Η ανάπτυξη της φιλολογίας, της επιστήμης και της αγωγής από τον 4ο μέχρι τις αρχές του 6ου αιώνα, είναι στενά συνδεδεμένη με τις σχέσεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ του χριστιανικού και του ειδωλολατρικού κόσμου ο οποίος είχε παρουσιάσει ένα τόσο μεγάλο πολιτισμό. Οι συζητήσεις των Χριστιανών απολογητών του 2ου και του 3ου αιώνα, σχετικά με το κατά πόσο μπορεί ένας Χριστιανός να χρησιμοποιεί τα πνευματικά έργα των ειδωλολατρών, έμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Ενώ μερικοί εύρισκαν τον ελληνικό πολιτισμό, που δεν τον θεωρούσαν ασυμβίβαστο με το Χριστιανισμό, ωφέλιμο, άλλοι αρνούνταν κάθε χρησιμότητα της ειδωλολατρικής αρχαιότητας, που την είχαν αποκηρύξει. Διαφορετική κατάσταση επικρατούσε στην Αλεξάνδρεια, το αρχαίο αυτό κέντρο των φιλοσοφικών και θρησκευτικών συζητήσεων, όπου κυριαρχούσε η τάση προσέγγισης των δύο αυτών φαινομενικά ασυμβίβαστων παραγόντων. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας, ο φημισμένος συγγραφέας του 2ου αιώνα, γράφει: «η φιλοσοφία, υπηρετεί ως οδηγός, οδηγώντας στην τελειότητα αυτούς που κλήθηκαν στο Χριστιανισμό». Παρόλα αυτά, το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ ειδωλολατρικού πολιτισμού και Χριστιανισμού δεν είχε λυθεί ακόμα κατά τους τρεις πρώτους μ.Χ. αιώνες.
Σιγά-σιγά, όμως, η ειδωλολατρική κοινωνία μεταστράφηκε στο Χριστιανισμό, που προόδευσε πολύ κατά τον 4ο αιώνα, πρώτα χάρη στην προστασία του κράτους και δεύτερον, στις πολλές «αιρέσεις» - που προκάλεσαν επιστημονικές συζητήσεις και ζωηρές διαμάχες με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων και σοβαρών προβλημάτων. Συγχρόνως ο Χριστιανισμός απορροφούσε πολλά στοιχεία του πολιτισμού των ειδωλολατρών και, όπως λέει ο Krumbacher, «οι χριστιανικές αρχές ασυνείδητα περιβλήθηκαν την ειδωλολατρική ενδυμασία».[1] Η χριστιανική φιλολογία του 4ου και του 5ου αιώνα πλουτίστηκε με τα έργα μεγάλων συγγραφέων, πεζογράφων και ποιητών. Συγχρόνως, η ειδωλολατρική παράδοση συνεχίστηκε και αναπτύχθηκε από τους αντιπροσώπους της ειδωλολατρικής σκέψης.
Στην εκτεταμένη επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και μέσα στα προ των περσικών και αραβικών κατακτήσεων όριά της, η χριστιανική Ανατολή του 4ου και του 5ου αιώνα παρουσίαζε αρκετά διαλεκτά φιλολογικά κέντρα, των οποίων οι συγγραφείς εξασκούσαν μια μεγάλη επιρροή κι έξω ακόμα απ’ τα όρια των πόλεων τους και των επαρχιών τους. Η Καππαδοκία, στη Μικρά Ασία, έδωσε, κατά τον 4ο αιώνα, τους τρεις διακεκριμένους «Καππαδόκες»: τον Μεγάλο Βασίλειο (330-379), το φίλο του Γρηγόριο το Θεολόγο (330-389) και το νεώτερο αδελφό του Βασιλείου Γρηγόριο Νύσσας (335-394).
Αξιόλογα πνευματικά κέντρα της Συρίας υπήρξαν η Αντιόχεια και η Βυρηττός, που διακρίθηκε για τις νομικές της μελέτες. Η λαμπρότητα της πόλης αυτής διάρκεσε από το 200 μέχρι το 551 μ.Χ. Η Ιερουσαλήμ, στην Παλαιστίνη, δεν είχε ακόμα συνέλθει από τις καταστροφές που υπέστη επί Τίτου και γι’ αυτό η συμβολή της, από άποψη πολιτισμού, δεν υπήρξε αξιόλογη κατά τον 4ο και 5ο αιώνα. Αλλά η Καισάρεια κι αργότερα, προς τα τέλη του 4ου αιώνα η Γάζα, με τη φημισμένη σχολή των ρητόρων και των ποιητών, συνέβαλαν πολύ στον πολιτισμό της σκέψης και της φιλολογίας της εποχής αυτής. Πάνω από όλα αυτά όμως η Αλεξάνδρεια παρέμεινε το κέντρο εκείνο που είχε την πιο βαθιά και την πιο πλατειά επιρροή σε όλη την ανατολική Ασία.
Η νέα πόλη της Κωνσταντινούπολης, που προοριζόταν να έχει ένα λαμπρό μέλλον επί Ιουστινιανού, μόλις άρχιζε να δείχνει τα πρώτα σημεία μιας φιλολογικής δραστηριότητας.
Αξιόλογα επίσης για τον πολιτισμό και τη φιλολογία της εποχής αυτής υπήρξαν δύο άλλα δυτικά κέντρα της ανατολικής αυτοκρατορίας, η Θεσσαλονίκη και η Αθήνα, η οποία μαζί με την Εθνική της Σχολή, παραγκωνίστηκε αργότερα από το αυτοκρατορικό πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης.
Μια σύγκρουση των μορφωτικών εξελίξεων στις ανατολικές και δυτικές επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας παρουσιάζει το εξής ενδιαφέρον φαινόμενο: Στην ευρωπαϊκή Ελλάδα, με τον αρχαίο της πολιτισμό η πνευματική δραστηριότητα και δημιουργία ήταν απείρως μικρή σε σύγκριση με την πρόοδο που παρατηρούμε στις επαρχίες της Ασίας και της Αφρικής, αν και το μεγαλύτερο μέρος των επαρχιών αυτών, όπως λέει ο Krumbacher «ανακαλύφθηκε» κι «αποικίστηκε» μόνο από την εποχή του Μεγάλου Αλέξανδρου. Ο ίδιος επιστήμονας καταφεύγει «στην προσφιλή μας, σύγχρονη, γλώσσα των αριθμών» και ισχυρίζεται ότι οι ευρωπαϊκές επαρχίες του Βυζαντίου συνέβαλαν μόνο κατά τα 10% στη γενική πνευματική δημιουργία της περιόδου αυτής.
Στην πραγματικότητα η πλειονότητα των συγγραφέων αυτής της εποχής προέρχεται από την Ασία και την Αφρική. Μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης όλοι οι ιστορικοί υπήρξαν Έλληνες.
Η φιλολογία των Πατέρων της Εκκλησίας γνώρισε την πιο λαμπρή περίοδο τον 4ο και στις αρχές του 5ου αιώνα.
Οι Καππαδόκες Μέγας Βασίλειος και Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός πήραν μια θαυμάσια αγωγή στις καλύτερες ρητορικές σχολές των Αθηνών και της Αλεξάνδρειας. Δυστυχώς δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες για την αγωγή του νεώτερου αδελφού του Βασιλείου, Γρηγόριου Νύσσας, που υπήρξε ο πιο βαθύς από τους τρεις. Κι οι τρεις Καππαδόκες γνώριζαν την κλασική φιλολογία αντιπροσωπεύοντας τη γνωστή ως «νεο-Αλεξανδρινή» κίνηση. Η κίνηση αυτή, αν και χρησιμοποιεί τα προϊόντα της φιλοσοφικής σκέψης, αρνείται να υιοθετήσει τις ακρότητες της μυστικο-αλληγορικής κίνησης της «Αλεξανδρινής» σχολής και δεν απορρίπτει την παράδοση της Εκκλησίας. Εκτός από τα πλούσια θεολογικά τους έργα, τα οποία υποστηρίζουν την Ορθοδοξία στον αγώνα της εναντίον του Αρειανισμού, οι τρεις αυτοί συγγραφείς άφησαν και μια μεγάλη συλλογή λόγων και επιστολών. Η συλλογή αυτή αποτελεί μια από τις πιο πλούσιες πηγές της περιόδου αυτής, αν και δεν έχουν ακόμα τελείως αξιοποιηθεί από ιστορικής πλευράς. Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός άφησε και πολλά ποιήματα, που είναι κυρίως θεολογικά, δογματικά, διδακτικά και κατά κάποιον τρόπο ιστορικά. Το μεγάλο βιογραφικό του ποίημα μπορεί λόγω της μορφής και του περιεχομένου του, να πάρει μια εξαιρετική θέση μέσα στα φιλολογικά πλαίσια. Οι τρεις λαμπροί αυτοί συγγραφείς υπήρξαν οι μόνοι αντιπρόσωποι της πόλης τους. «Όταν οι τρεις αυτές ευγενικές μεγαλοφυΐες έπαψαν να υπάρχουν, η Καππαδοκία επανήλθε στο σκοτάδι από το οποίο την είχαν απομακρύνει».
Η Αντιόχεια - πνευματικό κέντρο της Συρίας δημιούργησε σε αντίθεση προς τη σχολή της Αλεξάνδρειας δική της κίνηση, η οποία υποστήριζε την κατά γράμμα ερμηνεία των Γραφών χωρίς να δέχεται αλληγορικές ερμηνείες. Η κίνηση αυτή είχε ως αρχηγούς της ανθρώπους ασυνήθους δράσης σαν τον εκλεκτό μαθητή του Λιβάνιου, Ιωάννη Χρυσόστομο, ο οποίος συνδύαζε μια σοβαρή κλασική μόρφωση με ασυνήθη ρητορική ικανότητα. Τα έργα του Χρυσοστόμου αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους φιλολογικούς θησαυρούς του κόσμου. Οι μετέπειτα γενιές επηρεάστηκαν από τη γοητεία της μεγαλοφυΐας του και των ηθικών προσόντων του, ενώ οι φιλολογικές κινήσεις των μεταγενέστερων εποχών δανείστηκαν ιδέες, εικόνες και εκφράσεις από τον Χρυσόστομο χρησιμοποιώντας το έργο του σαν μια ανεξάντλητη πηγή. Η εκτίμηση που του είχαν υπήρξε τόσο μεγάλη ώστε του αποδίδονται έργα άγνωστων συγγραφέων. Τα αυθεντικά του έργα: κηρύγματα, ομιλίες και περισσότερες από 200 επιστολές - που γράφτηκαν κυρίως κατά τη διάρκεια της εξορίας του - αποτελούν μια πολύ αξιόλογη πηγή σχετικά με την εσωτερική ζωή της αυτοκρατορίας. Η κρίση από τους μεταγενέστερους του έργου του έχει χαρακτηριστεί ωραία από το Νικηφόρο Κάλλιστο, Βυζαντινό συγγραφέα του 14ου αιώνα, ο οποίος γράφει: «Έχω διαβάσει περισσότερα από χίλια κηρύγματά του τα οποία σκορπίζουν ανέκφραστη γλυκύτητα. Τον έχω αγαπήσει από πολύ νέος και πρόσεξα τα λόγια του σαν να ήταν λόγια Θεού. Ό,τι γνωρίζω και ό,τι είμαι το οφείλω σ’ αυτόν».
Η Καισάρεια της Παλαιστίνης μας έδωσε τον «πατέρα της εκκλησιαστικής ιστορίας» Ευσέβιο, που έζησε τα 50 τελευταία χρόνια του 3ου και στις αρχές του 4ου αιώνα. Πέθανε περίπου το 340. Ο Ευσέβιος έχει χαρακτηριστεί παλαιότερα ως αυθεντία για την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έζησε στο κατώφλι δυο εξαιρετικά σημαντικών ιστορικών εποχών: Πρώτον, υπήρξε μάρτυρας των σκληρών διωγμών του Διοκλητιανού και των διαδόχων του, από τους οποίους υπέφερε πολύ και ο ίδιος, λόγω των χριστιανικών του πεποιθήσεων, και δεύτερον, μετά το Έδικτο του Μιλάνου, έζησε την περίοδο του βαθμιαίου θριάμβου του Χριστιανισμού επί Κωνσταντίνου, ενώ συγχρόνως έλαβε μέρος στις αρειανές διαμάχες, κλείνοντας μερικές φορές προς το μέρος των Αρειανών. Αργότερα έγινε ένας από τους πιο έμπιστους και στενούς φίλους του αυτοκράτορα. Ο Ευσέβιος έγραψε πολλά θεολογικά και ιστορικά έργα. Η «Ευαγγελική προπαρασκευή» (Praeparatio evangelica), το μεγάλο του έργο με το οποίο υποστηρίζει τους Χριστιανούς κατά των θρησκευτικών επιθέσεων των ειδωλολατρών, η «Ευαγγελική απόδειξη» (Demonstratio evangelica), όπου συζητάει την πρόσκαιρη σημασία του Μωσαϊκού Νόμου και την εκπλήρωση, δια του Ιησού Χριστού, των προφητειών της παλαιάς Διαθήκης, τα σχετικά με τις Γραφές συγγράμματά του, καθώς και πολλά άλλα έργα κατατάσσουν τον Ευσέβιο σε μια πολύ τιμητική θέση στον τομέα της θεολογικής φιλολογίας. Τα έργα αυτά περιλαμβάνουν και αξιόλογα αποσπάσματα παλαιότερων συγγραμμάτων, που χάθηκαν αργότερα.
Τα ιστορικά έργα του Ευσέβιου είναι πολύ σημαντικά. Το «Χρονικό», γραμμένο πριν από τους διωγμούς του Διοκλητιανού, περιέχει μια σύντομη επισκόπηση της ιστορίας των Χαλδαίων, των Ασσυρίων, των Εβραίων, των Αιγυπτίων, των Ελλήνων και των Ρωμαίων δίνοντας συγχρόνως χρονολογικούς πίνακες των πιο σημαντικών ιστορικών γεγονότων. Δυστυχώς έχει διασωθεί μόνο σε μια αρμενική μετάφραση και εν μέρει σε μια λατινική προσαρμογή του Ιερώνυμου. Έτσι σήμερα δεν υπάρχει ακριβές το κείμενο του πρωτότυπου, και μάλιστα οι μεταφράσεις που έχουν διασωθεί δεν έγιναν από το ελληνικό πρωτότυπο, αλλά από μια προσαρμογή του «Χρονικού» που παρουσιάστηκε αμέσως μετά το θάνατο του Ευσέβιου.
Το πιο εκλεκτό ιστορικό του έργο υπήρξε η «Εκκλησιαστική Ιστορία», που σε 10 βιβλία καλύπτει την περίοδο από τον Χριστό μέχρι την ήττα του Λικίνιου από τον Κωνσταντίνο. Όπως λέει ο ίδιος, δε θέλησε να μιλήσει για τους πολέμους και τα τρόπαια των στρατηγών, αλλά «να αποδώσει» με ανεξάλειπτα γράμματα, τους πιο ειρηνικούς πολέμους που έγιναν για την ειρήνη της ψυχής και να μιλήσει για ανθρώπους που έκαναν γενναίες πράξεις προς χάρη της αλήθειας και όχι μιας χώρας, προς χάρη της ευσέβειας και όχι προς χάρη φίλων.
Ο Ευσέβιος, με την πένα του, έκανε την εκκλησιαστική ιστορία, ιστορία του μαρτυρίου, των διωγμών και όλων των σχετικών θηριωδιών. Λόγω της αφθονίας των στοιχείων η ιστορία του Ευσέβιου πρέπει να αναγνωριστεί σαν μια από τις πιο σημαντικές πηγές των τριών πρώτων χριστιανικών αιώνων. Εκτός απ’ αυτό, ο Ευσέβιος υπήρξε αξιόλογος γιατί είναι ο πρώτος που έγραψε ιστορία του Χριστιανισμού, αντιμετωπίζοντας το θέμα του από όλες τις δυνατές πλευρές. Η εκκλησιαστική του ιστορία, που του έδωσε μεγάλη φήμη, έγινε η βάση στην οποία στηρίχθηκαν αργότερα πολλοί εκκλησιαστικοί ιστορικοί, που συχνά τον μιμήθηκαν. Στις αρχές του 4ου αιώνα διαδόθηκε στη Δύση μέσω της λατινικής μετάφρασης του Ρουφίνου.
Η «Ζωή του Κωνσταντίνου», γραμμένη από τον Ευσέβιο - αργότερα, αν πράγματι έχει γραφτεί από τον ίδιο - έχει προκαλέσει διάφορες ερμηνείες και αξιολογήσεις στον επιστημονικό κόσμο. Δεν πρέπει να την κατατάξουμε τόσο πολύ στα καθαρά ιστορικά έργα όσο στα «πανηγυρικά». Ο Κωνσταντίνος παρουσιάζεται σαν ο εκλεκτός αυτοκράτορας του Θεού, προικισμένος με το δώρο της πρόβλεψης, ένας νέος Μωυσής προορισμένος να οδηγήσει το λαό του Θεού στην ελευθερία. Κατά τον Ευσέβιο τα τρία παιδιά του Κωνσταντίνου συμβολίζουν την Αγία Τριάδα, ενώ ο ίδιος ο Κωνσταντίνος υπήρξε ο πραγματικός ευεργέτης των Χριστιανών, οι οποίοι πέτυχαν εκείνο που προηγουμένως, μόνο να ονειρευτούν μπορούσαν. Για να κρατήσει κάποια αρμονία στο έργο του, ο Ευσέβιος δεν αναφέρει ούτε τις σκοτεινές πλευρές τις εποχής ούτε τα άσχημα φαινόμενα των ημερών του, αλλά ρίχνει όλο το βάρος στην εξύμνηση του ήρωα του. Χρησιμοποιώντας κανείς κατάλληλα το έργο αυτό μπορεί να γνωρίσει καλύτερα την περίοδο του Κωνσταντίνου, γιατί περιέχει πολλά επίσημα στοιχεία που πιθανόν παρεμβλήθηκαν αφού γράφτηκε στην πρώτη του μορφή.[2]
Παρά τη μέτρια φιλολογική του ικανότητα ο Ευσέβιος πρέπει να θεωρηθεί ως ένας από τους πιο μεγάλους χριστιανούς λόγιους των αρχών του Μεσαίωνα και ως ένας συγγραφέας που επηρέασε πολύ τη μεσαιωνική χριστιανική φιλολογία.
Μια ολόκληρη ομάδα ιστορικών συνέχισε αυτό που άρχισε ο Ευσέβιος. Ο Σωκράτης συνέχισε την «Εκκλησιαστική Ιστορία» μέχρι το 439, ο Σωζόμενος, που καταγόταν από τη Γάζα, έγραψε μια άλλη «Εκκλησιαστική Ιστορία» επίσης μέχρι το 439, ο επίσκοπος Κύρου - από την Αντιόχεια - Θεοδώρητος έγραψε μια παρόμοια ιστορία που καλύπτει την περίοδο από τη Σύνοδο της Νίκαιας μέχρι το 428 και τελικά, ο Αρειανός Φιλοστόργιος, του οποίου το έργο σώζεται μόνο σε αποσπάσματα, περιέγραψε, από τη δική του σκοπιά, τα γεγονότα μέχρι το 425.
Την πιο εντατική και πιο ποικιλόμορφη πνευματική ζωή βρίσκουμε, την περίοδο αυτή, στην Αίγυπτο, και κυρίως στο προοδευτικό της κέντρο, την Αλεξάνδρεια.
Μια ασυνήθιστη και ενδιαφέρουσα προσωπικότητα της φιλολογικής ζωής του τέλους του 4ου και της αρχής του 5ου αιώνα υπήρξε ο Συνέσιος από την Κυρήνη. Απόγονος μιας πολύ παλιάς ειδωλολατρικής οικογένειας, μορφώθηκε στην Αλεξάνδρεια και αργότερα μυήθηκε στα μυστήρια της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Αντάλλαξε την πίστη του στον Πλάτωνα με την πίστη του στο Χριστό, παντρεύτηκε μια Χριστιανή και, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έγινε επίσκοπος Πτολεμαΐδας. Η αποστολή του στην Κωνσταντινούπολη και ο «περί βασιλείας» λόγος του δείχνουν το ενδιαφέρον του για την πολιτική. Αν και δεν υπήρξε ιστορικός, άφησε εξαιρετικού ενδιαφέροντος ιστορικό υλικό με τη μορφή 156 επιστολών, οι οποίες δείχνουν τις λαμπρές του φιλοσοφικές και ρητορικές ικανότητες, ενώ συγχρόνως αποτελούν υποδείγματα ύφους για το Μεσαίωνα. Οι ύμνοι του, γραμμένοι με μέτρο και ύφος της κλασικής ποίησης, αποκαλύπτουν μια ιδιόρρυθμη ανάμιξη φιλοσοφικών και χριστιανικών ιδεών. Αυτός ο φιλόσοφος-επίσκοπος διαισθάνθηκε ότι ο κλασικός πολιτισμός, που τόσο πολύ αγαπούσε, τραβούσε σιγά-σιγά προς το τέλος του.
Στη διάρκεια των μεγάλων αγώνων κατά του Αρειανισμού παρουσιάστηκε η λαμπρή φυσιογνωμία του φλογερού οπαδού του Συμβόλου της Νίκαιας Αθανασίου, επισκόπου Αλεξάνδρειας, που άφησε αρκετά γραπτά, αφιερωμένα στις θεολογικές διαμάχες του 4ου αιώνα. Έγραψε επίσης τη «Ζωή του αγίου Αντωνίου», ενός από τους ιδρυτές του μοναχικού βίου στην Ανατολή, δίνοντας μια ιδανική εικόνα της μοναχικής ζωής. Στον 5ο αιώνα ανήκει κι ο μεγαλύτερος ιστορικός του αιγυπτιακού μοναχικού βίου, Παλλάδιος, ο οποίος, αν και γεννήθηκε στη Μ. Ασία, γνώρισε καλά τη μοναχική ζωή στην Αίγυπτο, επειδή έζησε δέκα χρόνια με τους μοναχούς της χώρας αυτής. Κάτω από την επιρροή του Αθανασίου, ο Παλλάδιος παρουσίασε τα ιδεώδη του μοναχικού βίου, κάνοντας χρήση και του μύθου. Ο ανηλεής εχθρός του Νεστορίου, Κύριλλος Αλεξανδρείας, έζησε επίσης στη διάρκεια της περιόδου αυτής. Κατά τη διάρκεια της ταραχώδους ζωής του έγραψε πολλές επιστολές και κηρύγματα που οι μεταγενέστεροι Έλληνες επίσκοποι αποστήθιζαν μερικές φορές. Επίσης έγραψε μερικά δογματικά, πολεμικά και εξηγητικά έργα που χρησιμεύουν σαν μια κύρια πηγή για την εκκλησιαστική ιστορία του 5ου αιώνα. Όπως ο ίδιος ομολογεί, η ρητορική του κατάρτιση υπήρξε ανεπαρκής και δε μπορούσε έτσι να είναι υπερήφανος για την απλότητα του ύφους του.
Μια άλλη προσωπικότητα της εποχής αυτής, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, είναι η φιλόσοφος Υπατία, που σκοτώθηκε από το φανατισμένο όχλο της Αλεξάνδρειας, στις αρχές του 5ου αιώνα. Η Υπατία υπήρξε μια γυναίκα εξαιρετικά όμορφη, προικισμένη με ασυνήθιστες πνευματικές δυνατότητες. Με τη βοήθεια του πατέρα της, που ήταν ένας από τους πιο γνωστούς μαθηματικούς της Αλεξάνδρειας, γνώρισε τα μαθηματικά και την κλασική φιλοσοφία και έγινε πολύ γνωστή λόγω της αξιόλογης διδακτικής της δράσης. Ανάμεσα στους μαθητές της, διακρίνουμε μεγάλες φυσιογνωμίες, όπως το Συνέσιο, που μνημονεύει την Υπατία σε πολλά γράμματά του. Ένα βιβλίο αναφέρει ότι η Υπατία «ντυμένη με ένα μανδύα, συνήθιζε να περιφέρεται στην πόλη και να ερμηνεύει, σ’ εκείνους που ήθελαν να την ακούσουν, τα έργα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, ή άλλων φιλοσόφων».
Η ελληνική φιλολογία αναπτυσσόταν στην Αίγυπτο μέχρι το 451, οπότε η Σύνοδος της Χαλκηδόνας καταδίκασε τους Μονοφυσίτες. Το γεγονός ότι ο Μονοφυσιτισμός ήταν η επίσημη θρησκεία της Αιγύπτου, οδήγησε - μετά την καταδίκη της - στην κατάργηση, από τις εκκλησίες, της ελληνικής γλώσσας και την αντικατάστασή της με την κοπτική. Η κοπτική φιλολογία, που αναπτύχθηκε μετά από αυτό το γεγονός, είναι κάπως σημαντική και για την ελληνική φιλολογία, επειδή ορισμένα ελληνικά έργα, που έχουν χαθεί, διατηρούνται σήμερα μέσω μεταφράσεων στην κοπτική.
Η περίοδος αυτή γνώρισε και την ανάπτυξη των θρησκευτικών ύμνων. Οι υμνογράφοι σιγά-σιγά εγκατέλειψαν την απομίμηση των κλασικών μέτρων, δημιουργώντας δικούς τους τύπους, τελείως πρωτότυπους που, για ένα διάστημα, θεωρήθηκαν πεζός λόγος. Μόνο τώρα τελευταία, έστω και τμηματικά, εξηγήθηκαν τα μέτρα αυτά, των οποίων κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η ακροστιχίδα και η ομοιοκαταληξία. Δυστυχώς, γνωρίζουμε πολύ λίγα για τους θρησκευτικούς ύμνους του 4ου και του 5ου αιώνα, με αποτέλεσμα να είναι σκοτεινή η ιστορία της εξέλιξής τους. Πάντως είναι φανερό ότι η ανάπτυξη των ύμνων υπήρξε καλή. Εδώ ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ακολούθησε στα περισσότερα ποιητικά του έργα τα αρχαία μέτρα, ο Ρωμανός ο Μελωδός, του οποίου τα έργα παρουσιάστηκαν στις αρχές του 6ου αιώνα, επί Αναστασίου Α', χρησιμοποίησε την ακροστιχίδα και την ομοιοκαταληξία.
Οι επιστήμονες διαφωνούσαν για πολύ καιρό για το αν ο Ρωμανός έζησε τον 6ο ή στις αρχές του 8ου αιώνα. Στη σύντομη βιογραφία του αναφέρεται η άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη στη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Αναστάσιου, αλλά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεν μπορούσε να καθοριστεί αν ο Αναστάσιος, που αναφέρεται, ήταν ο Α' (491-518) ή ο Β' (713-716). Πάντως οι επιστήμονες, μετά από εντατική μελέτη των έργων του Ρωμανού, συμφωνούν ότι πρόκειται για τον Αναστάσιο τον Α'.
Ο Ρωμανός, μερικές φορές, χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος ποιητής της βυζαντινής περιόδου. Αυτός ο «Πίνδαρος της ρυθμικής ποίησης», «η πιο μεγάλη θρησκευτική μεγαλοφυΐα», «ο Δάντης των Νεοελλήνων» είναι ο συγγραφέας ενός μεγάλου αριθμού υπέροχων ύμνων, ανάμεσα στους οποίους βρίσκουμε τον ύμνο «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιο τίκτει». Ο ποιητής γεννήθηκε στη Συρία και είναι πολύ πιθανόν ότι το μέγεθος της μεγαλοφυΐας του παρουσιάστηκε επί Ιουστινιανού, επειδή, όπως αναφέρεται στη βιογραφία του, ήταν ακόμα νεαρός διάκονος όταν ήρθε επί Αναστασίου, από τη Συρία στην Κωνσταντινούπολη όπου, με θαυμαστό τρόπο δέχθηκε το χάρισμα να μπορεί να γράφει ύμνους. Το έργο του Ρωμανού δείχνει ότι η θρησκευτική ποίηση είχε προχωρήσει αρκετά τον 5ο αιώνα, αν και δυστυχώς οι σχετικές με το ζήτημα πληροφορίες είναι ανεπαρκείς. Είναι βέβαια δύσκολο να δεχθούμε την ύπαρξη αυτού του εξαιρετικού ποιητή, τον 6ο αιώνα, χωρίς να έχει προηγηθεί μια εξέλιξη της εκκλησιαστικής ποίησης.
Είναι ατύχημα επίσης το γεγονός ότι δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε όσο πρέπει το έργο του Ρωμανού, επειδή οι περισσότεροι από τους ύμνους του δεν έχουν ακόμα εκδοθεί.
Ο έξοχος χριστιανός συγγραφέας από τη Β. Αφρική, του 4ου αιώνα, Λακτάντιος, έγραψε τα έργα του στα λατινικά, από τα οποία το σπουδαιότερο είναι το «De mortibus persecutorum». Το έργο αυτό δίνει πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την εποχή του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου μέχρι την έκδοση του Εδίκτου του Μιλάνου.
Η χριστιανική φιλολογία αυτής της περιόδου αντιπροσωπεύεται από πολλούς αξιόλογους συγγραφείς, χωρίς όμως να υστερεί στο σημείο αυτό η ειδωλολατρική φιλολογία, η οποία αντιπροσωπεύθηκε από αρκετούς ικανούς και ενδιαφέροντες ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους είναι κι ο Θεμίσκος από την Παφλαγονία, που έζησε τα 50 τελευταία χρόνια του 4ου αιώνα. Υπήρξε ο φιλοσοφικά καταρτισμένος διευθυντής της Σχολής της Κωνσταντινούπολης, συγκλητικός και ρήτορας της Αυλής, που τον εκτιμούσαν πολύ τόσο οι ειδωλολάτρες όσο και οι Χριστιανοί. Έγραψε μια μεγάλη συλλογή των «Παραφράσεων του Αριστοτέλη», με την οποία προσπάθησε να ξεκαθαρίσει τις πιο περίπλοκες ιδέες του Έλληνα φιλοσόφου. Έγραψε επίσης 40 περίπου λόγους, που μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τα πιο αξιόλογα γεγονότα της εποχής εκείνης, καθώς και για την προσωπική του ζωή. Ο μεγαλύτερος όμως από όλους τους ειδωλολάτρες διδασκάλους του 4ου αιώνα, υπήρξε ο Λιβάνιος από την Αντιόχεια, ο οποίος επηρέασε τους συγχρόνους του πιο πολύ από κάθε άλλον άνθρωπο της περιόδου αυτής. Ανάμεσα στους μαθητές του συναντάμε τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, το Μεγάλο Βασίλειο και το Γρηγόριο το Ναζιανζηνό, ο δε Ιουλιανός, πριν ανεβεί στο θρόνο, μελετούσε με ενθουσιασμό τα μαθήματα που παρέδιδε ο Λιβάνιος. Οι 65 δημόσιες ομιλίες του Λιβάνιου έχουν ιδιαίτερη σημασία, και μας δίνουν πολύτιμο υλικό για τη μελέτη της εποχής του. Εξίσου σημαντική είναι η συλλογή των επιστολών του, οι οποίες λόγω του πλούτου του περιεχομένου και του θαυμάσιου πνεύματός τους, μπορούν να συγκριθούν με τις επιστολές του Συνέσιου.
Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός υπήρξε μια εξαιρετικά λαμπρή φυσιογνωμία του κόσμου των γραμμάτων του 4ου αιώνα και, παρά τη σύντομη καριέρα του, απέδειξε την ικανότητά του σε διάφορες πνευματικές εκδηλώσεις. Οι λόγοι του, οι οποίοι μαρτυρούν τις σκοτεινές φιλοσοφικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις του, όπως η έκκλησή του προς το «Βασιλιά ήλιο», τα γράμματά του, το έργο του «Κατά των Χριστιανών» - που σώζεται μόνο σε αποσπάσματα - το σατυρικό έργο «Misopogon»,[3] που γράφτηκε εναντίον του λαού της Αντιόχειας και που μας δίνει βιογραφικές πληροφορίες, όλα αυτά δείχνουν ότι ο Ιουλιανός υπήρξε ένας ικανός συγγραφέας, ιστορικός, λόγιος, σατυρικός και ηθικολόγος. Θα πρέπει επίσης να τονιστεί το γεγονός ότι τα έργα του Ιουλιανού έχουν άμεση σχέση με τα γεγονότα της εποχής του. Ο ξαφνικός όμως θάνατός του εμπόδισε την πλήρη εξέλιξη της ασυνήθιστης μεγαλοφυΐας του.
Η ειδωλολατρική φιλολογία του 4ου και του 5ου αιώνα παρουσιάζει επίσης αρκετά ιστορικά έργα. Ένας από τους πιο σημαντικούς ιστορικούς υπήρξε ο συγγραφέας της πολύ γνωστής συλλογής βιογραφιών των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, οι οποίες, γραμμένες λατινικά, τον 4ο αιώνα, είναι γνωστές με τον τίτλο «Scriptores Historiae Augustae». Η ταυτότητα του συγγραφέα των βιογραφιών αυτών, ο χρόνος της συγγραφής τους και η ιστορική τους σημασία είναι συζητήσιμα και έχουν δημιουργήσει μια μεγάλη φιλολογική συζήτηση. Το 1928 ένας Άγγλος ιστορικός έγραφε ότι: «ο χρόνος και ο κόπος που διατέθηκε για τη συγγραφή των βιογραφιών... είναι μεγάλος, ενώ τα αποτελέσματά τους, όσον αφορά την ιστορική τους χρησιμότητα, είναι σχεδόν μηδαμινά». Ο N. Baynes έκανε μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια να αποδείξει ότι η συλλογή αυτή γράφτηκε επί Ιουλιανού με σκοπό την προπαγάνδα υπέρ αυτού και γενικά της διοίκησής του και της θρησκευτικής του πολιτικής. Η άποψη αυτή δεν έγινε δεκτή από τους επιστήμονες.
Ο ιστορικός του 5ου αιώνα, Πρίσκος, ο οποίος έλαβε μέρος στην αποστολή στους Ούννους, πρόσφερε αρκετά με το έργο του. Η «Βυζαντινή ιστορία» που διασώθηκε μόνο σε αποσπάσματα και οι πληροφορίες του σχετικά με τη ζωή και τις συνήθειες των Ούννων, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες κι αξιόλογες, γιατί ο Πρίσκος υπήρξε η κύρια πηγή πληροφοριών των Λατίνων ιστορικών Κασσιόδωρου και Ιορδάνη, του 6ου αιώνα, για την ιστορία του Αττίλα και των Ούννων.
Ο Ζώσιμος, ο οποίος έζησε τον 5ο και στις αρχές του 6ου αιώνα, έγραψε τη «Νέα Ιστορία» και ιστορεί τα γεγονότα μέχρι την πολιορκία της Ρώμης από τον Αλάριχο, το 410. Πιστεύοντας με ενθουσιασμό στους θεούς, ο Ζώσιμος εξηγεί ότι η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προκλήθηκε από το θυμό των θεών, τους οποίους οι Ρωμαίοι εγκατέλειψαν. Συγχρόνως κατηγορεί, πάνω απ’ όλα τον Κωνσταντίνο, ενώ εκτιμά πολύ τον Ιουλιανό.
Όπως αναφέρει ένας σύγχρονος συγγραφέας, ο Ζώσιμος δεν υπήρξε ο ιστορικός της «παρακμής της Ρώμης» μόνο, αλλά κι ο θεωρητικός της Δημοκρατίας, που την εξυμνεί και την υπερασπίζεται. Είναι ο μόνος «δημοκράτης» του 5ου αιώνα.
Ο Συριο-έλληνας Αμμιανός Μαρκελλίνος, έγραψε στα τέλη του 4ου αιώνα λατινικά το βιβλίο του «Res Gestae», που είναι μια ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σκοπός του ήταν να συνεχίσει το έργο του Τάκιτου, ιστορώντας γεγονότα από την εποχή του Νέρβα μέχρι το θάνατο του Ουάλη (96-378). Διασώθηκαν μόνον τα 18 τελευταία βιβλία αυτής της ιστορίας, τα οποία αναφέρονται στην περίοδο 353-378. Ο συγγραφέας, έχοντας προσωπική πείρα από τις εκστρατείες του Ιουλιανού κατά των Περσών, δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα γεγονότα της εποχής του. Αν και παρέμεινε ειδωλολάτρης μέχρι το τέλος της ζωής του, έδειξε μεγάλη ανεκτικότητα για το Χριστιανισμό. Η ιστορία του είναι πολύ χρήσιμη πηγή πληροφοριών για την περίοδο του Ιουλιανού και του Ουάλη, καθώς και για την ιστορία των Γότθων και των Ούννων. Η φιλολογική του ικανότητα έχει πολύ εκτιμηθεί από τους σύγχρονους επιστήμονες. Ο Stein τον ονομάζει ως τη μεγαλύτερη φιλολογική μεγαλοφυΐα που παρουσιάστηκε στον κόσμο, και τον κατατάσσει ανάμεσα στον Τάκιτο και το Δάντη, ενώ ο N. Baynes τον χαρακτηρίζει ως τον τελευταίο μεγάλο ιστορικό της Ρώμης.
Η Αθήνα, η πόλη του κλασικού πνεύματος που παράκμαζε, υπήρξαν τον 5ο αιώνα το κέντρο του τελευταίου εκλεκτού αντιπροσώπου του νεοπλατωνισμού, του Πρόκλου, ο οποίος δίδαξε και έγραψε εκεί πολλά χρόνια. Επίσης η Αθήνα υπήρξε η πόλη όπου γεννήθηκε η σύζυγος του Θεοδόσιου Β', Ευδοκία Αθηναΐδα, η οποία έχοντας κάποια φιλολογική ικανότητα, έγραψε αρκετά έργα.
Δεν πρόκειται να μιλήσουμε για τη φιλολογία της δυτικής Ευρώπης, η οποία την περίοδο αυτή, αντιπροσωπεύθηκε από το θαυμάσιο έργο του Αυγουστίνου και άλλων ικανών συγγραφέων.
Μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, η λατινική παρέμεινε, τον 4ο και τον 5ο αιώνα, η επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας και χρησιμοποιήθηκε για όλα τα αυτοκρατορικά διατάγματα που βρίσκονται στον Κώδικα του Θεοδοσίου, καθώς και για τα μεταγενέστερα διατάγματα του 5ου και των αρχών του 6ου αιώνα. Αλλά στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, την εποχή του Θεοδοσίου Β', παρατηρείται μια παρακμή της λατινικής γλώσσας και μια συγκεκριμένη προτίμηση για τα ελληνικά, τα οποία αποτελούσαν τη γλώσσα που χρησιμοποιείτο περισσότερο στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Η ελληνική παράδοση υπερασπιζόταν επίσης από τη Σχολή της Αθήνας.
Η εποχή μεταξύ 4ου και 6ου αιώνα είναι μια περίοδος, στη διάρκεια της οποίας διάφοροι παράγοντες συγχωνεύτηκαν σιγά-σιγά για να παρουσιάσουν μια νέα τέχνη, που είναι γνωστή ως Βυζαντινή ή ανατολική χριστιανική τέχνη. Καθώς η ιστορία την μελετά βαθύτερα, αποκαλύπτεται περισσότερο ότι η Ανατολή και οι παραδόσεις της έπαιξαν κύριο ρόλο στην ανάπτυξη της Βυζαντινής τέχνης. Στα τέλη του 19ου αιώνα, Γερμανοί επιστήμονες υποστήριξαν τη θεωρία ότι «η τέχνη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» (Römische Reichskunst), που αναπτύχθηκε στη Δύση στη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων της αυτοκρατορίας, αντικατέστησε τον παλιό ελληνιστικό πολιτισμό της Ανατολής, ο οποίος βρισκόταν σε κατάσταση παρακμής και έθεσε τις βάσεις της χριστιανικής τέχνης του 4ου και του 5ου αιώνα. Τώρα η θεωρία αυτή έχει αποκηρυχθεί. Μετά την έκδοση, το 1900, του σπουδαίου έργου του O. V. Ainalov, «Ελληνιστική προέλευση της Βυζαντινής τέχνης» και τη δημοσίευση, το 1901, του αξιόλογου έργου του Αυστριακού επιστήμονα J. Strzygowski, «Ανατολή ή Ρώμη», το πρόβλημα της προέλευσης της Βυζαντινής τέχνης έχει πάρει μια τελείως νέα μορφή. Θεωρείται πλέον βέβαιο ότι τον κύριο ρόλο στην ανάπτυξη της ανατολικής χριστιανικής τέχνης έπαιξε η Ανατολή και το μόνο ζήτημα που υπάρχει ακόμα είναι ο καθορισμός του τι εννοούμε με τον όρο «Ανατολή» και ανατολικές επιδράσεις. Σ’ ένα μεγάλο αριθμό έργων του ο ακούραστος Strzygowski, συζητάει την τεράστια επιρροή της αρχαίας Ανατολής. Στην αρχή ζητάει το κέντρο αυτής της επιρροής στην Κωνσταντινούπολη, μετά στην Αίγυπτο, τη Μ. Ασία και τη Συρία και προχωρώντας προς την ανατολή και το βορρά, διασχίζει τα όρια της Μεσοποταμίας και ψάχνει να βρει τα κέντρα της επιρροής στα οροπέδια και τα βουνά του Ιράν και στην Αρμενία, για να καταλήξει πως «ό,τι ήταν η Ελλάδα για την τέχνη της αρχαιότητας, υπήρξε το Ιράν για την τέχνη του νέο-χριστιανικού κόσμου». Κατέφυγε επίσης στην Ινδία και το κινέζικο Τουρκεστάν για μια καλύτερη διασάφηση του προβλήματος. Αν και η σύγχρονη ιατρική επιστήμη αναγνωρίζει τις μεγάλες υπηρεσίες που ο Strzygowski πρόσφερε για την έρευνα της προέλευσης της Βυζαντινής τέχνης, είναι πολύ επιφυλακτική ακόμα ως προς τις πιο πρόσφατες υποθέσεις του.
Ο 4ος αιώνας υπήρξε μια εξαιρετικά σημαντική περίοδος για την ιστορία της Βυζαντινής τέχνης. Η νέα θέση που πήρε η χριστιανική πίστη στην αρχή ως νόμιμη θρησκεία και αργότερα ως θρησκεία του κράτους, συνετέλεσε στη γρήγορη ανάπτυξη του Χριστιανισμού. Τρεις παράγοντες - ο Χριστιανισμός, ο Ελληνισμός και η Ανατολή - συναντήθηκαν τον 4ο αιώνα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία της ανατολικής χριστιανικής τέχνης.
Η Κωνσταντινούπολη, που στην αρχή ήταν το πολιτικό κέντρο της αυτοκρατορίας, γρήγορα έγινε και το πνευματικό και καλλιτεχνικό της κέντρο. Αυτό όμως δεν έγινε αμέσως. «Η Κωνσταντινούπολη δεν είχε δικό της πολιτισμό που θα μπορούσε να αντισταθεί στις επιρροές ξένων παραγόντων και να τις ελέγξει. Έπρεπε πρώτα να ισορροπήσει και να αφομοιώσει τις νέες επιρροές, πράγμα που χρειάστηκε τουλάχιστον 100 χρόνια».
Η Συρία και η Αντιόχεια, η Αίγυπτος, με οδηγό την Αλεξάνδρεια και η Μ. Ασία, έχοντας επηρεαστεί στην καλλιτεχνική τους δημιουργία από παλαιότερες παραδόσεις, εξάσκησαν μια πολύ δυνατή και ευεργετική επιρροή στην ανάπτυξη της ανατολικής χριστιανικής τέχνης. Η αρχιτεκτονική της Συρίας άκμασε τον 4ο, 5ο και 6ο αιώνα. Οι μεγαλοπρεπείς εκκλησίες της Ιερουσαλήμ και της Βηθλεέμ, καθώς και μερικές εκκλησίες της Ναζαρέτ, έγιναν την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Τις εκκλησίες της Αντιόχειας και της Συρίας χαρακτηρίζει ασυνήθιστη λαμπρότητα. «Η Αντιόχεια, ως κέντρο ενός λαμπρού πολιτισμού, δίκαια κατέχει εξέχουσα θέση στη χριστιανική τέχνη της Συρίας». Δυστυχώς για αρκετό διάστημα, πολύ λίγα πράγματα ήταν γνωστά για την τέχνη της Αντιόχειας και μόνο τώρα έγιναν πιο γνωστά η ομορφιά της και η σημασία της. Οι «νεκρές πολιτείες» της κεντρικής Συρίας που αποκαλύφθηκαν, το 1860 και το 1861, από τον M. De Vogue δίνουν κάποια ιδέα της χριστιανικής αρχιτεκτονικής του 4ου, του 5ου και του 6ου αιώνα. Ένα από τα πιο αξιόλογα δημιουργήματα του τέλους του 5ου αιώνα, υπήρξε το περίφημο μοναστήρι του Αγίου Συμεών του Στυλίτη (Kalat Seman), που ακόμα και σήμερα, αν και ερειπωμένο, είναι επιβλητικό. Η γνωστή ζωοφόρος της Maschatta, που βρίσκεται τώρα στο Μουσείο «Kaiser Friedrich» του Βερολίνου, είναι επίσης έργο του 4ου, 5ου ή 6ου αιώνα. Στις αρχές του 5ου αιώνα ανήκει μια ωραία βασιλική της Αιγύπτου, την οποία ανήγειρε ο αυτοκράτορας Αρκάδιος πάνω στον τάφο του φημισμένου αγίου της Αιγύπτου, Μηνά.
Όσον αφορά τα μωσαϊκά, τις απεικονίσεις, τα υφαντά κλπ., υπάρχουν πολλά σχετικά προϊόντα των αρχών της Βυζαντινής περιόδου.
Τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, τα οποία ήταν γύρω από την πόλη τον 5ο αιώνα, υπάρχουν ακόμα. Η Χρυσή Πύλη (Porta Aurea), μέσα από την οποία έμπαιναν επίσημα οι αυτοκράτορες στην Κωνσταντινούπολη, χτίστηκε στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 5ου αιώνα. Η πύλη αυτή, της οποίας η αρχιτεκτονική είναι κάτι το θαυμάσιο, υπάρχει ακόμα.
Στην εποχή του Κωνσταντίνου ανήκει η ανέγερση της εκκλησίας της Αγίας Ειρήνης και της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων. Η Αγία Σοφία, της οποίας η ανέγερση άρχισε ίσως επί Κωνσταντίνου, συμπληρώθηκε από το γιο του Κωνστάντιο. Αυτές οι εκκλησίες ανοικοδομήθηκαν τον 6ο αιώνα από τον Ιουστινιανό. Τον 5ο αιώνα μια άλλη εκκλησία εξωράισε τη νέα πρωτεύουσα, η Βασιλική του Αγίου Ιωάννη του Στουδίτη, που είναι τώρα τζαμί (Mir-Achor djami).
Μερικά μνημεία παλιάς Βυζαντινής τέχνης διατηρήθηκαν στα δυτικά μέρη της αυτοκρατορίας. Ανάμεσα σε αυτά, είναι μερικές εκκλησίες στη Θεσσαλονίκη, το ανάκτορο του Διοκλητιανού στο Σπαλάτο (αρχές 4ου αιώνα), μερικές εικόνες στη S. Maria Antiqua της Ρώμης (τέλη 5ου αιώνα), το μαυσωλείο της Galla Placidia, το Ορθόδοξο βαπτιστήριο της Ραβέννας (5ος αιώνας) και μερικά μνημεία της Β. Αφρικής.Για την ιστορία της τέχνης ο 4ος κι ο 5ος αιώνας αποτελούν την προπαρασκευαστική περίοδο για την εποχή του Ιουστινιανού, οπότε «η πρωτεύουσα είχε αποκτήσει πλήρη αυτοσυνείδηση, ενώ συγχρόνως είχε εξασφαλίσει μια κατευθυντήρια δύναμη». Η εποχή αυτή δίκαια χαρακτηρίζεται ως ο πρώτος χρυσός αιώνας της Βυζαντινής τέχνης.
[1] «Die Griechische Literatur des Mittelalters. Die Kultur der Gegenwart: ihre Entwicklung und ihre Ziele» (3η έκδοση 1912).
[2] Το 1938 ο Grégoire απέδειξε, με τρόπο πειστικό, ότι ο Ευσέβιος δεν είναι ο συγγραφέας της «Ζωής του Κωνσταντίνου», με τη μορφή που έχει φτάσει σε μας.
[3] Ο λαός της Αντιόχειας κορόιδευε τη γενειάδα του Ιουλιανού.
Σιγά-σιγά, όμως, η ειδωλολατρική κοινωνία μεταστράφηκε στο Χριστιανισμό, που προόδευσε πολύ κατά τον 4ο αιώνα, πρώτα χάρη στην προστασία του κράτους και δεύτερον, στις πολλές «αιρέσεις» - που προκάλεσαν επιστημονικές συζητήσεις και ζωηρές διαμάχες με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων και σοβαρών προβλημάτων. Συγχρόνως ο Χριστιανισμός απορροφούσε πολλά στοιχεία του πολιτισμού των ειδωλολατρών και, όπως λέει ο Krumbacher, «οι χριστιανικές αρχές ασυνείδητα περιβλήθηκαν την ειδωλολατρική ενδυμασία».[1] Η χριστιανική φιλολογία του 4ου και του 5ου αιώνα πλουτίστηκε με τα έργα μεγάλων συγγραφέων, πεζογράφων και ποιητών. Συγχρόνως, η ειδωλολατρική παράδοση συνεχίστηκε και αναπτύχθηκε από τους αντιπροσώπους της ειδωλολατρικής σκέψης.
Στην εκτεταμένη επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και μέσα στα προ των περσικών και αραβικών κατακτήσεων όριά της, η χριστιανική Ανατολή του 4ου και του 5ου αιώνα παρουσίαζε αρκετά διαλεκτά φιλολογικά κέντρα, των οποίων οι συγγραφείς εξασκούσαν μια μεγάλη επιρροή κι έξω ακόμα απ’ τα όρια των πόλεων τους και των επαρχιών τους. Η Καππαδοκία, στη Μικρά Ασία, έδωσε, κατά τον 4ο αιώνα, τους τρεις διακεκριμένους «Καππαδόκες»: τον Μεγάλο Βασίλειο (330-379), το φίλο του Γρηγόριο το Θεολόγο (330-389) και το νεώτερο αδελφό του Βασιλείου Γρηγόριο Νύσσας (335-394).
Αξιόλογα πνευματικά κέντρα της Συρίας υπήρξαν η Αντιόχεια και η Βυρηττός, που διακρίθηκε για τις νομικές της μελέτες. Η λαμπρότητα της πόλης αυτής διάρκεσε από το 200 μέχρι το 551 μ.Χ. Η Ιερουσαλήμ, στην Παλαιστίνη, δεν είχε ακόμα συνέλθει από τις καταστροφές που υπέστη επί Τίτου και γι’ αυτό η συμβολή της, από άποψη πολιτισμού, δεν υπήρξε αξιόλογη κατά τον 4ο και 5ο αιώνα. Αλλά η Καισάρεια κι αργότερα, προς τα τέλη του 4ου αιώνα η Γάζα, με τη φημισμένη σχολή των ρητόρων και των ποιητών, συνέβαλαν πολύ στον πολιτισμό της σκέψης και της φιλολογίας της εποχής αυτής. Πάνω από όλα αυτά όμως η Αλεξάνδρεια παρέμεινε το κέντρο εκείνο που είχε την πιο βαθιά και την πιο πλατειά επιρροή σε όλη την ανατολική Ασία.
Η νέα πόλη της Κωνσταντινούπολης, που προοριζόταν να έχει ένα λαμπρό μέλλον επί Ιουστινιανού, μόλις άρχιζε να δείχνει τα πρώτα σημεία μιας φιλολογικής δραστηριότητας.
Αξιόλογα επίσης για τον πολιτισμό και τη φιλολογία της εποχής αυτής υπήρξαν δύο άλλα δυτικά κέντρα της ανατολικής αυτοκρατορίας, η Θεσσαλονίκη και η Αθήνα, η οποία μαζί με την Εθνική της Σχολή, παραγκωνίστηκε αργότερα από το αυτοκρατορικό πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης.
Μια σύγκρουση των μορφωτικών εξελίξεων στις ανατολικές και δυτικές επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας παρουσιάζει το εξής ενδιαφέρον φαινόμενο: Στην ευρωπαϊκή Ελλάδα, με τον αρχαίο της πολιτισμό η πνευματική δραστηριότητα και δημιουργία ήταν απείρως μικρή σε σύγκριση με την πρόοδο που παρατηρούμε στις επαρχίες της Ασίας και της Αφρικής, αν και το μεγαλύτερο μέρος των επαρχιών αυτών, όπως λέει ο Krumbacher «ανακαλύφθηκε» κι «αποικίστηκε» μόνο από την εποχή του Μεγάλου Αλέξανδρου. Ο ίδιος επιστήμονας καταφεύγει «στην προσφιλή μας, σύγχρονη, γλώσσα των αριθμών» και ισχυρίζεται ότι οι ευρωπαϊκές επαρχίες του Βυζαντίου συνέβαλαν μόνο κατά τα 10% στη γενική πνευματική δημιουργία της περιόδου αυτής.
Στην πραγματικότητα η πλειονότητα των συγγραφέων αυτής της εποχής προέρχεται από την Ασία και την Αφρική. Μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης όλοι οι ιστορικοί υπήρξαν Έλληνες.
Η φιλολογία των Πατέρων της Εκκλησίας γνώρισε την πιο λαμπρή περίοδο τον 4ο και στις αρχές του 5ου αιώνα.
Οι Καππαδόκες Μέγας Βασίλειος και Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός πήραν μια θαυμάσια αγωγή στις καλύτερες ρητορικές σχολές των Αθηνών και της Αλεξάνδρειας. Δυστυχώς δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες για την αγωγή του νεώτερου αδελφού του Βασιλείου, Γρηγόριου Νύσσας, που υπήρξε ο πιο βαθύς από τους τρεις. Κι οι τρεις Καππαδόκες γνώριζαν την κλασική φιλολογία αντιπροσωπεύοντας τη γνωστή ως «νεο-Αλεξανδρινή» κίνηση. Η κίνηση αυτή, αν και χρησιμοποιεί τα προϊόντα της φιλοσοφικής σκέψης, αρνείται να υιοθετήσει τις ακρότητες της μυστικο-αλληγορικής κίνησης της «Αλεξανδρινής» σχολής και δεν απορρίπτει την παράδοση της Εκκλησίας. Εκτός από τα πλούσια θεολογικά τους έργα, τα οποία υποστηρίζουν την Ορθοδοξία στον αγώνα της εναντίον του Αρειανισμού, οι τρεις αυτοί συγγραφείς άφησαν και μια μεγάλη συλλογή λόγων και επιστολών. Η συλλογή αυτή αποτελεί μια από τις πιο πλούσιες πηγές της περιόδου αυτής, αν και δεν έχουν ακόμα τελείως αξιοποιηθεί από ιστορικής πλευράς. Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός άφησε και πολλά ποιήματα, που είναι κυρίως θεολογικά, δογματικά, διδακτικά και κατά κάποιον τρόπο ιστορικά. Το μεγάλο βιογραφικό του ποίημα μπορεί λόγω της μορφής και του περιεχομένου του, να πάρει μια εξαιρετική θέση μέσα στα φιλολογικά πλαίσια. Οι τρεις λαμπροί αυτοί συγγραφείς υπήρξαν οι μόνοι αντιπρόσωποι της πόλης τους. «Όταν οι τρεις αυτές ευγενικές μεγαλοφυΐες έπαψαν να υπάρχουν, η Καππαδοκία επανήλθε στο σκοτάδι από το οποίο την είχαν απομακρύνει».
Η Αντιόχεια - πνευματικό κέντρο της Συρίας δημιούργησε σε αντίθεση προς τη σχολή της Αλεξάνδρειας δική της κίνηση, η οποία υποστήριζε την κατά γράμμα ερμηνεία των Γραφών χωρίς να δέχεται αλληγορικές ερμηνείες. Η κίνηση αυτή είχε ως αρχηγούς της ανθρώπους ασυνήθους δράσης σαν τον εκλεκτό μαθητή του Λιβάνιου, Ιωάννη Χρυσόστομο, ο οποίος συνδύαζε μια σοβαρή κλασική μόρφωση με ασυνήθη ρητορική ικανότητα. Τα έργα του Χρυσοστόμου αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους φιλολογικούς θησαυρούς του κόσμου. Οι μετέπειτα γενιές επηρεάστηκαν από τη γοητεία της μεγαλοφυΐας του και των ηθικών προσόντων του, ενώ οι φιλολογικές κινήσεις των μεταγενέστερων εποχών δανείστηκαν ιδέες, εικόνες και εκφράσεις από τον Χρυσόστομο χρησιμοποιώντας το έργο του σαν μια ανεξάντλητη πηγή. Η εκτίμηση που του είχαν υπήρξε τόσο μεγάλη ώστε του αποδίδονται έργα άγνωστων συγγραφέων. Τα αυθεντικά του έργα: κηρύγματα, ομιλίες και περισσότερες από 200 επιστολές - που γράφτηκαν κυρίως κατά τη διάρκεια της εξορίας του - αποτελούν μια πολύ αξιόλογη πηγή σχετικά με την εσωτερική ζωή της αυτοκρατορίας. Η κρίση από τους μεταγενέστερους του έργου του έχει χαρακτηριστεί ωραία από το Νικηφόρο Κάλλιστο, Βυζαντινό συγγραφέα του 14ου αιώνα, ο οποίος γράφει: «Έχω διαβάσει περισσότερα από χίλια κηρύγματά του τα οποία σκορπίζουν ανέκφραστη γλυκύτητα. Τον έχω αγαπήσει από πολύ νέος και πρόσεξα τα λόγια του σαν να ήταν λόγια Θεού. Ό,τι γνωρίζω και ό,τι είμαι το οφείλω σ’ αυτόν».
Η Καισάρεια της Παλαιστίνης μας έδωσε τον «πατέρα της εκκλησιαστικής ιστορίας» Ευσέβιο, που έζησε τα 50 τελευταία χρόνια του 3ου και στις αρχές του 4ου αιώνα. Πέθανε περίπου το 340. Ο Ευσέβιος έχει χαρακτηριστεί παλαιότερα ως αυθεντία για την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έζησε στο κατώφλι δυο εξαιρετικά σημαντικών ιστορικών εποχών: Πρώτον, υπήρξε μάρτυρας των σκληρών διωγμών του Διοκλητιανού και των διαδόχων του, από τους οποίους υπέφερε πολύ και ο ίδιος, λόγω των χριστιανικών του πεποιθήσεων, και δεύτερον, μετά το Έδικτο του Μιλάνου, έζησε την περίοδο του βαθμιαίου θριάμβου του Χριστιανισμού επί Κωνσταντίνου, ενώ συγχρόνως έλαβε μέρος στις αρειανές διαμάχες, κλείνοντας μερικές φορές προς το μέρος των Αρειανών. Αργότερα έγινε ένας από τους πιο έμπιστους και στενούς φίλους του αυτοκράτορα. Ο Ευσέβιος έγραψε πολλά θεολογικά και ιστορικά έργα. Η «Ευαγγελική προπαρασκευή» (Praeparatio evangelica), το μεγάλο του έργο με το οποίο υποστηρίζει τους Χριστιανούς κατά των θρησκευτικών επιθέσεων των ειδωλολατρών, η «Ευαγγελική απόδειξη» (Demonstratio evangelica), όπου συζητάει την πρόσκαιρη σημασία του Μωσαϊκού Νόμου και την εκπλήρωση, δια του Ιησού Χριστού, των προφητειών της παλαιάς Διαθήκης, τα σχετικά με τις Γραφές συγγράμματά του, καθώς και πολλά άλλα έργα κατατάσσουν τον Ευσέβιο σε μια πολύ τιμητική θέση στον τομέα της θεολογικής φιλολογίας. Τα έργα αυτά περιλαμβάνουν και αξιόλογα αποσπάσματα παλαιότερων συγγραμμάτων, που χάθηκαν αργότερα.
Τα ιστορικά έργα του Ευσέβιου είναι πολύ σημαντικά. Το «Χρονικό», γραμμένο πριν από τους διωγμούς του Διοκλητιανού, περιέχει μια σύντομη επισκόπηση της ιστορίας των Χαλδαίων, των Ασσυρίων, των Εβραίων, των Αιγυπτίων, των Ελλήνων και των Ρωμαίων δίνοντας συγχρόνως χρονολογικούς πίνακες των πιο σημαντικών ιστορικών γεγονότων. Δυστυχώς έχει διασωθεί μόνο σε μια αρμενική μετάφραση και εν μέρει σε μια λατινική προσαρμογή του Ιερώνυμου. Έτσι σήμερα δεν υπάρχει ακριβές το κείμενο του πρωτότυπου, και μάλιστα οι μεταφράσεις που έχουν διασωθεί δεν έγιναν από το ελληνικό πρωτότυπο, αλλά από μια προσαρμογή του «Χρονικού» που παρουσιάστηκε αμέσως μετά το θάνατο του Ευσέβιου.
Το πιο εκλεκτό ιστορικό του έργο υπήρξε η «Εκκλησιαστική Ιστορία», που σε 10 βιβλία καλύπτει την περίοδο από τον Χριστό μέχρι την ήττα του Λικίνιου από τον Κωνσταντίνο. Όπως λέει ο ίδιος, δε θέλησε να μιλήσει για τους πολέμους και τα τρόπαια των στρατηγών, αλλά «να αποδώσει» με ανεξάλειπτα γράμματα, τους πιο ειρηνικούς πολέμους που έγιναν για την ειρήνη της ψυχής και να μιλήσει για ανθρώπους που έκαναν γενναίες πράξεις προς χάρη της αλήθειας και όχι μιας χώρας, προς χάρη της ευσέβειας και όχι προς χάρη φίλων.
Ο Ευσέβιος, με την πένα του, έκανε την εκκλησιαστική ιστορία, ιστορία του μαρτυρίου, των διωγμών και όλων των σχετικών θηριωδιών. Λόγω της αφθονίας των στοιχείων η ιστορία του Ευσέβιου πρέπει να αναγνωριστεί σαν μια από τις πιο σημαντικές πηγές των τριών πρώτων χριστιανικών αιώνων. Εκτός απ’ αυτό, ο Ευσέβιος υπήρξε αξιόλογος γιατί είναι ο πρώτος που έγραψε ιστορία του Χριστιανισμού, αντιμετωπίζοντας το θέμα του από όλες τις δυνατές πλευρές. Η εκκλησιαστική του ιστορία, που του έδωσε μεγάλη φήμη, έγινε η βάση στην οποία στηρίχθηκαν αργότερα πολλοί εκκλησιαστικοί ιστορικοί, που συχνά τον μιμήθηκαν. Στις αρχές του 4ου αιώνα διαδόθηκε στη Δύση μέσω της λατινικής μετάφρασης του Ρουφίνου.
Η «Ζωή του Κωνσταντίνου», γραμμένη από τον Ευσέβιο - αργότερα, αν πράγματι έχει γραφτεί από τον ίδιο - έχει προκαλέσει διάφορες ερμηνείες και αξιολογήσεις στον επιστημονικό κόσμο. Δεν πρέπει να την κατατάξουμε τόσο πολύ στα καθαρά ιστορικά έργα όσο στα «πανηγυρικά». Ο Κωνσταντίνος παρουσιάζεται σαν ο εκλεκτός αυτοκράτορας του Θεού, προικισμένος με το δώρο της πρόβλεψης, ένας νέος Μωυσής προορισμένος να οδηγήσει το λαό του Θεού στην ελευθερία. Κατά τον Ευσέβιο τα τρία παιδιά του Κωνσταντίνου συμβολίζουν την Αγία Τριάδα, ενώ ο ίδιος ο Κωνσταντίνος υπήρξε ο πραγματικός ευεργέτης των Χριστιανών, οι οποίοι πέτυχαν εκείνο που προηγουμένως, μόνο να ονειρευτούν μπορούσαν. Για να κρατήσει κάποια αρμονία στο έργο του, ο Ευσέβιος δεν αναφέρει ούτε τις σκοτεινές πλευρές τις εποχής ούτε τα άσχημα φαινόμενα των ημερών του, αλλά ρίχνει όλο το βάρος στην εξύμνηση του ήρωα του. Χρησιμοποιώντας κανείς κατάλληλα το έργο αυτό μπορεί να γνωρίσει καλύτερα την περίοδο του Κωνσταντίνου, γιατί περιέχει πολλά επίσημα στοιχεία που πιθανόν παρεμβλήθηκαν αφού γράφτηκε στην πρώτη του μορφή.[2]
Παρά τη μέτρια φιλολογική του ικανότητα ο Ευσέβιος πρέπει να θεωρηθεί ως ένας από τους πιο μεγάλους χριστιανούς λόγιους των αρχών του Μεσαίωνα και ως ένας συγγραφέας που επηρέασε πολύ τη μεσαιωνική χριστιανική φιλολογία.
Μια ολόκληρη ομάδα ιστορικών συνέχισε αυτό που άρχισε ο Ευσέβιος. Ο Σωκράτης συνέχισε την «Εκκλησιαστική Ιστορία» μέχρι το 439, ο Σωζόμενος, που καταγόταν από τη Γάζα, έγραψε μια άλλη «Εκκλησιαστική Ιστορία» επίσης μέχρι το 439, ο επίσκοπος Κύρου - από την Αντιόχεια - Θεοδώρητος έγραψε μια παρόμοια ιστορία που καλύπτει την περίοδο από τη Σύνοδο της Νίκαιας μέχρι το 428 και τελικά, ο Αρειανός Φιλοστόργιος, του οποίου το έργο σώζεται μόνο σε αποσπάσματα, περιέγραψε, από τη δική του σκοπιά, τα γεγονότα μέχρι το 425.
Την πιο εντατική και πιο ποικιλόμορφη πνευματική ζωή βρίσκουμε, την περίοδο αυτή, στην Αίγυπτο, και κυρίως στο προοδευτικό της κέντρο, την Αλεξάνδρεια.
Μια ασυνήθιστη και ενδιαφέρουσα προσωπικότητα της φιλολογικής ζωής του τέλους του 4ου και της αρχής του 5ου αιώνα υπήρξε ο Συνέσιος από την Κυρήνη. Απόγονος μιας πολύ παλιάς ειδωλολατρικής οικογένειας, μορφώθηκε στην Αλεξάνδρεια και αργότερα μυήθηκε στα μυστήρια της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Αντάλλαξε την πίστη του στον Πλάτωνα με την πίστη του στο Χριστό, παντρεύτηκε μια Χριστιανή και, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έγινε επίσκοπος Πτολεμαΐδας. Η αποστολή του στην Κωνσταντινούπολη και ο «περί βασιλείας» λόγος του δείχνουν το ενδιαφέρον του για την πολιτική. Αν και δεν υπήρξε ιστορικός, άφησε εξαιρετικού ενδιαφέροντος ιστορικό υλικό με τη μορφή 156 επιστολών, οι οποίες δείχνουν τις λαμπρές του φιλοσοφικές και ρητορικές ικανότητες, ενώ συγχρόνως αποτελούν υποδείγματα ύφους για το Μεσαίωνα. Οι ύμνοι του, γραμμένοι με μέτρο και ύφος της κλασικής ποίησης, αποκαλύπτουν μια ιδιόρρυθμη ανάμιξη φιλοσοφικών και χριστιανικών ιδεών. Αυτός ο φιλόσοφος-επίσκοπος διαισθάνθηκε ότι ο κλασικός πολιτισμός, που τόσο πολύ αγαπούσε, τραβούσε σιγά-σιγά προς το τέλος του.
Στη διάρκεια των μεγάλων αγώνων κατά του Αρειανισμού παρουσιάστηκε η λαμπρή φυσιογνωμία του φλογερού οπαδού του Συμβόλου της Νίκαιας Αθανασίου, επισκόπου Αλεξάνδρειας, που άφησε αρκετά γραπτά, αφιερωμένα στις θεολογικές διαμάχες του 4ου αιώνα. Έγραψε επίσης τη «Ζωή του αγίου Αντωνίου», ενός από τους ιδρυτές του μοναχικού βίου στην Ανατολή, δίνοντας μια ιδανική εικόνα της μοναχικής ζωής. Στον 5ο αιώνα ανήκει κι ο μεγαλύτερος ιστορικός του αιγυπτιακού μοναχικού βίου, Παλλάδιος, ο οποίος, αν και γεννήθηκε στη Μ. Ασία, γνώρισε καλά τη μοναχική ζωή στην Αίγυπτο, επειδή έζησε δέκα χρόνια με τους μοναχούς της χώρας αυτής. Κάτω από την επιρροή του Αθανασίου, ο Παλλάδιος παρουσίασε τα ιδεώδη του μοναχικού βίου, κάνοντας χρήση και του μύθου. Ο ανηλεής εχθρός του Νεστορίου, Κύριλλος Αλεξανδρείας, έζησε επίσης στη διάρκεια της περιόδου αυτής. Κατά τη διάρκεια της ταραχώδους ζωής του έγραψε πολλές επιστολές και κηρύγματα που οι μεταγενέστεροι Έλληνες επίσκοποι αποστήθιζαν μερικές φορές. Επίσης έγραψε μερικά δογματικά, πολεμικά και εξηγητικά έργα που χρησιμεύουν σαν μια κύρια πηγή για την εκκλησιαστική ιστορία του 5ου αιώνα. Όπως ο ίδιος ομολογεί, η ρητορική του κατάρτιση υπήρξε ανεπαρκής και δε μπορούσε έτσι να είναι υπερήφανος για την απλότητα του ύφους του.
Μια άλλη προσωπικότητα της εποχής αυτής, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, είναι η φιλόσοφος Υπατία, που σκοτώθηκε από το φανατισμένο όχλο της Αλεξάνδρειας, στις αρχές του 5ου αιώνα. Η Υπατία υπήρξε μια γυναίκα εξαιρετικά όμορφη, προικισμένη με ασυνήθιστες πνευματικές δυνατότητες. Με τη βοήθεια του πατέρα της, που ήταν ένας από τους πιο γνωστούς μαθηματικούς της Αλεξάνδρειας, γνώρισε τα μαθηματικά και την κλασική φιλοσοφία και έγινε πολύ γνωστή λόγω της αξιόλογης διδακτικής της δράσης. Ανάμεσα στους μαθητές της, διακρίνουμε μεγάλες φυσιογνωμίες, όπως το Συνέσιο, που μνημονεύει την Υπατία σε πολλά γράμματά του. Ένα βιβλίο αναφέρει ότι η Υπατία «ντυμένη με ένα μανδύα, συνήθιζε να περιφέρεται στην πόλη και να ερμηνεύει, σ’ εκείνους που ήθελαν να την ακούσουν, τα έργα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, ή άλλων φιλοσόφων».
Η ελληνική φιλολογία αναπτυσσόταν στην Αίγυπτο μέχρι το 451, οπότε η Σύνοδος της Χαλκηδόνας καταδίκασε τους Μονοφυσίτες. Το γεγονός ότι ο Μονοφυσιτισμός ήταν η επίσημη θρησκεία της Αιγύπτου, οδήγησε - μετά την καταδίκη της - στην κατάργηση, από τις εκκλησίες, της ελληνικής γλώσσας και την αντικατάστασή της με την κοπτική. Η κοπτική φιλολογία, που αναπτύχθηκε μετά από αυτό το γεγονός, είναι κάπως σημαντική και για την ελληνική φιλολογία, επειδή ορισμένα ελληνικά έργα, που έχουν χαθεί, διατηρούνται σήμερα μέσω μεταφράσεων στην κοπτική.
Η περίοδος αυτή γνώρισε και την ανάπτυξη των θρησκευτικών ύμνων. Οι υμνογράφοι σιγά-σιγά εγκατέλειψαν την απομίμηση των κλασικών μέτρων, δημιουργώντας δικούς τους τύπους, τελείως πρωτότυπους που, για ένα διάστημα, θεωρήθηκαν πεζός λόγος. Μόνο τώρα τελευταία, έστω και τμηματικά, εξηγήθηκαν τα μέτρα αυτά, των οποίων κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η ακροστιχίδα και η ομοιοκαταληξία. Δυστυχώς, γνωρίζουμε πολύ λίγα για τους θρησκευτικούς ύμνους του 4ου και του 5ου αιώνα, με αποτέλεσμα να είναι σκοτεινή η ιστορία της εξέλιξής τους. Πάντως είναι φανερό ότι η ανάπτυξη των ύμνων υπήρξε καλή. Εδώ ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ακολούθησε στα περισσότερα ποιητικά του έργα τα αρχαία μέτρα, ο Ρωμανός ο Μελωδός, του οποίου τα έργα παρουσιάστηκαν στις αρχές του 6ου αιώνα, επί Αναστασίου Α', χρησιμοποίησε την ακροστιχίδα και την ομοιοκαταληξία.
Οι επιστήμονες διαφωνούσαν για πολύ καιρό για το αν ο Ρωμανός έζησε τον 6ο ή στις αρχές του 8ου αιώνα. Στη σύντομη βιογραφία του αναφέρεται η άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη στη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Αναστάσιου, αλλά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεν μπορούσε να καθοριστεί αν ο Αναστάσιος, που αναφέρεται, ήταν ο Α' (491-518) ή ο Β' (713-716). Πάντως οι επιστήμονες, μετά από εντατική μελέτη των έργων του Ρωμανού, συμφωνούν ότι πρόκειται για τον Αναστάσιο τον Α'.
Ο Ρωμανός, μερικές φορές, χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος ποιητής της βυζαντινής περιόδου. Αυτός ο «Πίνδαρος της ρυθμικής ποίησης», «η πιο μεγάλη θρησκευτική μεγαλοφυΐα», «ο Δάντης των Νεοελλήνων» είναι ο συγγραφέας ενός μεγάλου αριθμού υπέροχων ύμνων, ανάμεσα στους οποίους βρίσκουμε τον ύμνο «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιο τίκτει». Ο ποιητής γεννήθηκε στη Συρία και είναι πολύ πιθανόν ότι το μέγεθος της μεγαλοφυΐας του παρουσιάστηκε επί Ιουστινιανού, επειδή, όπως αναφέρεται στη βιογραφία του, ήταν ακόμα νεαρός διάκονος όταν ήρθε επί Αναστασίου, από τη Συρία στην Κωνσταντινούπολη όπου, με θαυμαστό τρόπο δέχθηκε το χάρισμα να μπορεί να γράφει ύμνους. Το έργο του Ρωμανού δείχνει ότι η θρησκευτική ποίηση είχε προχωρήσει αρκετά τον 5ο αιώνα, αν και δυστυχώς οι σχετικές με το ζήτημα πληροφορίες είναι ανεπαρκείς. Είναι βέβαια δύσκολο να δεχθούμε την ύπαρξη αυτού του εξαιρετικού ποιητή, τον 6ο αιώνα, χωρίς να έχει προηγηθεί μια εξέλιξη της εκκλησιαστικής ποίησης.
Είναι ατύχημα επίσης το γεγονός ότι δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε όσο πρέπει το έργο του Ρωμανού, επειδή οι περισσότεροι από τους ύμνους του δεν έχουν ακόμα εκδοθεί.
Ο έξοχος χριστιανός συγγραφέας από τη Β. Αφρική, του 4ου αιώνα, Λακτάντιος, έγραψε τα έργα του στα λατινικά, από τα οποία το σπουδαιότερο είναι το «De mortibus persecutorum». Το έργο αυτό δίνει πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την εποχή του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου μέχρι την έκδοση του Εδίκτου του Μιλάνου.
Η χριστιανική φιλολογία αυτής της περιόδου αντιπροσωπεύεται από πολλούς αξιόλογους συγγραφείς, χωρίς όμως να υστερεί στο σημείο αυτό η ειδωλολατρική φιλολογία, η οποία αντιπροσωπεύθηκε από αρκετούς ικανούς και ενδιαφέροντες ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους είναι κι ο Θεμίσκος από την Παφλαγονία, που έζησε τα 50 τελευταία χρόνια του 4ου αιώνα. Υπήρξε ο φιλοσοφικά καταρτισμένος διευθυντής της Σχολής της Κωνσταντινούπολης, συγκλητικός και ρήτορας της Αυλής, που τον εκτιμούσαν πολύ τόσο οι ειδωλολάτρες όσο και οι Χριστιανοί. Έγραψε μια μεγάλη συλλογή των «Παραφράσεων του Αριστοτέλη», με την οποία προσπάθησε να ξεκαθαρίσει τις πιο περίπλοκες ιδέες του Έλληνα φιλοσόφου. Έγραψε επίσης 40 περίπου λόγους, που μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τα πιο αξιόλογα γεγονότα της εποχής εκείνης, καθώς και για την προσωπική του ζωή. Ο μεγαλύτερος όμως από όλους τους ειδωλολάτρες διδασκάλους του 4ου αιώνα, υπήρξε ο Λιβάνιος από την Αντιόχεια, ο οποίος επηρέασε τους συγχρόνους του πιο πολύ από κάθε άλλον άνθρωπο της περιόδου αυτής. Ανάμεσα στους μαθητές του συναντάμε τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, το Μεγάλο Βασίλειο και το Γρηγόριο το Ναζιανζηνό, ο δε Ιουλιανός, πριν ανεβεί στο θρόνο, μελετούσε με ενθουσιασμό τα μαθήματα που παρέδιδε ο Λιβάνιος. Οι 65 δημόσιες ομιλίες του Λιβάνιου έχουν ιδιαίτερη σημασία, και μας δίνουν πολύτιμο υλικό για τη μελέτη της εποχής του. Εξίσου σημαντική είναι η συλλογή των επιστολών του, οι οποίες λόγω του πλούτου του περιεχομένου και του θαυμάσιου πνεύματός τους, μπορούν να συγκριθούν με τις επιστολές του Συνέσιου.
Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός υπήρξε μια εξαιρετικά λαμπρή φυσιογνωμία του κόσμου των γραμμάτων του 4ου αιώνα και, παρά τη σύντομη καριέρα του, απέδειξε την ικανότητά του σε διάφορες πνευματικές εκδηλώσεις. Οι λόγοι του, οι οποίοι μαρτυρούν τις σκοτεινές φιλοσοφικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις του, όπως η έκκλησή του προς το «Βασιλιά ήλιο», τα γράμματά του, το έργο του «Κατά των Χριστιανών» - που σώζεται μόνο σε αποσπάσματα - το σατυρικό έργο «Misopogon»,[3] που γράφτηκε εναντίον του λαού της Αντιόχειας και που μας δίνει βιογραφικές πληροφορίες, όλα αυτά δείχνουν ότι ο Ιουλιανός υπήρξε ένας ικανός συγγραφέας, ιστορικός, λόγιος, σατυρικός και ηθικολόγος. Θα πρέπει επίσης να τονιστεί το γεγονός ότι τα έργα του Ιουλιανού έχουν άμεση σχέση με τα γεγονότα της εποχής του. Ο ξαφνικός όμως θάνατός του εμπόδισε την πλήρη εξέλιξη της ασυνήθιστης μεγαλοφυΐας του.
Η ειδωλολατρική φιλολογία του 4ου και του 5ου αιώνα παρουσιάζει επίσης αρκετά ιστορικά έργα. Ένας από τους πιο σημαντικούς ιστορικούς υπήρξε ο συγγραφέας της πολύ γνωστής συλλογής βιογραφιών των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, οι οποίες, γραμμένες λατινικά, τον 4ο αιώνα, είναι γνωστές με τον τίτλο «Scriptores Historiae Augustae». Η ταυτότητα του συγγραφέα των βιογραφιών αυτών, ο χρόνος της συγγραφής τους και η ιστορική τους σημασία είναι συζητήσιμα και έχουν δημιουργήσει μια μεγάλη φιλολογική συζήτηση. Το 1928 ένας Άγγλος ιστορικός έγραφε ότι: «ο χρόνος και ο κόπος που διατέθηκε για τη συγγραφή των βιογραφιών... είναι μεγάλος, ενώ τα αποτελέσματά τους, όσον αφορά την ιστορική τους χρησιμότητα, είναι σχεδόν μηδαμινά». Ο N. Baynes έκανε μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια να αποδείξει ότι η συλλογή αυτή γράφτηκε επί Ιουλιανού με σκοπό την προπαγάνδα υπέρ αυτού και γενικά της διοίκησής του και της θρησκευτικής του πολιτικής. Η άποψη αυτή δεν έγινε δεκτή από τους επιστήμονες.
Ο ιστορικός του 5ου αιώνα, Πρίσκος, ο οποίος έλαβε μέρος στην αποστολή στους Ούννους, πρόσφερε αρκετά με το έργο του. Η «Βυζαντινή ιστορία» που διασώθηκε μόνο σε αποσπάσματα και οι πληροφορίες του σχετικά με τη ζωή και τις συνήθειες των Ούννων, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες κι αξιόλογες, γιατί ο Πρίσκος υπήρξε η κύρια πηγή πληροφοριών των Λατίνων ιστορικών Κασσιόδωρου και Ιορδάνη, του 6ου αιώνα, για την ιστορία του Αττίλα και των Ούννων.
Ο Ζώσιμος, ο οποίος έζησε τον 5ο και στις αρχές του 6ου αιώνα, έγραψε τη «Νέα Ιστορία» και ιστορεί τα γεγονότα μέχρι την πολιορκία της Ρώμης από τον Αλάριχο, το 410. Πιστεύοντας με ενθουσιασμό στους θεούς, ο Ζώσιμος εξηγεί ότι η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προκλήθηκε από το θυμό των θεών, τους οποίους οι Ρωμαίοι εγκατέλειψαν. Συγχρόνως κατηγορεί, πάνω απ’ όλα τον Κωνσταντίνο, ενώ εκτιμά πολύ τον Ιουλιανό.
Όπως αναφέρει ένας σύγχρονος συγγραφέας, ο Ζώσιμος δεν υπήρξε ο ιστορικός της «παρακμής της Ρώμης» μόνο, αλλά κι ο θεωρητικός της Δημοκρατίας, που την εξυμνεί και την υπερασπίζεται. Είναι ο μόνος «δημοκράτης» του 5ου αιώνα.
Ο Συριο-έλληνας Αμμιανός Μαρκελλίνος, έγραψε στα τέλη του 4ου αιώνα λατινικά το βιβλίο του «Res Gestae», που είναι μια ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σκοπός του ήταν να συνεχίσει το έργο του Τάκιτου, ιστορώντας γεγονότα από την εποχή του Νέρβα μέχρι το θάνατο του Ουάλη (96-378). Διασώθηκαν μόνον τα 18 τελευταία βιβλία αυτής της ιστορίας, τα οποία αναφέρονται στην περίοδο 353-378. Ο συγγραφέας, έχοντας προσωπική πείρα από τις εκστρατείες του Ιουλιανού κατά των Περσών, δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα γεγονότα της εποχής του. Αν και παρέμεινε ειδωλολάτρης μέχρι το τέλος της ζωής του, έδειξε μεγάλη ανεκτικότητα για το Χριστιανισμό. Η ιστορία του είναι πολύ χρήσιμη πηγή πληροφοριών για την περίοδο του Ιουλιανού και του Ουάλη, καθώς και για την ιστορία των Γότθων και των Ούννων. Η φιλολογική του ικανότητα έχει πολύ εκτιμηθεί από τους σύγχρονους επιστήμονες. Ο Stein τον ονομάζει ως τη μεγαλύτερη φιλολογική μεγαλοφυΐα που παρουσιάστηκε στον κόσμο, και τον κατατάσσει ανάμεσα στον Τάκιτο και το Δάντη, ενώ ο N. Baynes τον χαρακτηρίζει ως τον τελευταίο μεγάλο ιστορικό της Ρώμης.
Η Αθήνα, η πόλη του κλασικού πνεύματος που παράκμαζε, υπήρξαν τον 5ο αιώνα το κέντρο του τελευταίου εκλεκτού αντιπροσώπου του νεοπλατωνισμού, του Πρόκλου, ο οποίος δίδαξε και έγραψε εκεί πολλά χρόνια. Επίσης η Αθήνα υπήρξε η πόλη όπου γεννήθηκε η σύζυγος του Θεοδόσιου Β', Ευδοκία Αθηναΐδα, η οποία έχοντας κάποια φιλολογική ικανότητα, έγραψε αρκετά έργα.
Δεν πρόκειται να μιλήσουμε για τη φιλολογία της δυτικής Ευρώπης, η οποία την περίοδο αυτή, αντιπροσωπεύθηκε από το θαυμάσιο έργο του Αυγουστίνου και άλλων ικανών συγγραφέων.
Μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, η λατινική παρέμεινε, τον 4ο και τον 5ο αιώνα, η επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας και χρησιμοποιήθηκε για όλα τα αυτοκρατορικά διατάγματα που βρίσκονται στον Κώδικα του Θεοδοσίου, καθώς και για τα μεταγενέστερα διατάγματα του 5ου και των αρχών του 6ου αιώνα. Αλλά στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, την εποχή του Θεοδοσίου Β', παρατηρείται μια παρακμή της λατινικής γλώσσας και μια συγκεκριμένη προτίμηση για τα ελληνικά, τα οποία αποτελούσαν τη γλώσσα που χρησιμοποιείτο περισσότερο στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Η ελληνική παράδοση υπερασπιζόταν επίσης από τη Σχολή της Αθήνας.
Η εποχή μεταξύ 4ου και 6ου αιώνα είναι μια περίοδος, στη διάρκεια της οποίας διάφοροι παράγοντες συγχωνεύτηκαν σιγά-σιγά για να παρουσιάσουν μια νέα τέχνη, που είναι γνωστή ως Βυζαντινή ή ανατολική χριστιανική τέχνη. Καθώς η ιστορία την μελετά βαθύτερα, αποκαλύπτεται περισσότερο ότι η Ανατολή και οι παραδόσεις της έπαιξαν κύριο ρόλο στην ανάπτυξη της Βυζαντινής τέχνης. Στα τέλη του 19ου αιώνα, Γερμανοί επιστήμονες υποστήριξαν τη θεωρία ότι «η τέχνη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» (Römische Reichskunst), που αναπτύχθηκε στη Δύση στη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων της αυτοκρατορίας, αντικατέστησε τον παλιό ελληνιστικό πολιτισμό της Ανατολής, ο οποίος βρισκόταν σε κατάσταση παρακμής και έθεσε τις βάσεις της χριστιανικής τέχνης του 4ου και του 5ου αιώνα. Τώρα η θεωρία αυτή έχει αποκηρυχθεί. Μετά την έκδοση, το 1900, του σπουδαίου έργου του O. V. Ainalov, «Ελληνιστική προέλευση της Βυζαντινής τέχνης» και τη δημοσίευση, το 1901, του αξιόλογου έργου του Αυστριακού επιστήμονα J. Strzygowski, «Ανατολή ή Ρώμη», το πρόβλημα της προέλευσης της Βυζαντινής τέχνης έχει πάρει μια τελείως νέα μορφή. Θεωρείται πλέον βέβαιο ότι τον κύριο ρόλο στην ανάπτυξη της ανατολικής χριστιανικής τέχνης έπαιξε η Ανατολή και το μόνο ζήτημα που υπάρχει ακόμα είναι ο καθορισμός του τι εννοούμε με τον όρο «Ανατολή» και ανατολικές επιδράσεις. Σ’ ένα μεγάλο αριθμό έργων του ο ακούραστος Strzygowski, συζητάει την τεράστια επιρροή της αρχαίας Ανατολής. Στην αρχή ζητάει το κέντρο αυτής της επιρροής στην Κωνσταντινούπολη, μετά στην Αίγυπτο, τη Μ. Ασία και τη Συρία και προχωρώντας προς την ανατολή και το βορρά, διασχίζει τα όρια της Μεσοποταμίας και ψάχνει να βρει τα κέντρα της επιρροής στα οροπέδια και τα βουνά του Ιράν και στην Αρμενία, για να καταλήξει πως «ό,τι ήταν η Ελλάδα για την τέχνη της αρχαιότητας, υπήρξε το Ιράν για την τέχνη του νέο-χριστιανικού κόσμου». Κατέφυγε επίσης στην Ινδία και το κινέζικο Τουρκεστάν για μια καλύτερη διασάφηση του προβλήματος. Αν και η σύγχρονη ιατρική επιστήμη αναγνωρίζει τις μεγάλες υπηρεσίες που ο Strzygowski πρόσφερε για την έρευνα της προέλευσης της Βυζαντινής τέχνης, είναι πολύ επιφυλακτική ακόμα ως προς τις πιο πρόσφατες υποθέσεις του.
Ο 4ος αιώνας υπήρξε μια εξαιρετικά σημαντική περίοδος για την ιστορία της Βυζαντινής τέχνης. Η νέα θέση που πήρε η χριστιανική πίστη στην αρχή ως νόμιμη θρησκεία και αργότερα ως θρησκεία του κράτους, συνετέλεσε στη γρήγορη ανάπτυξη του Χριστιανισμού. Τρεις παράγοντες - ο Χριστιανισμός, ο Ελληνισμός και η Ανατολή - συναντήθηκαν τον 4ο αιώνα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία της ανατολικής χριστιανικής τέχνης.
Η Κωνσταντινούπολη, που στην αρχή ήταν το πολιτικό κέντρο της αυτοκρατορίας, γρήγορα έγινε και το πνευματικό και καλλιτεχνικό της κέντρο. Αυτό όμως δεν έγινε αμέσως. «Η Κωνσταντινούπολη δεν είχε δικό της πολιτισμό που θα μπορούσε να αντισταθεί στις επιρροές ξένων παραγόντων και να τις ελέγξει. Έπρεπε πρώτα να ισορροπήσει και να αφομοιώσει τις νέες επιρροές, πράγμα που χρειάστηκε τουλάχιστον 100 χρόνια».
Η Συρία και η Αντιόχεια, η Αίγυπτος, με οδηγό την Αλεξάνδρεια και η Μ. Ασία, έχοντας επηρεαστεί στην καλλιτεχνική τους δημιουργία από παλαιότερες παραδόσεις, εξάσκησαν μια πολύ δυνατή και ευεργετική επιρροή στην ανάπτυξη της ανατολικής χριστιανικής τέχνης. Η αρχιτεκτονική της Συρίας άκμασε τον 4ο, 5ο και 6ο αιώνα. Οι μεγαλοπρεπείς εκκλησίες της Ιερουσαλήμ και της Βηθλεέμ, καθώς και μερικές εκκλησίες της Ναζαρέτ, έγιναν την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Τις εκκλησίες της Αντιόχειας και της Συρίας χαρακτηρίζει ασυνήθιστη λαμπρότητα. «Η Αντιόχεια, ως κέντρο ενός λαμπρού πολιτισμού, δίκαια κατέχει εξέχουσα θέση στη χριστιανική τέχνη της Συρίας». Δυστυχώς για αρκετό διάστημα, πολύ λίγα πράγματα ήταν γνωστά για την τέχνη της Αντιόχειας και μόνο τώρα έγιναν πιο γνωστά η ομορφιά της και η σημασία της. Οι «νεκρές πολιτείες» της κεντρικής Συρίας που αποκαλύφθηκαν, το 1860 και το 1861, από τον M. De Vogue δίνουν κάποια ιδέα της χριστιανικής αρχιτεκτονικής του 4ου, του 5ου και του 6ου αιώνα. Ένα από τα πιο αξιόλογα δημιουργήματα του τέλους του 5ου αιώνα, υπήρξε το περίφημο μοναστήρι του Αγίου Συμεών του Στυλίτη (Kalat Seman), που ακόμα και σήμερα, αν και ερειπωμένο, είναι επιβλητικό. Η γνωστή ζωοφόρος της Maschatta, που βρίσκεται τώρα στο Μουσείο «Kaiser Friedrich» του Βερολίνου, είναι επίσης έργο του 4ου, 5ου ή 6ου αιώνα. Στις αρχές του 5ου αιώνα ανήκει μια ωραία βασιλική της Αιγύπτου, την οποία ανήγειρε ο αυτοκράτορας Αρκάδιος πάνω στον τάφο του φημισμένου αγίου της Αιγύπτου, Μηνά.
Όσον αφορά τα μωσαϊκά, τις απεικονίσεις, τα υφαντά κλπ., υπάρχουν πολλά σχετικά προϊόντα των αρχών της Βυζαντινής περιόδου.
Τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, τα οποία ήταν γύρω από την πόλη τον 5ο αιώνα, υπάρχουν ακόμα. Η Χρυσή Πύλη (Porta Aurea), μέσα από την οποία έμπαιναν επίσημα οι αυτοκράτορες στην Κωνσταντινούπολη, χτίστηκε στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 5ου αιώνα. Η πύλη αυτή, της οποίας η αρχιτεκτονική είναι κάτι το θαυμάσιο, υπάρχει ακόμα.
Στην εποχή του Κωνσταντίνου ανήκει η ανέγερση της εκκλησίας της Αγίας Ειρήνης και της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων. Η Αγία Σοφία, της οποίας η ανέγερση άρχισε ίσως επί Κωνσταντίνου, συμπληρώθηκε από το γιο του Κωνστάντιο. Αυτές οι εκκλησίες ανοικοδομήθηκαν τον 6ο αιώνα από τον Ιουστινιανό. Τον 5ο αιώνα μια άλλη εκκλησία εξωράισε τη νέα πρωτεύουσα, η Βασιλική του Αγίου Ιωάννη του Στουδίτη, που είναι τώρα τζαμί (Mir-Achor djami).
Μερικά μνημεία παλιάς Βυζαντινής τέχνης διατηρήθηκαν στα δυτικά μέρη της αυτοκρατορίας. Ανάμεσα σε αυτά, είναι μερικές εκκλησίες στη Θεσσαλονίκη, το ανάκτορο του Διοκλητιανού στο Σπαλάτο (αρχές 4ου αιώνα), μερικές εικόνες στη S. Maria Antiqua της Ρώμης (τέλη 5ου αιώνα), το μαυσωλείο της Galla Placidia, το Ορθόδοξο βαπτιστήριο της Ραβέννας (5ος αιώνας) και μερικά μνημεία της Β. Αφρικής.Για την ιστορία της τέχνης ο 4ος κι ο 5ος αιώνας αποτελούν την προπαρασκευαστική περίοδο για την εποχή του Ιουστινιανού, οπότε «η πρωτεύουσα είχε αποκτήσει πλήρη αυτοσυνείδηση, ενώ συγχρόνως είχε εξασφαλίσει μια κατευθυντήρια δύναμη». Η εποχή αυτή δίκαια χαρακτηρίζεται ως ο πρώτος χρυσός αιώνας της Βυζαντινής τέχνης.
[1] «Die Griechische Literatur des Mittelalters. Die Kultur der Gegenwart: ihre Entwicklung und ihre Ziele» (3η έκδοση 1912).
[2] Το 1938 ο Grégoire απέδειξε, με τρόπο πειστικό, ότι ο Ευσέβιος δεν είναι ο συγγραφέας της «Ζωής του Κωνσταντίνου», με τη μορφή που έχει φτάσει σε μας.
[3] Ο λαός της Αντιόχειας κορόιδευε τη γενειάδα του Ιουλιανού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου