6/10/10

Άμεσοι διάδοχοι του Ιουστινιανού [15]

Όταν η δυναμική φυσιογνωμία του Ιουστινιανού εξέλιπε, όλο το τεχνικό σύστημα της διοίκησής του, που για ένα χρονικό διάστημα ισορρόπησε την αυτοκρατορία, καταστράφηκε. «Όταν πέθανε», λέει ο Bury, «οι άνεμοι ελευθερώθηκαν από τη φυλακή οι διαλυτικοί παράγοντες άρχισαν να δρουν με όλη τους τη δύναμη, το τεχνικό σύστημα κατέρρευσε και η μεταμόρφωση της αυτοκρατορίας, η οποία ασφαλώς για αρκετό διάστημα είχε προοδεύσει... τώρα άρχισε να προχωρεί γρήγορα και αισθητά».
Η περίοδος μεταξύ 565 και 610 ανήκει στις πιο ατυχείς περιόδους της Βυζαντινής ιστορίας. Κατά τη διάρκειά της βασίλευαν παντού η αναρχία, η φτώχεια και οι αρρώστιες. Η ανωμαλία της περιόδου αυτής έκανε τον Ιωάννη της Εφέσου (ιστορικό της εποχής του Ιουστίνου Β') να μιλάει για το τέλος του κόσμου.
«Ίσως δεν υπάρχει άλλη περίοδος της ιστορίας», λέει ο Finlay, «κατά την οποία η κοινωνία βρισκόταν σε μια τέτοια κατάσταση διεθνούς ηθικής αποσύνθεσης». Τα γεγονότα όμως της περιόδου αυτής δείχνουν ότι η φοβερή αυτή εικόνα αποτελεί κάποια υπερβολή και ότι πρέπει να διορθωθεί.
Τον Ιουστινιανό διαδέχθηκαν ο Ιουστίνος Β', ο νεώτερος (565-578), ο Τιβέριος Β' (578-582), ο Μαυρίκιος (582-602) και ο Φωκάς (602-610). Ο πιο σπουδαίος απ’ αυτούς τους τέσσερις αυτοκράτορες υπήρξε ο ενεργητικός στρατιώτης και ικανός ηγέτης Μαυρίκιος. Η σύζυγος του Ιουστίνου Β', Σοφία, που με τη δυνατή της θέληση, έμοιαζε πολύ της Θεοδώρας, επηρέαζε πολύ τις υποθέσεις του κράτους.
Τα πιο σημαντικά γεγονότα της εξωτερικής ζωής της αυτοκρατορίας, την περίοδο αυτή, ήταν ο Περσικός πόλεμος, ο αγώνας με τους Σλάβους και τους Αβάρους στη Βαλκανική χερσόνησο και η κατοχή της Ιταλίας από τους Λογγοβάρδους. Όσον αφορά την εσωτερική ζωή της αυτοκρατορίας, έχουμε να παρατηρήσουμε δύο σημαντικά γεγονότα: τη σταθερή ορθόδοξη τακτική των αυτοκρατόρων και τον σχηματισμό δύο Εξαρχόντων.

ΟΙ ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
Η «πεντηκονταετής» ειρήνη, που είχε κάνει με την Περσία ο Ιουστινιανός, διακόπηκε το 562 ύστερα από άρνηση του Ιουστίνου να συνεχίσει την πληρωμή χρημάτων. Η κοινή εχθρότητα προς την Περσία συντέλεσε στην ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και των Τούρκων, που είχαν εμφανιστεί λίγο νωρίτερα στη δυτική Ασία, στις ακτές της Κασπίας θάλασσας. Κατείχαν την περιοχή μεταξύ Κίνας και Περσίας, θεωρώντας τους Πέρσες ως τους κύριους εχθρούς. Τούρκοι πρεσβευτές διέσχισαν τα βουνά του Καυκάσου και, ύστερα από ένα μεγάλο ταξίδι, έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και τους έγινε μια εξαιρετική υποδοχή. Αμέσως άρχισαν να δημιουργούνται σχέδια για μια αμυντική κι επιθετική Τουρκο-βυζαντινή συμμαχία κατά της Περσίας. Η τουρκική πρεσβεία έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση στην κυβέρνηση του Βυζαντίου, προσφέροντας τη μεσολάβηση των Τούρκων για το εμπόριο με την Κίνα, προσφέροντας δηλαδή εκείνο που τόσο ζητούσε ο Ιουστινιανός, με μόνη τη διαφορά ότι, ενώ ο Ιουστινιανός έλπιζε να τακτοποιήσει το ζήτημα αυτό μέσω ενός θαλάσσιου δρόμου, στο νότο, με τη βοήθεια των Αιθιόπων, οι Τούρκοι πρόσφεραν το βόρειο, δια ξηράς, δρόμο. Οι συζητήσεις όμως για τη δημιουργία συμμαχίας για μια συνδυασμένη δράση κατά της Περσίας δεν καρποφόρησαν, επειδή η Βυζαντινή αυτοκρατορία στα τέλη του 6ου αιώνα ήταν απασχολημένη με τα ζητήματα της Δύσης και κυρίως με την Ιταλία, όπου επιτίθονταν οι Λογγοβάρδοι. Εκτός απ’ αυτό, ο Ιουστίνος θεωρούσε τις στρατιωτικές δυνάμεις των Τούρκων ανεπαρκείς.
Το αποτέλεσμα της σύντομης Ρωμαιο-τουρκικής φιλίας, υπήρξε η ένταση των σχέσεων Βυζαντίου και Περσίας. Στη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστίνου, του Τιβερίου και του Μαυρίκιου υπήρχε σχεδόν συνεχώς εμπόλεμη κατάσταση με τους Πέρσες, και μάλιστα στη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστίνου Β' ο πόλεμος υπήρξε πολύ ατυχής για το Βυζάντιο. Η πολιορκία γύρω από τη Νισίβη εγκαταλείφθηκε, οι Άβαροι (προερχόμενοι πέρα από τον Δούναβη) εισέβαλαν στις βυζαντινές επαρχίες της Βαλκανικής και το Δάρας, μια σπουδαία οχυρωμένη συνοριακή πόλη, μετά από 6 μηνών πολιορκία, ήρθε στην κατοχή των Περσών. Η απώλεια αυτή επηρέασε πολύ τον Ιουστίνο, που παραφρόνησε. Και μόνο χάρη στην αυτοκράτειρα Σοφία, η οποία πλήρωσε 45.000 κομμάτια χρυσού, κατορθώθηκε μια ανακωχή ενός έτους (574). Ένα χρονικό της Συρίας, του 12ου αιώνα, με βάση φυσικά μια παλαιότερη πηγή, παρατηρεί ότι «όταν ο αυτοκράτορας έμαθε ότι το Δάρας έπεσε... απελπίστηκε και διέταξε να κλείσουν τα καταστήματα και να σταματήσει το εμπόριο».
Ο περσικός πόλεμος, επί Τιβερίου και Μαυρικίου, υπήρξε πιο επιτυχής για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, χάρη στο ότι η ικανότητα του Μαυρικίου ενισχύθηκε και από εσωτερικές ανωμαλίες της Περσίας. Η συνθήκη ειρήνης, την οποία πέτυχε ο Μαυρίκιος, είναι πολύ σπουδαία: η περσική Αρμενία και η ανατολική Μεσοποταμία (μαζί και με την πόλη Δάρας) παραχωρούνταν στο Βυζάντιο, ο ταπεινωτικός όρος πληρωμής χρημάτων καταργείτο και, τελικά, η αυτοκρατορία, ελεύθερη από την περσική απειλή, μπορούσε να συγκεντρώσει την προσοχή της στις υποθέσεις των Αβάρων και των Σλάβων στη Βαλκανική χερσόνησο.
Ένας άλλος πόλεμος με την Περσία άρχισε στη διάρκεια της βασιλείας του Φωκά, αλλά ο πόλεμος αυτός δεν αναφέρεται εδώ, επειδή, ενώ υπήρξε σημαντικός για την αυτοκρατορία, δεν τέλειωσε μέχρι την εποχή του Ηράκλειου.

ΣΛΑΒΟΙ ΚΑΙ ΑΒΑΡΟΙ
Μετά το θάνατο του Ιουστινιανού συνέβηκαν πολύ σπουδαία γεγονότα στη Βαλκανική χερσόνησο, τα οποία δυστυχώς δεν γνωρίζουμε πολύ καλά λόγω του ελλιπούς πληροφοριακού υλικού.
Στη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού οι Σλάβοι, συχνά επιτίθονταν κατά των επαρχιών της Βαλκανικής χερσονήσου, εισχωρώντας μακριά, προς το νότο και απειλώντας μερικές φορές ακόμα και τη Θεσσαλονίκη. Οι εισβολές αυτές συνεχίστηκαν και μετά το θάνατο του Ιουστινιανού. Υπήρχαν τότε στις επαρχίες του Βυζαντίου αρκετοί Σλάβοι, οι οποίοι σιγά - σιγά κατέλαβαν τη χερσόνησο, βοηθούμενοι από τους Αβάρους, λαό τουρκικής προέλευσης, που ζούσε την εποχή αυτή στην Παννονία. Οι Σλάβοι και οι Άβαροι απείλησαν την πρωτεύουσα και τις ακτές της θάλασσας του Μαρμαρά και το Αιγαίο και εισχώρησαν στην Ελλάδα μέχρι την Πελοπόννησο. Η φήμη των εισβολών αυτών έφτασε στην Αίγυπτο όπου ο Ιωάννης, επίσκοπος Νικίου, έγραφε, τον 7ο αιώνα, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φωκά: «Αναφέρεται ότι οι βασιλείς της εποχής αυτής, με τη βοήθεια των βαρβάρων, των ξένων εθνών και των Ιλλυριών, λεηλάτησαν τις πόλεις των Χριστιανών αιχμαλωτίζοντας τους πληθυσμούς τους και ότι δε σώθηκε καμιά πόλη, εκτός από τη Θεσσαλονίκη, της οποίας τα τείχη ήταν πολύ ισχυρά και που έμεινε με τη βοήθεια του Θεού ελεύθερη». Ένας Γερμανός επιστήμονας του 19ου αιώνα, ανέπτυξε τη θεωρία ότι στα τέλη του 6ου αιώνα οι Έλληνες καταστράφηκαν τελείως από τους Σλάβους. Οι σχετικές με το πρόβλημα της εγκατάστασης των Σλάβων στη Βαλκανική χερσόνησο μελέτες, στηρίζονται πολύ στις «Πράξεις» του υπερασπιστή της Θεσσαλονίκης μάρτυρος Δημητρίου.
Στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αιώνα, η επίμονη κίνηση των Σλάβων και Αβάρων, που ο στρατός του Βυζαντίου δεν μπορούσε να σταματήσει, δημιούργησε μια βαθιά εθνογραφική αλλαγή στη χερσόνησο, η οποία κατοικήθηκε σε μεγάλη έκταση από Σλάβους αποίκους. Οι συγγραφείς της περιόδου αυτής γνώριζαν πολύ λίγο τις βόρειες φυλές γενικά και δεν ξεχώριζαν τους Σλάβους από τους Αβάρους, επειδή κτυπούσαν την αυτοκρατορία από κοινού.
Μετά το θάνατο του Ιουστινιανού, η Ιταλία υποστηριζόταν ανεπαρκώς κατά των επιθέσεων των εχθρών, πράγμα που εξηγεί τη γρήγορη και εύκολη κατάκτησή της από μια νέα γερμανική φυλή, τους Λογγοβάρδους, οι οποίοι παρουσιάστηκαν λίγα μόνο χρόνια, αφού ο Ιουστινιανός κατέστρεψε το βασίλειο των Οστρογότθων.
Στα μέσα του 6ου αιώνα οι Λογγοβάρδοι, ενωμένοι με τους Αβάρους, κατέστρεψαν το βασίλειο της βάρβαρης φυλής των Γέπιδων, που ήταν στον μέσο Δούναβη. Αργότερα, φοβούμενοι τους συμμάχους τους, κινήθηκαν από την Παννονία προς την Ιταλία, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, υπό την αρχηγία του βασιλιά τους (Konung). Αποτελούνταν από διάφορες φυλές, ανάμεσα στις οποίες ήταν αρκετοί Σάξονες.
Όπως αναφέρει η παράδοση, ο στρατηγός του Ιουστινιανού και διοικητής της Ιταλίας, Ναρσής, είναι εκείνος που προσκάλεσε τους Λογγοβάρδους στην Ιταλία. Η κατηγορία αυτή όμως είναι ανακριβής. Ο Ναρσής, όταν έγινε αυτοκράτορας ο Ιουστίνος Β', παραιτήθηκε λόγω της ηλικίας του και πέθανε ύστερα από λίγο καιρό στη Ρώμη.
Το 568 οι Λογγοβάρδοι μπήκαν στη βόρεια Ιταλία. Άγριοι και βάρβαροι, όπως ήταν, λεηλάτησαν όλα τα μέρη από όπου πέρασαν και σύντομα κατέλαβαν τη Β. Ιταλία, η οποία έγινε γνωστή ως Λομβαρδία. Ο διοικητής της Ιταλίας, μην έχοντας τα μέσα να αντισταθεί, έμεινε κλεισμένος στη Ραβέννα, την οποία προσπέρασαν οι βάρβαροι καθώς προχωρούσαν προς τα νότια. Οι μεγάλες τους ορδές απλώθηκαν σχεδόν σ’ όλη τη χερσόνησο, υποδουλώνοντας με μεγάλη ευκολία όλες τις απροστάτευτες πόλεις. Έφτασαν στη Ν. Ιταλία και γρήγορα κατέλαβαν το Βενεβέντο.[1] Αν και δεν κατέλαβαν τη Ρώμη, κύκλωσαν την επαρχία της Ρώμης από τρία μέρη: από τον βορρά, την ανατολή και το νότο. Έκοψαν κάθε επαφή της με τη Ραβέννα έτσι ώστε η Ρώμη να μην μπορεί να περιμένει βοήθεια, επειδή ήταν ακόμα πιο δύσκολο να σταλεί βοήθεια από τους απομακρυσμένους ηγέτες της Κωνσταντινούπολης, που αντιμετώπιζαν μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της ιστορίας της Ανατολής. Οι Λογγοβάρδοι γρήγορα ίδρυσαν στην Ιταλία ένα μεγάλο γερμανικό βασίλειο. Ο Τιβέριος και ακόμα πιο έντονα ο Μαυρίκιος προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια συμμαχία με τον Φράγκο βασιλιά Childebert II (570-595), ελπίζοντας να τον πείσουν να χτυπήσει τους Λογγοβάρδους στην Ιταλία, αλλά η προσπάθειά τους απέτυχε. Αντηλλάγησαν πολλές πρεσβείες κι ο Φράγκος βασιλιάς έστειλε πολλές φορές στρατό στην Ιταλία, όχι για να βοηθήσει τον Μαυρίκιο, αλλά μάλλον για να αποκτήσει και πάλι, για τον εαυτό του, τις παλιές κτήσεις των Φράγκων. Χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 150 χρόνια πριν οι βασιλείς των Φράγκων κατορθώσουν να καταστρέψουν, ύστερα από έκκληση του Πάπα όμως και όχι του αυτοκράτορα, την κυριαρχία των Λογγοβάρδων στην Ιταλία. Η Ρώμη, εγκαταλελειμμένη στην τύχη της, αφού απέκρουσε περισσότερες από μια πολιορκίες των Λογγοβάρδων, βρήκε τον υπερασπιστή της στο πρόσωπο του Πάπα, ο οποίος ήταν αναγκασμένος όχι μόνο να φροντίζει για την πνευματική ζωή του ποιμνίου του, αλλά και να οργανώνει την άμυνα της πόλης εναντίον των Λογγοβάρδων. Την εποχή αυτή, στα τέλη του 6ου αιώνα, η Ρωμαϊκή εκκλησία παρουσίασε έναν από τους πιο αξιόλογους ηγέτες της, τον Πάπα Γρηγόριο Α', τον Μεγάλο. Υπήρξε αρχικά παπικός αποκρισάρης ή νούντσιος[2] στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμεινε περίπου 6 χρόνια δίχως να κατορθώσει να μάθει ούτε τα βασικά στοιχεία της ελληνικής γλώσσας. Παρά τη δυσκολία του αυτή όμως, ήξερε πολύ καλά τη ζωή και την τακτική της Κωνσταντινούπολης.
Οι επιτυχίες των Λογγοβάρδων στην Ιταλία δείχνουν καθαρά την αποτυχία της εξωτερικής πολιτικής του Ιουστινιανού, στη Δύση, όπου η αυτοκρατορία δεν μπορούσε να διατηρεί αρκετές δυνάμεις για να συγκρατεί το βασίλειο των Οστρογότθων που κατέκτησε. Θεμελίωσαν επίσης τη βαθμιαία απομάκρυνση της Ιταλίας από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και την εξασθένηση της πολιτικής εξουσίας του αυτοκράτορα στην Ιταλία.

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Οι διάδοχοι του Ιουστινιανού υποστήριξαν την Ορθοδοξία και μερικές φορές, όπως συνέβηκε επί Ιουστίνου Β', οι Μονοφυσίτες υπέστησαν σοβαρούς διωγμούς. Οι σχέσεις μεταξύ Βυζαντινής αυτοκρατορίας και Ρωμαϊκής εκκλησίας (στη διάρκεια της βασιλείας του Μαυρίκιου και του Φωκά) είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Ο Γρηγόριος διαμαρτυρήθηκε για τον τίτλο «οικουμενικός», που έφερε ο επίσκοπος Κωνσταντινούπολης και σ’ ένα γράμμα του προς τον Μαυρίκιο, ο Γρηγόριος κατηγορεί τον Πατριάρχη Ιωάννη τον Νηστευτή για αλαζονεία.
«Είμαι αναγκασμένος», γράφει ο Πάπας, «να φωνάξω δυνατά και να πω Ο tempora! O mores! Όταν, ενώ όλη η Ευρώπη έχει παραδοθεί στη δύναμη των βαρβάρων, οι πόλεις καταστρέφονται, οι πεδιάδες ερημώνονται, οι επαρχίες εγκαταλείπονται, οι άντρες δεν οργώνουν πια τη γη, οι ειδωλολάτρες λυσσούν για τη σφαγή των πιστών, οι ιερείς, που έπρεπε ταπεινά να θρηνούν σκυμμένοι στη γη, ζητούν για τους εαυτούς τους νέους και βέβηλους τίτλους ματαιότητας και δόξας. Μήπως στην περίπτωση αυτή υποστηρίζω τον εαυτό μου; Μήπως μνησικακώ για την αδικία που μου γίνεται; Όχι. Υπερασπίζομαι τον Παντοδύναμο Θεό και την παγκόσμια εκκλησία. Πρέπει να ξεπέσει εκείνος που αδικεί την παγκόσμια εκκλησία, εκείνος που υπερηφανεύεται, εκείνος που θέτει τον εαυτό του πάνω από την αξιοπρέπεια της αυτοκρατορίας, διεκδικώντας έναν ιδιαίτερο για τον εαυτό του τίτλο».
Ο Πάπας δεν πέτυχε την επιθυμητή παραχώρηση και για ένα διάστημα σταμάτησε να στέλνει τον αντιπρόσωπό του στην Κωνσταντινούπολη. Όταν το 602 εξερράγη στην πρωτεύουσα μια επανάσταση κατά του Μαυρίκιου, ο Πάπας Γρηγόριος έστειλε μια εγκωμιαστική επιστολή στο νέο αυτοκράτορα, τον ανόητο Φωκά:
«Ας είναι δοξασμένος ο Θεός... Ας ευφραίνονται οι ουρανοί και ας αγάλλεται η γη (Ψαλμός 96:11). Εμπρός ας χαρεί για τις αγαθές σου πράξεις όλος ο λαός της Δημοκρατίας που μέχρι τώρα έχει υπερβολικά λυπηθεί. Ας αποδοθεί στον καθένα η ελευθερία του κάτω από την καθοδήγηση της ευσεβούς αυτοκρατορίας. Διότι υπάρχει η εξής διαφορά μεταξύ των βασιλέων των άλλων εθνών και των αυτοκρατόρων: ότι δηλαδή οι βασιλείς είναι κύριοι των σκλάβων, ενώ οι αυτοκράτορες του Ρωμαϊκού κράτους είναι κύριοι ελεύθερων ανθρώπων».
Ο Φωκάς ευχαριστήθηκε τόσο πολύ ώστε αργότερα απαγόρευσε στον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης να φέρει τον τίτλο «Οικουμενικός», δηλώνοντας ότι «ο αποστολικός θρόνος του απόστολου Πέτρου είναι η κεφαλή όλων των Εκκλησιών».
Έτσι, ενώ ο Φωκάς αντιμετώπισε ήττες σε όλες του τις προσπάθειες (εσωτερικές και εξωτερικές) και ενώ ενέπνεε στους υπηκόους του την οργή και την αντιπάθεια, οι σχέσεις του με τη Ρώμη, χάρη στις υποχωρήσεις που έκανε στον Πάπα, υπήρξαν ειρηνικές και φιλικές σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του. Σε ανάμνηση των φιλικών αυτών σχέσεων, ο Έξαρχος της Ραβέννας ανήγειρε στη Ρωμαϊκή αγορά μια στήλη (που σώζεται ακόμα) με επαινετικές επιγραφές για τον Φωκά.

Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΞΑΡΧΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 610
Σχετική με τις κατακτήσεις των Λογγοβάρδων είναι και μια σημαντική μεταβολή που έγινε στη διοίκηση της Ιταλίας, η οποία μαζί με μια παρόμοια καινοτομία που έγινε στη διοίκηση της Β. Αφρικής, έθεσε τις βάσεις για τη νέα διοίκηση των επαρχιών της αυτοκρατορίας: το σύστημα δηλαδή των Θεμάτων.
Οι αρχές της Ιταλίας δεν μπόρεσαν να αντισταθούν όπως έπρεπε στους Λογγοβάρδους, οι οποίοι κατέλαβαν τα 2/3 της χερσονήσου με μεγάλη ευκολία. Για το λόγο αυτόν, αντιμετωπίζοντας το μεγάλο κίνδυνο, η κυβέρνηση του Βυζαντίου, αποφάσισε να ενισχύσει την εξουσία της στην Ιταλία, αναθέτοντας την πολιτική διοίκηση στα χέρια των στρατιωτικών διοικητών. Τη διοίκηση της Ιταλίας θα αναλάμβανε ένας στρατιωτικός γενικός διοικητής, ο Έξαρχος, ο οποίος θα διεύθυνε από τη Ραβέννα όλη τη δράση των πολιτικών υπαλλήλων. Η δημιουργία του Εξαρχάτου της Ραβέννας ανάγεται στα τέλη του 6ου αιώνα, την εποχή δηλαδή του αυτοκράτορα Μαυρίκιου. Ο συνδυασμός των διοικητικών και των δικαστικών υπηρεσιών με τη στρατιωτική εξουσία δεν είχε ως αποτέλεσμα την άμεση κατάργηση των ανώτερων πολιτικών υπαλλήλων, οι οποίοι συνέχιζαν το έργο τους μαζί με τους στρατιωτικούς διοικητές, αλλά κάτω από την καθοδήγηση του στρατιωτικού Έξαρχου. Μόνον αργότερα φαίνεται ότι οι ανώτεροι πολιτικοί υπάλληλοι αντικαταστάθηκαν τελείως από τις στρατιωτικές αρχές. Ο Έξαρχος, ως αντιπρόσωπος της αυτοκρατορικής δύναμης, ακολούθησε στη διοίκησή του ορισμένες αρχές του καισαροπαπισμού, που τόσο πολύ ευνοούσαν οι αυτοκράτορες. Η τακτική αυτή εκδηλωνόταν με πράξεις τέτοιες, όπως είναι η επέμβαση στις θρησκευτικές υποθέσεις του Εξαρχάτου. Απεριόριστος στην εξουσία του, ο Έξαρχος, απολάμβανε αυτοκρατορικές τιμές. Το ανάκτορό του στη Ραβέννα θεωρείτο ιερό και ονομαζόταν Sacrum palatium, με όνομα δηλαδή που συνήθως δινόταν στην αυτοκρατορική κατοικία. Όταν ερχόταν στη Ρώμη τού γινόταν αυτοκρατορική υποδοχή: η Σύγκλητος, ο κλήρος και ο λαός τον συναντούσαν με μια θριαμβευτική πομπή, έξω από τα τείχη της πόλης. Όλες οι στρατιωτικές υποθέσεις, η διοίκηση, καθώς και οι δικαστικές και οικονομικές υποθέσεις, ήταν στη διάθεση του Έξαρχου.
Όπως το Εξαρχάτο της Ραβέννας δημιουργήθηκε εξαιτίας των επιθέσεων των Λογγοβάρδων στην Ιταλία, έτσι διαμορφώθηκε το Εξαρχάτο της Αφρικής λόγω της απειλής των Αφρικανών μαύρων ή, όπως μερικές φορές ονομάζονται στα βιβλία, Βέρβερων, οι οποίοι συχνά επαναστατούσαν κατά του στρατού του Βυζαντίου, που κατείχε τη χώρα αυτή. Η διαμόρφωση του Εξαρχάτου της Αφρικής ή της Καρχηδόνας[3] ανάγεται επίσης στα τέλη του 6ου αιώνα, στην εποχή δηλαδή του αυτοκράτορα Μαυρίκιου. Το Εξαρχάτο της Αφρικής διαμορφώθηκε, όπως και αυτό της Ραβέννας, διαθέτοντας την ίδια απεριόριστη δύναμη.
Φυσικά μόνον η εξαιρετική ανάγκη οδήγησε τον αυτοκράτορα στο να δημιουργήσει μια τέτοια απεριόριστη εξουσία, όπως αυτή του Έξαρχου, που κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες μπορούσε να μεταβληθεί σε πολύ επικίνδυνο αντίπαλο του ίδιου του αυτοκράτορα. Και πράγματι, ο Έξαρχος της Αφρικής επαναστάτησε κατά του Φωκά, ενώ ο γιος του Έξαρχου έγινε αυτοκράτορας το 610.
Στην Αφρική οι Έξαρχοι εκλέγονταν πολύ σοφά από τον Μαυρίκιο και διέθεταν μεγάλη ικανότητα και ενεργητικότητα για τη διοίκηση της χώρας και την επιτυχημένη άμυνά της κατά των επιθέσεων των εγχωρίων. Αφετέρου οι Έξαρχοι της Ραβέννας ήταν ανίκανοι να υπερνικήσουν την απειλή των Λογγοβάρδων.
Όπως λέει ο Γάλλος επιστήμονας Diehl, τα δύο Εξαρχάτα πρέπει να θεωρηθούν ως πρόδρομοι των Θεμάτων, της μεταρρύθμισης δηλαδή της διοίκησης των επαρχιών, που άρχισε τον 7ο αιώνα για να απλωθεί σιγά - σιγά σε όλη την αυτοκρατορία και της οποίας κύριο χαρακτηριστικό υπήρξε η βαθμιαία επικράτηση της στρατιωτικής επί της πολιτικής εξουσίας. Ενώ οι επιθέσεις των Λογγοβάρδων και των Βερβερίνων προκάλεσαν σημαντικές μεταβολές στη Δύση και το Βορρά, στα τέλη του 6ου αιώνα, οι επιθέσεις των Περσών και των Αβάρων προκάλεσαν αργότερα την ανάληψη ίδιων μέτρων στην Ανατολή, ενώ η επίθεση των Σλάβων και των Βουλγάρων οδήγησαν σε παρόμοιες μεταρρυθμίσεις στη Βαλκανική χερσόνησο.
Η σχετική με τους Αβάρους και τους Πέρσες αποτυχημένη εξωτερική πολιτική του Φωκά, καθώς και η τυραννική του συμπεριφορά, με την οποία προσπαθούσε να συγκρατήσει τη θέση του, οδήγησαν τελικά στην επανάσταση του Έξαρχου της Αφρικής Ηράκλειου. Η Αίγυπτος γρήγορα προσχώρησε στην επανάσταση και ο στόλος της Αφρικής υπό την καθοδήγηση του γιου του Έξαρχου, που ονομαζόταν επίσης Ηράκλειος, έπλευσε προς την πρωτεύουσα, η οποία εγκατέλειψε τον Φωκά και ήρθε με το μέρος του Ηράκλειου. Ο Φωκάς συνελήφθη και εκτελέστηκε, ενώ ο Ηράκλειος έγινε αυτοκράτορας. Έτσι άρχισε μια νέα δυναστεία.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΣΛΑΒΩΝ - ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ FALLMERAYER
Οι σχετικές με τις εισβολές των Σλάβων έρευνες (που έγιναν τον 6ο αιώνα στη Βαλκανική χερσόνησο), οδήγησαν στις αρχές του 19ου αιώνα στη δημιουργία της θεωρίας του πλήρους εκσλαβισμού της Ελλάδας, με αποτέλεσμα να προκύψουν μεταξύ των επιστημόνων έντονες φιλονικίες.
Τα πρώτα 20 χρόνια του προπερασμένου αιώνα, όταν όλη η Ευρώπη έδειχνε τη συμπάθειά της για τους Έλληνες που επαναστάτησαν εναντίον των Τούρκων, όταν αυτοί οι υπέρμαχοι της ελευθερίας με την ηρωική τους αντίσταση, πέτυχαν την ανεξαρτησία τους και δημιούργησαν, με τη βοήθεια των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ένα ανεξάρτητο ελληνικό βασίλειο, όταν η ενθουσιώδης Ευρώπη έβλεπε αυτούς τους ήρωες σαν παιδιά της αρχαίας Ελλάδας, αναγνωρίζοντας σ’ αυτούς τα χαρακτηριστικά του Λεωνίδα, του Επαμεινώνδα και του Φιλοποιμένα, τότε, από μια μικρή γερμανική πόλη ήρθε μια φωνή που εξέπληξε την Ευρώπη με τη δήλωση ότι ούτε μια σταγόνα πραγματικό ελληνικό αίμα δεν τρέχει στις φλέβες των κατοίκων του νέου ελληνικού βασιλείου, ότι όλη η μεγαλόψυχη προσπάθεια της Ευρώπης να βοηθήσει τα παιδιά της Ελλάδας, στηρίχθηκε σε μια παρανόηση και ότι ο αρχαίος ελληνικός παράγοντας είχε προ καιρού εξαφανιστεί και αντικατασταθεί από νέους τελείως ξένους παράγοντες, των οποίων κύρια προέλευση υπήρξαν οι Σλάβοι και οι Αλβανοί. Ο άνθρωπος που διακινδύνευσε να υποστηρίξει τολμηρά αυτή τη νέα θεωρία, που πρόσβαλε τρομερά τις πεποιθήσεις της Ευρώπης, ήταν ο Fallmerayer, καθηγητής τότε της Γενικής Ιστορίας σ’ ένα γερμανικό λύκειο.
Στον πρώτο τόμο της «Ιστορίας της Χερσονήσου του Μοριά κατά τον Μεσαίωνα», που κυκλοφόρησε το 1830, ο Fallmerayer έγραφε τα εξής:
«Η ελληνική φυλή έχει τελείως εξολοθρευτεί από την Ευρώπη. Η φυσική ωραιότητα, το μεγαλείο του πνεύματος, η απλότητα των συνηθειών, η καλλιτεχνική δημιουργία, οι αγώνες, οι πόλεις, τα χωριά, το μεγαλείο των μνημείων και των ναών, ακόμα και το όνομα του λαού, έχουν εξαφανιστεί από την Ελλάδα. Ένα διπλό στρώμα από ερείπια κι ο βόρβορος δύο νέων και διαφορετικών φυλών καλύπτει τους τάφους των αρχαίων Ελλήνων. Τα αθάνατα έργα του ελληνικού πνεύματος και μερικά αρχαία ερείπια, που βρίσκονται στην Ελλάδα, αποτελούν τώρα τη μόνη απόδειξη του ότι πριν από πολλά χρόνια υπήρχε ένας λαός σαν τους Έλληνες. Και αν δεν υπήρχαν αυτά τα ερείπια, οι τάφοι και τα μαυσωλεία, αν δεν υπήρχε η ελεεινή αυτή τύχη των κατοίκων της, για τους οποίους οι σημερινοί Ευρωπαίοι, σ’ ένα ξέσπασμα ανθρώπινων αισθημάτων, έδειξαν όλη τους την τρυφερότητα, το θαυμασμό, τη λύπη και την ευγλωττία, θα ήταν δυνατόν να πούμε ότι εκείνο που βγήκε από τα βάθη της ψυχής τους ήταν ένας κενός οραματισμός, μια δίχως ζωή φαντασία, κάτι τέλος το αφύσικο. Διότι ούτε μια απλή σταγόνα γνήσιου ελληνικού αίματος δεν τρέχει στις φλέβες των χριστιανών κατοίκων της σύγχρονης Ελλάδας. Μια τρομερή καταιγίδα διασκόρπισε μέχρι την πιο μακρινή γωνιά της Πελοποννήσου μια νέα φυλή συγγενή προς τη μεγάλη φυλή των Σλάβων. Οι Σκύθες Σλάβοι, οι Ιλλυριοί Αρναούτες, οι συγγενικοί με τους Σέρβους και τους Βούλγαρους λαοί, οι Δαλματοί και οι Μόσκοβοι, αυτοί είναι εκείνοι που τώρα ονομάζουμε Έλληνες και των οποίων τη γενεαλογία, προς μεγάλη τους έκπληξη, ανάγουμε στον Περικλή και τον Φιλοποιμένα... Ένας λαός με σλαβικά χαρακτηριστικά και τοξοειδείς βλεφαρίδες και σκληρά χαρακτηριστικά Αλβανών βοσκών του βουνού, φυσικά δεν προέρχονται από το αίμα του Νάρκισσου, του Αλκιβιάδη και του Αντίνοου. Μόνο μια δυνατή ρομαντική φαντασία μπορεί ακόμα να ονειρεύεται μια αναγέννηση στις μέρες μας των αρχαίων Ελλήνων με τον Σοφοκλή τους και τον Πλάτωνά τους».
Η γνώμη του Fallmerayer ήταν ότι οι σλαβικές επιδρομές του 6ου αιώνα δημιούργησαν μια κατάσταση, βάσει της οποίας η Βυζαντινή αυτοκρατορία, χωρίς να έχει χάσει ούτε μια επαρχία, μπορούσε να θεωρεί ως υπηκόους της μόνο τον πληθυσμό των παραλιακών επαρχιών και των οχυρωμένων πόλεων. Η εμφάνιση των Αβάρων στην Ευρώπη υπήρξε ένας σημαντικός σταθμός για την ιστορία της Ελλάδας, γιατί έφεραν μαζί τους τούς Σλάβους, τους οποίους ώθησαν να κατακτήσουν το ιερό έδαφος της Ελλάδας και της Πελοποννήσου.
Ο Fallmerayer στήριξε τη θεωρία του κυρίως στις πληροφορίες του εκκλησιαστικού ιστορικού του 6ου αιώνα Ευαγρίου, ο οποίος γράφει ότι «οι Άβαροι επιτέθηκαν δυο φορές μέχρι το Μακρό Τείχος και κατέλαβαν τη Σιγγιδώνα (Βελιγράδι), την Αγχίαλο και όλη την Ελλάδα, καταστρέφοντας και καίγοντας το κάθε τι, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων ήταν απασχολημένο στην Ανατολή».
Το γεγονός ότι ο Ευάγριος αναφέρει όλη την Ελλάδα, έδωσε τη δυνατότητα στον Fallmerayer να μιλάει για την εξόντωση του ελληνικού έθνους στην Πελοπόννησο. Οι «Άβαροι», τους οποίους αναφέρει ο Ευάγριος, δεν ενόχλησαν τον Γερμανό επιστήμονα επειδή, την εποχή εκείνη, οι Άβαροι κτυπούσαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία ενωμένοι με τους Σλάβους. Αυτή η εισβολή όμως, την οποία ο Fallmerayer τοποθετεί στο 589, δεν εξολόθρευσε τελείως τους Έλληνες. Το τελικό κτύπημα εναντίον του πληθυσμού της Ελλάδας, όπως πιστεύει ο Fallmerayer, ήρθε με τη μετάδοση από την Ιταλία της πανώλης, το 746. Στο γεγονός αυτό αναφέρεται και ο αυτοκράτορας - συγγραφέας του 10ου αιώνα, Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, ο οποίος παρατηρεί ότι ύστερα από τον τρομερό αυτόν λοιμό «όλη η χώρα εκσλαβίστηκε και έγινε βάρβαρη». Ο Fallmerayer θεωρεί το έτος του θανάτου του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Κοπρώνυμου (775) ως το έτος κατά το οποίο η χώρα για μια φορά ακόμα (αλλά αυτή τη φορά τελείως) γέμισε από Σλάβους, οι οποίοι σιγά - σιγά κάλυψαν την Ελλάδα με τις πόλεις τους και τα χωριά τους.
Αργότερα, σ’ ένα άλλο του έργο, ο Fallmerayer εφάρμοσε τα συμπεράσματά του στην Αττική χωρίς να έχει πραγματικές βάσεις. Στο δεύτερο τόμο της «Ιστορίας της Χερσονήσου του Μοριά» υποστήριξε μια νέα αλβανική θεωρία, με βάση την οποία παρουσιάζεται ότι οι Έλληνες - Σλάβοι, που κατοικούσαν την Ελλάδα διώχθηκαν από Αλβανούς αποίκους, κατά τον 14ο αιώνα, και συνεπώς η Ελληνική Επανάσταση του 19ου αιώνα υπήρξε στην πραγματικότητα έργο των Αλβανών.
Ως πρώτος σοβαρός αντίπαλος του Fallmerayer παρουσιάστηκε ο Γερμανός ιστορικός Carl Hopf, ο οποίος αφού μελέτησε προσεκτικά το πρόβλημα των Σλάβων δημοσίευσε μια «Ιστορία της Ελλάδας από τις αρχές του Μεσαίωνα μέχρι την εποχή μας» (δηλαδή το 1867). Αλλά ο Hopf, επιθυμώντας να μειώσει με κάθε τρόπο τη σημασία του σλαβικού παράγοντα στην Ελλάδα, έπεσε σε άλλη ακρότητα. Κατά την κρίση του, στην Ελλάδα υπήρχαν Σλάβοι άποικοι μόνο από το 750 μέχρι το 807, ενώ πριν από το 750 δεν υπήρχε ούτε ένας Σλάβος. Ο Hopf απέδειξε ότι η ιδέα του Fallmerayer, περί εκσλαβισμού της Αττικής, στηρίχθηκε σε λανθασμένα δεδομένα.
Η άφθονη επί του θέματος φιλολογία (πολλές φορές αντιφατική και χωρίς συνέπεια) δίνει οπωσδήποτε αρκετά βασικά στοιχεία τα οποία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι Σλάβοι είχαν εγκατασταθεί σε μεγάλες εκτάσεις στην Ελλάδα από τα τέλη του 6ου αιώνα, αν και η εγκατάστασή τους αυτή δεν είχε ως αποτέλεσμα ούτε τον πλήρη εκσλαβισμό ούτε την ολοκληρωτική εξαφάνιση των Ελλήνων. Επιπλέον, μερικές πηγές, τοποθετούν την παρουσία των Σλάβων στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια όλου του Μεσαίωνα μέχρι τον 15ο αιώνα. Το πιο αξιόλογο (σχετικό με την εισβολή των Σλάβων στη Βαλκανική Χερσόνησο) έργο είναι οι «Πράξεις του Αγίου Δημητρίου», για τις οποίες μιλήσαμε πιο πάνω. Το έργο αυτό δεν χρησιμοποιείται ούτε από τον Fallmerayer ούτε από τον Hopf, και δεν έχει ερευνηθεί όσο πρέπει, ούτε και τώρα ακόμα.
Οι επιστήμονες συχνά αμφισβητούν την πρωτοτυπία της θεωρίας του Fallmerayer. Η γνώμη του δεν υπήρξε κάτι το νέο. Η επιρροή των Σλάβων στην Ελλάδα είχε συζητηθεί πριν απ’ αυτόν, αν κι ο Fallmerayer υπήρξε ο πρώτος που αποφασιστικά και δημόσια εξέφρασε τις κρίσεις του. Το 1913 ένας Ρώσος επιστήμονας υποστήριξε με ισχυρά δεδομένα ότι ο πραγματικός πρόδρομος της θεωρίας του Fallmerayer υπήρξε ο Kopitar, μελετητής των σλαβικών σπουδών στη Βιέννη ο οποίος τον 19ο αιώνα ανέπτυξε με τα συγγράμματά του τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε ο σλαβικός παράγοντας για το σχηματισμό του νέου Ελληνικού Έθνους। Η αλήθεια είναι ότι δεν ανέπτυξε με λεπτομέρειες τη θεωρία του καθώς και ότι δε δημιούργησε εντυπώσεις με αντιεπιστημονικά παράδοξα.
«Οι ακρότητες της θεωρίας του Fallmerayer», λέει ο Petrovsky, «δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθούν με βάση τη σοβαρή μελέτη των προβλημάτων που θίγονται σ’ αυτήν. Η θεωρία του όμως αυτή καθεαυτή, την οποία ο συγγραφέας της αναπτύσσει αρμονικά και ζωηρά, έχει το δικαίωμα να συγκεντρώσει την προσοχή ακόμα και εκείνων των ιστορικών που διαφωνούν, γενικά ή μερικά με αυτήν. Χωρίς καμιά αμφιβολία η θεωρία αυτή, παρά τις φανερές υπερβολές που παρουσιάζει, έχει συμβάλλει πολύ στην ιστορική επιστήμη κατευθύνοντας την προσοχή των επιστημόνων σ’ ένα πολύ ενδιαφέρον αλλά και πολύ σκοτεινό πρόβλημα, στο πρόβλημα της θέσης των Σλάβων στη Ελλάδα κατά τον Μεσαίωνα... Είναι ο πρώτος επιστήμονας που έστρεψε την προσοχή του στις εθνογραφικές μεταβολές που έγιναν κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη Βαλκανική Χερσόνησο γενικά».

[1] Πόλη της Ιταλίας (Benevento), η οποία στην αρχαιότητα ονομαζόταν Βενεβεντός και Μαλοεντός. Το 275 μ.Χ. οι Ρωμαίοι νίκησαν εκεί τον Πύρρο.
[2] Nuntious: Διπλωματικός αντιπρόσωπος του Πάπα.
[3] Συχνά ονομάζεται έτσι λόγω του ότι το κέντρο του Έξαρχου ήταν η Καρχηδόνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: