11/6/11

Μετά τη Β' Σταυροφορία [38]

Στη διάρκεια της Σταυροφορίας ο Μανουήλ είχε ήδη λάβει σοβαρά μέτρα για τον πόλεμο κατά του Ρογήρου, τον οποίο ήθελε να εκδικηθεί για τη συμπεριφορά του στα νησιά της Αδριατικής και στην Ελλάδα, καθώς και για τη συνεχιζόμενη κατοχή της Κέρκυρας. Η Βενετία η οποία, όπως και πριν, δεν έβλεπε με καλό μάτι την ανάπτυξη των Νορμανδών, ευχαρίστως αποφάσισε να υποστηρίξει το Βυζάντιο με το στόλο της και πήρε σε αντάλλαγμα νέα εμπορικά προνόμια στην αυτοκρατορία. Εκτός από τους «συνοικισμούς» και τις «σκάλες» που είχαν αποκτήσει οι Βενετοί, με βάση τις προηγούμενες εμπορικές συνθήκες στην Κωνσταντινούπολη τους δόθηκαν νέα μέρη, καθώς και μια ακόμα «σκάλα». Ενώ γίνονταν οι συνεννοήσεις αυτές, ο αυτοκράτορας προετοιμαζόταν για τον πόλεμο κατά του «Δράκου της Δύσης», «του νέου Αμαλήκ» (δες Έξοδος 17:8-14), «του δράκου της νήσου (της Σικελίας) που επρόκειτο να εκβάλει τις φλόγες του θυμού του ψηλότερα από ό,τι τις εκβάλει ο κρατήρας της Αίτνας» (Zacharia von Lingenthal). Τα σχέδια του Μανουήλ δεν περιορίζονταν στην απομάκρυνση του εχθρού από την περιοχή του Βυζαντίου, αλλά επεκτείνονταν στη μεταφορά των εχθροπραξιών στην Ιταλία και στην προσπάθεια αποκατάστασης εκεί της παλαιάς εξουσίας του Βυζαντίου.
Όταν όμως οι προετοιμασίες είχαν σχεδόν συμπληρωθεί, εμποδίστηκε προσωρινά στην εφαρμογή των σχεδίων του από τους Κομάνους, που είχαν διασχίσει τον Δούναβη εισβάλλοντας στην περιοχή του Βυζαντίου. Ο Μανουήλ, αφού γρήγορα κατατρόπωσε τους Κομάνους, κατέλαβε την Κέρκυρα, με την υποστήριξη του στόλου της Βενετίας.
Ο Ρογήρος αντιλήφθηκε τον μεγάλο κίνδυνο που δημιουργούσε η συμμαχία του Βυζαντίου με τη Γερμανία, που είχε υποσχεθεί να στείλει στρατιωτικές ενισχύσεις, καθώς και η Βενετία, η οποία είχε ήδη στείλει το στόλο της, και με πολύ ικανούς διπλωματικούς ελιγμούς προσπάθησε να δημιουργήσει κάθε δυνατή δυσκολία για το Βυζάντιο. Χάρη στις ραδιουργίες της Σικελίας, ο δούκας Welf, παλιός εχθρός των Hohenstaufen, επαναστάτησε κατά του Κόνραντ στη Γερμανία, ο οποίος έτσι εμποδίστηκε να σπεύσει προς βοήθεια του Μανουήλ στην Ιταλία. Στη συνέχεια οι Σέρβοι, με την υποστήριξη των Ούγγρων, άρχισαν εχθροπραξίες εναντίον του Μανουήλ, του οποίου η προσοχή, μετά από αυτό, στράφηκε στον Βορρά. Τελικά ο Λουδοβίκος Ζ', θλιμμένος από την αποτυχία της Σταυροφορίας και θυμωμένος με τους Βυζαντινούς, επιστρέφοντας από την Ανατολή, δημιούργησε φιλικές σχέσεις με τον Ρογήρο κι άρχισε την προετοιμασία μιας νέας Σταυροφορίας, που απειλούσε το Βυζάντιο με αναπόφευκτο κίνδυνο. Ο ηγούμενος Suger, που διοικούσε τη Γαλλία στην απουσία του Λουδοβίκου, ήταν ο εμπνευστής μιας νέας Σταυροφορίας και ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ ήταν έτοιμος να ηγηθεί ο ίδιος του στρατού. Ένας Γάλλος ηγούμενος έγραφε στον βασιλιά της Σικελίας: «Οι καρδιές μας, οι καρδιές όλων σχεδόν των Γάλλων, φλέγονται από τη διάθεση για μια ειρήνη μαζί σου. Οδηγούμαστε στο να έχουμε αυτά τα αισθήματα από την ανήκουστη προδοσία των Βυζαντινών και του μισητού βασιλιά τους... Ετοιμάσου να βοηθήσεις τον λαό του Θεού... Πάρε εκδίκηση γι’ αυτές τις προσβολές». Ο Ρογήρος επίσης ενίσχυσε τις σχέσεις του με τον Πάπα. Γενικά η Δύση παρατηρούσε με δυσαρέσκεια τη συμμαχία του «ορθόδοξου» άρχοντα της Γερμανίας με τον «σχισματικό» βασιλιά του Βυζαντίου. Στην Ιταλία πίστευαν ότι ο Κόνραντ είχε ήδη συνηθίσει την ανυπακοή του Βυζαντίου και ο Πάπας, συνεπώς, προσπαθούσε να τον επαναφέρει στο δρόμο της αλήθειας και της πειθαρχίας στην Καθολική Εκκλησία. Ο Πάπας Ευγένιος Γ', ο ηγούμενος Suger και ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ αγωνίζονταν να καταστρέψουν τη συμμαχία των δύο αυτοκρατοριών. Έτσι, στα μέσα του 12ου αιώνα, όπως εξηγεί ο Vasilievsky, «δημιουργείτο ένας ισχυρός συνασπισμός κατά του Μανουήλ και του Βυζαντίου, επικεφαλής του οποίου ήταν ο βασιλιάς Ρογήρος και στον οποίον ανήκε ήδη η Ουγγαρία και η Σερβία, η Γαλλία και ο Πάπας επρόκειτο να προσχωρήσουν, ενώ συγχρόνως γίνονταν προσπάθειες να παρασυρθεί η Γερμανία και ο βασιλιάς της. Αν ο συνασπισμός πραγματοποιείτο το γεγονός αυτό θα απειλούσε, το 1204, την ίδια την Κωνσταντινούπολη».
Παρόλα αυτά, ο κίνδυνος που αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία δεν αποδείχθηκε μεγάλος. Το σχέδιο του βασιλιά της Γαλλίας δεν έγινε πραγματικότητα, αφενός λόγω της απροθυμίας των Γάλλων ιπποτών και αφετέρου λόγω του θανάτου του Suger. Ο Κόνραντ παρέμεινε πιστός στη συμμαχία του με το Βυζάντιο.
Τη στιγμή όμως που ο Μανουήλ θα μπορούσε να έχει κάποιο όφελος από τη συμμαχία του με τη Γερμανία, ο Κόνραντ Γ' πέθανε (1152). Ο θάνατός του, που συνέβη όταν είχε αποφασιστεί η εκστρατεία της Ιταλίας, προκάλεσε διαδόσεις στη Γερμανία ότι ο βασιλιάς δηλητηριάστηκε από τους ιατρούς της αυλής του, οι οποίοι προέρχονταν από την περίφημη ιατρική σχολή του Solerno, της Ιταλίας, που την εποχή αυτή βρισκόταν στην εξουσία του Ρογήρου. Ο διάδοχος του Κόνραντ, Φρειδερίκος Α' Βαρβαρόσας, ανέβηκε στο θρόνο πιστεύοντας στην απεριόριστη αυτοκρατορική του εξουσία που του δόθηκε από τον Θεό και δε θα παραδεχόταν ότι ήταν δυνατόν να μοιραστεί τη δύναμή του στην Ιταλία με τον αυτοκράτορα της Ανατολής. Σε μια συμφωνία του με τον Πάπα, που έγινε λίγο μετά την άνοδο του Φρειδερίκου στο θρόνο, ο βασιλιάς της Γερμανίας, αποκαλώντας τον Μανουήλ rex και όχι imperator, όπως έκανε ο Κόνραντ, ανέλαβε την υποχρέωση να εκδιώξει τον αυτοκράτορα της Ανατολής από την Ιταλία. Λίγο αργότερα όμως, για λόγους ανεξήγητους, ο Φρειδερίκος άλλαξε τα σχέδιά του και φάνηκε να επιστρέφει στην ιδέα της συμμαχίας με το Βυζάντιο.
Το 1154 πέθανε ο τρομερός εχθρός του Βυζαντίου Ρογήρος Β' και ο νέος βασιλιάς της Σικελίας, Γουλιέλμος Α', έβαλε ως σκοπό του την καταστροφή της συμμαχίας των δύο αυτοκρατοριών, καθώς και της συμμαχίας που υπήρχε μεταξύ Βυζαντίου και Βενετίας. Η Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, γνωρίζοντας τα σχέδια του Μανουήλ για την εγκατάστασή του στην Ιταλία, δεν μπορούσε να τα εγκρίνει, γιατί θα ήταν εξίσου κακά με την εγκατάσταση των Νορμανδών στην απέναντι ακτή της Αδριατικής. Σε οποιαδήποτε από τις δυο περιπτώσεις και οι δυο ακτές θα ανήκαν σε μια δύναμη που θα απέκλειε τα πλοία της Βενετίας από την ελεύθερη χρήση της Αδριατικής και της Μεσογείου. Έτσι η Βενετία διέσπασε τη συμμαχία της με το Βυζάντιο και έχοντας αποκτήσει σπουδαία εμπορικά προνόμια στο βασίλειο της Σικελίας, συμμάχησε με τον Γουλιέλμο Α'.
Ύστερα από μερικές επιτυχίες του βυζαντινού στρατού στη Νότια Ιταλία, δηλαδή μετά την κατάληψη του Μπάρι και μερικών άλλων πόλεων, ο Γουλιέλμος νίκησε αποτελεσματικά τον Μανουήλ, το 1156, στο Βρινδήσιο, εκμηδενίζοντας έτσι όλα τα αποτελέσματα της εκστρατείας του Βυζαντίου. Την ίδια χρονιά η πρωτεύουσα της Απουλίας, Μπάρι, καταστράφηκε ύστερα από εντολή του Γουλιέλμου. Ένας συγγραφέας αυτής της εποχής γράφει ότι «η δυναμική πρωτεύουσα της Απουλίας, περίφημη για τη δόξα της, δυνατή χάρη στον πλούτο της, περήφανη για την ευγενή και αριστοκρατική καταγωγή των πολιτών της και αντικείμενο γενικού θαυμασμού για την ωραιότητα των κτιρίων της, κείται τώρα σαν ένας σωρός από λίθους» (Hugo Falcandus).
Η ατυχής εκστρατεία του Μανουήλ στην Ιταλία, έδειξε καθαρά στον Φρειδερίκο Βαρβαρόσα ότι ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου είχε υπόψη του την κατάκτηση της χώρας αυτής κι επομένως ακύρωσε οριστικά τη συμμαχία του με το Βυζάντιο. Ένας σύγχρονος του Φρειδερίκου ιστορικός, γράφει ότι «Αν και (ο Φρειδερίκος) μισούσε τον Γουλιέλμο, παρόλα αυτά δεν επιθυμούσε την απόκτηση από τους ξένους του τμήματος εκείνου της αυτοκρατορίας του που με άδικο τρόπο είχε περιέλθει στη βίαιη τυραννία του Ρογήρου» (Ottonis Frisingensis). Κάθε ελπίδα συμβιβασμού με τον Βαρβαρόσα εξαφανίστηκε μαζί με τις ελπίδες που είχε ο Μανουήλ για την επανάκτηση της Ιταλίας. Το 1158 έγινε ειρήνη ανάμεσα στον Μανουήλ και τον Γουλιέλμο της Σικελίας, της οποίας οι ακριβείς όροι δεν είναι γνωστοί. Η ειρήνη αυτή πάντως σήμαινε την εγκατάλειψη των λαμπρών και προσφυών σχεδίων του Βυζαντίου, καθώς και «τη διάσπαση της φιλίας και της συμμαχίας των δύο αυτοκρατοριών που υπήρχε την εποχή του Λοθάριου της Σαξονίας και του Ιωάννη Κομνηνού και που αργότερα ενισχύθηκε με τις προσωπικές σχέσεις του Κόνραντ και του Μανουήλ». Τα βυζαντινά στρατεύματα δεν είδαν έκτοτε ποτέ πια την Ιταλία.
Κάτω από τις νέες συνθήκες, οι σκοποί της πολιτικής του Βυζαντίου άλλαξαν. Τώρα η αυτοκρατορία έπρεπε να αντιμετωπίσει την τάση των Hohenstaufen να προσαρτήσουν την Ιταλία, η οποία, κατά τη γνώμη του Φρειδερίκου Βαρβαρόσα, έπρεπε να αναγνωρίσει τη δύναμή του. Οι διπλωμάτες του Βυζαντίου άρχισαν να εργάζονται δραστήρια προς μια νέα κατεύθυνση. Ο Μανουήλ επιθυμώντας να καταστρέψει τις σχέσεις ανάμεσα στον Φρειδερίκο και τον Πάπα, ζήτησε την υποστήριξη του Πάπα στον προσεχή του αγώνα με τον Φρειδερίκο, αφήνοντας με υπαινιγμούς να νοηθεί μια πιθανή ένωση της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας. Προκαλώντας διαμάχη μεταξύ του Πάπα και του βασιλιά της Γερμανίας, ο Μανουήλ έλπιζε «να αποκαταστήσει την ανατολική αυτοκρατορία σε όλα της τα δικαιώματα, θέτοντας κάποιο τέρμα στην ανωμαλία που υπήρχε στη δυτική αυτοκρατορία» (Chalandon). Οι συνεννοήσεις αυτές όμως απέτυχαν, επειδή οι Πάπες δεν επιθυμούσαν καθόλου να εξαρτιόνται από τον ένα ή τον άλλον αυτοκράτορα. Αντίθετα, οι Πάπες του 12ου αιώνα, εμποτισμένοι από θεοκρατικές ιδέες, επιθυμούσαν να υπερέχουν του αυτοκράτορα του Βυζαντίου.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ Φρειδερίκου Βαρβαρόσα και Βόρειας Ιταλίας, ο Μανουήλ υποστήριξε χρηματικά τη Βόρεια Ιταλία. Τα τείχη του Μιλάνου, τα οποία κατεδάφισε ο Φρειδερίκος, επισκευάστηκαν με τη βοήθεια του αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Η μάχη του Legnano, στις 29 Μαΐου 1176, που τέλειωσε με την πλήρη ήττα του Φρειδερίκου στη Β. Ιταλία και τον θρίαμβο των βόρειων ιταλικών πόλεων και του υποστηρικτή τους, Πάπα, φαινόταν ότι έδινε στον Μανουήλ μια μάλλον ευνοϊκή θέση στην Ιταλία. Οι σχέσεις του ήταν επίσης ευνοϊκές με τη Γένουα, την Πίζα και τη Βενετία, η οποία βλέποντας τον γερμανικό κίνδυνο, στράφηκε και πάλι προς το Βυζάντιο. Ο Μανουήλ όμως θέλοντας, ίσως λόγω έλλειψης άλλων πόρων, να επωφεληθεί του τεράστιου πλούτου των Ενετών εμπόρων της αυτοκρατορίας, διέταξε ξαφνικά τη σύλληψη όλων των Ενετών του Βυζαντίου και την κατάσχεση της περιουσίας τους. Η Βενετία, εξοργισμένη φυσικά, έστειλε το στόλο της κατά του Βυζαντίου, ο οποίος όμως, λόγω μιας επιδημίας, αναγκάστηκε να επιστρέψει χωρίς να έχει πετύχει μεγάλα πράγματα. Είναι πολύ πιθανόν ότι οι σχέσεις μεταξύ Βυζαντίου και Βενετίας δεν αποκαταστάθηκαν όσο ζούσε ο Μανουήλ.
Θέλοντας να απαντήσει στην πολιτική του Βυζαντίου στην Ιταλία, με τον ίδιο τρόπο ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσα, ήρθε σε συνεννόηση με τον πιο επικίνδυνο εχθρό του Βυζαντίου στην Ανατολή, τον Σουλτάνο του Ικονίου Κιλίτς-Αρσλάν και προσπάθησε να τον πείσει να εισβάλει στην ανατολική αυτοκρατορία, ελπίζοντας ότι οι δυσκολίες της Μικράς Ασίας θα αποσπούσαν τον Μανουήλ από τις υποθέσεις της Ευρώπης.
Στο μεταξύ, η κατάσταση στη Μικρά Ασία άρχισε να γίνεται απειλητική. Στην Κιλικία που είχε καταληφθεί από τον Ιωάννη Κομνηνό, ξέσπασε μια επανάσταση, κάτω από την καθοδήγηση του Τερόζη. Δυο στρατιές του Μανουήλ που στάλθηκαν κατά του επαναστάτη, απέτυχαν στην αποστολή τους, ενώ η κατάσταση έγινε ακόμα πιο σοβαρή όταν ο Τερόζης συμμάχησε με τον παλιό του εχθρό, τον πρίγκιπα της Αντιόχειας Ρενάλδο (Renaud de Chatillon) και βάδισε μαζί με το νέο του σύμμαχο κατά των Βυζαντινών. Συγχρόνως ο Ρενάλδος πέτυχε μια καλή επίθεση κατά της Κύπρου. Ο Μανουήλ ήρθε ο ίδιος στην Κιλικία και η άφιξή του υπήρξε τόσο ξαφνική ώστε ο Τερόζης μόλις γλύτωσε την αιχμαλωσία φεύγοντας. Το 1158 ο Μανουήλ έγινε και πάλι κύριος της Κιλικίας και ο Τερόζης υποτάχθηκε στον αυτοκράτορα, ο οποίος τον συγχώρησε. Τώρα ήταν η σειρά της Αντιόχειας.
Ο Ρενάλδος όταν αντιλήφθηκε ότι δε θα μπορούσε να αντισταθεί στις δυνάμεις του Βυζαντίου, αποφάσισε να ζητήσει από τον αυτοκράτορα συγγνώμη. Ο Μανουήλ βρισκόταν στη Μοψουεστία της Κιλικίας, όπου ο Ρενάλδος «παρουσιάστηκε σαν ικέτης μπροστά στον Μεγάλο Κομνηνό» (Schlumberger). Τότε έλαβε χώρα μια πολύ ταπεινωτική σκηνή: ξυπόλητος ο Ρενάλδος ξαπλώθηκε μπροστά στον αυτοκράτορα, δίνοντάς του το ξίφος του και θέτοντας τον εαυτό του στη διάθεση της ευσπλαχνίας του Μανουήλ. Συγχρόνως ζητούσε χάρη, κραυγάζοντας τόσο πολύ, που προκαλούσε «αναγούλα» και πολλοί Γάλλοι τον επέπληξαν γι’ αυτό. Πρέσβεις από τα περισσότερα έθνη της Ανατολής παρευρίσκονταν στη διάρκεια αυτής της σκηνής, η οποία τους έκανε βαθειά εντύπωση. «Η σκηνή αυτή είχε σαν αποτέλεσμα την καταφρόνηση των Λατίνων από τους λαούς όλης της Ασίας» (Schlumberger). Ο Ρενάλδος αναγνώρισε τον εαυτό του ως υποτελή του Μανουήλ και αργότερα (1178-1179) κάποιος Ροβέρτος στάλθηκε στην αυλή του Ερρίκου Β' βασιλιά της Αγγλίας, ως εκπρόσωπος και των δύο χωρών (δηλαδή του Βυζαντίου και της Αντιόχειας). Ο βασιλιάς των Ιεροσολύμων Βαλδουίνος Γ' ήρθε ο ίδιος στη Μοψουεστία, όπου έγινε δεκτός (στο στρατόπεδο του Μανουήλ) από τον αυτοκράτορα. Ο Βαλδουίνος υποχρεώθηκε να συνάψει συνθήκη με τον Μανουήλ και ανέλαβε την υποχρέωση να παραχωρήσει στον αυτοκράτορα στρατεύματα. Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης αναφέρει τον βασιλιά που έσπευσε από την Ιερουσαλήμ θαμπωμένος από τη φήμη και τα έργα του αυτοκράτορα και αναγνωρίζοντας το μεγαλείο του.
Τον Απρίλιο του 1159, ο Μανουήλ έκανε τη θριαμβευτική του είσοδο στην Αντιόχεια. Συνοδευόμενος από τον Ρενάλδο και τους άλλους Λατίνους πρίγκιπες, που βάδιζαν άοπλοι και ακολουθούμενος από τον έφιππο αλλά άοπλο βασιλιά της Ιερουσαλήμ, ο αυτοκράτορας πέρασε ανάμεσα από τους στολισμένους με χαλιά και λουλούδια δρόμους, υπό τους ήχους οργάνων και ύμνων και οδηγήθηκε από τον Πατριάρχη της Αντιόχειας στον καθεδρικό Ναό. Επί 8 ημέρες τα εμβλήματα του αυτοκράτορα ήταν απλωμένα στα τείχη της πόλης.
Η υποταγή του Ρενάλδου και η είσοδος του Μανουήλ στην Αντιόχεια το 1159 δείχνει τον θρίαμβο της πολιτικής του Βυζαντίου έναντι των Λατίνων, που αποτελεί καρπό προσπαθειών και αγώνων 60 και πλέον ετών. Παρά τις πολλές δυσκολίες και τους πολέμους, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου αντιμετώπιζε πάντα το πρόβλημα της Αντιόχειας, το οποίο άρχισε κατά την Α' Σταυροφορία για να μη λυθεί ποτέ.
Στην εκκλησία της Γέννησης στη Βηθλεέμ, μια επιγραφή, χρονολογημένη από το 1169, αναφέρει τα εξής: «Το παρόν έργο συμπληρώθηκε από τον ζωγράφο και τεχνίτη μωσαϊκών Εφραΐμ στη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Μανουήλ Πορφυρογέννητου Κομνηνού και την εποχή του μεγάλου βασιλιά της Ιερουσαλήμ Αμάριγου και του ιερού Επισκόπου της ιεράς Βηθλεέμ Ραούλ το έτος 677» (δηλαδή 1169). Το ότι αναφέρεται το όνομα του Μανουήλ μαζί με το όνομα του Αμάριγου, μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι ο αυτοκράτορας είχε αποκτήσει κάποια επικυριαρχία επί του βασιλιά της Ιερουσαλήμ.
Όσον αφορά τις σχέσεις του αυτοκράτορα με τους Μουσουλμάνους πρίγκιπες, ο Μανουήλ και ο Κιλίτς-Αρσλάν είχαν για μερικά χρόνια φιλικές σχέσεις και το 1161-1162 ο Σουλτάνος ήρθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και έγινε επίσημα δεκτός από τον αυτοκράτορα.
Η υποδοχή αυτή περιγράφεται με ακρίβεια από τις βυζαντινές κι ανατολικές πηγές. Ο Σουλτάνος έμεινε 8 ημέρες στην Κωνσταντινούπολη, αφού προηγουμένως είδε όλα τα πλούτη και όλους τους θησαυρούς της πρωτεύουσας, θαμπωμένος από τη λαμπρότητα της δεξίωσης των ανακτόρων. Ο Κιλίτς-Αρσλάν δεν τολμούσε καν να καθίσει στο πλευρό του αυτοκράτορα. Ξιφομαχίες, αγώνες και μια ναυτική εορτή ακόμα, με επίδειξη του «υγρού πυρός» έγιναν προς τιμή του Σουλτάνου. Δυο φορές την ημέρα έφερναν φαγητό στον μεγάλο επισκέπτη σε χρυσά και αργυρά σκεύη, από τα οποία τα τελευταία έμεναν στη διάθεση του ξένου. Μια μέρα, όταν ο αυτοκράτορας και ο Σουλτάνος έφαγαν μαζί, όλα τα σκεύη προσφέρθηκαν ως δώρο στον Κιλίτς-Αρσλάν.
Το 1171 ο βασιλιάς των Ιεροσολύμων Αμάριγος Α’ έφτασε στη Κωνσταντινούπολη και έγινε δεκτός με μεγαλοπρέπεια από τον Μανουήλ. Η επίσκεψη αυτή αποτελεί το κατακόρυφο της διεθνούς δόξας και της μεγάλης δύναμης του Μανουήλ στην Εγγύς Ανατολή.
Τα πολιτικά όμως αποτελέσματα της επίσκεψης του Κιλίτς-Αρσλάν στην πρωτεύουσα δεν υπήρξαν πολύ σπουδαία. Ένα είδος φιλικής συνθήκης που έγινε στην Κωνσταντινούπολη δεν κράτησε πολύ. Λίγα χρόνια αργότερα ο Σουλτάνος ανήγγειλε στους φίλους και τους αξιωματούχους του ότι όσο πιο πολύτιμα δώρα πήρε από τον αυτοκράτορα τόσο πιο πολύ ζημιά έκανε στην αυτοκρατορία.
Κάτω από τις συνθήκες αυτές η ειρήνη στα ανατολικά σύνορα δεν ήταν δυνατόν να διαρκέσει πολύ, χάρη σε ορισμένους τοπικούς λόγους και μετά, ίσως από υποκίνηση του Φρειδερίκου, άρχισαν οι εχθροπραξίες. Ο ίδιος ο Μανουήλ ανέλαβε την αρχηγία του στρατού. Σκοπός της εκστρατείας ήταν η κατάληψη του Ικονίου, της πρωτεύουσας του Σουλτανάτου. Το 1176 τα βυζαντινά στρατεύματα περιπλέχθηκαν στα ορεινά στενά της Φρυγίας όπου (όχι μακριά από τα σύνορα) βρισκόταν το οχυρό του Μυριοκέφαλου. Εκεί οι Τούρκοι, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1176 επιτέθηκαν εναντίον του αυτοκρατορικού στρατού από πολλές πλευρές και τον κατανίκησαν. Ο αυτοκράτορας μόλις γλύτωσε τη ζωή του και διέφυγε την αιχμαλωσία. Ο Βυζαντινός ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης γράφει ότι «το θέαμα ήταν πραγματικά αξιοθρήνητο ή, καλύτερα, η καταστροφή υπήρξε τόσο μεγάλη που δεν ήταν δυνατόν να θρηνηθεί όσο έπρεπε. Οι λάκκοι ήταν τελείως γεμάτοι από πτώματα, στα φαράγγια υπήρχαν όγκοι από σκοτωμένους και στους θάμνους βουνά από νεκρούς... Κανείς δεν περνούσε από εκεί δίχως δάκρυα και θρήνους και όλοι, κλαίγοντας σπασμωδικά, καλούσαν τους χαμένους φίλους και συγγενείς τους με το όνομά τους».
Ένας ιστορικός της εποχής αυτής που έζησε, το 1179, για ένα διάστημα στην Κωνσταντινούπολη, παρουσιάζει τις διαθέσεις του Μανουήλ, μετά τη μάχη του Μυριοκέφαλου, ως εξής: «Από την ημέρα αυτή λέγεται ότι ο αυτοκράτορας θυμόταν πάντοτε, με βαριά καρδιά, αυτήν τη μοιραία καταστροφή. Ποτέ, ύστερα από αυτήν, δεν έδειξε πια το κέφι που τόσο τον χαρακτήριζε και ποτέ δεν παρουσιάστηκε πια χαρούμενος στο λαό του, όσο και αν προσπαθούσαν να τον διασκεδάσουν. Ποτέ όσο ζούσε δεν χάρηκε την υγεία που διέθετε πριν σε τόσο αξιοθαύμαστο βαθμό. Με λίγα λόγια η διαρκής παρουσία της ανάμνησης αυτής της ήττας τόσο τον πίεζε, ώστε ποτέ πια δεν χάρηκε την ειρήνη του πνεύματος ή τη συνήθη ηρεμία της σκέψης του».
Σ’ ένα εκτενές γράμμα προς τον φίλο του Ερρίκο Β', βασιλιά της Αγγλίας, ο Μανουήλ αναγγέλλει την καταστροφή του προσπαθώντας λίγο να την απαλύνει. Στο γράμμα αυτό ο αυτοκράτορας δίνει μια λεπτομερή περιγραφή της μάχης, αναφέροντας συγχρόνως και μια ενδιαφέρουσα πληροφορία σχετική με τη συμμετοχή στη μάχη Άγγλων που υπηρετούσαν από το 1066 τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, κυρίως στην αυτοκρατορική φρουρά.
Παρά τη φοβερή ήττα του Μυριοκέφαλου, ένας ανώνυμος πανηγυριστής του Μανουήλ μεταβάλλει τη φυγή του αυτοκράτορα, μπροστά στους Τούρκους, σ’ ένα από τα λαμπρά του έργα λέγοντας ότι «ύστερα από μια σύγκρουση με μια μάζα επιτιθέμενων Τούρκων ο Μανουήλ ξέφυγε μόνος χωρίς να φοβάται τα πολυάριθμα ξίφη, βέλη και ακόντια». Ένας ανεψιός του Μανουήλ διακόσμησε το νέο του σπίτι με έργα ζωγραφικής και ανάμεσα στις άλλες εικόνες «διέταξε την απεικόνιση των έργων του Σουλτάνου (του Ικονίου), εικονογραφώντας έτσι τους τοίχους του σπιτιού του με κάτι που θα ήταν καλύτερα να μένει στην αφάνεια». Κατά πάσα πιθανότητα, η εικόνα αυτή παρίστανε τη μοιραία μάχη του Μυριοκέφαλου.
Για άγνωστους όμως ακόμα λόγους, ο Κιλίτς-Αρσλάν έκανε πολύ μέτρια χρήση της νίκης του αρχίζοντας συνεννοήσεις με τον αυτοκράτορα που οδήγησαν σε μια ανεκτή ειρήνη. Μερικά οχυρά του Βυζαντίου, στη Μικρά Ασία, καταστράφηκαν.
Η μάχη του Ματζικέρτ, το 1071, υπήρξε ήδη ένα θανάσιμο κτύπημα για την κυριαρχία του Βυζαντίου στη Μικρά Ασία. Όσοι όμως έζησαν τη μάχη αυτή δεν το είχαν καταλάβει και έλπιζαν ακόμα να αναλάβουν και να απαλλαγούν από τον κίνδυνο των Σελτζούκων. Οι δυο πρώτες Σταυροφορίες δεν είχαν μετριάσει τον κίνδυνο και η μάχη του Μυριοκέφαλου, το 1176, κατέστρεψε οριστικά την τελευταία ελπίδα που διατηρούσε το Βυζάντιο για την εκδίωξη των Τούρκων από τη Μικρά Ασία. Ύστερα από αυτό η αυτοκρατορία δεν μπορούσε πια να φέρει σε πέρας στην Ανατολή καμιά επιθετική ενέργεια. Μόλις είχε τη δυνατότητα να υπερασπίζεται τα ανατολικά σύνορα και να συγκρατεί τις ορδές των Σελτζούκων, οι οποίοι εισχωρούσαν συνεχώς στην περιοχή της. «Η μάχη του Μυριοκέφαλου», όπως λέει ο Kugler, «υπήρξε αποφασιστική για τη μοίρα όλης της Ανατολής».
Αμέσως μετά την ήττα του ο Μανουήλ έστειλε ένα γράμμα στον Φρειδερίκο Βαρβαρόσα με το οποίο περιέγραφε τη θέση του Σουλτάνου των Σελτζούκων ως ανίσχυρη, αλλά ο Φρειδερίκος είχε ήδη πληροφορηθεί τη πραγματικότητα, δηλαδή την τρομερή ήττα του Μανουήλ. Απαντώντας στον Μανουήλ ο Φρειδερίκος ανήγγειλε ότι οι Γερμανοί αυτοκράτορες, που είχαν αποκτήσει τη δύναμή τους από τους ένδοξους Ρωμαίους αυτοκράτορες, έπρεπε να διοικούν όχι μόνο τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (Romanum imperium), αλλά και το «Ελληνικό βασίλειο» (regnum grecie) και ότι, συνεπώς, ο Μανουήλ έπρεπε να αναγνωρίσει την εξουσία του αυτοκράτορα της Δύσης και του Πάπα. Τέλειωνε το γράμμα του με τη δήλωση ότι στο μέλλον θα ρύθμιζε τη στάση του με βάση τη συμπεριφορά του Μανουήλ, ο οποίος άδικα δημιουργούσε ζητήματα ανάμεσα στους υπηκόους της Δυτικής αυτοκρατορίας. Έτσι ο Hohenstaufen πίστευε ότι ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου θα υποτασσόταν σ’ αυτόν λόγω της ιδιότητάς του ως αυτοκράτορα της Δύσης. Η ιδέα της μιας αυτοκρατορίας δεν έπαψε να υπάρχει τον 12ο αιώνα. Στην αρχή απασχολούσε τον Μανουήλ και μετά, όταν οι συνθήκες έπαψαν να είναι ευμενείς για το Βυζάντιο, ο Φρειδερίκος άρχισε να οραματίζεται μια ενιαία αυτοκρατορία.
Το 1177, το Συνέδριο της Βενετίας, στο οποίο παραβρέθηκαν ο Φρειδερίκος, ο Πάπας και οι αντιπρόσωποι των νικηφόρων ιταλικών πόλεων, επικύρωσε την ανεξαρτησία των τελευταίων και συμφιλίωσε τον Γερμανό άρχοντα με τον Πάπα. Με άλλα λόγια, η συνθήκη της Βενετίας έβαλε τέλος στην εχθρότητα που υπήρχε μεταξύ της Γερμανίας, των Λογγοβάρδων και του Πάπα, τον οποίον ο Μανουήλ είχε χρησιμοποιήσει για τους διπλωματικούς του ελιγμούς.
«Το Συνέδριο της Βενετίας υπήρξε για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία ένα κτύπημα εξίσου ισχυρό με την ήττα του Μυριοκέφαλου», αναφέρει ο Uspensky. «Με το να συμφιλιώσει τους παράγοντες της Δύσης, που ήταν εχθρικοί προς το Βυζάντιο, το Συνέδριο αποτέλεσε μια πρόγνωση του συνασπισμού που επρόκειτο να καταλάβει, το 1204, την Κωνσταντινούπολη και να σχηματίσει τα λατινικά κράτη της Ανατολής».
Το Συνέδριο του 1177 είχε ιδιαίτερη σημασία για τη Βενετία, όπου οι εκλεκτοί της Ευρώπης συγκεντρώθηκαν με αρχηγό τον αυτοκράτορα της Δύσης και τον Πάπα. Πάνω από 10.000 ξένοι ήρθαν στη Βενετία και όλοι θαύμασαν την ωραιότητα, τον πλούτο και τη δύναμη αυτής της πόλης. Ένας σύγχρονος ιστορικός απευθύνεται στο λαό της Βενετίας και γράφει: «Ω, πόσο ευτυχείς είστε για το ότι μια τέτοια ειρήνη μπόρεσε να επιτευχθεί στη χώρα σας. Το γεγονός αυτό θα αποτελεί μια αιώνια δόξα για το όνομά σας».
Λίγο πριν το θάνατό του ο Μανουήλ είχε την τελευταία του διπλωματική επιτυχία παντρεύοντας το γιο και διάδοχό του Αλέξιο, με μια οκτάχρονη κόρη του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Ζ'. Χάρη στο γάμο αυτό, οι κάπως τεταμένες σχέσεις που δημιουργήθηκαν, μετά τη Β' Σταυροφορία, μεταξύ Βυζαντίου και Γαλλίας, φαίνεται ότι βελτιώθηκαν. Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης έγραψε ένα ειδικό λόγο για την άφιξη της αυτοκρατορικής νύφης από τη Γαλλία στην Κωνσταντινούπολη.
Επιπλέον, μετά το περίφημο γράμμα που έστειλε ο Μανουήλ στον βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκο Β', ύστερα από την καταστροφή του Μυριοκέφαλου, οι σχέσεις μεταξύ των δύο αρχόντων έγιναν πολύ φιλικές και υπάρχουν ενδείξεις ότι κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ, απεσταλμένοι του Βυζαντίου ήρθαν στο Westminster τους οποίους, μετά από εντολή του Ερρίκου Β', ανέλαβε να περιποιηθεί ο Geoffrey de Haie, που κατόπιν στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ερρίκος Β' γνωρίζοντας την αγάπη του Μανουήλ για τα σπορ και το κυνήγι, του έστειλε μερικά κυνηγετικά σκυλιά με ένα πλοίο που έφευγε από το Bremen.
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι η πολιτική του Μανουήλ διέφερε πολύ από την προσεκτική και συνετή πολιτική του παππού του και του πατέρα του. Παρασυρόμενος από τα απατηλά του όνειρα να αποκαταστήσει την ενότητα της αυτοκρατορίας ως διάδοχος του Αύγουστου, του Κωνσταντίνου και του Ιουστινιανού και κλίνοντας έντονα προς τις συνήθειες και τους τρόπους ζωής της Δύσης, εκτέθηκε υπερβολικά στον αγώνα του με την Ιταλία και την Ουγγαρία καθώς και στις σχέσεις του με τη Δυτική αυτοκρατορία, τη Γαλλία, τη Βενετία και άλλες ιταλικές πόλεις. Μη δίνοντας την κατάλληλη προσοχή στην Ανατολή δεν πέτυχε να εμποδίσει την περαιτέρω ανάπτυξη του Σουλτανάτου του Ικονίου και τελικά, μετά την καταστροφή του Μυριοκέφαλου, έζησε τη διάψευση όλων των ελπίδων που συγκέντρωνε η αυτοκρατορία στη Μικρά Ασία.
Η προτίμηση που έδειξε ο Μανουήλ στη Δύση, η οποία δε συμπαθούσε το Βυζάντιο και της οποίας ο πολιτισμός, την εποχή αυτή, δεν ήταν ο ίδιος με αυτόν του Βυζαντίου, είχε καταστρεπτικές συνέπειες για την αυτοκρατορία. Με το να δέχεται τους ξένους με «ανοικτή αγκαλιά» και να τους δίνει υπεύθυνες θέσεις, δημιούργησε ανάμεσα στους υπηκόους του έντονες αντιπάθειες, που μπορούσαν να έχουν αιματηρές συνέπειες.
Ο ειδικός για την εποχή του Μανουήλ ιστορικός χαρακτηρίζει ως εξής την πολιτική του: «Ο Μανουήλ έτυχε να πεθάνει μάλλον πολύ γρήγορα, πριν δει τις θλιβερές συνέπειες της πολιτικής του, που τις είχαν ήδη αντιληφθεί οι πιο οξυδερκείς από τους συγχρόνους του. Ήταν σκληρή η κληρονομιά που άφηνε ο αυτοκράτορας και κανείς από τους διαδόχους του δεν μπορούσε να επανορθώσει την κατάσταση της αυτοκρατορίας. Στη διάρκεια των επόμενων χρόνων η παρακμή της αυτοκρατορίας επρόκειτο να εξελιχθεί με ταχύτητα και μπορούμε να πούμε ότι η παρακμή αυτή άρχισε την εποχή της βασιλείας του Μανουήλ» (Chalandon).
Θα ήταν πιο σωστό αν πούμε ότι η παρακμή της αυτοκρατορίας είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα, την εποχή της δυναστείας των Μακεδόνων, μετά το θάνατο του Βασιλείου Β' Βουλγαροκτόνου, το 1025. Οι δυο πρώτοι Κομνηνοί, ο Αλέξιος και ο Ιωάννης, κατόρθωσαν να επιβραδύνουν την παρακμή, αλλά δεν πέτυχαν να τη σταματήσουν. Η λανθασμένη πολιτική του Μανουήλ οδήγησε την αυτοκρατορία και πάλι στο δρόμο της παρακμής και, τη φορά αυτή, της οριστικής κατάπτωσης. Όπως παρατηρεί ο Hertzberg, «μαζί με τον Μανουήλ θάφτηκε για πάντα η αρχαία λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια του Βυζαντίου». Η γνώμη αυτή του ιστορικού του 19ου αιώνα, συμφωνεί με τα λόγια του γνωστού συγγραφέα του τέλους του 12ου αιώνα (σύγχρονου των Κομνηνών και των Αγγέλων) Ευστάθιου Θεσσαλονίκης, ο οποίος παρατηρεί ότι: «Σύμφωνα προς το σχέδιο του Θεού, με το θάνατο του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού, χάθηκε κάθε τι που έμενε άθικτο από τους Ρωμαίους, ενώ το σκοτάδι κάλυψε όλη μας τη χώρα σαν να βρισκόταν σε μια έκλειψη ηλίου».
Μια τόσο πολύμορφη φυσιογνωμία σαν του Μανουήλ Κομνηνού, δεν μπορούσε παρά να αφήσει βαθειά εντύπωση πέρα απ’ τα όρια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το όνομα και τα κατορθώματά του, που έγιναν θρυλικά, ήταν πολύ γνωστά στα ρώσικα ηρωικά έπη, τραγούδια και χρονικά.

ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΛΕΞΙΟΥ Β' ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ Α'
«Η πενταετής περίοδος της βασιλείας των δύο τελευταίων Κομνηνών, Αλέξιου και Ανδρόνικου», γράφει ο Ρώσος ιστορικός Uspensky, «είναι ενδιαφέρουσα κυρίως σαν μια εποχή αντιδράσεων και κρατικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες είχαν μια τελείως λογική βάση και που προκλήθηκαν από τη διαπίστωση των σφαλμάτων του παλιού συστήματος διοίκησης». Μετά το θάνατο του Μανουήλ, ανέβηκε στο θρόνο ο μόλις 12 ετών γιος του, Αλέξιος Β' (1180-1183) και η μητέρα του Μαρία ανέλαβε την αντιβασιλεία, ενώ ο Αλέξιος Κομνηνός (ανεψιός του Μανουήλ) κατεύθυνε όλες τις υποθέσεις του κράτους. Ο σκληρός αγώνας των κομμάτων της αυλής, αλλά και η συνεχής επικράτηση των Λατίνων, οδήγησαν στο να κληθεί στην πρωτεύουσα ο περίφημος Ανδρόνικος. Ήδη προ πολλού ο Ανδρόνικος είχε τη φιλοδοξία να καταλάβει τον αυτοκρατορικό θρόνο και συνεπώς άρπαξε την ευκαιρία να εμφανιστεί σαν προστάτης του ανίσχυρου αυτοκράτορα Αλέξιου Β', αλλά και σαν υπερασπιστής των εθνικών συμφερόντων των Βυζαντινών. Λίγο πριν μπει στην πρωτεύουσα έλαβε χώρα η σφαγή των Λατίνων, κατά την οποία υπέφεραν πολύ, αναμφίβολα, και οι Ενετοί έμποροι.
Το 1182 ο Ανδρόνικος μπήκε στην Κωνσταντινούπολη και παρά τις επίσημες υποσχέσεις του, άρχισε να ενεργεί φανερά για να αποκτήσει την απόλυτη εξουσία. Ύστερα από διαταγή του, συνελήφθη και τυφλώθηκε ο δυναμικός Αλέξιος Κομνηνός, ενώ η Μαρία και, λίγο αργότερα, ο άτυχος αυτοκράτορας Αλέξιος Β', δολοφονήθηκαν. Το 1183 ο Ανδρόνικος, σε ηλικία 63 ετών, έγινε παντοδύναμος κυρίαρχος της αυτοκρατορίας. Για να σταθεροποιήσει περισσότερο τη θέση του, παντρεύτηκε τη χήρα του Αλέξιου Β' Αγνή-Άννα της Γαλλίας, η οποία, όταν πέθανε ο μόλις 14 ετών άντρας της, δεν ήταν ακόμα ούτε 12 ετών.
Ο ενθουσιασμός, με τον οποίον δέχθηκε ο λαός τον Ανδρόνικο, εξηγείται από τις προσδοκίες που είχαν από τον νέο αυτοκράτορα. Ο Ανδρόνικος αντιμετώπιζε δύο κυρίως εσωτερικά προβλήματα: πρώτον, να εγκαταστήσει μια εθνική κυβέρνηση, απαλλάσσοντας το Βυζάντιο από την επιρροή των Λατίνων και δεύτερον, να εξασθενήσει τη γραφειοκρατική αριστοκρατία και τους μεγαλοκτηματίες, επειδή η επιρροή τους κατέστρεφε την τάξη των γεωργών. Ένα τέτοιο πρόγραμμα, όσο κι αν ήταν δύσκολη η εκτέλεσή του, ήταν πολύ συμπαθές στις μάζες του πληθυσμού.
Ο Αρχιεπίσκοπος των Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης, μια από τις πιο ανεκτίμητες πηγές πληροφοριών για την εσωτερική κατάσταση της αυτοκρατορίας τον 12ο αιώνα, γράφει ότι θυμάται πρώτα απ’ όλα ότι, την εποχή των δυσκολιών και των ανωμαλιών, η αυτοκρατορία ζήτησε τη βοήθεια του προσφιλούς της και μεγάλου Ανδρόνικου για την απομάκρυνση της τυραννίας των Λατίνων. Ο Ανδρόνικος, «οπλισμένος μόνο με τη δικαιοσύνη, βάδιζε ελαφρά προς την πόλη που τον αγαπούσε... Το πρώτο πράγμα που προσέφερε στην πρωτεύουσα σαν αντάλλαγμα της αγνής προς αυτόν αγάπης της, υπήρξε η απελευθέρωση από την τυραννική αυθάδεια των Λατίνων και το ξεκαθάρισμα της αυτοκρατορίας από τα μιάσματα των βαρβάρων».
«Με τον Ανδρόνικο απέκτησε δύναμη ένα νέο κόμμα». «Αυτός ο τελευταίος εκπρόσωπος της δυναστείας των Κομνηνών», λέει ο Uspensky, «ήταν ή το λιγότερο φαινόταν να είναι ένας λαϊκός βασιλιάς, ένας βασιλιάς των χωρικών. Ο λαός τραγουδούσε τραγούδια γι’ αυτόν και συνέθεσε ποιητικούς θρύλους, τα ίχνη των οποίων έχουν διασωθεί στα χρονικά και στις σημειώσεις των ανέκδοτων χειρογράφων της Ιστορίας του Νικήτα Χωνιάτη». Εκτός από αυτά ο Νικήτας γράφει ότι ο Ανδρόνικος διέταξε να αναγερθεί το άγαλμά του κοντά στη βορεινή πύλη της εκκλησίας των Σαράντα Μαρτύρων κι ότι το άγαλμα αυτό δεν τον παρουσίαζε με τη μεγαλοπρέπεια ενός άρχοντα, αλλά σαν έναν εργάτη, απλά ντυμένο, που κρατούσε ένα δρεπάνι.
Ο Ανδρόνικος άρχισε εντατικά το έργο των μεταρρυθμίσεων. Ο μισθός πολλών υπαλλήλων αυξήθηκε για να μειωθούν οι δωροδοκίες, τίμιοι και αδιάβλητοι άνθρωποι διορίστηκαν ως δικαστές, οι φόροι ελαττώθηκαν σοβαρά κι επιβλήθηκαν αυστηρές ποινές για τους φοροεισπράκτορες που εξυπηρετούσαν τα ατομικά τους συμφέροντα. Σοβαρά μέτρα πάρθηκαν εναντίον των μεγαλο-ιδιοκτητών και πολλά μέλη της βυζαντινής αριστοκρατίας καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Μιχαήλ Χωνιάτης γράφει: «Προ καιρού έχουμε πεισθεί ότι είσαι μαλακός με τους φτωχούς και τρομερός για τους άπληστους, ότι είσαι ο προστάτης των αδύνατων και ο εχθρός των παραβατών, ότι δεν κλίνεις την πλάστιγγα της Θέμιδας ούτε δεξιά ούτε αριστερά και ότι έχεις τα χέρια σου καθαρά από δωροδοκίες».
Ο αγώνας του Ανδρόνικου με την αριστοκρατία του Βυζαντίου, υπενθυμίζει στον Ιταλό ιστορικό Cognasso τον αγώνα του Ιβάν του Τρομερού (τον 16ο αιώνα) εναντίον των Ρώσων ευγενών. Ο Cognasso γράφει σχετικά:
«Όπως ο Ανδρόνικος απέβλεπε στην καταστροφή της επιρροής της αριστοκρατίας του Βυζαντίου, έτσι και ο Ιβάν ήθελε την καταστροφή των Ρώσων ευγενών. Και οι δυο (πιο πολύ όμως ο Ρώσος Τσάρος) αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε πιεστικά μέτρα. Ήταν όμως άτυχο το γεγονός ότι κι οι δύο εξασθενώντας την αριστοκρατία, μείωσαν τη δύναμη του κράτους. Ο Ιβάν βρέθηκε στην ίδια απελπιστική θέση, μπροστά στους Πολωνούς, στην οποία βρέθηκε ο Ανδρόνικος αντιμετωπίζοντας τους Νορμανδούς του Γουλιέλμου Β’. Ο Ιβάν κυρίαρχος ενός νέου και ισχυρού λαού, πέτυχε με γρήγορα μέτρα να σώσει τη Ρωσία, ενώ ο Ανδρόνικος έπεσε πριν μεταρρυθμίσει κι ενισχύσει την αυτοκρατορία. Ο παλιός οργανισμός δεν μπορούσε πια να στηριχθεί κι ένα νέο οργανικό σώμα, που είχε οραματιστεί ο Ανδρόνικος, γρήγορα περιήλθε στα χέρια ανθρώπων χωρίς πείρα».
Φυσικά ο Ανδρόνικος δεν είχε τη δυνατότητα να φέρει σε πέρας μια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση ενός κοινωνικού συστήματος που προήλθε μετά από μακρόχρονη ιστορική εξέλιξη. Οι εκπρόσωποι των αριστοκρατών περίμεναν την πρώτη ευκαιρία για να απαλλαγούν από τον μισητό αυτοκράτορα και να τον αντικαταστήσουν με ένα άτομο που θα διατηρούσε την κοινωνική πολιτική των 3 πρώτων Κομνηνών. Καθώς υποπτευόταν παντού προδότες και συνωμότες, ο Ανδρόνικος υιοθέτησε ένα σύστημα τρομοκρατίας, το οποίο χωρίς διάκριση, καταδίωκε ένοχους και αθώους, όλων των τάξεων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας μίσους κατά του αυτοκράτορα. Ο λαός, που πριν λίγο καιρό είχε δεχθεί με ενθουσιασμό τον προσφιλή του άρχοντα, τώρα τον θεωρούσε σαν έναν άνθρωπο που παρέβη τις υποσχέσεις του και απέβλεπε ήδη σ’ έναν άλλον απαιτητή του θρόνου. Ο Νικήτας Χωνιάτης έδωσε μια εντυπωσιακή εικόνα της μεταβολής των αισθημάτων του λαού της Κωνσταντινούπολης της εποχής αυτής. Μιλώντας για τον άστατο χαρακτήρα του πληθυσμού της πρωτεύουσας αναφέρει ότι ο λαός της χαρακτηρίζεται από μια αδιαφορία για τους αυτοκράτορες, ενώ συγχρόνως τον ίδιο άνθρωπο που σήμερα νόμιμα κάνει κύριό του, τον καταδικάζει τον επόμενο χρόνο σαν εγκληματία.
Η πολύπλοκη και απειλητική εσωτερική κατάσταση έγινε ακόμα χειρότερη χάρη στην αποτυχία της εξωτερικής πολιτικής. Ο Ανδρόνικος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πολιτική απομόνωση της αυτοκρατορίας ήταν αδύνατη, όσον αφορά την εξυπηρέτηση των απαραίτητων και ζωτικών συμφερόντων της και ότι για να σώσει την κατάσταση, έπρεπε να αποκτήσει σχέσεις με τις δυνάμεις της Δύσης, πράγμα που τόσο επιδεικτικά αποστρεφόταν.
Πραγματικά, η στάση της Δύσης έναντι του Βυζαντίου ήταν εξαιρετικά απειλητική. Μετά το θάνατο του Μανουήλ στη Δ. Ευρώπη υπήρχαν δύο εχθροί του Βυζαντίου: η Γερμανία και το βασίλειο της Σικελίας. Η συμμαχία των δύο αυτοκρατοριών, που την εποχή του Μανουήλ υπήρξε η βάση της πολιτικής της Δυτικής Ευρώπης, είχε τερματιστεί, ενώ η βοήθεια που έδωσε το Βυζάντιο στους Λογγοβάρδους, στον αγώνα τους εναντίον του Φρειδερίκου Βαρβαρόσα, συντέλεσε στην προσέγγιση του τελευταίου προς το βασίλειο της Σικελίας.
Στη συνέχεια οι Λατίνοι που διέφυγαν τη σφαγή το 1182 στην Κωνσταντινούπολη, επέστρεψαν στις χώρες τους, στη Δύση, όπου και μετέφεραν τη φρίκη που έζησαν, ζητώντας εκδίκηση για το κακό και τις ζημιές που υπέστησαν. Ιταλικές εμπορικές δημοκρατίες, με μεγάλες οικονομικές ζημιές, είχαν ιδιαίτερα ερεθιστεί, ενώ μέλη μερικών αριστοκρατικών οικογενειών του Βυζαντίου που διέφυγαν το διωγμό του Ανδρόνικου, καταφεύγοντας στην Ιταλία, προσπαθούσαν να πείσουν τις ιταλικές κυβερνήσεις να κτυπήσουν το Βυζάντιο.
Στο μεταξύ ο δυτικός κίνδυνος μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσας πάντρεψε τον γιο και διάδοχό του Ερρίκο με την κληρονόμο του βασιλείου της Σικελίας Κωνσταντία. Οι αρραβώνες είχαν αναγγελθεί στη Γερμανία το 1184, ένα χρόνο δηλαδή πριν το θάνατο του Ανδρόνικου. Το γεγονός αυτό ήταν πολύ σπουδαίο γιατί μετά το θάνατο του Φρειδερίκου, ο διάδοχός του μπορούσε να προσαρτήσει τη Νεάπολη και τη Σικελία στις κτήσεις του βασιλιά της Γερμανίας. Από δυο χωριστούς εχθρούς θα μπορούσε να προκύψει για το Βυζάντιο ένας τρομερός εχθρός, του οποίου τα πολιτικά συμφέροντα δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με αυτά της ανατολικής αυτοκρατορίας.
Πολύ πιθανόν, η συμμαχία αυτή με τον βασιλικό οίκο των Νορμανδών να έγινε με σκοπό τη δημιουργία, στο βασίλειο της Σικελίας, ενός σημείου εκκίνησης για την εφαρμογή των σχεδίων που είχε ο αυτοκράτορας της Δύσης για την κατάκτηση του «Βασιλείου» των Ελλήνων. Ένας δυτικός ιστορικός του Μεσαίωνα παρατηρεί ότι «ο εχθρικά διακείμενος αυτοκράτορας προς το βασίλειο των Ελλήνων (Regno Grecorium) προσπαθεί να ενώσει την κόρη του βασιλιά της Σικελίας Ρογήρου με το γιο του».
Ο βασιλιάς της Σικελίας Γουλιέλμος Β', σύγχρονος του Ανδρόνικου, εκμεταλλεύτηκε τις εσωτερικές ανωμαλίες του Βυζαντίου και οργάνωσε μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον της αυτοκρατορίας, με σκοπό όχι φυσικά την εκδίκηση για τις σφαγές του 1182 ή την υποστήριξη ενός πιθανού απαιτητή του θρόνου, αλλά την απόκτηση του θρόνου του Βυζαντίου για τον εαυτό του.
Ο Ανδρόνικος αποφάσισε να έρθει σε διαπραγματεύσεις τόσο με τη Δύση όσο και με την Ανατολή.
Έκανε μια συνθήκη με τη Βενετία πριν από τις αρχές του 1185, με βάση την οποία, όπως λέγεται, ο Ανδρόνικος «για να ενισχύσει την αυτοκρατορία» απελευθέρωσε τους φυλακισμένους Ενετούς, μετά τη σφαγή του 1182, υποσχόμενος να αποζημιώσει τις ζημιές με ετήσιες χρηματικές δόσεις. Πράγματι άρχισε να εκπληρώνει την υπόσχεσή του πληρώνοντας την πρώτη δόση το 1185.
Προσπάθησε επίσης να πλησιάσει τον Πάπα, από τον οποίο έλπιζε να υποστηριχθεί, υποσχόμενος να δώσει ορισμένα προνόμια στην Καθολική Εκκλησία. Στα τέλη του 1182 ο Πάπας Λουκιανός Γ' έστειλε ένα αντιπρόσωπό του στην Κωνσταντινούπολη, ενώ συγχρόνως, όπως αναφέρει ένα χρονικό της Δύσης, ο Ανδρόνικος το 1185, παρά τη θέληση του Πάπα, έκτισε στην πρωτεύουσα μια εκκλησία όπου οι Λατίνοι Καθολικοί ιερείς ιερουργούσαν σύμφωνα με το τυπικό τους. Η εκκλησία αυτή ονομαζόταν Λατινική Εκκλησία.
Τελικά, λίγο πριν πεθάνει, ο Ανδρόνικος έκανε μια τυπική συμμαχία με τον Σουλτάνο της Αιγύπτου Σαλαδίνο. Όπως αναφέρει ένας χρονογράφος της Δύσης, «πιεζόμενος από τη θλίψη και τη στενοχώρια (ο Ανδρόνικος) κατέφυγε στη συμβουλή και τη βοήθεια του Σαλαδίνου». Οι όροι αυτής της συμμαχίας, η οποία επικυρώθηκε με όρκο, έχουν ως εξής: Αν ο Σαλαδίνος κατόρθωνε, με τις συμβουλές και τη βοήθεια του αυτοκράτορα, να καταλάβει την Ιερουσαλήμ, θα κρατούσε για τον εαυτό του οποιαδήποτε άλλη χώρα που τυχόν θα έπαιρνε, αφήνοντας ελεύθερη την Ιερουσαλήμ και όλη την παραλιακή ακτή, που θα έθετε κάτω από την επικυριαρχία του Ανδρόνικου. Ο αυτοκράτορας θα αποκτούσε όλες τις περιοχές του Σουλτάνου του Ικονίου, μέχρι την Αντιόχεια και τη Μικρά Αρμενία, αν οι νέοι σύμμαχοι είχαν τη δυνατότητα να τις πάρουν. Ο Ανδρόνικος όμως, λόγω του θανάτου του, δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει αυτό το σχέδιο. Έτσι με βάση τη συνθήκη αυτή ο Ανδρόνικος ήταν έτοιμος να παραχωρήσει στον Σαλαδίνο την Παλαιστίνη, με τον όρο αυτός να αναγνώριζε την επικυριαρχία του αυτοκράτορα.
Όμως ούτε η συμμαχία με τη Βενετία, ούτε οι επαφές με τον Πάπα, ούτε η συμμαχία με τον διάσημο Σαλαδίνο μπορούσαν να σώσουν την κατάσταση ή να κρατήσουν στην εξουσία τον Ανδρόνικο.
Στο ανατολικό τμήμα της Μεσογείου ο διοικητής της Κύπρου Ισαάκιος Κομνηνός αποσπάστηκε από την αυτοκρατορία και κήρυξε το νησί ανεξάρτητο, υπό την εξουσία του. Μη έχοντας καλό στόλο ο Ανδρόνικος δεν μπορούσε να καταστείλει την επανάσταση.
Η Κύπρος είχε χαθεί και η απώλειά της ήταν ένα σοβαρό κτύπημα για το Βυζάντιο, επειδή είχε εκεί ένα αξιόλογο στρατηγικό και εμπορικό κέντρο, που είχε πλουτίσει πολύ το κράτος, κυρίως λόγω του εμπορίου με τα λατινικά κράτη της Ανατολής.
Όμως, το κύριο και αποφασιστικό κτύπημα ήρθε από τη Δύση, όταν η καλά οργανωμένη εκστρατεία του Γουλιέλμου Β' της Σικελίας κατευθύνθηκε κατά της αυτοκρατορίας. Όπως συνήθως οι εχθρικές ενέργειες άρχισαν στο Δυρράχιο, που περιήλθε αμέσως στα χέρια των Νορμανδών, οι οποίοι μετά ακολούθησαν τη στρατιωτική Εγνατία οδό βαδίζοντας προς τη Θεσσαλονίκη. Ο ισχυρός στόλος των Νορμανδών έφτασε επίσης εκεί. Στον πόλεμο αυτό η Βενετία φαίνεται ότι κράτησε αυστηρώς ουδέτερη θέση.
Η περίφημη πολιορκία της Θεσσαλονίκης άρχισε. Την πολιορκία αυτή περιγράφει (σε ύφος μάλλον ρητορικό) ο αυτόπτης μάρτυρας αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος. Τον Αύγουστο του 1186 η Θεσσαλονίκη, που αξιολογικά ερχόταν μετά την Κωνσταντινούπολη, καταλήφθηκε από τους Νορμανδούς που επιδόθηκαν σε κάθε είδους καταστροφές και σφαγές, εκδικούμενοι για τις σφαγές του 1182. Ο ιστορικός αυτής της εποχής Νικήτας Χωνιάτης γράφει: «Έτσι ανάμεσα σε μας και σ’ εκείνους (Λατίνους) άνοιξε ένα απύθμενο χάσμα εχθρότητας. Δεν μπορούμε πια να ενώσουμε τις ψυχές μας και διαφωνούμε, απόλυτα μεταξύ μας, αν και διατηρούμε τις εξωτερικές σχέσεις μας, αν και συχνά κατοικούμε στο ίδιο σπίτι».
Ύστερα από μερικές μέρες λεηλασίας και φόνων, οι Νορμανδοί προχώρησαν ανατολικά, την Κωνσταντινούπολη.
Όταν τα νέα της πτώσης της Θεσσαλονίκης και της προσέγγισης του στρατού των Νορμανδών στην πρωτεύουσα, έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, ο λαός της πόλης επαναστάτησε κατηγορώντας τον Ανδρόνικο ότι δεν είχε προετοιμαστεί για την αντιμετώπιση του εχθρού. Με απροσδόκητη ταχύτητα ο Ισαάκιος Άγγελος [1] ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και ο Ανδρόνικος συνελήφθηκε και φυλακίστηκε. Μετά διαπομπεύτηκε και οδηγήθηκε στον Ιππόδρομο, όπου κρεμάστηκε ανάποδα. Πέθανε ύστερα από σκληρά βασανιστήρια, όταν τελικά ένας στρατιώτης τον ευσπλαχνίστηκε και τον σκότωσε με ξίφος. Με την επανάσταση του 1185 τελειώνει η εποχή των Κομνηνών.
Η σύντομη βασιλεία του Ανδρόνικου Α', που όταν ανέβηκε στο θρόνο είχε ως σκοπό την προστασία της αγροτικής τάξης και των χωρικών από την εκμετάλλευση των μεγαλο-κτηματιών, καθώς και την απελευθέρωση του κράτους από την επιρροή των Λατίνων, διαφέρει πολύ στον χαρακτήρα της, από τη βασιλεία όλων των άλλων Κομνηνών. Γι το λόγο αυτό και μόνο η βασιλεία του Ανδρόνικου χρειάζεται εντατική και αυστηρά επιστημονική μελέτη. Σε μερικά σημεία, κυρίως στον τομέα των κοινωνικών προβλημάτων και ενδιαφερόντων, η εποχή του Ανδρόνικου, η οποία δεν έχει ακόμα φωτιστεί όσο πρέπει, αποτελεί έναν ελκυστικό τομέα για περισσότερες έρευνες.

Υποσημείωση:
[1] Η σύζυγός του, Μαργαρίτα, ήταν κόρη του βασιλιά της Ουγγαρίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: