Κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του διαδόχου του Ιουλιανού, Ιοβιανού (363-364) - οπαδού του Συμβόλου της Νίκαιας - ο Χριστιανισμός αποκαταστάθηκε στη θέση που του ανήκε, χωρίς αυτό να έχει ως αποτέλεσμα διωγμούς των ειδωλολατρών. Ο Ιοβιανός ήθελε να αποκαταστήσει σε όλη την αυτοκρατορία την τάξη εκείνη που επικρατούσε πριν από τον Ιοβιανό και γι’ αυτό έδωσε πλήρη θρησκευτική ελευθερία. Επέτρεψε στους ειδωλολάτρες να ανοίξουν τους ναούς τους και να συνεχίσουν την προσφορά των θυσιών και, παρά την προσκόλλησή του στο Σύμβολο της Νίκαιας, δεν έλαβε κανένα μέτρο εναντίον των άλλων αιρέσεων. Οι Χριστιανοί εξόριστοι γύρισαν πίσω και το Λάβαρο έγινε πάλι η σημαία του στρατού. Ο Ιοβιανός βασίλευσε λίγους μήνες μόνον, αλλά η εκ μέρους του αντιμετώπιση των εκκλησιαστικών υποθέσεων, έκανε μεγάλη εντύπωση στους συγχρόνους του. Ο Αρειανός ιστορικός του 5ου αιώνα Φιλοστόργιος, παρατηρεί ότι «ο αυτοκράτορας Ιοβιανός αποκατάστησε την παλαιά τάξη πραγμάτων για όλες της Εκκλησίες, απελευθερώνοντάς τις από τους ενοχλητικούς διωγμούς που είχε επιβάλλει ο αποστάτης».
Ο Ιοβιανός πέθανε ξαφνικά τον Φεβρουάριο του 364 κι αντικαταστάθηκε από τους αδελφούς Βαλεντινιανό Α' (364-375) και Ουάλη (364-378), οι οποίοι μοιράστηκαν τη διοίκηση της αυτοκρατορίας. Ο Βαλεντινιανός ανέλαβε τη Δυτική πλευρά της αυτοκρατορίας και ο Ουάλης την Ανατολική.
Τα δύο αδέλφια είχαν τελείως διαφορετικές απόψεις για τα θρησκευτικά ζητήματα. Ενώ δηλαδή ο Βαλεντινιανός ήταν οπαδός του Συμβόλου της Νίκαιας, ο Ουάλης ήταν Αρειανός. Αλλά οι πεποιθήσεις του Βαλεντινιανού δεν τον οδήγησαν σε εχθρικές εκδηλώσεις κατά των άλλων δογμάτων και, στη διάρκεια της βασιλείας του, η θρησκευτική ελευθερία ήταν πιο σταθερή και πιο πλήρης από πριν. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, δημοσίευσε ένα διάταγμα που παραχωρούσε στον κάθε άνθρωπο «την ελευθερία της λατρείας με βάση τις υπαγορεύσεις της συνείδησης». Οι ειδωλολάτρες έμειναν επίσης ανενόχλητοι, αν και ο Βαλεντινιανός έδειξε τη χριστιανική του ιδιότητα με διάφορα ειδικά μέτρα που έλαβε, ένα από τα οποία είναι η αποκατάσταση όλων των προνομίων που είχε παραχωρήσει στους κληρικούς ο Μεγάλος Κωνσταντίνος. Ο Ουάλης όμως ακολούθησε μια τελείως διαφορετική τακτική. Έχοντας δεχθεί τις αρχές του Άρειου, περιόρισε όλους εκείνους που δεν ακολουθούσαν τις απόψεις του και, αν και οι διωγμοί του δεν υπήρξαν ούτε σοβαροί ούτε συστηματικοί, όμως οι κάτοικοι της Ανατολικής πλευράς της αυτοκρατορίας πέρασαν, στη διάρκεια της βασιλείας του, μια περίοδο φόβων και ανησυχιών.
Όσον αφορά τα εξωτερικά ζητήματα, οι δύο αδελφοί αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν ένα μεγάλο αγώνα με τους Γερμανούς. Ο Ουάλης πέθανε κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Γότθους και ο Βαλεντινιανός αντικαταστάθηκε στη Δύση από τους γιους του Γρατιανό (375-383) και τον μικρό Βαλεντινιανό Β' (375-392). Μετά το θάνατο του Ουάλη (378), ο Γρατιανός έκανε Αύγουστο, στην Ανατολή και το Ιλλυρικό, τον Θεοδόσιο.
Εκτός από τον νεαρό και αναποφάσιστο Βαλεντινιανό Β' - οπαδό του Άρειου, που δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στα εσωτερικά ζητήματα της αυτοκρατορίας - τόσο ο Γρατιανός όσο και ο Θεοδόσιος εγκατέλειψαν την πολιτική της ανοχής και εκδήλωσαν μια συγκεκριμένη στροφή προς το Σύμβολο της Νίκαιας. Εξαιρετική σημασία έχει η τακτική του Θεοδόσιου, που ονομάστηκε «Μεγάλος» (379-395) και του οποίου το όνομα είναι στενά συνδεδεμένο με τον θρίαμβο του Χριστιανισμού. Η αποφασιστική του προσκόλληση στο «πιστεύω», που διάλεξε, δεν του επέτρεψε να ανεχθεί την ειδωλολατρία.
Η οικογένεια του Θεοδοσίου είναι γνωστή από τότε που ο πατέρας του - επίσης Θεοδόσιος - υπηρετούσε ως ένας από τους λαμπρούς στρατηγούς στη Δύση, στη διάρκεια της βασιλείας του Βαλεντινιανού Α'. Πριν γίνει Αύγουστος, ο Θεοδόσιος, ενδιαφερόταν πολύ λίγο για τις χριστιανικές ιδέες. Τον επόμενο χρόνο όμως της ανακήρυξής του βαφτίστηκε στη Θεσσαλονίκη από τον Επίσκοπο Ασχόλιο, οπαδό του Συμβόλου της Νίκαιας.
Ο Θεοδόσιος είχε να αντιμετωπίσει δύο δύσκολα προβλήματα: 1) Την αποκατάσταση της εσωτερικής ενότητας της αυτοκρατορίας, που είχε χωριστεί στα δύο από τις θρησκευτικές διαμάχες, και 2) την άμυνα της αυτοκρατορίας εναντίον της σταθερής προώθησης των Γερμανών βαρβάρων - των Γότθων - οι οποίοι την εποχή του Θεοδοσίου, απειλούσαν τρομερά την αυτοκρατορία.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ουάλη επικρατούσαν οι οπαδοί του Αρείου. Μετά το θάνατό του όμως και ειδικά κατά τη σύντομη περίοδο που προηγήθηκε πριν από την εκλογή του Θεοδοσίου, οι θρησκευτικές φιλονικίες ξέσπασαν έντονα, για μια ακόμα φορά, παίρνοντας μερικές φορές αρκετά σκληρή μορφή. Οι δογματικές διαμάχες ξεπέρασαν τους κύκλους των κληρικών για να φτάσουν μέχρι το λαό και να συζητούνται από τα πλήθη στους δρόμους. Το πρόβλημα της φύσης του Υιού του Θεού, από τα μέσα του 4ου αιώνα, είχε προκαλέσει παντού - στους καθεδρικούς ναούς, στις εκκλησίες, στο παλάτι και στις καλύβες των ερημιτών - ζωηρές συζητήσεις.
Ο Γρηγόριος Νύσσας γράφει, όχι δίχως κάποιο σαρκασμό, σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε, τα εξής: «Παντού - στους δρόμους, στις αγορές, στις πλατείες και στα σταυροδρόμια - βλέπει κανείς αυτούς που μιλούν για τα πιο ακατανόητα πράγματα. Ερωτώ τι στοιχίζει αυτό, και αντί να μου απαντήσουν, φιλοσοφούν. Ενώ θέλω να μάθω πόσο στοιχίζει το ψωμί, κάποιος απαντά: ‘Ο πατήρ είναι ανώτερος του Υιού’ και καθώς ερωτώ αν το μπάνιο μου είναι έτοιμο, μου ομιλούν πάλι περί του Υιού».
Όταν όμως ανέλαβε την εξουσία ο Θεοδόσιος, τα πράγματα άλλαξαν. Μόλις έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, πρότεινε στον Αρειανό Επίσκοπο να αρνηθεί τον Αρειανισμό και να αποδεχθεί το Σύμβολο της Νίκαιας. Ο Επίσκοπος όμως δε δέχτηκε, προτιμώντας να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα και να ζήσει έξω από αυτήν, όπου συνέχισε να κάνει συναθροίσεις των οπαδών του Αρείου. Στο μεταξύ όλες οι εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης ήρθαν στην εξουσία των οπαδών του Συμβόλου της Νίκαιας.
Ο Θεοδόσιος βρέθηκε αντιμέτωπος με το πρόβλημα της ρύθμισης των σχέσεών του με τους αιρετικούς και τους ειδωλολάτρες. Ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου, η Καθολική Εκκλησία (Ecclesia Catholica) διακρινόταν από τους αιρετικούς (Haeretici). Επί Θεοδοσίου η διάκριση μεταξύ Καθολικών κι αιρετικών καθιερώθηκε με νόμο: Καθολικοί ήταν όσοι αναγνώριζαν και δέχονταν το Σύμβολο της Νίκαιας, ενώ αιρετικοί ήταν όλοι οι άλλοι. Οι ειδωλολάτρες (pagani) ανήκαν σε ξεχωριστή κατηγορία.
Αφού ο Θεοδόσιος δήλωσε επίσημα την αφοσίωσή του στο Σύμβολο της Νίκαιας, άρχισε ένα μεγάλο αγώνα εναντίον των ειδωλολατρών και των αιρετικών, τιμωρώντας τους με σκληρά μέτρα, τα οποία, καθώς περνούσε ο καιρός, γίνονταν σκληρότερα. Με βάση το Διάταγμα του 380 μ.Χ., στην Καθολική Εκκλησία ανήκαν μόνον όσοι πίστευαν στην «ισότιμη Θεία Τριάδα» (Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα), όπως αυτή διδάσκεται από τους Αποστόλους και τα Ευαγγέλια. Όλοι οι άλλοι «οι τρελοί και μωροί», που ήταν οπαδοί «του αίσχους των αιρέσεων», δεν είχαν το δικαίωμα να κάνουν συναθροίσεις, ενώ συγχρόνως υπόκειντο σε αυστηρές τιμωρίες. Όπως αναφέρει ένας ιστορικός, το Διάταγμα αυτό δείχνει καθαρά ότι ο Θεοδόσιος «υπήρξε ο πρώτος αυτοκράτορας που καθιέρωσε για λογαριασμό του και όχι προς χάρη της Εκκλησίας υποχρεωτικό για τους υπηκόους του το χριστιανικό δόγμα». Ο Θεοδόσιος εξέδωσε πολλά διατάγματα που, ενώ απαγόρευαν στους αιρετικούς κάθε ιδιωτική ή δημόσια συγκέντρωση, έδιναν το δικαίωμα αυτό μόνον στους οπαδούς της Νίκαιας, οι οποίοι έκαναν χρήση όλων των Εκκλησιών της πρωτεύουσας και όλης της άλλης αυτοκρατορίας. Τα πολιτικά δικαιώματα των αιρετικών περιορίστηκαν σημαντικά, και κυρίως εκείνα που ήταν σχετικά με κληρονομικά ζητήματα.
Παρ’ όλους τους κομματισμούς του ο Θεοδόσιος επιθυμούσε πολύ να αποκαταστήσει στην Εκκλησία την αρμονία και την ειρήνη. Για το σκοπό αυτό κάλεσε, το 381, στην Κωνσταντινούπολη, μια Σύνοδο, στην οποία έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι μόνον της Ανατολικής Εκκλησίας. Η Σύνοδος αυτή είναι γνωστή ως Β' Οικουμενική Σύνοδος. Για καμιά άλλη Σύνοδο δεν είναι οι πληροφορίες τόσο ανεπαρκείς. Οι εργασίες της μας είναι άγνωστες και για ένα διάστημα υπήρχε αμφιβολία ακόμα και για την οικουμενική της φύση. Μόνον το 451, σε μια άλλη Οικουμενική Σύνοδο, αναγνωρίστηκε επίσημα η οικουμενικότητά της. Το κύριο θέμα που απασχόλησε τη Β' Οικουμενική Σύνοδο υπήρξε η αίρεση του «ημιαρείου» Μακεδόνιου, ο οποίος ήταν αρχηγός της αίρεσης των «ομοιουσίων». Η Σύνοδος καταδίκασε την αίρεση του Μακεδόνιου, κατοχύρωσε την «εν Νικαία πίστιν» - με μια προσθήκη περί του Αγίου Πνεύματος - και υιοθέτησε τη διδασκαλία ότι το Άγιο Πνεύμα είναι «ομοούσιο τω Πατρί και τω Υιώ». Λόγω του ότι οι σχετικές με τη Σύνοδο πληροφορίες δεν είναι επαρκείς, μερικοί επιστήμονες της Δυτικής Ευρώπης αμφιβάλλουν για τη γνησιότητα του Συμβόλου της Κωνσταντινούπολης, το οποίο έχει γίνει όχι μόνο το επικρατέστερο Σύμβολο, αλλά και το επίσημο Σύμβολο όλων των Χριστιανών, άσχετα από τις δογματικές τους πεποιθήσεις. Μερικοί επιστήμονες τονίζουν ότι το νέο Σύμβολο δεν αποτελεί έργο της Β' Συνόδου, ενώ άλλοι προσπάθησαν να αποδείξουν ότι το Σύμβολο αυτό έγινε πριν ή μετά τη Β' Σύνοδο. Η πλειονότητα των επιστημόνων και μάλιστα οι Ρώσοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς συμφωνούν ότι το Σύμβολο της Κωνσταντινούπολης είναι έργο των πατέρων της Β' Οικουμενικής Συνόδου, αν και διαδόθηκε μόνο μετά από τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας.
Η Β' Οικουμενική Σύνοδος καθόρισε επίσης και τη θέση του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης απέναντι στον Επίσκοπο Ρώμης. Ο τρίτος κανόνας της Συνόδου έχει ως εξής: «Τον μέντοι Κωνσταντινουπόλεως Επίσκοπο έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης Επίσκοπο, δια το είναι αυτήν Νέα Ρώμη». Οι Πατριάρχες όμως των αρχαιότερων επισκοπών της Ανατολής δε συμφώνησαν στην εξύψωση αυτή του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης.
Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, την εποχή αυτή ήταν ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, που πολύ σπουδαίο ρόλο στην πρωτεύουσα τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Θεοδόσιου. Μη μπορώντας όμως ο Γρηγόριος να κατευθύνει τις διάφορες αντίθετες απόψεις που εκδηλώθηκαν στη Σύνοδο, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του, να εγκαταλείψει τη Σύνοδο και να φύγει από την Κωνσταντινούπολη. Τη θέση του την πήρε ο Νεκτάριος, άνθρωπος με περιορισμένες θεολογικές δυνατότητες, αλλά ικανός να ρυθμίζει καλά τις σχέσεις του με τον αυτοκράτορα. Ο Νεκτάριος έγινε πρόεδρος της Συνόδου, η οποία τέλειωσε τις εργασίες της το καλοκαίρι του 381.
Η συμπεριφορά του Θεοδόσιου προς τους Καθολικούς (οπαδούς της Νίκαιας) κληρικούς υπήρξε μάλλον γενναιόδωρη. Διατήρησε, και πολλές φορές αύξησε, τα προνόμια που οι προκάτοχοί του είχαν παραχωρήσει στους Επισκόπους και τους ιερείς. Συγχρόνως, όμως, πρόσεχε τα δικαιώματα αυτά των κληρικών να μη παρεμποδίζουν τα συμφέροντα του κράτους. Έτσι μ’ ένα του διάταγμα ο Θεοδόσιος επέβαλε στην Εκκλησία έκτακτα καθήκοντα (extraordinaria munera). Η δυνατότητα προσφυγής στην Εκκλησία των εγκληματιών που τους καταδίωκαν οι Αρχές περιορίστηκε πάρα πολύ, λόγω μεγάλης κατάχρησης του δικαιώματος αυτού και κυρίως απαγορευόταν να ζητούν καταφύγιο στην Εκκλησία όσοι χρωστούσαν φόρους στο κράτος.
Ο Θεοδόσιος ήθελε να είναι ο μοναδικός ρυθμιστής των εκκλησιαστικών υποθέσεων της αυτοκρατορίας και γενικά πέτυχε το σκοπό του αυτό. Σε μια περίπτωση όμως ήρθε σε έντονη αντίθεση με τον εκλεκτό ηγέτη της Εκκλησίας της Δύσης, Αμβρόσιο, Επίσκοπο Μεδιολάνων (Μιλάνου). Ο Θεοδόσιος και ο Αμβρόσιος είχαν τελείως αντίθετες απόψεις για τη ρύθμιση των σχέσεων Εκκλησίας και κράτους. Ο πρώτος πίστευε στην υπεροχή του κράτους, ενώ ο δεύτερος επέμενε ότι η Εκκλησία δεν έπρεπε ποτέ να υποταχθεί σε μια πρόσκαιρη δύναμη. Η διάσταση του αυτοκράτορα και του Αμβρόσιου είχε ως κύρια αφορμή της τις σφαγές της Θεσσαλονίκης. Στην πλούσια αυτή και μεγάλη πόλη είχε εγκατασταθεί ένας μεγάλος αριθμός Γερμανών στρατιωτικών με αρχηγό έναν πολύ αγενή και ανίκανο διοικητή, που δεν προσπαθούσε καθόλου να εμποδίσει τις βίαιες πράξεις των στρατιωτών του. Οι κάτοικοι της πόλης, ερεθισμένοι από τις προσβολές των Γερμανών, επαναστάτησαν και σκότωσαν τελικά τους αξιωματικούς και πολλούς στρατιώτες. Ο Θεοδόσιος που εκτιμούσε πολύ του Γερμανούς, στους οποίους είχε δώσει ξεχωριστή θέση στο στρατό του, εξαγριώθηκε τόσο πολύ ώστε, χρησιμοποιώντας ως όργανα τους Γερμανούς, τιμώρησε τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, δίχως να κάνει διάκριση φύλου ή ηλικίας, με μια αιματηρή σφαγή, κατά την οποία σκοτώθηκαν 1.000 άτομα. Η τρομερή όμως αυτή πράξη δεν έμεινε ατιμώρητη. Ο Αμβρόσιος αφόρισε τον Θεοδόσιο, ο οποίος, παρά τη δύναμή του, αναγκάστηκε να αναγνωρίσει δημόσια το σφάλμα του και να εκτελέσει, ταπεινά, την τιμωρία που του επέβαλε ο Επίσκοπος, απαγορεύοντάς του να φοράει τα αυτοκρατορικά εμβλήματα κατά τη διάρκεια της εξιλέωσης.
Παράλληλα με τον χωρίς οίκτο αγώνα του κατά των αιρετικών, ο Θεοδόσιος κτύπησε αποφασιστικά και τους ειδωλολάτρες. Αρκετά διατάγματα απαγόρευαν την προσφορά θυσιών και την επίσκεψη των ναών, με αποτέλεσμα να κλείσουν πολλοί ειδωλολατρικοί ναοί, από τους οποίους οι περισσότεροι χρησιμοποιήθηκαν για τις διοικητικές υπηρεσίες, ενώ άλλοι καταστράφηκαν τελείως αφού, προηγουμένως, ο φανατισμένος όχλος λεηλάτησε τους πλούσιους θησαυρούς τέχνης. Η πιο σημαντική ενέργεια υπήρξε η καταστροφή του ναού, που είχε ανεγερθεί για το θεό Σέραπι[1] και που αποτελούσε το κέντρο της ειδωλολατρίας στην Αλεξάνδρεια. Το τελευταίο διάταγμα κατά των ειδωλολατρών, που απαγόρευε κάθε θρησκευτική τους εκδήλωση, κυκλοφόρησε το 392. Οι παραβάτες αυτού του διατάγματος θεωρούνταν ένοχοι προσβολής κατά του αυτοκράτορα και της θρησκείας και, ως εκ τούτου, άξιοι για τις πιο βαριές τιμωρίες. Το διάταγμα αυτό χαρακτηρίζει την παλαιά θρησκεία ως «ειδωλολατρική δεισιδαιμονία» (gentilicia superstitio). Ένας ιστορικός ονομάζει το διάταγμα του 392, το οποίο αποτελεί την τελευταία ενέργεια του Θεοδοσίου, κατά των ειδωλολατρών της Ανατολής, «επικήδειο ύμνο».
Στη Δύση αναφέρεται ένα πολύ χαρακτηριστικό επεισόδιο που συνέβηκε κατά τη διάρκεια του αγώνα του Γρατιανού, του Βαλεντινιανού Β' και του Θεοδόσιου κατά των ειδωλολατρών και που είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του βωμού της Νίκης - ο οποίος είχε απομακρυνθεί από τη Σύγκλητο στη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου για να επανέλθει στη θέση του επί Ιουλιανού - από τη ρωμαϊκή Σύγκλητο.
Οι συγκλητικοί, οι μισοί από τους οποίους ήταν ακόμα ειδωλολάτρες, θεώρησαν την απομάκρυνση του Βωμού ως το τελικό κτύπημα κατά της παλαιάς μεγαλοπρέπειας της Ρώμης και έστειλαν τον φημισμένο ειδωλολάτρη ρήτορα Σύμμαχο στον αυτοκράτορα για να τον παρακαλέσει για την επαναφορά του Βωμού στη Σύγκλητο. Ο Ouspensky, γράφοντας για την παράκληση αυτή του Συμμάχου - ο οποίος απέτυχε στην αποστολή του - αναφέρει ότι «η αίτηση αυτή υπήρξε η τελευταία εκδήλωση μιας ειδωλολατρίας που πέθανε και που δειλά και με θρήνους ζητούσε χάρη από το νεαρό αυτοκράτορα (Βαλεντινιανό Β'), μιας ειδωλολατρίας, στην οποία οι μεν πρόγονοι του αυτοκράτορα όφειλαν τη δόξα τους, και η Ρώμη το μεγαλείο της». Το 395 έγιναν οι τελευταίοι Ολυμπιακοί Αγώνες, ενώ - μαζί με άλλα μνημεία της αρχαιότητας - το άγαλμα του Δία (έργο του Φειδία) μεταφερόταν από την Ολυμπία στην Κωνσταντινούπολη.
Συνεπώς, η θρησκευτική πολιτική του Θεοδόσιου διέφερε πολύ από την τακτική των προκατόχων του, οι οποίοι, ενώ είχαν ιδιαίτερη προτίμηση σε μια χριστιανική αίρεση ή στην ειδωλολατρία (όπως ο Ιουλιανός), ακολούθησαν, μέχρι ενός σημείου, πολιτική ανοχής των άλλων θρησκευτικών ομάδων, δεδομένου ότι de jure υπήρχε πάντοτε κάποια θρησκευτική ισότητα. Ο Θεοδόσιος όμως, αναγνωρίζοντας ως το μόνο νόμιμο σύμβολο πίστης το Σύμβολο της Νίκαιας, απαγόρευσε κάθε άλλη εκδήλωση είτε υπό μορφή χριστιανικής αίρεσης, είτε υπό μορφή ειδωλολατρίας.
Ο Θεοδόσιος ήταν ένας από εκείνους τους αυτοκράτορες που πίστευαν ότι η εξουσία τους μπορούσε να συμπεριλάβει την Εκκλησία και τη θρησκευτική ζωή των υπηκόων του. Σκοπός της ζωής του υπήρξε η δημιουργία μιας μόνης Εκκλησίας, που να δέχεται το Σύμβολο της Νίκαιας, αλλά οι προσπάθειές του δεν πέτυχαν. Οι θρησκευτικές διαμάχες, αντί να σταματήσουν, πολλαπλασιάστηκαν και διαδόθηκαν γρήγορα, οδηγώντας, τον 5ο αιώνα, την Εκκλησία σε μια θυελλώδη και γεμάτη από ταραχές ζωή. Όσον αφορά τους ειδωλολάτρες, εκεί ο Θεοδόσιος πέτυχε ένα πλήρη θρίαμβο. Υπήρχαν φυσικά ακόμα ειδωλολάτρες, αλλά μόνο σαν άτομα ή μεμονωμένες οικογένειες μπορούσαν να απολαμβάνουν, κρυφά, την αγαπημένη τους θρησκεία, την οποία έβλεπαν να αργοπεθαίνει.Η περίφημη όμως Σχολή των Αθηνών, παρά τα διατάγματα του Θεοδοσίου, συνέχισε το έργο της, μεταδίδοντας τις γνώσεις της κλασικής φιλολογίας στους σπουδαστές της.
Ο Ιοβιανός πέθανε ξαφνικά τον Φεβρουάριο του 364 κι αντικαταστάθηκε από τους αδελφούς Βαλεντινιανό Α' (364-375) και Ουάλη (364-378), οι οποίοι μοιράστηκαν τη διοίκηση της αυτοκρατορίας. Ο Βαλεντινιανός ανέλαβε τη Δυτική πλευρά της αυτοκρατορίας και ο Ουάλης την Ανατολική.
Τα δύο αδέλφια είχαν τελείως διαφορετικές απόψεις για τα θρησκευτικά ζητήματα. Ενώ δηλαδή ο Βαλεντινιανός ήταν οπαδός του Συμβόλου της Νίκαιας, ο Ουάλης ήταν Αρειανός. Αλλά οι πεποιθήσεις του Βαλεντινιανού δεν τον οδήγησαν σε εχθρικές εκδηλώσεις κατά των άλλων δογμάτων και, στη διάρκεια της βασιλείας του, η θρησκευτική ελευθερία ήταν πιο σταθερή και πιο πλήρης από πριν. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, δημοσίευσε ένα διάταγμα που παραχωρούσε στον κάθε άνθρωπο «την ελευθερία της λατρείας με βάση τις υπαγορεύσεις της συνείδησης». Οι ειδωλολάτρες έμειναν επίσης ανενόχλητοι, αν και ο Βαλεντινιανός έδειξε τη χριστιανική του ιδιότητα με διάφορα ειδικά μέτρα που έλαβε, ένα από τα οποία είναι η αποκατάσταση όλων των προνομίων που είχε παραχωρήσει στους κληρικούς ο Μεγάλος Κωνσταντίνος. Ο Ουάλης όμως ακολούθησε μια τελείως διαφορετική τακτική. Έχοντας δεχθεί τις αρχές του Άρειου, περιόρισε όλους εκείνους που δεν ακολουθούσαν τις απόψεις του και, αν και οι διωγμοί του δεν υπήρξαν ούτε σοβαροί ούτε συστηματικοί, όμως οι κάτοικοι της Ανατολικής πλευράς της αυτοκρατορίας πέρασαν, στη διάρκεια της βασιλείας του, μια περίοδο φόβων και ανησυχιών.
Όσον αφορά τα εξωτερικά ζητήματα, οι δύο αδελφοί αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν ένα μεγάλο αγώνα με τους Γερμανούς. Ο Ουάλης πέθανε κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Γότθους και ο Βαλεντινιανός αντικαταστάθηκε στη Δύση από τους γιους του Γρατιανό (375-383) και τον μικρό Βαλεντινιανό Β' (375-392). Μετά το θάνατο του Ουάλη (378), ο Γρατιανός έκανε Αύγουστο, στην Ανατολή και το Ιλλυρικό, τον Θεοδόσιο.
Εκτός από τον νεαρό και αναποφάσιστο Βαλεντινιανό Β' - οπαδό του Άρειου, που δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στα εσωτερικά ζητήματα της αυτοκρατορίας - τόσο ο Γρατιανός όσο και ο Θεοδόσιος εγκατέλειψαν την πολιτική της ανοχής και εκδήλωσαν μια συγκεκριμένη στροφή προς το Σύμβολο της Νίκαιας. Εξαιρετική σημασία έχει η τακτική του Θεοδόσιου, που ονομάστηκε «Μεγάλος» (379-395) και του οποίου το όνομα είναι στενά συνδεδεμένο με τον θρίαμβο του Χριστιανισμού. Η αποφασιστική του προσκόλληση στο «πιστεύω», που διάλεξε, δεν του επέτρεψε να ανεχθεί την ειδωλολατρία.
Η οικογένεια του Θεοδοσίου είναι γνωστή από τότε που ο πατέρας του - επίσης Θεοδόσιος - υπηρετούσε ως ένας από τους λαμπρούς στρατηγούς στη Δύση, στη διάρκεια της βασιλείας του Βαλεντινιανού Α'. Πριν γίνει Αύγουστος, ο Θεοδόσιος, ενδιαφερόταν πολύ λίγο για τις χριστιανικές ιδέες. Τον επόμενο χρόνο όμως της ανακήρυξής του βαφτίστηκε στη Θεσσαλονίκη από τον Επίσκοπο Ασχόλιο, οπαδό του Συμβόλου της Νίκαιας.
Ο Θεοδόσιος είχε να αντιμετωπίσει δύο δύσκολα προβλήματα: 1) Την αποκατάσταση της εσωτερικής ενότητας της αυτοκρατορίας, που είχε χωριστεί στα δύο από τις θρησκευτικές διαμάχες, και 2) την άμυνα της αυτοκρατορίας εναντίον της σταθερής προώθησης των Γερμανών βαρβάρων - των Γότθων - οι οποίοι την εποχή του Θεοδοσίου, απειλούσαν τρομερά την αυτοκρατορία.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ουάλη επικρατούσαν οι οπαδοί του Αρείου. Μετά το θάνατό του όμως και ειδικά κατά τη σύντομη περίοδο που προηγήθηκε πριν από την εκλογή του Θεοδοσίου, οι θρησκευτικές φιλονικίες ξέσπασαν έντονα, για μια ακόμα φορά, παίρνοντας μερικές φορές αρκετά σκληρή μορφή. Οι δογματικές διαμάχες ξεπέρασαν τους κύκλους των κληρικών για να φτάσουν μέχρι το λαό και να συζητούνται από τα πλήθη στους δρόμους. Το πρόβλημα της φύσης του Υιού του Θεού, από τα μέσα του 4ου αιώνα, είχε προκαλέσει παντού - στους καθεδρικούς ναούς, στις εκκλησίες, στο παλάτι και στις καλύβες των ερημιτών - ζωηρές συζητήσεις.
Ο Γρηγόριος Νύσσας γράφει, όχι δίχως κάποιο σαρκασμό, σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε, τα εξής: «Παντού - στους δρόμους, στις αγορές, στις πλατείες και στα σταυροδρόμια - βλέπει κανείς αυτούς που μιλούν για τα πιο ακατανόητα πράγματα. Ερωτώ τι στοιχίζει αυτό, και αντί να μου απαντήσουν, φιλοσοφούν. Ενώ θέλω να μάθω πόσο στοιχίζει το ψωμί, κάποιος απαντά: ‘Ο πατήρ είναι ανώτερος του Υιού’ και καθώς ερωτώ αν το μπάνιο μου είναι έτοιμο, μου ομιλούν πάλι περί του Υιού».
Όταν όμως ανέλαβε την εξουσία ο Θεοδόσιος, τα πράγματα άλλαξαν. Μόλις έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, πρότεινε στον Αρειανό Επίσκοπο να αρνηθεί τον Αρειανισμό και να αποδεχθεί το Σύμβολο της Νίκαιας. Ο Επίσκοπος όμως δε δέχτηκε, προτιμώντας να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα και να ζήσει έξω από αυτήν, όπου συνέχισε να κάνει συναθροίσεις των οπαδών του Αρείου. Στο μεταξύ όλες οι εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης ήρθαν στην εξουσία των οπαδών του Συμβόλου της Νίκαιας.
Ο Θεοδόσιος βρέθηκε αντιμέτωπος με το πρόβλημα της ρύθμισης των σχέσεών του με τους αιρετικούς και τους ειδωλολάτρες. Ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου, η Καθολική Εκκλησία (Ecclesia Catholica) διακρινόταν από τους αιρετικούς (Haeretici). Επί Θεοδοσίου η διάκριση μεταξύ Καθολικών κι αιρετικών καθιερώθηκε με νόμο: Καθολικοί ήταν όσοι αναγνώριζαν και δέχονταν το Σύμβολο της Νίκαιας, ενώ αιρετικοί ήταν όλοι οι άλλοι. Οι ειδωλολάτρες (pagani) ανήκαν σε ξεχωριστή κατηγορία.
Αφού ο Θεοδόσιος δήλωσε επίσημα την αφοσίωσή του στο Σύμβολο της Νίκαιας, άρχισε ένα μεγάλο αγώνα εναντίον των ειδωλολατρών και των αιρετικών, τιμωρώντας τους με σκληρά μέτρα, τα οποία, καθώς περνούσε ο καιρός, γίνονταν σκληρότερα. Με βάση το Διάταγμα του 380 μ.Χ., στην Καθολική Εκκλησία ανήκαν μόνον όσοι πίστευαν στην «ισότιμη Θεία Τριάδα» (Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα), όπως αυτή διδάσκεται από τους Αποστόλους και τα Ευαγγέλια. Όλοι οι άλλοι «οι τρελοί και μωροί», που ήταν οπαδοί «του αίσχους των αιρέσεων», δεν είχαν το δικαίωμα να κάνουν συναθροίσεις, ενώ συγχρόνως υπόκειντο σε αυστηρές τιμωρίες. Όπως αναφέρει ένας ιστορικός, το Διάταγμα αυτό δείχνει καθαρά ότι ο Θεοδόσιος «υπήρξε ο πρώτος αυτοκράτορας που καθιέρωσε για λογαριασμό του και όχι προς χάρη της Εκκλησίας υποχρεωτικό για τους υπηκόους του το χριστιανικό δόγμα». Ο Θεοδόσιος εξέδωσε πολλά διατάγματα που, ενώ απαγόρευαν στους αιρετικούς κάθε ιδιωτική ή δημόσια συγκέντρωση, έδιναν το δικαίωμα αυτό μόνον στους οπαδούς της Νίκαιας, οι οποίοι έκαναν χρήση όλων των Εκκλησιών της πρωτεύουσας και όλης της άλλης αυτοκρατορίας. Τα πολιτικά δικαιώματα των αιρετικών περιορίστηκαν σημαντικά, και κυρίως εκείνα που ήταν σχετικά με κληρονομικά ζητήματα.
Παρ’ όλους τους κομματισμούς του ο Θεοδόσιος επιθυμούσε πολύ να αποκαταστήσει στην Εκκλησία την αρμονία και την ειρήνη. Για το σκοπό αυτό κάλεσε, το 381, στην Κωνσταντινούπολη, μια Σύνοδο, στην οποία έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι μόνον της Ανατολικής Εκκλησίας. Η Σύνοδος αυτή είναι γνωστή ως Β' Οικουμενική Σύνοδος. Για καμιά άλλη Σύνοδο δεν είναι οι πληροφορίες τόσο ανεπαρκείς. Οι εργασίες της μας είναι άγνωστες και για ένα διάστημα υπήρχε αμφιβολία ακόμα και για την οικουμενική της φύση. Μόνον το 451, σε μια άλλη Οικουμενική Σύνοδο, αναγνωρίστηκε επίσημα η οικουμενικότητά της. Το κύριο θέμα που απασχόλησε τη Β' Οικουμενική Σύνοδο υπήρξε η αίρεση του «ημιαρείου» Μακεδόνιου, ο οποίος ήταν αρχηγός της αίρεσης των «ομοιουσίων». Η Σύνοδος καταδίκασε την αίρεση του Μακεδόνιου, κατοχύρωσε την «εν Νικαία πίστιν» - με μια προσθήκη περί του Αγίου Πνεύματος - και υιοθέτησε τη διδασκαλία ότι το Άγιο Πνεύμα είναι «ομοούσιο τω Πατρί και τω Υιώ». Λόγω του ότι οι σχετικές με τη Σύνοδο πληροφορίες δεν είναι επαρκείς, μερικοί επιστήμονες της Δυτικής Ευρώπης αμφιβάλλουν για τη γνησιότητα του Συμβόλου της Κωνσταντινούπολης, το οποίο έχει γίνει όχι μόνο το επικρατέστερο Σύμβολο, αλλά και το επίσημο Σύμβολο όλων των Χριστιανών, άσχετα από τις δογματικές τους πεποιθήσεις. Μερικοί επιστήμονες τονίζουν ότι το νέο Σύμβολο δεν αποτελεί έργο της Β' Συνόδου, ενώ άλλοι προσπάθησαν να αποδείξουν ότι το Σύμβολο αυτό έγινε πριν ή μετά τη Β' Σύνοδο. Η πλειονότητα των επιστημόνων και μάλιστα οι Ρώσοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς συμφωνούν ότι το Σύμβολο της Κωνσταντινούπολης είναι έργο των πατέρων της Β' Οικουμενικής Συνόδου, αν και διαδόθηκε μόνο μετά από τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας.
Η Β' Οικουμενική Σύνοδος καθόρισε επίσης και τη θέση του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης απέναντι στον Επίσκοπο Ρώμης. Ο τρίτος κανόνας της Συνόδου έχει ως εξής: «Τον μέντοι Κωνσταντινουπόλεως Επίσκοπο έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης Επίσκοπο, δια το είναι αυτήν Νέα Ρώμη». Οι Πατριάρχες όμως των αρχαιότερων επισκοπών της Ανατολής δε συμφώνησαν στην εξύψωση αυτή του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης.
Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, την εποχή αυτή ήταν ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, που πολύ σπουδαίο ρόλο στην πρωτεύουσα τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Θεοδόσιου. Μη μπορώντας όμως ο Γρηγόριος να κατευθύνει τις διάφορες αντίθετες απόψεις που εκδηλώθηκαν στη Σύνοδο, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του, να εγκαταλείψει τη Σύνοδο και να φύγει από την Κωνσταντινούπολη. Τη θέση του την πήρε ο Νεκτάριος, άνθρωπος με περιορισμένες θεολογικές δυνατότητες, αλλά ικανός να ρυθμίζει καλά τις σχέσεις του με τον αυτοκράτορα. Ο Νεκτάριος έγινε πρόεδρος της Συνόδου, η οποία τέλειωσε τις εργασίες της το καλοκαίρι του 381.
Η συμπεριφορά του Θεοδόσιου προς τους Καθολικούς (οπαδούς της Νίκαιας) κληρικούς υπήρξε μάλλον γενναιόδωρη. Διατήρησε, και πολλές φορές αύξησε, τα προνόμια που οι προκάτοχοί του είχαν παραχωρήσει στους Επισκόπους και τους ιερείς. Συγχρόνως, όμως, πρόσεχε τα δικαιώματα αυτά των κληρικών να μη παρεμποδίζουν τα συμφέροντα του κράτους. Έτσι μ’ ένα του διάταγμα ο Θεοδόσιος επέβαλε στην Εκκλησία έκτακτα καθήκοντα (extraordinaria munera). Η δυνατότητα προσφυγής στην Εκκλησία των εγκληματιών που τους καταδίωκαν οι Αρχές περιορίστηκε πάρα πολύ, λόγω μεγάλης κατάχρησης του δικαιώματος αυτού και κυρίως απαγορευόταν να ζητούν καταφύγιο στην Εκκλησία όσοι χρωστούσαν φόρους στο κράτος.
Ο Θεοδόσιος ήθελε να είναι ο μοναδικός ρυθμιστής των εκκλησιαστικών υποθέσεων της αυτοκρατορίας και γενικά πέτυχε το σκοπό του αυτό. Σε μια περίπτωση όμως ήρθε σε έντονη αντίθεση με τον εκλεκτό ηγέτη της Εκκλησίας της Δύσης, Αμβρόσιο, Επίσκοπο Μεδιολάνων (Μιλάνου). Ο Θεοδόσιος και ο Αμβρόσιος είχαν τελείως αντίθετες απόψεις για τη ρύθμιση των σχέσεων Εκκλησίας και κράτους. Ο πρώτος πίστευε στην υπεροχή του κράτους, ενώ ο δεύτερος επέμενε ότι η Εκκλησία δεν έπρεπε ποτέ να υποταχθεί σε μια πρόσκαιρη δύναμη. Η διάσταση του αυτοκράτορα και του Αμβρόσιου είχε ως κύρια αφορμή της τις σφαγές της Θεσσαλονίκης. Στην πλούσια αυτή και μεγάλη πόλη είχε εγκατασταθεί ένας μεγάλος αριθμός Γερμανών στρατιωτικών με αρχηγό έναν πολύ αγενή και ανίκανο διοικητή, που δεν προσπαθούσε καθόλου να εμποδίσει τις βίαιες πράξεις των στρατιωτών του. Οι κάτοικοι της πόλης, ερεθισμένοι από τις προσβολές των Γερμανών, επαναστάτησαν και σκότωσαν τελικά τους αξιωματικούς και πολλούς στρατιώτες. Ο Θεοδόσιος που εκτιμούσε πολύ του Γερμανούς, στους οποίους είχε δώσει ξεχωριστή θέση στο στρατό του, εξαγριώθηκε τόσο πολύ ώστε, χρησιμοποιώντας ως όργανα τους Γερμανούς, τιμώρησε τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, δίχως να κάνει διάκριση φύλου ή ηλικίας, με μια αιματηρή σφαγή, κατά την οποία σκοτώθηκαν 1.000 άτομα. Η τρομερή όμως αυτή πράξη δεν έμεινε ατιμώρητη. Ο Αμβρόσιος αφόρισε τον Θεοδόσιο, ο οποίος, παρά τη δύναμή του, αναγκάστηκε να αναγνωρίσει δημόσια το σφάλμα του και να εκτελέσει, ταπεινά, την τιμωρία που του επέβαλε ο Επίσκοπος, απαγορεύοντάς του να φοράει τα αυτοκρατορικά εμβλήματα κατά τη διάρκεια της εξιλέωσης.
Παράλληλα με τον χωρίς οίκτο αγώνα του κατά των αιρετικών, ο Θεοδόσιος κτύπησε αποφασιστικά και τους ειδωλολάτρες. Αρκετά διατάγματα απαγόρευαν την προσφορά θυσιών και την επίσκεψη των ναών, με αποτέλεσμα να κλείσουν πολλοί ειδωλολατρικοί ναοί, από τους οποίους οι περισσότεροι χρησιμοποιήθηκαν για τις διοικητικές υπηρεσίες, ενώ άλλοι καταστράφηκαν τελείως αφού, προηγουμένως, ο φανατισμένος όχλος λεηλάτησε τους πλούσιους θησαυρούς τέχνης. Η πιο σημαντική ενέργεια υπήρξε η καταστροφή του ναού, που είχε ανεγερθεί για το θεό Σέραπι[1] και που αποτελούσε το κέντρο της ειδωλολατρίας στην Αλεξάνδρεια. Το τελευταίο διάταγμα κατά των ειδωλολατρών, που απαγόρευε κάθε θρησκευτική τους εκδήλωση, κυκλοφόρησε το 392. Οι παραβάτες αυτού του διατάγματος θεωρούνταν ένοχοι προσβολής κατά του αυτοκράτορα και της θρησκείας και, ως εκ τούτου, άξιοι για τις πιο βαριές τιμωρίες. Το διάταγμα αυτό χαρακτηρίζει την παλαιά θρησκεία ως «ειδωλολατρική δεισιδαιμονία» (gentilicia superstitio). Ένας ιστορικός ονομάζει το διάταγμα του 392, το οποίο αποτελεί την τελευταία ενέργεια του Θεοδοσίου, κατά των ειδωλολατρών της Ανατολής, «επικήδειο ύμνο».
Στη Δύση αναφέρεται ένα πολύ χαρακτηριστικό επεισόδιο που συνέβηκε κατά τη διάρκεια του αγώνα του Γρατιανού, του Βαλεντινιανού Β' και του Θεοδόσιου κατά των ειδωλολατρών και που είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του βωμού της Νίκης - ο οποίος είχε απομακρυνθεί από τη Σύγκλητο στη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου για να επανέλθει στη θέση του επί Ιουλιανού - από τη ρωμαϊκή Σύγκλητο.
Οι συγκλητικοί, οι μισοί από τους οποίους ήταν ακόμα ειδωλολάτρες, θεώρησαν την απομάκρυνση του Βωμού ως το τελικό κτύπημα κατά της παλαιάς μεγαλοπρέπειας της Ρώμης και έστειλαν τον φημισμένο ειδωλολάτρη ρήτορα Σύμμαχο στον αυτοκράτορα για να τον παρακαλέσει για την επαναφορά του Βωμού στη Σύγκλητο. Ο Ouspensky, γράφοντας για την παράκληση αυτή του Συμμάχου - ο οποίος απέτυχε στην αποστολή του - αναφέρει ότι «η αίτηση αυτή υπήρξε η τελευταία εκδήλωση μιας ειδωλολατρίας που πέθανε και που δειλά και με θρήνους ζητούσε χάρη από το νεαρό αυτοκράτορα (Βαλεντινιανό Β'), μιας ειδωλολατρίας, στην οποία οι μεν πρόγονοι του αυτοκράτορα όφειλαν τη δόξα τους, και η Ρώμη το μεγαλείο της». Το 395 έγιναν οι τελευταίοι Ολυμπιακοί Αγώνες, ενώ - μαζί με άλλα μνημεία της αρχαιότητας - το άγαλμα του Δία (έργο του Φειδία) μεταφερόταν από την Ολυμπία στην Κωνσταντινούπολη.
Συνεπώς, η θρησκευτική πολιτική του Θεοδόσιου διέφερε πολύ από την τακτική των προκατόχων του, οι οποίοι, ενώ είχαν ιδιαίτερη προτίμηση σε μια χριστιανική αίρεση ή στην ειδωλολατρία (όπως ο Ιουλιανός), ακολούθησαν, μέχρι ενός σημείου, πολιτική ανοχής των άλλων θρησκευτικών ομάδων, δεδομένου ότι de jure υπήρχε πάντοτε κάποια θρησκευτική ισότητα. Ο Θεοδόσιος όμως, αναγνωρίζοντας ως το μόνο νόμιμο σύμβολο πίστης το Σύμβολο της Νίκαιας, απαγόρευσε κάθε άλλη εκδήλωση είτε υπό μορφή χριστιανικής αίρεσης, είτε υπό μορφή ειδωλολατρίας.
Ο Θεοδόσιος ήταν ένας από εκείνους τους αυτοκράτορες που πίστευαν ότι η εξουσία τους μπορούσε να συμπεριλάβει την Εκκλησία και τη θρησκευτική ζωή των υπηκόων του. Σκοπός της ζωής του υπήρξε η δημιουργία μιας μόνης Εκκλησίας, που να δέχεται το Σύμβολο της Νίκαιας, αλλά οι προσπάθειές του δεν πέτυχαν. Οι θρησκευτικές διαμάχες, αντί να σταματήσουν, πολλαπλασιάστηκαν και διαδόθηκαν γρήγορα, οδηγώντας, τον 5ο αιώνα, την Εκκλησία σε μια θυελλώδη και γεμάτη από ταραχές ζωή. Όσον αφορά τους ειδωλολάτρες, εκεί ο Θεοδόσιος πέτυχε ένα πλήρη θρίαμβο. Υπήρχαν φυσικά ακόμα ειδωλολάτρες, αλλά μόνο σαν άτομα ή μεμονωμένες οικογένειες μπορούσαν να απολαμβάνουν, κρυφά, την αγαπημένη τους θρησκεία, την οποία έβλεπαν να αργοπεθαίνει.Η περίφημη όμως Σχολή των Αθηνών, παρά τα διατάγματα του Θεοδοσίου, συνέχισε το έργο της, μεταδίδοντας τις γνώσεις της κλασικής φιλολογίας στους σπουδαστές της.
Υποσημείωση:
[1] Ο Σέραπις (ή Σάραπις) υπήρξε θεός των αρχαίων Βαβυλωνίων που, στην αρχή, είχε το όνομα Έα και το επίθετο Σαρ-Απσί (βασιλιάς του ωκεανού). Ο Μέγας Αλέξανδρος ήθελε να επιβάλει τον Σέραπι ως τον ανώτερο θεό του βασιλείου του. Η λατρεία του διήρκεσε μέχρις ότου, το 386 μ.Χ., καταστράφηκε ο ναός και το άγαλμά του, στην Αλεξάνδρεια.
[1] Ο Σέραπις (ή Σάραπις) υπήρξε θεός των αρχαίων Βαβυλωνίων που, στην αρχή, είχε το όνομα Έα και το επίθετο Σαρ-Απσί (βασιλιάς του ωκεανού). Ο Μέγας Αλέξανδρος ήθελε να επιβάλει τον Σέραπι ως τον ανώτερο θεό του βασιλείου του. Η λατρεία του διήρκεσε μέχρις ότου, το 386 μ.Χ., καταστράφηκε ο ναός και το άγαλμά του, στην Αλεξάνδρεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου