7/5/11

Εξωτερική πολιτική επί δυναστείας των Μακεδόνων (10ος αιών) [29]

Οι σχέσεις με τη Βουλγαρία, την εποχή των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, υπήρξαν εξαιρετικά σημαντικές για την αυτοκρατορία. Αν και την εποχή του βασιλιά Συμεών η Βουλγαρία είχε εξελιχθεί σ’ ένα ισχυρό εχθρό του Βυζαντίου, απειλώντας και την πρωτεύουσά της ακόμα, οι βασιλιάδες της δυναστείας των Μακεδόνων υπέταξαν το κράτος αυτό μετατρέποντάς το σε μια επαρχία του Βυζαντίου.
Στη διάρκεια της βασιλείας του Βασιλείου Α' δημιουργήθηκαν ειρηνικές σχέσεις με τη Βουλγαρία. Αμέσως μετά το θάνατο του Μιχαήλ Γ', οι συζητήσεις που διεξήχθηκαν, σχετικά με την εκ νέου ένωση της βουλγαρικής με την ελληνική Εκκλησία, είχαν καλά αποτελέσματα και ο βασιλιάς Βόρις έφτασε στο σημείο να στείλει το γιο του Συμεών να σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη. Οι φιλικές αυτές σχέσεις υπήρξαν πολύ χρήσιμες και για τις δυο πλευρές. Απαλλαγμένος από κάθε ανησυχία, σχετική με τα βόρεια σύνορά του, ο Βασίλειος μπορούσε να ρίξει όλες του τις δυνάμεις στον αγώνα τόσο με τους Άραβες της Ανατολής, στην καρδιά της Μ. Ασίας, όσο και με τους Μουσουλμάνους της Δύσης στην Ιταλία. Ο Βόρις, από την άλλη πλευρά, είχε ανάγκη από ειρήνη για την εσωτερική ανασυγκρότηση του βασιλείου του, το οποίο μόλις είχε δεχθεί τον Χριστιανισμό.
Με την ενθρόνιση του Λέοντα ΣΤ' (886) διασπάστηκε η ειρήνη με τους Βούλγαρους λόγω μιας διαφωνίας σχετικά με την εκπλήρωση ορισμένων φορολογικών καθηκόντων, των οποίων η παραμέληση έβλαπτε σοβαρά το εμπόριο των Βουλγάρων. Η Βουλγαρία την εποχή αυτή διοικείτο από τον περίφημο βασιλιά της Συμεών, γιο του Βόριδα. Η «αγάπη την οποία είχε για τη μόρφωσή του οδήγησε στο να διαβάσει και πάλι τα βιβλία των αρχαίων», ενώ συγχρόνως η ίδια αγάπη είχαν σαν αποτέλεσμα στο να προσφέρει στο κράτος μεγάλες υπηρεσίες στον τομέα του πολιτισμού και τη αγωγής. Τα μεγάλα πολιτικά του σχέδια επρόκειτο να πραγματοποιηθούν σε βάρος του Βυζαντίου. Ο Λέων ΣΤ', έχοντας επίγνωση του ότι δεν μπορούσε να αντισταθεί αποτελεσματικά στον Συμεών, επειδή ο στρατός του ήταν απασχολημένος στον πόλεμο με τους Άραβες, ζήτησε βοήθεια από τους Μαγυάρους, οι οποίοι συμφώνησαν να εισβάλουν ξαφνικά στη Βουλγαρία από το Βορρά, αποβλέποντας στην απόσπαση της προσοχής του Συμεών από τα σύνορα του Βυζαντίου.
Η στιγμή αυτή υπήρξε πολύ σημαντική για την ιστορία της Ευρώπης. Για πρώτη φορά, στα τέλη του 9ου αιώνα, ένας νέος λαός, οι Μαγυάροι (Ούγγροι, οι βυζαντινές πηγές συχνά τους ονομάζουν Τούρκους, ενώ οι Δυτικοί τους αναφέρουν ως Αβάρους), αναμίχθηκαν στις διεθνείς σχέσεις των ευρωπαϊκών κρατών ή, όπως λέει ο Grot, «αυτή υπήρξε η πρώτη εμφάνιση των Μαγυάρων, στο στίβο των ευρωπαϊκών πολέμων, ως συμμάχων ενός από τα πιο αναπτυγμένα έθνη». Ο Συμεών είχε νικηθεί από τους Μαγυάρους σε αρκετούς πολέμους, αλλά έδειξε μεγάλη ικανότητα στην αντιμετώπιση της δύσκολης κατάστασης, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο με διαπραγματεύσεις με το Βυζάντιο, στη διάρκεια των οποίων πέτυχε να κερδίσει τους Πατσινάκους, με τη βοήθεια των οποίων νίκησε τους Μαγυάρους, αναγκάζοντάς τους να κινηθούν προς τον Βορρά, στο μέρος του μελλοντικού τους κράτους, στην κοιλάδα του μέσου Δούναβη. Μετά απ’ αυτή τη νίκη ο Συμεών έστρεψε την προσοχή του στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και με μια αποτελεσματική νίκη έφθασε κοντά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ο νικημένος αυτοκράτορας πέτυχε να συνάψει συνθήκη με βάση την οποία υποχρεωνόταν να αποφύγει οποιαδήποτε εχθρική ενέργεια κατά των Βουλγάρων, καθώς και να στέλνει στον Συμεών κάθε χρόνο πλούσια δώρα.
Μετά την πολιορκία και τη λεηλασία της Θεσσαλονίκης από τους Άραβες, το 904, ο Συμεών άρχισε να επιθυμεί πολύ την προσάρτηση αυτής της μεγάλης πόλης (είχε 200.000 κατοίκους) στο βασίλειό του. Ο Λέων ΣΤ' πέτυχε να εμποδίσει την πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου παραχωρώντας στους Βούλγαρους άλλα εδάφη της αυτοκρατορίας. Ο συνοριακός λίθος που τοποθετήθηκε μεταξύ της Βουλγαρίας και του Βυζαντίου, το 904, υπάρχει ακόμα. Φέρει μια ενδιαφέρουσα επιγραφή, σχετική με τη συμφωνία μεταξύ των δύο δυνάμεων, για την οποία ο Βούλγαρος ιστορικός Zlatarsky παρατηρεί ότι «σύμφωνα με τη συμφωνία αυτή οι σλαβικές χώρες της Ν. Μακεδονίας και Ν. Αλβανίας, που μέχρι τότε ανήκαν στο Βυζάντιο, από εκείνη τη στιγμή (904) έγιναν μέρος του βουλγαρικού βασιλείου. Δηλαδή, με βάση αυτή τη συμφωνία, ο Συμεών ένωσε κάτω από το σκήπτρο του κράτους του όλες τις σλαβικές φυλές της Βαλκανικής χερσονήσου, που έδωσαν στο βουλγαρικό έθνος την τελική του όψη». Από την εποχή της συνθήκης αυτής μέχρι το τέλος της βασιλείας του Λέοντα δεν παρουσιάστηκαν προστριβές μεταξύ της Βουλγαρίας και της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Στη διάρκεια της περιόδου μεταξύ του θανάτου του Λέοντα ΣΤ' και του θανάτου του Συμεών (927) επικράτησε μια συνεχής κατάσταση πολέμου μεταξύ Βυζαντίου και Βουλγαρίας κι ο Συμεών αγωνίστηκε για να κατακτήσει τη Κωνσταντινούπολη. Άδικα ο Πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός του έστειλε ταπεινωτικές επιστολές γραμμένες «όχι με μελάνι αλλά με δάκρυα». Μερικές φορές μάλιστα ο Πατριάρχης απειλούσε τον Συμεών ότι το Βυζάντιο θα συμμαχούσε με τους Ρώσους, τους Πατσινάκους, τους Αλανούς και τους Τούρκους της Δύσης, δηλαδή τους Ούγγρους. Αλλά ο Συμεών γνώριζε πολύ καλά ότι οι συμμαχίες αυτές δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν και συνεπώς οι απειλές έμειναν δίχως αποτέλεσμα. Ο βουλγαρικός στρατός νίκησε σε αρκετές μάχες τους Βυζαντινούς, των οποίων οι απώλειες υπήρξαν πολύ μεγάλες κυρίως το 917, όταν ο στρατός του Βυζαντίου εκμηδενίστηκε στον Αχελώο ποταμό, κοντά στην Αγχίαλο (στη Θράκη). Ο ιστορικός Λέων ο Διάκονος επισκέφθηκε στα τέλη του 10ου αιώνα τον τόπο της μάχης και έγραψε τα εξής: «Ακόμα και τώρα μπορεί κανείς να δει κομμάτια οστών κοντά στην Αγχίαλο, όπου ο Ρωμαϊκός στρατός, φεύγοντας κομματιάστηκε άδοξα».
Μετά τη μάχη του Αχελώου ο δρόμος προς την Κωνσταντινούπολη ήταν πια ανοιχτός. Το 918 όμως ο βουλγαρικός στρατός ήταν απασχολημένος στη Σερβία, ενώ το 919 έγινε αυτοκράτορας ο έξυπνος και δραστήριος ναύαρχος Ρωμανός Λεκαπηνός.
Στο μεταξύ οι Βούλγαροι έφτασαν στο Νότο μέχρι τα Δαρδανέλλια και το 922 πήραν την Αδριανούπολη.
Κατόπιν ο στρατός τους εισχώρησε στην κεντρική Ελλάδα, ενώ ένα μέρος του κατευθύνθηκε προς τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, η οποία διέτρεχε τον κίνδυνο να καταληφθεί από την μια στιγμή στην άλλη. Συγχρόνως ο Συμεών προσπάθησε να συμμαχήσει με τους Άραβες της Αφρικής για μια κοινή πολιορκία της πρωτεύουσας. Όλη η Θράκη και η Μακεδονία, εκτός από τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη, ήταν στη διάθεση των βουλγαρικών δυνάμεων. Οι ανασκαφές που έγιναν κοντά στην Aboba (στη ΒΑ Βουλγαρία) αποκάλυψαν αρκετές στήλες που προορίζονταν για τη μεγάλη εκκλησία που ήταν κοντά στο παλάτι του βασιλιά. Η ιστορική σημασία των ευρημάτων αυτών έγκειται στις επιγραφές τους, οι οποίες περιέχουν τα ονόματα των βυζαντινών πόλεων τις οποίες κατέκτησε ο Συμεών. Το γεγονός ότι ο Συμεών ονόμαζε τον εαυτό του «Αυτοκράτορα των Βουλγάρων και των Ελλήνων» οφείλεται εν μέρει στην κατάκτηση, από τη μεριά του, του μεγαλύτερου μέρους των βυζαντινών κτήσεων της Βαλκανικής χερσονήσου.
Το 923 ή το 924 έλαβε χώρα κάτω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης η περίφημη συνάντηση του Ρωμανού Λεκαπηνού με τον Συμεών. Ο αυτοκράτορας, ο οποίος έφτασε πρώτος, ήρθε με την αυτοκρατορική θαλαμηγό, ενώ ο Συμεών ήρθε από την ξηρά. Οι δυο μονάρχες αλληλοχαιρετήθηκαν και άρχισαν να συνομιλούν. Η ομιλία του Ρωμανού έχει διασωθεί. Ένα είδος ανακωχής ακολούθησε τη συνάντηση αυτή, με όρους όχι και τόσο σκληρούς, αν και ο Ρωμανός αναγκάστηκε να πληρώσει ετήσιο φόρο στον Συμεών.
Ο Συμεών αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Κωνσταντινούπολη, επειδή αντιμετώπιζε μεγάλο κίνδυνο από το νεοσύστατο σερβικό βασίλειο, το οποίο βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ενώ συγχρόνως δεν είχε ικανοποιητικά αποτελέσματα από τις διαπραγματεύσεις του με τους Άραβες. Αργότερα άρχισε να οργανώνει μια νέα εκστρατεία εναντίον της Κωνσταντινούπολης, αλλά πέθανε στη διάρκεια της προετοιμασίας της (927).
Την εποχή του Συμεών, οι βουλγαρικές κινήσεις αυξήθηκαν σοβαρά, φτάνοντας από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας μέχρι την Αδριατική και από τον κάτω Δούναβη στην κεντρική Θράκη και Μακεδονία, μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Για τα κατορθώματά του αυτά ο Συμεών αποτελεί σπουδαία προσωπικότητα, επειδή το όνομά του συνδέεται με την πρώτη προσπάθεια αντικατάστασης της βυζαντινής κυριαρχίας, στη Βαλκανική χερσόνησο, από τη σλαβική.
Τον Συμεών διαδέχθηκε ο πράος Πέτρος, ο οποίος, χάρη στο γάμο του, «συγγένεψε» με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Η συνθήκη που υπογράφηκε από την αυτοκρατορία αναγνώριζε τον βασιλικό του τίτλο καθώς και το βουλγαρικό Πατριαρχείο που είχε ιδρύσει ο Συμεών. Η ειρήνη αυτή κράτησε 40 περίπου χρόνια. Με τις λαμπρές νίκες των Βουλγάρων, οι όροι αυτής της ειρήνης (πολύ ικανοποιητικοί για το Βυζάντιο) «μόλις έκρυβαν το γεγονός ότι ουσιαστικά η Βουλγαρία κατέρρεε». Η συνθήκη αυτή αποτελεί μια πραγματική επιτυχία μιας έξυπνης και δραστήριας πολιτικής του Ρωμανού Λεκαπηνού.
Η «Μεγάλη Βουλγαρία» της εποχής του Συμεών διαλύθηκε, την εποχή του Πέτρου, λόγω των εσωτερικών ανωμαλιών και λόγω των εισβολών στη Θράκη, το 934, των Μαγυάρων και των Πατσινάκων, οι οποίοι έφτασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Το 943 επανέλαβαν τις επιθέσεις τους στη Θράκη και ο Ρωμανός Λεκαπηνός έκλεισε μαζί τους μια πενταετή ειρήνη, η οποία, μετά την πτώση του, ανανεώθηκε, για να διαρκέσει σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου. Αργότερα, τα 50 τελευταία χρόνια του 10ου αιώνα, οι Μαγυάροι εισέβαλαν στη Βαλκανική χερσόνησο πολλές φορές.
Η παρακμή της δύναμης της Βουλγαρίας υπήρξε πολύ ευνοϊκή για το Βυζάντιο. Ο Νικηφόρος Φωκάς και ο Ιωάννης Τσιμισκής συνέχισαν να αγωνίζονται σταθερά με τους Βούλγαρους έχοντας τη βοήθεια του Ρώσου πρίγκιπα Sviatoslav. Όταν όμως οι επιτυχίες του ρωσικού στρατού στη Βουλγαρία έφεραν τον Sviatoslav στα σύνορα της αυτοκρατορίας, ο αυτοκράτορας ταράχθηκε. Δικαιολογημένα εξάλλου, επειδή οι Ρώσοι προχώρησαν αργότερα τόσο πολύ στην περιοχή του Βυζαντίου, ώστε ένας Ρώσος χρονογράφος αναφέρει ότι ο Sviatoslav «έφτασε σχεδόν στα τείχη της Κωνσταντινούπολης» («Το Λαυρεντιανό χρονικό του 971»). Ο Ιωάννης Τσιμισκής (με τους στρατηγούς του Βάρδα Σκληρό και Πέτρο Φωκά) κατεύθυνε τις δυνάμεις του εναντίον των Ρώσων, με τη δικαιολογία ότι προστατεύει τη Βουλγαρία από τους νέους κατακτητές και αφού νίκησε τον Sviatoslav, κατέλαβε (971) όλη την ανατολική Βουλγαρία συλλαμβάνοντας όλη τη βασιλική οικογένεια της Βουλγαρίας. Έτσι την εποχή του Ιωάννη Τσιμισκή συμπληρώθηκε τελείως η προσάρτηση της ανατολικής Βουλγαρίας.
Μετά το θάνατό του, οι Βούλγαροι εκμεταλλευόμενοι τις εσωτερικές ανωμαλίες της αυτοκρατορίας επαναστάτησαν εναντίον του Βυζαντίου. Ως αρχηγός της περιόδου αυτής παρουσιάζεται ο δραστήριος άρχοντας της ανεξάρτητης δυτικής Βουλγαρίας Σαμουήλ, ο οποίος πιθανόν είναι και ο ιδρυτής μιας νέας δυναστείας. Ο Σαμουήλ υπήρξε «ένας από τους πιο επιφανείς άρχοντες της πρώτης Βουλγαρικής αυτοκρατορίας».
Ο αγώνας του Βασιλείου Β' με τον Σαμουήλ κράτησε 42 χρόνια και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εξελίχθηκε σε βάρος του Βυζαντίου, κυρίως λόγω του ότι οι δυνάμεις του ήταν απασχολημένες με τους πολέμους της Ανατολής. Στρατηγοί τότε ήταν ο Νικηφόρος Ουρανός και ο Νικηφόρος Ξιφίας. Μόνο στις αρχές του 11ου αιώνα άρχισε η τύχη να χαμογελά στον Βασίλειο. Ο Βασίλειος κατέβηκε στην Αθήνα, όπου απεύθυνε δέηση στην Παρθένο Μαρία στον Παρθενώνα, ο οποίος είχε μεταβληθεί σε ναό της Παναγίας. Ο αγώνας του με τους Βούλγαρους ήταν πολύ σκληρός με αποτέλεσμα να ονομαστεί «Βουλγαροκτόνος». Όταν ο Σαμουήλ είδε τους 14.000 Βούλγαρους, τους οποίους ο Βασίλειος Β' έστειλε πίσω στη χώρα του, αφού προηγουμένως τους τύφλωσε, πέθανε από την οδυνηρή εντύπωση που του προκάλεσε το θέαμα αυτό. Μετά το θάνατό του το 1014 η Βουλγαρία δεν είχε τη δύναμη να αντισταθεί στους Βυζαντινούς και συνεπώς γρήγορα κατακτήθηκε από την αυτοκρατορία. Το 1018 έπαψε να υφίσταται το πρώτο Βουλγαρικό βασίλειο, επειδή μεταβλήθηκε σε επαρχία του Βυζαντίου, την οποία διεύθυνε ένας αυτοκρατορικός διοικητής. Διατηρούσε όμως, μέχρι ένα σημείο, την εσωτερική της αυτονομία.
Η βουλγαρική επανάσταση που εκδηλώθηκε εναντίον της αυτοκρατορίας κατά τα μέσα του 11ου αιώνα, κάτω από την ηγεσία του Πέτρου Δελιάνου, κατεστάλη, οδηγώντας συγχρόνως στην εκμηδένιση της βουλγαρικής αυτονομίας. Στη διάρκεια της βυζαντινής κυριαρχίας οι περιοχές που κατοικούνταν από Βούλγαρους επηρεάστηκαν βαθμιαία από τον ελληνικό πληθυσμό. Οι Βούλγαροι όμως διατήρησαν την εθνικότητά τους, η οποία απέκτησε ιδιαίτερη δύναμη όταν σχηματίστηκε τον 12ο αιώνα το δεύτερο Βουλγαρικό βασίλειο.
Όπως αναφέρει ένας Αυστριακός ιστορικός, «η πτώση του Βουλγαρικού βασιλείου το 1018 ανήκει στα πιο σπουδαία και αποφασιστικά γεγονότα του 11ου αιώνα και του Μεσαίωνα γενικά. Η Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) αυτοκρατορία αναγέρθηκε και πάλι εκτείνοντας τα όριά της από την Αδριατική μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα και από τον Δούναβη μέχρι τη νότια άκρη της Πελοποννήσου» (K.R. von Höfler).

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΡΩΣΙΑ
Την εποχή της Μακεδονικής δυναστείας αναπτύχθηκαν πολύ εχθρικές σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και του Βυζαντίου. Σύμφωνα με τη γνώμη του Ρώσου χρονογράφου, την περίοδο της βασιλείας του Λέοντα ΣΤ', το 907, ο Ρώσος πρίγκιπας Ολέγ [1] παρουσιάστηκε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης με πολυάριθμα πλοία και, αφού λεηλάτησε τα περίχωρα της πρωτεύουσας σκοτώνοντας πολλούς ανθρώπους, ανάγκασε τον αυτοκράτορα να διαπραγματευθεί ειρήνη. Αν και καμιά γνωστή μέχρι τώρα πηγή, βυζαντινή, δυτική ή ανατολική, δεν αναφέρει αυτήν την εκστρατεία ή το όνομα του Ολέγ, η περιγραφή του Ρώσου χρονογράφου (το ρωσικό χρονικό του Νέστωρα), έχοντας διάφορες μυθολογικές λεπτομέρειες, στηρίζεται σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Είναι πολύ πιθανόν ότι η συμφωνία του 907 επικυρώθηκε το 911 από μια τυπική συνθήκη η οποία, σύμφωνα με τη γνώμη του Ρώσου χρονογράφου, παραχώρησε στους Ρώσους σοβαρά εμπορικά προνόμια.
Η περίφημη ιστορία του Λέοντα του Διακόνου, η οποία αποτελεί ανεκτίμητη πηγή για τα 50 τελευταία χρόνια του 13ου αιώνα, περιέχει ένα ενδιαφέρον κομμάτι που συνήθως δεν το έχουν προσέξει όσο πρέπει, αν και θα πρέπει να θεωρηθεί προς το παρόν ως ο μόνος υπαινιγμός τον οποίον βρίσκουμε στις βυζαντινές πηγές σχετικά με τις συνθήκες του Ολέγ. Ο υπαινιγμός αυτός βρίσκεται στα όσα, κατά τον Λέοντα τον Διάκονο, αναφέρει ο Ιωάννης Τσιμισκής απειλώντας τον Sviatoslav και λέγοντας: «Ελπίζω ότι δεν έχεις ξεχάσει την ήττα του πατέρα σου Ιγκόρ, ο οποίος καταφρονώντας τις ένορκες σπονδές, έφτασε δια θαλάσσης εμπρός στην αυτοκρατορική πόλη, ακολουθούμενος από ένα μεγάλο στρατό και από πολυάριθμα πλοία». «Οι ένορκες σπονδές» που έγιναν με το Βυζάντιο πριν από την εποχή του Ιγκόρ, πρέπει να είναι οι συνθήκες του Ολέγ, τις οποίες αναφέρει ο Ρώσος χρονογράφος.
Θα ήταν επίσης ενδιαφέρον να συγκρίνουμε το απόσπασμα που μόλις αναφέραμε με τις περιγραφές που βρίσκουμε στις βυζαντινές πηγές για την παρουσία ρωσικών επικουρικών στρατευμάτων στο στρατό του Βυζαντίου από τις αρχές του 10ου αιώνα, καθώς και με το σημείο εκείνο της συνθήκης του 911 που επιτρέπει (κατά τον Ρώσο χρονογράφο) στους Ρώσους να υπηρετήσουν, αν επιθυμούν, στο στρατό του αυτοκράτορα του Βυζαντίου.
Το 1912, ένας Εβραίος επιστήμονας στην Αμερική, ο Schechter, εξέδωσε και μετάφρασε αγγλικά τα αποσπάσματα (που έχουν διασωθεί) ενός ενδιαφέροντος εβραϊκού κειμένου, που αναφέρεται στις σχέσεις Χαζάρων, Ρώσων και Βυζαντίου, τον 10ο αιώνα. Η αξία αυτού του κειμένου είναι μεγάλη, κυρίως λόγω του ότι αναφέρει το όνομα του «Helgu (Ολέγ), βασιλέως της Ρωσίας», περιέχοντας συγχρόνως νέα σχετικά με το πρόσωπό του στοιχεία, όπως π.χ. την ιστορία της άτυχης εκστρατείας του εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Οι χρονολογικές και τοπογραφικές δυσκολίες που παρουσιάζει το κείμενο αυτό, βρίσκονται ακόμα στο στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας, και συνεπώς είναι πολύ νωρίς να αποφασίσουμε οριστικά γι’ αυτό το αναμφισβήτητα ενδιαφέρον στοιχείο. Οπωσδήποτε η δημοσίευση αυτού του κειμένου έχει μια νέα προσπάθεια επανεξέτασης της σχετικής με τον Ολέγ χρονολογίας, την οποία αναφέρουν τα παλαιά ρωσικά χρονικά.
Την εποχή του Ρωμανού Λεκαπηνού, η πρωτεύουσα υπέστη δυο φορές την επίθεση του Ρώσου πρίγκιπα Ιγκόρ, του οποίου το όνομα αναφέρεται όχι μόνο στα ρωσικά χρονικά, αλλά και στις ελληνικές και λατινικές πηγές. Η πρώτη του εκστρατεία, το 941, έγινε με αρκετά πλοία, τα οποία έπλευσαν στην ακτή της Βιθυνίας, στη Μαύρη Θάλασσα, καθώς και στον Βόσπορο, όπου οι Ρώσοι λεηλάτησαν τις ακτές προχωρώντας μέχρι τη Χρυσούπολη (σημερινό Σκούταρι). Η εκστρατεία όμως τέλειωσε με την πλήρη αποτυχία του Ιγκόρ. Στρατηγοί τότε του Βυζαντίου ήταν ο Ιωάννης Κουρκούας και ο Βάρδας Φωκάς. Ένας μεγάλος αριθμός ρωσικών πλοίων καταστράφηκε από το «ελληνικό πυρ» (που το χρησιμοποίησε ο Πατρίκιος Θεοφάνης) και το υπόλοιπο μέρος του στόλου επέστρεψε στον Βορρά. Οι Ρώσοι αιχμάλωτοι που συνελήφθηκαν από τους Βυζαντινούς καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Οι δυνάμεις που διέθετε ο Ιγκόρ για τη δεύτερη εκστρατεία του, το 944, ήταν πολύ μεγαλύτερες από αυτές της πρώτης. Ο Ρώσος χρονογράφος αναφέρει ότι ο Ιγκόρ οργάνωσε ένα μεγάλο στρατό Βαράγγων, Ρώσων, Σλάβων, Πατσινάκων κλπ. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, τρομαγμένος από αυτές τις προετοιμασίες, έστειλε τους καλύτερους ευγενείς του στον Ιγκόρ και τους Πατσινάκους, προσφέροντάς τους πολύτιμα δώρα και υποσχόμενος να πληρώνει στον Ιγκόρ ένα φόρο σαν και αυτόν που λάμβανε και ο Ολέγ. Παρόλα αυτά, όμως, ο Ιγκόρ ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη, αλλά όταν έφτασε στις όχθες του Δούναβη, αποφάσισε να δεχθεί τις προτάσεις της αυτοκρατορίας και επέστρεψε στο Κίεβο. Τον επόμενο χρόνο οι Ρώσοι και οι Βυζαντινοί έκαναν μια συνθήκη με βάση (σε σύγκριση με τους όρους του Ολέγ) λιγότερο ευνοϊκούς όρους για τους Ρώσους. Η ειρήνη αυτή επρόκειτο να διαρκέσει «όσο διαρκεί ο ήλιος και ο κόσμος, τώρα και στους αιώνες» («Το Λαυρεντινό Χρονικό για το έτος 945»).
Οι φιλικές σχέσεις που δημιουργήθηκαν με βάση αυτή τη συνθήκη, εκδηλώθηκε ακόμα πιο πολύ την εποχή του Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογέννητου, το 957, όταν η μεγάλη πριγκίπισσα της Ρωσίας Όλγα (χήρα του Ιγκόρ, που δέχθηκε τον Χριστιανισμό στο Κίεβο) έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε δεκτή με μεγαλοπρέπεια από τον αυτοκράτορα, την αυτοκράτειρα και τον διάδοχο του θρόνου. [2]
Ακόμα πιο αξιόλογες υπήρξαν οι σχέσεις του Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου με τον Ρώσο πρίγκιπα Βλαδίμηρο, του οποίου το όνομα είναι στενά συνδεδεμένο με τη μεταστροφή της Ρωσίας στον Χριστιανισμό.
Την 9η δεκαετία του 10ου αιώνα, η θέση του αυτοκράτορα και της δυναστείας του ήταν πολύ κρίσιμη. Ο Βάρδας Φωκάς, ο αρχηγός της επανάστασης εναντίον του Βασιλείου, πήρε με το μέρος του σχεδόν όλη τη Μικρά Ασία και προχώρησε κοντά στην πρωτεύουσα, ενώ οι βόρειες επαρχίες της αυτοκρατορίας κινδύνευαν από τις εισβολές των νικηφόρων Βουλγάρων. Ο Βασίλειος ζήτησε τη βοήθεια του πρίγκιπα Βλαδίμηρου, με τον οποίον πέτυχε να σχηματίσει μια συμμαχία, με βάση την οποία ο Ρώσος πρίγκιπας θα έστελνε στον Βασίλειο 6.000 στρατιώτες, παίρνοντας για αντάλλαγμα γυναίκα του την αδελφή του αυτοκράτορα Άννα και υποσχόμενος συγχρόνως να δεχθεί τον Χριστιανισμό και να κάνει χριστιανικό το λαό του. Με τη βοήθεια των Ρώσων κατεστάλη το κίνημα του Βάρδα, ο οποίος τελικά σκοτώθηκε. Ο Βασίλειος όμως δεν κράτησε την υπόσχεσή του να δώσει ως σύζυγο του Βλαδίμηρου την αδελφή του Άννα, οπότε ο Ρώσος πρίγκιπας πολιόρκησε και κατέλαβε τη σπουδαία πόλη του Βυζαντίου Χερσώνα, αναγκάζοντας έτσι τον Βασίλειο να κρατήσει την υπόσχεσή του. Ο Βλαδίμηρος βαφτίστηκε και παντρεύτηκε την πριγκίπισσα του Βυζαντίου Άννα. Δεν είναι ακριβώς γνωστό αν η μεταστροφή της Ρωσίας στο Χριστιανισμό έγινε το 988 ή το 989. Μερικοί ιστορικοί δέχονται την πρώτη ημερομηνία, ενώ άλλοι υποστηρίζουν τη δεύτερη. Οι ειρηνικές και φιλικές σχέσεις Ρωσίας και αυτοκρατορίας διατηρήθηκαν για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και οι δύο χώρες αντήλλασσαν ελεύθερα και σε μεγάλη έκταση τα εμπορεύματά τους.
Όπως αναφέρεται κάπου, στη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου του Μονομάχου, το 1043, «οι Σκύθες έμποροι» (δηλαδή οι Ρώσοι) είχαν με τους Βυζαντινούς μια μεγάλη φιλονικία, στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε ένας Ρώσος ευγενής. Είναι πολύ πιθανόν ότι το γεγονός αυτό χρησιμοποιήθηκε από τη Ρωσία ως αφορμή για μια νέα εκστρατεία εναντίον του Βυζαντίου. Ο μεγάλος πρίγκιπας της Ρωσίας Γιαροσλάβ ο Σοφός έστειλε το μεγαλύτερό του γιο Βλαδίμηρο, με πολυάριθμο στρατό και αρκετά πλοία στις ακτές του Βυζαντίου. Ο ρωσικός αυτός στόλος καταστράφηκε με τη βοήθεια του υγρού πυρός, σχεδόν τελείως, από τις αυτοκρατορικές δυνάμεις. Στα πλοία με το υγρό πυρ ήταν ο Μάγιστρος Βασίλειος Θεοδωροκάνος. Τα λείψανα του ρωσικού στρατού του Βλαδίμηρου έσπευσαν να αποσυρθούν και ενώ επέστρεφαν, τους κατέκοψε στη Βάρνα (Βουλγαρίας) ο στρατηγός Κατακαλών Κεκαυμένος (1043). Η εκστρατεία αυτή είναι κι η τελευταία, που επιχείρησαν οι Ρώσοι (τον Μεσαίωνα) εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Οι εθνογραφικές μεταβολές που έγιναν στα μέσα του 11ου αιώνα στις στέπες της σημερινής Νότιας Ρωσίας, λόγω της εμφάνισης τους τουρκικής φυλής των Polovski, απέκλεισαν κάθε δυνατότητα άμεσων σχέσεων της Ρωσίας με τo Βυζάντιο.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΠΑΤΣΙΝΑΚΩΝ
Τον 11ο αιώνα οι Πατσινάκοι (όπως τους ονόμαζαν οι βυζαντινές πηγές) ή οι Πετσενέγοι (κατά τα ρωσικά χρονικά) εξάσκησαν για αρκετό χρονικό διάστημα μεγάλη επιρροή στην τύχη της αυτοκρατορίας. Υπήρξε μάλιστα μια περίοδος, λίγο πριν την Α' Σταυροφορία, οπότε για πρώτη φορά, στη διάρκεια της σύντομης και βάρβαρης ύπαρξής τους, έπαιξαν πολύ σπουδαίο ρόλο στην παγκόσμια ιστορία.
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε γνωρίσει τους Πατσινάκους πριν από πολύ καιρό. Είχαν εγκατασταθεί τον 9 αιώνα, στα νότια του Κάτω Δούναβη και στις πεδιάδες της σύγχρονης Ν. Ρωσίας, εκτεινόταν δηλαδή η περιοχή τους από τον Κάτω Δούναβη μέχρι τις ακτές του ποταμού Δνείπερου και μερικές φορές πέρα από τον ποταμό αυτόν. Στη Δύση, η συνοριακή γραμμή μεταξύ της περιοχής των Πατσινάκων και της Βουλγαρίας είχε οριστικά χαραχθεί, ενώ στην Ανατολή δεν υπήρχαν ορισμένα σύνορα, επειδή οι Πατσινάκοι αναγκάζονταν από άλλες βάρβαρες νομαδικές φυλές να υποχωρούν συνεχώς προς τη Δύση. Οι Πατσινάκοι ήταν συγγενική φυλή με τους Σελτζούκους Τούρκους και η συγγένειά τους αυτή υπήρξε πολύ σημαντική.
Οι άρχοντες του Βυζαντίου θεωρούσαν τους Πατσινάκους ως τους πιο σημαντικούς γείτονές τους, επειδή αποτελούσαν τον βασικό παράγοντα για τη διατήρηση της ισορροπίας των σχέσεων της αυτοκρατορίας με τους Ρώσους, τους Μαγυάρους και τους Βούλγαρους. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος αφιέρωσε πολύ χώρο για τους Πατσινάκους στο σχετικό με την οργάνωση της αυτοκρατορίας έργο του, το οποίο έγραψε τον 10ο αιώνα, αφιερώνοντάς το στον γιο και διάδοχό του Ρωμανό. Ο συγγραφέας συμβουλεύει το γιο του να διατηρήσει (για το καλό της αυτοκρατορίας) πρώτα από όλα, φιλικές σχέσεις με τους Πατσινάκους, επειδή, εφόσον οι Πατσινάκοι μένουν φίλοι της αυτοκρατορίας, ούτε οι Ρώσοι, ούτε οι Μαγυάροι, ούτε οι Βούλγαροι θα μπορέσουν να επιτεθούν εναντίον της περιοχής του Βυζαντίου. Από πολλά πράγματα που αναφέρονται στο έργο αυτό του Κωνσταντίνου, αποδεικνύεται επίσης ότι οι Πατσινάκοι χρησίμευαν ως μεσάζοντες για τις εμπορικές σχέσεις της βυζαντινής περιοχής της Κριμαίας (του θέματος της Χερσώνας δηλαδή) με τη Ρωσία, τη Χαζαρία και άλλες γειτονικές χώρες. Συνεπώς οι Πατσινάκοι του 10 αιώνα υπήρξαν πολύ χρήσιμοι στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, τόσο από πολιτική όσο και από οικονομική άποψη.
Τα 50 τελευταία χρόνια του 10ου και στις αρχές του 11ου αιώνα, η κατάσταση άλλαξε. Η ανατολική Βουλγαρία καταλήφθηκε από τον Ιωάννη Τσιμισκή, ενώ ο Βασίλειος Β' συνέχισε την κατάκτηση μέχρις ότου όλη Βουλγαρία περιήλθε κάτω από την κυριαρχία του Βυζαντίου. Οι Πατσινάκοι που ήταν προηγουμένως απομονωμένοι από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, έγιναν τώρα άμεσοι γείτονές της. Οι νέοι αυτοί γείτονες ήταν τόσο ισχυροί και πολυάριθμοι που η αυτοκρατορία δεν μπορούσε να αντισταθεί αποτελεσματικά στην κάθοδό τους που προκαλείτο από την πίεση που ασκούσαν στους Πατσινάκους άλλες φυλές. Ο Θεοφύλακτος Αχρίδας, εκκλησιαστικός συγγραφέας του 11ου αιώνα, μιλάει για τις επιδρομές των Πατσινάκων, τους οποίους ονομάζει Σκύθες. «Οι εισβολές τους», γράφει, «είναι μια λάμψη αστραπής, ενώ η υποχώρησή τους είναι εξίσου βαριά και συγχρόνως ελαφριά: βαριά λόγω των λεηλασιών και ελαφριά λόγω της ταχύτητας με την οποία φεύγουν... Το πιο φοβερό πράγμα όμως είναι ότι ξεπερνούν στον αριθμό τις μέλισσες της άνοιξης και κανείς δεν γνωρίζει ακόμα πόσες χιλιάδες ή δεκάδες χιλιάδες είναι, επειδή ο αριθμός τους είναι αλογάριαστος».
Όμως, μέχρι τα μέσα του 11ου αιώνα η αυτοκρατορία δεν είχε λόγους να φοβάται τους Πατσινάκους, οι οποίοι έγιναν επικίνδυνοι μόνον όταν στα μέσα του ίδιου αιώνα διέσχισαν τον Δούναβη.
Ο V.G. Vasilievsky, ο οποίος είναι και ο πρώτος ιστορικός που ξεκαθάρισε την ιστορική σημασία των Πατσινάκων, έγραψε το 1878 σχετικά με την εισβολή τους στην περιοχή του Βυζαντίου ότι «το γεγονός αυτό που διέφυγε την προσοχή όλων των σύγχρονων ιστορικών έργων είχε τεράστια σημασία για την ιστορία της ανθρωπότητας. Οι συνέπειές της υπήρξαν εξίσου σπουδαίες με τις συνέπειες της διάσχισης του Δούναβη από τους Γότθους της Δύσης, η οποία οδήγησε στη μετανάστευση των εθνών».
Ο Κωνσταντίνος Μονομάχος (1042-1055) έδωσε στους Πατσινάκους ορισμένες περιοχές της Βουλγαρίας για την εγκατάστασή τους, δίνοντας συγχρόνως τρία οχυρά στις ακτές του Δούναβη. Καθήκον των Πατσινάκων αποίκων ήταν η υπεράσπιση των συνόρων της αυτοκρατορίας από τις επιθέσεις των συμπατριωτών τους που έμεναν στην άλλη όχθη του Δούναβη, καθώς και από τις εκστρατείες των Ρώσων πριγκίπων.
Οι Πατσινάκοι, όμως, στις βόρειες όχθες του Δούναβη προχωρούσαν προς το Νότο. Την πρώτη περίοδο των εισβολών τους είχαν διασχίσει το Δούναβη πολυάριθμα μέλη της φυλής τους (μερικά βιβλία αναφέρουν 800.000 άτομα) και είχαν κατέβει μέχρι την Αδριανούπολη, ενώ άλλες μικρότερες ομάδες έφτασαν στην πρωτεύουσα. Όμως ο στρατός του Κωνσταντίνου Μονομάχου μπορούσε ακόμα να αντισταθεί σε αυτές τις ορδές, προκαλώντας τους οδυνηρές απώλειες. Στα τέλη όμως της βασιλείας του Κωνσταντίνου, η αντιμετώπιση των Πατσινάκων έγινε πιο δύσκολη και η εκστρατεία του αυτοκράτορα τέλειωσε με τον πλήρη εκμηδενισμό του βυζαντινού στρατού. Εκεί σκοτώθηκε κι ο στρατηγός Κατακαλών Κεκαυμένος. «Στη διάρκεια μιας τρομερής νύχτας σφαγής, οι συντριμμένες μονάδες του βυζαντινού στρατού καταστράφηκαν από τους βαρβάρους χωρίς σχεδόν καμιά αντίσταση. Ένας μικρός αριθμός στρατιωτών διέφυγε και έφτασε στην Αδριανούπολη, ενώ όλα τα κέρδη των προηγούμενων νικών χάνονταν».
Η πλήρης αυτή ήττα έκανε αδύνατη για την αυτοκρατορία την έναρξη νέου αγώνα με τους Πατσινάκους και ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να εξαγοράσει την ειρήνη σε μια πολύ βαριά τιμή. Τα πολύτιμα δώρα του αυτοκράτορα ανάγκασαν τους Πατσινάκους να υποσχεθούν ότι θα ζήσουν ειρηνικά στις βόρειες επαρχίες της Βαλκανικής (1053). Επίσης ο αυτοκράτορας απένειμε τίτλους της αυλής του Βυζαντίου στους πρίγκιπες των Πατσινάκων.
Έτσι τα τελευταία χρόνια της δυναστείας των Μακεδόνων, κυρίως την εποχή του Κωνσταντίνου Μονομάχου, οι Πατσινάκοι υπήρξαν στο Βορρά ο πιο επικίνδυνος εχθρός της αυτοκρατορίας.

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ
Η εξέλιξη των πραγμάτων στην Ιταλία, την περίοδο αυτή, συνίσταται κυρίως στις επιτυχημένες εκστρατείες των Αράβων στη Σικελία και τη Νότια Ιταλία.
Στα μέσα του 9ου αιώνα η Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου (Βενετία) απελευθερώθηκε τελείως από την εξουσία του Βυζαντίου και έγινε ανεξάρτητο κράτος. Η αυτοκρατορία και το νέο αυτό κράτος ρύθμιζαν τις σχέσεις τους σαν ανεξάρτητα κράτη. Τον 9ο αιώνα τα ενδιαφέροντά τους συνέπιπταν σε πολλά σημεία, κυρίως σε σχέση με τις πιεστικές κινήσεις των Αράβων της Δύσης και των Σλάβων της Αδριατικής.
Από την εποχή του Βασιλείου Α' έχει διασωθεί μια ενδιαφέρουσα αλληλογραφία του με τον Λουδοβίκο Β' (βασιλιά της Γερμανίας, εγγονό του Καρόλου του Μεγάλου). Από τα γράμματα που αντηλλάγησαν μεταξύ των δύο αυτοκρατόρων, αποδεικνύεται ότι είχαν εμπλακεί σε έντονη διαμάχη σχετικά με την παράνομη υιοθέτηση, από τη μεριά του Λουδοβίκου Β', του αυτοκρατορικού τίτλου. Έτσι, ακόμα και στα τέλη του 90υ αιώνα συζητούνταν τα αποτελέσματα της στέψης του 800. Αν και μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι το γράμμα του Λουδοβίκου Β' προς τον Βασίλειο είναι πλαστό, οι σύγχρονοι ιστορικοί απορρίπτουν τη γνώμη αυτή. Η προσπάθεια του Βασιλείου να δημιουργήσει μια συμμαχία με τον Λουδοβίκο Β' απέτυχε αλλά η εκ μέρους του Βυζαντίου κατάκτηση του Μπάρι και του Τάραντα και οι επιτυχίες του Νικηφόρου Φωκά εναντίον των Αράβων στη Ν. Ιταλία, αύξησαν την επιρροή του Βυζαντίου στην Ιταλία, στα τέλη της βασιλείας του Βασιλείου. Οι μικρότερες κτήσεις της Ιταλίας, όπως τα δουκάτα της Νεάπολης, του Μπενεβέντο, του Σπολέτο, του Σαλέρνο και άλλα, μετέβαλλαν συχνά τη στάση τους απέναντι στο Βυζάντιο, σύμφωνα με την εξέλιξη των εκστρατειών της αυτοκρατορίας εναντίον των βαρβάρων. Παραβλέποντας το πρόσφατο σχίσμα με την Ανατολική Εκκλησία ο Πάπας Ιωάννης Η' άρχισε δραστήριες διαπραγματεύσεις με τον Βασίλειο Α', έχοντας πλήρη επίγνωση του κινδύνου που διέτρεχε, από τους Άραβες, η Ρώμη. Αγωνιζόμενος να σχηματίσει μια πολιτική συμμαχία με την ανατολική αυτοκρατορία, ο Πάπας έδειξε την προθυμία του να κάνει πολλούς συμβιβασμούς. Μερικοί επιστήμονες προχωρούν ακόμα περισσότερο και δικαιολογούν την επί 4 σχεδόν χρόνια έλλειψη αυτοκράτορα από τη Δύση, μετά το θάνατο του Καρόλου του Φαλακρού (877) (βασιλιά της Γαλλίας, εγγονού του Καρόλου του Μεγάλου) με το γεγονός ότι ο Ιωάννης Η' σκόπιμα ανέβαλλε τη στέψη άρχοντα της Δύσης για να αποφύγει τη δυσμενή εξέλιξη των αισθημάτων του αυτοκράτορα του Βυζαντίου, του οποίου η βοήθεια ήταν πολύ αναγκαία για τη Ρώμη.
Την εποχή του Λέοντα ΣΤ' οι κτήσεις του Βυζαντίου στην Ιταλία είχαν διαιρεθεί σε δύο θέματα: σ’ αυτό της Καλαβρίας και αυτό της Λογγοβαρδίας. Το θέμα της Καλαβρίας αποτελείτο από ό,τι είχε απομείνει από το μεγάλο θέμα της Σικελίας, επειδή μετά την πτώση των Συρακουσών η Σικελία έπεσε ολοκληρωτικά στα χέρια των Αράβων. Μετά την επιτυχία του βυζαντινού στρατού στην Ιταλία, ο Λέων ΣΤ' χώρισε οριστικά τη Λογγοβαρδία από το θέμα της Κεφαλληνιάς ή των Ιονίων νήσων, κάνοντάς την ανεξάρτητο θέμα με δικό του στρατηγό. Λόγω των πολέμων στη διάρκεια των οποίων οι δυνάμεις του Βυζαντίου δεν νικούσαν πάντοτε, τα σύνορα της Καλαβρίας και της Λογγοβαρδίας άλλαζαν συχνά.
Με την αύξηση της επιρροής του Βυζαντίου στη Ν. Ιταλία τον 10ο αιώνα, παρατηρήθηκε και μια αξιοσημείωτη αύξηση του αριθμού των βυζαντινών μοναστηριών και εκκλησιών, μερικά από τα οποία έγιναν αργότερα αξιόλογα κέντρα πολιτισμού.
Τον ίδιο αιώνα η Βυζαντινή αυτοκρατορία και η Ιταλία γνώρισαν την ανάπτυξη ενός ισχυρού αντιπάλου στο πρόσωπο του Γερμανού άρχοντα Όθωνα Α', που στέφθηκε με το αυτοκρατορικό στέμμα, το 962, στη Ρώμη, από τον Πάπα Ιωάννη ΙΒ'. Ο Όθωνας είναι γνωστός στην ιστορία ως ο ιδρυτής της «Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους». Αποκτώντας τον αυτοκρατορικό τίτλο ο Όθωνας αγωνίστηκε να γίνει κύριος όλης της Ιταλίας, ερχόμενος φυσικά σε αντίθεση με τα συμφέροντα του Βυζαντίου. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Όθωνα και Νικηφόρου Φωκά (που την εποχή αυτή οραματιζόταν πιθανόν μια επιθετική συμμαχία με τον Γερμανό άρχοντα εναντίον των Μουσουλμάνων) προχωρούσαν αργά, οπότε ο Όθωνας επιχείρησε μια εισβολή στις βυζαντινές επαρχίες της Ν. Ιταλίας, η οποία όμως απέτυχε.
Επιχειρώντας νέες διαπραγματεύσεις με τον αυτοκράτορα της Ανατολής, ο Όθωνας έστειλε στην Κωνσταντινούπολη τον αντιπρόσωπό του, Επίσκοπο Κρεμώνας, Λιουτμπράνδον, ο οποίος, την εποχή του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, υπήρξε πρεσβευτής στην αυλή του Βυζαντίου. Ο πληθυσμός στις ακτές του Βοσπόρου δεν υποδέχθηκε με σεβασμό τον Επίσκοπο, τον οποίον και πρόσβαλαν πολύ. Ο Λιουτμπράνδος έγραψε αργότερα σε μια μορφή λιβέλου μια περιγραφή της δεύτερης παραμονής του στην αυλή της Κωνσταντινούπολης, η οποία αντιτίθεται στη γεμάτη σεβασμό περιγραφή της πρώτης του επίσκεψης στην πρωτεύουσα της Ανατολής. Από τη δεύτερη αυτή περιγραφή (Relatio de legatione constantinopolitana) φαίνεται ότι η Βυζαντινή αυτοκρατορία συνέχιζε τις παλαιές της διαφωνίες για τον βασιλικό τίτλο του άρχοντα της Δύσης. Ο Επίσκοπος κατηγορεί τους κατοίκους του Βυζαντίου ως αδύνατους κι αδρανείς και δικαιολογεί τις επιδιώξεις του άρχοντά του. Σ’ ένα μέρος του έργου του γράφει: «Ποιον υπηρετεί η Ρώμη; Για την ελευθερία ποιου κάνετε τόσο θόρυβο; Σε ποιον πληρώνει φόρους η πόλη; Και μήπως η αρχαία αυτή πόλη δεν υπηρετούσε κάποτε τις εταίρες; Σε μια εποχή που όλοι οι άνθρωποι κοιμόνταν βαθειά, βρισκόμενοι σε κατάσταση ανικανότητας, ο άρχοντάς μου, ο πιο σεβάσμιος αυτοκράτορας, ελευθέρωσε τη Ρώμη από αυτή την επαίσχυντη δουλεία». Όταν ο Λιουτμπράνδος αντιλήφθηκε ότι οι Βυζαντινοί παρέτειναν σκόπιμα τις διαπραγματεύσεις θέλοντας να κερδίσουν χρόνο για την οργάνωση μιας εκστρατείας στην Ιταλία, απαγορεύοντάς του κάθε επαφή με τον αυτοκράτορα του, προσπάθησε να φύγει από την Κωνσταντινούπολη, πράγμα που το κατόρθωσε μόνον ύστερα από πολλές δυσκολίες και αναβολές.
Έτσι συμπληρώθηκε η διάσταση μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών και ο Όθωνας Α' εισέβαλε στην Απουλία. Ο νέος όμως αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιωάννης Τσιμισκής άλλαξε τελείως τακτική απέναντι στην Ιταλία. Όχι μόνο έκλεισε ειρήνη με τον Γερμανό αυτοκράτορα, αλλά και σταθεροποίησε τις σχέσεις του με αυτόν, παντρεύοντας το γιο και διάδοχο του Όθωνα, Όθωνα Β', με την πριγκίπισσα του Βυζαντίου Θεοφανώ. Τελικά σχηματίστηκε μια συμμαχία μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών. Οι επιθέσεις των Αράβων στη Ν. Ιταλία εναντίον των οποίων ο διάδοχος του Ιωάννη Τσιμισκή, Βασίλειος Β', δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, λόγω εσωτερικών ανωμαλιών του κράτους του, ανάγκασαν τον νεαρό αυτοκράτορα Όθωνα Β’ (973-983) να οργανώσει μια εκστρατεία εναντίον των Αράβων στη διάρκεια της οποίας νικήθηκε σε μια μάχη. Μετά το θάνατο του Όθωνα οι εισβολές των Γερμανών στα βυζαντινά θέματα της Ιταλίας διακόπηκαν για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Στα τέλη του 10ου αιώνα έγινε μια διοικητική μεταρρύθμιση στη βυζαντινή Ιταλία. Ο πρώην στρατηγός της Λογγοβαρδίας αντικαταστάθηκε από τον «κατεπάνω» [3] της Ιταλίας ο οποίος έμενε στο Μπάρι. Εφόσον τα διάφορα ιταλικά βασίλεια ασχολούνταν με τον μεταξύ τους αγώνα, ο «κατεπάνω» μπορούσε να χειριστεί το δύσκολο πρόβλημα της υπεράσπισης της νότιας ακτής της Ιταλίας από τους Σαρακηνούς.
Ο γιος της πριγκίπισσας Θεοφανούς, Όθωνας Γ' (983-1002), ο οποίος έτρεφε βαθύ σεβασμό προς τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και τον κλασικό πολιτισμό, υπήρξε συγγενής και σύγχρονος του Βασιλείου Β', καθώς και μαθητής του διάσημου επιστήμονα Gerbert, ο οποίος έγινε κατόπιν Πάπας (Σιλβέστρος Β'). Ο Όθωνας Γ' δεν έκρυβε το μίσος του προς την εκτράχυνση των Γερμανών και οραματιζόταν την αποκατάσταση της παλιάς αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα την παλιά Ρώμη. Όπως αναφέρει ο James Bryce: «Κανείς άλλος εκτός από αυτόν δεν πόθησε να κάνει και πάλι την Επτάλοφη κυρίαρχη πόλη, υποβιβάζοντας τη Γερμανία, τη Λογγοβαρδία και το Βυζάντιο στη σωστή θέση τους, στη θέση των εξαρτημένων επαρχιών. Κανείς άλλος δεν ξέχασε τόσο πολύ το παρόν για να ζήσει στην αρχαιότητα και καμιά άλλη ψυχή δεν καταλήφθηκε από τον ένθερμο μυστικισμό και σεβασμό για τη δόξα του παρελθόντος, όπου ακριβώς αναπαύεται η ιδέα της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας». Αν και το γόητρο της αρχαίας Ρώμης κατείχε εξαιρετική θέση στη σκέψη του Όθωνα παρόλα αυτά ελκυόταν κυρίως από την ανατολική Ρώμη, στης οποίας την αυλή γεννήθηκε και ανατράφηκε η μητέρα του. Ακολουθώντας τα βήματα των αρχόντων του Βυζαντίου ήλπιζε να αποκαταστήσει ο Όθωνας Γ' τον αυτοκρατορικό θρόνο στη Ρώμη. Ονόμαζε τον εαυτό του Imperator Romanus, χαρακτηρίζοντας τη μελλοντική παγκόσμια μοναρχία Orbis Romanus.
Ο ενθουσιώδης αυτός νεαρός, του οποίου τα ουτοπιστικά σχέδια θα έφερναν σε δύσκολη θέση τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, πέθανε ξαφνικά στις αρχές του 11ου αιώνα και σε ηλικία 22 ετών (1002).
Στις αρχές του 11ου αιώνα, οι βυζαντινές επαρχίες της Ν. Ιταλίας εξασφαλίστηκαν από τις επιδρομές των Αράβων, χάρη στην επέμβαση του στόλου της Βενετίας, γρήγορα αντιμετώπισαν ένα νέο και ισχυρό εχθρό, τους Νορμανδούς, οι οποίοι άρχισαν αργότερα, να απειλούν την ανατολική αυτοκρατορία.
Το πρώτο μεγάλο τμήμα των Νορμανδών έφτασε στην Ιταλία στις αρχές του 11ου αιώνα, ύστερα από παράκληση του Μέλη, που είχε επαναστατήσει εναντίον της κυριαρχίας του Βυζαντίου. Οι συμμαχικές δυνάμεις του Μέλη και των Νορμανδών νικήθηκαν κοντά στις Κάννες. Ο Βασίλειος Β' όφειλε ένα μέρος της επιτυχίας του, στον αγώνα εναντίον των Νορμανδών, στους Ρώσους στρατιώτες που υπηρετούσαν στο στρατό του Βυζαντίου. Η νίκη αυτή ενίσχυσε τόσο πολύ τη θέση του Βυζαντίου στη Ν. Ιταλία, ώστε την 4η δεκαετία του 11ου αιώνα ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Δ' ο Παφλαγώνας οργάνωσε μια εκστρατεία, υπό την ηγεσία του Γεωργίου Μανιάκη, για την επανάκτηση της Σικελίας από τους Άραβες. Στο στρατό του Μανιάκη ήταν και ο Σκανδιναβός ήρωας Harald Haardraade καθώς και τμήμα Ρώσων. Αν και η εκστρατεία αυτή πέτυχε με αποτέλεσμα την κατάληψη και της Μεσσήνης, η επανάκτηση της Σικελίας δεν συμπληρώθηκε κυρίως λόγω του ότι ο Γεώργιος Μανιάκης ανακλήθηκε ως ύποπτος.
Στη διάρκεια του αγώνα μεταξύ Βυζαντίου και Ρώμης, ο οποίος τέλειωσε με το σχίσμα των Εκκλησιών το 1054, οι Νορμανδοί πήγαν με το μέρος της Ρώμης, αρχίζοντας να προχωρούν αργά αλλά σταθερά στη βυζαντινή Ιταλία. Στα τέλη της περιόδου αυτής, δηλαδή στα μέσα του 11ου αιώνα, οι Νορμανδοί της Ιταλίας ανέδειξαν ένα πολύ ικανό και δραστήριο ηγέτη, τον Ροβέρτο Γυισκάρδο, του οποίου η κύρια δράση αναπτύχθηκε την περίοδο μετά τη δυναστεία των Μακεδόνων.

Υποσημειώσεις
[1] Ήταν κηδεμόνας του Ιγκόρ, γιου του Ρουρκ (πρώτου αρχηγού των Ρώσων).
[2] Η υποδοχή της Όλγας έχει περιγραφεί λεπτομερώς στο περίφημο έργο του 10ου αιώνα «De Cerimoniis aulae bynzantinae».
[3] Τίτλος ανώτατων πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων, δηλαδή διοικητών χωρών ή θεμάτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: