21/10/09

Το Γερμανικό (Γοτθικό) πρόβλημα κατά τον 4ο αιώνα [6]

Κατά τα τέλη του 4ου αιώνα, η αυτοκρατορία είχε να αντιμετωπίσει το ζήτημα των Γότθων, που γι’ αυτήν ήταν το πιο οξύ πρόβλημα της εποχής εκείνης.
Οι Γότθοι, που είχαν κατακτήσει τις νότιες ακτές της Βαλτικής, κινήθηκαν, στα τέλη του 2ου αιώνα, ακόμα πιο νότια, προς την περιοχή της σημερινής Νότιας Ρωσίας. Έφτασαν σχεδόν στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και εγκαταστάθηκαν στις περιοχές μεταξύ του Δον και του Κάτω Δούναβη. Ο Δνείστερος (ρωσικά Dnestr, ουκρανικά Dniester)[1] διαίρεσε τους Γότθους σε δύο φυλές: τους Γότθους της Ανατολής (Οστρογότθοι) και τους Γότθους της Δύσης (Βησιγότθοι). Όπως όλες οι γερμανικές φυλές της εποχής αυτής, οι Γότθοι ήταν βάρβαροι, αν και στη νέα τους χώρα βρέθηκαν κάτω από πολύ ευνοϊκές συνθήκες. Οι βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, αρκετά πριν από την εποχή του Χριστιανισμού, είχαν καλυφθεί με πολύ πλούσιες ελληνικές αποικίες, που είχαν εξαιρετικά αναπτυγμένο πολιτισμό, του οποίου η επίδραση, όπως αποδεικνύουν οι αρχαιολόγοι, έφτανε μέχρι το Βορρά.
Την εποχή της καθόδου των Γότθων στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, η Κριμαία ήταν στα χέρια του πλούσιου και πολιτισμένου βασιλείου του Βοσπόρου. Μέσα από την επικοινωνία τους με το Βόσπορο και τις παλιές ελληνικές αποικίες, οι Γότθοι γνώρισαν τον κλασικό πολιτισμό των αρχαίων, ενώ συγχρόνως, επειδή συνεχώς προωθούνταν προς τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, στη Βαλκανική Χερσόνησο, ήρθαν σε επαφή με τις πιο σύγχρονες εξελίξεις του πολιτισμού. Αποτέλεσμα αυτών των επιδράσεων είναι το γεγονός ότι οι Γότθοι, όταν εμφανίστηκαν αργότερα στη Δυτική Ευρώπη, ήταν πολύ πιο πολιτισμένοι από όλες τις άλλες γερμανικές φυλές, που παρουσιάστηκαν στη Δύση σε μια κατάσταση πλήρους βαρβαρισμού.
Κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα, οι Γότθοι συγκέντρωσαν την προσοχή τους και τις ενέργειές τους σε δύο κατευθύνσεις: αφενός προς τη θάλασσα και τις δυνατότητες που τους έδινε για λεηλασία των παραλιακών πόλεων και αφετέρου προς τα ΝΔ, όπου οι Γότθοι αναπτύχθηκαν μέχρι τα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας - στο Δούναβη - με αποτέλεσμα να έρθουν σε επαφή με την αυτοκρατορία.
Οι Γότθοι απέκτησαν πρώτα ένα κέντρο στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας και μετά, τον 3ο αιώνα μ.Χ., εισέβαλαν στο μεγαλύτερο μέρος της Κριμαίας και του βασιλείου του Βοσπόρου. Αργότερα έκαναν μερικές πειρατικές επιδρομές, χρησιμοποιώντας πλοία του Βοσπόρου και επανειλημμένα λεηλάτησαν τις πλούσιες ακτές του Καυκάσου και της Μικράς Ασίας. Ακολουθώντας τις δυτικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας, μπήκαν στο Δούναβη και μετά πέρασαν από το Βόσπορο στην Προποντίδα και μέσω του Ελλήσποντου (Δαρδανέλλια) στο Αιγαίο Πέλαγος. Κατά τη διάρκεια των επιδρομών αυτών, οι Γότθοι λεηλάτησαν το Βυζάντιο, τη Χρυσούπολη (το σημερινό Σκουτάρι), την Κύζικο, τη Νικομήδεια και τα νησιά του Αιγαίου. Οι Γότθοι πειρατές προχώρησαν ακόμα περισσότερο: χτύπησαν την Έφεσο και τη Θεσσαλονίκη και φτάνοντας στις ελληνικές ακτές, λεηλάτησαν το Άργος, την Κόρινθο και πιθανόν την Αθήνα. Ευτυχώς όμως τα ανεκτίμητα μνημεία της κλασικής τέχνης σώθηκαν. Η Κρήτη, η Ρόδος και η Κύπρος υπέφεραν επίσης από τις επιδρομές των Γότθων. Μετά από όλες αυτές τις θαλασσινές εκστρατείες τους, αφού ικανοποιούνταν από τις λεηλασίες τους, οι βάρβαροι γύριζαν στα μέρη τους, στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Πολλοί όμως από αυτούς τους πειρατές εξολοθρεύονταν στις ξένες ακτές ή τους συλλάμβαναν αιχμάλωτους οι Ρωμαίοι στρατιώτες.
Πολύ πιο σοβαρά ήταν τα πράγματα στην ξηρά. Από τις αρχές του 3ου αιώνα, οι Γότθοι εκμεταλλευόμενοι την αναρχία που επικρατούσε στην αυτοκρατορία, άρχισαν να διασχίζουν το Δούναβη και να καταπατούν της περιοχές της αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας Γορδόνιος αναγκάστηκε να πληρώνει στους Γότθους έναν ετήσιο φόρο. Αλλά και αυτό δεν αρκούσε εφόσον λίγο αργότερα οι Γότθοι καταπάτησαν και πάλι τις περιοχές της αυτοκρατορίας και κατέβηκαν μέχρι τη Μακεδονία και τη Θράκη. Ο αυτοκράτορας Δέκιος βάδισε εναντίον τους, αλλά σκοτώθηκε το 251, στη μάχη, ενώ το 269 ο Κλαύδιος πέτυχε να νικήσει τους Γότθους κοντά στη Ναϊσσό. Από τους πολλούς αιχμαλώτους που συνελήφθηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης, άλλοι τοποθετήθηκαν στο στρατό και άλλοι στάλθηκαν ως άποικοι (coloni) στις αραιοκατοικημένες ρωμαϊκές επαρχίες. Για τη νίκη του εναντίον των Γότθων ο Κλαύδιος ονομάστηκε «Γοτθικός». Ο Αυρηλιανός όμως, που για ένα διάστημα είχε ανορθώσει την αυτοκρατορία (270-275), αναγκάστηκε να εγκαταλείψει στους βαρβάρους τη Δακία και να μεταφέρει τον πληθυσμό της. Τον 4ο αιώνα βρίσκουμε αρκετούς Γότθους στο στρατό και, όπως αναφέρει ένας ιστορικός, ένα τμήμα Γότθων υπηρέτησε πιστά τους Ρωμαίους κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μαξιμιλιανού. Επίσης είναι ήδη γνωστό ότι οι Γότθοι υπηρέτησαν στο στρατό του Μεγάλου Κωνσταντίνου και ότι τον βοήθησαν στον αγώνα του εναντίον του Λικίνιου. Την εποχή του Κωνσταντίνου οι Βησιγότθοι συμφώνησαν να βοηθήσουν τον αυτοκράτορα με 40.000 στρατιώτες, ενώ αργότερα, ο Ιουλιανός διατήρησε ένα σύνταγμα Γότθων στο στρατό του.
Τον 3ο αιώνα άρχισε να διαδίδεται στους Γότθους ο Χριστιανισμός, τον οποίον πιθανόν δίδαξαν πρώτοι οι Χριστιανοί που συνελήφθηκαν αιχμάλωτοι στη Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια των θαλασσινών επιδρομών. Οι χριστιανοί Γότθοι έστειλαν ως αντιπρόσωπό τους στην Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, τον Επίσκοπό τους Θεόφιλο, ο οποίος είναι ένας από εκείνους που επέγραψαν το Σύμβολο της Νίκαιας. Κύριος διαφωτιστής των Γότθων στο Δούναβη, κατά τον 4ο αιώνα, υπήρξε ο Ουλφίλας, ο οποίος θεωρείται από μερικούς ότι είναι ελληνικής καταγωγής, αν και γεννήθηκε σε γοτθικό έδαφος. Έζησε αρκετά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, όπου αργότερα χειροτονήθηκε Επίσκοπος από έναν οπαδό του Αρείου. Όταν γύρισε στους Γότθους δίδαξε για αρκετά χρόνια τον Χριστιανισμό σύμφωνα με τις αρχές του Αρείου. Θέλοντας να κάνει γνωστά τα Ευαγγέλια στο λαό του, ανακάλυψε ένα γοτθικό αλφάβητο, με βάση, εν μέρει, τα ελληνικά γράμματα και μετάφρασε τη Βίβλο στη γοτθική γλώσσα. Η διάδοση του Αρειανισμού στους Γότθους έχει μεγάλη σημασία για τη μετέπειτα ιστορία τους, γιατί ακριβώς η θρησκευτική διαφορά τους εμπόδισε, όταν αργότερα κατέβηκαν στις περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, να συγχωνευτούν με τους εγχώριους, οι οποίοι ήταν οπαδοί του Συμβόλου της Νίκαιας. Οι Γότθοι της Κριμαίας έμειναν Ορθόδοξοι.
Οι ειρηνικές σχέσεις μεταξύ της αυτοκρατορίας και των Γότθων διακόπηκαν το 376, όταν εμφανίστηκε, με προέλευση την Ασία, ο μογγολικής καταγωγής άγριος λαός των Ούννων.[2] Βαδίζοντας προς τη Δύση, οι βάρβαροι νίκησαν τους Οστρογότθους και, ενωμένοι μαζί τους, προχώρησαν περισσότερο φτάνοντας μέχρι την περιοχή των Βησιγότθων, οι οποίοι κάτω από την πίεση της επιδρομής και των σφαγών αναγκάστηκαν να μπουν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι σχετικές πηγές μας πληροφορούν ότι οι Γότθοι στάθηκαν στη βόρεια όχθη του Δούναβη, ικετεύοντας με δυνατούς θρήνους τους Ρωμαίους να τους αφήσουν να περάσουν τον ποταμό. Οι βάρβαροι έστειλαν αντιπρόσωπο στον αυτοκράτορα και πρότειναν να εγκατασταθούν στη Θράκη, να καλλιεργούν τη γη, να δώσουν άνδρες για το στρατό και να υπακούνε ακριβώς όπως και οι Ρωμαίοι υπήκοοι όλες τις διαταγές. Οι περισσότεροι από τους Ρωμαίους αξιωματούχους δέχτηκαν ευνοϊκά την πρόταση των Γότθων, αναγνωρίζοντας το τι είχε να κερδίσει το κράτος αν γινόταν δεκτή. Αρχικά αντιμετώπισαν την πρόταση αυτή σαν μια ευκαιρία αύξησης των κατοίκων των γεωργικών περιοχών και του στρατού και μετά σκέφτηκαν ότι οι νέοι υπήκοοι θα υπερασπίζονταν την αυτοκρατορία, ενώ οι παλαιοί κάτοικοι των επαρχιών θα απέφευγαν τη στρατιωτική τους θητεία, πληρώνοντας χρήματα, που θα πλούτιζαν τα έσοδα του κράτους.
Τελικά υπερίσχυσαν αυτοί που δέχτηκαν ευνοϊκά την πρόταση των βαρβάρων και οι Γότθοι πήραν επίσημα την άδεια να διασχίσουν τον Δούναβη. «Έτσι», όπως γράφει ο Fustel de Coulanges, «τετρακόσιες με πεντακόσιες χιλιάδες βάρβαροι, από τους οποίους οι μισοί μπορούσαν να πολεμούν, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της αυτοκρατορίας». Αν και ο αριθμός αυτός θεωρείται υπερβολικός, το γεγονός πάντως είναι ότι οι βάρβαροι που μπήκαν στην αυτοκρατορία ήταν πολλοί. Αρχικά οι Γότθοι ζούσαν μια πολύ ειρηνική ζωή, αλλά σιγά-σιγά άρχισαν να μην είναι ικανοποιημένοι και να ενοχλούνται με τις καταχρήσεις των στρατηγών και των αξιωματούχων, οι οποίοι έκρυβαν μέρος των χρημάτων που είχαν παραχωρηθεί για τις ανάγκες των αποίκων που υπέφεραν όχι μόνο από έλλειψη τροφής, αλλά και από κακοποιήσεις των ίδιων, των γυναικών και των παιδιών τους. Πολλοί Γότθοι εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία. Οι διαμαρτυρίες τους όμως δεν ακούστηκαν με προσοχή και τελικά οι βάρβαροι επαναστάτησαν. Ζήτησαν τη βοήθεια των Αλανών και των Ούννων, εισέβαλλαν στη Θράκη και βάδισαν εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Την εποχή αυτή ο αυτοκράτορας Ουάλης είχε εκστρατεύσει στην Περσία, αλλά όταν έμαθε την επανάσταση των Γότθων, άφησε την Αντιόχεια και ήρθε στην Κωνσταντινούπολη. Μια αποφασιστική μάχη που έγινε κοντά στην Αδριανούπολη, τον Αύγουστο του 378, είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο Ουάλης και να νικηθεί τελείως ο στρατός του.
Ο δρόμος προς την πρωτεύουσα φαινόταν ανοιχτός για τους Γότθους, οι οποίοι έφτασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη χωρίς όμως να έχουν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο επίθεσης κατά της αυτοκρατορίας. Ο διάδοχος του Ουάλη, Θεοδόσιος, με τη βοήθεια των δικών του Γότθων στρατιωτών, πέτυχε να νικήσει και να σταματήσει τους βαρβάρους. Έτσι, ενώ ένα μέρος των Γότθων χτυπούσε την αυτοκρατορία, ένα άλλο πολεμούσε εναντίον της φυλής του, πρόθυμο να υπηρετήσει πιστά τον αυτοκρατορικό στρατό. Ο ιστορικός του 5ου αιώνα, Ζώσιμος, αναφέρει ότι μετά τη νίκη του Θεοδόσιου «η ειρήνη αποκαταστάθηκε στη Θράκη, γιατί χάθηκαν όλοι οι βάρβαροι που ήταν εκεί». Η νίκη των Γότθων στην Αδριανούπολη δεν τους βοήθησε να εγκατασταθούν σε καμιά πλέον επαρχία της αυτοκρατορίας.
Από την άλλη μεριά, όμως, μετά από αυτά τα γεγονότα, οι Γερμανοί άρχισαν να επηρεάζουν τη ζωή της αυτοκρατορίας με ειρηνικά μέσα. Ο Θεοδόσιος, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι δεν μπορεί να κυριαρχήσει επάνω στους βαρβάρους με τη βία, αποφάσισε να ακολουθήσει μια τακτική ειρηνικών σχέσεων με τους Γότθους, να εισαγάγει δηλαδή ανάμεσά τους ορισμένα στοιχεία των ρωμαϊκού πολιτισμού και να τους τοποθετήσει στις μονάδες του ρωμαϊκού στρατού. Σιγά-σιγά, ο στρατός - του οποίου βασικό καθήκον ήταν να υπερασπίζεται την αυτοκρατορία - έγινε, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, ένας γερμανικός στρατός, του οποίου οι στρατιώτες ήταν υποχρεωμένοι πολλές φορές να πολεμούν εναντίον των συμπατριωτών τους.
Η επίδραση των Γότθων ήταν αισθητή τόσο στους ανώτερους στρατιωτικούς κύκλους, όσο και στη διοίκηση, και πολλές υπεύθυνες θέσεις ήρθαν στα χέρια των Γερμανών. Ο Θεοδόσιος ακολουθώντας τη γερμανόφιλη πολιτική του, δεν κατάλαβε ότι μια ελεύθερη ανάπτυξη του γερμανικού στοιχείου μπορούσε να απειλήσει την ύπαρξη της αυτοκρατορίας. Έδειξε αρκετή έλλειψη σοφίας, αφήνοντας την άμυνα της αυτοκρατορίας στα χέρια των Γερμανών. Οι Γότθοι γρήγορα έμαθαν τη ρωμαϊκή τακτική του πολέμου και εξελίχθηκαν σε μια δύναμη που σε οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να απειλήσει την αυτοκρατορία. Ο εγχώριος Ελληνο-ρωμαϊκός πληθυσμός παρακολουθούσε την ανάπτυξη της δύναμης των Γερμανών με ανησυχία και ενίσχυσε μια αντιγερμανική κίνηση, που μπορούσε να φέρει σε δύσκολη θέση την αυτοκρατορία.
Ο Θεοδόσιος πέθανε στο Μιλάνο το 395 και το ταριχευμένο σώμα του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και θάφτηκε στο Ναό των Αγίων Αποστόλων. Για τις υπηρεσίες τις οποίες πρόσφερε ο Θεοδόσιος στον αγώνα του Χριστιανισμού κατά των ειδωλολατρών, ονομάστηκε «Μέγας». Οι δυο πολύ νεαροί γιοι του, ο Αρκάδιος και ο Ονόριος ανέλαβαν τη διοίκηση της αυτοκρατορίας: ο πρώτος στην Ανατολή και ο δεύτερος στη Δύση.
Ο Θεοδόσιος δεν πέτυχε να λύσει τα κύρια προβλήματα της εποχής του. Η Β' Οικουμενική Σύνοδος, καθιερώνοντας το Σύμβολο της Νίκαιας ως τη βάση του Χριστιανισμού, δεν πέτυχε την ενότητα της Εκκλησίας. Ο Αρειανισμός, σε όλες του τις εκφάνσεις, δεν έπαψε να υπάρχει και, στην εξέλιξη του επάνω, δημιούργησε νέες θρησκευτικές κινήσεις, που κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα έγιναν το κέντρο της θρησκευτικής ζωής της αυτοκρατορίας, ενώ συγχρόνως επηρέασαν πολύ, κατά την περίοδο αυτή, την κοινωνική της ζωή. Αυτό ισχύει για τις ανατολικές επαρχίες της Συρίας και της Αιγύπτου, όπου οι νέες θρησκευτικές εξελίξεις είχαν πολύ μεγάλες συνέπειες. Ο Θεοδόσιος στα τελευταία χρόνια της ζωής του αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην προηγούμενή του αυστηρή τακτική της προσκόλλησης στο Σύμβολο της Νίκαιας. Αναγκάστηκε δηλαδή να κάνει παραχωρήσεις στους Γερμανούς οπαδούς του Αρείου, που την εποχή εκείνη αποτελούσαν τη δυναμική πλειονότητα του στρατού. Έτσι και στο θρησκευτικό τομέα - όπως στο διοικητικό και το στρατιωτικό - οι Γότθοι απέκτησαν μεγάλη επιρροή. Βασικά κέντρα της δύναμής τους υπήρξαν η ίδια η πρωτεύουσα, η Βαλκανική χερσόνησος και μέρος της Μικράς Ασίας, ενώ οι ανατολικές επαρχίες της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου δεν αισθάνθηκαν πολύ τη δύναμη των Γότθων. Έτσι οι διαφωνίες των ντόπιων στο θρησκευτικό, όπως και στο φυλετικό, ζήτημα γίνονταν καθώς περνούσε ο καιρός πιο έντονες. Με λίγα λόγια, ο Θεοδόσιος δεν πέτυχε να λύσει τα εξής δύο σοβαρά προβλήματα: τη δημιουργία μιας και ενωμένης Εκκλησίας, και τη ρύθμιση αρμονικών σχέσεων με τους βαρβάρους. Τα δύο αυτά πολύπλοκα προβλήματα βρέθηκαν άλυτα όταν οι διάδοχοι του Θεοδόσιου ανέλαβαν τη διοίκηση της αυτοκρατορίας.

Εθνικά και θρησκευτικά προβλήματα του 5ου αιώνα
Η περίοδος αυτή - του 5ου αιώνα - έχει μεγάλη σημασία, λόγω του τρόπου με τον οποίον αντιμετωπίστηκαν τα κύρια εθνικά και θρησκευτικά προβλήματα της αυτοκρατορίας. Το εθνικό πρόβλημα συνίστατο κυρίως στην ασυμφωνία των κατοίκων της αυτοκρατορίας που ανήκαν σε διάφορες εθνικότητες και στα ζητήματα που προκαλούσαν οι εξωτερικοί εχθροί του κράτους.
Ο ελληνισμός υπήρξε μόνο φαινομενικά μια δύναμη που μπορούσε να ενώσει τους διαφορετικής προέλευσης κατοίκους της ανατολικής πλευράς της αυτοκρατορίας. Η επίδραση του ελληνισμού ήταν αισθητή στην Ανατολή, μέχρι τον Ευφράτη, και στην Αίγυπτο, από την εποχή του Μεγάλου Αλέξανδρου και των διαδόχων του. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος θεωρούσε τον αποικισμό ως ένα από τα καλύτερα μέσα για τη μεταφύτευση του ελληνισμού και, όπως λέγεται, αυτοπροσώπως ίδρυσε στην Ανατολή 70 πόλεις. Οι διάδοχοί του συνέχισαν την τακτική του αποικισμού. Οι περιοχές στις οποίες είχε απλωθεί ο ελληνισμός, έφτασαν στο Βορρά σχεδόν μέχρι την Αρμενία, στο Νότο μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα και στην Ανατολή σχεδόν μέχρι την Περσία και τη Μεσοποταμία. Πέρα από αυτές τις επαρχίες δεν προχώρησε ο ελληνισμός. Κέντρο του ελληνιστικού πολιτισμού έγινε η πόλη της Αιγύπτου Αλεξάνδρεια. Σε όλες τις ακτές της Μεσογείου, στη Μικρά Ασία, στη Συρία και την Αίγυπτο κυριάρχησε ο ελληνικός πολιτισμός. Από αυτές τις περιοχές η Μικρά Ασία υπήρξε ίσως η πιο ελληνική. Οι ακτές της, για ένα μεγάλο διάστημα, ήταν γεμάτες από ελληνικές αποικίες και η επιρροή τους σιγά-σιγά, αν και όχι εύκολα, εισχώρησε στο εσωτερικό της χώρας.
Στη Συρία - όπου ο ελληνικός πολιτισμός βρήκε απήχηση μόνο στις ανώτερες τάξεις των μορφωμένων - η ελληνική επιρροή υπήρξε πολύ πιο αδύνατη. Ο πολύς λαός, μη γνωρίζοντας την ελληνική, συνέχισε να μιλάει τη μητρική του γλώσσα. Κάποιος ειδικός γράφει σχετικά ότι «αν σε μια τέτοια διεθνή πόλη - όπως η Αντιόχεια - ο πολύς κόσμος μιλούσε ακόμα τη γλώσσα της Συρίας (Αραμαϊκά) τότε εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι στο εσωτερικό της επαρχίας η ελληνική δεν υπήρξε η γλώσσα των μορφωμένων, αλλά η γλώσσα μόνον εκείνων που έκαναν ειδικές μελέτες».
Ο Συριο-ρωμαϊκός κώδικας του 5ου αιώνα αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα του ότι η μητρική γλώσσα των Συρίων χρησιμοποιείτο πολύ στην Ανατολή. Το παλαιότερο χειρόγραφο που υπάρχει - στη γλώσσα των Συρίων - αυτού του βιβλίου γράφτηκε στις αρχές του 6ου αιώνα, πριν από την εποχή του Ιουστινιανού. Το κείμενο αυτό, που πιθανόν έχει γραφεί στη ΒΑ Συρία, είναι μετάφραση από τα ελληνικά. Το ελληνικό πρωτότυπο δεν έχει βρεθεί ακόμα, αλλά με βάση ορισμένα στοιχεία φαίνεται να έχει γραφεί τον 5ο αιώνα. Οπωσδήποτε όμως η μετάφραση έγινε αμέσως μετά την έκδοση του ελληνικού πρωτοτύπου. Εκτός από τη μετάφραση αυτή υπάρχει και η αραβική και αρμενική έκδοση του κώδικα, που δείχνουν ότι το βιβλίο αυτό έχει πιθανόν εκκλησιαστική προέλευση, επειδή αναλύει με πολλές λεπτομέρειες τους νόμους περί γάμου και κληρονομιών, υποστηρίζοντας συγχρόνως με τόλμη τα δικαιώματα του κλήρου. Το γεγονός ότι το νομικό αυτό βιβλίο - όπως φαίνεται από τις πολλές του εκδόσεις κι από τα πολλά αποσπάσματά του που βρίσκουμε σε αραβικά και συριακά βιβλία του 13ου και 14ου αιώνα - είχε μεγάλη κυκλοφορία και εφαρμογή στα ζωτικά προβλήματα των περιοχών που ήταν μεταξύ της Αρμενίας και της Αιγύπτου, δείχνει ότι επικρατούσαν συνεχώς οι εγχώριες γλώσσες. Αργότερα, όταν η νομοθεσία του Ιουστινιανού έγινε επίσημα υποχρεωτική για όλη την αυτοκρατορία, ο κώδικάς του αποδείχθηκε πολύ ογκώδης και δύσκολος για τις ανατολικές επαρχίες, οι οποίες συνέχισαν να χρησιμοποιούν τον κώδικα των Συρίων. Τον 7ο αιώνα - και μετά την επικράτηση ακόμα των Μουσουλμάνων στις ανατολικές επαρχίες - παρατηρούμε ότι πάλι χρησιμοποιείται πολύ ο κώδικας των Συρίων. Το γεγονός ότι το βιβλίο αυτό μεταφράστηκε στη γλώσσα των Συρίων τα 50 τελευταία χρόνια του 5ου αιώνα, δείχνει καθαρά ότι ο πολύς λαός δε γνώριζε ακόμα ελληνικά ή λατινικά και ότι ήταν αναγκασμένος να χρησιμοποιεί τη μητρική του γλώσσα.
Στην Αίγυπτο επίσης - παρά το γεγονός ότι ήταν κοντά το κέντρο του διεθνούς πολιτισμού, δηλαδή η Αλεξάνδρεια - ο ελληνισμός διαδόθηκε μόνο στις ανώτερες τάξεις των μορφωμένων, ανάμεσα δηλαδή στους εκλεκτούς της κοινωνίας. Ο πολύς κόσμος συνέχισε να χρησιμοποιεί τη μητρική του γλώσσα, δηλαδή την αιγυπτιακή (κοπτική).
Το κράτος αντιμετώπισε τη δυσκολία της τακτοποίησης των υποθέσεων των ανατολικών επαρχιών όχι μόνο λόγω των φυλετικών διαφορών του λαού, αλλά και λόγω του ότι η πλειονότητα της ανατολικής πλευράς της Μικράς Ασίας έμεινε πιστή στον Αρειανισμό και τα παρακλάδια του. Το πολύπλοκο φυλετικό πρόβλημα έγινε ακόμα πιο έντονο τον 5ο αιώνα λόγω των νέων θρησκευτικών εξελίξεων που παρατηρούμε σ’ αυτές τις επαρχίες.Για τις δυτικές επαρχίες της ανατολικής αυτοκρατορίας, δηλαδή τη Βαλκανική χερσόνησο, την πρωτεύουσα και τη δυτική πλευρά της Μικράς Ασίας, το πιο σπουδαίο πρόβλημα, την περίοδο αυτή, ήταν η δύναμη των Γερμανών, που απειλούσαν την ύπαρξη της αυτοκρατορίας. Αφού το πρόβλημα αυτό τακτοποιήθηκε, στα μέσα του 5ου αιώνα, ευνοϊκά για το κράτος, φάνηκε για λίγο ότι οι άγριοι Ίσαυροι θα έπαιρναν στην πρωτεύουσα μια παρόμοια ηγετική θέση με αυτήν των Γότθων. Στην Ανατολή ο αγώνας με τους Πέρσες συνεχίστηκε, ενώ στη βόρεια πλευρά της Βαλκανικής χερσονήσου οι Βούλγαροι, ένας λαός που είχε προέλευση από τους Ούννους, άρχισαν τις καταστροφικές τους επιδρομές.

[1] Ποταμός της ανατολικής Ευρώπης, που πηγάζει από τα Καρπάθια, αποτελεί μέρος της συνοριακής γραμμής μεταξύ της Ουκρανίας και της Μολδαβίας και εκβάλλει στον Εύξεινο. Είναι γνωστός από την αρχαιότητα ως Τύρας ή Δάναστρις.
[2] Υπάρχουν τρεις κύριες θεωρίες σχετικά με την προέλευση των φυλών των Ούννων: η μογγολική, η τουρκική και η φιλανδική.

Δεν υπάρχουν σχόλια: