊκά τραγούδια οι πετυχημένες στρατιωτικές ενέργειες του Μιχαήλ κατά των Αράβων της Ανατολής. Η νίκη του επί των Ρώσων στο Βορρά, το 860-861, άφησε επίσης βαθειά ίχνη.
Όσο ήταν ανήλικος ο Μιχαήλ, η μητέρα του Θεοδώρα ήταν ο επίσημος κυρίαρχος της αυτοκρατορίας, για 14 χρόνια, έχοντας εμπιστευθεί όλες τις υποθέσεις του κράτους στον ευνοούμενό της Θεόκτιστο. Ο Μιχαήλ, αφού ενηλικιώθηκε, διέταξε να θανατωθεί ο Θεόκτιστος, ανάγκασε τη μητέρα του να γίνει μοναχή και ανέλαβε τη διοίκηση της αυτοκρατορίας. Αυτή η δραστήρια μεταβολή υποκινήθηκε από τον Βάρδα, θείο του αυτοκράτορα και αδελφό της Θεοδώρας, που γρήγορα κατέλαβε τα ανώτατα αξιώματα του «κουροπαλάτη» και του Καίσαρα, αποκτώντας και μεγάλη επιρροή σε όλα τα κρατικά ζητήματα. Ένας πρεσβευτής από την Αραβία, τον οποίον δέχτηκε ο Μιχαήλ σε ακρόαση, άφησε μια πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα της τέλειας αδιαφορίας του αυτοκράτορα για τα κρατικά ζητήματα. Ο πρεσβευτής έγραφε τα εξής: «Δεν άκουσα ούτε μια λέξη από τα χείλη του αφότου πήγα μέχρι τη στιγμή που έφυγα. Ενώ μιλούσε ο μεταφραστής, ο αυτοκράτορας άκουγε εκδηλώνοντας τη συγκατάθεσή του ή τη διαφωνία του με κινήσεις του κεφαλιού. Ο θείος του ρύθμιζε όλες του τις υποθέσεις».
Ικανότατος από πολλές απόψεις, ο Βάρδας πολέμησε με επιτυχία τους εχθρούς της αυτοκρατορίας δείχνοντας συγχρόνως μια καλή κατανόηση για τα συμφέροντα της Εκκλησίας και αγωνίστηκε με τιμιότητα για την καλύτερη διαφώτιση και διαπαιδαγώγηση του λαού. Αλλά και αυτός σκοτώθηκε ύπουλα ύστερα από ραδιουργίες του Βασιλείου, του νέου ευνοούμενου της αυλής, του μελλοντικού δηλαδή ιδρυτή της δυναστείας των Μακεδόνων. Μετά το θάνατο του Βάρδα, ο Μιχαήλ υιοθέτησε τον Βασίλειο και τον έστεψε με το αυτοκρατορικό στέμμα. Η συν-βασιλεία κράτησε λίγο περισσότερο από ένα χρόνο, επειδή ο Βασίλειος υποπτευόμενος ότι ο Μιχαήλ συνωμοτούσε εναντίον του, έπεισε μερικούς φίλους του να σκοτώσουν τον ευεργέτη του, μετά από μια από τις γιορτές του παλατιού. Ο Βασίλειος, με τον τρόπο αυτόν, έγινε ο μόνος κυρίαρχος της αυτοκρατορίας και ο ιδρυτής της πιο φημισμένης δυναστείας της Βυζαντινής Ιστορίας.
Έτσι στη διάρκεια της περιόδου από το 802 μέχρι το 867 ο θρόνος καταλήφθηκε από δύο Άραβες ή Σημίτες, έναν Έλληνα, τον Μιχαήλ Α' που παντρεύτηκε την κόρη του Νικηφόρου Α', έναν Αρμένιο και τελικά από τρεις Φρυγίους ή κατά το ήμισυ Έλληνες. Για πρώτη φορά στη Βυζαντινή Ιστορία ο θρόνος του Βυζαντίου ήρθε στα χέρια της σημιτικής φυλής. Είναι φανερό ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής οι ανατολικοί παράγοντες έπαιξαν πολύ σπουδαίο ρόλο στη διοίκηση της αυτοκρατορίας.

Υποσημειώσεις
[1] «Σιμωνία» ονομάστηκε η εξαγορά της Θείας χάρης από τον Σίμωνα τον Μάγο, ο οποίος, όταν είδε τους αποστόλους να δίνουν Πνεύμα Άγιο με την επίθεση των χεριών, τους έφερε χρήματα για να αποκτήσει και αυτός τη δύναμη αυτή (Πράξεις 8:18-20).
[2] Το 732 νίκησε στο Πουατιέ τους Άραβες που εισέβαλαν από την Ισπανία και αναχαίτισε την πορεία τους. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Πιπίνος ο Βραχύς (741-768), που το 754 στέφθηκε από τον Πάπα Στέφανο Β' βασιλιάς των Φράγκων.
[3] Ο Αλκουίνος αναφέρεται εδώ στην εκθρόνιση και τύφλωση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ' από τη μητέρα του Ειρήνη.
[4] Το κράτος του περιλάμβανε όλη την κεντρική και δυτική Ευρώπη, δηλαδή τη σημερινή Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Αυστρία και Ιταλία με πρωτεύουσα το Ακυίσγρανον (το σημερινό Άαχεν).
[5] Συνελήφθηκε και τυφλώθηκε στην Πορφύρα, στο δωμάτιο των ανακτόρων όπου γεννιόντουσαν οι πορφυρογέννητοι.
[6] Παπαρρηγόπουλου «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» ΙΙΙ, 467.
[7] «Curator Palatii» σημαίνει φροντιστής του παλατιού. Ο «κουροπαλάτης» ήταν ανώτατος αξιωματούχος που ασκούσε τη μεγαλύτερη, μετά τον βασιλιά, εξουσία.

12/3/11

Τα θέματα επί Λέοντα Γ’ [23]

Η πλειοψηφία των ιστορικών τοποθετεί την αναδιοργάνωση και την τελειοποίηση του συστήματος των θεμάτων (με προέλευση από τον 7ο αιώνα) στον 8ο αιώνα, μερικές φορές μάλιστα στην εποχή του Λέοντα Γ'. Ο Finley γράφει ότι «μια νέα γεωγραφική διαίρεση σε θέματα έγινε από τον Λέοντα, που διήρκησε τόσο όσο και το Βυζάντιο». Ο Gelzer υπήρξε πιο κατηγορηματικός στο ζήτημα αυτό: «Ο Λέων», γράφει, «απομάκρυνε οριστικά τις πολιτικές αρχές, μεταφέροντας την πολιτική εξουσία των επαρχιών στα χέρια των στρατιωτικών». Ο Uspensky γράφει: «Μόνον την εποχή του Λέοντα του Ίσαυρου έγινε μια απότομη μεταβολή που ενίσχυσε τη δύναμη του ‘στρατηγού’ των θεμάτων, σε βάρος της πολιτικής διοίκησης της επαρχίας». Παρόλα αυτά όμως δεν υπάρχει καμιά πληροφορία σχετική με τη συμβολή του Λέοντα στην οργάνωση των επαρχιών.
Υπάρχει μόνον ένας πίνακας θεμάτων, που αναφέρεται στην οργάνωσή τους, που προέρχεται από τον Άραβα γεωγράφο, των 50 πρώτων χρόνων του 9ου αιώνα, Ibn - Khordadhbh. Συγκρίνοντας τα στοιχεία τους με τα δεδομένα σχετικά με τα θέματα του 7ου αιώνα, οι επιστήμονες καταλήγουν σε μερικά συμπεράσματα που αναφέρονται σε ορισμένες μεταβολές που έγιναν στον 8ο αιώνα, την εποχή δηλαδή της δυναστείας των Ισαύρων. Φαίνεται ότι στη Μ. Ασία, εκτός από τα τρία θέματα του 7ου αιώνα, δημιουργήθηκαν τον 8ο αιώνα, την εποχή του Λέοντα Γ', δύο νέα θέματα: 1) το θέμα των Θρακησίων στο δυτικό μέρος της Μ. Ασίας, που δημιουργήθηκε από τις δυτικές περιοχές του μεγάλου θέματος των Ανατολικών και πήρε το όνομα των στρατιωτικών φρουρών, που προέρχονταν από τη Θράκη και έμεναν εκεί, και 2) το θέμα των Βουκελλαρίων στα ανατολικά του μεγάλου θέματος του Οψικίου, που ονομάστηκε έτσι από τους Βουκελλάριους, δηλαδή μερικούς Ρωμαίους και ξένους στρατιώτες, τους οποίους μίσθωσε η αυτοκρατορία ή διάφορα άλλα άτομα. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος λέει ότι οι Βουκελλάριοι ακολουθούσαν τον στρατό ως προμηθευτές. Έτσι στις αρχές του 9ου αιώνα η Μ. Ασία είχε πέντε θέματα, τα οποία οι διάφορες πηγές της περιόδου αυτής, ονομάζουν «πέντε ανατολικά θέματα». Στην Ευρώπη υπήρχαν μόνον τέσσερις επαρχίες στα τέλη του 8ου αιώνα: η Θράκη, η Μακεδονία, η Ελλάδα και η Σικελία. Αλλά αν το ζήτημα του αριθμού των θεμάτων της Μ. Ασίας, στις αρχές του 9ου αιώνα, μπορεί να θεωρηθεί ότι έληξε, τα προβλήματα τα σχετικά με την πλήρη απομάκρυνση των πολιτικών αρχών και τη μεταβίβαση της εξουσίας τους στους στρατιωτικούς διοικητές, παραμένουν ακόμα αβέβαια. Ο αποφασιστικός ρόλος τον οποίον έπαιξε ο Λέων Γ' στην οργάνωση των θεμάτων, δεν μπορεί να αποδειχθεί, παραμένοντας μια απλή υπόθεση.
Η τελειοποίηση και η επέκταση του συστήματος των θεμάτων την εποχή των Ισαύρων ήταν στενά συνδεδεμένη με τους εξωτερικούς και εσωτερικούς κινδύνους που απειλούσαν την αυτοκρατορία. Ο σχηματισμός των νέων θεμάτων, με βάση τη διαίρεση των τεράστιων περιοχών των παλαιών θεμάτων, προήλθε από πολιτικούς λόγους. Από προσωπική του πείρα ο Λέων γνώριζε πολύ καλά πόσο επικίνδυνο ήταν να αφήσει μια τόσο μεγάλη περιοχή στα χέρια ενός παντοδύναμου στρατιωτικού διοικητή που θα μπορούσε να επαναστατήσει και να διεκδικήσει τον αυτοκρατορικό τίτλο. Έτσι, ενώ ο εξωτερικός κίνδυνος επέβαλλε την ενίσχυση της κεντρικής στρατιωτικής δύναμης, κυρίως στις περιοχές που απειλούνταν από τους εχθρούς της αυτοκρατορίας, τους Άραβες, τους Σλάβους και τους Βούλγαρους, ο εσωτερικός κίνδυνος των παντοδύναμων στρατιωτικών διοικητών έκανε αναγκαίο τον περιορισμό των εκτεταμένων περιοχών που ήταν κάτω από την εξουσία τους.
Θέλοντας να πολλαπλασιάσει και να ρυθμίσει το τόσο απαραίτητο για τις διάφορες επιχειρήσεις του εισόδημα της αυτοκρατορίας, ο Λέων Γ' αύξησε τον κεφαλικό φόρο στη Σικελία και την Καλαβρία κατά το 1/3 του κανονικού ποσού και, θέλοντας να αποδώσει αποτελεσματικά το μέτρο του αυτό, διέταξε τη διατήρηση πινάκων των γεννήσεων όλων των αγοριών. Ο χρονογράφος που εχθρεύεται τους Εικονοκλάστες παρομοιάζει την εντολή αυτή με τη συμπεριφορά του Αιγύπτιου Φαραώ προς τους Ιουδαίους. Στα τέλη της βασιλείας του ο Λέων Γ' επέβαλε σε όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας του ένα φόρο για την επισκευή των τειχών της Κωνσταντινούπολης, που είχαν καταστραφεί από τους συχνούς και φοβερούς σεισμούς. Το ότι το έργο αυτό συμπληρώθηκε την εποχή του, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι πολλές επιγραφές στους πύργους των εσωτερικών τειχών της Κωνσταντινούπολης φέρουν τα ονόματα του Λέοντα και του γιου του και συν-αυτοκράτορα Κωνσταντίνου.

Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ
Η ιστορία της εικονοκλαστικής κίνησης διαιρείται σε δύο περιόδους. Η πρώτη κράτησε από το 726 μέχρι το 780 για να τελειώσει επίσημα με την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο, ενώ η δεύτερη κράτησε από το 813 μέχρι το 843, οπότε έκλεισε με την «αποκατάσταση της Ορθοδοξίας».
Η μελέτη της εποχής της Εικονομαχίας παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες λόγω της κατάστασης των σχετικών πηγών. Όλα τα αυτοκρατορικά διατάγματα, τα έργα των Εικονομάχων, τα πρακτικά των σχετικών Συνόδων των ετών 753-754 και 815, οι θεολογικές πραγματείες των Εικονομάχων κλπ., καταστράφηκαν από τους θριαμβευτές Εικονολάτρες. Μερικά υπολείμματα της φιλολογίας των Εικονομάχων σώζονται, μόνον ως αποσπάσματα στα έργα των Εικονολατρών, όπου αναφέρονται με σκοπό την ανασκευή τους. Έτσι το διάταγμα της Εικονοκλαστικής Συνόδου του 753-754 διασώθηκε στα πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, αν και είναι πιθανόν η μορφή του αυτή να μην ανταποκρίνεται τελείως στο πρωτότυπο. Το διάταγμα της Συνόδου του 815 βρέθηκε σε μια από τις διατριβές του Πατριάρχη Νικηφόρου, ενώ αρκετά αποσπάσματα της φιλολογίας των Εικονομάχων βρίσκονται στις πολεμικές και θεολογικές διατριβές των Εικονολατρών. Στην περίπτωση αυτή, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι τρεις εξαιρετικές διατριβές του περίφημου θεολόγου και υμνογράφου Ιωάννη Δαμασκηνού, που έζησε στη διάρκεια της βασιλείας των δύο πρώτων εικονομάχων αυτοκρατόρων. Θέλοντας να διασώσουν τις ιδέες τους, οι Εικονομάχοι μερικές φορές κατέφευγαν στη συγγραφή νόθων έργων.
Οι σχετικές με την Εικονομαχία πηγές, που έχουν διασωθεί, είναι συνεπώς βασισμένες στην προκατάληψη και γι’ αυτό αργότερα οι επιστήμονες διαφέρουν πολύ στους υπολογισμούς τους σχετικά με την περίοδο της Εικονομαχίας.
Οι ιστορικοί έχουν στρέψει την προσοχή τους πρώτα από όλα στο ζήτημα των αιτιών που προκάλεσαν την κίνηση εναντίον των εικόνων, που κράτησε, με μερικές διακοπές, πάνω από 100 χρόνια, με πολύ σοβαρές συνέπειες για την αυτοκρατορία. Μερικοί μελετητές της περιόδου αυτής διαπιστώνουν στην τακτική των εικονομάχων αυτοκρατόρων θρησκευτικές αιτίες, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι οι αιτίες αυτές ήταν κυρίως πολιτικές. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Λέων Γ' αποφάσισε να καταστρέψει τις εικόνες, ελπίζοντας ότι το μέτρο αυτό θα απομάκρυνε ένα από τα βασικά εμπόδια για μια πιο στενή επαφή των Χριστιανών με τους Ιουδαίους και τους Μωαμεθανούς, που δεν παραδέχονταν τις εικόνες. Του αποδίδεται επίσης ότι πίστευε πως μια πιο στενή θρησκευτική συγγένεια με αυτές τις δύο θρησκείες θα διευκόλυνε την υποδούλωση τους στην αυτοκρατορία.
Μια πολύ σοβαρή μελέτη της Εικονοκλαστικής περιόδου έχει γίνει από τον ιστορικό Παπαρρηγόπουλο. Σύμφωνα με τη γνώμη του, δεν είναι σωστή η χρησιμοποίηση του όρου «Εικονοκλαστική» για την περίοδο αυτή, επειδή δεν την χαρακτηρίζει πλήρως. Πιστεύει ότι παράλληλα με τις θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις που καταδίκαζαν τις εικόνες, απαγόρευαν την ύπαρξη λειψάνων και ελάττωσαν τον αριθμό των μοναστηριών, αφήνοντας όμως τα βασικά δόγματα της χριστιανικής πίστης άθικτα, υπήρχε και μια κοινωνική και πολιτική μεταρρύθμιση. Σκοπός των εικονομάχων αυτοκρατόρων ήταν να πάρουν τη δημόσια εκπαίδευση από τα χέρια των κληρικών. Οι άνθρωποι αυτοί έδρασαν όχι με βάση προσωπικές ή δυναστικές επιθυμίες, αλλά με βάση πολλές και ώριμες σκέψεις, με πλήρη κατανόηση των αναγκών της κοινωνίας και των επιταγών της κοινής γνώμης. Είχαν επίσης την υποστήριξη των πιο διαφωτισμένων παραγόντων της κοινωνίας, της πλειοψηφίας του ανώτερου κλήρου και του στρατού. Η τελική αποτυχία των μεταρρυθμίσεων των Εικονομάχων πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι υπήρχαν ακόμα πολλοί άνθρωποι που ήταν προσκολλημένοι στην παλαιά πίστη και συνεπώς τελείως αντίθετοι στις νέες μεταρρυθμίσεις. Η ομάδα αυτή αποτελείτο κυρίως από το λαό, τις γυναίκες και τον τεράστιο αριθμό των μοναχών. Ο Λέων Γ' ήταν σχεδόν ανίκανος να διαπαιδαγωγήσει το λαό με βάση το νέο πνεύμα. Αυτές με λίγα λόγια είναι οι σχετικές με την εποχή απόψεις του Παπαρρηγόπουλου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπερβάλλει τα πράγματα όταν θεωρεί τις μεταρρυθμιστικές ενέργειες των αυτοκρατόρων του 8ου αιώνα σαν μια αξιοσημείωτη προσπάθεια κοινωνικής, πολιτικής και θρησκευτικής επανάστασης. Παρόλα αυτά όμως υπήρξε ο πρώτος επιστήμονας που τόνισε το πολύπλοκο και τη σημασία της Εικονοκλαστικής περιόδου, προτρέποντας έτσι και άλλους να της δώσουν μεγαλύτερη προσοχή.
Υπήρξαν μερικοί που πίστευαν ότι η πολιτική των εικονομάχων αυτοκρατόρων είχε τόσο θρησκευτικά όσο και πολιτικά ελατήρια, τονίζοντας περισσότερο τα τελευταία. Αυτοί πίστευαν ότι ο Λέων Γ', θέλοντας να είναι ο μόνος απόλυτος κύριος όλων των εκφάνσεων της ζωής, έλπιζε ότι με την απαγόρευση των εικόνων θα απάλλασσε το λαό από τη δυνατή επιρροή της Εκκλησίας, η οποία χρησιμοποιούσε τη λατρεία των εικόνων σαν ένα από τα ισχυρότερα όργανά της για την εξασφάλιση της αφοσίωσης των λαϊκών. Τελική επιδίωξη του Λέοντα ήταν να αποκτήσει απεριόριστη δύναμη σ’ ένα θρησκευτικά ενωμένο λαό. Η θρησκευτική ζωή της αυτοκρατορίας έπρεπε να ρυθμίζεται από την εικονοκλαστική πολιτική των αυτοκρατόρων, που απέβλεπε στο να τους βοηθήσει στην πραγματοποίηση των πολιτικών τους επιδιώξεων.
Τώρα τελευταία μερικοί επιστήμονες άρχισαν να αντιμετωπίζουν την Εικονομαχία σαν μια καθαρά θρησκευτική μεταρρύθμιση που είχε ως σκοπό να σταματήσει «την πρόοδο της αναζωπύρωσης της ειδωλολατρίας» στη μορφή της υπερβολικής λατρείας των εικόνων και «να αποκαταστήσει τον Χριστιανισμό στην παλαιά του αγνότητα». Ο Lombard πιστεύει ότι αυτή η θρησκευτική μεταρρύθμιση αναπτύχθηκε παράλληλα με τις πολιτικές μεταβολές διατηρώντας όμως τη δική της, ξεχωριστή ιστορία.
Ο Γάλλος βυζαντινολόγος Bréhier υπογραμμίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι η Εικονομαχία προβάλλει δυο διαφορετικά ζητήματα: 1) Το θέμα της Εικονολατρίας που συνήθως εξετάζεται ξεχωριστά, και 2) το πρόβλημα της νομιμότητας της θρησκευτικής τέχνης, δηλαδή το κατά πόσο επιτρεπόταν ή όχι η προσφυγή στην τέχνη ως ένα μέσον απεικόνισης του υπερφυσικού κόσμου και αντιπροσώπευσης των αγίων, της Παρθένου Μαρίας και του Ιησού Χριστού. Με άλλα λόγια ο Bréhier θέτει το ζήτημα της επίδρασης της Εικονομαχίας στη βυζαντινή τέχνη.
Τελικά ο Uspensky ρίχνει το βάρος στην πολιτική του κράτους ενάντια στην ανάπτυξη της ιδιοκτησίας των μοναστηριών. «Τα διοικητικά μέτρα του Λέοντα», γράφει, «στράφηκαν βασικά και απαραίτητα από την αρχή κατά των μοναστηριών, τα οποία κατά τον 8ο αιώνα κατέλαβαν μια πολύ αφύσικη θέση στην αυτοκρατορία. Στην πραγματικότητα η πολιτική του Λέοντα Γ' δεν στηρίχθηκε σε θρησκευτικές αιτίες. Οι ομάδες όμως των μοναχών, που υπεράσπιζαν τον φεουδαλισμό τους, βρήκαν ότι ήταν χρήσιμο γι’ αυτούς να μεταθέσουν τη διαμάχη σε θεολογικό έδαφος για να μπορέσουν να αποδείξουν ότι η δράση των αυτοκρατόρων είχε σαν βάση την αθεΐα και την αίρεση και να διαβάλλουν έτσι την κίνηση, υποσκάπτοντας την εμπιστοσύνη που είχε ο λαός στον αυτοκράτορά του. Με τον τρόπο αυτόν, ο πραγματικός χαρακτήρας της κίνησης αυτής έχει παραμορφωθεί με πολύ ικανότητα και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για την αποκατάστασή της».
Έχοντας υπόψη τις διάφορες αυτές απόψεις, γίνεται φανερό ότι η κίνηση των Εικονομάχων υπήρξε ένα εξαιρετικά πολύπλοκο φαινόμενο, που δυστυχώς, λόγω της κατάστασης των σχετικών πηγών, δεν μπορεί ακόμα να διαφωτιστεί.
Κατ’ αρχήν όλοι οι εικονομάχοι αυτοκράτορες προέρχονταν από την Ανατολή: ο Λέων Γ' και η δυναστεία του ήταν Ίσαυροι ή Σύριοι και οι Εικονομάχοι του 9ου αιώνα κατάγονταν ο μεν Λέων Ε' από την Αρμενία, ο δε Μιχαήλ Β' και ο γιος του Θεόφιλος από τη Φρυγία. Αυτοί που αποκατέστησαν την Εικονολατρία ήταν γυναίκες: η Ειρήνη, ελληνικής καταγωγής και η Θεοδώρα, από την Παφλαγονία της Μ. Ασίας. Ο τόπος προέλευσης των εικονομάχων αυτοκρατόρων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν τυχαίος. Το γεγονός της γέννησής τους στην Ανατολή μπορεί να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση τόσο της συμμετοχής τους στην κίνηση όσο και της σημασίας της.
Η αντίθεση του 8ου και 9ου αιώνα στην Εικονολατρία δεν υπήρξε τελείως νέα και απροσδόκητη κίνηση. Είχε ήδη περάσει από μια μεγάλη περίοδο εξέλιξης. Η χριστιανική τέχνη, αντιπροσωπεύοντας τη μορφή των ανθρώπων στα μωσαϊκά, τις τοιχογραφίες, τη γλυπτική και τη χαρακτική, είχε για αρκετό διάστημα ενοχλήσει πολλούς βαθιά θρησκευόμενους ανθρώπους, χάρη στην ομοιότητά της με τον τρόπο λατρείας των ειδωλολατρών. Από τις αρχές ακόμα του 4ου αιώνα η Σύνοδος της Ελβίρας (Ισπανία) είχε ορίσει ότι «δεν πρέπει να υπάρχουν εικόνες (picturas) στην Εκκλησία και ότι οι τοίχοι δεν πρέπει να φέρουν τα πρόσωπα εκείνων που σεβόμαστε και λατρεύουμε (ne quod culitur et adoratur in parietibus depingatur)».
Τον 4ο αιώνα, όταν ο Χριστιανισμός απέκτησε νομική υπόσταση κι αργότερα έγινε θρησκεία του κράτους, οι εκκλησίες εξωραΐζονταν με εικόνες. Κατά τον 4ο και 5ο αιώνα η Εικονολατρία άρχισε να αναπτύσσεται στη χριστιανική εκκλησία. Σχετικά με το ζήτημα αυτό επικρατούσε μια ακαθόριστη κατάσταση. Ο εκκλησιαστικός ιστορικός του 4ου αιώνα, Ευσέβιος Καισαρείας, αναφερόμενος στη λατρεία των εικόνων του Χριστού και των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, την χαρακτηρίζει ως συνήθεια των ειδωλολατρών. Τον 4ο αιώνα επίσης ο Επιφάνειος Κύπρου αναφέρει σ’ ένα γράμμα ότι είχε κομματιάσει ένα παραπέτασμα της εκκλησίας (velum), που είχε πάνω του την εικόνα του Χριστού ή κάποιου αγίου, επειδή «μόλυνε την εκκλησία». Τον 5ο αιώνα ένας Σύριος Επίσκοπος, πριν χειροτονηθεί, καταδίκασε τις εικόνες. Τον 6ο αιώνα ξέσπασε στην Αντιόχεια μια σοβαρή ταραχή εναντίον της λατρείας των εικόνων και στην Έδεσσα οι στασιαστές στρατιώτες πέταξαν πέτρες κατά της εικόνας του Χριστού. Τον 7ο αιώνα επίσης, υπάρχουν παραδείγματα επιθέσεων κατά των εικόνων και καταστροφή μερικών από αυτές. Στη Δυτική Ευρώπη ο Επίσκοπος της Μασσαλίας, στα τέλη του 6ου αιώνα, έδωσε εντολή να απομακρυνθούν οι εικόνες από όλες τις εκκλησίες και να καταστραφούν. Ο Πάπας Γρηγόριος Α' ο Μεγάλος, έγραψε στον Επίσκοπο εξυμνώντας το ζήλο που έδειξε για την υποστήριξη της αρχής ότι κανένα ανθρώπινο δημιούργημα δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο λατρείας (nequid manufactum adorari posset), αλλά συγχρόνως τον επέπληττε για την καταστροφή των εικόνων, επειδή με τον τρόπο αυτόν απομάκρυνε κάθε ευκαιρία ιστορικής μόρφωσης του λαού που δεν γνώριζε γράμματα και που «μπορούσε, το λιγότερο, να διαβάσει κοιτώντας στους τοίχους, εκείνο που δεν ήταν δυνατόν να διαβάσει στα βιβλία». Σ’ ένα άλλο γράμμα, απευθυνόμενο στον ίδιο Επίσκοπο, ο Πάπας γράφει τα εξής: «Για το ό,τι απαγόρευσες τη λατρεία τους, σε επαινούμε όλοι μας, αλλά σε κατηγορούμε γιατί τις έσπασες... Να λατρεύει κανείς μια εικόνα είναι άλλο πράγμα (picturam adorare) και να διδάσκεται κανείς, μέσω της ιστορίας της εικόνας, τι πρέπει να λατρεύει, είναι άλλο». Κατά τη γνώμη του Μ. Γρηγορίου και άλλων πολλών, οι εικόνες χρησίμευαν τότε σαν μορφωτικά μέσα για το λαό.
Οι εικονοκλαστικές τάσεις των ανατολικών επαρχιών επηρεάστηκαν κατά κάποιον τρόπο από τους Ιουδαίους, των οποίων η πίστη απαγόρευε τη λατρεία των εικόνων και που μερικές φορές επιτίθονταν βίαια εναντίον κάθε μορφής λατρείας αυτού του είδους. Παρόμοια επίδραση άρχισαν να ασκούν, από τα 50 τελευταία χρόνια του 7ου αιώνα, οι Μουσουλμάνοι, οι οποίοι κάτω από την καθοδήγηση του Κορανίου που λέει ότι «οι εικόνες είναι μια σατανική βδελυγμία» (V. 92), θεωρούσαν την εικονολατρία σαν ένα είδος ειδωλολατρίας. Συχνά μάλιστα αναφέρεται από τους ιστορικούς ότι ο Άραβας Χαλίφης Ίζιντ (Yazid ΙΙ) εξέδωσε στο κράτος του ένα διάταγμα, τρία χρόνια πριν από το διάταγμα του Λέοντα, με το οποίο διέταζε να καταστραφούν οι εικόνες των εκκλησιών των Χριστιανών υπηκόων του. Η αυθεντικότητα αυτής της ιστορίας, αν και δεν υπάρχουν πολλοί λόγοι που να δικαιολογούν αμφιβολίες, είναι μερικές φορές συζητήσιμη. Οπωσδήποτε η επιρροή των Μουσουλμάνων στις Ανατολικές επαρχίες θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για κάθε μελέτη της κίνησης των Εικονομάχων. Ένας χρονογράφος, όταν αναφέρεται στον αυτοκράτορα Λέοντα, χρησιμοποιεί τη λέξη «σαρακηνόφρων», αν και δεν υπάρχει στην πραγματικότητα σοβαρή βάση για να στηρίξουμε την άποψη ότι ο Λέων επηρεάστηκε απευθείας από το Ισλάμ. Τελικά, μια από τις πιο γνωστές μεσαιωνικές αιρέσεις στην Ανατολή, οι Παυλικιανοί, που ζούσαν στο ανατολικό-κεντρικό τμήμα της Μ. Ασίας, ήταν επίσης πολύ αντίθετοι στη λατρεία των εικόνων. Ένας από τους Ρώσους εκκλησιαστικούς ιστορικούς, ο Lebedev, γράφει ότι «μπορεί θετικά να βεβαιωθεί ότι ο αριθμός των Εικονομάχων, πριν από την Εικονοκλαστική περίοδο (8ος αιώνας) ήταν μεγάλος και ότι αποτελούσαν μια δύναμη, την οποία η ίδια η Εκκλησία είχε αρκετούς λόγους να φοβάται». Ένα από τα βασικά κέντρα της κίνησης των Εικονομάχων υπήρξε η Φρυγία, μια από τις κεντρικές επαρχίες της Μ. Ασίας.
Στο μεταξύ η Εικονολατρία είχε διαδοθεί και αναπτυχθεί πολύ. Εικόνες του Χριστού, της Παρθένου Μαρίας και διαφόρων αγίων, καθώς και σκηνές από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη χρησιμοποιούνταν άφθονα για τη διακόσμηση των χριστιανικών εκκλησιών. Οι εικόνες που τοποθετούνταν στις διάφορες εκκλησίες της περιόδου αυτής ήταν μωσαϊκά, τοιχογραφίες ή έργα χαρακτικής σε ελεφαντόδοντο, ξύλο ή χαλκό, δηλαδή δεν υπήρχαν μόνον εικόνες αλλά και αγάλματα, ενώ πολλές μικρές εικόνες αναπαράγονταν σε «μινιατούρες». Υπήρχε κυρίως μεγάλος σεβασμός για εικόνες που ήταν γνωστές ως «αχειροποίητες», οι οποίες, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις των πιστών, ήταν θαυματουργικές. Οι εικόνες μπήκαν στην οικογενειακή ζωή, ενώ κεντημένες εικόνες των αγίων στόλιζαν τα επίσημα ρούχα της αριστοκρατίας του Βυζαντίου. Η τήβεννος ενός συγκλητικού είχε κεντημένες εικόνες που έδειχναν την ιστορία όλης της ζωής του Ιησού Χριστού.
Οι Εικονολάτρες μερικές φορές δεν λάτρευαν το πρόσωπο ή την ιδέα που παρουσίαζε η εικόνα, αλλά την ίδια την εικόνα ή την ύλη από την οποία είχε γίνει. Το γεγονός αυτό σκανδάλιζε πολλούς πιστούς, στους οποίους η λατρεία αυτή των άψυχων αντικειμένων φαινόταν πολύ συγγενική με τη λατρεία των ειδωλολατρών.
«Στην πρωτεύουσα», λέει ο Kondakov, «παρουσιάστηκε, συγχρόνως, μια σημαντική αύξηση του αριθμού των μοναστηριών και των μοναστικών κοινοτήτων που πολλαπλασιάζονταν με μεγάλη ταχύτητα, φτάνοντας σε απίστευτες αναλογίες καθώς πλησίαζε ο 8ος αιώνας». Κατά τη γνώμη του Andreev, ο αριθμός των μοναχών του Βυζαντίου στην περίοδο των Εικονομάχων μπορεί να υπολογιστεί, χωρίς υπερβολή, στους 100.000. «Αν λάβουμε υπόψη», γράφει, «ότι στη Ρωσία σήμερα (το 1907), η οποία έχει πληθυσμό 120.000.000 κατοίκους, σκορπισμένους σε μια τεράστια έκταση, υπάρχουν μόνον 40.000 περίπου μοναχοί και μοναχές, είναι εύκολο να φανταστούμε πόσο πυκνό πρέπει να ήταν το δίχτυ των μοναστηριών που κάλυπτε τη σχετικά μικρή έκταση του Βυζαντινού κράτους».
Και ενώ η λατρεία των απλών και θαυματουργικών εικόνων και των λειψάνων έφεραν σε δύσκολη θέση εκείνους που είχαν μεγαλώσει κάτω από την επιρροή της περιόδου αυτής, η εκτεταμένη εξέλιξη του μοναχισμού και η γρήγορη ανάπτυξη των μοναστηριών συγκρουόταν με τα «κοσμικά» ενδιαφέροντα του Βυζαντινού κράτους. Επειδή ένας μεγάλος αριθμός υγιών νέων δέχονταν την πνευματική ζωή, η αυτοκρατορία έχανε απαραίτητες δυνάμεις για το στρατό, τη γεωργία και την βιομηχανία. Ο Μονοφυσιτισμός και τα μοναστήρια χρησίμευαν συνήθως σαν ένα καταφύγιο για όσους επιθυμούσαν να ξεφύγουν από τα καθήκοντά τους απέναντι στο κράτος και συνεπώς πολλοί καλόγηροι δεν ήταν άνθρωποι που αποσύρθηκαν από τον κόσμο με βάση την ειλικρινή επιθυμία να ακολουθήσουν ανώτερα ιδανικά. Δυο πλευρές πρέπει να ξεχωρίσουμε στην εκκλησιαστική ζωή του 8ου αιώνα: τη θρησκευτική και την κοσμική.
Οι εικονομάχοι αυτοκράτορες, γεννημένοι στην Ανατολή, είχαν όλοι γνώση των θρησκευτικών απόψεων που επικρατούσαν στις ανατολικές επαρχίες, μεγάλωσαν με αυτές τις απόψεις και συνδέθηκαν στενά μαζί τους. Όταν ανέβηκαν στο θρόνο, μετέφεραν τις απόψεις τους στην πρωτεύουσα και τις έκαναν βάση της εκκλησιαστικής τους πολιτικής. Οι αυτοκράτορες αυτοί δεν ήταν ούτε άπιστοι ούτε ορθολογιστές, όπως πιστεύεται. Αντίθετα, υπήρξαν άνθρωποι ειλικρινείς και εκ πεποιθήσεως πιστοί που επιθυμούσαν να ξεκαθαρίσουν τη θρησκεία από τα σφάλματα εκείνα που την χαρακτήριζαν και που την απομάκρυναν από τον πραγματικό της δρόμο. Από την άλλη μεριά, η Εικονολατρία και η λατρεία των λειψάνων ήταν υπολείμματα της ειδωλολατρίας, η οποία έπρεπε με κάθε τρόπο να εξοντωθεί για να αποκατασταθεί ο Χριστιανισμός στην παλιά, αγνή του μορφή.
«Βασιλεύς και ιερεύς ειμί», έγραφε ο Λέων Γ' στον Πάπα Γρηγόριο Β'. Ξεκινώντας από αυτή την αρχή, ο Λέων Γ', θεώρησε σαν νόμιμο δικαίωμά του να κάνει τις θρησκευτικές του απόψεις υποχρεωτικές για τους υπηκόους του. Η συμπεριφορά του αυτή δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν νεωτερισμός, επειδή ήταν καρπός του Καισαροπαπισμού των βυζαντινών αυτοκρατόρων, που επικρατούσε κυρίως την εποχή του Μ. Ιουστινιανού, ο οποίος επίσης θεωρούσε τον εαυτό του ως τη μόνη εξουσία τόσο για τις πνευματικές όσο και για τις πρόσκαιρες υποθέσεις. Ο Λέων υπήρξε επίσης ένας εκ πεποιθήσεως εκπρόσωπος της ιδέας του Καισαροπαπισμού.
Τα πρώτα 9 χρόνια της βασιλείας του Λέοντα, αφιερωμένα στην απόκρουση των εξωτερικών εχθρών και στην εξασφάλιση του θρόνου, δεν χαρακτηρίζονται από κανένα μέτρο σχετικό με τις εικόνες. Η όλη εκκλησιαστική δράση του αυτοκράτορα την περίοδο αυτή εκδηλώθηκε με την εντολή που έδωσε να βαπτιστούν οι Ιουδαίοι και η ανατολική αίρεση των Μοντανιστών.
Μόνο τον 10ο χρόνο της βασιλείας του (το 726), σύμφωνα με τη γνώμη του χρονογράφου Θεοφάνη, ο αυτοκράτορας «άρχισε να μιλάει για την καταστροφή των αγίων και τιμημένων εικόνων». Οι περισσότεροι από τους σύγχρονους επιστήμονες πιστεύουν ότι το πρώτο διάταγμα κατά των εικόνων δημοσιεύτηκε το 726 ή το 725. Δυστυχώς όμως το κείμενο αυτού του διατάγματος είναι άγνωστο. Αμέσως μετά τη δημοσίευσή του ο Λέων διέταξε την καταστροφή του αγάλματος του Χριστού, που ήταν πάνω από μια από τις πόρτες της μεγαλόπρεπης εισόδου του αυτοκρατορικού ανακτόρου. Η καταστροφή αυτή προκάλεσε μια στάση όπου συμμετείχαν πιο πολύ οι γυναίκες. Ο εξουσιοδοτημένος από τον αυτοκράτορα υπάλληλος για την καταστροφή του αγάλματος σκοτώθηκε, αλλά το φόνο του ακολούθησε η από τη μεριά του Λέοντα σκληρή τιμωρία των υπερασπιστών του αγάλματος. Τα θύματα αυτά υπήρξαν οι πρώτοι μάρτυρες της λατρείας των εικόνων.
Η εχθρική στάση του Λέοντα εναντίον των Εικονολατρών δημιούργησε μια πολύ εχθρική αντίδραση. Ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Γερμανός και ο Πάπας της Ρώμης Γρηγόριος Β' αντιστάθηκαν σταθερά στην τακτική του αυτοκράτορα, ενώ στην Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους ξέσπασε επανάσταση που απέβλεπε στην υπεράσπιση των εικόνων. Αν και η επανάσταση αυτή κατεστάλη γρήγορα από τον στρατό του Λέοντα, η έντονη αντίδραση του λαού έκανε αδύνατη την περαιτέρω καθιέρωση αποτελεσματικών μέτρων.
Τελικά, το 730, ο αυτοκράτορας κάλεσε ένα είδος Συνόδου, όπου εκδόθηκε ένα άλλο διάταγμα κατά των εικόνων. Πολύ πιθανόν η Σύνοδος αυτή δεν δημιούργησε νέο διάταγμα, αλλά επανέφερε απλά το διάταγμα του 725 ή 726. Ο Γερμανός, ο οποίος αρνήθηκε να υπογράψει το διάταγμα αυτό, εκθρονίσθηκε και υποχρεώθηκε να αποσυρθεί στο κτήμα του, όπου και έμεινε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του. Τον πατριαρχικό θρόνο κατέλαβε ο Αναστάσιος, ο οποίος το υπέγραψε πρόθυμα. Έτσι, το διάταγμα εναντίον των εικόνων δεν εκδόθηκε πλέον μόνον εκ μέρους του αυτοκράτορα, αλλά και εξ ονόματος της Εκκλησίας, επειδή έφερε την υπογραφή του Πατριάρχη. Το γεγονός αυτό υπήρξε πολύ χρήσιμο για τον Λέοντα.
Σχετικά με την περίοδο που ακολούθησε το διάταγμα αυτό, τα τελευταία 11 χρόνια δηλαδή της βασιλείας του Λέοντα, οι πηγές δεν αναφέρουν τίποτε για το διωγμό των εικόνων. Σχεδόν δεν υπάρχουν παραδείγματα κακής μεταχείρισής τους. Οπωσδήποτε όμως ούτε καν μπορεί να συζητηθεί η ύπαρξη συστηματικού διωγμού των εικόνων, στη διάρκεια της βασιλείας του Λέοντα Γ'. Κυρίως παρουσιάστηκαν λίγα μόνο μεμονωμένα παραδείγματα επίσημης καταστροφής εικόνων. Κατά τη γνώμη του ιστορικού Andreev «την εποχή του Λέοντα Γ' έγινε μια προετοιμασία, μάλλον, του διωγμού των εικόνων κι εκείνων που τις λάτρευαν, παρά πραγματικός διωγμός».
Η άποψη ότι η εικονοκλαστική κίνηση του 8ου αιώνα δεν άρχισε με την καταστροφή των εικόνων, αλλά με την ανάρτησή τους ψηλότερα, με σκοπό την απομάκρυνσή τους από τους πιστούς, πρέπει να μη ληφθεί υπόψη, επειδή οι πιο πολλές εικόνες των εκκλησιών του Βυζαντίου ήταν σε τοιχογραφίες ή μωσαϊκά και δεν ήταν δυνατόν να μετακινηθούν ή να μεταφερθούν από τους τοίχους της εκκλησίας.
Η εναντίον των εικόνων πολιτική του Λέοντα παρουσιάζεται κατά κάποιο τρόπο στις τρεις περίφημες (κατά των Εικονομάχων) πραγματείες του Ιωάννη Δαμασκηνού, ο οποίος έζησε στο Αραβικό Χαλιφάτο, την εποχή του Λέοντα. Δύο από αυτές τις πραγματείες γράφηκαν πολύ πιθανόν την εποχή του Λέοντα. Το πότε γράφηκε η τρίτη δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια.
Ο Πάπας Γρηγόριος Β', ο οποίος ήταν αντίθετος στην εικονοκλαστική τακτική του Λέοντα, αντικαταστάθηκε από τον Πάπα Γρηγόριο Γ', ο οποίος συγκάλεσε μια Σύνοδο στη Ρώμη που αναθεμάτισε τους Εικονομάχους. Ύστερα από αυτό η μέση Ιταλία αποσπάστηκε από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και τέθηκε κάτω από τον πλήρη έλεγχο του Πάπα και των συμφερόντων της Δυτικής Ευρώπης. Η Νότια Ιταλία παρέμενε ακόμα κάτω από την εξουσία του Βυζαντίου.
Τελείως διαφορετικά ήταν τα πράγματα στη διάρκεια της βασιλείας του διαδόχου του Λέοντα Γ', Κωνσταντίνου Ε' του Κοπρώνυμου (741-775). Διαπαιδαγωγημένος από τον πατέρα του, ο Κωνσταντίνος ακολούθησε μια πολύ καθορισμένη εικονοκλαστική πολιτική και στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του άρχισε ένα διωγμό των μοναστηριών και των μοναχών. Κανείς άλλος εικονομάχος αυτοκράτορας δεν συκοφαντήθηκε τόσο πολύ από τους Εικονολάτρες συγγραφείς, οι οποίοι χαρακτήριζαν τον Κωνσταντίνο «πολυκέφαλο δράκο», «σκληρό διώκτη της μοναστικής ζωής» κλπ. Συνεπώς είναι πολύ δύσκολο να σχηματίσουμε μια απροκατάληπτη γνώμη για τον Κωνσταντίνο. Πάντως αποτελεί κάποια υπερβολή το ότι ο Stein τον χαρακτηρίζει ως τον πλέον τολμηρό και ελεύθερο διανοούμενο όλης της Ανατολικής Ρωμαϊκής Ιστορίας.

2/3/11

Η εικονοκλαστική εποχή (717-867) [22]

Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΙΣΑΥΡΩΝ
Μέχρι τις αρχές του περασμένου αιώνα ο πρωτουργός της νέας δυναστείας Λέων Γ' (717-741), ονομαζόταν στα ιστορικά έργα Ίσαυρος, ενώ οι διάδοχοί του συνήθως είναι γνωστοί ως δυναστεία των Ισαύρων. Οπωσδήποτε όμως, στα τέλη του 19ου αιώνα υποστηρίχθηκε η άποψη ότι ο Λέων Γ' δεν ήταν Ίσαυρος, εκ γενετής, αλλά Σύριος. Η άποψη αυτή γίνεται τώρα δεκτή από μερικούς επιστήμονες, ενώ άλλοι την απορρίπτουν. Η σχετική αβεβαιότητα με το θέμα αυτό βρίσκεται ακόμα και στο χρονογράφο του 9ου αιώνα Θεοφάνη, που είναι ο συγγραφέας του κυριότερου έργου που ασχολείται με την προέλευση του Λέοντα. Ο Θεοφάνης γράφει ότι «ο Λέων ο Ίσαυρος ήταν εγχώριος (Σύριος) από την Γερμανίκεια και ότι πραγματικά καταγόταν από την Ισαυρία». Ο βιβλιοθηκάριος του Πάπα, Αναστάσιος, που μετέφρασε το έργο του Θεοφάνη στα λατινικά τα τελευταία 50 χρόνια του 9ου αιώνα, δεν ανέφερε την Ισαυρία, αλλά τόνιζε ότι ο Λέων προερχόταν από το λαό της Γερμανικείας και ότι ήταν Σύριος εκ γενετής. Η «βιβλιογραφία» του Στέφανου του Νεότερου ονομάζει επίσης τον Λέοντα «εκ γενετής Σύριο» (συρογενή). Η Γερμανίκεια βρισκόταν στα βόρεια σύνορα της Συρίας, ανατολικά της Κιλικίας. Μια αραβική πηγή αναφέρει τον Λέοντα ως «χριστιανό πολίτη του Μαράς», δηλαδή της Γερμανικείας, που μπορούσε να μιλά ελεύθερα και σωστά τόσο την αραβική όσο και τη ρωμαϊκή γλώσσα. Δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι ο Θεοφάνης συγχέει την πόλη της Συρίας Γερμανίκεια με τη Γερμανικούπολη, μια πόλη της Ισαυρίας. Η προέλευση του Λέοντα από τη Συρία είναι πολύ πιθανή.
Ο γιος του Λέοντα Γ', Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυμος (741-775), παντρεύτηκε την Ειρήνη, κόρη του Χαγάνου των Χαζάρων, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Λέοντα Δ', που συχνά ονομάζεται Χάζαρος και που βασίλευσε από το 775 μέχρι το 780. Ο Λέων Δ' παντρεύτηκε μια Ελληνίδα από την Αθήνα, μια άλλη Ειρήνη, που μετά το θάνατό του έγινε κυρία της αυτοκρατορίας, επειδή ο γιος της Κωνσταντίνος ΣΤ', που έγινε αυτοκράτορας από το 780 μέχρι το 797, ήταν ανήλικος. Η Ειρήνη, μια δυναμική και φιλόδοξη γυναίκα, διεκδίκησε με σκληρό αγώνα το θρόνο από το γιο της, όταν αυτός ενηλικιώθηκε, με αποτέλεσμα να νικήσει τον Κωνσταντίνο, τον οποίον αφού τύφλωσε, εκθρόνισε, μένοντας αυτή η μόνη κυρίαρχος της αυτοκρατορίας (797-802). Η Ειρήνη απαντά στο ερώτημα αν μπορούσε ή δεν μπορούσε μια γυναίκα να ασκήσει πέρα ως πέρα τα καθήκοντα που οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου ήταν υποχρεωμένοι να εξασκούν. Από την εποχή της ίδρυσης της αυτοκρατορίας, οι γυναίκες των αυτοκρατόρων έφεραν τον τίτλο της «Αυγούστας» και σε περίπτωση που τα παιδιά τους ήταν ανήλικα, εκτελούσαν τα καθήκοντα που τους υπαγόρευε η θέση που κατείχαν στο θρόνο, αλλά πάντοτε εξ ονόματος των παιδιών τους. Τον 5ο αιώνα η Πουλχερία, αδελφή του Θεοδοσίου, ηγείτο της αντιβασιλείας όσο ήταν ανήλικος ο αδελφός της. Η γυναίκα του Μεγάλου Ιουστινιανού, η Θεοδώρα, είχε αποκτήσει μια εξαιρετική επιρροή στις πολιτικές υποθέσεις. Αλλά η πολιτική επιρροή της Θεοδώρας εξαρτάτο τελείως από τη θέληση του συζύγου της, κι όλες οι άλλες γυναίκες είχαν διοικήσει εξ ονόματος ενός γιου ή ενός αδελφού. Η Ειρήνη αποτελεί το πρώτο παράδειγμα γυναίκας στην Ιστορία του Βυζαντίου, που διοίκησε έχοντας πλήρη ελευθερία κατά την άσκηση της ανώτατης εξουσίας. Υπήρξε ένας πραγματικός απόλυτος μονάρχης εκπροσωπώντας ένα νεοτερισμό που ήταν αντίθετος με τις «κοσμικές» παραδόσεις της αυτοκρατορίας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στα επίσημα στοιχεία και διατάγματα δεν ονομάζεται «Αυτοκράτειρα» αλλά «Ειρήνη ο πιστός Αυτοκράτωρ (βασιλιάς)». Επειδή ήταν αρχή της περιόδου αυτής ότι μόνον ένας αυτοκράτορας (άνδρας) μπορούσε να νομοθετεί επισήμως, κρίθηκε απαραίτητο να υιοθετηθεί ότι η Ειρήνη ήταν ένας αυτοκράτορας. Η Ειρήνη εκθρονίστηκε, το 802, με επανάσταση που την οργάνωσε ένας από τους ανώτατους κρατικούς υπαλλήλους, ο Νικηφόρος, και πέθανε αργότερα στην εξορία. Στο θρόνο ανέβηκε ο Νικηφόρος θέτοντας, με την εκθρόνιση της Ειρήνης, τέλος στη Δυναστεία των Ισαύρων ή Συρίων. Στη διάρκεια της περιόδου από το 717 μέχρι το 802 η Βυζαντινή αυτοκρατορία κυβερνήθηκε από μια δυναστεία ανατολικής προέλευσης (από τη Μ. Ασία ή τη Β. Συρία) η οποία αναμείχθηκε με το αίμα των Χαζάρων, χάρη στο γάμο του Κωνσταντίνου Ε'.

Η ΣΤΑΣΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΥΣ ΑΡΑΒΕΣ, ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ ΚΑΙ ΣΛΑΒΟΥΣ
Την εποχή που ανέβηκε στο θρόνο ο Λέων Γ', η Βυζαντινή αυτοκρατορία αντιμετώπιζε μια από τις πιο κρίσιμες περιόδους της ιστορίας της. Εκτός από τη φοβερή εσωτερική αναρχία που προκάλεσε ο αγώνας του αυτοκράτορα κατά των εκπροσώπων της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, που είχε γίνει εξαιρετικά επιθετική από την εποχή της πρώτης εκθρόνισης του Ιουστινιανού Β', ήταν η αραβική απειλή στην Ανατολή, που πλησίαζε όλο και πιο πολύ στην πρωτεύουσα. Η περίοδος αυτή έμοιαζε με την περίοδο του Κωνσταντίνου Δ' (7ος αιών), αν και φαινόταν ακόμα πιο κρίσιμη από πολλές απόψεις.
Οι δυνάμεις των Αράβων διέσχισαν, από την ξηρά, όλη τη Μ. Ασία, στη Δύση, από την εποχή ακόμα της βασιλείας των δύο προκατόχων του Λέοντα και έφτασαν μέχρι την Πέργαμο, με αρχηγό τον ικανό στρατηγό Μασαλμά. Λίγους μήνες μετά την είσοδο του Λέοντα στην Κωνσταντινούπολη, το 717, 80.000 Άραβες προχώρησαν από την Πέργαμο προς το Βορρά και έφτασαν στην Άβυδο, στον Ελλήσποντο και, αφού πέρασαν στις ευρωπαϊκές ακτές, βρέθηκαν μπρος στα τείχη της πρωτεύουσας. Συγχρόνως ένας ισχυρός στόλος των Αράβων αποτελούμενος από 1.800 πλοία διαφόρων τύπων, όπως λέει ο Θεοφάνης, έπλευσε μέσα στον Ελλήσποντο και την Προποντίδα και πολιόρκησε την πρωτεύουσα από τη θάλασσα. Ακολούθησε μια πραγματική πολιορκία της Κωνσταντινούπολης και ο Λέων έδειξε τις λαμπρές στρατιωτικές του ικανότητες, προετοιμάζοντας την πρωτεύουσα για την πολιορκία με ένα εξαιρετικό πράγματι τρόπο. Για μια ακόμα φορά η κατάλληλη χρήση του «υγρού πυρός» προκάλεσε τρομερές ζημιές στους Άραβες, ενώ η πείνα και το εξαιρετικά τρομερό κρύο του χειμώνα του 717-718 συμπλήρωσε την τελική ήττα των μουσουλμανικού στρατού. Χάρη σε μια συμφωνία με τον Λέοντα Γ', αλλά και για την ατομική τους άμυνα, οι Βούλγαροι πολέμησαν επίσης κατά των Αράβων στην περιοχή της Θράκης, προκαλώντας στο στρατό τους μεγάλες απώλειες. Σιγά-σιγά, μετά από ένα διάστημα μεγαλύτερο από χρόνο, οι Άραβες απομακρύνθηκαν από την πρωτεύουσα, που σώθηκε χάρη στη μεγαλοφυΐα και τη δραστηριότητα του Λέοντα Γ'. Για πρώτη φορά αναφέρεται, σχετικά με αυτήν την πολιορκία, η αλυσίδα που έκλεινε το δρόμο στον Κεράτιο κόλπο.
Οι ιστορικοί αποδίδουν πολύ μεγάλη σημασία στην αποτυχημένη αυτή προσπάθεια των Μουσουλμάνων να κατακτήσουν την Κωνσταντινούπολη. Δίκαια λέγεται ότι με την πετυχημένη αντίστασή του ο Λέων έσωσε, όχι μόνο την αυτοκρατορία και τον χριστιανικό κόσμο της Ανατολής, αλλά κι όλο τον πολιτισμό της Δυτικής Ευρώπης. Ο Άγγλος επιστήμονας Bury ονομάζει το έτος 718 «οικουμενικό έτος». Ο Έλληνας ιστορικός Λάμπρος συγκρίνει τα γεγονότα αυτά με τους Περσικούς πολέμους της αρχαίας Ελλάδας και ονομάζει τον Λέοντα Μιλτιάδη του μεσαιωνικού Ελληνισμού. Αν ο Κωνσταντίνος Δ' σταμάτησε του Άραβες κάτω από την Κωνσταντινούπολη, ο Λέων Γ' τους έδιωξε οριστικά. Αυτή υπήρξε η τελευταία επίθεση των Αράβων κατά της Κωνσταντινούπολης. Κάτω από αυτό το πρίσμα, η νίκη του Λέοντα αποκτά παγκόσμια σημασία.
Η εκστρατεία των Αράβων κατά της Κωνσταντινούπολης, καθώς και το όνομα του Μασαλμά άφησαν σοβαρά ίχνη στη μεταγενέστερη μυθολογική παράδοση των Μουσουλμάνων. Το όνομα του Μασαλμά συνδέεται και με ένα τζαμί, που όπως αναφέρει η παράδοση, έκτισε ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη.
Η περίοδος αυτή υπήρξε επίσης μια από τις πιο λαμπρές εποχές της ιστορίας των παλαιών Χαλιφάτων. Ο δυναμικός Χαλίφης Ουαλίντ Α' (705-715), που έζησε την εποχή που στο Βυζάντιο επικρατούσε αναρχία, μπορούσε να συναγωνιστεί λόγω των επιτυχιών του, με τους αυτοκράτορες. Ανέγειρε ένα τζαμί στη Δαμασκό, που, σαν την Αγία Σοφία, για ένα μεγάλο διάστημα ήταν το πιο θαυμάσιο κατασκεύασμα του μουσουλμανικού κόσμου. Ο τάφος του Μωάμεθ στη Μεδίνα υπήρξε τόσο λαμπρός όσο και ο Άγιος Τάφος στην Ιερουσαλήμ. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η μυθολογία των Μουσουλμάνων δε συσχετίζει τα κτίρια αυτά μόνο με τον Μωάμεθ αλλά και με τον Μεσσία. Η πρώτη κλήση που θα κάνει ο Μεσσίας, όταν έρθει στη γη, λέει η μουσουλμανική παράδοση, θα γίνει από έναν από τους μιναρέδες του τζαμιού της Δαμασκού, ενώ ο ελεύθερος χώρος που βρίσκεται κοντά στον τάφο του Μωάμεθ, στη Μεδίνα, θα χρησιμοποιηθεί ως τάφος του Μεσσία όταν πεθάνει μετά την έλευσή του.
Σιγά-σιγά ο αγώνας μεταξύ της αυτοκρατορίας και του Χαλιφάτου πήρε τη μορφή ιερού πολέμου. Τα αποτελέσματα δεν ικανοποίησαν ούτε τους Βυζαντινούς ούτε του Άραβες, επειδή οι μεν Βυζαντινοί δεν πήραν την Ιερουσαλήμ, ενώ οι Άραβες δεν κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη. «Κάτω από την επίδραση αυτού του αποτελέσματος», λέει ο Barthold, «η ιδέα του θριάμβου, που επικρατούσε τόσο στους Χριστιανούς όσο και στους Μουσουλμάνους, άλλαξε κι έγινε ιδέα μετάνοιας, με αποτέλεσμα να περιμένουν και οι δυο το τέλος του κόσμου. Φαινόταν και στους δύο ότι μόνο λίγο πριν από το τέλος του κόσμου θα μπορούσαν να πετύχουν τους σκοπούς τους. Στον Λατινικό και στον Βυζαντινό κόσμο έγινε πολύ επίκαιρος ο μύθος ότι πριν από το τέλος του κόσμου ο χριστιανός άρχοντας (ο Φράγκος βασιλιάς ή ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου) θα έμπαινε στην Ιερουσαλήμ και θα παρέδιδε το επίγειο στέμμα του στον Σωτήρα, ενώ οι Μουσουλμάνοι περίμεναν να προηγηθεί το τέλος του κόσμου, η πτώση της Κωνσταντινούπολης. Δεν ήταν τυχαίο γεγονός ότι η βασιλεία του ευσεβούς Χαλίφη Ομάρ Β' (712-720) συνέπεσε με το έτος 100 Εγίρας (περίπου το 720), κατά το οποίο αναμενόταν, μετά την αποτυχημένη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, που έγινε επί Σουλεϊμάν, το τέλος του μουσουλμανικού κράτους και συγχρόνως το τέλος του κόσμου».
Δεκατέσσερα χρόνια μετά την πολιορκία, το έτος 732, η προώθηση των Αράβων από την Ισπανία στη Δυτική Ευρώπη διακόπηκε με επιτυχία στο Poitiers από τον παντοδύναμο Charles Martel.
Μετά την ήττα τους, το 718, οι Άραβες δεν ανέλαβαν άλλη σοβαρή στρατιωτική δράση κατά του Βυζαντίου, την εποχή του Λέοντα Γ', επειδή αντιμετώπιζαν στο Βορρά την απειλή των Χαζάρων. Ο Λέων Γ' πάντρεψε τον γιο του και διάδοχό του Κωνσταντίνο με την κόρη του Χαγάνου των Χαζάρων και άρχισε να υποστηρίζει το νέο του συγγενή. Έτσι στον αγώνα του με τους Άραβες ο Λέων βρήκε δύο συμμάχους: πρώτα τους Βούλγαρους και ύστερα του Χαζάρους. Οι Άραβες όμως δεν έμεναν ήσυχοι αλλά συνέχισαν τις επιθέσεις τους στη Μ. Ασία και συχνά εισχωρούσαν στη Δύση, φτάνοντας μέχρι τη Νίκαια, πλησιάζοντας δηλαδή σχεδόν τις ακτές της Προποντίδας. Στα τέλη της βασιλείας του ο Λέων πέτυχε να νικήσει τους Άραβες στο Ακροϊνό (το σημερινό Αφιόν Καραχισάρ), πράγμα που ανάγκασε τους Άραβες να εκκενώσουν το Δυτικό τμήμα της Μ. Ασίας και να αποσυρθούν στην Ανατολή.
Οι Μουσουλμάνοι συνδέουν με τη μάχη αυτή το μύθο του Τούρκου εθνικού ήρωα Βατάλ Γαζή, του οποίου ο τάφος σώζεται ακόμα και σήμερα σ’ ένα από τα χωριά που βρίσκονται στα νότια του Δορυλαίου (Εσκί Σεχίρ). Το ιστορικό πρόσωπο που αντιπροσωπεύει ο ήρωας αυτός είναι ο πρωταθλητής του Μουσουλμανισμού Βατάλ, που σκοτώθηκε στη μάχη του Ακροϊνού.
Στα μέσα του 8ου αιώνα προέκυψαν σοβαρές εσωτερικές ανωμαλίες στο αραβικό Χαλιφάτο με αφορμή την αλλαγή των δυναστειών. Όταν δηλαδή οι Αβασσίδες εκθρόνισαν τους Ομεϊάδες, μετέφεραν την πρωτεύουσα και το κέντρο του κράτους τους από τη Δαμασκό στη Βαγδάτη, στον Τίγρη ποταμό, μακριά από τα βυζαντινά σύνορα. Το γεγονός αυτό έδωσε τη δυνατότητα στο διάδοχο του Λέοντα, Κωνσταντίνο Ε', κάνοντας μερικές επιτυχημένες εκστρατείες, να μεταθέσει τα αυτοκρατορικά σύνορα πιο ανατολικά. Κυρίευσε μέρος της Συρίας και την Κύπρο και προχώρησε μέχρι τον Ευφράτη και την Αρμενία. Το 756 τερμάτισε νικηφόρα τον πόλεμο κατά των Αράβων.
Την εποχή της Ειρήνης όμως οι Άραβες άρχισαν με επιτυχία τις επιθετικές τους κινήσεις στη Μ. Ασία και το 782-783 το Βυζάντιο αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη, η οποία έγινε πράγματι για τρία χρόνια, με πολύ ταπεινωτικούς όρους για το Βυζάντιο, επειδή ανέλαβε την υποχρέωση να πληρώνει στους Άραβες κάθε χρόνο 90.000 ή 70.000 δηνάρια, σε εξαμηνιαίες δόσεις. Πολύ πιθανόν, τα στρατεύματα που έστειλε η Ειρήνη στη Μακεδονία, την Ελλάδα και την Πελοπόννησο, τον ίδιο χρόνο (783), για να καταστείλουν την επανάσταση των Σλάβων, να είχαν απομακρυνθεί από το ανατολικό μέτωπο, αδυνατίζοντας έτσι τη θέση του Βυζαντίου στη Μ. Ασία. Το 798, μετά τις επιτυχίες του αραβικού στρατού (Χαλίφης ήταν ο Harun-al-Rashid) έγινε νέα ειρήνη με το Βυζάντιο, με βάση πάλι την πληρωμή φόρου.
Στη διάρκεια της δυναστείας των Ισαύρων, οι σχέσεις μεταξύ των αυτοκρατόρων και των Βουλγάρων υπήρξαν πολύ ενδιαφέρουσες. Οι τελευταίοι έχοντας κερδίσει μια ισχυρή θέση στον Κάτω Δούναβη, ήταν αναγκασμένοι να υπερασπιστούν την πολιτική τους ύπαρξη εναντίον των προσπαθειών του Βυζαντίου, που απέβλεπαν στην καταστροφή των όσων κατόρθωσε ο Ασπαρούχ. Η εσωτερική κατάσταση στο βασίλειο των Βουλγάρων, τον 8ο αιώνα, ήταν πολύπλοκη. Οι Βούλγαροι ηγέτες συναγωνίζονταν μεταξύ τους για τον ανώτατο τίτλο του Χάνου, με αποτέλεσμα πολλές ταραχές, ενώ συγχρόνως ο βουλγαρικός λαός ήταν υποχρεωμένος να αγωνίζεται συνεχώς εναντίον των ηττημένων Σλάβων της Χερσονήσου. Οι Βούλγαροι Χάνοι στο τέλους του 7ου και στις αρχές του 8ου αιώνα έδειξαν μεγάλη ανικανότητα στο χειρισμό των σχέσεών τους με τον πιο επικίνδυνο εχθρό τους, τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι Βούλγαροι είχαν βοηθήσει τον Ιουστινιανό Β' να ανακτήσει το θρόνο και πρόσφεραν ενεργή βοήθεια στον Λέοντα Γ' στον αγώνα του να απομακρύνει τους Άραβες μακριά από την Κωνσταντινούπολη. Ύστερα από αυτό, για μια περίοδο πάνω από 30 χρόνια, οι συγγραφείς του Βυζαντίου δεν μιλούν πια για τους Βουλγάρους. Στη διάρκεια της βασιλείας του Λέοντα Γ', το βασίλειο των Βουλγάρων πέτυχε να κλείσει ειρήνη με την αυτοκρατορία.
Στη διάρκεια όμως της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ε', οι σχέσεις με το Βυζάντιο οξύνθηκαν. Με τη βοήθεια των Συρίων και των Αρμενίων, που μεταφέρθηκαν από τα ανατολικά σύνορα κι εγκαταστάθηκαν στη Θράκη, ο αυτοκράτορας κατασκεύασε αρκετά οχυρά κατά μήκος των βουλγαρικών συνόρων. Ο Κωνσταντίνος συμπεριφέρθηκε με περιφρόνηση στον απεσταλμένο των Βουλγάρων στην Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα οι Βούλγαροι να αρχίσουν τη στρατιωτική τους δράση. Ο Κωνσταντίνος ανέλαβε 8 ή 9 εκστρατείες εναντίον των Βουλγάρων, με στόχο τον εκμηδενισμό τους. Οι εκστρατείες αυτές συνεχίστηκαν με διάφορα αποτελέσματα. Ο μακρύς πόλεμος εναντίον τους διήρκησε 20 χρόνια (755-775) με μικρά διαλείμματα. Το 759 τους νίκησε στο φρούριο των Μαρκελλών (σημερινό Δεμίρ Καπού), νότια του Αίμου, και στην Αγχίαλο το 762 με τη βοήθεια του στόλου. Στην τελευταία του εκστρατεία (775) πέθανε ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Τελικά, ο Κωνσταντίνος δεν πέτυχε το σκοπό του, αλλά μερικοί ιστορικοί τον ονομάζουν «πρώτο Βουλγαροκτόνο», λόγω της επιτυχημένης δράσης του κατά των Βουλγάρων και λόγω των πολλών οχυρών που κατασκεύασε.
Στο μεταξύ, στη Βουλγαρία σταμάτησαν, στα τέλη του 8ου αιώνα, οι αγώνες των δυναστειών και οι έντονοι ανταγωνισμοί Βουλγάρων και Σλάβων έγιναν λιγότερο έκδηλοι. Σιγά-σιγά σχηματίστηκε η Βουλγαρία του 9ου αιώνα, που εκσλαβίστηκε και μεταμορφώθηκε σ’ ένα δυναμικό κράτος με έντονες επιθετικές διαθέσεις για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι επιθετικές αυτές διαθέσεις φανερώθηκαν στα τέλη του 8ου αιώνα, την εποχή του Κωνσταντίνου ΣΤ' και της μητέρας του Ειρήνης, οπότε το Βυζάντιο, μετά τις στρατιωτικές του αποτυχίες, αναγκάστηκε να πληρώνει φόρο στους Βούλγαρους.
Στις στρατιωτικές συγκρούσεις του Βυζαντίου με τους Βουλγάρους του 8ου αιώνα, οι βουλγαρικές δυνάμεις συμπεριλάμβαναν και τους Σλάβους, που αποτελούσαν τμήμα του βασιλείου τους. Η κατοχή της Βαλκανικής χερσονήσου από τους Σλάβους συνεχίστηκε κατά τον 8ο αιώνα. Ένας προσκυνητής από τη Δύση, που πήγε στους Αγίους Τόπους, σύγχρονος του Λέοντα, επισκέφτηκε τη Μονεμβασιά στην Πελοπόννησο και έγραψε ότι βρίσκεται σε σλαβική γη (in Slawinia terrae). Αναφέρεται επίσης η παρουσία Σλάβων, κατά τον 8ο αιώνα, στο Δυρράχιο και την Αθήνα. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος γράφει, στο έργο του περί θεμάτων, τα εξής, που σχετίζονται και με την εποχή του Κωνσταντίνου Ε': «Όλη η Πελοπόννησος εκσλαβίσθηκε και έγινε βάρβαρη όταν ο λοιμός απλώθηκε σε όλο τον κόσμο». Εδώ με τη λέξη λοιμό εννοεί την τρομερή επιδημία του 746-747, που μεταδόθηκε από την Ιταλία και που κυρίως ερήμωσε το νότιο μέρος της Ελλάδας και την Κωνσταντινούπολη. Ο Κωνσταντίνος, θέλοντας να επανορθώσει τις καταστροφές που προκάλεσε η επιδημία στην Κωνσταντινούπολη, μετέφερε στην πρωτεύουσα ανθρώπους από διάφορες επαρχίες. Ακόμα και ο λαός πιστεύει ότι η Πελοπόννησος είχε εκσλαβιστεί στα μέσα του 8ου αιώνα. Στην ίδια περίοδο αναφέρεται η εγκατάσταση νέων αποίκων στην Ελλάδα, οι οποίοι αντικατέστησαν τον πληθυσμό που είτε εξοντώθηκε από την επιδημία είτε μεταφέρθηκε στην πρωτεύουσα. Στα τέλη του 8ου αιώνα η αυτοκράτειρα Ειρήνη έκανε μια ειδική εκστρατεία «εναντίον των σλαβικών φυλών» στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη και στην Πελοπόννησο. Αργότερα οι Έλληνες αυτοί Σλάβοι έλαβαν μέρος στην επανάσταση εναντίον της Ειρήνης, πράγμα που δείχνει καθαρά ότι τον 8ο αιώνα οι Σλάβοι στη Βαλκανική χερσόνησο, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, όχι μόνον είχαν οριστικά και σταθερά εγκατασταθεί, αλλά και έπαιρναν μέρος στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας. Τον 9ο αιώνα οι Βούλγαροι και οι Σλάβοι έγιναν δύο σοβαροί εχθροί της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
Ο Λέων Γ' δεν υπήρξε μόνον ένας ικανός ηγέτης και δραστήριος υπερασπιστής της αυτοκρατορίας του εναντίον των εξωτερικών εχθρών, αλλά και ένας σοφός και ικανός Νομοθέτης. Από την εποχή ακόμα του Μ. Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα, το λατινικό κείμενο του Κώδικά του ήταν πολύ δύσκολο ή τελείως αδύνατο να κατανοηθεί από την πλειονότητα των επαρχιών. Σε πολλές περιοχές, κυρίως στην Ανατολή, χρησιμοποιούσαν παλιές τοπικές συνήθειες αντί τους επίσημους θεσμούς, όπως φαίνεται καθαρά από το πόσο δημοφιλής υπήρξε ο Κώδικας (του 5ου αιώνα) των Συρίων. Οι Νεαραί, γραμμένες ελληνικά, ασχολούνταν μόνο με την τρέχουσα Νομοθεσία. Στο μεταξύ τον 7ο αιώνα, καθώς η αυτοκρατορία έχανε σιγά-σιγά τη Συρία, την Παλαιστίνη στην Ανατολή, την Αίγυπτο και τη Β. Αφρική στο Νότο και τα βόρεια μέρη της Βαλκανικής χερσονήσου στο Βορρά, γινόταν γλωσσικά πιο πολύ «ελληνική». Για μια ευρύτερη και γενική χρήση έγινε απαραίτητη η δημιουργία ενός ελληνικού κώδικα που θα είχε εφαρμογή σε όλες τις μεταβολές που έγιναν στις συνθήκες της ζωής από την εποχή του Μ. Ιουστινιανού.
Γνωρίζοντας πολύ καλά την ανάγκη για έναν τέτοιο κώδικα, ο Λέων εμπιστεύθηκε τη σύνταξή του σε μια επιτροπή, της οποίας τα μέλη διάλεξε προσωπικά. Οι προσπάθειες της επιτροπής αυτής οδήγησαν στη δημοσίευση ενός κώδικα που έφερε τον τίτλο «Εκλογή» και εκδόθηκε στο όνομα των «σοφών και ευσεβών αυτοκρατόρων Λέοντος και Κωνσταντίνου». Υπάρχει κάποια αβεβαιότητα ως προς τον ακριβή χρόνο της έκδοσής του. Μερικοί επιστήμονες της Δύσης θεωρούν ότι εκδόθηκε στα τέλη της βασιλείας του Λέοντα (739-740), αν και ο Ρώσος βυζαντινολόγος Vasillievsky τείνει να δεχθεί το 726, ένα έτος δηλαδή που πλησιάζει στις αρχές της βασιλείας του Λέοντα. Υπήρξε μάλιστα αμφιβολία ακόμα και για το κατά πόσο η «Εκλογή» μπορεί να αποδοθεί ή όχι στην εποχή του Λέοντα Γ' και του Κωνσταντίνου Ε'. Όμως, οι περισσότεροι σύγχρονοι μελετητές του προβλήματος αυτού δέχονται ως χρονολογία έκδοσης της «Εκλογής» τον Μάρτιο του 726.
Ο τίτλος της «Εκλογής» δείχνει ποιες ήταν οι πηγές της: «Συντομευμένη συλλογή Νόμων, διευθετημένη από τους σοφούς και ευσεβείς βασιλείς Λέοντα και Κωνσταντίνο, ληφθείσα κατ’ εκλογήν από τις εισηγήσεις, τον Πανδέκτη, τον Κώδικα και τας Νεαράς του Μεγάλου Ιουστινιανού και διορθωθείσα ‘εις το φιλανθρωπότερον’». Η εισαγωγή αναφέρει καθαρά ότι τα διατάγματα που εξέδωσαν οι προηγούμενοι αυτοκράτορες γράφηκαν σε διάφορα βιβλία και ότι η σημασία τους, δυσκολονόητη για μερικούς, είναι τελείως ακατανόητη για άλλους, και κυρίως για όσους δεν ζουν στην Κωνσταντινούπολη. Με την έκφραση «διάφορα βιβλία» εννοούνται οι ελληνικές μεταφράσεις και ερμηνείες του Κώδικα του Ιουστινιανού, οι οποίες χρησιμοποιούνταν κυρίως σε αντικατάσταση των λατινικών προτύπων. Πολλοί λίγοι άνθρωποι μπορούσαν να καταλάβουν αυτές τις μεταφράσεις και ερμηνείες. Η αφθονία των βιβλίων, η ποικιλία τους και οι αντιθέσεις που βρίσκονταν μέσα σ’ αυτά δημιουργούσαν σοβαρές περιπλοκές στην εφαρμογή του Δικαίου στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο Λέων αντιλήφθηκε καθαρά την κατάσταση των πραγμάτων και έβαλε ως σκοπό του την αντιμετώπισή της. Οι αρχές της «Εκλογής», όπως τοποθετούνται στην εισαγωγή της, είναι ποτισμένες με ιδέες δικαιοσύνης. Υποστηρίζουν ότι οι δικαστές πρέπει «να απέχουν από κάθε ανθρώπινο πάθος και να εκδίδουν πραγματικά δίκαιες και αιτιολογημένες αποφάσεις. Επίσης οι δικαστές πρέπει να μην καταφρονούν τους φτωχούς ή να αφήνουν ατιμώρητους τους ισχυρούς, όταν αυτοί είναι ένοχοι... Επίσης πρέπει να αποφεύγουν τη δωροδοκία». Όλοι όσοι απονέμουν τη δικαιοσύνη πρέπει να παίρνουν ορισμένο μισθό από το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο, έτσι ώστε «να μη δέχονται τίποτα από οποιοδήποτε πρόσωπο που θα ήταν κάτω από τη δικαιοδοσία τους, για να μην επαληθεύσουν τα λόγια του προφήτη ‘πούλησαν τον δίκαιο για ασήμι’ (Αμώς 2:6) και για να μη μας βρει η οργή του Θεού, λόγω του ότι θα έχουμε γίνει παραβάτες των εντολών του».
Τα περιεχόμενα της «Εκλογής» διηρημένα σε 18 μέρη, ασχολούνται κυρίως με το Αστικό Δίκαιο και πολύ λίγο με το Ποινικό. Αναφέρονται δηλαδή στο γάμο, τους αρραβώνες, τη προίκα, τις διαθήκες, τη κηδεμονία, τη χειραφέτηση των σκλάβων, τις μαρτυρίες, τις διάφορες ευθύνες που προκύπτουν από την πώληση, αγορά, ενοικίαση κλπ. Μόνον ένα μέρος περιέχει ένα κεφάλαιο σχετικά με το Ποινικό Δίκαιο και το οποίο αναφέρεται σε διάφορες ποινές.
Η «Εκλογή» διαφέρει σε πολλά σημεία από τον Κώδικα του Ιουστινιανού και ίσως είναι αντίθετη με αυτόν, μερικές φορές, επειδή δέχεται τις αποφάσεις και τις νομικές πράξεις που υπήρχαν παράλληλα με τα επίσημα νομοθετικά έργα του Ιουστινιανού. Όταν συγκρίνουμε τα τελευταία με την «Εκλογή» παρατηρούμε ότι αυτή παρουσιάζει σε πολλά σημεία μια σοβαρή πρόοδο. Για παράδειγμα, οι σχετικοί με το γάμο νόμοι συμπεριέλαβαν πολλές ανώτερες χριστιανικές αρχές. Η αλήθεια είναι ότι το σχετικό με τις ποινές μέρος αναφέρει άφθονες τιμωρίες οι οποίες επιβάλλουν τον ακρωτηριασμό του σώματος, όπως το κόψιμο ενός χεριού, της γλώσσας ή της μύτης ή την τύφλωση του ένοχου. Το γεγονός αυτό όμως δεν μας επιτρέπει να θεωρήσουμε την «Εκλογή» ως ένα βάρβαρο νόμο, επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις οι τιμωρίες αυτές επιβάλλονταν αντί της ποινής του θανάτου. Έτσι οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Ισαύρων είχαν δίκαιο να καυχώνται ότι το νομοθετικό τους έργο υπήρξε «μεγαλύτερο σε ανθρωπισμό» από το έργο των προκατόχων τους. Η «Εκλογή» διατάσσει επίσης την εξίσου τιμωρία των εκλεκτών και των κοινών ανθρώπων και των πλουσίων και των φτωχών, ενώ ο Νόμος του Ιουστινιανού συχνά τιμωρεί με διαφορετικές ποινές, χωρίς πραγματική αιτιολόγηση. Η «Εκλογή» έχει το χαρακτηριστικό της αφθονίας των παραπομπών στην Αγία Γραφή για την κατοχύρωση διάφορων νομικών αρχών. «Το πνεύμα του Ρωμαϊκού Δικαίου μεταμορφώθηκε μέσα στη θρησκευτική ατμόσφαιρα του Χριστιανισμού».
Κατά τη διάρκεια του 8ου και του 9ου αιώνα, μέχρι την εποχή της ανόδου της Δυναστείας των Μακεδόνων (867), η «Εκλογή» χρησιμοποιήθηκε ως εγχειρίδιο για τη διδασκαλία του Δικαίου, αντικαθιστώντας τις εισηγήσεις του Ιουστινιανού, ενώ συγχρόνως αναθεωρήθηκε περισσότερο από μια φορά. Έτσι, για παράδειγμα, έχουμε την Ecloga Privata και την Ecloga Privata ancta. Όταν, μετά την άνοδο στο θρόνο του Βασίλειου του Μακεδόνα, έγινε νέα νομοθετική μεταβολή προς όφελος της Νομοθεσίας του Ιουστινιανού, τα νομοθετικά έργα των αυτοκρατόρων της δυναστείας των Ισαύρων κηρύχθηκαν επίσημα ως «ανοησίες», που αντιτίθονταν στο δόγμα, ενώ συγχρόνως κατέστρεφαν σωτήριους νόμους. Παρόλα αυτά όμως, ακόμα και οι αυτοκράτορες της Μακεδονικής δυναστείας δανείστηκαν πολλά κεφάλαια από τον καταδικασμένο κώδικα για τα δικά τους νομοθετικά έργα και ακόμα και στην εποχή τους, η «Εκλογή» αναθεωρήθηκε και πάλι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η «Εκλογή» του Λέοντα και του Κωνσταντίνου αποτέλεσε, αργότερα, μέρος των Νομικών συλλογών της Ορθόδοξης εκκλησίας και κυρίως της Ρωσικής. Βρίσκεται στη ρωσική Kormchaia Kniga, δηλαδή στον Διοικητικό Κώδικα, με τίτλο «κεφάλαια των σοφών και πιστών αυτοκρατόρων Λέοντος και Κωνσταντίνου». Υπάρχουν επίσης και άλλα ίχνη της επιρροής της «Εκλογής» στα σχετικά με την αρχαία σλαβική Νομοθεσία έγγραφα.
Η «Εκλογή» δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως ένας «εξαιρετικά τολμηρός νεωτερισμός», όπως χαρακτηρίστηκε από τον Έλληνα ιστορικό Παπαρρηγόπουλο, θερμό θαυμαστή των Ισαύρων αυτοκρατόρων. «Τώρα, οπότε οι αρχές εκείνων που δημιούργησαν την ‘Εκλογή’», γράφει, «γίνονται δεκτές από τη νομοθεσία των πιο προοδευμένων εθνών, ήρθε η ώρα τελικά να αποδώσουμε την εκτίμηση που πρέπει στη μεγαλοφυΐα των ανθρώπων εκείνων που πριν χίλια χρόνια αγωνίστηκαν για την εγκαθίδρυση αρχών που θριάμβευσαν μονάχα στις μέρες μας». Αυτές είναι οι παρατηρήσεις ενός ενθουσιώδη Έλληνα πατριώτη αλλά, παρόλα αυτά, ο σύγχρονος κόσμος θα πρέπει να αναγνωρίσει την τεράστια σημασία που έχει η «Εκλογή» ως εισηγητής μιας νέας περιόδου της ιστορίας του ελληνορωμαϊκού ή βυζαντινού Δικαίου, μιας περιόδου που διήρκησε μέχρι την άνοδο της δυναστείας των Μακεδόνων, οπότε επανήλθε το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού στην παλαιά του θέση, με πολλές όμως απαραίτητες τροποποιήσεις. Η «Εκλογή» του Λέοντα Γ' προοριζόταν κυρίως να ανταποκριθεί στις τρέχουσες ανάγκες της περιόδου.
Οι επιστήμονες συσχετίζουν με τη δυναστεία των Ισαύρων και κυρίως με τον Λέοντα Γ', άλλα τρία νομοθετικά έργα: τον «Νόμον Γεωργικόν», τον «Νόμον Στρατιωτικόν» και το «Νόμον Ροδίων Ναυτικόν». Διάφορες μεταφράσεις των τριών αυτών έργων παρουσιάζονται συχνά σε αρκετά χειρόγραφα που έχουν διασωθεί, χωρίς να αναφέρονται τα ονόματα των συγγραφέων ή ο χρόνος της πρώτης τους έκδοσης. Γι’ αυτό, η απόδοσή τους στη μια ή την άλλη περίοδο εξαρτάται από εσωτερικές αποδείξεις, από την εκτίμηση των περιεχομένων τους, από τη γλώσσα και τη σύγκριση με άλλα παρόμοια έργα.

ΓΕΩΡΓΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ
Ο Νόμος αυτός συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη προσοχή. Η κορυφή των ειδικών στο Βυζαντινό Δίκαιο, ο Γερμανός Zacharia von Lingenthal, έχει αλλάξει γνώμη για το ζήτημα αυτό. Είχε αρχίσει να το θεωρεί ως έργο ιδιωτικό του 8ου ή 9ου αιώνα, το οποίο συνετέθη, όπως νόμιζε, εν μέρει με βάση τη Νομοθεσία του Ιουστινιανού και εν μέρει με βάσει τις τοπικές συνθήκες. Αργότερα έτεινε να πιστεύει ότι υπήρξε δημιούργημα της νομοθετικής δράσης του Λέοντα και του Κωνσταντίνου και ότι δημοσιεύτηκε είτε συγχρόνως με την «Εκλογή» είτε αμέσως μετά. Συμφωνεί με τους Ρώσους επιστήμονες Vasillievsky και Uspensky, που χαρακτηρίζουν το έργο αυτό ως μια συλλογή κανόνων που ρυθμίζουν την αγροτική ζωή και ασχολούνται με κοινά αδικήματα των αγροτών. Κυρίως ασχολείται με διάφορες κατηγορίες κλεπτών μικροπραγμάτων και φρούτων, με παραβάσεις κι απροσεξίες των βοσκών και με ζημιές που γίνονταν στα ζώα ή ζημιές που προκαλούσαν τα κτήνη. Ο Ρώσος επιστήμονας Pancenko, που μελέτησε ειδικά το έργο αυτό, ονόμαζε τον Γεωργικό Νόμο «συμπλήρωμα του πρακτικού νόμου που εφάρμοζαν οι χωρικοί».
Το έργο δεν είναι χρονολογημένο. Μερικοί επιστήμονες το αποδίδουν στην εποχή του Λέοντα Γ', αλλά πρέπει να τονιστεί ότι το πρόβλημα απέχει πολύ από την οριστική του λύση. Σύμφωνα με τη γνώμη του Pancenko «η ανάγκη ύπαρξης ενός τέτοιου νόμου πρέπει να ήταν αισθητή ακόμα και στον 7ο αιώνα». Ο χαρακτήρας κατόπιν του βιβλίου, χονδροειδής και άτεχνος, είναι πιο συγγενής με το πνεύμα της μεγαλύτερης παρακμής του πολιτισμού του Βυζαντίου παρά με την περίοδο της δημιουργίας της «Εκλογής». Δεν έχει ακόμα αποδειχθεί ότι ο Γεωργικός Νόμος εκδόθηκε τον 8ο αιώνα και είναι δυνατόν η έκδοσή του να έγινε σε προγενέστερη περίοδο. Ο Vernadsky και ο Ostrogorsky αναφέρουν ότι ο Γεωργικός Νόμος έγινε την εποχή του Ιουστινιανού Β' στα τέλη του 7ου αιώνα. Η τελευταία λέξη για το θέμα αυτό ειπώθηκε από τον Ρώσο ιστορικό Lipshitz το 1945, ο οποίος αφού αναθεώρησε όλες τις παλαιές απόψεις, δέχθηκε ως την πιο πιθανή χρονολογία του Γεωργικού Νόμου τα 50 τελευταία χρόνια του 8ου αιώνα. Δηλαδή, επικύρωσε την παλαιά γνώμη του Zacharia von Lingenthal και του Vasilievsky.
Ο Γεωργικός Νόμος έχει επίσης προσελκύσει την προσοχή των επιστημόνων, επειδή δεν περιέχει τίποτα το σχετικό με τον αποικισμό και τη δουλεία που επικρατούσε στη μεταγενέστερη αυτοκρατορία. Αναφέρεται όμως σε διάφορα νέα φαινόμενα: στην προσωπική ιδιοκτησία των αγροτών, στην κοινή ιδιοκτησία, στην κατάργηση της καταναγκαστικής εργασίας και στην καθιέρωση της ελευθερίας της μετακίνησης. Αυτά τα πράγματα συνδέονται συνήθως από τους επιστήμονες με την εκτεταμένη εγκατάσταση των Σλάβων στην αυτοκρατορία, η οποία πολύ πιθανόν εισήγαγε συνθήκες, σύμφωνες με τον τρόπο ζωής τους και κυρίως με την κοινότητα. Η άποψη του Pancenko ότι ο Γεωργικός Νόμος δεν ασχολείται με την κοινότητα απορρίπτεται πολύ σωστά από τους σύγχρονους συγγραφείς.
Ο Uspensky τονίζει οπωσδήποτε τη σημασία αυτού του νόμου, αποδίδοντάς του ορισμένα γενικής φύσης μέτρα για την αυτοκρατορία και τονίζοντας ότι ο νόμος αυτός «πρέπει να χρησιμεύσει σαν βασικό σημείο εκκίνησης της ιστορίας της οικονομικής εξέλιξης της Ανατολής», σχετικό με την τάξη των ελεύθερων γεωργών και των μικροϊδιοκτητών. Η γνώμη αυτή όμως μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι η δουλεία είχε γενικά καταργηθεί κατά τον 7ο ή 8ο αιώνα, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Ο Diehl, που στην «Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας» θεωρεί τον Γεωργικό Νόμο ως έργο του Λέοντα Γ' και του γιου του, προχωρεί ακόμα περισσότερο, αναφέροντας ότι «ο Νόμος αυτός είχε σκοπό να συγκρατήσει την ανησυχητική ανάπτυξη των μεγάλων ιδιοκτησιών, να σταματήσει την εξαφάνιση των ελεύθερων μικροϊδιοκτησιών και να εξασφαλίσει στους αγρότες καλύτερες συνθήκες ζωής».
Ο Άγγλος επιστήμονας Ashburner, μετέφρασε, δημοσίευσε κι ερεύνησε προσεκτικά το Γεωργικό Νόμο, αν και δεν γνώριζε ρωσικά, πράγμα που δεν του επέτρεπε να γνωρίζει τις έρευνες των Ρώσων. Ο Ashburner τείνει να συμφωνήσει με τον Zacharia von Lingenthal, ότι ο Γεωργικός Νόμος στην τωρινή του μορφή είναι μέρος της νομοθεσίας των Εικονοκλαστών και ότι κατά ένα μεγάλο μέρος του αποτελεί μια συλλογή των συνηθειών της εποχής. Συγχρόνως όμως ο Ashburner διαφέρει στις απόψεις του από τον Zacharia von Lingenthal σε τρία σπουδαία σημεία: 1) στην προέλευση του Νόμου, 2) στη βάσει του Νόμου τοποθέτηση της αγροτικής τάξης, 3) στον οικονομικό χαρακτήρα των δύο τύπων κατοχής στους οποίους αναφέρεται. Οι σχέσεις του Γεωργικού Νόμου με την «Εκλογή», κατά τον Ashburner, δεν είναι τόσο στενές όσο τις παρουσιάζει ο Zacharia von Lingenthal. Η κατάσταση μάλιστα της κοινωνίας που εμφανίζει ο Νόμος έδινε στον αγρότη τη δυνατότητα να μεταναστεύσει ελεύθερα από μέρος σε μέρος. Όμως, συμφωνεί με τον Γερμανό επιστήμονα στο ότι το «ύφος» του Νόμου αυτού δείχνει ότι δεν υπήρξε δημιούργημα ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αλλά έργο νομοθετικής αρχής.
Η θεωρία της αποκλειστικής επιρροής των Σλάβων στις εσωτερικές υποθέσεις του Βυζαντίου, η οποία βαρύνει με την αυθεντία του Zacharia von Lingenthal, ενώ υποστηρίζεται και από εκλεκτούς Ρώσους επιστήμονες, ειδικούς στη Βυζαντινή ιστορία, παίρνει μια σταθερή θέση στην ιστορική φιλολογία. Εκτός από τις γενικές περιγραφές της εγκατάστασης των Σλάβων στο Βυζάντιο, οι επιστήμονες αυτοί χρησιμοποιούν ως κύρια βάση για τη θεωρία τους το γεγονός ότι η αντίληψη περί ελεύθερων χωρικών και η κοινή ιδιοκτησία ήταν ξένα πράγματα προς το Ρωμαϊκό Νόμο και ότι συνεπώς θα εισήχθηκαν στη ζωή του Βυζαντίου από κάποιο νέο παράγοντα, που στην περίπτωση αυτή είναι ο σλαβικός.
Ο Zlatarsky υποστήριξε τη θεωρία της σλαβικής επιρροής στον Γεωργικό Νόμο, τον οποίον αποδίδει στον Λέοντα Γ', και τον εξηγεί με βάση την πολιτική του Λέοντα έναντι στους Βουλγάρους. Ο Λέων διαπίστωσε ότι οι Σλάβοι, που ήταν κάτω από την εξουσία του, ήθελαν να πάνε στους Βούλγαρους και γι’ αυτό εισήγαγε στους Νόμους του σλαβικά ήθη και συνήθειες ελπίζοντας να προσφέρει έτσι στους Σλάβους κάτι το πιο ελκυστικό. Καλύτερη όμως μελέτη των Κωδίκων του Θεοδοσίου και του Ιουστινιανού, των Νεαρών του δεύτερου, και των δεδομένων της παπυρολογίας και των βίων των Αγίων, αποδεικνύει ότι υπήρχαν στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία χωριά όπου κατοικούσαν ελεύθεροι γαιοκτήμονες και ότι η κοινή ιδιοκτησία υπήρχε πριν από την έκδοση του Νόμου. Επομένως, με βάση τον Γεωργικό Νόμο, δεν μπορούμε να οδηγηθούμε σε γενικά συμπεράσματα. Ο Νόμος αυτός μπορεί να χρησιμεύσει μόνο σαν μια άλλη απόδειξη του ότι στη Βυζαντινή αυτοκρατορία οι ελεύθερες μικροϊδιοκτησίες των αγροτών και η κοινή ιδιοκτησία συνυπήρχαν με τη δουλεία.
Η θεωρία της σλαβικής επιρροής πρέπει να απορριφθεί και να στραφεί η προσοχή στη μελέτη του προβλήματος των ελεύθερων γεωργών και της κοινής ιδιοκτησίας στην πρώτη και μεταγενέστερη περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με βάση τόσο το νέο όσο και το παλαιό πληροφοριακό υλικό που δεν έχει χρησιμοποιηθεί όσο πρέπει.
Έχουν γίνει επίσης πολύ ενδιαφέρουσες προσπάθειες για τη σύγκριση του Νόμου με τα κείμενα των βυζαντινών παπύρων, αλλά χάρη στην καταπληκτική μερικές φορές ομοιότητα της φρασεολογίας δεν μπορούν να εξαχθούν ορισμένα συμπεράσματα. Κατά τον Ashburner μια τέτοια ομοιότητα αποδεικνύει μόνο εκείνο που δεν έχει ανάγκη απόδειξης: ότι δηλαδή οι νομικοί της εποχής χρησιμοποιούν τις ίδιες φράσεις.
Στα χειρόγραφα των νομικών έργων ο «Ναυτικός Νόμος» και ο «Στρατιωτικός Νόμος» συχνά είναι προσαρτημένος στην «Εκλογή» ή άλλα νομικά έργα. Και οι δυο νόμοι είναι αχρονολόγητοι, αλλά με βάση ορισμένα συμπεράσματα, που όμως δεν λύνουν το πρόβλημα, αποδίδονται από μερικούς επιστήμονες στην περίοδο της δυναστείας των Ισαύρων.

ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ (leges navales)
Ο Νόμος αυτός, που μερικές φορές ονομάζεται στα χειρόγραφα ο «Νόμος Ροδίων Ναυτικός», είναι νόμος που ρυθμίζει την Εμπορική Ναυτιλία. Μερικοί επιστήμονες υποθέτουν ότι ο Νόμος αυτός έχει αποσπαστεί από το δεύτερο κεφάλαιο του 14ου βιβλίου του «Πανδέκτη», το οποίο περιέχει ένα σχεδόν ακριβές απόσπασμα από το γνωστό ως «lex Rhodia de jactu» Νόμο, που ασχολείται με την κατανομή των απωλειών μεταξύ του ιδιοκτήτη του πλοίου και του ιδιοκτήτη του φορτίου σε περίπτωση που μέρος του φορτίου ρίχνεται στη θάλασσα για να σωθεί το πλοίο. Προς το παρόν η εξάρτηση του Ναυτικού Νόμου από τον Πανδέκτη καθώς και η σχέση του προς την «Εκλογή» δεν γίνεται δεκτή από τους επιστήμονες.
Η μορφή με την οποία ο Νόμος αυτός έφτασε μέχρι την εποχή μας είναι αποτέλεσμα συλλογής υλικού που προέρχεται από πολύ διαφορετικές εποχές. Ο Ashburner αναφέρει ότι το τρίτο μέρος του Ναυτικού Νόμου προοριζόταν να αποτελέσει τμήμα του βιβλίου LIII των Βασιλικών και ότι έγινε μια δεύτερη έκδοση του Ναυτικού Νόμου είτε από τους ίδιους που συνέθεσαν τα Βασιλικά ή κάτω από την καθοδήγησή τους. Τα κείμενα που σώζονται τώρα αντιπροσωπεύουν στην ουσία τους τη δεύτερη έκδοση.
Το ύφος του Ναυτικού Νόμου είναι μάλλον επίσημο, ενώ στα περιεχόμενά του διαφέρει πολύ από τον Πανδέκτη του Ιουστινιανού, επειδή παρουσιάζει μερικές μεταγενέστερες επιρροές. Έτσι, για παράδειγμα, ο Νόμος αυτός τονίζει τις ευθύνες του ιδιοκτήτη του πλοίου, του ενοικιαστή και των επιβατών για την ασφάλεια του πλοίου και του φορτίου. Σε περίπτωση καταιγίδας ή πειρατείας έπρεπε όλοι να επανορθώσουν τις ζημιές. Η υποχρέωση αυτή είχε σκοπό να χρησιμεύει σαν ένα είδος ασφάλειας, η οποία ήταν αποτέλεσμα του ότι από την εποχή του Ηράκλειου, τον 7ο αιώνα, η εμπορική Ναυτιλία και η ναυτιλία γενικά, διέτρεχαν μεγάλους κινδύνους από τις θαλασσινές επιδρομές των Αράβων και Σλάβων πειρατών. Η πειρατεία έγινε συνηθισμένο φαινόμενο κι οι πλοιοκτήτες κι οι έμποροι μπορούσαν να συνεχίζουν τις εμπορικές τους επιχειρήσεις μόνον εφόσον αναλάμβαναν από κοινού τους κινδύνους.
Η εποχή της επεξεργασίας του Ναυτικού Νόμου μπορεί να υπολογιστεί μόνο κατά προσέγγιση. Πιθανόν να συντέθηκε από ιδιώτες μεταξύ του 600 και του 800 μ.Χ. Οπωσδήποτε δεν υπάρχει λόγος να δεχτούμε κοινή προέλευση των τριών βιβλίων, δηλαδή του Ναυτικού Νόμου, του Αγροτικού Κώδικα και του Στρατιωτικού Νόμου.
Παρά τη στροφή της Δυναστείας των Μακεδόνων προς τις αρχές του Κώδικα του Ιουστινιανού, ο Ναυτικός Νόμος παρέμεινε εν ενεργεία και επηρέασε μερικούς από τους νομομαθείς του Βυζαντίου του 10ου, 11ου και 12ου αιώνα. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι η εμπορική Ναυτιλία του Βυζαντίου δεν επανήλθε στην παλαιά της κατάσταση μετά τον 7ο και 8ο αιώνα. Οι Ιταλοί, οι οποίοι μονοπώλησαν αργότερα το εμπόριο της Μεσογείου, είχαν τους δικούς τους Ναυτικούς Νόμους. Μαζί με την παρακμή της εμπορικής Ναυτιλίας του Βυζαντίου ο Ναυτικός Νόμος απαρχαιώθηκε και τα νομικά βιβλία του 13ου και 14ου αιώνα δεν τον αναφέρουν πια.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ (leges militares)
Ο Νόμος αυτός αποτελεί απόσπασμα από την ελληνική παράφραση του Πανδέκτη και του Κώδικα του Ιουστινιανού, της «Εκλογής» και άλλων μεταγενεστέρων πηγών. Αποτελείται κυρίως από μια απαρίθμηση ποινών που προορίζονται για όσους υπηρετούσαν στο στρατό και για διάφορα παραπτώματα, όπως για παράδειγμα, την ανταρσία, την ανυπακοή, τη φυγή και τη μοιχεία. Οι ποινές είναι εξαιρετικά αυστηρές και αν η γνώμη των επιστημόνων ότι ο Νόμος αυτός ανήκει στη δυναστεία των Ισαύρων ήταν σωστή, θα αποτελούσαν μια εξαιρετική ένδειξη της αυστηρής στρατιωτικής πειθαρχίας την οποία εισήγαγε ο Λέων Γ'. Δυστυχώς όμως οι ανεπαρκείς πληροφορίες δεν βοηθούν στην ενίσχυση της θέσης ότι ο Νόμος ανήκει στην περίοδο αυτή.
Γενικά ό,τι ειπώθηκε σχετικά με τον Γεωργικό Νόμο, τον Ναυτικό και τον Στρατιωτικό Νόμο μπορεί να συνοψιστεί στο ότι κανείς από αυτούς τους τρεις μικρούς Κώδικες δεν μπορεί να γίνει δεκτός με βεβαιότητα ως έργο της εποχής των Ισαύρων αυτοκρατόρων.