9/10/10

Φιλολογία - Μάθηση - Τέχνη [17]

Σαν αποτέλεσμα της πολύμορφης δράσης του Ιουστινιανού, που κατέπληξε και τους συγχρόνους του ακόμα, η εποχή μεταξύ 518 και 610 άφησε μια πλούσια κληρονομιά στις διάφορες εκφάνσεις της γνώσης και της φιλολογίας. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας άφησε φιλολογικά έργα σχετικά κυρίως με τη Δογματική και την Υμνολογία. Ο Μαυρίκιος επίσης έδειξε κάποια προτίμηση για τα γράμματα προστατεύοντας και ενισχύοντας τη φιλολογία. Συχνά περνούσε ένα μεγάλο μέρος της νύκτας συζητώντας για θέματα σχετικά με την πίστη και την ιστορία.

Η περίοδος αυτή παρουσίασε πολλούς ιστορικούς, τους οποίους τροφοδότησε με πλούσιο υλικό το πολύκροτο έργο του Ιουστινιανού.
Ο κύριος ιστορικός της περιόδου του Ιουστινιανού υπήρξε ο Προκόπιος, ο οποίος έδωσε μια πλήρη και καλά τοποθετημένη εικόνα της βασιλείας του. Αφού καταρτίσθηκε νομικά, ο Προκόπιος διορίστηκε σύμβουλος και γραμματέας του περίφημου στρατηγού Βελισάριου, μαζί με τον οποίον παρακολούθησε τις εκστρατείες κατά των Βανδάλων, των Γότθων και των Περσών. Διακρίνεται τόσο ως ιστορικός όσο κι ως συγγραφέας. Ως ιστορικός βρισκόταν στην πιο πλεονεκτική θέση που του εξασφάλιζε άμεσες επαφές και πληροφορίες. Η επαφή του με τον Βελισάριο του έδινε τη δυνατότητα να γνωρίζει όλα τα επίσημα έγγραφα που κρατούνταν στα γραφεία και τα αρχεία. Ενώ η ενεργή συμμετοχή του στις εκστρατείες καθώς και η γνώση της χώρας τού έδιναν εξαιρετικής αξίας ζωντανό υλικό, που στηριζόταν στην προσωπική παρατήρηση και σε πληροφορίες που του έδιναν οι σύγχρονοί του.
Στο ύφος και στην αφήγηση ο Προκόπιος ακολουθεί συχνά τους κλασικούς ιστορικούς και ειδικά τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη. Παρά την εξάρτησή του από την αρχαία ελληνική γλώσσα των αρχαίων ιστορικών και παρά το τεχνικό του ύφος, ο Προκόπιος είχε ένα μεταφορικό, σαφές και δυνατό «στυλ». Έγραψε τρία κυρίως έργα: Το μεγαλύτερο από αυτά είναι το «Ιστορικόν εν βιβλίοις οκτώ», που περιέχει περιγραφές των πολέμων που έκανε ο Ιουστινιανός με τους Πέρσες, τους Βάνδαλους και τους Γότθους, καθώς και περιγραφές πολλών άλλων εκδηλώσεων της κρατικής ζωής. Ο συγγραφέας μιλάει για τον αυτοκράτορα με ένα ελαφρά επαινετικό τόνο, αλλά σε πολλά σημεία λέει την πικρή αλήθεια. Το έργο αυτό μπορεί να ονομαστεί γενική ιστορία της εποχής του Ιουστινιανού.
Το δεύτερο έργο, η «Περί κτισμάτων πραγματεία», είναι ένας πανηγυρικός του αυτοκράτορα, πιθανόν γραμμένος μετά από εντολή του, του οποίου κύριος σκοπός είναι να δώσει μια εικόνα και περιγραφή των πολλών κτιρίων που ανήγειρε ο Ιουστινιανός σε όλη την τεράστια αυτοκρατορία του. Παρά τις ρητορικές εξάρσεις και τους ύμνους, το έργο αυτό περιέχει πλήθος γεωγραφικού και οικονομικού υλικού, πράγμα που το κάνει χρήσιμο και αξιόλογη πληροφοριακή πηγή για τη μελέτη της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας της αυτοκρατορίας. Το τρίτο έργο του Προκοπίου, τα «Ανέκδοτα» (Historia Arcana) διαφέρει πολύ από τα άλλα δύο. Είναι ένας φαύλος λίβελλος κατά της δεσποτικής βασιλείας του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας, με τον οποίο ο συγγραφέας του δεν επιτίθεται μόνο κατά του αυτοκρατορικού ζεύγους, αλλά και κατά του Βελισάριου και της γυναίκας του. Στον λίβελλο αυτό ο Ιουστινιανός παρουσιάζεται ως η αιτία όλων των ατυχημάτων που υπέστη η αυτοκρατορία την περίοδο αυτή. Η αντίθεση του έργου προς τα δύο πρώτα, είναι τόσο κτυπητή, ώστε μερικοί επιστήμονες άρχισαν να συζητούν την αυθεντικότητα των «Ανεκδότων», επειδή τους φαίνεται αδύνατο να έχουν γραφεί και τα τρία από τον ίδιο άνθρωπο. Μόνο μετά από προσεκτική μελέτη των «Ανεκδότων», σε σύγκριση με άλλα έργα της εποχής του Ιουστινιανού αποφασίστηκε τελικά ότι το έργο ανήκε πραγματικά στον Προκόπιο. Όταν χρησιμοποιηθεί κατάλληλα το έργο αυτό βοηθάει σαν ένα εξαιρετικής σημασίας βοήθημα για την κατανόηση της εσωτερικής ιστορίας της βυζαντινής αυτοκρατορίας, του 6ου αιώνα. Έτσι όλα τα έργα του Προκοπίου, παρά την έξαρση των αρετών ή σφαλμάτων του Ιουστινιανού και των έργων του, αποτελούν μια εξαιρετικής σημασίας πληροφοριακή πηγή για μια καλύτερη γνωριμία της ζωής αυτής της περιόδου. Αλλά δεν είναι αυτό μόνο. Η σλάβικη ιστορία βρίσκει στον Προκόπιο ανεκτίμητες πληροφορίες για τη ζωή και τις πεποιθήσεις των Σλάβων, ενώ οι γερμανικοί λαοί παίρνουν από αυτόν πολλά στοιχεία για την αρχαία τους ιστορία.
Ένας σύγχρονος του Ιουστινιανού και του Προκοπίου, ο ιστορικός Πέτρος ο Πατρίκιος, λαμπρός νομικός και διπλωμάτης, στάλθηκε επανειλημμένα ως πρέσβης στην περσική αυτοκρατορία και στην Αυλή των Οστρογότθων, όπου κρατήθηκε αιχμάλωτος 3 χρόνια. Το έργο του αποτελείται από την «Ιστορία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας», η οποία περιγράφει, όπως μπορεί κανείς να συμπεράνει από τα εκτεταμένα αποσπάσματα που έχουν διασωθεί, γεγονότα από τον Αύγουστο μέχρι την εποχή του Ιουλιανού του αποστάτη, καθώς και μια πραγματεία, «Κατάσταση» ή «Βιβλίο Τελετών», μέρος της οποίας συμπεριλήφθηκε στο περίφημο «Βιβλίο των Τελετών της Αυλής», που δημοσιεύθηκε την εποχή του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, τον 10ο αιώνα.
Από την εποχή του Προκοπίου μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα, έχουμε μια συνεχή γραμμή ιστορικών συγγραφέων, που συνέχιζαν το έργο των προκατόχων τους.
Τον Προκόπιο ακολούθησε αμέσως ο καλά καταρτισμένος δικηγόρος Αγαθίας, που καταγόταν από τη Μ. Ασία, ο οποίος άφησε εκτός από μερικά σύντομα ποιήματα και επιγράμματα, το κάπως τεχνικά γραμμένο έργο του «Περί της Ιουστινιανού βασιλείας», το οποίο καλύπτει την περίοδο 552-558. Μετά τον Αγαθία έρχεται ο Μένανδρος, που έγραψε την εποχή του Μαυρίκιου την «Ιστορία» του, η οποία είναι συνέχεια του έργου του Αγαθία και περιγράφει γεγονότα από το 558 μέχρι το 582, δηλαδή μέχρι το έτος της ανόδου στο θρόνο του Μαυρίκιου. Αν και σήμερα έχουν διασωθεί μόνο αποσπάσματα αυτού του έργου, μπορούμε να διαπιστώσουμε τη σημασία που αυτό έχει, κυρίως από γεωγραφική και εθνογραφική πλευρά, και να αντιληφθούμε αρκετά καλά ότι το έργο αυτό είναι καλύτερο από αυτό του Αγαθία. Το έργο του Μένανδρου συνεχίστηκε από τον Αύγουστο Θεοφύλακτο Σιμοκάττη, που έζησε την εποχή του Ηρακλείου, κατέχοντας τη θέση του αυτοκρατορικού γραμματέα. Εκτός από ένα μικρό έργο σχετικά με τις φυσικές επιστήμες και από μια συλλογή επιστολών, έγραψε μια ιστορία της περιόδου του Μαυρίκιου (582-602). Το ύφος του Θεοφύλακτου είναι φορτωμένο με αλληγορίες και τεχνικές εκφράσεις πολύ περισσότερο από το ύφος των αμέσων προκατόχων του. «Συγκρίνοντας τον Θεοφύλακτο με τον Προκόπιο και τον Αγαθία», γράφει ο Krumbacher, «τον βλέπουμε να είναι στην κορυφή μιας καμπύλης που ανορθώθηκε με μεγάλη ταχύτητα. Ο ιστορικός του Βελισάριου, παρά τον στόμφο που παρουσιάζει, είναι απλός και φυσικός, ενώ ο ποιητής Αγαθίας χρησιμοποιεί περισσότερο ποιητικές εκφράσεις. Το ύφος όμως και των δύο αυτών συγγραφέων φαίνεται τελείως ανεπιτήδευτο, σε σύγκριση με αυτό του Θεοφύλακτου, ο οποίος εκπλήττει τον αναγνώστη σε κάθε σημείο με νέες, απροσδόκητες, εξεζητημένες εικόνες, αλληγορίες, γνωμικά και μυθολογικά και άλλα πράγματα».
Παρόλα αυτά όμως ο Θεοφύλακτος παραμένει μια εξαιρετική, κύρια πληροφοριακή πηγή για την εποχή του Μαυρίκιου, ενώ συγχρόνως δίνει χρήσιμες πληροφορίες για την Περσία και τη θέση των Σλάβων στη Βαλκανική χερσόνησο, στα τέλη του 6ου αιώνα.
Ο πρέσβης του Ιουστινιανού στους Σαρακηνούς και τους Αιθίοπες, Νόννοσος, έγραψε μια περιγραφή του μεγάλου του ταξιδιού, από την οποία σώζεται, στα έργα του Πατριάρχη Φωτίου, ένα απόσπασμα, που, έστω κι αυτό μόνο, δίνει εξαιρετικές πληροφορίες για τη φύση και την εθνογραφία των χωρών που επισκέφτηκε. Ο Φώτιος διέσωσε επίσης ένα απόσπασμα της ιστορίας του Θεοφάνους, ο οποίος έγραψε κατά τα τέλη του 6ου αιώνα, διηγούμενος πιθανόν στο έργο του την περίοδο μεταξύ του Ιουστινιανού και των αρχών της βασιλείας του Μαυρίκιου. Το απόσπασμα αυτό είναι σημαντικό γιατί περιέχει αποδείξεις σχετικές με την εισαγωγή της σηροτροφίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, καθώς και μια από τις παλαιότερες πληροφορίες για τους Τούρκους. Πολύ σπουδαίο επίσης για την εκκλησιαστική ιστορία του 5ου και του 6ου αιώνα είναι το έργο του Ευαγρίου, που πέθανε στα τέλη του 6ου αιώνα. Η «Εκκλησιαστική Ιστορία» του, σε 6 βιβλία, συνεχίζει τις ιστορίες που έγραψαν ο Σωκράτης, ο Σωζόμενος και ο Θεοδώρητος. Περιέχει γεγονότα από τη Σύνοδο της Εφέσου (το 431) μέχρι το 593. Εκτός από τα εκκλησιαστικά γεγονότα περιέχει επίσης ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικές με τη γενική ιστορία της περιόδου αυτής.
Ο Ιωάννης Λυδός διακρίθηκε για την εξαιρετική του μόρφωση, και ο Ιουστινιανός τον εκτιμούσε τόσο πολύ, ώστε του ανέθεσε να γράψει έναν αυτοκρατορικό πανηγυρικό. Εκτός από τα άλλα του έργα, ο Ιωάννης άφησε μια πραγματεία σχετική με τη διοίκηση (magistrates) του ρωμαϊκού κράτους, η οποία δεν έχει ακόμα μελετηθεί ή αξιοποιηθεί όσο πρέπει. Περιέχει αρκετά ενδιαφέροντα γεγονότα σχετικά με την εσωτερική οργάνωση της αυτοκρατορίας, και μπορεί να χρησιμεύσει σαν ένα αξιόλογο συμπλήρωμα των «Ανεκδότων» του Προκοπίου.
Η πολύπλευρη σημασία της «Χριστιανικής Τοπογραφίας» του Κοσμά του Ινδικοπλεύστη, έχει ήδη τονιστεί πιο πάνω. Στο γεωγραφικό τομέα ανήκει επίσης η στατιστική επισκόπηση της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της εποχής του Ιουστινιανού, την οποία έκανε ο Ιεροκλής και που φέρει τον τίτλο «Συνέκδημος». Ο συγγραφέας δεν συγκεντρώνει το έργο του γύρω από την εκκλησιαστική, αλλά μάλλον γύρω από την πολιτική γεωγραφία της αυτοκρατορίας που είχε τότε 64 επαρχίες και 912 πόλεις. Είναι αδύνατο να καθοριστεί εάν το έργο είναι καρπός της προσπάθειας του Ιεροκλή ή αποτέλεσμα έργου μιας επιτροπής που ενήργησε κατόπιν ανωτέρας εντολής. Οπωσδήποτε όμως η ξερή επισκόπηση του Ιεροκλή, αποτελεί εξαιρετική πηγή που καθορίζει την πολιτική κατάσταση της αυτοκρατορίας στις αρχές της βασιλείας του Ιουστινιανού. Ο Ιεροκλής χρησιμοποιήθηκε από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο ως κύρια πληροφοριακή πηγή για τα γεωγραφικά ζητήματα.
Εκτός από αυτούς τους ιστορικούς και γεωγράφους, ο 6ος αιώνας είχε και τους χρονογράφους του. Η εποχή του Ιουστινιανού ήταν ακόμα στενά συνδεδεμένη με την κλασική φιλολογία και τα στεγνά χρονικά, τα οποία αναπτύχθηκαν πολύ στη μετέπειτα περίοδο του Βυζαντίου, παρουσιάζονταν μόνο σαν σπάνιες εξαιρέσεις την περίοδο αυτή.
Μια μέση κατάσταση μεταξύ των ιστορικών και των χρονογράφων κατείχε ο Ησύχιος ο Μιλήσιος, που έζησε πολύ πιθανόν την εποχή του Ιουστινιανού. Τα έργα του διασώθηκαν μόνο σαν αποσπάσματα στα βιβλία του Φωτίου και του λεξικογράφου του 10ου αιώνα Σουίδα. Με βάση τα αποσπάσματα αυτά φαίνεται ότι ο Ησύχιος έγραψε μια «Παγκόσμια Ιστορία», σε μορφή χρονικού, που περιλάμβανε την περίοδο μεταξύ της εποχής της αρχαίας Ασσυρίας και του θανάτου του Αναστασίου (518). Μεγάλο απόσπασμα αυτού του έργου, το οποίο έχει διασωθεί, ασχολείται με την περίοδο της ιστορίας του Βυζαντίου πριν και από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Ο Ησύχιος υπήρξε επίσης συγγραφέας μιας ιστορίας της εποχής του Ιουστίνου Α' και των αρχών της βασιλείας του Ιουστινιανού, που όμως διαφέρει πολύ στο ύφος και στη σύλληψη από το πρώτο του έργο. Το τρίτο έργο του Ησύχιου υπήρξε ένα λεξικό των «επί παιδεία ονομαστών ανδρών». Το γεγονός ότι το λεξικό αυτό δεν περιλαμβάνει τους χριστιανούς συγγραφείς, οδήγησε μερικούς επιστήμονες στο συμπέρασμα ότι ο Ησύχιος ήταν πιθανόν ειδωλολάτρης, πράγμα όμως που δεν είναι γενικά αποδεκτό.
Ο πραγματικός όμως χρονογράφος του 6ου αιώνα υπήρξε ο Σύριος Ιωάννης Μαλάλας, συγγραφέας ενός ελληνικού χρονικού της «Ιστορίας του Κόσμου», το οποίο, όπως φαίνεται από το μοναδικό χειρόγραφο που διασώθηκε, παρουσιάζει γεγονότα από την εποχή της μυθικής ιστορίας των Αιγυπτίων μέχρι το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού. Πιθανόν όμως να περιείχε γεγονότα και της μεταγενέστερης περιόδου. Το χρονικό είναι χριστιανικό και απολογητικό και εκφράζει τις μοναρχικές τάσεις του συγγραφέα του. Με τα συγκεχυμένα περιεχόμενά του και με την ανάμιξη μύθων και γεγονότων, καθώς και σπουδαίων γεγονότων με ασήμαντα περιστατικά, φαίνεται καθαρά ότι το βιβλίο αυτό δεν περιοριζόταν για τους μορφωμένους, αλλά για τις μάζες για τις οποίες ο συγγραφέας του έργου αναφέρει πολλά και διασκεδαστικά γεγονότα. «Το έργο αυτό είναι, με όλη τη σημασία της λέξης, μια εκλαϊκευμένη ιστορία». Αξίζει να προσέξει κανείς το ύφος, επειδή το έργο αυτό είναι το πρώτο αξιόλογο έργο που γράφηκε στην ομιλούμενη ελληνική, την ελληνική εκείνη διάλεκτο που ήταν γνωστή στην Ανατολή και που αναμίγνυε ελληνικά στοιχεία με λατινικές και ανατολικές εκφράσεις. Επειδή το χρονικό αυτό ανταποκρινόταν στα γούστα και στη νοοτροπία της μάζας, επηρέασε πολύ τη βυζαντινή (ανατολική και σλάβικη) χρονογραφία. Ο μεγάλος αριθμός σλαβικών συλλογών και μεταφράσεων των έργων του Μαλάλα έχουν μεγάλη αξία, επειδή συνέβαλαν στην αποκατάσταση του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου του χρονικού του.
Στα πολλά έργα που γράφηκαν ελληνικά την εποχή αυτή (518-610) ανήκει επίσης το έργο του Ιωάννη Εφέσου, ο οποίος πέθανε στα τέλη του 6ου αιώνα (πιθανόν το 586). Γεννημένος στην Άνω Μεσοποταμία (Μονοφυσίτης στο θρήσκευμα) ο Ιωάννης έζησε πολλά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και τη Μ. Ασία, όπου κατείχε την επισκοπική έδρα της Εφέσου και όπου γνώρισε προσωπικά τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα. Έγραψε το βιβλίο «Commentarii de Beatis Orientalibus» (Βιογραφίες των Αγίων της Ανατολής) και την «Εκκλησιαστική Ιστορία» (συριακά), η οποία καλύπτει την περίοδο από τον Ιούλιο Καίσαρα μέχρι το έτος 585. Από το δεύτερο έργο του έχει διασωθεί το πιο σπουδαίο και πιο πρωτότυπο τμήμα που ασχολείται με γεγονότα, που αναφέρονται στην περίοδο μεταξύ 521 και 585. Το κομμάτι αυτό είναι μια ανεκτίμητη πληροφοριακή πηγή για την περίοδο αυτή. Γραμμένη με βάση το Μονοφυσιτισμό, η ιστορία του Ιωάννη Εφέσου, δεν παρουσιάζει τόσο τις δογματικές βάσεις των Μονοφυσιτικών ερίδων όσο τις εθνικές και μορφωτικές προϋποθέσεις τους. Σύμφωνα με τη γνώμη ενός επιστήμονα που έχει αφιερωθεί ειδικά στη μελέτη του έργου του Ιωάννη, η «Εκκλησιαστική Ιστορία» του «φωτίζει τις τελευταίες φάσεις του αγώνα μεταξύ Χριστιανισμού και ειδωλολατρίας, αποκαλύπτοντας επίσης τις μορφωτικές βάσεις αυτού του αγώνα». Επίσης «έχει μεγάλη αξία τόσο για την πολιτική ιστορία όσο και για την ιστορία του πολιτισμού της βυζαντινής αυτοκρατορίας (του 6ου αιώνα) και κυρίως για τον καθορισμό της έκτασης των επιδράσεων της Ανατολής. Αναπτύσσοντας την ιστορία του, ο συγγραφέας εισέρχεται στις λεπτομέρειες της ζωής, δίνοντας έτσι πλούσιο υλικό για μια εκ του πλησίον γνωριμία με τις συνήθειες και την αρχαιολογία της περιόδου».
Οι μονοφυσιτικές έριδες, που συνεχίστηκαν τον 6ο αιώνα, συντέλεσαν σε μια φιλολογική δραστηριότητα στον τομέα της δογματικής και της πολεμικής. Και ο ίδιος ο Ιουστινιανός έλαβε μέρος σ’ αυτές τις διαμάχες. Τα έργα των Μονοφυσιτών δεν έχουν διασωθεί στο ελληνικό πρωτότυπο, και συνεπώς μπορούν να κριθούν από αποσπάσματα που βρίσκονται στους συγγραφείς της αντίθετης παράταξης ή από μεταφράσεις που διασώθηκαν στη φιλολογία των Συρίων ή των Αράβων. Ανάμεσα στους Ορθόδοξους συγγραφείς υπήρξε κι ο σύγχρονος του Ιουστίνου και του Ιουστινιανού, Λεόντιος ο Βυζάντιος, που άφησε αρκετά έργα γραμμένα κατά των Νεστοριανών, Μονοφυσιτών και άλλων. Σχετικά με τη ζωή αυτού του δογματικού υπάρχουν ανεπαρκείς πληροφορίες. Παραμένει το παράδειγμα ενός ενδιαφέροντος φαινομένου της εποχής του Ιουστινιανού, σχετικά με το ότι δηλαδή η επιρροή του Πλάτωνα στους Πατέρες της Εκκλησίας άρχισε να αντικαθίσταται με την επιρροή του Αριστοτέλη.
Η ανάπτυξη της μοναχικής και ερημίτικης ζωής στην Ανατολή, κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα, άφησε τα ίχνη της στα έργα της ασκητικής, μυστικής και αγιογραφικής φιλολογίας. Ο Ιωάννης της Κλίμακας, έζησε αρκετά χρόνια μόνος στο Όρος Σινά και έγραψε το έργο του «Κλίμακα» (Scala Paradisi), το οποίο αποτελείται από 30 κεφάλαια, όπου περιγράφει τους βαθμούς της πνευματικής ανόδου προς την ηθική τελειότητα. Το έργο αυτό έγινε προσφιλές για τους μοναχούς του Βυζαντίου, βιβλίο που χρησίμευε ως οδηγός για την επίτευξη της ασκητικής και πνευματικής τελειότητας. Η εξαιρετική όμως δημοτικότητα της «Κλίμακας» περιορίστηκε βασικά στην Ανατολή. Υπάρχουν πολλές μεταφράσεις του έργου στη συριακή, τη σύγχρονη ελληνική, τη λατινική, την ιταλική, την ισπανική, τη γαλλική και τη σλάβικη γλώσσα. Μερικά από τα χειρόγραφα της «Κλίμακας» περιέχουν πολλές ενδιαφέρουσες εικόνες (μινιατούρες) της θρησκευτικής και μοναστικής ζωής.
Επικεφαλής των αγιογράφων - συγγραφέων του 6ου αιώνα πρέπει να τοποθετηθεί ο Κύριλλος Σκυθοπολίτης, που έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Παλαιστίνη, στην περίφημη Λαύρα του αγίου Σάββα. Ο Κύριλλος ήθελε να γράψει μια μεγάλη συλλογή «Βιογραφιών» των μοναχών, αλλά δεν κατόρθωσε να τελειώσει το έργο του, λόγω πιθανόν, του πρόωρου θανάτου του. Αρκετά έργα του έχουν διασωθεί ανάμεσα στα οποία υπάρχουν οι βιογραφίες του Ευθύμιου και του αγίου Σάββα, καθώς και πολλών άλλων αγίων. Λόγω της ακρίβειας της περιγραφής και της ακριβής κατανόησης της ασκητικής ζωής, καθώς και της απλότητας του ύφους, όλα τα έργα του Κύριλλου, που έχουν διασωθεί, χρησιμεύουν ως πολύτιμες πληροφοριακές πηγές για την παλαιότερη βυζαντινή ιστορία πολιτισμού.
Ο Ιωάννης Μόσχος (επίσης από την Παλαιστίνη), που έζησε στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αιώνα, έγραψε ελληνικά το περίφημο έργο του «Pratum Spirituale» (Λειμών) με βάση την πείρα που απέκτησε κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στα μοναστήρια της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου, του Όρους Σινά, της Συρίας, της Μ. Ασίας και των νησιών της Μεσογείου και του Αιγαίου Πελάγους. Το βιβλίο περιέχει τις εντυπώσεις του συγγραφέα του και διάφορες πληροφορίες για τα μοναστήρια και τους μοναχούς. Από αρκετές πλευρές τα περιεχόμενα του «Λειμώνα» είναι πολύ ενδιαφέροντα για την ιστορία του πολιτισμού. Αργότερα έγινε ένα προσφιλές βιβλίο, όχι μόνο για τη βυζαντινή αυτοκρατορία, αλλά και για άλλες χώρες, και ιδίως για την παλαιά Ρώμη.
Η ποίηση αντιπροσωπεύθηκε την περίοδο αυτή από αρκετούς συγγραφείς. Είναι απολύτως βέβαιο ότι ο περίφημος για τους εκκλησιαστικούς του ύμνους Ρωμανός ο Μελωδός έφτασε την εποχή του Ιουστινιανού στο ανώτερο σημείο της καριέρας του. Την ίδια εποχή ο Παύλος Σιλεντιάριος έγραψε στα ελληνικά έμμετρη «Ιστορία του ναού της Αγίας Σοφίας», όπου περιγράφεται ο ναός και ο ωραίος του άμβωνας. Το έργο αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον για την ιστορία της τέχνης, και έχει υμνηθεί από τον σύγχρονό του ιστορικό Αγαθία, για τον οποίον μιλήσαμε πιο πάνω. Τελικά ο Κόριππος, από τη Β. Αφρική, (ποιητής με περιορισμένες δυνατότητες), που αργότερα εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, έγραψε δύο έργα λατινικά. Το πρώτο από αυτά με τίτλο «Ιωάννης», γραμμένο προς τιμή του Βυζαντινού στρατηγού Ιωάννη Τρωγλίτη, που κατέπνιξε την ανταρσία των εγχώριων Αφρικανών, περιέχει ανεκτίμητο υλικό σχετικό με τη γεωγραφία και την εθνογραφία της Β. Αφρικής, αλλά και με τον αφρικανικό πόλεμο. Ορισμένες φορές τα γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό είναι πιο αξιόπιστα από εκείνα που παρουσιάζει ο Προκόπιος. Το δεύτερο έργο του Κορίππου, «in landem Justini», το οποίο περιγράφει με στομφώδες ύφος την άνοδο στο θρόνο του Ιουστίνου Β', του νεώτερου, καθώς και τα πρώτα γεγονότα της βασιλείας του, είναι κατώτερο από το πρώτο έργο, αν και περιέχει πολύ ενδιαφέροντα γεγονότα σχετικά με τους τύπους της αυλής του Βυζαντίου, κατά τον 6ο αιώνα.
Οι πάπυροι έχουν αποκαλύψει κάποιον Διόσκορο, που έζησε τον 6ο αιώνα σ’ ένα μικρό χωριό της Άνω Αιγύπτου. Κόπτης εκ γενετής φαίνεται ότι πήρε μια καλή γενική μόρφωση καθώς και μια προσεκτική νομική κατάρτιση. Φαίνεται επίσης ότι είχε και φιλολογικές ικανότητες. Αν και η μεγάλη συλλογή των έργων του δίνει πλούσιες πληροφορίες σχετικές με την κοινωνική και διοικητική κατάσταση της περιόδου αυτής, τα ποιήματά του δεν συμβάλλουν καθόλου στην ανάδειξη της ελληνιστικής ποίησης, επειδή αντιπροσωπεύουν το έργο ενός ερασιτέχνη το οποίο «είναι γεμάτο από χονδροειδή λάθη, τόσο στη γραμματική όσο και στην προσωδία». Όπως λέει ο H. Bell, ο ποιητής αυτός διάβασε πάρα πολύ ελληνική φιλολογία, αλλά έγραψε αποτρόπαιους στίχους. Ο J. Maspero ονομάζει τον Διόσκουρο τελευταίο Έλληνα ποιητή της Αιγύπτου, καθώς κι έναν από τους τελευταίους αντιπροσώπους του Ελληνισμού στην κοιλάδα του Νείλου.
Το κλείσιμο της ειδωλολατρικής Ακαδημίας των Αθηνών, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, δεν μπορούσε να βλάψει στα σοβαρά τη φιλολογία και την αγωγή της περιόδου αυτής, επειδή η σχολή αυτή είχε ήδη εκπληρώσει τον προορισμό της, ενώ συγχρόνως δεν είχε μεγάλη σημασία για μια χριστιανική αυτοκρατορία. Οι θησαυροί της κλασικής φιλολογίας εισχωρούσαν σιγά - σιγά στα δημιουργήματα της χριστιανικής φιλολογίας. Το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, το οποίο οργάνωσε ο Θεοδόσιος Β', συνέχισε τη δράση του επί Ιουστινιανού. Νέα νομικά έργα δείχνουν τη σημασία που είχε για την εποχή αυτή η μελέτη του Δικαίου, η οποία περιορίστηκε όμως σε μεταφράσεις νομικών κειμένων και τη συγγραφή σύντομων παραφράσεων και περικοπών.
Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για το πώς εξελίχθηκε η νομική διδασκαλία μετά το θάνατο του Ιουστινιανού. Ενώ ο αυτοκράτορας έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μόρφωση, ο διάδοχός του Φωκάς σχεδόν σταμάτησε τη δράση του Πανεπιστημίου.
Στον τομέα της τέχνης η εποχή του Ιουστινιανού φέρει το όνομα του Πρώτου Χρυσού Αιώνα. Η αρχιτεκτονική αυτής της εποχής δημιούργησε ένα μοναδικό στο είδος του μνημείο, την εκκλησία της Αγίας Σοφίας.
Η Αγία Σοφία ή η Μεγάλη Εκκλησία, όπως ονομάζεται στην Ανατολή, ανοικοδομήθηκε, ύστερα από διαταγή του Ιουστινιανού, στο μέρος όπου ήταν η μικρή βασιλική της Αγίας Σοφίας που κάηκε κατά τη διάρκεια της στάσης του Νίκα (532). Θέλοντας να κάνει το ναό αυτόν ένα κτήριο ασυνήθιστης λαμπρότητας, ο Ιουστινιανός, όπως αναφέρει η μεταγενέστερη παράδοση, διέταξε τους διοικητές των επαρχιών να του προμηθεύσουν τα καλύτερα κομμάτια των αρχαίων μνημείων. Επίσης μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα, από τα πλουσιότερα μέρα, τεράστιες ποσότητες μαρμάρου, διαφόρων χρωμάτων και σχημάτων. Άργυρος, χρυσός, ελεφαντόδοντο και πολύτιμοι λίθοι μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα για να αυξήσουν τη μεγαλοπρέπεια του νέου ναού.
Ο αυτοκράτορας διάλεξε για την εκτέλεση αυτού του μεγαλοπρεπούς έργου δύο ικανούς αρχιτέκτονες από τη Μ. Ασία, τον Ανθέμιο τον Τραλλιανό και τον Ισίδωρο τον Μιλήσιο, οι οποίοι ανέλαβαν το μεγάλο τους έργο με ενθουσιασμό, καθοδηγώντας με ικανότητα το έργο 10.000 εργατών. Ο αυτοκράτορας παρακολουθούσε προσωπικά την κατασκευή, βλέποντας την πρόοδό της, δίνοντας συμβουλές και ενισχύοντας το ζήλο των εργατών. Το έργο τέλειωσε σε 5 χρόνια. Τα Χριστούγεννα του 537 έγιναν τα θριαμβευτικά εγκαίνια της Αγίας Σοφίας, με την παρουσία του αυτοκράτορα. Μεταγενέστερες πηγές μάς πληροφορούν ότι ο αυτοκράτορας, κάτω από την εντύπωση του κατορθώματός του, είπε, μιλώντας στο λαό: «Ας είναι δοξασμένος ο Θεός που με αξίωσε να κάνω αυτό το έργο. Νενίκηκά σε Σολομώντα!» Με την ευκαιρία αυτού του θριαμβευτικού γεγονότος, ο λαός απέκτησε πολλά πλεονεκτήματα, ενώ συγχρόνως έγιναν μεγάλες γιορτές σε όλη την πρωτεύουσα.
Εξωτερικά η Αγία Σοφία είναι πολύ απλή λόγω της γυμνότητας των τοίχων, που δεν έχουν κανένα στόλισμα. Ακόμα και ο φημισμένος τρούλος φαίνεται από έξω κάπως βαρύς. Τώρα η Αγία Σοφία χάνεται ανάμεσα στα τούρκικα σπίτια που την περιτριγυρίζουν. Για να εκτιμήσει κανείς τη μεγαλοπρέπεια και τη λαμπρότητά της, πρέπει να την δει εσωτερικά.
Παλαιότερα ο ναός είχε μια ευρύχωρη αυλή, περιβεβλημένη από στοές, στο μέσο της οποίας ήταν η μαρμάρινη κρήνη. Η τέταρτη πλευρά της αυλής, που ήταν ενωμένη με το ναό, αποτελούσε ένα είδος εξωτερικής βεράντας ή κλειστού νάρθηκα, που επικοινωνούσε (με 5 πόρτες) με τα εσωτερικά προπύλαια. Εννέα ορειχάλκινες πόρτες (από τις οποίες η κεντρική και πιο ευρύχωρη, προοριζόταν για τον αυτοκράτορα) οδηγούσαν στο εσωτερικό του ναού. Ο κυρίως ναός, που ανήκει στον τύπο της «βασιλικής μετά τρούλου», σχηματίζει ένα πολύ μεγάλο ορθογώνιο, στο κέντρο του οποίου υψώνεται ο τρούλος, που (έχοντας διάμετρο 31 μέτρων) κατασκευάστηκε με ασυνήθιστη δυσκολία σε ύψος 50 μέτρων από τη γη. Σαράντα μεγάλα παράθυρα στη βάση του τρούλου αφήνουν να εισχωρήσει άφθονο φως, το οποίο απλώνεται σε όλο το ναό. Ο τρούλος υψώνεται πάνω σ’ ένα τετράγωνο, που σχηματίζεται από 4 μεγάλους κτιστούς στύλους, τους πεσσούς. Το πάτωμα και οι στύλοι αποτελούνται από πολύχρωμο μάρμαρο, που χρησιμοποιήθηκε επίσης για ορισμένα τμήματα των τοίχων. Θαυμάσια μωσαϊκά, που επικαλύφθηκαν από τους Τούρκους, έθελγαν τα μάτια των επισκεπτών. Κυρίως έκανε βαθιά εντύπωση στους προσκυνητές ο τεράστιος Σταυρός που έλαμπε στην κορυφή του τρούλου. Ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς να διακρίνει, κάτω από τα χρώματα των Τούρκων, στο χαμηλότερο τμήμα του τρούλου τις μεγάλες μορφές των αγγέλων.
Το πιο δύσκολο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι δημιουργοί της Αγίας Σοφίας ήταν η ανέγερση ενός τεράστιου και συγχρόνως πολύ ελαφρού τρούλου, πράγμα που αποτελεί κατόρθωμα ακόμα και για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική. Το κατόρθωμα έγινε, αλλά ο θαυμάσιος τρούλος δεν κράτησε πολύ. Έπεσε ενώ ζούσε ακόμα ο Ιουστινιανός και χρειάστηκε να κτιστεί πάλι, με λιγότερο τολμηρό σχέδιο, στα τέλη της βασιλείας του. Οι σύγχρονοι του Ιουστινιανού μιλούν για την Αγία Σοφία με τον ίδιο θαυμασμό με τον οποίον μιλούν όλες οι μεταγενέστερες γενεές, μέχρι και τη δική μας. Παρά τους συχνούς και βίαιους σεισμούς, η Αγία Σοφία διατηρήθηκε μέχρι το 1933 ως τζαμί, στο οποίο μεταβλήθηκε το 1453.
Ο δεύτερος σπουδαίος ναός που έκτισε ο Ιουστινιανός στην πρωτεύουσα ήταν η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Ο ναός αυτός κτίστηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο ή τον Κωνστάντιο, αλλά κατά τον 6ο αιώνα βρισκόταν σε κατάσταση τέλειας ερείπωσης. Ο Ιουστινιανός τον κατεδάφισε και τον έκτισε πάλι σε ωραιότερη και πιο μεγαλοπρεπή μορφή χρησιμοποιώντας ως αρχιτέκτονα τον Ανθέμιο τον Τραλλιανό και τον Ισίδωρο το Νεώτερο. Όταν η Κωνσταντινούπολη έπεσε, το 1453, στα χέρια των Τούρκων, η εκκλησία αυτή καταστράφηκε για να κτιστεί στη θέση της το τζαμί του Μωάμεθ Β' του Κατακτητή. Πώς ήταν οι Άγιοι Απόστολοι μπορεί κανείς να το καταλάβει παρατηρώντας στη Βενετία το ναό του Αγίου Μάρκου που κτίστηκε σύμφωνα με το σχέδιό τους. Επίσης όμοιο σχέδιο με το ναό αυτό έχει ο Άγιος Ιωάννης στην Έφεσο και στη Γαλλία ο Ναός του St. Front στο Perigueux. Τα ωραία μωσαϊκά των Αγίων Αποστόλων, που χάθηκαν, περιγράφονται από τον Επίσκοπο Εφέσου Νικόλαο Μεσαρίτη, στις αρχές του 13ου αιώνα. Έχουν επίσης μελετηθεί προσεκτικά από τον A. Heisenberg. Οι Άγιοι Απόστολοι είναι γνωστοί ως το μέρος όπου στέφονταν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι τον 11ο αιώνα.
Η επίδραση της αρχιτεκτονικής των οικοδομών της Κωνσταντινούπολης είναι αισθητή στην Ανατολή, όπως για παράδειγμα, στη Συρία και στη Δύση στο Parenzo, στην Ίστρια και κυρίως στη Ραβέννα.
Η Αγία Σοφία σήμερα μπορεί να επιβάλλεται και να θέλγει με τον τρούλο της, τις διακοσμήσεις των στύλων, τα πολύχρωμα μάρμαρα των τοίχων και του πατώματος, και ακόμα περισσότερο με την ευφυΐα της αρχιτεκτονικής, αλλά τα θαυμάσια μωσαϊκά του εξαιρετικού αυτού ναού ήταν απρόσιτα, επειδή είχαν καλυφθεί από τους Τούρκους.
Μια νέα όμως περίοδος άρχισε για την ιστορία της Αγία Σοφίας χάρη στην τακτική της Τουρκικής Δημοκρατίας υπό τον Κεμάλ Ατατούρκ, η οποία πρώτα απ’ όλα, άφησε ανοικτό το ναό στους ξένους αρχαιολόγους και επιστήμονες. Το 1931 μια εντολή της τουρκικής κυβέρνησης έδινε τη δυνατότητα στο Βυζαντινό Ινστιτούτο της Αμερικής να αποκαλύψει και να φυλάξει τα μωσαϊκά της Αγίας Σοφίας. Ο διευθυντής του Ινστιτούτου καθηγητής Thomas Whittemore, πήρε την άδεια να αποκαλύψει και να αποκαταστήσει τα μωσαϊκά και το 1933 άρχισε στο Νάρθηκα η σχετική εργασία. Τον Δεκέμβριο του 1934 ο Κεμάλ ανάγγειλε ότι το κτήριο δεν λειτουργούσε πια ως τζαμί και ότι θα διατηρηθεί ως μουσείο και μνημείο της βυζαντινής τέχνης. Χάρη στην ακούραστη και συστηματική εργασία του Whittemore, τα θαυμάσια μωσαϊκά της Αγίας Σοφίας παρουσιάζονται σιγά - σιγά και πάλι σε όλη τους τη λαμπρότητα και ομορφιά. Μετά το θάνατο του Whittemore, το 1950, το έργο του συνεχίστηκε από τον καθηγητή A. Underwood.
Ένα εξαιρετικό δείγμα των βυζαντινών μωσαϊκών υπάρχει στη Δύση, στη Ραβέννα. Πριν 1500 χρόνια η Ραβέννα ήταν μια πλούσια πόλη στις ακτές της Αδριατικής. Τον 5ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε ως το τελευταίο καταφύγιο των τελευταίων Ρωμαίων αυτοκρατόρων της Δύσης, τον 6ο αιώνα έγινε πρωτεύουσα των Οστρογότθων και τελικά, από τα μέσα του 6ου μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα έγινε το διοικητικό κέντρο της βυζαντινής Ιταλίας, την οποία επανέκτησε από τους Οστρογότθους ο Ιουστινιανός. Υπήρξε το κέντρο του Βυζαντινού Έξαρχου. Η τελευταία αυτή περίοδος υπήρξε η λαμπρή περίοδος της Ραβέννας, επειδή τότε αναπτύχθηκε εκεί μια πλούσια πολιτική, οικονομική, πνευματική και καλλιτεχνική δράση.
Τα καλλιτεχνικά μνημεία της Ραβέννας είναι συνδεδεμένα με τη μνήμη τριών προσώπων: α) της κόρης του Μεγάλου Θεοδοσίου και μητέρας του Βαλεντινιανού Γ' (425-455), Πλακιδίας, β) του Θεοδώριχου του Μεγάλου (471-526) και γ) του Ιουστινιανού. Παραλείποντας τα αρχαιότερα μνημεία της εποχής της Πλακιδίας και του Θεοδώριχου, θα μιλήσουμε σύντομα μόνο για τα μνημεία της εποχής του Ιουστινιανού.
Σε όλη τη διάρκεια της μακράς βασιλείας του ο Ιουστινιανός ενδιαφέρθηκε πολύ για την προώθηση της κατασκευής θρησκευτικών και πολιτικών μνημείων σε όλη τη την τεράστια αυτοκρατορία του. Μόλις κατέλαβε τη Ραβέννα, αποτελείωσε την κατασκευή των εκκλησιών εκείνων των οποίων η οικοδόμηση είχε αρχίσει από την εποχή των Οστρογότθων. Από αυτές τις εκκλησίες, δύο έχουν μεγάλη σημασία από καλλιτεχνική πλευρά: η εκκλησία του Αγίου Βιταλίου και η εκκλησία του Αγίου Απολλιναρίου. Η καλλιτεχνική αξία αυτών των δύο εκκλησιών έγκειται κυρίως στα μωσαϊκά τους.
Σχεδόν 3 μίλια μακριά από τη Ραβέννα, στο μέρος όπου κατά το Μεσαίωνα βρισκόταν το πλούσιο λιμάνι της πόλης, υπάρχει η απλή εκκλησία του Αγίου Απολλιναρίου, που αντιπροσωπεύει με το σχήμα της μια γνήσια αρχαία χριστιανική βασιλική. Σε μια πλευρά αυτής της εκκλησίας βρίσκεται το κυκλικό καμπαναριό που έγινε αργότερα. Οι αρχαίες σαρκοφάγοι, στολισμένες με ανάγλυφες εικόνες και τοποθετημένες κατά μήκος των τοίχων της εκκλησίας, περιέχουν τα λείψανα των πιο σπουδαίων αρχιεπισκόπων της Ραβέννας. Το μωσαϊκό του 6ου αιώνα δείχνει τον προστάτη της Ραβέννας Άγιο Απολλινάριο, να κάθεται με σηκωμένα χέρια κυκλωμένος από αρνιά στη μέση μιας ειρηνικής κοιλάδας. Πάνω από αυτόν, στον γαλάζιο, γεμάτο αστέρια, ουρανό, ακτινοβολεί ένας πολύτιμος σταυρός. Τα άλλα μωσαϊκά της εκκλησίας αυτής είναι μεταγενέστερα.
Η εκκλησία του Αγίου Βιτάλη, της οποίας έχουν διατηρηθεί σχεδόν άθικτα όλα τα μωσαϊκά του 6ου αιώνα, περιέχει το πιο αξιόλογο υλικό για τη μελέτη των καλλιτεχνικών έργων της περιόδου του Ιουστινιανού. Το εσωτερικό του ναού αυτού είναι σκεπασμένο, από πάνω μέχρι κάτω, με θαυμάσια γλυπτά και μωσαϊκά. Από τα δύο πιο σπουδαία μωσαϊκά το ένα παριστάνει τον Ιουστινιανό ανάμεσα στον Επίσκοπο, τους ιερείς και την αυλή του, ενώ το άλλο δείχνει τη Θεοδώρα μαζί με τις κυρίες της. Η ενδυμασία των προσώπων στις εικόνες αυτές είναι καταπληκτική λόγω της μεγαλοπρέπειας και της λαμπρότητάς της.
Η Ραβέννα, η οποία μερικές φορές αναφέρεται ως «Ιταλο-βυζαντινή Πομπηία» ή «Δυτικό Βυζάντιο» προσφέρει το πιο αξιόλογο υλικό για την εκτίμηση της αρχαίας Βυζαντινής τέχνης του 5ου και του 6ου αιώνα.
Η οικοδομική δραστηριότητα του Ιουστινιανού δεν περιορίστηκε μόνο στην ανέγερση φρουρίων και εκκλησιών. Έκτισε επίσης πολλά μοναστήρια, ανάκτορα, γέφυρες, δεξαμενές, υδραγωγεία, λουτρά και νοσοκομεία.
Στις μακρινές επαρχίες της αυτοκρατορίας το όνομα του Ιουστινιανού συνδέεται με την κατασκευή της Μονής της Αγίας Αικατερίνης, στο όρος Σινά. Στην εκκλησία της μονής αυτής βρίσκεται ένα περίφημο μωσαϊκό της Μεταμόρφωσης, το οποίο λέγεται ότι ανήκει στον 6ο αιώνα.
Αρκετά ενδιαφέρουσες μινιατούρες και υφαντά της εποχής αυτής έχουν διασωθεί. Και αν και, κάτω από την επίδραση της Εκκλησίας, η γλυπτική γενικά παράκμαζε, βρίσκουμε ένα μεγάλο αριθμό εξαιρετικά ωραίων ελεφάντινων ανάγλυφων, κυρίως ανάμεσα στα δίπτυχα (κυρίως στα αναφερόμενα στους υπάτους) από τα οποία τα πιο σπουδαία είναι μια σειρά δίπτυχα που ανήκουν στην περίοδο μεταξύ του 5ου αιώνα και του 541.
Σχεδόν όλοι οι συγγραφείς της περιόδου αυτής, καθώς και οι δημιουργοί της Αγίας Σοφίας και των Αγίων Αποστόλων προέρχονταν από την Ασία ή τη Β. Αφρική. Ο πολιτισμός της ελληνιστικής Ανατολής συνέχιζε ακόμα να γονιμοποιεί την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Μια ανασκόπηση της μακράς και ποικιλόμορφης βασιλείας του Ιουστινιανού δείχνει ότι στις περισσότερες από τις προσπάθειές του δεν πέτυχε τα αποτελέσματα που επιθυμούσε. Είναι τελείως φανερό ότι οι λαμπρές στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Δύση (καρπός άμεσος της ιδεολογίας ενός Ρωμαίου Καίσαρα που τον υποχρέωσε να επανακτήσει τις χαμένες περιοχές της αυτοκρατορίας) δεν πέτυχαν τελικά. Ήταν τελείως αντίθετες προς τα πραγματικά ενδιαφέροντα της αυτοκρατορίας, τα οποία βρίσκονταν στην Ανατολή και συνεπώς συντέλεσαν πολύ στην παρακμή και την καταστροφή της χώρας. Η έλλειψη κατάλληλων μέσων συντέλεσε στην ελάττωση του αριθμού των στρατιωτικών, πράγμα που, ενώ έκανε αδύνατη την εκ μέρους του Ιουστινιανού σταθερή συγκράτηση των νέων επαρχιών, έφερε σε δύσκολη θέση τους διαδόχους του. Η θρησκευτική πολιτική του Ιουστινιανού επίσης απέτυχε, επειδή ενώ δεν οδήγησε στη θρησκευτική ενότητα, πολλαπλασίασε τις διαμάχες στις ανατολικές μονοφυσιτικές επαρχίες. Κυρίως όμως ο Ιουστινιανός απέτυχε στις διοικητικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες αν και άρχισαν με αγνές και ειλικρινείς διαθέσεις, οδήγησαν στην πτώχευση και ερήμωση των χωριών, κυρίως λόγω των υπερβολικών φόρων και των εκβιασμών των ανωτέρων κρατικών υπαλλήλων.
Δύο όμως από τα κατορθώματα του Ιουστινιανού άφησαν βαθιά τα ίχνη στην ιστορία του πολιτισμού και δικαιολογούν απόλυτα τον τίτλο «Μέγας», που του απένειμε η ιστορία. Τα κατορθώματα αυτά είναι ο Κώδικας και ο Ναός της Αγίας Σοφίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: