Η πιο σημαντική απ’ όλες φυσικά υπήρξε η τακτική που κράτησε ο Ιουστινιανός απέναντι στους Μονοφυσίτες. Πρώτα απ’ όλα οι σχέσεις του αυτοκράτορα μαζί τους ήταν πολύ σημαντικές από πολιτική πλευρά, επειδή είχαν άμεση σχέση με το εξαιρετικά σπουδαίο πρόβλημα των Ανατολικών επαρχιών της Αιγύπτου, της Συρίας και της Παλαιστίνης. Αφετέρου οι Μονοφυσίτες είχαν την υποστήριξη της γυναίκας του Ιουστινιανού Θεοδώρας, η οποία τον επηρέαζε πολύ. Ένας Μονοφυσίτης συγγραφέας της εποχής εκείνης ονόμαζε την αυτοκράτειρα «γυναίκα γεμάτη ζήλο και αγάπη για τον Χριστό» και ως «την πιο χριστιανή αυτοκράτειρα, την οποία έστειλε ο Θεός για να προστατεύσει στις δύσκολες στιγμές τους διωκομένους».
Ακολουθώντας τη συμβουλή της Θεοδώρας, ο Ιουστινιανός θέλησε από την αρχή της βασιλείας του να δημιουργήσει ειρηνικές σχέσεις με τους Μονοφυσίτες. Έδωσε την άδεια στους Επισκόπους που είχαν εξοριστεί επί Ιουστίνου και στις αρχές της δικής του βασιλείας, να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και προσκάλεσε πολλούς Μονοφυσίτες στην πρωτεύουσα σ’ ένα συμβιβαστικό θρησκευτικό συνέδριο, στο οποίο όπως αναφέρει ένας αυτόπτης μάρτυρας, τους προέτρεψε να συζητήσουν με τους ανταγωνιστές τους όλα τα αμφισβητούμενα ζητήματα «με την ηπιότητα και την υπομονή που αρμόζει στην Ορθοδοξία και στη θρησκεία». Φιλοξένησε επίσης στην πρωτεύουσα, σ’ ένα από τα ανάκτορα, 500 Μονοφυσίτες μοναχούς. Το 535 ο Σεβήρος, αρχηγός και πραγματικός «νομοθέτης του Μονοφυσιτισμού», ήρθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμεινε ένα χρόνο. Η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας στις αρχές του 535 παρουσίαζε κάπως τη θέα που είχε παρουσιάσει την εποχή του Αναστασίου. Ο επισκοπικός θρόνος της Κωνσταντινούπολης δόθηκε στον επίσκοπο Τραπεζούντας, Άνθιμο, που ήταν γνωστός για τις συμβιβαστικές του διαθέσεις προς τους Μονοφυσίτες, οι οποίοι φαινόταν να είχαν θριαμβεύσει.
Τα πράγματα όμως άλλαξαν γρήγορα. Ο Πάπας Αγαπητός και οι αδιάλλακτοι Ορθόδοξοι φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη δημιούργησαν σοβαρά ζητήματα σε βάρος του Άνθιμου, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί ο Ιουστινιανός, παρά τη λύπη του, να αλλάξει τακτική. Ο Άνθιμος εκθρονίστηκε και τη θέση του την πήρε ο Ορθόδοξος πρεσβύτερος Μηνάς. Ένα βιβλίο αναφέρει την εξής συζήτηση μεταξύ του αυτοκράτορα και του Πάπα: «Ή θα σε αναγκάσω να συμφωνήσεις μαζί μας ή θα σε εξορίσω», είπε ο Ιουστινιανός, στον οποίον πάλι απάντησε ο Αγαπητός ως εξής: «Επιθυμούσα να έρθω στον πιο χριστιανό από όλους τους αυτοκράτορες, Ιουστινιανέ, και βρήκα τώρα έναν Διοκλητιανό. Οπωσδήποτε όμως δεν με τρομάζουν οι απειλές σου». Είναι πιθανόν ότι ο αυτοκράτορας υποχώρησε στον Πάπα εν μέρει, επειδή την εποχή αυτή άρχισε στην Ιταλία ο πόλεμος εναντίον των Οστρογότθων, πράγμα που ανάγκαζε τον Ιουστινιανό να υπολογίζει στην υποστήριξη της Δύσης.
Παρά την υποχώρησή του όμως ο Ιουστινιανός δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειές του για ένα συμβιβασμό με τους Μονοφυσίτες. Έτσι προκάλεσε συζήτηση για τα περίφημα «Τρία Κεφάλαια», τα οποία έχουν σχέση με τρεις εκκλησιαστικούς συγγραφείς του 5ου αιώνα: τον Θεόδωρο Μοψουεστίας, τον Κύρου Θεοδώρητο και τον Εδέσσης Ίβα. Οι Μονοφυσίτες κατηγορούσαν τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας ότι δεν καταδίκασε αυτούς τους τρεις συγγραφείς, παρά τις Νεστοριανές τους ιδέες, ενώ ο Πάπας και οι αδιάλλακτοι Ορθόδοξοι ήταν πολύ αντίθετοι στην άποψη αυτή. Ο Ιουστινιανός, τρομερά ερεθισμένος, δήλωσε ότι στην περίπτωση αυτή είχαν δίκαιο οι Μονοφυσίτες και ότι οι Ορθόδοξοι έπρεπε να συμφωνήσουν μαζί τους. Στη συνέχεια το 543 εξέδωσε ένα διάταγμα με το ποίο αναθεμάτιζε τα έργα των τριών συγγραφέων, απειλώντας συγχρόνως ότι θα κάνει το ίδιο για όσους προσπαθήσουν να τους υπερασπιστούν.
Ο Ιουστινιανός θέλησε να κάνει το διάταγμα αυτό υποχρεωτικό για όλες τις Εκκλησίες και ζήτησε να υπογραφεί από όλους τους Πατριάρχες και τους Επισκόπους, πράγμα όμως που δεν ήταν εύκολο να το κατορθώσει. Η Δύση ενοχλείτο από το γεγονός ότι η υπογραφή του αυτοκρατορικού διατάγματος μπορούσε να αποτελέσει καταπάτηση της αυθεντικότητας της Συνόδου της Χαλκηδόνας. Ένας μορφωμένος ιεροδιάκονος της Καρχηδόνας έγραφε τα εξής: «Αν οι αποφάσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνας αμφισβητούνται, τάρα δεν είναι εύκολο να υποστεί μια τέτοια απειλή και η Σύνοδος της Νίκαιας;» Επιπλέον υπήρχε το ζήτημα κατά πόσο ήταν δυνατόν να καταδικαστούν άνθρωποι νεκροί, δεδομένου ότι και οι τρεις συγγραφείς είχαν πεθάνει τον προηγούμενο αιώνα. Τελικά μερικοί ηγέτες της Δύσης είχαν τη γνώμη ότι το διάταγμα του αυτοκράτορα εκβίαζε τη συνείδηση των μελών της Εκκλησίας. Η άποψη αυτή όμως δεν ήταν δεκτή στην Ανατολική Εκκλησία, όπου η επέμβαση του αυτοκράτορα στα δογματικά ζητήματα είχε ήδη στην πράξη γίνει δεκτή. Η Ανατολική Εκκλησία αναφερόταν επίσης στον βασιλιά Ιωσία, στην Π. Διαθήκη, ο οποίος όχι μόνον καταδίωξε τους ζωντανούς ειδωλολάτρες ιερείς αλλά και άνοιξε τους τάφους εκείνων που είχαν πεθάνει και έκαψε τα οστά τους στο θυσιαστήριο (Β' Βασιλ.23:16). Έτσι ενώ η Ανατολική Εκκλησία δεχόταν την καταδίκη των «Τριών Κεφαλαίων», η Δυτική αρνιόταν να την εγκρίνει. Γενικά το διάταγμα του Ιουστινιανού δεν αναγνωρίστηκε ποτέ απ’ όλη την Εκκλησία.
Προκειμένου να υποστηριχθεί από τη Δυτική Εκκλησία ο Ιουστινιανός έπρεπε να εξασφαλίσει πρώτα την έγκριση του Πάπα της Ρώμης Βιγιλίου, ο οποίος κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμεινε περισσότερο από επτά χρόνια. Όταν έφτασε εκεί δήλωσε επίσημα ότι είναι αντίθετος στο διάταγμα και αφόρισε τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Μηνά. Αλλά σιγά-σιγά υποχώρησε κάτω από την επίδραση του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας και το 548 εξέδωσε την καταδίκη των «Τριών Κεφαλαίων» (Judicatum), προσθέτοντας έτσι τη φωνή του στην ψήφο των τεσσάρων Πατριαρχών της Ανατολής. Αυτός υπήρξε ο τελευταίος θρίαμβος της Θεοδώρας, η οποία πέθανε τον ίδιο χρόνο, αφού πείσθηκε για την αναπόφευκτη τελική νίκη του Μονοφυσιτισμού. Με την ευκαιρία της πρόσκλησης του Βιγιλίου, οι ιερείς της Δυτικής Ευρώπης έκανα αδιάκοπες προσευχές για τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα!
Παρ’ όλα αυτά όμως η Δυτική Εκκλησία δεν ενέκρινε την υποχώρηση του Βιγιλίου, ενώ οι Επίσκοποι της Αφρικής σε μια σύνοδό τους έφτασαν στο σημείο να τον αφορίσουν. Κάτω από την πίεση των γεγονότων ο Πάπας κλονίστηκε και ακύρωσε το Judicatum. Ο Ιουστινιανός αποφάσισε να καταφύγει σε μια Οικουμενική Σύνοδο, η οποία έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη το 553.
Το πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει η Ε' Οικουμενική Σύνοδος ήταν πολύ πιο απλό από τα ζητήματα που απασχόλησαν τις άλλες Συνόδους. Δεν επρόκειτο να ασχοληθεί με κάποια νέα αίρεση, αλλά απλά έπρεπε να ρυθμίσει μερικά ζητήματα που είχαν σχέση με τις αποφάσεις της Γ' και Δ' Συνόδου και πιο ειδικά με τον Νεστοριανισμό και κυρίως με τον Μονοφυσιτισμό. Ο αυτοκράτορας ήθελε πολύ να συμμετάσχει στη Σύνοδο ο Πάπας, που την εποχή αυτή βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά ο Βιγίλιος προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες απέφυγε να συμμετάσχει στη Σύνοδο, η οποία έγινε χωρίς την παρουσία του. Η Σύνοδος μελέτησε τα έργα των τριών συγγραφέων και συμφώνησε με τη γνώμη του αυτοκράτορα. Η Σύνοδος καταδίκασε και αναθεμάτισε «τον ασεβή Θεόδωρο τον Μοψουεντίας και τα έργα του, τα ασεβή συγγράμματα του Θεοδώρητου, την επιστολή του Επισκόπου Εδέσσης Ίβα και όλους όσους έγραψαν ή γράφουν με σκοπό την υπεράσπιση των τριών αυτών συγγραφέων» (ad defensionem eorum).
Οι αποφάσεις αυτής της Συνόδου καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικές και ο Ιουστινιανός καταδίωξε και εξόρισε τους Επισκόπους που δεν συμφωνούσαν με την καταδίκη των «Τριών Κεφαλαίων». Ο Πάπας Βίγιλος εξορίσθηκε σ’ ένα νησί της Προποντίδας, αλλά τελικά δέχθηκε να υπογράψει την καταδίκη, οπότε του επιτράπηκε να επιστρέψει στη Ρώμη. Πέθανε όμως κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Η Δύση δε δέχθηκε τις αποφάσεις της Συνόδου του 553 μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα και μόνον όταν ο Μεγάλος Γρηγόριος Α' (590-604) δήλωσε ότι «στη Σύνοδο που ασχολήθηκε με τα Τρία Κεφάλαια, τίποτε δεν έγινε δια της βίας και τίποτα δεν άλλαξε από πλευράς θρησκευτικής», αναγνωρίστηκε το 553 στη Δύση η Σύνοδος ως Οικουμενική και ισοδύναμος προς τις άλλες 4 πρώτες Συνόδους.
Ο θρησκευτικός αγώνας όμως Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών δεν σταμάτησε, όπως ήλπιζε ο Ιουστινιανός. Οι Μονοφυσίτες ικανοποιήθηκαν με τις υποχωρήσεις που έγιναν και τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Ιουστινιανός υποστήριξε φανερά πια τους Μονοφυσίτες. Οι Επίσκοποι που διαφωνούσαν, εξορίστηκαν. Ο Μονοφυσιτισμός μπορούσε να γίνει επίσημη θρησκεία του κράτους, υποχρεωτική για όλους, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα νέες και πολύ σοβαρές περιπλοκές. Στο σημείο αυτό όμως ο ηλικιωμένος αυτοκράτορας πέθανε και μετά το θάνατό του η κυβέρνηση άλλαξε τη θρησκευτική της τακτική.
Συνοψίζοντας τη θρησκευτική πολιτική του Ιουστινιανού, αντιμετωπίζουμε το βασικό πρόβλημα του κατά πόσο ο αυτοκράτορας πέτυχε με αυτή μια ενιαία Εκκλησία στην αυτοκρατορία του. Η απάντηση ασφαλώς είναι αρνητική. Η Ορθοδοξία και ο Μονοφυσιτισμός δεν συμβιβάστηκαν, ενώ ο Νεστοριανισμός, ο Μανιχαϊσμός, ο Ιουδαϊσμός και εν μέρει η ειδωλολατρία συνέχιζαν να υπάρχουν. Δεν υπήρχε θρησκευτική ενότητα και η προσπάθεια του Ιουστινιανού να πετύχει αυτήν την ενότητα πρέπει να θεωρηθεί ως αποτυχημένη.
Μιλώντας όμως για τη θρησκευτική πολιτική του Ιουστινιανού δεν πρέπει να παραβλέψουμε την ιεραποστολική του δράση. Σαν χριστιανός αυτοκράτορας θεώρησε καθήκον του να διαδώσει τον Χριστιανισμό πέρα από τα σύνορα της αυτοκρατορίας του. Η μεταστροφή στο Χριστιανισμό των Ερούλων στο Δούναβη και μερικών άλλων φυλών του Καυκάσου, καθώς και των ντόπιων φυλών της Β. Αφρικής και του Μέσου Νείλου, έγινε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού.
Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ. Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ «ΝΙΚΑ»
Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Ιουστινιανός η εσωτερική ζωή της αυτοκρατορίας βρισκόταν σε μια κατάσταση ανώμαλη και ταραχώδη. Η φτώχεια ήταν απλωμένη παντού, κυρίως στις επαρχίες, και οι φόροι δεν πληρώνονταν τακτικά. Οι φατρίες του Ιπποδρομίου, οι μεγάλες ιδιοκτησίες, οι συγγενείς του Αναστάσιου που διεκδικούσαν δικαιώματα στο θρόνο και τελικά οι διαφωνίες των θρησκευτικών ομάδων αύξησαν τις εσωτερικές ανωμαλίες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.
Όταν ο Ιουστινιανός ανέβηκε στο θρόνο κατάλαβε καλά ότι η εσωτερική ζωή της αυτοκρατορίας χρειαζόταν μεγάλες μεταρρυθμίσεις και αντιμετώπισε το πρόβλημα αυτό με θάρρος. Κύρια πληροφοριακή πηγή γι’ αυτή τη φάση της δράσης του Ιουστινιανού είναι οι Νεαρές, η πραγματεία του Ιωάννη του Λυδού «Διοίκηση (Magistrates) του Ρωμαϊκού Κράτους» και «τα Ανέκδοτα» του σύγχρονού του Προκοπίου.
Στις αρχές της βασιλείας του ο Ιουστινιανός αντιμετώπισε μια φοβερή επανάσταση στην πρωτεύουσα, η οποία παραλίγο να τον απομακρύνει από το θρόνο.
Κέντρο των συγκεντρώσεων των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης ήταν ο Ιππόδρομος, όπου ο λαός παρακολουθούσε τις τόσο αγαπημένες του αρματοδρομίες. Ένας νέος αυτοκράτορας μετά τη στέψη του συνήθως παρουσιαζόταν στον Ιππόδρομο στο αυτοκρατορικό θεωρείο (το Κάθισμα) για να δεχθεί τον πρώτο χαιρετισμό του πλήθους.
Οι «ηνίοχοι» φορούσαν τεσσάρων ειδών χιτώνες: πράσινους, κυανούς, λευκούς και ερυθρούς. Οι ιπποδρομίες ήταν το πιο αγαπημένο θέαμα από την εποχή που η πρώτη χριστιανική Εκκλησία απαγόρευσε τις μονομαχίες. Γύρω από τους «ηνίοχους» των διαφόρων χρωμάτων είχαν σχηματιστεί καλά οργανωμένες φατρίες. Οι ομάδες αυτές διέθεταν χρήματα για την αμοιβή των «ηνίοχων», ενώ συγχρόνως συναγωνίζονταν με τα «κόμματα» των άλλων χρωμάτων. Γρήγορα έγιναν γνωστοί με τα ονόματα Πράσινοι, Βένετοι (Κυανοί), Λευκοί και Ρούσσιοι (Ερυθροί). Ο Ιππόδρομος και οι ιπποδρομίες καθώς και οι φατρίες του Ιπποδρόμου προέρχονται από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αργότερα η φιλολογική παράδοση αποδίδει την προέλευσή τους στη μυθική εποχή του Ρώμου και του Ρωμύλου. Η βασική προέλευση της σημασίας των ονομάτων των τεσσάρων φατριών δεν είναι τελείως γνωστή. Οι πηγές του 6ου αιώνα (της περιόδου δηλαδή του Ιουστινιανού) αναφέρουν ότι τα ονόματα αυτά ανταποκρίνονται σε τέσσερις παράγοντες: στη γη (πράσινοι), στο νερό (κυανοί), στον αέρα (λευκοί) και στη φωτιά (ερυθροί). Οι συγκεντρώσεις του Ιπποδρόμου ήταν χαρακτηριστικές λόγω της εξαιρετικής τους λαμπρότητας και του αριθμού των θεατών, οι οποίοι έφταναν μερικές φορές τις 50.000.
Οι φατρίες του Ιπποδρόμου, γνωστές στη Βυζαντινή περίοδο ως δήμοι, σιγά – σιγά μεταβλήθηκαν σε πολιτικά κόμματα, τα οποία αντιπροσώπευαν διάφορες πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές τάσεις. Η φωνή του πλήθους στον Ιππόδρομο μεταβλήθηκε σ’ ένα είδος «κοινής γνώμης» ή «κραυγής του έθνους». «Ελλείψει τυπογραφείου, ο Ιππόδρομος έγινε το μόνο μέρος όπου μπορούσε να εκφραστεί η κοινή γνώμη, η οποία μερικές φορές επέβαλε τη θέλησή της στην κυβέρνηση».[1] Ο ίδιος ο αυτοκράτορας ήταν μερικές φορές υποχρεωμένος να παρουσιαστεί στον Ιππόδρομο και να δώσει στο λαό εξηγήσεις για τις ενέργειές του.
Τον 6ο αιώνα η πιο δυναμική φατρία ήταν αυτή των Βένετων (Κυανών), οι οποίοι ήταν με το μέρος των Ορθοδόξων, θεωρώντας τους «Χαλκηδόνιους» ως αφοσιωμένους στη Σύνοδο της Χαλκηδόνας και αυτή των Πράσινων που υποστήριζαν τον Μονοφυσιτισμό. Την εποχή του Αναστάσιου είχε ήδη εκδηλωθεί μια επανάσταση κατά των Πράσινων, τους οποίους υποστήριζε ο αυτοκράτορας. Μετά από μεγάλες λεηλασίες και καταστροφές το κόμμα των Ορθοδόξων ανακήρυξε νέο αυτοκράτορα και εισέβαλε στον Ιππόδρομο όπου ο τρομαγμένος Αναστάσιος παρουσιάστηκε χωρίς το διάδημά του και διέταξε τους κήρυκες να ανακοινώσουν στο λαό ότι ήταν διατεθειμένος να παραιτηθεί. Ο λαός βλέποντας τον αυτοκράτορα σε μια τέτοια κατάσταση ηρέμησε και η επανάσταση κόπασε. Αλλά το επεισόδιο αυτό δείχνει την επιρροή που είχε ο Ιππόδρομος και ο λαός της πρωτεύουσας πάνω στην κυβέρνηση και τον ίδιο τον αυτοκράτορα.
Όταν έγιναν αυτοκράτορες ο Ιουστίνος και ο Ιουστινιανός επικράτησε η Ορθοδοξία με αποτέλεσμα να θριαμβεύσουν οι Κυανοί. Η Θεοδώρα όμως υποστήριξε τους Πράσινους κι έτσι και στο αυτοκρατορικό περιβάλλον ακόμα υπήρχε ο διχασμός.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι Δήμοι δεν αντιπροσώπευαν μόνον πολιτικές και θρησκευτικές τάσεις, αλλά και «ταξικά» συμφέροντα. Οι Κυανοί μπορούν να θεωρηθούν ως το κόμμα της αριστοκρατίας και οι Πράσινοι ως το κόμμα των κατώτερων τάξεων. Αν αυτό είναι αληθινό, οι φατρίες του Βυζαντίου παρουσιάζουν μια νέα και ιδιαίτερη σημασία ως κοινωνικοί παράγοντες.[2]Οι λόγοι της φοβερής επανάστασης του 542 στην πρωτεύουσα υπήρξαν πολλοί και διάφοροι. Η αντίθεση κατά του Ιουστινιανού είχε τρεις αιτίες: μια σχετική με τη δυναστεία, μια πολιτική και μια θρησκευτική. Οι επιζήσαντες ανεψιοί του Αναστάσιου αισθάνονταν ότι είχαν γελαστεί από τον Ιουστινιανό και με την υποστήριξη των Πράσινων οπαδών των Μονοφυσιτών ήθελαν να εκθρονίσουν τον αυτοκράτορα. Η αντίθεση του λαού προέκυψε από μια γενική πικρία κατά των αξιωματικών του και κυρίως από αντίθεση προς τον περίφημο νομομαθή Τριβωνιανό και τον Ιωάννη Καππαδόκη, οι οποίοι προκάλεσαν μεγάλη δυσαρέσκεια στο λαό με τη βιαιότητα των νόμων και με τους επαίσχυντους εκβιασμούς τους και τη σκληρότητά τους. Τελικά η θρησκευτική αντίθεση προερχόταν από τους Μονοφυσίτες, που υπέφεραν πολύ στις αρχές της βασιλείας του Ιουστινιανού. Όλα αυτά μαζί προκάλεσαν μια εξέγερση του λαού στην πρωτεύουσα κατά την οποία Πράσινοι και Κυανοί, λησμονώντας τις αντιθέσεις τους, ενώθηκαν από κοινού κατά της μισητής κυβέρνησης. Ο αυτοκράτορας ήρθε σε διαπραγματεύσεις μέσω των κηρύκων με το λαό στον Ιππόδρομο, χωρίς όμως να πετύχει κανένα θετικό αποτέλεσμα. Η επανάσταση διαδόθηκε γρήγορα στην πρωτεύουσα και τα ωραιότερα κτίρια και μνημεία καταστράφηκαν ή κάηκαν. Επίσης κάηκε η Βασιλική της Αγίας Σοφίας, στη θέση της οποίας αργότερα έγινε ο περίφημος καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφίας. Το σύνθημα των επαναστατών «Νίκα» είχε σαν αποτέλεσμα να ονομαστεί όλη αυτή η ανταρσία «στάση του Νίκα». Ο Ιουστινιανός υποσχέθηκε να απομακρύνει από τις θέσεις τους τον Τριβωνιανό και τον Ιωάννη τον Καππαδόκη, αλλά η έκκλησή του στον Ιππόδρομο δεν πέτυχε και ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας ένας ανεψιός του Αναστάσιου. Έχοντας καταφύγει στα ανάκτορα ο Ιουστινιανός και οι σύμβουλοί του αντιμετώπιζαν ήδη τη φυγή, οπότε επενέβηκε η Θεοδώρα. Τα λόγια που ακριβώς είπε, βρίσκονται στα «Ανέκδοτα» του Προκόπιου και έχουν ως εξής: «Είναι αδύνατο για έναν άνθρωπο να αποφύγει το θάνατο, αλλά για ένα βασιλιά η εξορία είναι ανυπόφορη… Αν επιθυμείς, ω αυτοκράτορα, να σωθείς είναι εύκολο. Διαθέτουμε αρκετά χρήματα, ενώ πέρα εκεί είναι η θάλασσα και τα πλοία. Συλλογίσου όμως μήπως, όταν θα φτάσεις σε μέρος ασφαλές, προτιμήσεις το θάνατο παρά την ασφάλεια»। Ο αυτοκράτορας πήρε θάρρος και εμπιστεύθηκε στον Βελισάριο την καταστολή της επανάστασης, η οποία είχε ήδη κρατήσει 6 μέρες. Ο στρατηγός οδήγησε τους στασιαστές στον Ιππόδρομο, τους έκλεισε εκεί μέσα και σκότωσε 30.000 έως 40.000 από αυτούς. Η στάση κατεστάλη, τα ανίψια του Αναστάσιου εκτελέστηκαν και ο Ιουστινιανός για μια φορά ακόμα εξασφάλισε το θρόνο.
[1] F.I. Ouspenski, τόμος 1ος, σελίδα 506.[2] Αξιόλογο είναι το γεγονός ότι από τις αρχές του 6ου αιώνα στη Ρώμη την εποχή του Θευδέριχου υπήρχαν δύο αντίθετα κόμματα: οι Πράσινοι και οι Κυανοί από τους οποίους οι δεύτεροι αντιπροσώπευαν την αριστοκρατία, ενώ οι πρώτοι τις κατώτερες τάξεις.
Ακολουθώντας τη συμβουλή της Θεοδώρας, ο Ιουστινιανός θέλησε από την αρχή της βασιλείας του να δημιουργήσει ειρηνικές σχέσεις με τους Μονοφυσίτες. Έδωσε την άδεια στους Επισκόπους που είχαν εξοριστεί επί Ιουστίνου και στις αρχές της δικής του βασιλείας, να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και προσκάλεσε πολλούς Μονοφυσίτες στην πρωτεύουσα σ’ ένα συμβιβαστικό θρησκευτικό συνέδριο, στο οποίο όπως αναφέρει ένας αυτόπτης μάρτυρας, τους προέτρεψε να συζητήσουν με τους ανταγωνιστές τους όλα τα αμφισβητούμενα ζητήματα «με την ηπιότητα και την υπομονή που αρμόζει στην Ορθοδοξία και στη θρησκεία». Φιλοξένησε επίσης στην πρωτεύουσα, σ’ ένα από τα ανάκτορα, 500 Μονοφυσίτες μοναχούς. Το 535 ο Σεβήρος, αρχηγός και πραγματικός «νομοθέτης του Μονοφυσιτισμού», ήρθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμεινε ένα χρόνο. Η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας στις αρχές του 535 παρουσίαζε κάπως τη θέα που είχε παρουσιάσει την εποχή του Αναστασίου. Ο επισκοπικός θρόνος της Κωνσταντινούπολης δόθηκε στον επίσκοπο Τραπεζούντας, Άνθιμο, που ήταν γνωστός για τις συμβιβαστικές του διαθέσεις προς τους Μονοφυσίτες, οι οποίοι φαινόταν να είχαν θριαμβεύσει.
Τα πράγματα όμως άλλαξαν γρήγορα. Ο Πάπας Αγαπητός και οι αδιάλλακτοι Ορθόδοξοι φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη δημιούργησαν σοβαρά ζητήματα σε βάρος του Άνθιμου, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί ο Ιουστινιανός, παρά τη λύπη του, να αλλάξει τακτική. Ο Άνθιμος εκθρονίστηκε και τη θέση του την πήρε ο Ορθόδοξος πρεσβύτερος Μηνάς. Ένα βιβλίο αναφέρει την εξής συζήτηση μεταξύ του αυτοκράτορα και του Πάπα: «Ή θα σε αναγκάσω να συμφωνήσεις μαζί μας ή θα σε εξορίσω», είπε ο Ιουστινιανός, στον οποίον πάλι απάντησε ο Αγαπητός ως εξής: «Επιθυμούσα να έρθω στον πιο χριστιανό από όλους τους αυτοκράτορες, Ιουστινιανέ, και βρήκα τώρα έναν Διοκλητιανό. Οπωσδήποτε όμως δεν με τρομάζουν οι απειλές σου». Είναι πιθανόν ότι ο αυτοκράτορας υποχώρησε στον Πάπα εν μέρει, επειδή την εποχή αυτή άρχισε στην Ιταλία ο πόλεμος εναντίον των Οστρογότθων, πράγμα που ανάγκαζε τον Ιουστινιανό να υπολογίζει στην υποστήριξη της Δύσης.
Παρά την υποχώρησή του όμως ο Ιουστινιανός δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειές του για ένα συμβιβασμό με τους Μονοφυσίτες. Έτσι προκάλεσε συζήτηση για τα περίφημα «Τρία Κεφάλαια», τα οποία έχουν σχέση με τρεις εκκλησιαστικούς συγγραφείς του 5ου αιώνα: τον Θεόδωρο Μοψουεστίας, τον Κύρου Θεοδώρητο και τον Εδέσσης Ίβα. Οι Μονοφυσίτες κατηγορούσαν τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας ότι δεν καταδίκασε αυτούς τους τρεις συγγραφείς, παρά τις Νεστοριανές τους ιδέες, ενώ ο Πάπας και οι αδιάλλακτοι Ορθόδοξοι ήταν πολύ αντίθετοι στην άποψη αυτή. Ο Ιουστινιανός, τρομερά ερεθισμένος, δήλωσε ότι στην περίπτωση αυτή είχαν δίκαιο οι Μονοφυσίτες και ότι οι Ορθόδοξοι έπρεπε να συμφωνήσουν μαζί τους. Στη συνέχεια το 543 εξέδωσε ένα διάταγμα με το ποίο αναθεμάτιζε τα έργα των τριών συγγραφέων, απειλώντας συγχρόνως ότι θα κάνει το ίδιο για όσους προσπαθήσουν να τους υπερασπιστούν.
Ο Ιουστινιανός θέλησε να κάνει το διάταγμα αυτό υποχρεωτικό για όλες τις Εκκλησίες και ζήτησε να υπογραφεί από όλους τους Πατριάρχες και τους Επισκόπους, πράγμα όμως που δεν ήταν εύκολο να το κατορθώσει. Η Δύση ενοχλείτο από το γεγονός ότι η υπογραφή του αυτοκρατορικού διατάγματος μπορούσε να αποτελέσει καταπάτηση της αυθεντικότητας της Συνόδου της Χαλκηδόνας. Ένας μορφωμένος ιεροδιάκονος της Καρχηδόνας έγραφε τα εξής: «Αν οι αποφάσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνας αμφισβητούνται, τάρα δεν είναι εύκολο να υποστεί μια τέτοια απειλή και η Σύνοδος της Νίκαιας;» Επιπλέον υπήρχε το ζήτημα κατά πόσο ήταν δυνατόν να καταδικαστούν άνθρωποι νεκροί, δεδομένου ότι και οι τρεις συγγραφείς είχαν πεθάνει τον προηγούμενο αιώνα. Τελικά μερικοί ηγέτες της Δύσης είχαν τη γνώμη ότι το διάταγμα του αυτοκράτορα εκβίαζε τη συνείδηση των μελών της Εκκλησίας. Η άποψη αυτή όμως δεν ήταν δεκτή στην Ανατολική Εκκλησία, όπου η επέμβαση του αυτοκράτορα στα δογματικά ζητήματα είχε ήδη στην πράξη γίνει δεκτή. Η Ανατολική Εκκλησία αναφερόταν επίσης στον βασιλιά Ιωσία, στην Π. Διαθήκη, ο οποίος όχι μόνον καταδίωξε τους ζωντανούς ειδωλολάτρες ιερείς αλλά και άνοιξε τους τάφους εκείνων που είχαν πεθάνει και έκαψε τα οστά τους στο θυσιαστήριο (Β' Βασιλ.23:16). Έτσι ενώ η Ανατολική Εκκλησία δεχόταν την καταδίκη των «Τριών Κεφαλαίων», η Δυτική αρνιόταν να την εγκρίνει. Γενικά το διάταγμα του Ιουστινιανού δεν αναγνωρίστηκε ποτέ απ’ όλη την Εκκλησία.
Προκειμένου να υποστηριχθεί από τη Δυτική Εκκλησία ο Ιουστινιανός έπρεπε να εξασφαλίσει πρώτα την έγκριση του Πάπα της Ρώμης Βιγιλίου, ο οποίος κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμεινε περισσότερο από επτά χρόνια. Όταν έφτασε εκεί δήλωσε επίσημα ότι είναι αντίθετος στο διάταγμα και αφόρισε τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Μηνά. Αλλά σιγά-σιγά υποχώρησε κάτω από την επίδραση του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας και το 548 εξέδωσε την καταδίκη των «Τριών Κεφαλαίων» (Judicatum), προσθέτοντας έτσι τη φωνή του στην ψήφο των τεσσάρων Πατριαρχών της Ανατολής. Αυτός υπήρξε ο τελευταίος θρίαμβος της Θεοδώρας, η οποία πέθανε τον ίδιο χρόνο, αφού πείσθηκε για την αναπόφευκτη τελική νίκη του Μονοφυσιτισμού. Με την ευκαιρία της πρόσκλησης του Βιγιλίου, οι ιερείς της Δυτικής Ευρώπης έκανα αδιάκοπες προσευχές για τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα!
Παρ’ όλα αυτά όμως η Δυτική Εκκλησία δεν ενέκρινε την υποχώρηση του Βιγιλίου, ενώ οι Επίσκοποι της Αφρικής σε μια σύνοδό τους έφτασαν στο σημείο να τον αφορίσουν. Κάτω από την πίεση των γεγονότων ο Πάπας κλονίστηκε και ακύρωσε το Judicatum. Ο Ιουστινιανός αποφάσισε να καταφύγει σε μια Οικουμενική Σύνοδο, η οποία έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη το 553.
Το πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει η Ε' Οικουμενική Σύνοδος ήταν πολύ πιο απλό από τα ζητήματα που απασχόλησαν τις άλλες Συνόδους. Δεν επρόκειτο να ασχοληθεί με κάποια νέα αίρεση, αλλά απλά έπρεπε να ρυθμίσει μερικά ζητήματα που είχαν σχέση με τις αποφάσεις της Γ' και Δ' Συνόδου και πιο ειδικά με τον Νεστοριανισμό και κυρίως με τον Μονοφυσιτισμό. Ο αυτοκράτορας ήθελε πολύ να συμμετάσχει στη Σύνοδο ο Πάπας, που την εποχή αυτή βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά ο Βιγίλιος προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες απέφυγε να συμμετάσχει στη Σύνοδο, η οποία έγινε χωρίς την παρουσία του. Η Σύνοδος μελέτησε τα έργα των τριών συγγραφέων και συμφώνησε με τη γνώμη του αυτοκράτορα. Η Σύνοδος καταδίκασε και αναθεμάτισε «τον ασεβή Θεόδωρο τον Μοψουεντίας και τα έργα του, τα ασεβή συγγράμματα του Θεοδώρητου, την επιστολή του Επισκόπου Εδέσσης Ίβα και όλους όσους έγραψαν ή γράφουν με σκοπό την υπεράσπιση των τριών αυτών συγγραφέων» (ad defensionem eorum).
Οι αποφάσεις αυτής της Συνόδου καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικές και ο Ιουστινιανός καταδίωξε και εξόρισε τους Επισκόπους που δεν συμφωνούσαν με την καταδίκη των «Τριών Κεφαλαίων». Ο Πάπας Βίγιλος εξορίσθηκε σ’ ένα νησί της Προποντίδας, αλλά τελικά δέχθηκε να υπογράψει την καταδίκη, οπότε του επιτράπηκε να επιστρέψει στη Ρώμη. Πέθανε όμως κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Η Δύση δε δέχθηκε τις αποφάσεις της Συνόδου του 553 μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα και μόνον όταν ο Μεγάλος Γρηγόριος Α' (590-604) δήλωσε ότι «στη Σύνοδο που ασχολήθηκε με τα Τρία Κεφάλαια, τίποτε δεν έγινε δια της βίας και τίποτα δεν άλλαξε από πλευράς θρησκευτικής», αναγνωρίστηκε το 553 στη Δύση η Σύνοδος ως Οικουμενική και ισοδύναμος προς τις άλλες 4 πρώτες Συνόδους.
Ο θρησκευτικός αγώνας όμως Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών δεν σταμάτησε, όπως ήλπιζε ο Ιουστινιανός. Οι Μονοφυσίτες ικανοποιήθηκαν με τις υποχωρήσεις που έγιναν και τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Ιουστινιανός υποστήριξε φανερά πια τους Μονοφυσίτες. Οι Επίσκοποι που διαφωνούσαν, εξορίστηκαν. Ο Μονοφυσιτισμός μπορούσε να γίνει επίσημη θρησκεία του κράτους, υποχρεωτική για όλους, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα νέες και πολύ σοβαρές περιπλοκές. Στο σημείο αυτό όμως ο ηλικιωμένος αυτοκράτορας πέθανε και μετά το θάνατό του η κυβέρνηση άλλαξε τη θρησκευτική της τακτική.
Συνοψίζοντας τη θρησκευτική πολιτική του Ιουστινιανού, αντιμετωπίζουμε το βασικό πρόβλημα του κατά πόσο ο αυτοκράτορας πέτυχε με αυτή μια ενιαία Εκκλησία στην αυτοκρατορία του. Η απάντηση ασφαλώς είναι αρνητική. Η Ορθοδοξία και ο Μονοφυσιτισμός δεν συμβιβάστηκαν, ενώ ο Νεστοριανισμός, ο Μανιχαϊσμός, ο Ιουδαϊσμός και εν μέρει η ειδωλολατρία συνέχιζαν να υπάρχουν. Δεν υπήρχε θρησκευτική ενότητα και η προσπάθεια του Ιουστινιανού να πετύχει αυτήν την ενότητα πρέπει να θεωρηθεί ως αποτυχημένη.
Μιλώντας όμως για τη θρησκευτική πολιτική του Ιουστινιανού δεν πρέπει να παραβλέψουμε την ιεραποστολική του δράση. Σαν χριστιανός αυτοκράτορας θεώρησε καθήκον του να διαδώσει τον Χριστιανισμό πέρα από τα σύνορα της αυτοκρατορίας του. Η μεταστροφή στο Χριστιανισμό των Ερούλων στο Δούναβη και μερικών άλλων φυλών του Καυκάσου, καθώς και των ντόπιων φυλών της Β. Αφρικής και του Μέσου Νείλου, έγινε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού.
Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ. Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ «ΝΙΚΑ»
Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Ιουστινιανός η εσωτερική ζωή της αυτοκρατορίας βρισκόταν σε μια κατάσταση ανώμαλη και ταραχώδη. Η φτώχεια ήταν απλωμένη παντού, κυρίως στις επαρχίες, και οι φόροι δεν πληρώνονταν τακτικά. Οι φατρίες του Ιπποδρομίου, οι μεγάλες ιδιοκτησίες, οι συγγενείς του Αναστάσιου που διεκδικούσαν δικαιώματα στο θρόνο και τελικά οι διαφωνίες των θρησκευτικών ομάδων αύξησαν τις εσωτερικές ανωμαλίες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.
Όταν ο Ιουστινιανός ανέβηκε στο θρόνο κατάλαβε καλά ότι η εσωτερική ζωή της αυτοκρατορίας χρειαζόταν μεγάλες μεταρρυθμίσεις και αντιμετώπισε το πρόβλημα αυτό με θάρρος. Κύρια πληροφοριακή πηγή γι’ αυτή τη φάση της δράσης του Ιουστινιανού είναι οι Νεαρές, η πραγματεία του Ιωάννη του Λυδού «Διοίκηση (Magistrates) του Ρωμαϊκού Κράτους» και «τα Ανέκδοτα» του σύγχρονού του Προκοπίου.
Στις αρχές της βασιλείας του ο Ιουστινιανός αντιμετώπισε μια φοβερή επανάσταση στην πρωτεύουσα, η οποία παραλίγο να τον απομακρύνει από το θρόνο.
Κέντρο των συγκεντρώσεων των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης ήταν ο Ιππόδρομος, όπου ο λαός παρακολουθούσε τις τόσο αγαπημένες του αρματοδρομίες. Ένας νέος αυτοκράτορας μετά τη στέψη του συνήθως παρουσιαζόταν στον Ιππόδρομο στο αυτοκρατορικό θεωρείο (το Κάθισμα) για να δεχθεί τον πρώτο χαιρετισμό του πλήθους.
Οι «ηνίοχοι» φορούσαν τεσσάρων ειδών χιτώνες: πράσινους, κυανούς, λευκούς και ερυθρούς. Οι ιπποδρομίες ήταν το πιο αγαπημένο θέαμα από την εποχή που η πρώτη χριστιανική Εκκλησία απαγόρευσε τις μονομαχίες. Γύρω από τους «ηνίοχους» των διαφόρων χρωμάτων είχαν σχηματιστεί καλά οργανωμένες φατρίες. Οι ομάδες αυτές διέθεταν χρήματα για την αμοιβή των «ηνίοχων», ενώ συγχρόνως συναγωνίζονταν με τα «κόμματα» των άλλων χρωμάτων. Γρήγορα έγιναν γνωστοί με τα ονόματα Πράσινοι, Βένετοι (Κυανοί), Λευκοί και Ρούσσιοι (Ερυθροί). Ο Ιππόδρομος και οι ιπποδρομίες καθώς και οι φατρίες του Ιπποδρόμου προέρχονται από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αργότερα η φιλολογική παράδοση αποδίδει την προέλευσή τους στη μυθική εποχή του Ρώμου και του Ρωμύλου. Η βασική προέλευση της σημασίας των ονομάτων των τεσσάρων φατριών δεν είναι τελείως γνωστή. Οι πηγές του 6ου αιώνα (της περιόδου δηλαδή του Ιουστινιανού) αναφέρουν ότι τα ονόματα αυτά ανταποκρίνονται σε τέσσερις παράγοντες: στη γη (πράσινοι), στο νερό (κυανοί), στον αέρα (λευκοί) και στη φωτιά (ερυθροί). Οι συγκεντρώσεις του Ιπποδρόμου ήταν χαρακτηριστικές λόγω της εξαιρετικής τους λαμπρότητας και του αριθμού των θεατών, οι οποίοι έφταναν μερικές φορές τις 50.000.
Οι φατρίες του Ιπποδρόμου, γνωστές στη Βυζαντινή περίοδο ως δήμοι, σιγά – σιγά μεταβλήθηκαν σε πολιτικά κόμματα, τα οποία αντιπροσώπευαν διάφορες πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές τάσεις. Η φωνή του πλήθους στον Ιππόδρομο μεταβλήθηκε σ’ ένα είδος «κοινής γνώμης» ή «κραυγής του έθνους». «Ελλείψει τυπογραφείου, ο Ιππόδρομος έγινε το μόνο μέρος όπου μπορούσε να εκφραστεί η κοινή γνώμη, η οποία μερικές φορές επέβαλε τη θέλησή της στην κυβέρνηση».[1] Ο ίδιος ο αυτοκράτορας ήταν μερικές φορές υποχρεωμένος να παρουσιαστεί στον Ιππόδρομο και να δώσει στο λαό εξηγήσεις για τις ενέργειές του.
Τον 6ο αιώνα η πιο δυναμική φατρία ήταν αυτή των Βένετων (Κυανών), οι οποίοι ήταν με το μέρος των Ορθοδόξων, θεωρώντας τους «Χαλκηδόνιους» ως αφοσιωμένους στη Σύνοδο της Χαλκηδόνας και αυτή των Πράσινων που υποστήριζαν τον Μονοφυσιτισμό. Την εποχή του Αναστάσιου είχε ήδη εκδηλωθεί μια επανάσταση κατά των Πράσινων, τους οποίους υποστήριζε ο αυτοκράτορας. Μετά από μεγάλες λεηλασίες και καταστροφές το κόμμα των Ορθοδόξων ανακήρυξε νέο αυτοκράτορα και εισέβαλε στον Ιππόδρομο όπου ο τρομαγμένος Αναστάσιος παρουσιάστηκε χωρίς το διάδημά του και διέταξε τους κήρυκες να ανακοινώσουν στο λαό ότι ήταν διατεθειμένος να παραιτηθεί. Ο λαός βλέποντας τον αυτοκράτορα σε μια τέτοια κατάσταση ηρέμησε και η επανάσταση κόπασε. Αλλά το επεισόδιο αυτό δείχνει την επιρροή που είχε ο Ιππόδρομος και ο λαός της πρωτεύουσας πάνω στην κυβέρνηση και τον ίδιο τον αυτοκράτορα.
Όταν έγιναν αυτοκράτορες ο Ιουστίνος και ο Ιουστινιανός επικράτησε η Ορθοδοξία με αποτέλεσμα να θριαμβεύσουν οι Κυανοί. Η Θεοδώρα όμως υποστήριξε τους Πράσινους κι έτσι και στο αυτοκρατορικό περιβάλλον ακόμα υπήρχε ο διχασμός.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι Δήμοι δεν αντιπροσώπευαν μόνον πολιτικές και θρησκευτικές τάσεις, αλλά και «ταξικά» συμφέροντα. Οι Κυανοί μπορούν να θεωρηθούν ως το κόμμα της αριστοκρατίας και οι Πράσινοι ως το κόμμα των κατώτερων τάξεων. Αν αυτό είναι αληθινό, οι φατρίες του Βυζαντίου παρουσιάζουν μια νέα και ιδιαίτερη σημασία ως κοινωνικοί παράγοντες.[2]Οι λόγοι της φοβερής επανάστασης του 542 στην πρωτεύουσα υπήρξαν πολλοί και διάφοροι. Η αντίθεση κατά του Ιουστινιανού είχε τρεις αιτίες: μια σχετική με τη δυναστεία, μια πολιτική και μια θρησκευτική. Οι επιζήσαντες ανεψιοί του Αναστάσιου αισθάνονταν ότι είχαν γελαστεί από τον Ιουστινιανό και με την υποστήριξη των Πράσινων οπαδών των Μονοφυσιτών ήθελαν να εκθρονίσουν τον αυτοκράτορα. Η αντίθεση του λαού προέκυψε από μια γενική πικρία κατά των αξιωματικών του και κυρίως από αντίθεση προς τον περίφημο νομομαθή Τριβωνιανό και τον Ιωάννη Καππαδόκη, οι οποίοι προκάλεσαν μεγάλη δυσαρέσκεια στο λαό με τη βιαιότητα των νόμων και με τους επαίσχυντους εκβιασμούς τους και τη σκληρότητά τους. Τελικά η θρησκευτική αντίθεση προερχόταν από τους Μονοφυσίτες, που υπέφεραν πολύ στις αρχές της βασιλείας του Ιουστινιανού. Όλα αυτά μαζί προκάλεσαν μια εξέγερση του λαού στην πρωτεύουσα κατά την οποία Πράσινοι και Κυανοί, λησμονώντας τις αντιθέσεις τους, ενώθηκαν από κοινού κατά της μισητής κυβέρνησης. Ο αυτοκράτορας ήρθε σε διαπραγματεύσεις μέσω των κηρύκων με το λαό στον Ιππόδρομο, χωρίς όμως να πετύχει κανένα θετικό αποτέλεσμα. Η επανάσταση διαδόθηκε γρήγορα στην πρωτεύουσα και τα ωραιότερα κτίρια και μνημεία καταστράφηκαν ή κάηκαν. Επίσης κάηκε η Βασιλική της Αγίας Σοφίας, στη θέση της οποίας αργότερα έγινε ο περίφημος καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφίας. Το σύνθημα των επαναστατών «Νίκα» είχε σαν αποτέλεσμα να ονομαστεί όλη αυτή η ανταρσία «στάση του Νίκα». Ο Ιουστινιανός υποσχέθηκε να απομακρύνει από τις θέσεις τους τον Τριβωνιανό και τον Ιωάννη τον Καππαδόκη, αλλά η έκκλησή του στον Ιππόδρομο δεν πέτυχε και ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας ένας ανεψιός του Αναστάσιου. Έχοντας καταφύγει στα ανάκτορα ο Ιουστινιανός και οι σύμβουλοί του αντιμετώπιζαν ήδη τη φυγή, οπότε επενέβηκε η Θεοδώρα. Τα λόγια που ακριβώς είπε, βρίσκονται στα «Ανέκδοτα» του Προκόπιου και έχουν ως εξής: «Είναι αδύνατο για έναν άνθρωπο να αποφύγει το θάνατο, αλλά για ένα βασιλιά η εξορία είναι ανυπόφορη… Αν επιθυμείς, ω αυτοκράτορα, να σωθείς είναι εύκολο. Διαθέτουμε αρκετά χρήματα, ενώ πέρα εκεί είναι η θάλασσα και τα πλοία. Συλλογίσου όμως μήπως, όταν θα φτάσεις σε μέρος ασφαλές, προτιμήσεις το θάνατο παρά την ασφάλεια»। Ο αυτοκράτορας πήρε θάρρος και εμπιστεύθηκε στον Βελισάριο την καταστολή της επανάστασης, η οποία είχε ήδη κρατήσει 6 μέρες. Ο στρατηγός οδήγησε τους στασιαστές στον Ιππόδρομο, τους έκλεισε εκεί μέσα και σκότωσε 30.000 έως 40.000 από αυτούς. Η στάση κατεστάλη, τα ανίψια του Αναστάσιου εκτελέστηκαν και ο Ιουστινιανός για μια φορά ακόμα εξασφάλισε το θρόνο.
[1] F.I. Ouspenski, τόμος 1ος, σελίδα 506.[2] Αξιόλογο είναι το γεγονός ότι από τις αρχές του 6ου αιώνα στη Ρώμη την εποχή του Θευδέριχου υπήρχαν δύο αντίθετα κόμματα: οι Πράσινοι και οι Κυανοί από τους οποίους οι δεύτεροι αντιπροσώπευαν την αριστοκρατία, ενώ οι πρώτοι τις κατώτερες τάξεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου