6/10/09

Κωνστάντιος (337-361) [4]

Οι γιοι του Κωνσταντίνου, μετά το θάνατο του πατέρα τους, διοίκησαν την αυτοκρατορία από κοινού. Η εχθρότητα όμως των τριών αδελφών, που είχαν μοιραστεί τη διοίκηση της αυτοκρατορίας, έγινε πιο έκδηλη με αφορμή τους σκληρούς αγώνες που διεξήγαγε την εποχή εκείνη η αυτοκρατορία εναντίον των Περσών και των Γερμανών. Τα αίτια του χωρισμού και της διαμάχης των αδελφών δεν ήταν μόνο πολιτικά, αλλά και θρησκευτικά. Ενώ δηλαδή ο Κωνσταντίνος και ο Κώνστας δέχονταν το Σύμβολο της Πίστης της Νίκαιας, ο Κωνστάντιος, συνεχίζοντας την τελευταία τακτική του πατέρα του, υποστήριζε φανερά τους οπαδούς του Άρειου. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου σκοτώθηκαν πρώτος ο Κωνσταντίνος και λίγα χρόνια αργότερα ο Κώνστας, αφήνοντας τον Κωνστάντιο μοναδικό άρχοντα σε όλη την αυτοκρατορία.
Θερμός υποστηρικτής του Αρειανισμού, ο Κωνστάντιος, εφάρμοσε μια επίμονη πολιτική εναντίον των ειδωλολατρών. Ένα από τα διατάγματά του («Codex Theodosianus», XVI, 10, 2) τονίζει χαρακτηριστικά: «Να παύσουν όλες οι δεισιδαιμονίες και να ξεριζωθεί η ανισορροπία των θυσιών». Οι ειδωλολατρικοί ναοί όμως που ήταν έξω από τα τείχη της πόλης, παρέμεναν ακόμα, προς το παρόν, απαραβίαστοι. Λίγα χρόνια αργότερα ένα διάταγμα όριζε να κλείσουν οι ναοί, ενώ συγχρόνως, με ποινή θανάτου και κατάσχεσης της περιουσίας, απαγόρευε την είσοδο στους ναούς και την προσφορά των θυσιών, σε όλες τις πόλεις της αυτοκρατορίας. Ένα άλλο διάταγμα τόνιζε ότι θα τιμωρούνταν με θάνατο όλοι όσοι θα θυσίαζαν στους θεούς ή θα τους λάτρευαν με κάποιον άλλο τρόπο. Όταν ο Κωνστάντιος, με την ευκαιρία της γιορτής της 20ης επετείου της βασιλείας του, ήρθε για πρώτη φορά στη Ρώμη, επιθεώρησε με τη συνοδεία συγκλητικών, που ήταν ακόμα ειδωλολάτρες, τα μνημεία της πόλης και διέταξε να αφαιρέσουν από τη Σύγκλητο το Βωμό της Νίκης, που αντιπροσώπευε για τον ειδωλολατρικό κόσμο, όλο το παλαιό μεγαλείο της Ρώμης. Η πράξη αυτή έκανε μεγάλη εντύπωση στους ειδωλολάτρες, γιατί τους έδωσε να καταλάβουν ότι πλησίαζαν οι τελευταίες μέρες ύπαρξής τους. Συγχρόνως ο Κωνσταντίνος πολλαπλασίασε τα προνόμια των κληρικών και των επισκόπων.
Παρά τα σκληρά μέτρα όμως, που έλαβε ο Κωνστάντιος, εναντίον των ειδωλολατρών, η ειδωλολατρία όχι μόνο συνέχισε να συνυπάρχει με το Χριστιανισμό, αλλά και πολλές φορές εύρισκε προστασία στις αρχές. Έτσι ο Κωνστάντιος δεν διέλυσε τις Εστιάδες[1] και τους ιερείς της Ρώμης, ενώ με ένα από τα διατάγματά του όριζε την εκλογή ενός ιερέα (sacredos) για την Αφρική. Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Κωνστάντιος είχε τον τίτλο «Pontifex Maximus».
Γενικά η ειδωλολατρία, στη διάρκεια της βασιλείας του, έχασε έδαφος, ενώ αντίθετα ο Χριστιανισμός, όπως τον δίδασκαν οι οπαδοί του Αρείου, προόδευσε.
Η έντονη υποστήριξη του Αρειανισμού έφερε τον Κωνστάντιο σε σοβαρή αντίθεση με τους οπαδούς του Συμβόλου της Νίκαιας. Ειδικότερα ο Κωνστάντιος υπήρξε πολύ επίμονος στον αγώνα του κατά του πρωταγωνιστή της Συνόδου της Νίκαιας, Αθανάσιου. Ο Κωνστάντιος πέθανε το 361, χωρίς ούτε οι οπαδοί της Νίκαιας, ούτε οι ειδωλολάτρες να πενθήσουν ειλικρινά τον αυτοκράτορά τους. Οι ειδωλολάτρες χάρηκαν, γιατί ο θρόνος θα ερχόταν στα χέρια του Ιουλιανού, ο οποίος φανερά υποστήριζε την ειδωλολατρία, ενώ τα αισθήματα των Χριστιανών εκφράζονται στα λόγια του Αγίου Ιερώνυμου: «Ο κύριός μας αγρυπνεί... Το κτήνος πεθαίνει και η ηρεμία επανέρχεται».[2]
Ο Κωνστάντιος πέθανε στη διάρκεια εκστρατείας στην Κιλικία, αλλά το σώμα του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η πομπώδης κηδεία του έγινε παρουσία του νέου αυτοκράτορα Ιουλιανού, στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, την οποία, όπως λέγεται, έκτισε ο Μεγάλος Κωνσταντίνος. Η Σύγκλητος κατέταξε τον Κωνστάντιο ανάμεσα στους θεούς.

Ιουλιανός ο παραβάτης (361-363)
Το όνομα του διαδόχου του Κωνστάντιου, Ιουλιανού, είναι στενά συνδεδεμένο με την τελευταία προσπάθεια που έγινε για την ανασύσταση της ειδωλολατρίας στην Αυτοκρατορία. Ο ιουλιανός υπήρξε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, η οποία για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είχε συγκεντρώσει την προσοχή των επιστημόνων και των συγγραφέων. Η σχετική με αυτόν φιλολογία είναι μεγάλη, αν και τα έργα του ίδιου του Ιουλιανού, που σώζονται, δίνουν αρκετό υλικό για μια κριτική της φιλοσοφίας του και των πράξεών του. Το κύριο έργο των ερευνητών υπήρξε πάντοτε το να καταλάβουν και να εξηγήσουν αυτόν τον τόσο ενθουσιώδη «Έλληνα» που είχε τέτοια πεποίθηση για το δίκαιο και την επιτυχία της προσπάθειάς του, ώστε να αποφασίσει, προς τα τέλη του 4ου αιώνα, να ανασυγκροτήσει και να αναζωογονήσει την ειδωλολατρία, κάνοντάς της βάση της θρησκευτικής της θρησκευτικής ζωής της αυτοκρατορίας.
Ο Ιουλιανός έχασε πολύ μικρός τους γονείς του: η μητέρα του πέθανε λίγους μήνες μετά τη γέννησή του, ενώ ο πατέρας του πέθανε όταν ο μικρός ήταν 6 ετών. Η αγωγή του υπήρξε πολύ καλή, και εκείνος που τον επηρέασε περισσότερο, ήταν ο δάσκαλός του Μαρδόνιος, ειδικός στην ελληνική φιλολογία και φιλοσοφία, ο οποίος είχε διδάξει Όμηρο και Ησίοδο τη μητέρα του Ιουλιανού. Ενώ ο Μαρδόνιος δίδασκε τον Ιουλιανό κλασική φιλολογία, ένας χριστιανός κληρικός, πιθανόν ο Επίσκοπος Νικομήδειας (αργότερα Επίσκοπος Κωνσταντινούπολης), Ευσέβιος, τον εισήγαγε στη μελέτη των Αγίων Γραφών. Έτσι, όπως αναφέρει ένας ιστορικός, ο Ιουλιανός άκουσε δύο, διαφορετικής μορφής, διδασκαλίες, που βάδιζαν η μια κοντά στην άλλη χωρίς να αλληλοεπηρεάζονται. Ο Ιουλιανός βαπτίστηκε μικρός, πράγμα που ο ίδιος ονόμασε αργότερα εφιάλτη, τον οποίον πρέπει να ξεχάσει.
Τα πρώτα του χρόνια ο Ιουλιανός τα πέρασε μέσα σε φόβους και ανησυχίες. Ο Κωνστάντιος θεωρώντας τον ως έναν πιθανό αντίπαλο κι έχοντας υποψίες ότι ίσως είχε βλέψεις στο θρόνο, άλλοτε τον κρατούσε σαν σε εξορία, μακριά από την πρωτεύουσα, στις επαρχίες, και άλλοτε τον καλούσε στην πρωτεύουσα για να τον έχει κάτω από έλεγχό του. Ξέροντας κάθε τι το σχετικό με τη σφαγή των μελών της οικογενείας του, που είχαν σκοτωθεί ύστερα από εντολή του Κωνστάντιου, ο Ιουλιανός φοβόταν πολύ το θάνατο. Ο Κωνστάντιος τον ανάγκασε να μείνει λίγα χρόνια στην Καππαδοκία, όπου συνέχισε τη μελέτη των αρχαίων συγγραφέων κάτω από την καθοδήγηση του Μαρδόνιου (που τον συνόδευε) και όπου γνώρισε ακόμα καλύτερα τη Βίβλο. Αργότερα ο Κωνστάντιος έφερε τον Ιουλιανό πρώτα στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν στη Νικομήδεια όπου συνέχισε τις μελέτες του εκδηλώνοντας εκεί, για πρώτη φορά, τις σοβαρές του κλίσεις προς την ειδωλολατρία.
Την εποχή αυτή δίδασκε στη Νικομήδεια ο Λιβάνιος, ο μεγαλύτερος τότε ρήτορας, που υπήρξε ένας αληθινός ηγέτης του Ελληνισμού και που αρνήθηκε να σπουδάσει λατινικά, επειδή τα περιφρονούσε. Καταφρονούσε το Χριστιανισμό, αποδίδοντας τη λύση όλων των προβλημάτων στον Ελληνισμό. Ο ενθουσιασμός του για την ειδωλολατρία δεν είχε όρια και τα μαθήματά του είχαν κατακτήσει στη Νικομήδεια το πολύ κοινό. Όταν ο Κωνστάντιος αποφάσισε να στείλει τον Ιουλιανό στη Νικομήδεια, κατάλαβε ίσως την πιθανή επιρροή που θα είχαν επάνω στο νεαρό σπουδαστή τα ενθουσιώδη μαθήματα του Λιβάνιου και γι’ ατό του απαγόρευσε να παρακολουθεί το διάσημο ρήτορα. Ο Ιουλιανός, τυπικά, δεν παράκουσε την εντολή του αυτοκράτορα, αλλά σπούδαζε τα γραπτά του Λιβάνιου, συζητούσε τα μαθήματά του με εκείνους που τα παρακολουθούσαν και υιοθέτησε τόσο πολύ το ύφος και τον τρόπο γραψίματος του μεγάλου διδασκάλου, ώστε αργότερα χαρακτηριζόταν ως μαθητής του Λιβάνιου. Στη Νικομήδεια, επίσης, ο Ιουλιανός μελέτησε με ενθουσιασμό τις Νέο-Πλατωνικές διδασκαλίες, οι οποίες την εποχή αυτή είχαν σκοπό να εισδύσουν στα γεγονότα του μέλλοντος με τη βοήθεια όχι μόνο νεκρών ανθρώπων (με τους οποίους επικοινωνούσαν σε μυστηριώδεις τελετές), αλλά ακόμη και των θεών (θεουργία). Ο πολυμαθής φιλόσοφος της Εφέσου Μάξιμος, επηρέασε πολύ, στο ζήτημα αυτό, τον Ιουλιανό.
Αφού έζησε, ύστερα από την επικίνδυνη περίοδο του θανάτου του αδελφού του Γάλλου, ο οποίος σκοτώθηκε με βάση διαταγή του Κωνστάντιου, ο Ιουλιανός ήρθε στο Μιλάνο και κατόπιν στάλθηκε στην Αθήνα. Η πόλη αυτή, φημισμένη για το ένδοξο παρελθόν, την εποχή αυτή ήταν μια ήσυχη επαρχιακή πόλη, στην οποία είχε απομείνει η φημισμένη της Σχολή για να θυμίζει τις παλιές ένδοξες μέρες της. Η διαμονή του Ιουλιανού στην Αθήνα υπήρξε πολύ ενδιαφέρουσα. Αργότερα, σ’ ένα από τα γράμματά του, «θυμάται με μεγάλη ευχαρίστηση... τους κήπους και τα περίχωρα των Αθηνών, τους μύρτους της και το ταπεινό σπίτι του Σωκράτη». Πολλοί ιστορικοί ισχυρίζονται ότι στη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα, ο Ιουλιανός είχε μυηθεί από έναν ιεροφάντη,[3] στα Ελευσίνια μυστήρια. Το γεγονός αυτό, κατά τον Boissier, υπήρξε ένα είδος νέου βαπτίσματος. Μερικοί επιστήμονες όμως αμφιβάλλουν αν πράγματι ο Ιουλιανός στράφηκε προς τα Ελευσίνια μυστήρια.
Το 335 ο Κωνστάντιος ονόμασε τον Ιουλιανό Καίσαρα, τον πάντρεψε με την αδελφή του Ελένη και τον έστειλε αρχηγό του στρατού της Γαλατίας για να βοηθήσει στην εκστρατεία κατά των Γερμανών που προχωρούσαν ερημώνοντας τη χώρα, καταστρέφοντας τις πόλεις και σκοτώνοντας τους ανθρώπους. Ο Ιουλιανός χειρίστηκε πολύ καλά την υπόθεση, σώζοντας τη Γαλατία και νικώντας τους Γερμανούς κοντά στο σημερινό Στρασβούργο. Έδρα του Ιουλιανού στη Γαλατία ήταν το σημερινό Παρίσι (Lutetia Parisiorum). Την εποχή αυτή, το Παρίσι ήταν μια μικρή πόλη σ’ ένα νησί του Σηκουάνα, το οποίο ακόμα ονομάζεται La Cité (Civita), μια πόλη που επικοινωνούσε με ξύλινα γεφύρια και με τις δύο όχθες του ποταμού. Στην αριστερή πλευρά του Σηκουάνα ήταν το παλάτι, που ίσως είχε κατασκευάσει ο Κωνσταντίνος ο Χλωρός και του οποίου τα ερείπια φαίνονται ακόμα στο Παρίσι, κοντά στο Μουσείο Cluny. Ο Ιουλιανός είχε διαλέξει το παλάτι αυτό ως τόπο διαμονής του, γιατί αγαπούσε πολύ τη Lutetia (Παρίσι), την οποία σ’ ένα από τα έργα του αποκαλεί «πολυαγαπημένη».
Ο Ιουλιανός πέτυχε στην εκστρατεία του, απωθώντας τους Γερμανούς στο Ρήνο. «Τρεις φορές», γράφει, «ενώ ήμουν ακόμα Καίσαρ, διέσχισα το Ρήνο, παίρνοντας πίσω 20.000 αιχμαλώτους... Τώρα, με τη βοήθεια των θεών, έχω πάρει πίσω όλες τις πόλεις, ενώ την εποχή εκείνη είχα αποκτήσει σχεδόν σαράντα από αυτές». Ο Ιουλιανός είχε κατορθώσει να εμπνεύσει στο στρατό του την αγάπη και το θαυμασμό.
Ο Κωνστάντιος όμως έβλεπε με καχυποψία και φθόνο τις επιτυχίες του Ιουλιανού και, ενώ πολεμούσε του Πέρσες, ζήτησε να του σταλούν ενισχύσεις από το στρατό της Γαλατίας. Οι στρατιώτες όμως της Γαλατίας επαναστάτησαν και ανακήρυξαν τον Ιουλιανό Αύγουστο. Ο νέος Αύγουστος ζήτησε από τον Κωνστάντιο να αναγνωρίσει το γεγονός, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Ο εμφύλιος πόλεμος φαινόταν αναπόφευκτος αλλά, την κρίσιμη αυτή στιγμή, πέθανε ο Κωνστάντιος και ο Ιουλιανός, το 361, έγινε αυτοκράτορας όλης της αυτοκρατορίας. Οι οπαδοί και οι εκλεκτοί του Κωνστάντιου καταδικάστηκαν σε σκληρές τιμωρίες και διωγμούς, που τους υποκινούσε ο νέος αυτοκράτορας.
Ο Ιουλιανός υπήρξε από πολύ καιρό ενθουσιώδης οπαδός της ειδωλολατρίας, αλλά ήταν αναγκασμένος να κρύβει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις μέχρι που πέθανε ο Κωνστάντιος. Όταν όμως έγινε κύριος της αυτοκρατορίας, αποφάσισε να πραγματοποιήσει το όνειρό του της αποκατάστασης της εκλεκτής του θρησκείας και, από τις πρώτες εβδομάδες μετά την άνοδό του στο θρόνο, εξέδωσε ένα διάταγμα που εξυπηρετούσε τα σχέδια του. Ο ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος περιγράφει την περίοδο αυτή ως εξής:
«Αν και από τα νιάτα του ο Ιουλιανός έτεινε προς τη λατρεία των θεών και, αν και βαθμιαία, μεγαλώνοντας, γινόταν πιο θερμός λάτρης τους, όμως βρισκόταν κάτω από την επιρροή ορισμένων φόβων που τον ανάγκαζαν να χειρίζεται το θέμα αυτό όσο μπορούσε πιο μυστικά. Αλλά όταν οι φόβοι του έπαψαν να υπάρχουν και κατάλαβε ότι ήταν ελεύθερος να κάνει εκείνο που ήθελε, φανέρωσε όλες τις κρυφές του τάσεις και με συγκεκριμένο πια διάταγμα, έδωσε εντολή να ανοίξουν οι ναοί και να αρχίσουν οι θυσίες στους θεούς».
Το διάταγμα αυτό δεν εξέπληξε κανέναν, γιατί όλοι γνώριζαν τις κλίσεις του Ιουλιανού προς την ειδωλολατρία. Η χαρά των ειδωλολατρών υπήρξε απερίγραπτη γιατί, γι’ αυτούς, η αποκατάσταση της ειδωλολατρίας δε σήμαινε θρησκευτική ελευθερία μόνο, αλλά και θρησκευτική νίκη συγχρόνως.
Την εποχή που ανέβηκε ο Ιουλιανός στο θρόνο δεν υπήρχε ούτε ένας ειδωλολατρικός ναός στην Κωνσταντινούπολη και, εφόσον ήταν αδύνατο σύντομα να ανεγερθούν ναοί, ο αυτοκράτορας πρόσφερε τις θυσίες του στη Βασιλική, η οποία ήταν προορισμένη για συνέδρια και που είχε διακοσμηθεί (από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου) με το Άγαλμα της Τύχης. Όπως αναφέρει ο εκκλησιαστικός ιστορικός Σωζόμενος, στη Βασιλική αυτή έλαβε χώρα το εξής περιστατικό: Ένας γέρος τυφλός, που τον οδηγούσε ένα παιδί, πλησίασε τον αυτοκράτορα και, μπροστά σε όλους, τον φώναξε άθρησκο, άθεο και αποστάτη. Ο Ιουλιανός τότε απάντησε: «Είσαι ένας τυφλός και ο Γαλιλαίος Θεός σου δε θα σε θεραπεύσει». Ο γέροντας όμως είπε: «Ευχαριστώ τον Θεό για την τύφλωσή μου, γιατί αυτή με εμποδίζει να βλέπω την ασέβειά σου». Ο Ιουλιανός αδιαφόρησε για τα τολμηρά λόγια του τυφλού και συνέχισε την προσφορά των θυσιών.
Έχοντας σκοπό να αναζωογονήσει την ειδωλολατρία ο Ιουλιανός είχε πλήρη επίγνωση του ότι ήταν αδύνατο να την αναστήσει στην παλιά της, καθαρά υλιστική, μορφή. Για τούτο θεώρησε απαραίτητα να μεταρρυθμίσει και να μεταβάλλει την ειδωλολατρία κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργηθεί μια θρησκεία ικανή να πολεμήσει τη χριστιανική Εκκλησία. Για το σκοπό αυτό δανείστηκε πολλά στοιχεία από την οργάνωση των Χριστιανών, την οποία γνώριζε πολύ καλά. Έτσι οργάνωσε τους ειδωλολάτρες ιερείς, σύμφωνα με τις αρχές και την ιεραρχία της χριστιανικής Εκκλησίας, μετέβαλε το εσωτερικό των ναών σύμφωνα με τα πρότυπα των Χριστιανών, υποχρέωσε τους ειδωλολάτρες να παρακολουθούν μαθήματα και να διαβάζουν κάθε τι το σχετικό με τα ελληνικά μυστήρια, εισήγαγε ύμνους στη λατρεία, απαιτούσε άψογο τρόπο ζωής από τους ιερείς και καθιέρωσε τον αφορισμό και άλλες ποινές. Με άλλα λόγια ο Ιουλιανός, έχοντας σκοπό να αναζωογονήσει την ειδωλολατρία, κατέφυγε σε κάτι το οποίο καταφρονούσε υπερβολικά.
Ο αριθμός των ζώων που θυσιάζονταν στους βωμούς ήταν τόσο μεγάλος ώστε προκαλούσε τους αστεϊσμούς και αυτών ακόμα των ειδωλολατρών. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας συμμετείχε στην προσφορά των θυσιών και δεν ντρεπόταν να κάνει και την πιο δουλοπρεπή πράξη που μπορούσαν να απαιτήσουν οι γιορτές αυτές. Όπως αναφέρει ο Λιβάνιος, ο αυτοκράτορας έτρεχε γύρω από το βωμό, άναβε τη φωτιά, έπιανε το μαχαίρι και έσφαζε τα πουλιά, ξέροντας κάθε τι το σχετικό με τα εντόσθιά τους. Λόγω του μεγάλου αριθμού των ζώων που χρησιμοποιούνταν για τις θυσίες, έγινε πάλι επίκαιρο το επίγραμμα που είχε κάποτε χρησιμοποιηθεί για το φιλόσοφο αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο και το οποίο παρουσιάζει τα κτήνη να απευθύνονται προς το Μάρκο Καίσαρα και να λένε ότι αν νικήσει θα χαθούν.
Ο θρίαμβος αυτός της ειδωλολατρίας οπωσδήποτε επηρέασε πολύ τη θέση των Χριστιανών στην αυτοκρατορία. Στην αρχή φάνηκε ότι κανείς σοβαρός φόβος δεν απειλούσε το Χριστιανισμό. Ο Ιουλιανός είχε προσκαλέσει στα ανάκτορα τους ηγέτες των διαφόρων θρησκευτικών αιρέσεων και τους οπαδούς τους και τους ανάγγειλε ότι τώρα πια που οι πολιτικές διαμάχες είχαν σταματήσει, ο καθένας μπορούσε να ακολουθήσει τη θρησκεία της εκλογής του, χωρίς κανένα εμπόδιο ή φόβο.
Έτσι μια από τις πρώτες ενέργειες του Ιουλιανού υπήρξε και η δήλωση θρησκευτικής ανοχής. Μερικές φορές μάλιστα, όταν οι Χριστιανοί άρχιζαν να φιλονικούν μπροστά στον αυτοκράτορα, εκείνος τους μιλούσε χρησιμοποιώντας τα λόγια του Μάρκου Αυρηλίου: «Ακούστε εμένα, τον οποίον πρόσεξαν οι Γερμανοί και οι Φράγκοι». Αμέσως μετά την άνοδό του στο θρόνο ο Ιουλιανός κάλεσε πίσω από την εξορία όλους τους Επισκόπους που είχαν εξοριστεί από τον Κωνστάντιο και τους επέστρεψε τις περιουσίες τους χωρίς να λάβει υπόψη του τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
Επειδή όμως οι θρησκευτικοί αυτοί ηγέτες, που γύρισαν από την εξορία, ανήκαν σε διάφορες θρησκευτικές αιρέσεις, ενώ συγχρόνως είχαν διαμορφώσει σταθερές και αμετάβλητες πεποιθήσεις, δεν μπορούσαν να ζήσουν ειρηνικά και γρήγορα άρχισαν σοβαρές φιλονικίες. Ο Ιουλιανός είχε ήδη φανταστεί και υπολογίσει μια τέτοια εξέλιξη.
Αν και φαινομενικά είχε παραχωρήσει θρησκευτικές ελευθερίες σε όλους, ξέροντας καλά την ψυχολογία των Χριστιανών, γνώριζε ότι μια διαφωνία θα ξεσπούσε ανάμεσά τους και ότι μια διαιρεμένη Εκκλησία δε μπορούσε να είναι επικίνδυνη για τους ειδωλολάτρες. Συγχρόνως ο αυτοκράτορας έδινε πολλά προνόμια σε όλους εκείνους που αποφάσιζαν να αρνηθούν το Χριστιανισμό, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα πολλές αποστασίες. Ο Άγιος Ιερώνυμος ονόμασε αυτήν την τακτική του Ιουλιανού «ευγενικό διωγμό, ο οποίος έλκυσε, χωρίς να πιέζει, το λαό να συμμετάσχει στην προσφορά θυσιών».
Συγχρόνως οι Χριστιανοί αντικαταστάθηκαν με ειδωλολάτρες στις πολιτικές και στρατιωτικές θέσεις που κατείχαν πριν. Το φημισμένο Λάβαρο του Κωνσταντίνου, που χρησίμευε για σημαία του στρατού, καταργήθηκε και οι λαμπεροί σταυροί που ήταν χαραγμένοι στις ασπίδες των στρατιωτών, αντικαταστάθηκαν με ειδωλολατρικά σύμβολα.
Αλλά το πιο σοβαρό χτύπημα εναντίον του Χριστιανισμού υπήρξε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Το πρώτο διάταγμα ήταν σχετικό με το διορισμό καθηγητών στις κυριότερες πόλεις της αυτοκρατορίας. Οι υποψήφιοι έπρεπε να εκλεγούν από τις πόλεις, αλλά κάθε εκλογή χρειαζόταν να εγκριθεί, τελικά, από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, ο οποίος μπορούσε να αρνηθεί την έγκριση των καθηγητών που του ήταν ανεπιθύμητοι, ενώ προηγουμένως η εκλογή των καθηγητών ήταν υπόθεση που αφορούσε μόνο την πόλη. Αλλά ακόμα πιο σημαντικό υπήρξε ένα δεύτερο διάταγμα, το οποίο σώζεται στα γράμματα του Ιουλιανού. Το διάταγμα αυτό όριζε ότι «όλοι όσοι διδάσκουν τους άλλους, πρέπει να είναι άνθρωποι έντιμοι και να μη κρύβουν μέσα τους σκέψεις αντίθετες προς το πνεύμα του Κράτους». Με τη φράση «πνεύμα του Κράτους», το διάταγμα εννοούσε τις προσωπικές ειδωλολατρικές τάσεις του αυτοκράτορα. Γενικά δηλαδή ο Ιουλιανός θεωρούσε παράλογο άνθρωποι που ερμήνευαν τα έργα του Ομήρου, του Ησίοδου, του Δημοσθένη, του Ηρόδοτου και άλλων κλασικών συγγραφέων, να μη τιμούν τους θεούς που οι συγγραφείς αυτοί τιμούσαν.
«Δίνω σ’ αυτούς (τους καθηγητές)», έγραφε ο Ιουλιανός, «το δικαίωμα εκλογής ή να μη διδάσκουν εκείνο που δε θεωρούν θαυμάσιο ή (αν θέλουν να διδάσκουν) να πείσουν τους μαθητές τους ότι ούτε ο Όμηρος, ούτε ο Ησίοδος ή άλλοι από τους συγγραφείς που ερμηνεύουν, είναι (όπως τους έχουν παρουσιάσει) ασεβείς, μωροί και πλανεμένοι στα θρησκευτικά ζητήματα. Γιατί, εφόσον ζουν και πληρώνονται χάρη στο έργο αυτών των συγγραφέων, κατηγορώντας τους, ομολογούν ότι είναι αδιάντροποι πλεονέκτες, που για λίγες δραχμές μπορούν να ανεχθούν το κάθε τι. Είναι αλήθεια ότι μέχρι τώρα πολλοί μπορούσαν να συγχωρεθούν γιατί δεν πήγαιναν στους ναούς, εφόσον ο φόβος ανάγκαζε τους ανθρώπους να κρύβουν τις αληθινές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις. Αλλά τώρα που ο θεός μας χάρισε την ελευθερία, μου φαίνεται παράλογο να υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι διδάσκουν κάτι το οποίο δεν πιστεύουν. Αν όμως πιστεύουν ότι αυτοί τους οποίους ερμηνεύουν και χάρη στους οποίους έχουν τη θέση που έχουν, ήταν σοφοί άνθρωποι, ας τους μιμηθούν πρώτοι, δείχνοντας την ευσέβειά τους προς τους θεούς. Αν όμως πιστεύουν ότι οι συγγραφείς αυτοί έχουν λάθος στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, τότε ας καταφύγουν στις εκκλησίες του Γαλιλαίου και ας μελετήσουν τον Ματθαίο και τον Λουκά... Αυτή γενική εντολή για τους διδασκάλους των θρησκευτικών και των άλλων μαθημάτων... Αν και καλύτερα θα ήταν να τους θεραπεύσουμε, παρά τη θέλησή τους, όπως κανείς θεραπεύει έναν τρελό, με τη διαφορά ότι θα δεχόμαστε κάποια επιείκεια για το είδος αυτό της ασθένειας. Γιατί θα πρέπει, νομίζω, να διδάξουμε και όχι να τιμωρήσουμε τους παράφρονες».
Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (Ammianus Marcellinus) (330-400 μ.Χ.), φίλος και σύντροφος του Ιουλιανού στις εκστρατείες του, εξηγεί το διάταγμα αυτό ως εξής: «Ο Ιουλιανός απαγόρευσε στους Χριστιανούς δασκάλους να διδάσκουν μέχρις ότου προσφέρουν λατρεία στους θεούς», μέχρι δηλαδή να γίνουν ειδωλολάτρες. Με βάση ορισμένες παρατηρήσεις σύγχρονων με τον Ιουλιανό χριστιανών συγγραφέων, μερικοί υποθέτουν ότι ο αυτοκράτορας εξέδωσε και δεύτερο διάταγμα με το οποίο απαγόρευε στους Χριστιανούς, όχι μόνο να διδάσκουν αλλά και να παρακολουθούν μαθήματα στα δημόσια σχολεία. Ο Άγιος Αυγουστίνος, γράφει σχετικά: «Και μήπως ο Ιουλιανός δεν καταδίωξε την Εκκλησία, απαγορεύοντας στους Χριστιανούς να διδάσκουν και να μελετούν τα ελευθέρια μαθήματα; (liberales litteras)». Το κείμενο όμως του δευτέρου διατάγματος δεν έχει διασωθεί, αν και είναι πιθανόν τέτοιο διάταγμα να μην κυκλοφόρησε ποτέ, εφόσον και το πρώτο διάταγμα ακόμα, που απαγόρευε στους Χριστιανούς να διδάσκουν, είχε ως έμμεσο αποτέλεσμα των περιορισμό των σπουδών. Μετά τη δημοσίευση του διατάγματος οι Χριστιανοί μπορούσαν να στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία όπου υπήρχε μόνο ειδωλολατρική διδασκαλία, πράγμα που ανάγκασε τους περισσότερους να μη στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο από φόβο μήπως, μετά από μια ή δύο γενιές, τα παιδιά των Χριστιανών επιστρέψουν στην ειδωλολατρία. Αφετέρου όμως, τα παιδιά των Χριστιανών, μη παίρνοντας μια γενικά αγωγή, ήταν, από πλευράς επιστημονικής, κατώτερα των ειδωλολατρών. Το διάταγμα του Ιουλιανού λοιπόν (έστω και ένα) είχε μεγάλη σημασία για τους Χριστιανούς, γιατί αποτελούσε ένα μεγάλο κίνδυνο για το μέλλον του Χριστιανισμού. Δίκαια ο Gibbon παρατηρεί ότι, «ενώ είχε απαγορευτεί επίσημα στους Χριστιανούς να διδάσκουν, τους είχε απαγορευθεί επίσης ανεπίσημα, και η σπουδή εφόσον (για λόγους ηθικής τάξης) δεν μπορούσαν να πηγαίνουν στα ειδωλολατρικά σχολεία».
Οι περισσότεροι από τους Χριστιανούς δασκάλους προτίμησαν να εγκαταλείψουν το επάγγελμα τους παρά να γυρίσουν πίσω στην ειδωλολατρία. Κι ανάμεσα στους ειδωλολάτρες ακόμα υπήρξε μια ποικιλία απόψεων σχετικά με το διάταγμα του Ιουλιανού. Ο ειδωλολάτρης συγγραφέας Αμμιανός Μαρκελλίνος π.χ. γράφει σχετικά ότι: «Η απαγόρευση στους Χριστιανούς καθηγητές να διδάσκουν τη ρητορική υπήρξε μια πράξη σκληρή, καταδικασμένη να ταφεί μέσα στην αιώνια σιωπή».
Ενδιαφέρον είναι να σημειώσουμε πώς αντέδρασαν στο διάταγμα οι Χριστιανοί. Μερικοί, με αφέλεια, χάρηκαν γιατί ο αυτοκράτορας έκανε πιο δύσκολη τη σπουδή, εκ μέρους των Χριστιανών, των ειδωλολατρών συγγραφέων. Για να αντικαταστήσουν την απαγορευμένη φιλολογία, οι Χριστιανοί συγγραφείς της περιόδου αυτής[4] σκέφτηκαν να δημιουργήσουν νέα, δικής τους έμπνευσης, φιλολογία για τη χρήση των σχολείων. Με το σκοπό αυτό μετέφρασαν τους ψαλμούς σε μορφή όμοια με τις ωδές του Πίνδαρου, απέδωσαν την Πεντάτευχο του Μωυσή με εξάμετρο και έγραψαν τα Ευαγγέλια στο ύφος των διαλόγων του Πλάτωνα. Από αυτήν την παραγωγή, που ασφαλώς δεν θα είχε να επιδείξει τεχνική αξία, δεν έχει τίποτα διασωθεί. Χάθηκε μετά το θάνατο του Ιουλιανού, όταν το διάταγμά του δεν είχε πια καμιά σημασία.
Το καλοκαίρι του 362 ο Ιουλιανός έκανε ένα ταξίδι στις ανατολικές επαρχίες και σταμάτησε στην Αντιόχεια όπου ο λαός, όπως λέει ο ίδιος ο Ιουλιανός, «είχε προτιμήσει την αθεΐα», δηλαδή τον Χριστιανισμό. Η υπεροχή αυτή των Χριστιανών εξηγεί γιατί στη διάρκεια της θριαμβευτικής επίσημης δεξίωσης του αυτοκράτορα στην Αντιόχεια, ήταν αισθητή, και μερικές στιγμές έκδηλη μια ψυχρότητα και κάποιο μίσος ακόμα. Η παραμονή του Ιουλιανού στην Αντιόχεια υπήρξε σημαντική, γιατί τον έπεισε πόσο δύσκολο, αν όχι αδύνατο, ήταν να αναζωογονηθεί η ειδωλολατρία. Η πρωτεύουσα της Συρίας έμεινε τελείως ασυγκίνητη από τις θρησκευτικές προτιμήσεις του μεγάλου επισκέπτη της. Ο Ιουλιανός διηγείται την επίσκεψή του αυτή στο σατυρικό του έργο «Μισοπώγων».[5] Στη διάρκεια μιας σπουδαίας ειδωλολατρικής γιορτής, περίμενε να δει στο ναό του Απόλλωνα, στη Δάφνη, προάστιο της Αντιόχειας, πολλούς ανθρώπους, ζώα και θυσία, σπονδές, θυμιάματα και άλλα χαρακτηριστικά μιας ειδωλολατρικής γιορτής. Όταν μπήκε όμως στο ναό, με μεγάλη έκπληξη, είδε μόνον έναν ιερέα και μια χήνα μόνο για θυσία. Ο Ιουλιανός περιγράφει το γεγονός ως εξής:
«Το δέκατο μήνα υπάρχει μια γιορτή, την οποίαν καθιέρωσαν οι πρόγονοί σας προς τιμή του θεού Απόλλωνα, και ήταν καθήκον σας να επισκεφτείτε τη Δάφνη... Φαντάστηκα ζώα για θυσίες, σπονδές, θυμιάματα, χορωδίες και τους νέους της πόλης ντυμένους λευκά γύρω από το βωμό με τις ψυχές τους γεμάτες από ευσέβεια και αγιότητα. Αλλά όταν μπήκα στο ναό δεν βρήκα ούτε θυμίαμα, ούτε καν ζώο για θυσία. Για μια στιγμή απόρησα και νόμισα ότι ακόμα ήμουν έξω και ότι, για να με τιμήσετε περιμένατε το σύνθημά μου. Αλλά όταν ρώτησα ποια θα ήταν η θυσία την οποία θα πρόσφερε η πόλη στο θεό, ο ιερέας απάντησε: ‘Έφερα μαζί μου από το σπίτι μου μια χήνα να την προσφέρω στον θεό, γιατί η πόλη αυτή τη φορά δεν έκανε καμιά σχετική προετοιμασία’».
Έτσι η Αντιόχεια δεν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις της γιορτής. Παρόμοια όμως περιστατικά ενίσχυσαν το μίσος του Ιουλιανού κατά των Χριστιανών. Ο θυμός του μεγάλωνε, όταν ξαφνικά έπιασε φωτιά ο ναός της Δάφνης. Φυσικά όλοι υποπτεύθηκαν ότι οι Χριστιανοί έβαλαν φωτιά στο ναό. Τρομερά εξαγριωμένος για το έγκλημα αυτό ο Ιουλιανός, διέταξε, για τιμωρία των Χριστιανών, να κλειστεί ο κεντρικός ναός τους της Αντιόχειας, που αμέσως λεηλατήθηκε και βεβηλώθηκε. Το ίδιο πράγμα έγινε και σε πολλές άλλες πόλεις. Η κατάσταση γινόταν πολύ σοβαρή, γιατί οι Χριστιανοί, με τη σειρά τους, κατέστρεφαν τα ομοιώματα των θεών. Μερικοί από τους ηγέτες των Χριστιανών οδηγήθηκαν στο μαρτύριο και αναρχία επικρατούσε στην αυτοκρατορία.
Την άνοιξη του 363 ο Ιουλιανός άφησε την Αντιόχεια και έλαβε μέρος στην εκστρατεία κατά των Περσών, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί από ένα ακόντιο σοβαρά και να πεθάνει μόλις είχε μεταφερθεί στη σκηνή του. Κανείς δεν ήξερε ποιος ακριβώς χτύπησε τον αυτοκράτορα, και πολλές εκδοχές κυκλοφόρησαν αργότερα. Μια από αυτές, φυσικά, ήταν η πιθανότητα ότι ο Ιουλιανός σκοτώθηκε από τους Χριστιανούς. Οι Χριστιανοί ιστορικοί πάντως αναφέρουν το γνωστό θρύλο, ότι ο αυτοκράτορας πέταξε λίγο από το αίμα της πληγής του στον αέρα, φωνάζοντας «Νενίκηκας, ω Ναζωραίε».
Οι στρατηγοί και οι στενοί του φίλοι μαζεύτηκαν γύρω από τον ετοιμοθάνατο αυτοκράτορα, στη σκηνή του, όπου ο Ιουλιανός τους απεύθυνε το αποχαιρετιστήριο μήνυμά του, που σώζεται στα κείμενα του Αμμιανού Μαρκελλίνου. Προβλέποντας, με φιλοσοφική γαλήνη, το θάνατό του, ο Ιουλιανός απολογήθηκε για τη ζωή του και τις πράξεις του και, αισθανόμενος ότι τον άφηναν οι δυνάμεις του, εξέφρασε την ελπίδα ότι ένας καλός ηγεμόνας θα βρισκόταν για να τον αντικαταστήσει, χωρίς να ονομάσει κανέναν διάδοχό του. Όταν όμως κατάλαβε ότι όλοι, όσοι ήταν γύρω ότι, έκλαιγαν, τους επέπληξε με το ηγεμονικό του ύφος, το οποίο δεν τον είχε ακόμα εγκαταλείψει, λέγοντάς τους ότι ήταν εξευτελιστικό να θρηνούν έναν αυτοκράτορα, που είχε ήδη ενωθεί με τα αστέρια και τον ουρανό.
Πέθανε τα μεσάνυχτα, στις 26 Ιουνίου του 363, σε ηλικία 32 ετών. Ο διάσημος ρήτορας Λιβάνιος παρομοίωσε το θάνατο του Ιουλιανού με το θάνατο του Σωκράτη.
Ο στρατός ανακήρυξε αυτοκράτορα το Χριστιανό αρχηγό της φρουράς της Αυλής, Ιοβιανό, ο οποίος ήταν οπαδός της Συνόδου της Νίκαιας. Πιεζόμενος από τον βασιλιά της Περσίας, ο Ιοβιανός αναγκάστηκε να υπογράψει ένα σύμφωνο ειρήνης, το οποίο παραχωρούσε στην Περσία αρκετές επαρχίες της ανατολικής όχθης του Τίγρη.
Ο θάνατος του Ιουλιανού χαιρετίστηκε με χαρά από τους Χριστιανούς, των οποίων οι συγγραφείς τον ονομάζουν «δράκο», «Ηρώδη», «Ναβουχοδονόσωρ» και «τέρας». Παρόλα αυτά όμως θάφτηκε στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, μέσα σε μια σαρκοφάγο από πορφυρίτη.
Ο Ιουλιανός άφησε αρκετά συγγράμματά του, που μας δίνουν την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε καλύτερα. Κέντρο των θρησκευτικών του πεποιθήσεων υπήρξε η λατρεία του ήλιου, που είναι καρπός της λατρείας του θεού Μίθρα και των ιδεών ενός εκφυλισμένου πλατωνισμού. Από τα παιδικά του χρόνια ο Ιουλιανός αγαπούσε τη φύση και ειδικότερα τον ουρανό. Στη μελέτη του ο «Βασιλιάς Ήλιος», που αποτελεί την κύρια πηγή που μας πληροφορεί για τη θρησκευτική του φιλοσοφία, γράφει ότι από τα μικρά του χρόνια είχε εισχωρήσει βαθιά μέσα στην ψυχή του μια εξαιρετική επιθυμία για τις ακτίνες του θείου πλανήτη. Δεν του άρεσε να κοιτάζει προσεκτικά τον ήλιο, στη διάρκεια της ημέρας, αλλά τις ξάστερες βραδιές άφηνε το κάθε τι, χωρίς καμιά εξαίρεση, για να αφιερωθεί στο θαυμασμό της ομορφιάς του ουρανού. Απορροφημένος στους στοχασμούς του, δεν άκουγε όταν του μιλούσαν και μερικές φορές δεν είχε συνείδηση του τι έκανε και ο ίδιος. Σύμφωνα με τη μάλλον σκοτεινή περιγραφή, που ο ίδιος ο Ιουλιανός κάνει στις θρησκευτικές του θεωρίες, η θρησκευτική του φιλοσοφία συνίστατο στην πίστη ότι υπάρχουν τρεις κόσμοι με μορφή ήλιων. Ο πρώτος ήλιος είναι ο υπέρτατος ήλιος, η ιδέα του σύμπαντος, το πνευματικά νοητό σύμπαν, που αποτελεί την ενσάρκωση της απόλυτης αλήθειας και το βασίλειο των πιο ανώτερων αρχών και των πρώτων αιτιών. Ο ορατός κόσμος και ο ορατός ήλιος, δηλαδή ο υλικός κόσμος, αποτελεί μια απλή αντανάκλαση, και μάλιστα όχι άμεση, του άλλου κόσμου. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο κόσμους, δηλαδή το νοητό και τον υλικό, υπάρχει ο «νοερός» κόσμος, που έχει το δικό του ήλιο. Έτσι σχηματίζεται μια τριάδα ήλιων, ο «νοητός», ο «νοερός» και ο «υλικός». Ο «νοερός» κόσμος αποτελεί μια αντανάκλαση του «νοητού», που αποτελεί ένα υπόδειγμα για τον υλικό κόσμο, ο οποίος, με τον τρόπο αυτόν, είναι μια αντανάκλαση μιας άλλης αντανάκλασης, μια κατώτερη δηλαδή αναπαραγωγή του απόλυτου πρότυπου. Ο υπέρτατος ήλιος είναι τελείως απρόσιτος από τον άνθρωπο, ενώ ο φυσικός ήλιος είναι πολύ υλικός και γι’ αυτό ακατάλληλος για θεοποίηση. Συνεπώς ο Ιουλιανός συγκέντρωσε όλη του την προσοχή στον κεντρικό, «νοερό», ήλιο, τον οποίο λατρεύει, ονομάζοντάς τον «Βασιλιά Ήλιο».
Παρά τον ενθουσιασμό του ο Ιουλιανός ήξερε ότι η αποκατάσταση της ειδωλολατρίας έπρεπε να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες. Σε ένα του γράμμα αναφέρει σχετικά ότι: «Χρειάζεται πολλούς να τον βοηθήσουν για να μπορέσει να ανορθώσει πάλι αυτό που γκρεμίστηκε σε μέρες πονηρές». Εκείνο που ο Ιουλιανός δεν κατάλαβε, ήταν το ότι η ξεπεσμένη ειδωλολατρία δεν μπορούσε πια να ανορθωθεί, γιατί ήταν νεκρή και το ότι οι προσπάθειές του ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία. Όπως λέει ο Boissier, «τα σχέδιά του προορίζονταν να ναυαγήσουν, γιατί ο κόσμος δεν είχε να χάσει τίποτα από την αποτυχία τους».Ο Geffcken τονίζει ότι «ο Ιουλιανός παρουσιάζεται στον ορίζοντα σαν ένα φευγαλέο και φωτεινό σημάδι, πίσω από το οποίο είχε ήδη εξαφανιστεί το αστέρι της Ελλάδας, της χώρας εκείνης δηλαδή, την οποία ο αυτοκράτορας θεώρησε ως την άγια χώρα του πολιτισμού, τη μητέρα του καλού και του ωραίου, της Ελλάδας, την οποία ονόμαζε με υιική αφοσίωση και ενθουσιασμό, μοναδική του πατρίδα».

Υποσημειώσεις:
[1] Ιέρειες της θεάς Εστίας, που (πάντα 6) υπηρετούσαν στο ναό διατηρώντας μέσα σ’ αυτόν τη φλόγα του κράτους άσβεστη. Οι ιέρειες αυτές ήταν υποχρεωμένες να μείνουν παρθένες 30 χρόνια.
[2] Hieronymi, «Altercatio Luciferiani et Orthodoxi», 19, ed. J.P. Migne, Patrologia Latina, XXIII, 181.
[3] Ο ανώτατος ιερατικός άρχοντας της λατρείας που γινόταν στην Ελευσίνα, ο οποίος ήταν και ο κύριος προϊστάμενος των Μυστηρίων.
[4] Κυρίως ο Απολλινάριος ο πρεσβύτερος και ο γιος του Απολλινάριος ο νεώτερος.
[5] Ο Ιουλιανός είχε μακριά γενειάδα, πράγμα που δεν συνηθιζόταν από τους αυτοκράτορες και για το οποίο ο λαός τον κορόιδευε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: