Ένα από τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της εσωτερικής πολιτικής του Ιουστινιανού, υπήρξε ο επίμονος αγώνας του εναντίον των μεγάλων γαιοκτημόνων. Γνωρίζουμε τον αγώνα αυτόν μέσω των Νεαρών, των παπύρων, και των «Ανεκδότων» του Προκοπίου, ο οποίος αν και υποστηρίζει τις απόψεις των ευγενών και παρουσιάζει αρκετές κατηγορίες στον λίβελό του αυτό εναντίον του Ιουστινιανού, παρόλα αυτά δίνει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εικόνα της κοινωνικής πάλης κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα. Το κράτος αντιλήφθηκε ότι οι πιο επικίνδυνοι αντίπαλοί του ήταν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες, οι οποίοι ρύθμιζαν τα ζητήματα των μεγάλων τους ιδιοκτησιών, αδιαφορώντας τελείως για την εξουσία. Μια από τις Νεαρές του Ιουστινιανού κατηγορεί την απελπιστική κατάσταση, στην οποία βρίσκονταν οι σχέσεις μεταξύ κράτους και ιδιοκτησίας, λόγω της αχαλίνωτης συμπεριφοράς των τοπικών παραγόντων, ενώ συγχρόνως απευθύνεται στον Διοικητή της Καππαδοκίας ως εξής: «Έχουμε πληροφορηθεί ότι γίνονται τόσο μεγάλες καταχρήσεις ώστε να είναι δύσκολη η διόρθωσή τους από ένα μόνο πρόσωπο με ανώτερη εξουσία. Και ντρεπόμαστε ακόμα και να λέμε με πόση απρέπεια οι γαιοκτήμονες περπατούν εδώ κι εκεί, κυκλωμένοι από σωματοφύλακες και πώς ακολουθούνται από μεγάλες μάζες λαού καθώς και με ποιο τρόπο ληστεύουν το κάθε τι… Η κρατική ιδιοκτησία έχει σχεδόν μετατραπεί σε ιδιωτική, δεδομένου ότι έχει ληστευθεί και λεηλατηθεί (συμπεριλαμβανομένης και της βοσκής και των αλόγων ακόμα) χωρίς καμιά διαμαρτυρία, επειδή όλα τα στόματα γέμισαν για να σωπάσουν». Φαίνεται ότι οι άρχοντες της Καππαδοκίας είχαν πλήρη εξουσία στις επαρχίες τους, διατηρούσαν ακόμα και δικό τους στρατό (οπλισμένους ανθρώπους και σωματοφύλακες) και ότι καταπατούσαν τόσο τα ιδιωτικά όσο και τα κρατικά εδάφη. Είναι επίσης αξιόλογο ότι η Νεαρά εκδόθηκε 4 χρόνια μετά τη στάση του Νίκα. Κάτι παρόμοιο αναφέρεται σ’ έναν πάπυρο και για την Αίγυπτο. Ένα μέλος μιας φημισμένης αριστοκρατικής οικογένειας της Αιγύπτου κατείχε, τον 6ο αιώνα, τεράστιες περιοχές σε διάφορα μέρη της χώρας αυτής. Ολόκληρα χωριά αποτελούσαν μέρος της ιδιοκτησίας του και το σπίτι του ήταν σχεδόν σαν παλάτι. Είχε τους γραμματείς του, τους οικονόμους του, τους προϊστάμενους των εργατών, τους εκτιμητές και τους εισπράκτορες φόρων, το θησαυροφύλακά του, την αστυνομία του, ακόμα και προσωπική ταχυδρομική υπηρεσία. Οι άρχοντες αυτού του είδους είχαν δικές τους φυλακές, καθώς και ατομικό στρατό. Μεγάλες εκτάσεις επίσης βρίσκονταν στην κατοχή των εκκλησιών και των μοναστηριών.
Εναντίον αυτών των μεγάλων γαιοκτημόνων ο Ιουστινιανός άρχισε έναν δίχως οίκτο αγώνα. Επεμβαίνοντας στα κληρονομικά ζητήματα, με τη βία ή με πλαστές δωρεές προς τον αυτοκράτορα, με δημεύσεις με βάση ψευδή δεδομένα ή με την υποκίνηση θρησκευτικών ζητημάτων που απέβλεπαν να στερήσουν την εκκλησία από τις ιδιοκτησίες της, ο Ιουστινιανός συνειδητά και σκόπιμα επεδίωκε τη διάλυση και την καταστροφή των μεγάλων ιδιοκτησιών. Κυρίως αρκετές δημεύσεις έγιναν μετά την επαναστατική εκδήλωση του 532. Τελικά όμως ο Ιουστινιανός δεν πέτυχε να εξασθενήσει τελείως τους μεγάλους γαιοκτήμονες, οι οποίοι έμειναν ένα από τα κύρια και επικίνδυνα χαρακτηριστικά της μεταγενέστερης ζωής της αυτοκρατορίας.
Ο Ιουστινιανός είδε και κατάλαβε καλά τα σφάλματα της διοίκησης, των οποίων χαρακτηριστικές εκφάνσεις ήταν το «αργυρώνητο», η κλοπή και οι εκβιασμοί που προκαλούσαν τη φτώχεια και την καταστροφή, με αποτέλεσμα εσωτερικές ταραχές. Ο αυτοκράτορας κατάλαβε επίσης ότι μια τέτοια κατάσταση στην αυτοκρατορία, θα είχε κακές επιδράσεις στην κοινωνία, στην οικονομία και στη γεωργία και η οικονομική αταξία θα είχε ως αποτέλεσμα μια γενική ανωμαλία για τη ζωή της αυτοκρατορίας. Για το λόγο αυτό επιθυμούσε ειλικρινά τη θεραπεία της κατάστασης αυτής. Θεωρούσε καθήκον του αυτοκράτορα την καθιέρωση νέων και μεγάλων μεταρρυθμίσεων, τις οποίες θεωρούσε υποχρεωτικές και σαν μια πράξη ευγνωμοσύνης προς τον Θεό, ο Οποίος έδειξε στον αυτοκράτορα όλη Του τη συμπάθεια. Αλλά, σαν πεπεισμένος οπαδός της απόλυτης αυτοκρατορικής δύναμης, ο Ιουστινιανός θεώρησε, ως το μόνο μέσο θεραπείας της κατάστασης, μια συγκεντρωτική διοίκηση, με την οποία θα εξυπηρετούσε ένα τυφλά υπάκουο γραφειοκρατικό προσωπικό.
Κατ’ αρχήν η προσοχή του στράφηκε στην οικονομική κατάσταση της αυτοκρατορίας, η οποία πολύ σωστά ενέπνεε πολλούς και σοβαρούς φόβους. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις χρειάστηκαν πολλά έξοδα, ενώ οι φόροι εισπράττονταν ολοένα και με μεγαλύτερη δυσκολία, πράγμα που ανησύχησε τον αυτοκράτορα, που σε μια από τις Νεαρές του γράφει ότι, ενόψει των μεγάλων εξόδων του πολέμου, οι υπήκοοί του «πρέπει να πληρώσουν στο κράτος όλους τους φόρους τους πρόθυμα». Έτσι από τη μια ήταν ο υπέρμαχος του απαραβίαστου των δικαιωμάτων του θησαυροφυλακίου, ενώ από την άλλη, παρουσίαζε τον εαυτό του υπερασπιστή των φορολογούμενων εναντίον των εκβιασμών των αξιωματούχων.
Δύο Νεαρές, του 535, που περιέχουν τις βάσεις των διοικητικών μεταρρυθμίσεων και του καθορισμού των καθηκόντων των υπαλλήλων του κράτους, έχουν εξαιρετική σημασία για τη μελέτη των μεταρρυθμίσεων του Ιουστινιανού. Μια από αυτές διατάσσει τους κυβερνώντες «να συμπεριφέρονται σε όλους τους νομιμόφρονες πολίτες με πατρική κατανόηση , να υπερασπίζονται τους κατοίκους από κάθε πίεση, να αρνούνται κάθε δωροδοκία, να είναι δίκαιοι στις αποφάσεις τους, να καταδιώκουν το έγκλημα, να υπερασπίζονται τους αθώους, να τιμωρούν τους ενόχους σύμφωνα με το νόμο και γενικά να μεταχειρίζονται τους πολίτες όπως ένας πατέρας θα μεταχειριζόταν τα παιδιά του». Συγχρόνως όμως οι υπάλληλοι «ενώ θα διατηρούν παντού τα χέρια τους καθαρά από δωροδοκίες», θα πρέπει, σαν εθελοντές φρουροί, να προσέχουν το τεράστιο εισόδημα «πολλαπλασιάζοντάς το και εξαντλώντας κάθε δυνατή προσπάθεια για το καλό του». Έχοντας υπόψη του την κατάκτηση της Αφρικής και των Βανδάλων, καθώς και τις νέες εκστρατείες, το διάταγμα τονίζει ότι: «Είναι απαραίτητο όλοι οι φόροι του κράτους να πληρώνονται πρόθυμα και εγκαίρως. Αν βοηθήσετε τους κυβερνώντες να συλλέγουν τους φόρους εύκολα και γρήγορα, τότε θα επαινέσουμε τους υπαλλήλους του κράτους για το ζήλο τους, κι εσάς για τη σοφία σας, ενώ συγχρόνως θα επικρατεί παντού αρμονία και ειρήνη ανάμεσα σ’ αυτούς που κυβερνούν και σ’ εκείνους που κυβερνώνται». Οι υπάλληλοι του κράτους έπρεπε να ορκιστούν ότι θα εξασκούν τα καθήκοντά τους με τιμιότητα, ενώ συγχρόνως ήταν υπεύθυνοι για την πληρωμή των φόρων στις επαρχίες, τις οποίες αναλάμβαναν. Οι Επίσκοποι παρακολουθούσαν τη συμπεριφορά των υπαλλήλων, από τους οποίους οι μεν κακοί τιμωρούνταν αυστηρά, ενώ οι καλοί, που εξασκούσαν τα καθήκοντά τους με τιμιότητα, είχαν την υπόσχεση της προαγωγής. Έτσι, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του Ιουστινιανού, τα καθήκοντα των κρατικών υπαλλήλων και των φορολογούμενων είναι πολύ απλά: οι μεν πρώτοι πρέπει να είναι τίμιοι άνθρωποι, ενώ οι δεύτεροι πρέπει να πληρώνουν όλους τους φόρους τους πρόθυμα και τακτικά. Ο αυτοκράτορας συχνά, σε μεταγενέστερα διατάγματά του, αναφέρει τις βασικές αυτές αρχές των διοικητικών του μεταρρυθμίσεων.
Όμως, όλες οι επαρχίες της αυτοκρατορίας δεν κυβερνιόνταν με τον ίδιο τρόπο. Υπήρχαν μερικές, κυρίως αυτές που ήταν στα σύνορα, οι οποίες κατοικούνταν από ανήσυχους εγχώριους κατοίκους και οι οποίοι είχαν ανάγκη από μια πιο σταθερή διοίκηση. Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου είχαν αυξήσει πολύ τις διαιρέσεις των επαρχιών, ενώ συγχρόνως είχαν καθιερώσει μια τεράστια γραφειοκρατία, η οποία ξεχώριζε την πολιτική από τη στρατιωτική εξουσία. Την εποχή του Ιουστινιανού, μερικές φορές, υπήρχε μια διάσπαση αυτού του συστήματος και μια επιστροφή στο παλιό (προ-Διοκλητιανό) σύστημα. Ο Ιουστινιανός εισήγαγε το σύστημα του συνδυασμού πολλών μικρών επαρχιών, κυρίως της Ανατολής, σε μεγάλες «ενότητες», ενώ σε μερικές επαρχίες της Μ. Ασίας, αντιμετωπίζοντας τις συχνές διαμάχες στρατιωτικών και πολιτικών αρχών, διέταζε τη συγχώνευση των δύο εξουσιών σε μια, η οποία ανατέθηκε σ’ ένα άτομο, που ονομάστηκε Πραίτορας. Η προσοχή του αυτοκράτορα στράφηκε στην Αίγυπτο και κυρίως στην Αλεξάνδρεια, η οποία τροφοδοτούσε την Κωνσταντινούπολη με σιτάρι. Όπως πληροφορούμαστε από μια Νερά, η οργάνωση του εμπορίου στην Αίγυπτο και η αποστολή σιτηρών στην πρωτεύουσα γινόταν με μεγάλη αταξία. Θέλοντας να ανασυγκροτήσει αυτή τη σημαντική έκφανση της ζωής του κράτους, ο Ιουστινιανός τοποθέτησε έναν κρατικό υπάλληλο, τον Αυγουστάλιο (vir spectabilis Augustalis) με στρατιωτική εξουσία στις δύο επαρχίες της Αιγύπτου καθώς και στην Αλεξάνδρεια, την τόσο πυκνοκατοικημένη και ανήσυχη πόλη. Οι συγκεντρωτικές αυτές προσπάθειες που έγιναν στις επαρχίες δεν ήταν σημαντικές, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού.
Ενώ σε μερικές επαρχίες της Ανατολής προσπαθούσε να εφαρμόσει την ιδέα του για συνδυασμό της εξουσίας, ο Ιουστινιανός κράτησε τον παλιό διαχωρισμό στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας στη Δύση και ειδικότερα στις νέες κτήσεις της Β. Αφρικής και της Ιταλίας.
Ο αυτοκράτορας έλπιζε ότι τα πολυάριθμα βεβιασμένα διατάγματά του είχαν διορθώσει όλες τις εσωτερικές ελλείψεις της διοίκησης και ότι «χάρισαν στην αυτοκρατορία, μέσω των λαμπρών του εγχειρημάτων, μια νέα περίοδο ευημερίας». Έκανε όμως λάθος. Όλα μαζί τα διατάγματά του δεν μπορούσαν να αλλάξουν την ανθρωπότητα. Είναι φανερό, από μεταγενέστερα διατάγματα, ότι οι εξεγέρσεις, οι καταχρήσεις και η ερήμωση συνεχίστηκαν. Χρειάστηκε να εκδώσει νέα αυτοκρατορικά διατάγματα για να υπενθυμίσει την ύπαρξή τους στο λαό, ενώ σε μερικές επαρχίες παρουσιάστηκε, σε ορισμένες περιπτώσεις, η ανάγκη να κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος.
Σε στιγμές κατά τις οποίες παρουσιάστηκε έντονη η ανάγκη για χρήματα, ο Ιουστινιανός κατέφευγε στα μεγάλα μέτρα. Πουλούσε αξιώματα σε μεγάλες τιμές και, παρά τις υποσχέσεις του, επέβαλε νέους φόρους, αν και όπως δείχνουν οι Νεαρές του, είχε πλήρη επίγνωση ότι ο λαός αδυνατούσε να τους πληρώσει. Κάτω από την πίεση των οικονομικών δυσκολιών κατέφυγε στη μείωση της αξίας του χρήματος και εξέδωσε εξευτελιστικό νόμισμα. Η πράξη αυτή όμως προκάλεσε τη δυσμένεια του λαού, η οποία έγινε τόσο απειλητική που ανάγκασε σχεδόν αμέσως τον Ιουστινιανό να την ανακαλέσει. Κάθε μέσο χρησιμοποιήθηκε για να γεμίσει το δημόσιο ταμείο «το οποίο», όπως λέει ένας ποιητής του 6ου αιώνα, «έμοιαζε μ’ ένα στομάχι που τρέφει όλα τα μέρη του σώματος». Τα αυστηρά μέτρα, που συνόδευαν τη συλλογή των φόρων, έφταναν σε ακρότητες, με αποτέλεσμα μια καταστροφική επίδραση στον εξαντλημένο πληθυσμό. Όπως γράφει ένας σύγχρονος συγγραφέας της εποχής εκείνης, «μια εισβολή ξένων φαινόταν στους φορολογούμενους λιγότερο τρομερή από την άφιξη των υπαλλήλων του ταμείου του κράτους». Τα χωριά πτώχευσαν και ερημώθηκαν, γιατί οι κάτοικοί τους έφυγαν μακριά από την πίεση του κράτους. Η παραγωγικότητα της γης έφτασε σχεδόν στο μηδέν και σε διάφορα μέρη ξέσπασαν επαναστάσεις.
Γνωρίζοντας ότι η αυτοκρατορία καταστρεφόταν και ότι η οικονομία ήταν το μόνο μέσο σωτηρίας, ο Ιουστινιανός κατέφυγε στις πιο επικίνδυνες λύσεις. Ελάττωσε τον αριθμό του στρατού και συχνά καθυστερούσε την πληρωμή του. Αλλά ο στρατός, τον οποίον αποτελούσαν κυρίως οι μισθοφόροι, συχνά επαναστατούσε εναντίον αυτού του μέτρου, ξεσπώντας στον απροστάτευτο λαό. Η ελάττωση του στρατού είχε και άλλες σοβαρές συνέπειες: άφησε απροστάτευτα τα σύνορα, με αποτέλεσμα να τα διαβούν ελεύθερα οι βάρβαροι, που άρχισαν τις καταστρεπτικές τους λεηλασίες. Τα οχυρά του Ιουστινιανού δεν άντεξαν και μη μπορώντας να αντιταχθεί στους βαρβάρους, με τη δύναμη, ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να τους δωροδοκήσει, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα νέες, μεγάλες δαπάνες. Όπως αναφέρει ο Diehl, η έλλειψη στρατιωτικών οδήγησε σε περισσότερα έξοδα για την εξαγορά του εχθρού.
Όταν σε όλα αυτά προστέθηκαν οι συχνοί λιμοί, οι αρρώστιες και οι σεισμοί, που ενώ κατέστρεφαν το λαό πολλαπλασίασαν συγχρόνως τις ανάγκες του κράτους, η κατάσταση της αυτοκρατορίας στα τέλη της βασιλείας του Ιουστινιανού, έγινε πραγματικά αξιοθρήνητη. Από τις συμφορές αυτές αξίζει να αναφέρουμε την καταστρεπτική πανώλη του 542, η οποία παρουσιάστηκε αρχικά στα σύνορα της Αιγύπτου. Όπως ο Θουκυδίδης μελέτησε την πανώλη των Αθηνών, στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου, έτσι και ο ιστορικός Προκόπιος, που παρακολούθησε την εξέλιξή της στην Κωνσταντινούπολη, δίνει λεπτομέρειες της φύσης και των αποτελεσμάτων της αρρώστιας αυτής. Ξεκινώντας από την Αίγυπτο η μόλυνση απλώθηκε προς τα βόρεια, στην Παλαιστίνη και τη Συρία και τον επόμενο χρόνο έφτασε στην Κωνσταντινούπολη για να απλωθεί κατόπιν στη Μ. Ασία και, μέσω της Μεσοποταμίας, στην Περσία. Περνώντας πάνω από τη θάλασσα, έφτασε στην Ιταλία και τη Σικελία. Στην Κωνσταντινούπολη κράτησε 4 μήνες. Η θνησιμότητα υπήρξε τρομερή. Πόλεις και χωριά εγκαταλείφθηκαν, η γεωργία σταμάτησε και η πείνα, ο πανικός και η φυγή πολλών ανθρώπων, μακριά από τα μολυσμένα μέρη, έφεραν σύγχυση στην αυτοκρατορία. Όλες οι εργασίες της αυλής διακόπηκαν και ο ίδιος ο αυτοκράτορας προσβλήθηκε από την αρρώστια, αν και δεν υπήρξε γι’ αυτόν μοιραία.
Αυτή η περιγραφή αποτελεί μόνο μια συμβολή στη ζοφερή εικόνα που παρουσιάζει το πρώτο διάταγμα του Ιουστίνου Β', το οποίο μιλάει «για το βεβαρημένο με πολλά χρέη και τρομερά φτωχό κρατικό θησαυροφυλάκιο» και «για ένα στρατό που ήταν σε απελπιστική κατάσταση, γεμάτος από ανάγκες κάθε είδους και αδύνατος να αντιμετωπίσει τους βαρβάρους που συχνά χτυπούσαν και λεηλατούσαν την αυτοκρατορία».
Οι προσπάθειες του Ιουστινιανού στον τομέα των διοικητικών μεταρρυθμίσεων απέτυχαν τελείως και η αυτοκρατορία, οικονομικά, είχε φτάσει σχεδόν στην καταστροφή. Υπήρχε στενή σχέση ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική του αυτοκράτορα, επειδή οι εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις του στη Δύση, κατέστρεψαν την Ανατολή και άφησαν στους διαδόχους του μια ενοχλητική κληρονομιά. Όπως αποδεικνύεται από τα πρώτα του διατάγματα, ο Ιουστινιανός θέλησε ειλικρινά να βάλει τάξη στην αυτοκρατορία και να εξυψώσει ηθικά το κράτος. Οι ευγενικές αυτές διαθέσεις του όμως υποχώρησαν μπροστά στον «μιλιταρισμό» που του υπαγόρευε η αντίληψη που είχε, ως κληρονόμος των Ρωμαίων Καισάρων, για τα καθήκοντά του.
ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΤΑ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ
Η εποχή του Ιουστινιανού άφησε ζωηρά ίχνη στην ιστορία του εμπορίου του Βυζαντίου. Την εποχή του Χριστιανισμού, όπως και την εποχή της ειδωλολατρικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το εμπόριο διεξαγόταν κυρίως με την Ανατολή. Τα πιο σπάνια και πιο πλούσια εμπορεύματα έφταναν από τις μακρινές χώρες της Κίνας και της Ινδίας. Η Δυτική Ευρώπη των αρχών του Μεσαίωνα, την περίοδο του σχηματισμού των νέων Γερμανικών κρατών (μερικά από τα οποία είχαν κατακτηθεί από τους στρατηγούς του Ιουστινιανού) ζούσε κάτω από συνθήκες τελείως ακατάλληλες για την ανάπτυξη αυτόνομης οικονομικής ζωής. Η Ανατολική αυτοκρατορία, με την πρωτεύουσά της τοποθετημένη σε τόσο πλεονεκτική θέση, έγινε, χάρη στην κατάλληλη διαμόρφωση της κατάστασης, ο μεσάζων μεταξύ Ανατολής και Δύσης και κράτησε τη θέση αυτή μέχρι την περίοδο των Σταυροφοριών.
Οι εμπορικές όμως σχέσεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας με τους λαούς της Άπω Ανατολής δεν ήταν άμεσες, επειδή, στην περίπτωση αυτή, ενεργούσε ως μεσάζων η αυτοκρατορία της Περσίας, που είχε μεγάλα οφέλη από τις εμπορικές συναλλαγές των εμπόρων του Βυζαντίου. Την εποχή αυτή υπήρχαν δύο κύριοι εμπορικοί δρόμοι: ένας δια ξηράς και άλλος δια θαλάσσης. Ο δια ξηράς δρόμος των καραβανιών οδηγούσε από τα δυτικά σύνορα της Κίνας στα περσικά σύνορα, όπου τα εμπορεύματα μεταφέρονταν από Κινέζους εμπόρους στους εμπόρους της Περσίας, οι οποίοι πάλι τα μετέφεραν στα τελωνεία των συνόρων του Βυζαντίου. Ο θαλάσσιος δρόμος ήταν ο εξής: Κινέζοι έμποροι μετέφεραν με πλοία τα εμπορεύματά τους μέχρι την Κεϋλάνη (σημερινή Σρι Λάνκα), στα νότια της ινδικής χερσονήσου. Εκεί τα κινέζικα εμπορεύματα φορτώνονταν σε περσικά πλοία, που μετέφεραν το φορτίο τους μέσω του Ινδικού ωκεανού και του Περσικού κόλπου στις εκβολές του Τίγρη και του Ευφράτη, από όπου διαβιβάζονταν μέσω του Ευφράτη στο Βυζαντινό τελωνείο, που βρισκόταν στον ποταμό αυτό. Συνεπώς το εμπόριο μεταξύ Βυζαντίου και Ανατολής εξαρτιόταν από τις υφιστάμενες σχέσεις μεταξύ αυτοκρατορίας και Περσίας και με δεδομένο ότι οι πόλεμοι με την Περσία αποτελούσαν σύνηθες φαινόμενο της ζωής της αυτοκρατορίας, οι εμπορικές σχέσεις με την Ανατολή διεξάγονταν δύσκολα και συχνά διακόπτονταν. Το κύριο εμπόρευμα ήταν το μετάξι της Κίνας, που η κατασκευή του φυλασσόταν μυστική στην Κίνα. Λόγω των δυσκολιών της παραγωγής, οι τιμές στις οποίες έφτασε το μετάξι και τα σχετικά με αυτό είδη (που ήταν περιζήτητα στις αγορές του Βυζαντίου) ήταν μερικές φορές απίστευτες. Εκτός από το μετάξι τους, η Κίνα και η Ινδία εξήγαγαν στη Δύση αρώματα, καρυκεύματα, βαμβάκι, πολύτιμους λίθους και άλλα απαραίτητα προϊόντα για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Ο Ιουστινιανός μη θέλοντας να δεχθεί την οικονομική εξάρτηση του Βυζαντίου από την Περσία, έβαλε ως σκοπό του να βρει έναν εμπορικό δρόμο προς την Κίνα και την Ινδία που θα βρισκόταν μακριά από την επιρροή της Περσίας.
ΚΟΣΜΑΣ ΙΝΔΙΚΟΠΛΕΥΣΤΗΣ
Την περίοδο αυτή δημοσιεύτηκε ένα σπουδαίο φιλολογικό έργο, η «Χριστιανική Τοπογραφία ή Κοσμογραφία», που γράφτηκε από τον Κοσμά τον Ινδικοπλεύστη, στα μέσα του 6ου αιώνα. Το έργο αυτό είναι εξαιρετικής σημασίας, λόγω των πληροφοριών που περιέχει σχετικά με τη γεωγραφία των «Λεκανών» της Ερυθράς θάλασσας και του Ινδικού ωκεανού, καθώς και με τις εμπορικές σχέσεις με την Ινδία και την Κίνα.
Ο Κοσμάς γεννήθηκε στην Αίγυπτο, πιθανόν στην Αλεξάνδρεια. Ασχολήθηκε με το εμπόριο από τα νεανικά του χρόνια, αλλά μένοντας ανικανοποίητος με τις εμπορικές συνθήκες της χώρας του, έκανε αρκετά μακρινά ταξίδια στη διάρκεια των οποίων επισκέφτηκε τις ακτές της Ερυθράς θάλασσας, τη Χερσόνησο του Σινά, την Αιθιοπία και έφτασε ίσως μέχρι την Κεϋλάνη. Ήταν χριστιανός – Νεστοριανός και αργότερα έγινε μοναχός. Το ελληνικό του επίθετο Ινδικοπλεύστης βρίσκεται ακόμα και στις παλαιότερες εκδόσεις του έργου του.
Κύριος σκοπός της «Χριστιανικής Τοπογραφίας» είναι να αποδείξει στους Χριστιανούς ότι, παρά το σύστημα του Πτολεμαίου, το σχήμα της γης δεν είναι σφαιρικό αλλά επίμηκες, όπως το ιερό του Ναού του Μωυσή, ενώ το σύμπαν είναι ανάλογο στη μορφή με το Ναό. Η μεγάλη όμως ιστορική σημασία του έργου αυτού έγκειται στις πληροφορίες που μας δίνει σχετικά με τη γεωγραφία και το εμπόριο. Ο συγγραφέας πληροφορεί ευσυνείδητα τον αναγνώστη για τις πηγές που χρησιμοποιεί και που αξιοποιεί προσεκτικά. Κάνει διάκριση ανάμεσα στις προσωπικές του παρατηρήσεις (ως αυτόπτη μάρτυρα) και στις πληροφορίες που παίρνει από άλλους αυτόπτες μάρτυρες ή στα γεγονότα που έμαθε από άλλους. Με βάση την προσωπική του πείρα περιγράφει τα ανάκτορα του βασιλιά της Αιθιοπίας, στην πόλη Αζώμη, ενώ συγχρόνως αποδίδει με ακρίβεια διάφορες ενδιαφέρουσες επιγραφές της Νουβίας και των ακτών της Ερυθράς θάλασσας. Μιλάει επίσης για τα ζώα της Ινδίας και της Αφρικής και (το πιο σπουδαίο από όλα) δίνει αξιόλογες πληροφορίες για την Κεϋλάνη, εξηγώντας την εμπορική της σημασία, για τις αρχές του Μεσαίωνα. Όπως φαίνεται από την περιγραφή αυτή, τον 6ο αιώνα η Κεϋλάνη ήταν το κέντρο του διεθνούς εμπορίου μεταξύ Κίνας αφενός και Ανατολικής Αφρικής, Περσίας και (μέσω Περσίας) Βυζαντίου αφετέρου. Όπως λέει ο Κοσμάς «στο νησί αυτό, τοποθετημένο όπως είναι σε μια κεντρική θέση, συχνάζουν πολύ πλοία που προέρχονται από όλα τα μέρη των Ινδιών, της Περσίας και της Αιθιοπίας». Οι Πέρσες χριστιανοί που έμεναν μόνιμα στο νησί αυτό ήταν Νεστοριανοί και είχαν την Εκκλησία τους και τον κλήρο τους.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι, παρά την έλλειψη άμεσων σχέσεων Βυζαντίου κι Ινδίας, παρουσιάστηκαν βυζαντινά νομίσματα της εποχής του Μ. Κωνσταντίνου στις αγορές της Ινδίας, τα οποία μετέφεραν πιθανόν εκεί οι μεσάζοντες Πέρσες και Αιθίοπες και όχι οι έμποροι του Βυζαντίου. Νομίσματα με τα ονόματα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων του 4ου, 5ου και 6ου αιώνα (Αρκαδίου, Θεοδοσίου, Μαρκιανού, Λέοντος Α', Ζήνωνος, Αναστασίου Α', Ιουστίνου Α') έχουν βρεθεί στις νότιες και βόρειες Ινδίες. Στη διεθνή οικονομική ζωή του 6ου αιώνα, η Βυζαντινή αυτοκρατορία έπαιζε ένα μεγάλο και σημαντικό ρόλο, με αποτέλεσμα, όπως λέει ο Κοσμάς, «να διεξάγουν όλα τα έθνη, από τη μια άκρη της γης ως την άλλη, το εμπόριό τους με ρωμαϊκά χρήματα (το χρυσό νόμισμα του Βυζαντίου). Τα χρήματα αυτά τα έβλεπαν όλοι οι άνθρωποι με θαυμασμό, δεδομένου ότι δεν υπήρχε άλλη χώρα που να διαθέτει παρόμοια χρήματα».
Ο Κοσμάς αναφέρει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που δείχνει το βαθύ σεβασμό, τον οποίον ενέπνεε στην Ινδία το βυζαντινό, χρυσό νόμισμα:
Ο βασιλιάς της Κεϋλάνης, αφού δέχτηκε ένα βυζαντινό έμπορο, τον Σώπατρο, και μερικούς Πέρσες σε ακρόαση, τους είπε να καθίσουν και τους ρώτησε: «Σε ποια κατάσταση βρίσκονται οι χώρες σας και πώς είναι τα πράγματα εκεί;» «Πολύ καλά», απάντησαν οι έμποροι. Και η συζήτηση συνεχίστηκε. Σε λίγο ρώτησε πάλι ο βασιλιάς: «Ποιος από τους βασιλείς σας είναι ο πιο μεγάλος και ο πιο δυνατός;» Ο πιο ηλικιωμένος από τους Πέρσες βιάστηκε να απαντήσει: «Ο βασιλιάς μας είναι ο μεγαλύτερος, ο δυνατότερος και ο πλουσιότερος. Είναι πραγματικά βασιλιάς των βασιλέων και μπορεί να κάνει ό,τι θέλει». Ο Σώπατρος έμεινε σιωπηλός, μέχρι που ο βασιλιάς τον ρώτησε: «Εσύ, Ρωμαίε, δεν έχεις τίποτε να πεις;» Τότε απάντησε: «Τι να πω, όταν ο άλλος είπε τόσα πράγματα; Αλλά αν θέλεις να μάθεις την αλήθεια, έχεις παρόντες τους δύο βασιλείς. Εξέτασέ τους τον καθένα χωριστά και θα δεις ποιος από τους δύο είναι μεγαλύτερος και δυνατότερος». Ο βασιλιάς ακούγοντας αυτά τα λόγια απόρησε και ρώτησε: «Πώς λες ότι έχω και τους δύο βασιλείς εδώ;» «Έχεις τα χρήματα και των δύο», απάντησε ο Σώπατρος, «το νόμισμα του ενός και τη δραχμή του άλλου. Μελέτησε τη μορφή του καθενός και θα δεις την αλήθεια…» Αφού εξέτασε τα νομίσματα, ο βασιλιάς είπε ότι οι Ρωμαίοι ήταν ασφαλώς ένας λαμπρός, δυναμικός και οξύνους λαός και διέταξε να δοθεί μεγάλη τιμή στον Σώπατρο, τον οποίον, αφού ανέβασαν σ’ έναν ελέφαντα, περιέφεραν στην πόλη, ενώ συγχρόνως κτυπούσαν θριαμβευτικά τα τύμπανα. Τα περιστατικά αυτά τα διηγήθηκε ο ίδιος ο Σώπατρος και οι συνοδοί του. Και καθώς διηγούνταν την ιστορία αυτή, ο Πέρσης φαινόταν βαθιά πικραμένος για ό,τι είχε συμβεί.
Εκτός από την ιστορική και γεωγραφική του σημασία, το έργο του Κοσμά έχει και καλλιτεχνική αξία λόγω των πολλών εικόνων (μινιατούρες) που περιέχει. Πιθανόν μάλιστα να έχει επεξεργαστεί ο ίδιος ο συγγραφέας μερικές από τις εικόνες αυτές. Το πρωτότυπο χειρόγραφο του 6ου αιώνα δεν έχει διασωθεί, αλλά τα μεταγενέστερα κείμενα της «Χριστιανικής Τοπογραφίας» περιέχουν αντίτυπα των πρωτότυπων εικόνων και συνεπώς είναι χρήσιμα ως πηγές για την ιστορία της αρχαίας βυζαντινής (και μάλιστα της αλεξανδρινής) τέχνης. Όπως λέει ο N. P. Kondakov, «οι μινιατούρες που βρίσκονται στο έργο του Κοσμά είναι (αν εξαιρέσει κανείς μερικά από τα μωσαϊκά της Ραβέννας) τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα της βυζαντινής τέχνης της εποχής του Ιουστινιανού και μάλιστα της πιο λαμπρής περιόδου της βασιλείας του».
Το έργο του Κοσμά μεταφράστηκε αργότερα στα σλάβικα και διαδόθηκε πολύ στους Σλάβους. Υπάρχουν πολλές ρωσικές εκδόσεις της «Χριστιανικής Τοπογραφίας», συμπληρωμένες με το πορτραίτο του Κοσμά Ινδικοπλεύστη και με πολλές εικόνες και μινιατούρες, που είναι πολύ σπουδαίες για την ιστορία της παλαιάς ρωσικής τέχνης.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ
Ο Ιουστινιανός έβαλε ως σκοπό του να ελευθερώσει το εμπόριο του Βυζαντίου από την εξάρτησή του από την Περσία, πράγμα που συνεπαγόταν την κατευθείαν επαφή με την Ινδία, μέσω της Ερυθράς θάλασσας. Στη ΒΑ πλευρά της Ερυθράς θάλασσας (στον κόλπο της Άκαμπα) βρισκόταν το βυζαντινό λιμάνι Ayla, από όπου τα ινδικά εμπορεύματα μπορούσαν να μεταφερθούν, δια ξηράς μέσω Παλαιστίνης και Συρίας στη Μεσόγειο θάλασσα. Ένα άλλο λιμάνι, κοντά στο σημερινό Σουέζ, βρισκόταν στις ΒΔ ακτές της Ερυθράς θάλασσας, ενώ συγχρόνως ερχόταν σε απευθείας επαφή με τη Μεσόγειο. Σ’ ένα από τα νησιά, στην είσοδο του κόλπου της Άκαμπα, κοντά στη νότια άκρη της χερσονήσου του Σινά, ιδρύθηκε ένα τελωνείο, στη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, για τα πλοία που περνούσαν από εκεί. Αλλά ο αριθμός των βυζαντινών πλοίων που ήταν στην Ερυθρά θάλασσα δεν αρκούσε για τη διεξαγωγή ενός κανονικού εμπορίου. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τον Ιουστινιανό να αποκαταστήσει στενές σχέσεις με τους χριστιανούς Αιθίοπες του βασιλείου της Αζώμης και να τους προτρέψει να αγοράσουν μετάξι από την Ινδία και μετά να το μεταπωλήσουν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Επιθυμούσε δηλαδή να χρησιμοποιήσει τους Αιθίοπες ως μεσάζοντες μεταξύ Βυζαντίου και της Ινδίας, όπως ακριβώς είχαν μέχρι τότε χρησιμοποιηθεί οι Πέρσες. Αλλά οι προσπάθειες αυτές δεν πέτυχαν επειδή οι Αιθίοπες έμποροι δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν του Πέρσες, με αποτέλεσμα να παραμένει το μονοπώλιο του μεταξιού στα χέρια των εμπόρων της Περσίας. Τελικά ο Ιουστινιανός δεν πέτυχε να ανοίξει νέους δρόμους άμεσης εμπορικής συναλλαγής με την Ανατολή. Σε καιρούς ειρήνης, οι Πέρσες παρέμεναν οι μεσάζοντες του πιο σημαντικού εμπορίου, συνεχίζοντας έτσι τα μεγάλα τους κέρδη.
Γρήγορα όμως παρουσιάστηκε μια ευκαιρία που βοήθησε τον Ιουστινιανό να λύσει το σπουδαίο πρόβλημα του εμπορίου του μεταξιού. Κάποιος ή κάποιοι πέτυχαν να κλέψουν το μυστικό των Κινέζων και να φέρουν κρυφά στο Βυζάντιο αυγά που αποτέλεσαν τη βάση μιας νέας βιομηχανίας για τους Έλληνες, η οποία προόδευσε πολύ γρήγορα. Μεγάλες εκτάσεις καλλιεργήθηκαν με μουριές, ενώ συγχρόνως δημιουργήθηκαν πολλά εργοστάσια για την επεξεργασία του μεταξιού. Το πιο σπουδαίο από αυτά τα εργοστάσια ήταν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ άλλα βρίσκονταν στις πόλεις της Συρίας, Βηρυτό, Τύρο και Αντιόχεια, καθώς και αργότερα στην Ελλάδα, κυρίως στη Θήβα. Υπήρχε επίσης ένα εργοστάσιο στην Αίγυπτο, επειδή στην Κωνσταντινούπολη πωλούνταν αιγυπτιακά φορέματα. Η βιομηχανία του μεταξιού έγινε κρατικό μονοπώλιο, αποδίδοντας στο κράτος μεγάλα εισοδήματα, που όμως δεν ήταν αρκετά για να βελτιώσουν την κρίσιμη οικονομική κατάσταση της αυτοκρατορίας. Το μετάξι του Βυζαντίου και τα σχετικά με αυτό είδη μεταφέρονταν σε όλα τα μέρη της Δ. Ευρώπης και στόλιζαν τα παλάτια των βασιλέων της Δύσης και τα κτίρια των πλούσιων εμπόρων. Όλα αυτά επέφεραν πολύ σημαντικές μεταβολές στο εμπόριο της εποχής του Ιουστινιανού και ο διάδοχός του Ιουστίνος Β' μπορούσε να δείξει τελείως ελεύθερα σ’ έναν Τούρκο πρέσβη, που επισκέφτηκε την αυλή του, την όλη βιομηχανία.
Ο Ιουστινιανός ανέλαβε το κολοσσιαίο έργο να προστατεύσει την αυτοκρατορία από τις επιθέσεις των εχθρών, κατασκευάζοντας αρκετά οχυρά και καλά προστατευμένες συνοριακές γραμμές. Μέσα σε λίγα χρόνια ανήγειρε σε όλα τα σύνορα της αυτοκρατορίας μια σχεδόν αδιαπέραστη γραμμή οχυρών (Καστέλια) στη Β. Αφρική, στις ακτές του Δούναβη και του Ευφράτη, στα βουνά της Αρμενίας και στη μακρινή χερσόνησο της Κριμαίας, ανασυγκροτώντας έτσι και αυξάνοντας το αξιόλογο αμυντικό σύστημα που η Ρώμη είχε δημιουργήσει παλαιότερα. Με το έργο αυτό ο Ιουστινιανός (κατά των Προκόπιο) «έσωσε την αυτοκρατορία». «Εάν επρόκειτο να μετρήσουμε τα οχυρά», γράφει ο Προκόπιος, «τα οποία ανήγειρε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, είμαι βέβαιος ότι ο αριθμός τους θα φαινόταν, σ’ εκείνους που ζουν σε μακρινές χώρες και δεν μπορούν να εξακριβώσουν προσωπικά όσα λέω, μυθώδης και τελείως απίστευτος». Ακόμα και σήμερα τα υπολείμματα πολλών οχυρών των συνόρων της παλαιάς Βυζαντινής αυτοκρατορίας εκπλήττουν τον σύγχρονο ταξιδιώτη.Ο Ιουστινιανός δεν περιορίστηκε μόνο στην κατασκευή οχυρών. Σαν χριστιανός αυτοκράτορας, φρόντισε για την κατασκευή πολλών ναών, από τους οποίους ο ασύγκριτος ναός της Αγίας Σοφίας (για τον οποίον θα μιλήσουμε παρακάτω) παραμένει ένας σταθμός για την ιστορία της βυζαντινής τέχνης. Παντού έκτιζε. Ακόμα και στα βουνά της μακρινής Κριμαίας, όπου έκτισε (στο κέντρο της αποικίας των Γότθων) μια μεγάλη εκκλησία, στην οποία έχει χαραχτεί μια επιγραφή με το όνομά του.
Εναντίον αυτών των μεγάλων γαιοκτημόνων ο Ιουστινιανός άρχισε έναν δίχως οίκτο αγώνα. Επεμβαίνοντας στα κληρονομικά ζητήματα, με τη βία ή με πλαστές δωρεές προς τον αυτοκράτορα, με δημεύσεις με βάση ψευδή δεδομένα ή με την υποκίνηση θρησκευτικών ζητημάτων που απέβλεπαν να στερήσουν την εκκλησία από τις ιδιοκτησίες της, ο Ιουστινιανός συνειδητά και σκόπιμα επεδίωκε τη διάλυση και την καταστροφή των μεγάλων ιδιοκτησιών. Κυρίως αρκετές δημεύσεις έγιναν μετά την επαναστατική εκδήλωση του 532. Τελικά όμως ο Ιουστινιανός δεν πέτυχε να εξασθενήσει τελείως τους μεγάλους γαιοκτήμονες, οι οποίοι έμειναν ένα από τα κύρια και επικίνδυνα χαρακτηριστικά της μεταγενέστερης ζωής της αυτοκρατορίας.
Ο Ιουστινιανός είδε και κατάλαβε καλά τα σφάλματα της διοίκησης, των οποίων χαρακτηριστικές εκφάνσεις ήταν το «αργυρώνητο», η κλοπή και οι εκβιασμοί που προκαλούσαν τη φτώχεια και την καταστροφή, με αποτέλεσμα εσωτερικές ταραχές. Ο αυτοκράτορας κατάλαβε επίσης ότι μια τέτοια κατάσταση στην αυτοκρατορία, θα είχε κακές επιδράσεις στην κοινωνία, στην οικονομία και στη γεωργία και η οικονομική αταξία θα είχε ως αποτέλεσμα μια γενική ανωμαλία για τη ζωή της αυτοκρατορίας. Για το λόγο αυτό επιθυμούσε ειλικρινά τη θεραπεία της κατάστασης αυτής. Θεωρούσε καθήκον του αυτοκράτορα την καθιέρωση νέων και μεγάλων μεταρρυθμίσεων, τις οποίες θεωρούσε υποχρεωτικές και σαν μια πράξη ευγνωμοσύνης προς τον Θεό, ο Οποίος έδειξε στον αυτοκράτορα όλη Του τη συμπάθεια. Αλλά, σαν πεπεισμένος οπαδός της απόλυτης αυτοκρατορικής δύναμης, ο Ιουστινιανός θεώρησε, ως το μόνο μέσο θεραπείας της κατάστασης, μια συγκεντρωτική διοίκηση, με την οποία θα εξυπηρετούσε ένα τυφλά υπάκουο γραφειοκρατικό προσωπικό.
Κατ’ αρχήν η προσοχή του στράφηκε στην οικονομική κατάσταση της αυτοκρατορίας, η οποία πολύ σωστά ενέπνεε πολλούς και σοβαρούς φόβους. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις χρειάστηκαν πολλά έξοδα, ενώ οι φόροι εισπράττονταν ολοένα και με μεγαλύτερη δυσκολία, πράγμα που ανησύχησε τον αυτοκράτορα, που σε μια από τις Νεαρές του γράφει ότι, ενόψει των μεγάλων εξόδων του πολέμου, οι υπήκοοί του «πρέπει να πληρώσουν στο κράτος όλους τους φόρους τους πρόθυμα». Έτσι από τη μια ήταν ο υπέρμαχος του απαραβίαστου των δικαιωμάτων του θησαυροφυλακίου, ενώ από την άλλη, παρουσίαζε τον εαυτό του υπερασπιστή των φορολογούμενων εναντίον των εκβιασμών των αξιωματούχων.
Δύο Νεαρές, του 535, που περιέχουν τις βάσεις των διοικητικών μεταρρυθμίσεων και του καθορισμού των καθηκόντων των υπαλλήλων του κράτους, έχουν εξαιρετική σημασία για τη μελέτη των μεταρρυθμίσεων του Ιουστινιανού. Μια από αυτές διατάσσει τους κυβερνώντες «να συμπεριφέρονται σε όλους τους νομιμόφρονες πολίτες με πατρική κατανόηση , να υπερασπίζονται τους κατοίκους από κάθε πίεση, να αρνούνται κάθε δωροδοκία, να είναι δίκαιοι στις αποφάσεις τους, να καταδιώκουν το έγκλημα, να υπερασπίζονται τους αθώους, να τιμωρούν τους ενόχους σύμφωνα με το νόμο και γενικά να μεταχειρίζονται τους πολίτες όπως ένας πατέρας θα μεταχειριζόταν τα παιδιά του». Συγχρόνως όμως οι υπάλληλοι «ενώ θα διατηρούν παντού τα χέρια τους καθαρά από δωροδοκίες», θα πρέπει, σαν εθελοντές φρουροί, να προσέχουν το τεράστιο εισόδημα «πολλαπλασιάζοντάς το και εξαντλώντας κάθε δυνατή προσπάθεια για το καλό του». Έχοντας υπόψη του την κατάκτηση της Αφρικής και των Βανδάλων, καθώς και τις νέες εκστρατείες, το διάταγμα τονίζει ότι: «Είναι απαραίτητο όλοι οι φόροι του κράτους να πληρώνονται πρόθυμα και εγκαίρως. Αν βοηθήσετε τους κυβερνώντες να συλλέγουν τους φόρους εύκολα και γρήγορα, τότε θα επαινέσουμε τους υπαλλήλους του κράτους για το ζήλο τους, κι εσάς για τη σοφία σας, ενώ συγχρόνως θα επικρατεί παντού αρμονία και ειρήνη ανάμεσα σ’ αυτούς που κυβερνούν και σ’ εκείνους που κυβερνώνται». Οι υπάλληλοι του κράτους έπρεπε να ορκιστούν ότι θα εξασκούν τα καθήκοντά τους με τιμιότητα, ενώ συγχρόνως ήταν υπεύθυνοι για την πληρωμή των φόρων στις επαρχίες, τις οποίες αναλάμβαναν. Οι Επίσκοποι παρακολουθούσαν τη συμπεριφορά των υπαλλήλων, από τους οποίους οι μεν κακοί τιμωρούνταν αυστηρά, ενώ οι καλοί, που εξασκούσαν τα καθήκοντά τους με τιμιότητα, είχαν την υπόσχεση της προαγωγής. Έτσι, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του Ιουστινιανού, τα καθήκοντα των κρατικών υπαλλήλων και των φορολογούμενων είναι πολύ απλά: οι μεν πρώτοι πρέπει να είναι τίμιοι άνθρωποι, ενώ οι δεύτεροι πρέπει να πληρώνουν όλους τους φόρους τους πρόθυμα και τακτικά. Ο αυτοκράτορας συχνά, σε μεταγενέστερα διατάγματά του, αναφέρει τις βασικές αυτές αρχές των διοικητικών του μεταρρυθμίσεων.
Όμως, όλες οι επαρχίες της αυτοκρατορίας δεν κυβερνιόνταν με τον ίδιο τρόπο. Υπήρχαν μερικές, κυρίως αυτές που ήταν στα σύνορα, οι οποίες κατοικούνταν από ανήσυχους εγχώριους κατοίκους και οι οποίοι είχαν ανάγκη από μια πιο σταθερή διοίκηση. Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου είχαν αυξήσει πολύ τις διαιρέσεις των επαρχιών, ενώ συγχρόνως είχαν καθιερώσει μια τεράστια γραφειοκρατία, η οποία ξεχώριζε την πολιτική από τη στρατιωτική εξουσία. Την εποχή του Ιουστινιανού, μερικές φορές, υπήρχε μια διάσπαση αυτού του συστήματος και μια επιστροφή στο παλιό (προ-Διοκλητιανό) σύστημα. Ο Ιουστινιανός εισήγαγε το σύστημα του συνδυασμού πολλών μικρών επαρχιών, κυρίως της Ανατολής, σε μεγάλες «ενότητες», ενώ σε μερικές επαρχίες της Μ. Ασίας, αντιμετωπίζοντας τις συχνές διαμάχες στρατιωτικών και πολιτικών αρχών, διέταζε τη συγχώνευση των δύο εξουσιών σε μια, η οποία ανατέθηκε σ’ ένα άτομο, που ονομάστηκε Πραίτορας. Η προσοχή του αυτοκράτορα στράφηκε στην Αίγυπτο και κυρίως στην Αλεξάνδρεια, η οποία τροφοδοτούσε την Κωνσταντινούπολη με σιτάρι. Όπως πληροφορούμαστε από μια Νερά, η οργάνωση του εμπορίου στην Αίγυπτο και η αποστολή σιτηρών στην πρωτεύουσα γινόταν με μεγάλη αταξία. Θέλοντας να ανασυγκροτήσει αυτή τη σημαντική έκφανση της ζωής του κράτους, ο Ιουστινιανός τοποθέτησε έναν κρατικό υπάλληλο, τον Αυγουστάλιο (vir spectabilis Augustalis) με στρατιωτική εξουσία στις δύο επαρχίες της Αιγύπτου καθώς και στην Αλεξάνδρεια, την τόσο πυκνοκατοικημένη και ανήσυχη πόλη. Οι συγκεντρωτικές αυτές προσπάθειες που έγιναν στις επαρχίες δεν ήταν σημαντικές, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού.
Ενώ σε μερικές επαρχίες της Ανατολής προσπαθούσε να εφαρμόσει την ιδέα του για συνδυασμό της εξουσίας, ο Ιουστινιανός κράτησε τον παλιό διαχωρισμό στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας στη Δύση και ειδικότερα στις νέες κτήσεις της Β. Αφρικής και της Ιταλίας.
Ο αυτοκράτορας έλπιζε ότι τα πολυάριθμα βεβιασμένα διατάγματά του είχαν διορθώσει όλες τις εσωτερικές ελλείψεις της διοίκησης και ότι «χάρισαν στην αυτοκρατορία, μέσω των λαμπρών του εγχειρημάτων, μια νέα περίοδο ευημερίας». Έκανε όμως λάθος. Όλα μαζί τα διατάγματά του δεν μπορούσαν να αλλάξουν την ανθρωπότητα. Είναι φανερό, από μεταγενέστερα διατάγματα, ότι οι εξεγέρσεις, οι καταχρήσεις και η ερήμωση συνεχίστηκαν. Χρειάστηκε να εκδώσει νέα αυτοκρατορικά διατάγματα για να υπενθυμίσει την ύπαρξή τους στο λαό, ενώ σε μερικές επαρχίες παρουσιάστηκε, σε ορισμένες περιπτώσεις, η ανάγκη να κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος.
Σε στιγμές κατά τις οποίες παρουσιάστηκε έντονη η ανάγκη για χρήματα, ο Ιουστινιανός κατέφευγε στα μεγάλα μέτρα. Πουλούσε αξιώματα σε μεγάλες τιμές και, παρά τις υποσχέσεις του, επέβαλε νέους φόρους, αν και όπως δείχνουν οι Νεαρές του, είχε πλήρη επίγνωση ότι ο λαός αδυνατούσε να τους πληρώσει. Κάτω από την πίεση των οικονομικών δυσκολιών κατέφυγε στη μείωση της αξίας του χρήματος και εξέδωσε εξευτελιστικό νόμισμα. Η πράξη αυτή όμως προκάλεσε τη δυσμένεια του λαού, η οποία έγινε τόσο απειλητική που ανάγκασε σχεδόν αμέσως τον Ιουστινιανό να την ανακαλέσει. Κάθε μέσο χρησιμοποιήθηκε για να γεμίσει το δημόσιο ταμείο «το οποίο», όπως λέει ένας ποιητής του 6ου αιώνα, «έμοιαζε μ’ ένα στομάχι που τρέφει όλα τα μέρη του σώματος». Τα αυστηρά μέτρα, που συνόδευαν τη συλλογή των φόρων, έφταναν σε ακρότητες, με αποτέλεσμα μια καταστροφική επίδραση στον εξαντλημένο πληθυσμό. Όπως γράφει ένας σύγχρονος συγγραφέας της εποχής εκείνης, «μια εισβολή ξένων φαινόταν στους φορολογούμενους λιγότερο τρομερή από την άφιξη των υπαλλήλων του ταμείου του κράτους». Τα χωριά πτώχευσαν και ερημώθηκαν, γιατί οι κάτοικοί τους έφυγαν μακριά από την πίεση του κράτους. Η παραγωγικότητα της γης έφτασε σχεδόν στο μηδέν και σε διάφορα μέρη ξέσπασαν επαναστάσεις.
Γνωρίζοντας ότι η αυτοκρατορία καταστρεφόταν και ότι η οικονομία ήταν το μόνο μέσο σωτηρίας, ο Ιουστινιανός κατέφυγε στις πιο επικίνδυνες λύσεις. Ελάττωσε τον αριθμό του στρατού και συχνά καθυστερούσε την πληρωμή του. Αλλά ο στρατός, τον οποίον αποτελούσαν κυρίως οι μισθοφόροι, συχνά επαναστατούσε εναντίον αυτού του μέτρου, ξεσπώντας στον απροστάτευτο λαό. Η ελάττωση του στρατού είχε και άλλες σοβαρές συνέπειες: άφησε απροστάτευτα τα σύνορα, με αποτέλεσμα να τα διαβούν ελεύθερα οι βάρβαροι, που άρχισαν τις καταστρεπτικές τους λεηλασίες. Τα οχυρά του Ιουστινιανού δεν άντεξαν και μη μπορώντας να αντιταχθεί στους βαρβάρους, με τη δύναμη, ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να τους δωροδοκήσει, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα νέες, μεγάλες δαπάνες. Όπως αναφέρει ο Diehl, η έλλειψη στρατιωτικών οδήγησε σε περισσότερα έξοδα για την εξαγορά του εχθρού.
Όταν σε όλα αυτά προστέθηκαν οι συχνοί λιμοί, οι αρρώστιες και οι σεισμοί, που ενώ κατέστρεφαν το λαό πολλαπλασίασαν συγχρόνως τις ανάγκες του κράτους, η κατάσταση της αυτοκρατορίας στα τέλη της βασιλείας του Ιουστινιανού, έγινε πραγματικά αξιοθρήνητη. Από τις συμφορές αυτές αξίζει να αναφέρουμε την καταστρεπτική πανώλη του 542, η οποία παρουσιάστηκε αρχικά στα σύνορα της Αιγύπτου. Όπως ο Θουκυδίδης μελέτησε την πανώλη των Αθηνών, στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου, έτσι και ο ιστορικός Προκόπιος, που παρακολούθησε την εξέλιξή της στην Κωνσταντινούπολη, δίνει λεπτομέρειες της φύσης και των αποτελεσμάτων της αρρώστιας αυτής. Ξεκινώντας από την Αίγυπτο η μόλυνση απλώθηκε προς τα βόρεια, στην Παλαιστίνη και τη Συρία και τον επόμενο χρόνο έφτασε στην Κωνσταντινούπολη για να απλωθεί κατόπιν στη Μ. Ασία και, μέσω της Μεσοποταμίας, στην Περσία. Περνώντας πάνω από τη θάλασσα, έφτασε στην Ιταλία και τη Σικελία. Στην Κωνσταντινούπολη κράτησε 4 μήνες. Η θνησιμότητα υπήρξε τρομερή. Πόλεις και χωριά εγκαταλείφθηκαν, η γεωργία σταμάτησε και η πείνα, ο πανικός και η φυγή πολλών ανθρώπων, μακριά από τα μολυσμένα μέρη, έφεραν σύγχυση στην αυτοκρατορία. Όλες οι εργασίες της αυλής διακόπηκαν και ο ίδιος ο αυτοκράτορας προσβλήθηκε από την αρρώστια, αν και δεν υπήρξε γι’ αυτόν μοιραία.
Αυτή η περιγραφή αποτελεί μόνο μια συμβολή στη ζοφερή εικόνα που παρουσιάζει το πρώτο διάταγμα του Ιουστίνου Β', το οποίο μιλάει «για το βεβαρημένο με πολλά χρέη και τρομερά φτωχό κρατικό θησαυροφυλάκιο» και «για ένα στρατό που ήταν σε απελπιστική κατάσταση, γεμάτος από ανάγκες κάθε είδους και αδύνατος να αντιμετωπίσει τους βαρβάρους που συχνά χτυπούσαν και λεηλατούσαν την αυτοκρατορία».
Οι προσπάθειες του Ιουστινιανού στον τομέα των διοικητικών μεταρρυθμίσεων απέτυχαν τελείως και η αυτοκρατορία, οικονομικά, είχε φτάσει σχεδόν στην καταστροφή. Υπήρχε στενή σχέση ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική του αυτοκράτορα, επειδή οι εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις του στη Δύση, κατέστρεψαν την Ανατολή και άφησαν στους διαδόχους του μια ενοχλητική κληρονομιά. Όπως αποδεικνύεται από τα πρώτα του διατάγματα, ο Ιουστινιανός θέλησε ειλικρινά να βάλει τάξη στην αυτοκρατορία και να εξυψώσει ηθικά το κράτος. Οι ευγενικές αυτές διαθέσεις του όμως υποχώρησαν μπροστά στον «μιλιταρισμό» που του υπαγόρευε η αντίληψη που είχε, ως κληρονόμος των Ρωμαίων Καισάρων, για τα καθήκοντά του.
ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΤΑ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ
Η εποχή του Ιουστινιανού άφησε ζωηρά ίχνη στην ιστορία του εμπορίου του Βυζαντίου. Την εποχή του Χριστιανισμού, όπως και την εποχή της ειδωλολατρικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το εμπόριο διεξαγόταν κυρίως με την Ανατολή. Τα πιο σπάνια και πιο πλούσια εμπορεύματα έφταναν από τις μακρινές χώρες της Κίνας και της Ινδίας. Η Δυτική Ευρώπη των αρχών του Μεσαίωνα, την περίοδο του σχηματισμού των νέων Γερμανικών κρατών (μερικά από τα οποία είχαν κατακτηθεί από τους στρατηγούς του Ιουστινιανού) ζούσε κάτω από συνθήκες τελείως ακατάλληλες για την ανάπτυξη αυτόνομης οικονομικής ζωής. Η Ανατολική αυτοκρατορία, με την πρωτεύουσά της τοποθετημένη σε τόσο πλεονεκτική θέση, έγινε, χάρη στην κατάλληλη διαμόρφωση της κατάστασης, ο μεσάζων μεταξύ Ανατολής και Δύσης και κράτησε τη θέση αυτή μέχρι την περίοδο των Σταυροφοριών.
Οι εμπορικές όμως σχέσεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας με τους λαούς της Άπω Ανατολής δεν ήταν άμεσες, επειδή, στην περίπτωση αυτή, ενεργούσε ως μεσάζων η αυτοκρατορία της Περσίας, που είχε μεγάλα οφέλη από τις εμπορικές συναλλαγές των εμπόρων του Βυζαντίου. Την εποχή αυτή υπήρχαν δύο κύριοι εμπορικοί δρόμοι: ένας δια ξηράς και άλλος δια θαλάσσης. Ο δια ξηράς δρόμος των καραβανιών οδηγούσε από τα δυτικά σύνορα της Κίνας στα περσικά σύνορα, όπου τα εμπορεύματα μεταφέρονταν από Κινέζους εμπόρους στους εμπόρους της Περσίας, οι οποίοι πάλι τα μετέφεραν στα τελωνεία των συνόρων του Βυζαντίου. Ο θαλάσσιος δρόμος ήταν ο εξής: Κινέζοι έμποροι μετέφεραν με πλοία τα εμπορεύματά τους μέχρι την Κεϋλάνη (σημερινή Σρι Λάνκα), στα νότια της ινδικής χερσονήσου. Εκεί τα κινέζικα εμπορεύματα φορτώνονταν σε περσικά πλοία, που μετέφεραν το φορτίο τους μέσω του Ινδικού ωκεανού και του Περσικού κόλπου στις εκβολές του Τίγρη και του Ευφράτη, από όπου διαβιβάζονταν μέσω του Ευφράτη στο Βυζαντινό τελωνείο, που βρισκόταν στον ποταμό αυτό. Συνεπώς το εμπόριο μεταξύ Βυζαντίου και Ανατολής εξαρτιόταν από τις υφιστάμενες σχέσεις μεταξύ αυτοκρατορίας και Περσίας και με δεδομένο ότι οι πόλεμοι με την Περσία αποτελούσαν σύνηθες φαινόμενο της ζωής της αυτοκρατορίας, οι εμπορικές σχέσεις με την Ανατολή διεξάγονταν δύσκολα και συχνά διακόπτονταν. Το κύριο εμπόρευμα ήταν το μετάξι της Κίνας, που η κατασκευή του φυλασσόταν μυστική στην Κίνα. Λόγω των δυσκολιών της παραγωγής, οι τιμές στις οποίες έφτασε το μετάξι και τα σχετικά με αυτό είδη (που ήταν περιζήτητα στις αγορές του Βυζαντίου) ήταν μερικές φορές απίστευτες. Εκτός από το μετάξι τους, η Κίνα και η Ινδία εξήγαγαν στη Δύση αρώματα, καρυκεύματα, βαμβάκι, πολύτιμους λίθους και άλλα απαραίτητα προϊόντα για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Ο Ιουστινιανός μη θέλοντας να δεχθεί την οικονομική εξάρτηση του Βυζαντίου από την Περσία, έβαλε ως σκοπό του να βρει έναν εμπορικό δρόμο προς την Κίνα και την Ινδία που θα βρισκόταν μακριά από την επιρροή της Περσίας.
ΚΟΣΜΑΣ ΙΝΔΙΚΟΠΛΕΥΣΤΗΣ
Την περίοδο αυτή δημοσιεύτηκε ένα σπουδαίο φιλολογικό έργο, η «Χριστιανική Τοπογραφία ή Κοσμογραφία», που γράφτηκε από τον Κοσμά τον Ινδικοπλεύστη, στα μέσα του 6ου αιώνα. Το έργο αυτό είναι εξαιρετικής σημασίας, λόγω των πληροφοριών που περιέχει σχετικά με τη γεωγραφία των «Λεκανών» της Ερυθράς θάλασσας και του Ινδικού ωκεανού, καθώς και με τις εμπορικές σχέσεις με την Ινδία και την Κίνα.
Ο Κοσμάς γεννήθηκε στην Αίγυπτο, πιθανόν στην Αλεξάνδρεια. Ασχολήθηκε με το εμπόριο από τα νεανικά του χρόνια, αλλά μένοντας ανικανοποίητος με τις εμπορικές συνθήκες της χώρας του, έκανε αρκετά μακρινά ταξίδια στη διάρκεια των οποίων επισκέφτηκε τις ακτές της Ερυθράς θάλασσας, τη Χερσόνησο του Σινά, την Αιθιοπία και έφτασε ίσως μέχρι την Κεϋλάνη. Ήταν χριστιανός – Νεστοριανός και αργότερα έγινε μοναχός. Το ελληνικό του επίθετο Ινδικοπλεύστης βρίσκεται ακόμα και στις παλαιότερες εκδόσεις του έργου του.
Κύριος σκοπός της «Χριστιανικής Τοπογραφίας» είναι να αποδείξει στους Χριστιανούς ότι, παρά το σύστημα του Πτολεμαίου, το σχήμα της γης δεν είναι σφαιρικό αλλά επίμηκες, όπως το ιερό του Ναού του Μωυσή, ενώ το σύμπαν είναι ανάλογο στη μορφή με το Ναό. Η μεγάλη όμως ιστορική σημασία του έργου αυτού έγκειται στις πληροφορίες που μας δίνει σχετικά με τη γεωγραφία και το εμπόριο. Ο συγγραφέας πληροφορεί ευσυνείδητα τον αναγνώστη για τις πηγές που χρησιμοποιεί και που αξιοποιεί προσεκτικά. Κάνει διάκριση ανάμεσα στις προσωπικές του παρατηρήσεις (ως αυτόπτη μάρτυρα) και στις πληροφορίες που παίρνει από άλλους αυτόπτες μάρτυρες ή στα γεγονότα που έμαθε από άλλους. Με βάση την προσωπική του πείρα περιγράφει τα ανάκτορα του βασιλιά της Αιθιοπίας, στην πόλη Αζώμη, ενώ συγχρόνως αποδίδει με ακρίβεια διάφορες ενδιαφέρουσες επιγραφές της Νουβίας και των ακτών της Ερυθράς θάλασσας. Μιλάει επίσης για τα ζώα της Ινδίας και της Αφρικής και (το πιο σπουδαίο από όλα) δίνει αξιόλογες πληροφορίες για την Κεϋλάνη, εξηγώντας την εμπορική της σημασία, για τις αρχές του Μεσαίωνα. Όπως φαίνεται από την περιγραφή αυτή, τον 6ο αιώνα η Κεϋλάνη ήταν το κέντρο του διεθνούς εμπορίου μεταξύ Κίνας αφενός και Ανατολικής Αφρικής, Περσίας και (μέσω Περσίας) Βυζαντίου αφετέρου. Όπως λέει ο Κοσμάς «στο νησί αυτό, τοποθετημένο όπως είναι σε μια κεντρική θέση, συχνάζουν πολύ πλοία που προέρχονται από όλα τα μέρη των Ινδιών, της Περσίας και της Αιθιοπίας». Οι Πέρσες χριστιανοί που έμεναν μόνιμα στο νησί αυτό ήταν Νεστοριανοί και είχαν την Εκκλησία τους και τον κλήρο τους.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι, παρά την έλλειψη άμεσων σχέσεων Βυζαντίου κι Ινδίας, παρουσιάστηκαν βυζαντινά νομίσματα της εποχής του Μ. Κωνσταντίνου στις αγορές της Ινδίας, τα οποία μετέφεραν πιθανόν εκεί οι μεσάζοντες Πέρσες και Αιθίοπες και όχι οι έμποροι του Βυζαντίου. Νομίσματα με τα ονόματα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων του 4ου, 5ου και 6ου αιώνα (Αρκαδίου, Θεοδοσίου, Μαρκιανού, Λέοντος Α', Ζήνωνος, Αναστασίου Α', Ιουστίνου Α') έχουν βρεθεί στις νότιες και βόρειες Ινδίες. Στη διεθνή οικονομική ζωή του 6ου αιώνα, η Βυζαντινή αυτοκρατορία έπαιζε ένα μεγάλο και σημαντικό ρόλο, με αποτέλεσμα, όπως λέει ο Κοσμάς, «να διεξάγουν όλα τα έθνη, από τη μια άκρη της γης ως την άλλη, το εμπόριό τους με ρωμαϊκά χρήματα (το χρυσό νόμισμα του Βυζαντίου). Τα χρήματα αυτά τα έβλεπαν όλοι οι άνθρωποι με θαυμασμό, δεδομένου ότι δεν υπήρχε άλλη χώρα που να διαθέτει παρόμοια χρήματα».
Ο Κοσμάς αναφέρει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που δείχνει το βαθύ σεβασμό, τον οποίον ενέπνεε στην Ινδία το βυζαντινό, χρυσό νόμισμα:
Ο βασιλιάς της Κεϋλάνης, αφού δέχτηκε ένα βυζαντινό έμπορο, τον Σώπατρο, και μερικούς Πέρσες σε ακρόαση, τους είπε να καθίσουν και τους ρώτησε: «Σε ποια κατάσταση βρίσκονται οι χώρες σας και πώς είναι τα πράγματα εκεί;» «Πολύ καλά», απάντησαν οι έμποροι. Και η συζήτηση συνεχίστηκε. Σε λίγο ρώτησε πάλι ο βασιλιάς: «Ποιος από τους βασιλείς σας είναι ο πιο μεγάλος και ο πιο δυνατός;» Ο πιο ηλικιωμένος από τους Πέρσες βιάστηκε να απαντήσει: «Ο βασιλιάς μας είναι ο μεγαλύτερος, ο δυνατότερος και ο πλουσιότερος. Είναι πραγματικά βασιλιάς των βασιλέων και μπορεί να κάνει ό,τι θέλει». Ο Σώπατρος έμεινε σιωπηλός, μέχρι που ο βασιλιάς τον ρώτησε: «Εσύ, Ρωμαίε, δεν έχεις τίποτε να πεις;» Τότε απάντησε: «Τι να πω, όταν ο άλλος είπε τόσα πράγματα; Αλλά αν θέλεις να μάθεις την αλήθεια, έχεις παρόντες τους δύο βασιλείς. Εξέτασέ τους τον καθένα χωριστά και θα δεις ποιος από τους δύο είναι μεγαλύτερος και δυνατότερος». Ο βασιλιάς ακούγοντας αυτά τα λόγια απόρησε και ρώτησε: «Πώς λες ότι έχω και τους δύο βασιλείς εδώ;» «Έχεις τα χρήματα και των δύο», απάντησε ο Σώπατρος, «το νόμισμα του ενός και τη δραχμή του άλλου. Μελέτησε τη μορφή του καθενός και θα δεις την αλήθεια…» Αφού εξέτασε τα νομίσματα, ο βασιλιάς είπε ότι οι Ρωμαίοι ήταν ασφαλώς ένας λαμπρός, δυναμικός και οξύνους λαός και διέταξε να δοθεί μεγάλη τιμή στον Σώπατρο, τον οποίον, αφού ανέβασαν σ’ έναν ελέφαντα, περιέφεραν στην πόλη, ενώ συγχρόνως κτυπούσαν θριαμβευτικά τα τύμπανα. Τα περιστατικά αυτά τα διηγήθηκε ο ίδιος ο Σώπατρος και οι συνοδοί του. Και καθώς διηγούνταν την ιστορία αυτή, ο Πέρσης φαινόταν βαθιά πικραμένος για ό,τι είχε συμβεί.
Εκτός από την ιστορική και γεωγραφική του σημασία, το έργο του Κοσμά έχει και καλλιτεχνική αξία λόγω των πολλών εικόνων (μινιατούρες) που περιέχει. Πιθανόν μάλιστα να έχει επεξεργαστεί ο ίδιος ο συγγραφέας μερικές από τις εικόνες αυτές. Το πρωτότυπο χειρόγραφο του 6ου αιώνα δεν έχει διασωθεί, αλλά τα μεταγενέστερα κείμενα της «Χριστιανικής Τοπογραφίας» περιέχουν αντίτυπα των πρωτότυπων εικόνων και συνεπώς είναι χρήσιμα ως πηγές για την ιστορία της αρχαίας βυζαντινής (και μάλιστα της αλεξανδρινής) τέχνης. Όπως λέει ο N. P. Kondakov, «οι μινιατούρες που βρίσκονται στο έργο του Κοσμά είναι (αν εξαιρέσει κανείς μερικά από τα μωσαϊκά της Ραβέννας) τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα της βυζαντινής τέχνης της εποχής του Ιουστινιανού και μάλιστα της πιο λαμπρής περιόδου της βασιλείας του».
Το έργο του Κοσμά μεταφράστηκε αργότερα στα σλάβικα και διαδόθηκε πολύ στους Σλάβους. Υπάρχουν πολλές ρωσικές εκδόσεις της «Χριστιανικής Τοπογραφίας», συμπληρωμένες με το πορτραίτο του Κοσμά Ινδικοπλεύστη και με πολλές εικόνες και μινιατούρες, που είναι πολύ σπουδαίες για την ιστορία της παλαιάς ρωσικής τέχνης.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ
Ο Ιουστινιανός έβαλε ως σκοπό του να ελευθερώσει το εμπόριο του Βυζαντίου από την εξάρτησή του από την Περσία, πράγμα που συνεπαγόταν την κατευθείαν επαφή με την Ινδία, μέσω της Ερυθράς θάλασσας. Στη ΒΑ πλευρά της Ερυθράς θάλασσας (στον κόλπο της Άκαμπα) βρισκόταν το βυζαντινό λιμάνι Ayla, από όπου τα ινδικά εμπορεύματα μπορούσαν να μεταφερθούν, δια ξηράς μέσω Παλαιστίνης και Συρίας στη Μεσόγειο θάλασσα. Ένα άλλο λιμάνι, κοντά στο σημερινό Σουέζ, βρισκόταν στις ΒΔ ακτές της Ερυθράς θάλασσας, ενώ συγχρόνως ερχόταν σε απευθείας επαφή με τη Μεσόγειο. Σ’ ένα από τα νησιά, στην είσοδο του κόλπου της Άκαμπα, κοντά στη νότια άκρη της χερσονήσου του Σινά, ιδρύθηκε ένα τελωνείο, στη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, για τα πλοία που περνούσαν από εκεί. Αλλά ο αριθμός των βυζαντινών πλοίων που ήταν στην Ερυθρά θάλασσα δεν αρκούσε για τη διεξαγωγή ενός κανονικού εμπορίου. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τον Ιουστινιανό να αποκαταστήσει στενές σχέσεις με τους χριστιανούς Αιθίοπες του βασιλείου της Αζώμης και να τους προτρέψει να αγοράσουν μετάξι από την Ινδία και μετά να το μεταπωλήσουν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Επιθυμούσε δηλαδή να χρησιμοποιήσει τους Αιθίοπες ως μεσάζοντες μεταξύ Βυζαντίου και της Ινδίας, όπως ακριβώς είχαν μέχρι τότε χρησιμοποιηθεί οι Πέρσες. Αλλά οι προσπάθειες αυτές δεν πέτυχαν επειδή οι Αιθίοπες έμποροι δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν του Πέρσες, με αποτέλεσμα να παραμένει το μονοπώλιο του μεταξιού στα χέρια των εμπόρων της Περσίας. Τελικά ο Ιουστινιανός δεν πέτυχε να ανοίξει νέους δρόμους άμεσης εμπορικής συναλλαγής με την Ανατολή. Σε καιρούς ειρήνης, οι Πέρσες παρέμεναν οι μεσάζοντες του πιο σημαντικού εμπορίου, συνεχίζοντας έτσι τα μεγάλα τους κέρδη.
Γρήγορα όμως παρουσιάστηκε μια ευκαιρία που βοήθησε τον Ιουστινιανό να λύσει το σπουδαίο πρόβλημα του εμπορίου του μεταξιού. Κάποιος ή κάποιοι πέτυχαν να κλέψουν το μυστικό των Κινέζων και να φέρουν κρυφά στο Βυζάντιο αυγά που αποτέλεσαν τη βάση μιας νέας βιομηχανίας για τους Έλληνες, η οποία προόδευσε πολύ γρήγορα. Μεγάλες εκτάσεις καλλιεργήθηκαν με μουριές, ενώ συγχρόνως δημιουργήθηκαν πολλά εργοστάσια για την επεξεργασία του μεταξιού. Το πιο σπουδαίο από αυτά τα εργοστάσια ήταν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ άλλα βρίσκονταν στις πόλεις της Συρίας, Βηρυτό, Τύρο και Αντιόχεια, καθώς και αργότερα στην Ελλάδα, κυρίως στη Θήβα. Υπήρχε επίσης ένα εργοστάσιο στην Αίγυπτο, επειδή στην Κωνσταντινούπολη πωλούνταν αιγυπτιακά φορέματα. Η βιομηχανία του μεταξιού έγινε κρατικό μονοπώλιο, αποδίδοντας στο κράτος μεγάλα εισοδήματα, που όμως δεν ήταν αρκετά για να βελτιώσουν την κρίσιμη οικονομική κατάσταση της αυτοκρατορίας. Το μετάξι του Βυζαντίου και τα σχετικά με αυτό είδη μεταφέρονταν σε όλα τα μέρη της Δ. Ευρώπης και στόλιζαν τα παλάτια των βασιλέων της Δύσης και τα κτίρια των πλούσιων εμπόρων. Όλα αυτά επέφεραν πολύ σημαντικές μεταβολές στο εμπόριο της εποχής του Ιουστινιανού και ο διάδοχός του Ιουστίνος Β' μπορούσε να δείξει τελείως ελεύθερα σ’ έναν Τούρκο πρέσβη, που επισκέφτηκε την αυλή του, την όλη βιομηχανία.
Ο Ιουστινιανός ανέλαβε το κολοσσιαίο έργο να προστατεύσει την αυτοκρατορία από τις επιθέσεις των εχθρών, κατασκευάζοντας αρκετά οχυρά και καλά προστατευμένες συνοριακές γραμμές. Μέσα σε λίγα χρόνια ανήγειρε σε όλα τα σύνορα της αυτοκρατορίας μια σχεδόν αδιαπέραστη γραμμή οχυρών (Καστέλια) στη Β. Αφρική, στις ακτές του Δούναβη και του Ευφράτη, στα βουνά της Αρμενίας και στη μακρινή χερσόνησο της Κριμαίας, ανασυγκροτώντας έτσι και αυξάνοντας το αξιόλογο αμυντικό σύστημα που η Ρώμη είχε δημιουργήσει παλαιότερα. Με το έργο αυτό ο Ιουστινιανός (κατά των Προκόπιο) «έσωσε την αυτοκρατορία». «Εάν επρόκειτο να μετρήσουμε τα οχυρά», γράφει ο Προκόπιος, «τα οποία ανήγειρε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, είμαι βέβαιος ότι ο αριθμός τους θα φαινόταν, σ’ εκείνους που ζουν σε μακρινές χώρες και δεν μπορούν να εξακριβώσουν προσωπικά όσα λέω, μυθώδης και τελείως απίστευτος». Ακόμα και σήμερα τα υπολείμματα πολλών οχυρών των συνόρων της παλαιάς Βυζαντινής αυτοκρατορίας εκπλήττουν τον σύγχρονο ταξιδιώτη.Ο Ιουστινιανός δεν περιορίστηκε μόνο στην κατασκευή οχυρών. Σαν χριστιανός αυτοκράτορας, φρόντισε για την κατασκευή πολλών ναών, από τους οποίους ο ασύγκριτος ναός της Αγίας Σοφίας (για τον οποίον θα μιλήσουμε παρακάτω) παραμένει ένας σταθμός για την ιστορία της βυζαντινής τέχνης. Παντού έκτιζε. Ακόμα και στα βουνά της μακρινής Κριμαίας, όπου έκτισε (στο κέντρο της αποικίας των Γότθων) μια μεγάλη εκκλησία, στην οποία έχει χαραχτεί μια επιγραφή με το όνομά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου