10/11/09

Μαρκιανός (450-57), Λέων Α' (457-74) [9]

Ο Θεοδόσιος πέθανε χωρίς να αφήσει διάδοχο. Η ηλικιωμένη αδελφή του Πουλχερία δέχθηκε να γίνει γυναίκα του Μαρκιανού που ανακηρύχθηκε αργότερα αυτοκράτορας. Ο Μαρκιανός ήταν ένας πολύ ικανός αλλά μετριόφρονας στρατιώτης που κατόρθωσε να ανέβει στο θρόνο χάρη στην επέμβαση του δυνατού στρατηγού Άσπαρ.
Το γοτθικό πρόβλημα, το οποίο είχε απειλήσει την αυτοκρατορία κατά τα τέλη του 4ου ή τις αρχές του 5ου αιώνα, αντιμετωπίστηκε από τον Αρκάδιο με τρόπο ωφέλιμο για το κράτος. Παρ’ όλα αυτά όμως ο γοτθικός παράγοντας συνέχισε την επιρροή του στο στρατό του Βυζαντίου και στα μέσα του 5ου αιώνα ο βάρβαρος Άσπαρ, με την υποστήριξη των Γότθων, έκανε μια τελική προσπάθεια να αποκαταστήσει την παλιά δύναμη των Γότθων. Για λίγο πέτυχε και κατόρθωσε να ανεβάσει στο θρόνο του Βυζαντίου δύο αυτοκράτορες, το Μαρκιανό και τον Λέοντα Α'. Ο ίδιος, επειδή ήταν Αρειανός, δεν κατόρθωσε να ανέβει στο θρόνο.
Η πρωτεύουσα άρχισε φανερά να δείχνει τη δυσαρέσκειά της εναντίον του Άσπαρ, της οικογενείας του και της επιρροής των βαρβάρων στο στρατό. Δυο γεγονότα χειροτέρευσαν τις σχέσεις μεταξύ των Γότθων και του λαού της πρωτεύουσας. Η θαλασσινή εκστρατεία στη Β. Αφρική, που έκανε, ξοδεύοντας πολλά χρήματα, ο Λέων κατά των Βανδάλων, απέτυχε τελείως. Ο λαός κατηγόρησε τον Άσπαρ ως προδότη γιατί είχε αντιταχθεί, όπως ήταν φυσικό, στην εκστρατεία αυτή, η οποία είχε σκοπό να χτυπήσει τους Βανδάλους, δηλαδή τους Γερμανούς. Ο Άσπαρ πέτυχε επίσης να δοθεί στο γιο του ο ανώτατος τίτλος του Καίσαρα. Αλλά ο αυτοκράτορας αποφάσισε να απαλλαγεί από τη δύναμη των Γερμανών και, με τη βοήθεια μερικών φιλοπόλεμων Ισαύρων, σκότωσε τον Άσπαρ και μέρος της οικογενείας του, δίνοντας έτσι ένα τελικό χτύπημα στην επιρροή που εξασκούσαν οι Γερμανοί στην αυλή της Κωνσταντινούπολης. Για τους φόνους που έκανε ο Λέων Α' ονομάστηκε από τους σύγχρονούς του «χασάπης» (Makelles), αν κι ο ιστορικός F.I. Ouspensky πιστεύει ότι το γεγονός αυτό και μόνο μπορεί να αιτιολογήσει τον τίτλο «Μέγας» - που μερικές φορές δίνεται στον Λέοντα - εφόσον η πράξη του αυτή υπήρξε ένα σημαντικό βήμα για την εθνικοποίηση του στρατού και την ελάττωση της επιρροής του στρατού των βαρβάρων.
Οι Ούννοι, που είχαν τόσο πολύ ενοχλήσει την αυτοκρατορία, κινήθηκαν, στις αρχές της βασιλείας του Μαρκιανού, από το Μέσο Δούναβη, προς τις δυτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, όπου αργότερα έδωσαν στα Καταλαυνικά Πεδία[1] την περίφημη μάχη τους, μετά από την οποία ο Αττίλας πέθανε, ενώ η τεράστια αυτοκρατορία του καταστράφηκε. Έτσι ο κίνδυνος των Ούννων εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μαρκιανού.

Η Δ' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Ο Μαρκιανός παρέλαβε από τον προκάτοχό του μια πολύ περίπλοκη εκκλησιαστική κατάσταση, Οι Μονοφυσίτες είχαν θριαμβεύσει, αλλά ο Μαρκιανός, εκτιμώντας τις αποφάσεις των δύο πρώτων Οικουμενικών συνόδων, δεν μπορούσε να ανεχθεί το θρίαμβο αυτό και, το 451, συγκάλεσε στη Χαλκηδόνα, την Δ' Οικουμενική Σύνοδο, που απέβη πολύ σημαντική για τη μετέπειτα ιστορία. Ο αριθμός των αντιπροσώπων στη Σύνοδο αυτή ήταν πολύ μεγάλος, και επιπλέον έλαβαν μέρος και απεσταλμένοι του Πάπα.
Η σύνοδος καταδίκασε τις αποφάσεις της Ληστρικής Συνόδου της Εφέσου, και εκθρόνισε το Διόσκουρο. Στη συνέχεια επεξεργάστηκε ορισμένες αποφάσεις, που απορρίπτουν τελείως το δόγμα των Μονοφυσιτών, ενώ συμφωνούν με τις απόψεις του Πάπα. Τα δόγματα που ενέκρινε η Σύνοδος της Χαλκηδόνας και τα οποία επικυρώνουν τα βασικά δόγματα των πρώτων Οικουμενικών συνόδων, αποτέλεσαν τη βάση της διδασκαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Οι αποφάσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνας είχαν επίσης μεγάλη πολιτική σημασία για τη Βυζαντινή ιστορία. Η κυβέρνηση του Βυζαντίου αντιδρώντας επίσημα τον 5ο αιώνα κατά του Μονοφυσιτισμού αποξενώθηκε από τις ανατολικές επαρχίες της Συρίας και της Αιγύπτου, των οποίων η πλειοψηφία του πληθυσμού τους ήταν Μονοφυσίτες. Οι Μονοφυσίτες παρέμειναν πιστοί στις δογματικές πεποιθήσεις τους και μετά τις καταδικαστικές αποφάσεις της Συνόδου του 451, μην έχοντας καμιά διάθεση για συμβιβασμούς. Η Εκκλησία της Αιγύπτου κατάργησε στις λειτουργίες της την ελληνική γλώσσα και την αντικατάστησε με την ντόπια αιγυπτιακή (Κοπτική).
Οι θρησκευτικές ανωμαλίες στα Ιεροσόλυμα, στην Αλεξάνδρεια και στην Αντιόχεια, που προκλήθηκαν από την επιβολή με τη βία των αποφάσεων της Συνόδου, πήραν τη μορφή εθνικών επαναστάσεων, οι οποίες κατεστάλησαν μόνο ύστερα από αρκετές αιματοχυσίες. Η καταστολή όμως αυτών των επαναστάσεων δεν έλυσε τα βασικά προβλήματα της εποχής. Πίσω από τις θρησκευτικές αντιθέσεις, που γίνονταν πιο οξείες, παρουσιάστηκαν έντονες φυλετικές αντιθέσεις. Κυρίως στη Συρία και στην Αίγυπτο. Οι ντόπιοι κάτοικοι της Αιγύπτου και της Συρίας άρχισαν σιγά-σιγά να κάνουν πεποίθησή τους την επιθυμία να χωριστούν από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι θρησκευτικές ταραχές των ανατολικών επαρχιών, που ενισχύονταν από τη σύνθεση των λαών των περιοχών αυτών, δημιούργησαν κατά τον 7ο αιώνα τις συνθήκες εκείνες που διευκόλυναν την μεταβίβαση των πλούσιων και πολιτισμένων επαρχιών της Ανατολής στα χέρια των Περσών πρώτα και των Αράβων αργότερα.
Ο 28ος κανόνας της Συνόδου της Χαλκηδόνας, που προκάλεσε μια αλληλογραφία μεταξύ του αυτοκράτορα και του Πάπα, υπήρξε επίσης κάτι το πολύ σπουδαίο. Με βάση τον κανόνα αυτόν - που, αν και δεν εγκρίθηκε από τον Πάπα, έγινε δεκτός στην Ανατολή - οι πατέρες απένειμαν «τα ίσα πρεσβεία τω της Ρώμης αγιοτάτω θρόνω ευλόγως κρίναντες, τη βασιλεία και συγκλήτω τιμηθείσαν πόλιν, και την ίσην απολαυούσαν πρεσβείαν τη πρεσβυτέρα βασιλίδι Ρώμη, και εν τοις εκκλησιαστικοίς και εκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ’ εκείνην υπάρχουσιν».
Επιπλέον ο ίδιος κανόνας δίνει στον Αρχιεπίσκοπο της Κωνσταντινούπολης το δικαίωμα να χειροτονεί επισκόπους των επαρχιών του Πόντου, της Ασίας και της Θράκης. Όπως γράφει και ο Ouspensky: «Αρκεί να θυμηθούμε ότι τα τρία αυτά ονόματα, περικλείουν όλες τις ιεραποστολές της Ανατολής, της Ν. Ρωσίας και της βαλκανικής χερσονήσου, καθώς και όλα τα προνόμια των κληρικών της Ανατολής για να διαπιστώσουμε τη διεθνή, ιστορική σημασία του 28ου κανόνα. Αυτή τουλάχιστον είναι η γνώμη των κανονολόγων που υποστηρίζουν τα δικαιώματα του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης». Τόσο ο Μαρκιανός όσο και ο Λέων Α' υπήρξαν αυτοκράτορες με αυστηρά ορθόδοξες αρχές.

ΖΗΝΩΝ (474-491)
Μετά το θάνατο του Λέοντα Α' (474) ο θρόνος μεταβιβάστηκε στον μόλις 6 ετών εγγονό του Λέοντα, ο οποίος πέθανε τον ίδιο χρόνο, αφού προηγουμένως όρισε διάδοχό του τον πατέρα του Ζήνωνα, που μετά το θάνατο του γιου του έγινε αυτοκράτορας (474-491). Η άνοδός του στο θρόνο είχε σαν αποτέλεσμα την αντικατάσταση των Γερμανών και της επιρροής τους στην Αυλή, από τους Ίσαυρους, μια άγρια φυλή μέλος της οποίας ήταν και ο Ζήνων. Οι Ίσαυροι είχαν τώρα στα χέρια τους τις πιο καλές θέσεις και τα πιο υπεύθυνα σημεία της πρωτεύουσας. Γρήγορα όμως ο Ζήνων κατάλαβε ότι υπήρχαν άνθρωποι στη φυλή του που συνωμοτούσαν εναντίον του και δείχνοντας μεγάλη αποφασιστικότητα κατέστειλε την επανάσταση της ορεινής Ισαυρίας και διέταξε τους κατοίκους της να καταστρέψουν το μεγαλύτερο μέρος των οχυρών τους. Και μετά από το γεγονός αυτό όμως η επιρροή των Ισαύρων συνεχίστηκε όσο ζούσε ο Ζήνων.
Στη διάρκεια της βασιλείας του Ζήνωνα συνέβηκαν στην Ιταλία πολύ αξιόλογα γεγονότα. Κατά τα τελευταία 50 χρόνια του 5ου αιώνα η επιρροή των Γερμανών αρχηγών του στρατού είχε αυξηθεί μέχρι του σημείου να ρυθμίζει στη Δύση την ενθρόνιση ή εκθρόνιση των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Το 476 ένας από αυτούς τους βάρβαρους αρχηγούς, ο Οδόακρος, εκθρόνισε το Ρωμύλο Αυγουστίλο, τελευταίο αυτοκράτορα της Δύσης και έγινε ο ίδιος άρχοντας της Ιταλίας. Για να εξασφαλίσει περισσότερο τη θέση του ο Οδόακρος έστειλε στο Ζήνωνα αντιπροσωπεία της ρωμαϊκής συγκλήτου για να τον διαβεβαιώσει ότι η Ιταλία δεν είχε ανάγκη άλλου αυτοκράτορα και ότι ο Ζήνων μπορούσε να είναι κύριος όλης της αυτοκρατορίας. Συγχρόνως ο Οδόακρος ζήτησε από το Ζήνωνα να του δώσει τον τίτλο του Ρωμαίου Πατρικίου και να του εμπιστευθεί τη διοίκηση της Ιταλίας. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό και ο Οδόακρος αναγνωρίστηκε επίσημα διοικητής της Ιταλίας. Το έτος 476 θεωρείτο παλαιότερα ως το έτος της κατάπτωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά αυτό δεν είναι σωστό εφόσον τον 5ο αιώνα δεν έχουμε ακόμα ιδιαίτερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Υπήρχε όπως και πριν, μια Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με δύο αυτοκράτορες: έναν στη Δύση και έναν στην Ανατολή. Το 476 έχουμε πάλι, σε όλη την αυτοκρατορία, μόνο έναν αυτοκράτορα, το Ζήνωνα.
Ο Οδόακρος, αφού έγινε άρχοντας της Ιταλίας, εφάρμοσε μια τακτική πλήρους ανεξαρτησίας. Ο Ζήνων, γνωρίζοντας την τακτική αυτή και μη έχοντας τη δυνατότητα να χτυπήσει φανερά τον Οδόακρο, αποφάσισε να δράσει μέσω των Οστρογότθων, οι οποίοι μετά την κατάρρευση του Αττίλα έμεναν στην Πανονία, λεηλατώντας, υπό την καθοδήγηση του βασιλιά τους Θεοδώριχου, τη Βαλκανική χερσόνησο κι απειλώντας ακόμα και την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Ο Ζήνων κατόρθωσε να τραβήξει την προσοχή του Θεοδώριχου στις πλούσιες επαρχίες της Ιταλίας επιτυγχάνοντας έτσι διπλό αποτέλεσμα: την απαλλαγή από τους επικίνδυνους βόρειους γείτονές του και την τακτοποίηση των διαφορών του με τον ανεπιθύμητο άρχοντα της Ιταλίας, μέσω των προσπαθειών ενός τρίτου. Οπωσδήποτε ο Θεοδώριχος ήταν λιγότερο επικίνδυνος στην Ιταλία από ό,τι θα ήταν αν έμενε στη Βαλκανική χερσόνησο.
Ο Θεοδώριχος βάδισε κατά της Ιταλίας, χτύπησε και νίκησε τον Οδόακρο, μπήκε στη Ραβέννα και μετά το θάνατο του Ζήνωνα, ίδρυσε στην Ιταλία το Οστρογοτθικό του βασίλειο με πρωτεύουσα τη Ραβέννα. Έτσι η Βαλκανική χερσόνησος απαλλάχθηκε οριστικά από την απειλή των Οστρογότθων.

ΤΟ ΕΝΩΤΙΚΟ
Το κυριότερο εσωτερικό ζήτημα που απασχόλησε το Ζήνωνα ήταν το θρησκευτικό πρόβλημα που συνεχώς δημιουργούσε ταραχές. Στην Αίγυπτο, στη Συρία και εν μέρει στην Παλαιστίνη και τη Μ. Ασία, ο λαός ακολουθούσε σταθερά το δόγμα της μιας φύσης. Η ορθόδοξη τακτική των δύο αυτοκρατόρων, τους οποίους διαδέχθηκε ο Ζήνων, δεν είχε γίνει δεκτή στις ανατολικές επαρχίες. Οι ηγέτες της Εκκλησίας είχαν πλήρη επίγνωση της σοβαρότητας της κατάστασης. Ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Ακάκιος, ο οποίος αρχικά είχε ταχθεί υπέρ των αποφάσεων της Χαλκηδόνας, και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Πέτρος ο Μογγός θέλησαν να βρουν κάποιο τρόπο συμβιβασμού των διαφορών και με το σκοπό αυτό πρότειναν στο Ζήνωνα να προσπαθήσει, κάνοντας παραχωρήσεις και στις δυο πλευρές, να πετύχει κάποια συμφωνία. Ο Ζήνων δέχθηκε την πρόταση αυτή και το 482 εκδόθηκε το «ενωτικό» που στάλθηκε στις Εκκλησίες του Πατριαρχείου της Αλεξάνδρειας. Το «ενωτικό» πάνω από όλα αποφεύγει κάθε τι το ανευλαβές που θα μπορούσε να θίξει τη σχετική με το Χριστό διδασκαλία των Ορθοδόξων ή των Μονοφυσιτών. Αναγνωρίζει ως τελείως ικανοποιητικές τις θρησκευτικές βάσεις που έθεσε η Α' και η Β' Οικουμενική Σύνοδος και, επικυρώνοντας την Γ' Σύνοδο, αναθεματίζει το Νεστόριο, τον Ευτυχή και τους οπαδούς τους και τονίζει «την κατ’ αλήθεια ενανθρώπιση του Λόγου του Θεού», ενώ συγχρόνως μιλάει «περί ομοουσιότητας αυτού προς το Θεό Πατέρα...». Παραλείπονται σκόπιμα οι φράσεις «εν δύο φύσεσιν» και μια «φύσις» και δεν αναφέρεται η σχετική με την ενότητα των δύο φύσεων απόφαση της Συνόδου της Χαλκηδόνας. Η Σύνοδος της Χαλκηδόνας αναφέρεται στο ενωτικό μόνο μια φορά ως εξής: «Πάντα δε έτερόν τι φρονήσαντα ή φρονούντα ή νυν ή πώποτε ή εν Χαλκηδόνι ή οιαδήποτε συνόδω αναθεματίζομεν».
Στην αρχή φάνηκε ότι το Ενωτικό θα βελτίωνε την κατάσταση στην Αλεξάνδρεια αλλά αργότερα δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει ούτε τους Ορθόδοξους ούτε τους Μονοφυσίτες, επειδή οι μεν πρώτοι δεν ήθελαν να ανεχθούν τις παραχωρήσεις που έγιναν στους Μονοφυσίτες, ενώ οι τελευταίοι, λόγω της αοριστίας του περιεχομένου του Ενωτικού, θεώρησαν τις παραχωρήσεις ανεπαρκείς, με αποτέλεσμα νέες περιπλοκές της θρησκευτικής ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο αριθμός των θρησκευτικών κομμάτων αυξήθηκε. Μέρος των κληρικών ενίσχυε την ιδέα του συμβιβασμού και υποστήριζε το Ενωτικό, ενώ οι ακραίοι Ορθόδοξοι και Μονοφυσίτες δεν ήθελαν να κάνουν καμιά υποχώρηση. Οι Ορθόδοξοι ονομάζονταν «ακοίμητοι» γιατί συνεχώς μέρα και νύχτα είχαν ακολουθίες στα Μοναστήρια τους, ενώ οι Μονοφυσίτες ονομάζονταν «ακέφαλοι» γιατί δεν αναγνώριζαν ως «κεφαλή» της Εκκλησίας τον Πατριάρχη της Αλεξάνδρειας, που δέχθηκε το Ενωτικό. Ο Πάπας επίσης διαμαρτυρήθηκε για το «Ενωτικό». Ανέλυσε τα παράπονα των κληρικών της Ανατολής, που δεν ήταν ικανοποιημένοι με αυτό, μελέτησε ο ίδιος το κείμενο και αποφάσισε, σε μια σύνοδο που έγινε στη Ρώμη, να αφορίσει και να αναθεματίσει τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Ακάκιο, ο οποίος με τη σειρά του, έπαυσε να μνημονεύει στις προσευχές του τον Πάπα. Στην πραγματικότητα αυτό είναι το πρώτο αληθινό ρήγμα ανάμεσα στις Εκκλησίες Ανατολής και Δύσης, ρήγμα που κράτησε μέχρι που το 518 ανέβηκε στο θρόνο ο Ιουστινιανός Α'. Έτσι το πολιτικό ρήγμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, που έγινε πιο αισθητό τον 5ο αιώνα με την ίδρυση των βασιλείων των βαρβάρων Γερμανών στη Δύση, έγινε ευρύτερο με τον Ζήνωνα, λόγω του θρησκευτικού σχίσματος.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Α' (491-518)
Μετά το θάνατο του Ζήνωνα, η χήρα του Αριάδνη, διάλεξε ως σύζυγό της, τον ηλικιωμένο Αναστάσιο, που προερχόταν από το Δυρράχιο και που είχε στην αυλή την μάλλον κατώτερη θέση του σιλεντιάριου (silentiarious).[2] Ο Αναστάσιος έγινε αυτοκράτορας μόνον αφού υποσχέθηκε εγγράφως στον Πατριάρχη, θερμό οπαδό της Συνόδου της Χαλκηδόνας, ότι δε θα κάνει εκκλησιαστικούς νεωτερισμούς.
Ο Αναστάσιος πρώτα απ’ όλα ασχολήθηκε με τους Ίσαυρους οι οποίοι είχαν αποκτήσει μεγάλη επιρροή στη διάρκεια της βασιλείας του Ζήνωνα. Η πλεονεκτική τους θέση ερέθιζε τον πληθυσμό της πρωτεύουσας και όταν, μετά το θάνατο του Ζήνωνα, αποκαλύφθηκε ότι συνωμοτούσαν κατά του νέου αυτοκράτορα, αυτός έδρασε αμέσως εναντίον τους. Τους έδιωξε από όλες τις υπεύθυνες θέσεις τους, δήμευσε τις περιουσίες τους και τους απομάκρυνε από την πρωτεύουσα. Τα μέτρα αυτά όμως οδήγησαν σ’ ένα μεγάλο και σκληρό αγώνα που τέλειωσε μόνο μετά από 6 χρόνια με την πλήρη υποδούλωση των Ισαύρων στην πατρίδα τους Ισαυρία, αφού πολλοί από αυτούς μεταφέρθηκαν στη Θράκη. Η αποτελεσματική αυτή τακτοποίηση του προβλήματος των Ισαύρων αποτελεί τη μεγαλύτερη υπηρεσία που πρόσφερε ο Αναστάσιος στο έθνος του.
Στο εξωτερικό. Εκτός από τον εξαντλητικό και άκαρπο πόλεμο με την Περσία, έχουμε τα γεγονότα του Δούναβη που υπήρξαν πολύ σημαντικά για τη μετέπειτα ιστορία. Μετά την αναχώρηση τω Οστρογότθων στην Ιταλία, άρχισαν στη διάρκεια της βασιλείας του Αναστάσιου τις λεηλασίες τους και τις επιδρομές τους οι Βούλγαροι, οι Γέτες και οι Σκύθες.
Οι Βούλγαροι που λεηλάτησαν κατά τον 5ο αιώνα τα σύνορα του Βυζαντίου ήταν λαός που προερχόταν από τους Ούννους. Για πρώτη φορά αναφέρονται στη Βαλκανική χερσόνησο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ζήνωνα, μαζί με την κάθοδο των Οστρογότθων στα βόρεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Σχετικά με τα ονόματα Γέτες και Σκύθες παρατηρούμε ότι οι χρονικογράφοι αυτής της περιόδου δεν ήταν καλά πληροφορημένοι για την εθνογραφική σύνθεση των βορείων λαών και συνεπώς ότι τα ονόματα αυτά, όπως παρατηρούν οι ιστορικοί, έχουν σχέση και με μερικές σλαβικές φυλές.
Ο συγγραφέας του 7ου αιώνα Θεοφύλακτος, ταυτίζει τους Γέτες με τους Σλάβους. Στη διάρκεια λοιπόν της βασιλείας του Αναστασίου οι Σλάβοι, μαζί με τους Βούλγαρους, άρχισαν τις επιδρομές τους στα Βαλκάνια. Όπως αναφέρεται κάπου, το ιππικό τους λεηλάτησε τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, φτάνοντας μέχρι τις Θερμοπύλες. Μερικοί επιστήμονες υποστηρίζουν τη θεωρία ότι οι Σλάβοι πάτησαν τη Βαλκανική χερσόνησο ακόμα νωρίτερα. Ο Ρώσος Drinov, π.χ., στηρίζοντας τις απόψεις του στις έρευνές του γύρω από τα γεωγραφικά και άλλα ονόματα της Βαλκανικής χερσονήσου, πιστεύει ότι οι Σλάβοι άρχισαν να εγκαθίστανται στα Βαλκάνια κατά τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ.
Οι επιθέσεις των Βουλγάρων και των Σλάβων κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αναστάσιου δεν ήταν και τόσο σημαντικές γιατί οι βάρβαροι, αφού λεηλατούσαν το λαό του Βυζαντίου, γύριζαν πίσω στα μέρη τους. Παρ’ όλα αυτά όμως οι επιδρομές αυτές υπήρξαν οι πρόδρομοι των μεγάλων σλαβικών επιθέσεων που εκδηλώθηκαν στα Βαλκάνια, τον 6ο αιώνα επί Ιουστινιανού.
Με σκοπό να προφυλάξει την πρωτεύουσα από τους βαρβάρους του Βορρά, ο Αναστάσιος έκτισε στη Θράκη, 40 μίλια δυτικά της Κωνσταντινούπολης, το λεγόμενο «Μακρό τείχος», που άρχιζε από τη θάλασσα του Μαρμαρά και τέλειωνε στη Μαύρη Θάλασσα. Το τείχος αυτό όμως δεν εκπλήρωσε τον προορισμό του. Λόγω της γρήγορης κατασκευής και των ρηγμάτων που του έκαναν οι σεισμοί, δεν μπόρεσε να εμποδίσει τον εχθρό να πλησιάσει τα τείχη της πόλης. Ίχνη του τείχους σώζονται μέχρι σήμερα.
Στη Δυτική Ευρώπη, την εποχή του Αναστάσιου, έγιναν ακόμα σπουδαιότερες μεταβολές. Ο Θεοδώριχος έγινε βασιλιάς της Ιταλίας και μακριά στα ΒΔ, ο Κλόβης, πριν ακόμα γίνει αυτοκράτορας ο Αναστάσιος, ίδρυσε ένα ισχυρό Φράγκικο βασίλειο. Και τα δυο αυτά βασίλεια δημιουργήθηκαν σε περιοχές που θεωρητικά ανήκαν στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Φυσικά το απομακρυσμένο βασίλειο των Φράγκων δε μπορούσε με κανένα τρόπο να εξαρτάται από την Κωνσταντινούπολη, αν και για τους ντόπιους η δύναμη των νεο-ελθόντων είχε πραγματική αξία μόνο ύστερα από την επίσημη αναγνώρισή τους από το Βυζάντιο. Έτσι, αν και οι Γότθοι ανακήρυξαν τον Θεοδώριχο βασιλιά της Ιταλίας χωρίς να περιμένουν τις οδηγίες του Αναστάσιου, ο νέος βασιλιάς της Ιταλίας ζήτησε από τον αυτοκράτορα να του στείλει τα αυτοκρατορικά εμβλήματα τα οποία προηγουμένως είχαν επιστραφεί στο Ζήνωνα απ’ τον Οδόακρο. Ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις και την αποστολή πολλών αντιπροσωπειών στην Κωνσταντινούπολη, ο Αναστάσιος αναγνώρισε ως άρχοντα της Ιταλίας τον Θεοδώριχο, ο οποίος επίσημα πια πήρε τη θέση του αυτή. Το γεγονός ότι οι Γότθοι δέχονταν τη διδασκαλία του Αρείου, δεν επέτρεπε τη δημιουργία στενότερης φιλίας μεταξύ των Γότθων και των ντόπιων κατοίκων της Ιταλίας.
Στο βασιλιά των Φράγκων ο Αναστάσιος έστειλε ένα τιμητικό δίπλωμα με το οποίο τον ονόμαζε Ύπατο και που ο Κλέβης το δέχθηκε με ευγνωμοσύνη. Οι «Ρωμαίοι» της Γαλατίας θεωρούσαν τον αυτοκράτορα της Ανατολής ως φορέα της ανώτερης εξουσίας, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να απονέμει όλα τα άλλα δικαιώματα. Το δίπλωμα που ο Αναστάσιος απένειμε στον Κλέβη, παρουσίασε στο λαό τη νομιμότητα της εξουσίας του, ενώ συγχρόνως τον έκανε ένα είδος αντιβασιλέα της Γαλατίας, η οποία, θεωρητικά παρέμενε τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Οι σχέσεις αυτές του αυτοκράτορα του Βυζαντίου με το βασίλειο των Γερμανών δείχνουν καθαρά ότι, κατά τα τέλη του 5ου και στις αρχές του 6ου αιώνα, η ιδέα της μιας αυτοκρατορίας παρέμενε ακόμα ισχυρή.

Η ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ
Παρά τις υποσχέσεις που έδωσε ο Αναστάσιος στον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, υποστήριξε τους Μονοφυσίτες, με το μέρος των οποίων τάχθηκε αργότερα φανερά. Το γεγονός αυτό έγινε δεκτό με χαρά στην Αίγυπτο και στη Συρία, όπου ο Μονοφυσιτισμός είχε διαδοθεί πολύ. Στην πρωτεύουσα όμως οι συμπάθειες του αυτοκράτορα προς τους Μονοφυσίτες δημιούργησαν μεγάλες περιπλοκές και όταν ο Αναστάσιος, ακολουθώντας το παράδειγμα της Αντιόχειας, διέταξε να ψέλνεται το «τρισάγιο» με την προσθήκη της «θεοπασχιτικής» φράσης (δηλαδή ο Χριστός επί του σταυρού έπαθε ως Θεός) «ο σταυρωθείς δι’ ημάς», ξέσπασαν στην Κωνσταντινούπολη μεγάλες ταραχές που σχεδόν έφτασαν στο σημείο να εκθρονίσουν τον αυτοκράτορα.
Η θρησκευτική τακτική του Αναστάσιου είχε σαν αποτέλεσμα την επανάσταση του Βιταλιανού στη Θράκη. Επικεφαλής ενός μεγάλου στρατού, που τον αποτελούσαν Ούννοι, Βούλγαροι και ίσως Σλάβοι και με τη βοήθεια ενός μεγάλου στόλου, ο Βιταλιανός βάδισε εναντίον της πρωτεύουσας, με τον πολιτικό σκοπό - τον οποίο έκρυβε κατάλληλα πίσω από θρησκευτικές δήθεν επιδιώξεις - να εκθρονίσει τον αυτοκράτορα. Ύστερα από ένα μεγάλο και εντατικό αγώνα η επανάσταση τελικά κατεστάλη, αν και η σημασία της, από ιστορική πλευρά, δεν υπήρξε μικρή. «Φέρνοντας τρεις φορές τα ετερογενή του στρατεύματα κοντά στην Κωνσταντινούπολη και αποσπώντας αρκετά χρήματα από την κυβέρνηση, ο Βιταλιανός», όπως λέει ο Θ. Ουσπένσκυ, «έδειξε στους βάρβαρους την αδυναμία της αυτοκρατορίας και τα πλούτη της Κωνσταντινούπολης, ενώ συγχρόνως τους δίδαξε πώς να επιχειρούν συνδυασμένες επιδρομές, από την ξηρά και τη θάλασσα».
Η εσωτερική πολιτική του Αναστάσιου, η οποία δεν έχει ακόμα αρκετά μελετηθεί και αξιοποιηθεί από την ιστορία, φέρει τα χαρακτηριστικά μιας εντατικής δράσης που είχε αξιόλογα αποτελέσματα, από οικονομική άποψη.
Μια από τις πιο σπουδαίες οικονομικές μεταρρυθμίσεις υπήρξε η κατάργηση του μισητού χρυσάργυρου, που πληρωνόταν ως φόρος με χρυσό ή άργυρο (λατινικά: lustralis collation ή μερικές φορές: lustralis auri argentive collatio). Ο φόρος αυτός, από τις αρχές του 4ου αιώνα, ήταν υποχρεωτικός για όλα τα επαγγέλματα: ακόμα και για τους υπηρέτες, τους ζητιάνους και τις πόρνες. Τον εισέπρατταν ακόμα και για τα εργαλεία και τα ζώα των αγροτών, με αποτέλεσμα να υποφέρουν οι φτωχοί πολύ από το χρυσάργυρο. Επίσημα το φόρο αυτό τον εισέπρατταν μόνο μια φορά κάθε 5 χρόνια, αλλά στην πραγματικότητα η ημερομηνία είσπραξής του καθοριζόταν από την κυβέρνηση απροσδόκητα με αποτέλεσμα ο λαός να οδηγείται στην απελπισία. Παρά τα τεράστια εισοδήματα που είχε το κράτος από αυτήν τη φορολογία, ο Αναστάσιος την κατάργησε οριστικά, αφού έκαψε δημόσια κάθε σχετική με αυτήν διαταγή.
Ο λαός γιόρτασε, με μεγάλη χαρά, την κατάργηση του φόρου και, όπως αναφέρει ένας ιστορικός του 6ου αιώνα, για να περιγράψει κανείς αυτήν τη χειρονομία του αυτοκράτορα «χρειάζεται την ευγλωττία του Θουκυδίδη ή κάτι ανώτερο ακόμα». Μια συριακή πηγή του 6ου αιώνα περιγράφει τη χαρά με την οποία δέχθηκε ο λαός της Έδεσσας το διάταγμα κατάργησης του φόρου ως εξής:
«Όλη η πόλη χάρηκε και όλοι, μικροί και μεγάλοι, φόρεσαν λευκά φορέματα, πήραν αναμμένα κεριά και λιβανιστήρια γεμάτα λιβάνι και βάδισαν, ψέλνοντας και ευχαριστώντας το Θεό και τον αυτοκράτορα, προς την Εκκλησία του Αγίου Σεργίου και του Αγίου Συμεών, όπου και λειτούργησαν. Μετά γύρισαν στην πόλη όπου γλέντησαν εύθυμα και ευτυχισμένα μια ολόκληρη εβδομάδα και αποφάσισαν να γιορτάζουν το γεγονός αυτό κάθε χρόνο. Όλοι γιόρταζαν και διασκέδαζαν κάνοντας μπάνιο ή πανηγυρίζοντας στην αυλή της μεγάλης εκκλησίας και στα προάστια της πόλης».
Το ποσόν που απέδιδε στην Έδεσσα το χρυσάργυρο ήταν 140 λίτρες χρυσού, κάθε 4 χρόνια. Η κατάργηση αυτού του φόρου ικανοποίησε ιδιαίτερα την Εκκλησία, γιατί οι πόρνες πληρώνοντας το φόρο αυτό, έπαιρναν κάποια νομιμότητα.
Φυσικά η κατάργηση του χρυσάργυρου στέρησε το θησαυροφυλάκιο από ένα σεβαστό εισόδημα, αλλά η απώλεια αυτή γρήγορα αντικαταστάθηκε με την καθιέρωση νέου φόρου: της «χρυσοτέλειας», που ήταν ένας φόρος «εις χρυσό». Ο φόρος αυτός επιβλήθηκε κυρίως για την ενίσχυση του στρατού και βάρυνε, όπως και η προηγούμενη φορολογία, τους φτωχούς. Ολόκληρη η οικονομική μεταρρύθμιση είχε ως αποτέλεσμα μια πιο ομαλή κατανομή των φορολογικών βαρών και όχι μια πραγματική ελάττωσή τους.
Ίσως η πιο σπουδαία οικονομική μεταρρύθμιση του Αναστάσιου υπήρξε η αλλαγή, με βάση την καθοδήγηση του Σύριου έμπιστου συμβούλου του Μαρίνου, του τρόπου με τον οποίον γινόταν η είσπραξη των φόρων, η οποία ανατέθηκε στους «βίνδικες». Αν και το νέο σύστημα είσπραξης των φόρων αύξησε αρκετά τα εισοδήματα του Κράτους, τροποποιήθηκε αργότερα. Στη διάρκεια της βασιλείας του Αναστάσιου το πρόβλημα των στείρων εδαφών φαίνεται ότι παρουσιάστηκε πιο έντονο από κάθε άλλη φορά. Το βάρος των πρόσθετων φόρων έπεσε σε πρόσωπα ανίκανα να πληρώσουν καθώς και σε μη παραγωγικά μέρη με αποτέλεσμα να πληρώνουν στην κυβέρνηση όλους τους φόρους οι ιδιοκτήτες των παραγωγικών εδαφών. Η πρόσθετη αυτή εισφορά που ονομαζόταν (στα ελληνικά) «επιβολή», είναι μια παλιά συνήθεια την οποία βρίσκουμε στην Αίγυπτο των Πτολεμαίων, που καθιερώθηκε, πιο συγκεκριμένα, από τον Ιουστινιανό.
Ο Αναστάσιος όρισε επίσης ότι ένας ελεύθερος αγρότης που θα ζούσε στο ίδιο μέρος 30 χρόνια, θα γινόταν άποικος (colonus) δίχως να χάνει την προσωπική του ελευθερία και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.
Η εποχή του Αναστάσιου είναι επίσης χαρακτηριστική για τις νομισματικές μεταβολές που έγιναν τότε. Το 498 καθιερώθηκε το μεγάλο ορειχάλκινο follis με όλες τις μικρότερες υποδιαιρέσεις. Το νέο νόμισμα έγινε δεκτό, κυρίως από τους φτωχούς, με ευχαρίστηση γιατί το χάλκινο νόμισμα που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε είχε αρχίσει να σπανίζει, ενώ συγχρόνως ήταν κακής ποιότητας. Τα νέα νομίσματα κόπηκαν στα τρία νομισματοκοπεία που λειτουργούσαν επί Αναστάσιου, στην Κωνσταντινούπολη, στη Νικομήδεια και στην Αντιόχεια. Το νόμισμα του Αναστάσιου έμεινε ως πρότυπο αυτοκρατορικού νομίσματος μέχρι τα 50 τελευταία χρόνια του 7ου αιώνα.[3]
Στις ανθρωπιστικές του μεταρρυθμίσεις ο Αναστάσιος πρόσθεσε ένα διάταγμα που απαγόρευε τις μονομαχίες ανθρώπων και θηρίων στον Ιππόδρομο.
Αν και ο Αναστάσιος συχνά ελάττωνε τους φόρους πολλών επαρχιών και πόλεων, μάλιστα εκείνων των μερών που πλήγηκαν από τον περσικό πόλεμο και αν και πραγματοποίησε ένα οικονομικό πρόγραμμα, που συμπεριλάμβανε το «Μακρό Τείχος», υδραγωγεία, το Φάρο της Αλεξάνδρειας και άλλα έργα, η κυβέρνηση, προς το τέλος της βασιλείας του Αναστάσιου, είχε ένα μεγάλο απόθεμα το οποίο ο ιστορικός Προκόπιος υπολογίζει - ίσως με κάποια υπερβολή - σε 320.000 λίτρες χρυσού. Η οικονομική τακτική του Αναστάσιου υπήρξε πολύ σημαντική για την πρέπουσα δράση του δεύτερου διαδόχου του, Ιουστινιανού. Η εποχή του Αναστάσιου υπήρξε μια θαυμάσια εισαγωγή στην εποχή του Ιουστινιανού.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής που αρχίζει με τον Αρκάδιο και κλείνει με τον Αναστάσιο (395-518) είναι τα εθνικά και θρησκευτικά προβλήματα και τα πολιτικά ζητήματα που ήταν πάντα σχετικά με θρησκευτικές κινήσεις. Η γοτθική τυραννία δυνάμωσε πολύ στην πρωτεύουσα και απείλησε όλο το κράτος κατά τα τέλη του 4ου αιώνα. Αργότερα η κατάσταση έγινε ακόμα πιο περίπλοκη λόγω των φιλικών διαθέσεων των Γότθων προς τον Αρειανισμό. Η απειλή των Γερμανών ελαττώθηκε στις αρχές του 5ου αιώνα επί Αρκαδίου για να εξαφανιστεί τελείως επί Λέοντα Α', την εποχή δηλαδή της μεταγενέστερης αλλά αδύνατης εκδήλωσής της στα μέσα του 5ου αιώνα. Αργότερα, στα τέλη του ίδιου αιώνα, παρουσιάστηκε από τα βόρεια μέρη ο κίνδυνος των Οστρογότθων, ο οποίος διοχετεύθηκε με επιτυχία από το Ζήνωνα στην Ιταλία, με αποτέλεσμα να τακτοποιηθεί το γερμανικό πρόβλημα στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, προς όφελος του κράτους.
Το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας κατόρθωσε επίσης να πετύχει, τα 50 τελευταία χρόνια του 5ου αιώνα, τη λύση του λιγότερο έντονου εθνικού προβλήματος, της κυριαρχίας των Ισαύρων. Οι Βούλγαροι και οι Σλάβοι μόλις άρχιζαν την περίοδο αυτή τις επιδρομές τους στα σύνορα της αυτοκρατορίας και δεν ήταν δυνατόν να παραβλεφθεί ο μεγάλος ρόλος που επρόκειτο να παίξουν οι βόρειοι αυτοί λαοί στην ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η εποχή του Αναστάσιου μπορεί να θεωρηθεί σαν μια απλή εισαγωγή στην εποχή των Σλάβων.
Το θρησκευτικό πρόβλημα της εποχής αυτής παρουσιάζει δύο φάσεις: την Ορθόδοξη, μέχρι την εποχή του Ζήνωνα, και τη Μονοφυσιτική, στη διάρκεια της βασιλείας του Ζήνωνα και του Αναστάσιου. Η συμπάθεια που εκδήλωνε ο Ζήνωνας προς τους Μονοφυσίτες και οι μονοφυσιτικές τάσεις του Αναστάσιου υπήρξαν σημαντικές όχι μόνο από θρησκευτική, αλλά και από πολιτική άποψη. Στα τέλη του 5ου αιώνα, το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, παρά τη θεωρητική του ενότητα με την Ανατολή, είχε στην πράξη αποξενωθεί από την Κωνσταντινούπολη. Στη Γαλατία, στην Ισπανία και στη Β. Αφρική σχηματίστηκαν νέα βασίλεια των βαρβάρων, η Ιταλία κυβερνιόταν από Γερμανούς και στα τέλη του 5ου αιώνα, ιδρύθηκε σε ιταλικό έδαφος, το βασίλειο των Οστρογότθων. Η κατάσταση αυτή των πραγμάτων εξηγεί γιατί οι ανατολικές επαρχίες - Αίγυπτος, Παλαιστίνη και Συρία - απέκτησαν εξαιρετική σπουδαιότητα στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Η μεγάλη αξία τόσο του Ζήνωνα όσο και του Αναστάσιου έγκειται στο γεγονός ότι κατάλαβαν ότι το κέντρο βαρύτητας είχε μετακινηθεί και στο ότι, εκτιμώντας τη σημασία των ανατολικών επαρχιών, χρησιμοποίησαν κάθε μέσο να βρουν ένα τρόπο να τις προσκολλήσουν στην πρωτεύουσα.
Και εφόσον οι επαρχίες αυτές - κυρίως η Αίγυπτος και η Συρία - ήταν αφοσιωμένες στο δόγμα των Μονοφυσιτών, η μόνη λύση ήταν να ειρηνεύσει η αυτοκρατορία με τους Μονοφυσίτες, αδιαφορώντας για τις υποχωρήσεις που ήταν αναγκασμένη να κάνει. Το γεγονός αυτό εξηγεί το σκόπιμα μάλλον σκοτεινό ενωτικό ζήτημα του Ζήνωνα, το οποίο υπήρξε ένα από τα πρώτα βήματα προς συμβιβασμό με τους Μονοφυσίτες. Όταν η προσπάθεια του Ζήνωνα απέτυχε, ο Αναστάσιος αποφάσισε να ακολουθήσει μια πιο θετική μονοφυσιτική τακτική. Και οι δυο αυτοί αυτοκράτορες υπήρξαν πολύ διορατικοί σε σύγκριση με τους μεταγενέστερους άρχοντες της αυτοκρατορίας. Η μονοφυσιτική τους τακτική ήρθε σε αντίθεση με την κίνηση των Ορθοδόξων, η οποία βρήκε μεγάλη υποστήριξη στην πρωτεύουσα, στη Βαλκανική χερσόνησο, στις περισσότερες επαρχίες της Μ. Ασίας, στα νησιά και σε μερικά μέρη της Παλαιστίνης. Η ορθοδοξία υποστηρίχθηκε επίσης απ’ τον Πάπα, που λόγω του Ενωτικού διέκοψε κάθε σχέση με την Κωνσταντινούπολη. Η αναπόφευκτη σύγκρουση θρησκείας και πολιτικής εξηγεί τις εσωτερικές ταραχές της εποχής του Αναστάσιου, ο οποίος δεν κατόρθωσε, όσο ζούσε, να πετύχει στην αυτοκρατορία του την ειρήνη και την αρμονία που επιθυμούσε. Οι διάδοχοί του οδήγησαν την αυτοκρατορία σ’ ένα τελείως διαφορετικό δρόμο και, από τα τέλη της εποχής αυτής, είχε ήδη να εκδηλώνεται η αποξένωση των ανατολικών επαρχιών.Γενικά η περίοδος αυτή υπήρξε περίοδος αγώνων των διαφόρων εθνικοτήτων, οι οποίες ξεκινούσαν στον αγώνα τους με διαφορετικούς σκοπούς και ελπίδες. Οι Γερμανοί και οι Ίσαυροι επιδίωκαν πολιτική υπεροχή, ενώ οι Κόπτες στην Αίγυπτο και οι Σύριοι ασχολούνταν κυρίως με το θρίαμβο των θρησκευτικών δογμάτων.

Υποσημειώσεις:
[1] Πεδιάδα της γαλλικής Καμπανίας, ανάμεσα στις πόλεις Σαλόν-σιρ-Μαρν και Τρουά, όπου ο Αέτιος και ο Θεοδώριχος νίκησαν τον Αττίλα, το 451 μ.Χ.
[2] Οι Silentiarii ήταν δούλοι των Ρωμαίων οι οποίοι είχαν ως έργο τους την τήρηση της ησυχίας. Επί αυτοκρατορίας έτσι ονομάζονταν οι υπάλληλοι της αυλής που ήταν εντεταλμένοι για την τήρηση της αυλικής εθιμοτυπίας.
[3] Ο Blake αναφέρει ότι «οι πληθωρικές τιμές των αρχών του 4ου αιώνα εξαφανίστηκαν και ότι επιτεύχθηκε ένα λογικό και σταθερό επίπεδο τιμών. Η έκταση όμως αυτής της επιτυχίας του Αναστάσιου δεν είναι γνωστή λόγω της έλλειψης σχετικών πληροφοριών».

Δεν υπάρχουν σχόλια: