9/5/11

Εκκλησιαστικά ζητήματα του 10ου αιώνα [30]

Το μεγαλύτερο γεγονός στην εκκλησιαστική ζωή του Βυζαντίου, την εποχή της δυναστείας των Μακεδόνων, υπήρξε ο οριστικός χωρισμός της χριστιανικής εκκλησίας σε Ανατολική Ορθόδοξη και Δυτική Καθολική, που έλαβε χώρα στα μέσα του 11ου αιώνα, ύστερα από πολλές διαμάχες που κράτησαν σχεδόν δύο αιώνες.
Η πρώτη ενέργεια του Βασιλείου Α' (σχετικά με τα εκκλησιαστικά ζητήματα) ήταν η εκθρόνιση του Πατριάρχη Φωτίου και η επαναφορά του Ιγνατίου, που είχε εκθρονιστεί (την εποχή του Μιχαήλ Γ'). Με το μέτρο αυτό ο Βασίλειος ήλπιζε να ενισχύσει τη θέση του στο θρόνο, ο οποίος ουσιαστικά δεν του ανήκε. Πίστευε ότι με το να επαναφέρει τον Ιγνάτιο εκπλήρωνε διπλό σκοπό: αποκαθιστούσε δηλαδή ειρηνικές σχέσεις με τον Πάπα, ενώ συγχρόνως κέρδιζε την υποστήριξη του λαού του Βυζαντίου, ο οποίος στην πλειοψηφία του ήταν με το μέρος του Ιγνατίου. Γράφοντας στον Πάπα, τόσο ο Βασίλειος όσο και ο Ιγνάτιος, αναγνώριζαν την εξουσία κι αυθεντία του για τις υποθέσεις της Ανατολικής Εκκλησίας. Τα γράμματα αυτά δείχνουν ότι τη στιγμή αυτή ο Πάπας θριάμβευε φαινομενικά στην Ανατολή. Ο Πάπας Νικόλαος Α' όμως δεν έζησε να δει τη νίκη αυτή, γιατί τα γράμματα που του έστειλαν από το Βυζάντιο έφτασαν μετά το θάνατό του και τα έλαβε ο διάδοχός του Αδριανός Β'.
Στις Συνόδους της Ρώμης και αργότερα στη Κωνσταντινούπολη, το 869, παρουσία των αντιπροσώπων του Πάπα, εκθρονίστηκε κι αναθεματίστηκε τόσο ο Φώτιος όσο και οι οπαδοί του. Η Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης του 869 αναγνωρίστηκε ως Οικουμενική από τη Δυτική Εκκλησία, και τέτοια θεωρείται ακόμη και σήμερα.
Στην εκκλησιαστική ζωή της, λοιπόν, η αυτοκρατορία υποχώρησε στον Πάπα σε όλα τα σημεία. Τελείως διαφορετική υπήρξε όμως η στάση του αυτοκράτορα έναντι των θρησκευτικών θεμάτων της Βουλγαρίας, όπου ο λατινικός κλήρος θριάμβευε στα τέλη της βασιλείας του Μιχαήλ Γ'. Παρά τη δυσαρέσκεια του Πάπα και την αντίθεση των αντιπροσώπων του, ο Βασίλειος Α' πέτυχε την απομάκρυνση από τη Βουλγαρία των Λατίνων ιερέων, ενώ ο βασιλιάς της Βουλγαρίας Βόρις ενώθηκε και πάλι με την Ανατολική Εκκλησία. Το γεγονός αυτό επηρέασε πολύ τη μετέπειτα ιστορία του βουλγαρικού λαού.
Κατά την περίοδο της καθαίρεσής του, ο εκθρονισμένος και αφορισμένος Φώτιος συνέχισε να ελκύει το θαυμασμό των οπαδών του, που του έμειναν πιστοί σε όλη τη διάρκεια της πατριαρχίας του Ιγνατίου. Ο ίδιος ο Βασίλειος αναγνώρισε την κακή συμπεριφορά του προς τον Φώτιο και προσπάθησε να τη διορθώσει, με το να αρχίζει να τον καλεί στην αυλή του, όπου του εμπιστεύθηκε την αγωγή των παιδιών του. Αργότερα, μετά το θάνατο του Ιγνατίου, ο Βασίλειος προσέφερε στον Φώτιο τον πατριαρχικό θρόνο, πράγμα που αποτέλεσε την αρχή μιας νέας τακτικής, έναντι του Πάπα.
Το 879 έγινε μια Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, η οποία, με τον αριθμό των συμμετεχόντων ιεραρχών και τη μεγαλοπρέπειά της γενικά ξεπερνούσε ακόμα και μερικές από τις Οικουμενικές Συνόδους. Κατά τη γνώμη ενός ιστορικού, η Σύνοδος αυτή «ήταν γενικά ένα αληθινά μεγαλοπρεπές γεγονός, που δεν είχε παρουσιαστεί ποτέ από την εποχή της Συνόδου της Χαλκηδόνας». Οι αντιπρόσωποι του Πάπα Ιωάννη Η' όχι μόνο ήρθαν στη Σύνοδο, αλλά και αναγκάστηκαν αφενός να συμμετάσχουν στην αποκατάσταση του Φωτίου και της επαφής του με τη Δυτική Εκκλησία, αφετέρου να ακούσουν χωρίς αντίρρηση την ανάγνωση του Συμβόλου της Πίστης, χωρίς την προσθήκη του filioque, της οποίας γινόταν πολύ χρήση στη Δύση. Στην τελευταία συνάντηση της Συνόδου οι αντιπρόσωποι δήλωσαν ότι, «αν κανείς αρνηθεί να αναγνωρίσει τον Φώτιο ως Πατριάρχη αποφεύγοντας την κοινωνία με αυτόν, θα πρέπει να ταχθεί με το μέρος του Ιούδα, μη έχοντας θέση ανάμεσα στους Χριστιανούς». Ένας Καθολικός ιστορικός του Φωτίου γράφει ότι η Σύνοδος άρχισε με ύμνους προς το Φώτιο, για να τελειώσει με παρόμοιους ύμνους προς τον Πατριάρχη. Η Σύνοδος αυτή αποφάσισε επίσης ότι ο Πάπας ήταν ένας Πατριάρχης όπως όλοι οι άλλοι Πατριάρχες, ότι δεν είχε καμιά εξουσία σε όλη την εκκλησία και ότι δεν ήταν απαραίτητη για τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης η έγκριση του Πάπα.
Τρομερά θυμωμένος ο Πάπας έστειλε μια αντιπροσωπεία στην Κωνσταντινούπολη για να ακυρωθεί κάθε μέτρο της Συνόδου, που δεν τον ικανοποιούσε καθώς και κάθε μέτρο σχετικό με τη βουλγαρική εκκλησία. Ο Βασίλειος και ο Φώτιος όχι μόνο δεν υποχώρησαν καθόλου, αλλά και φυλάκισαν την αντιπροσωπεία. Παλαιότερα πίστευαν ότι, όταν ο Πάπας Ιωάννης Η' έμαθε το γεγονός αυτό, αναθεμάτισε το Φώτιο, στη διάρκεια μιας ακολουθίας στην Εκκλησία του Αγίου Πέτρου (μπροστά σ’ ένα μεγάλο αριθμό πιστών) κρατώντας το Ευαγγέλιο στα χέρια του.
Αυτό είναι το λεγόμενο δεύτερο σχίσμα του Φωτίου. Πρόσφατες όμως έρευνες έδειξαν ότι ουδέποτε υπήρξε το δεύτερο σχίσμα του Φωτίου και ότι ούτε ο Ιωάννης Η' ούτε κανείς από τους διαδόχους του αναθεμάτισαν ποτέ τον Φώτιο. Οι σχέσεις μεταξύ αυτοκρατορίας και Ρώμης σχέσεις δε διακόπηκαν τελείως, αλλά παρέμεναν ασταθείς.
Ο Φώτιος δεν έμεινε Πατριάρχης μέχρι το τέλος της ζωής του, γιατί ο μαθητής του Λέων ΣΤ' (διάδοχος του Βασιλείου Α') τον ανάγκασε, το 886, να παραιτηθεί. Ο Φώτιος, σ’ όλη τη διάρκεια της μακρόχρονης ζωής του, έπαιξε σπουδαίο ρόλο τόσο στη θρησκευτική όσο και στην πνευματική γενικά ζωή του Βυζαντίου.
Η βασιλεία του Βασιλείου Α' χαρακτηρίζεται επίσης από ορισμένες προσπάθειες διάδοσης του Χριστιανισμού σε ειδωλολατρικούς και ετερόδοξους λαούς. Πιθανόν, την εποχή αυτή, η αυτοκρατορία προσπάθησε να προσηλυτίσει τους Ρώσους στο Χριστιανισμό, αλλά το ζήτημα αυτό έχει πολύ λίγο διαφωτιστεί. Μια σχετική πηγή αναφέρει ότι ο Βασίλειος έπεισε τους Ρώσους «να συμμετέχουν στο σωτήριο βάπτισμα» και να δεχθούν τον αρχιεπίσκοπο που χειροτόνησε ο Ιγνάτιος, αν και ακόμα δεν έχει καθοριστεί ποιους Ρώσους είχε υπόψη του ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου. Η μεταστροφή του μεγαλύτερου μέρους των σλαβικών φυλών, που ήταν στην Πελοπόννησο, έγινε την εποχή του Βασιλείου Α', ενώ οι ειδωλολάτρες Σλάβοι παρέμεναν στα βουνά του Ταΰγετου. Είναι επίσης γνωστό ότι ο Βασίλειος εξανάγκασε τους Ιουδαίους της αυτοκρατορίας να δεχθούν τον Χριστιανισμό.
Η εκθρόνιση του Φωτίου, εκ μέρους του Λέοντα ΣΤ', μπορεί να εξηγηθεί από το φόβο του Λέοντα για την ολοένα αναπτυσσόμενη επιρροή του Πατριάρχη και των οπαδών του, καθώς και από την επιθυμία του να κάνει Πατριάρχη τον αδελφό του Στέφανο. Αν το κατόρθωνε αυτό, τότε θα συγκέντρωνε στα χέρια του την απεριόριστη εξουσία για τη ρύθμιση των εκκλησιαστικών θεμάτων, ενώ ο Φώτιος, με την ισχυρή του θέληση, αντιτίθετο στις τάσεις του αυτοκράτορα να διευθύνει τα εκκλησιαστικά θέματα.
Την εποχή των διαδόχων του Λέοντα παρουσιάστηκε μια αξιοσημείωτη τάση συμβιβασμού με την Εκκλησία της Ρώμης, με βάση αμοιβαίες υποχωρήσεις.
Τα προβλήματα της Εκκλησίας του Βυζαντίου έγιναν περίπλοκα κυρίως στις αρχές του 10ου αιώνα στη διάρκεια της Πατριαρχίας του πιο αξιόλογου διαδόχου του Φωτίου, Νικόλαου Μυστικού, ο οποίος ήταν συγγενής και μαθητής του Φωτίου. Κατά τη γνώμη ενός ιστορικού «τα πιο ευγενικά χαρακτηριστικά του Φωτίου είχαν ενσαρκωθεί στον μαθητή του Νικόλαο Μυστικό, ο οποίος περισσότερο από κάθε άλλον αγωνίστηκε να ακολουθήσει το ιδεώδες παράδειγμα ενός Πατριάρχη σαν τον Φώτιο». Ο Πατριάρχης αυτός άφησε μια πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή επιστολών, που είναι ανεκτίμητες τόσο από ιστορική όσο και από εκκλησιαστική πλευρά.
Μεγάλες διαφωνίες προέκυψαν μεταξύ του Λέοντα και του Νικόλαου Μυστικού με αφορμή τον τέταρτο γάμο του Λέοντα, τον οποίο απαγόρευσε ο Πατριάρχης με βάση την αρχή ότι ήταν αντίθετος με όλους τους εκκλησιαστικούς νόμους. Παρά το γεγονός αυτό όμως ο αυτοκράτορας ανάγκασε έναν πρεσβύτερο να ευλογήσει τον γάμο του με τη Ζωή η οποία έτσι έγινε η τέταρτη σύζυγός του (οι πρώτες τρεις γυναίκες του είχαν πεθάνει διαδοχικά, η μία μετά την άλλη μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα). Μετά το γάμο, επειδή δεν ήταν παρών ο Πατριάρχης, ο Λέων έβαλε ο ίδιος το αυτοκρατορικό στέμμα στο κεφάλι της Ζωής, δίνοντας έτσι αφορμή στο Νικόλαο Μυστικό να πει ότι ο αυτοκράτορας υπήρξε για τη ζωή «γαμπρός και επίσκοπος, συγχρόνως». Οι Πατριάρχες της Ανατολής, όταν ρωτήθηκαν για το θέμα αυτό, τάχθηκαν με το μέρος του Λέοντα, επιτρέποντάς του να παντρευτεί για τέταρτη φορά.
Ο γάμος αυτός δημιούργησε μεγάλη ταραχή στον πληθυσμό της αυτοκρατορίας και ο δύστροπος Πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός εκθρονίστηκε και εξορίστηκε. Η Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης δέχθηκε «κατ’ οικονομία» το γεγονός και αποφάσισε να μη θεωρήσει διαλυμένο τον τέταρτο γάμο του αυτοκράτορα και μετά από πολλές σκέψεις ανακηρύχθηκε Πατριάρχης ο Ευθύμιος.
Η Σύνοδος όμως δεν έφερε την αρμονία στην αυτοκρατορία, επειδή ο κλήρος του Βυζαντίου διαιρέθηκε σε δύο κόμματα. Το πρώτο, που πήρε το μέρος του Νικόλαου Μυστικού, αντιτίθετο στην έγκριση του γάμου του αυτοκράτορα και απέρριπτε την ανάδειξη του νέου Πατριάρχη, ενώ το δεύτερο (που μειοψηφούσε) συμφωνούσε με την απόφαση της Συνόδου σχετικά με τον γάμο του Λέοντα, αναγνωρίζοντας συγχρόνως τον Ευθύμιο ως ηγέτη της Εκκλησίας. Η διάσταση των δύο κομμάτων επεκτάθηκε από την πρωτεύουσα στις επαρχίες με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός σκληρού αγώνα μεταξύ των οπαδών του Νικόλαου και των οπαδών του Ευθύμιου. Μερικοί επιστήμονες θεωρούν τον αγώνα αυτόν σαν μια συνέχεια της παλαιάς έχθρας του υπήρχε μεταξύ των οπαδών του Φωτίου και των οπαδών του Ιγνατίου και που είχε εξαφανιστεί για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Τελικά ο αυτοκράτορας αντιλήφθηκε ότι μόνον ο δραστήριος και πεπειραμένος Νικόλαος Μυστικός μπορούσε να θεραπεύσει την κατάσταση και λίγο πριν το θάνατό του (912) ο Λέων ΣΤ' ανακάλεσε τον Νικόλαο, εκθρόνισε τον Ευθύμιο και αποκατέστησε τον πρώτο στον πατριαρχικό θρόνο.
Ενδιαφερόμενος για τη θρησκευτική ειρήνη της αυτοκρατορίας ο Νικόλαος Μυστικός αγωνίστηκε για την αποκατάσταση φιλικών σχέσεων με τη Ρώμη, που είχαν ψυχρανθεί λόγω της έγκρισης του τέταρτου γάμου του Λέοντα, από τον Πάπα. Στη διάρκεια της αντιβασιλείας της Ζωής, η οποία κυβερνούσε μέχρις ότου ενηλικιωθεί ο γιος της Κωνσταντίνος Η' Πορφυρογέννητος, ο Νικόλαος Μυστικός έχασε την επιρροή του. Αλλά, το 919, όταν η κυβέρνηση δόθηκε στον πεθερό του Κωνσταντίνου, Ρωμανό Α' Λεκαπηνό (ενώ η Ζωή υποχρεώθηκε να γίνει μοναχή), ο Νικόλαος Μυστικός απέκτησε και πάλι την παλιά του επιρροή. Το κύριο γεγονός των τελευταίων ετών της πατριαρχίας του υπήρξε η σύγκληση μιας Συνόδου, που αποτελείτο από οπαδούς του Ευτύχιου και του Νικολάου, οι οποίοι συνέθεσαν τον «Τόμο της ενώσεως» που έτυχε γενικής έγκρισης. Η Σύνοδος δήλωσε ότι ο τέταρτος γάμος είναι ασυζητητί αθέμιτος και άκυρος, επειδή απαγορεύεται από την Εκκλησία, ενώ συγχρόνως είναι απαράδεκτος από κάθε χριστιανική χώρα. Κανείς άμεσος υπαινιγμός δεν υπάρχει στον «Τόμο» για τον τέταρτο γάμο του Λέοντα του Σοφού και τα δυο κόμματα έμειναν ικανοποιημένα από την απόφαση της Συνόδου. Πιθανόν, στη συμφιλίωση των δύο θρησκευτικών κομμάτων να συντέλεσε ο φόβος που είχε καταλάβει τον πληθυσμό του Βυζαντίου λόγω της επιτυχίας του βουλγαρικού στρατού. Μετά τη Σύνοδο αντηλλάγησαν αρκετές επιστολές με τον Πάπα, ο οποίος συμφώνησε να στείλει στην πρωτεύουσα δύο Επισκόπους για να καταδικάσουν τις διαμάχες που προέκυψαν λόγω του τέταρτου γάμου του Λέοντα. Έτσι, αποκαταστάθηκαν οι απευθείας σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης. Ο Ρώσος εκκλησιαστικός ιστορικός A.P. Lebedev καταλήγει στα εξής συμπεράσματα, σχετικά με την περίοδο αυτή: «Ο Πατριάρχης Νικόλαος βγήκε απόλυτος νικητής από τη νέα αυτή διαμάχη της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης με την Εκκλησία της Ρώμης. Η Εκκλησία της Ρώμης αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, καταδικάζοντας τις δικές της αποφάσεις». Μετά το θάνατο του Νικόλαου Μυστικού, το 925, ο Ρωμανός Λεκαπηνός πέτυχε τον πλήρη έλεγχο της εκκλησίας και, όπως λέει ο Runciman, «ο Καισαροπαπισμός θριάμβευσε για μια ακόμα φορά».
Ο Νικηφόρος Φωκάς αποτελεί, από εκκλησιαστική άποψη, μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Ο ικανός αυτός στρατιωτικός, του οποίου το όνομα συνδέεται με τις πιο λαμπρές σελίδες της στρατιωτικής ιστορίας του Βυζαντίου, είχε αφιερώσει αρκετό χρόνο και προσοχή (κυρίως πριν ανέβει στο θρόνο) στα ιδεώδη του μοναχικού βίου διατηρώντας στενές σχέσεις με τον Άγιο Αθανάσιο, τον ιδρυτή της Μονής Λαύρας, στον Άθω. Η βιογραφία του Αγίου Αθανασίου μάλιστα αναφέρει ότι κάποτε, σε στιγμή μεγάλου θρησκευτικού ζήλου, ο Νικηφόρος εμπιστεύθηκε στον Αθανάσιο τον ιερό του πόθο να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να αφιερώσει τη ζωή του στην υπηρεσία του Θεού. Ο ιστορικός Λέων ο Διάκονος γράφει ότι ο Νικηφόρος υπήρξε «ακούραστος και σταθερός στις προσευχές του και στις νυχτερινές του αφοσιώσεις, ότι οι ύμνοι του δείχνουν ένα ανώτερο πνεύμα και ότι δεν είχε καμιά κλίση προς τα εγκόσμια». Ο Νικηφόρος Φωκάς υπήρξε κατά το ήμισυ στρατιώτης και κατά το ήμισυ ερημίτης. Πολλοί από τον λαό του Βυζαντίου εκπλάγηκαν όταν ο ασκητικός αυτοκράτορας παντρεύτηκε την ωραία και νεαρή χήρα του αυτοκράτορα Ρωμανού Β', Θεοφανώ, η οποία είχε αμφίβολη υπόληψη. Ίχνη της αντίδρασης του λαού υπάρχουν στην επιγραφή που βρίσκεται στη σαρκοφάγο του Νικηφόρου και η οποία λέει ότι ο αυτοκράτορας νίκησε τα πάντα εκτός από τη γυναίκα του.
Το πιο σπουδαίο μέτρο, εκκλησιαστικής μορφής, του Νικηφόρου υπήρξε η περίφημη Νεαρά του 964, η οποία αφορά τα μοναστήρια και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα που εξαρτώνται από αυτά.
Την εποχή της δυναστείας των Μακεδόνων η γαιοκτημοσύνη είχε πάρει ασυνήθιστες διαστάσεις και συχνά επεκτεινόταν σε βάρος των ιδιοκτησιών των ελεύθερων χωρικών, τους οποίους υπερασπίστηκαν αρκετοί αυτοκράτορες της δυναστείας των Μακεδόνων. Ακόμα και πριν την εποχή των Εικονομάχων, δηλαδή στα τέλη του 7ου και στις αρχές του 8ου αιώνα, η Ανατολική Εκκλησία είχε αποκτήσει αρκετές εκτάσεις γης. Το γεγονός αυτό οδήγησε μερικούς ιστορικούς στο να συγκρίνουν τις ιδιοκτησίες της Ανατολικής Εκκλησίας, της εποχής των Φράγκων βασιλέων, που παραπονούνταν για τη φτώχεια του θησαυροφυλακίου τους, την οποία προκαλούσε η μεταβίβαση των κτημάτων τους στα χέρια του κλήρου. Οι Εικονομάχοι αυτοκράτορες του 8ου αιώνα ανέλαβαν έντονο αγώνα εναντίον των μοναστηριών από τα οποία μερικά κλείστηκαν, ενώ η περιουσία τους κατασχέθηκε από το κράτος. Η μεταρρύθμιση αυτή υπήρξε ανάλογη με την κοσμικοποίηση της εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας, στο δυτικό βασίλειο των Φράγκων, που έγινε από τον περίφημο Charles Martel. Με την αποτυχία των Εικονομάχων και την ανάδειξη της δυναστείας των Μακεδόνων συμπίπτει και η έναρξη της γρήγορης αύξησης του αριθμού των μοναστηριών και της επέκτασης των ιδιοκτήτων κτημάτων τους. Ήδη η Νεαρά του Ρωμανού Α' Λεκαπηνού εκδηλώνει τη διάθεση κάποιου περιορισμού της ανάπτυξης των ιδιοκτησιών των μοναστηριών σε κτήματα. Πιο αποτελεσματικό βήμα όμως υπήρξε η δημοσίευση, το 964, της Νεαράς του Νικηφόρου Φωκά.
Η Νεαρά αυτή αναφέρει ότι εφόσον η φανερή πλέον ασθένεια της απληστίας έχει διαδοθεί πολύ στα μοναστήρια και σε «άλλα ιερά ιδρύματα» και εφόσον η ιδιοκτησία εκτεταμένων περιοχών και πολυάριθμων οπωροφόρων δένδρων δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως Αποστολική επιταγή ή σαν μια παράδοση των Πατέρων, ο αυτοκράτορας επιθυμεί να αποβάλει τη θεομίσητη φιλοδοξία και, για να πετύχει το σκοπό αυτόν, απαγορεύει την ίδρυση νέων μοναστηριών, την ενίσχυσή τους με δωρεές και τη συντήρηση παλαιών μοναστηριών, νοσοκομείων και πανδοχείων ή την παροχή δωρεών στους Μητροπολίτες και Επισκόπους.
Το σκληρό αυτό διάταγμα, που ασφαλώς δυσαρέστησε τους θρησκευτικούς κύκλους του Βυζαντίου, δεν μπορούσε να παραμείνει σε ισχύ για πολύ καιρό. Ο Βασίλειος Β' ακύρωσε το διάταγμα του Νικηφόρου Φωκά ως Νόμο «αισχρό και εχθρικό όχι μόνο προς τις εκκλησίες και τα νοσοκομεία, αλλά και προς τον ίδιο το Θεό». Αποκατέστησε τους Νόμους του Βασιλείου Α' και του Λέοντα ΣΤ' του Σοφού, τους σχετικούς με τα μοναστήρια, δηλαδή τα Βασιλικά και τη Νεαρά του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου. Μια αιτία που οδήγησε τον Βασίλειο στην κατάργηση της Νεαράς του Νικηφόρου Φωκά υπήρξε η πεποίθησή του ότι ο Νόμος αυτός επέσυρε στην αυτοκρατορία την οργή του Θεού όταν, στα τέλη του 10ου αιώνα, τόσο οι εσωτερικές, όσο και οι εξωτερικές περιπλοκές οδήγησαν το Βυζάντιο σχεδόν στην καταστροφή.
Ο Νικηφόρος Φωκάς έκανε ένα πολύ σπουδαίο βήμα προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της εκκλησιαστικής οργάνωσης στη Ν. Ιταλία (στις επαρχίες Απουλίας και Καλαβρίας) όπου η επιρροή του Πάπα και της Δύσης γινόταν πολύ ισχυρή τα 50 τελευταία χρόνια του 10ου αιώνα, κυρίως μετά τη στέψη του Γερμανού βασιλιά Όθωνα Α' και την ανάπτυξη της δύναμης των Λογγοβάρδων στα νότια μέρη της Ιταλίας. Μέσω του Πατριάρχη του, ο Νικηφόρος Φωκάς απαγόρευσε τη λατινική λειτουργία (σε Απουλία και Καλαβρία) διατάσσοντας τη διατήρηση του τυπικού της Ανατολικής Εκκλησίας. Το μέτρο αυτό συντέλεσε στην ακόμα εντονότερη αποξένωση του Πάπα από το Βυζάντιο. Στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Νικηφόρου, ο Πάπας άρχισε να τον προσφωνεί «Αυτοκράτορα των Ελλήνων», δίνοντας τον τίτλο του «Αυτοκράτορα των Ρωμαίων» (επίσημο τίτλο των αρχόντων του Βυζαντίου) στον Όθωνα της Γερμανίας.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί η περίεργη προσπάθεια του Νικηφόρου Φωκά να σεβαστεί ως μάρτυρες όλους τους στρατιώτες που έπεσαν στη διάρκεια των αγώνων του με τους απίστους. Η προσπάθεια αυτή όμως βρήκε αντίθετους τους Πατριάρχες και τους Επισκόπους και γι’ αυτό ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχέδιό του.
Τα ονόματα του Νικηφόρου Φωκά και του Ιωάννη Τσιμισκή συνδέονται με την έναρξη μιας νέας εποχής για τη ζωή του Άθω. Ερημίτες ζούσαν στο βουνό αυτό από τις αρχές ακόμα του μοναχισμού, τον 4ο αιώνα, ενώ αρκετά μικρά και φτωχά μοναστήρια ιδρύθηκαν εκεί τον 7ο, περίπου, αιώνα.
Στη διάρκεια της περιόδου των Εικονομάχων, τον 8ο αιώνα, οι απρόσιτες περιοχές του Άθω χρησιμοποιήθηκαν ως καταφύγιο από πολλούς διωκόμενους Εικονολάτρες που έφεραν μαζί τους αρκετά εκκλησιαστικά σκεύη, λείψανα και χειρόγραφα. Η ζωή όμως στον Άθω δεν ήταν ασφαλής λόγω των επανειλημμένων θαλασσινών επιδρομών των Αράβων στη διάρκεια των οποίων σκοτώθηκαν πολλοί μοναχοί, ενώ άλλοι συνελήφθηκαν αιχμάλωτοι. Πριν τον 10ο αιώνα ο Άθως αντιμετώπισε πολλές περιόδους ερήμωσης. Την εποχή του Νικηφόρου Φωκά, η οργάνωση του Άθω έγινε ισχυρότερη, κυρίως όταν ο Άγιος Αθανάσιος ίδρυσε το πρώτο μεγάλο μοναστήρι, με βάση την κοινοβιακή οργάνωση και νέο τυπικό, το οποίο καθόρισε τη μελλοντική εξέλιξη του μοναστηριού. Οι ερημίτες (αναχωρητές) του Άθω αντιστάθηκαν στην καθιέρωση της κοινοβιακής ζωής, στέλνοντας στο διάδοχο του Νικηφόρου Φωκά, Ιωάννη Τσιμισκή, ένα κατηγορητήριο με το οποίο κατηγορούσαν τον Αθανάσιο ως διασπαστή των αρχαίων συνηθειών του Αγίου Όρους (όπως αποκαλείτο ο Άθως στο τυπικό του Αθανασίου). Ο Τσιμισκής ερεύνησε το ζήτημα και επικύρωσε το παλαιό τυπικό του Άθω, με βάση το οποίο μπορούσαν να υπάρχουν συγχρόνως αναχωρητές και κοινοβιάτες. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Αγίου Αθανασίου δημιουργήθηκαν πολλά νέα μοναστήρια και την εποχή του Βασιλείου Β' υπήρχε ήδη ένα Ιβηρικό ή Γεωργιανό μοναστήρι, ενώ άποικοι από τη Χαλιά ίδρυσαν δύο άλλα, ένα Ρωμαϊκό και ένα Αμαλφινό.[1] Ο Επίσκοπος Πορφύριος Ουσπένσκι, βαθύς μελετητής της χριστιανικής Ανατολής, αναφέρει ότι, όταν πέθανε ο ηλικιωμένος Αθανάσιος (το 1000 περίπου), υπήρχαν στον Άθω 3.000 «διάφοροι μοναχοί». Στις αρχές του 11ου αιώνα υπήρχε εκεί ήδη και μία Ρωσική Λαύρα. Η ονομασία του Άθω ως Αγίου Όρους εμφανίζεται επίσημα για πρώτη φορά στο τυπικό που έδωσε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ' ο Μονομάχος στα μέσα του 11ου αιώνα. Η διοίκηση των μοναστηριών ανατέθηκε σε μια επιτροπή ηγουμένων, των οποίων προΐστατο ο «πρώτος». Έτσι την εποχή της δυναστείας των Μακεδόνων ο Άθως έγινε ένα πολύ σπουδαίο κέντρο πολιτισμού, όχι μόνο για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο.
Το πρόβλημα της διαίρεσης των εκκλησιών, που παρουσιάστηκε τόσο έντονο τον 9ο αιώνα, βρήκε την τελική του λύση στα μέσα του 11ου αιώνα. Και ενώ οι κύριες αιτίες του σχίσματος ήταν δογματικές η τελική διάσταση αναμφίβολα επιταχύνθηκε από τη μεταβολή της κατάστασης στην Ιταλία, στα μέσα του 11ου αιώνα. Παρά τις απαγορευτικές διατάξεις του Νικηφόρου Φωκά, η επιρροή της λατινικής εκκλησίας συνέχισε την εισχώρησή της στην εκκλησιαστική οργάνωση της Απουλίας και της Καλαβρίας. Στα μέσα του 11ου αιώνα έγινε Πάπας ο Λέων Θ', του οποίου τα ενδιαφέροντα δε περιορίζονταν μόνο στα εκκλησιαστικά θέματα, αλλά εκτείνονταν και στον πολιτικό τομέα. Η κίνηση των Κλουνιανών,[2] που περιλάμβανε ευρείς κύκλους του κλήρου της Δυτικής Ευρώπης, άρχισε, κάτω από την προστασία του Πάπα, να κατευθύνεται προς μια ηθική εξύψωση και μεταρρύθμιση της εκκλησίας, σταθεροποίηση της πειθαρχίας και καταστροφή των κοσμικών συνηθειών που είχαν εισχωρήσει στην εκκλησιαστική ζωή. Οπουδήποτε έφταναν οι εκπρόσωποι της κίνησης αυτής έθεταν την πνευματική ζωή του τόπου, όπου βρίσκονταν, κάτω από την άμεση εξάρτηση του Πάπα. Η σημαντική όμως ανάπτυξη της κίνησης αυτής στη Ν. Ιταλία δυσαρεστούσε πολύ την Ανατολική Εκκλησία. Ο Λέων Θ' [3] πίστευε ότι είχε το δικαίωμα να επέμβει πολιτικά στα θέματα της Ν. Ιταλίας και στην ανταλλαγή των μηνυμάτων μεταξύ Πάπα και Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης (Μιχαήλ Κηρουλάριου), ο Πάπας αναφερόταν στην περίφημη Donatio Konstantini, η οποία έδινε στον Επίσκοπο της Ρώμης όχι μόνο πνευματική αλλά και εγκόσμια εξουσία. Όμως παρά τις διάφορες περιπλοκές που δημιουργήθηκαν μεταξύ Ανατολής και Δύσης, δεν έπρεπε να αναμένεται στο άμεσο μέλλον το σχίσμα των εκκλησιών, επειδή ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ' ο Μονομάχος έτεινε προς την εξεύρεση ειρηνικής λύσης του προβλήματος.
Ο Πάπας έστειλε αντιπροσώπους του στην Κωνσταντινούπολη, μεταξύ των οποίων ήταν κι ο ορμητικός και απερίσκεπτος Καρδινάλιος Humbert. Όλοι οι αντιπρόσωποι (και κυρίως ο Humbert) φέρθηκαν προς τον Πατριάρχη με αυθάδεια και αλαζονεία, αναγκάζοντάς τον να αρνηθεί την περαιτέρω συζήτηση μαζί τους, καθώς και οποιαδήποτε υποχώρηση στη Ρώμη. Κατόπιν, στις 16 Ιουλίου του 1054, οι αντιπρόσωποι απέθεσαν στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας ένα ανάθεμα του Μιχαήλ Κηρουλάριου και των οπαδών του. Απαντώντας στην ενέργεια αυτή ο Μιχαήλ κάλεσε τη Σύνοδο και αφόρισε τους αποκρισάριους του Πάπα, καθώς και όλους όσους συνδέονταν μαζί τους.
Έτσι, το 1054, έγινε το τελικό σχίσμα των Εκκλησιών της Ανατολής και της Δύσης. Η στάση των τριών Πατριαρχών της Ανατολής έναντι του σχίσματος υπήρξε εξαιρετικά σημαντική για τον Μιχαήλ Κηρουλάριο, ο οποίος πληροφόρησε τους Πατριάρχες της Ιερουσαλήμ και της Αλεξάνδρειας (δια του Πατριάρχη Αντιόχειας) για το σχίσμα των Εκκλησιών, συνοδεύοντας την είδηση με κατάλληλες εξηγήσεις. Παρά την ανεπάρκεια των σχετικών πληροφοριών με το ζήτημα αυτό, μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα ότι οι τρεις Πατριάρχες της Ανατολής έμειναν πιστοί στην Ορθοδοξία υποστηρίζοντας τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης.
Το σχίσμα του 1054 μπορούσε να θεωρηθεί μεγάλη νίκη για τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, επειδή τον καθιστούσε τελείως ανεξάρτητο από τον Πάπα και τη Δύση. Η εξουσία του έγινε ακόμα μεγαλύτερη στον Σλαβικό κόσμο καθώς και στα τρία Πατριαρχεία της Ανατολής. Για την πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας όμως το γεγονός αυτό υπήρξε μοιραίο εφόσον κατέστρεψε κάθε δυνατότητα οποιασδήποτε μελλοντικής πολιτικής κατανόησης μεταξύ της αυτοκρατορίας και της Δύσης, η οποία παρέμεινε κάτω από την ισχυρή επίδραση του Πάπα. Ακριβώς, η επίδραση αυτή υπήρξε μοιραία, γιατί το Βυζάντιο χρειάστηκε μερικές φορές πολύ τη βοήθεια της Δύσης όταν παρουσιάστηκε η απειλή των Τούρκων. Ο Bréhier, αναφερόμενος στις συνέπειες του σχίσματος, λέει ότι «το σχίσμα, εμποδίζοντας τον συμβιβασμό της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης με τη Δύση, άνοιξε το δρόμο προς την πτώση της αυτοκρατορίας».
Το τελικό σχίσμα του 1054 έγινε αμέσως αισθητό μόνο στους επίσημους κύκλους, δηλαδή από τον κλήρο και την κυβέρνηση. Ο πολύς λαός αντιμετώπισε το γεγονός πολύ ήρεμα μη έχοντας πολλές φορές επίγνωση της διαφοράς διδασκαλιών Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. Η στάση της Ρωσίας έναντι αυτού του φαινομένου υπήρξε ενδιαφέρουσα. Οι Ρώσοι μητροπολίτες του 11ου αιώνα, διορισμένοι από την Κωνσταντινούπολη, φυσικά, δέχτηκαν την άποψη του Βυζαντίου, αλλά ο ρωσικός λαός δεν είχε κανένα παράπονο εναντίον της Λατινικής Εκκλησίας και γι’ αυτό δεν έβρισκε λάθη στη διδασκαλία της. Έτσι π.χ. ο Ρώσος πρίγκιπας του 11ου αιώνα ζήτησε βοήθεια από τον Πάπα εναντίον των σφετεριστών του θρόνου δίχως η έκκλησή του αυτή να προκαλέσει εκπλήξεις ή διαμαρτυρίες.

Υποσημειώσεις:
[1] Η Αμάλφη (Amalfi) είναι παραλιακή πόλη της Ιταλίας, στο νομό του Σαλέρνο, με 8.000 κατοίκους. Τον 10ο αιώνα ήταν η πρώτη πόλη της Ιταλίας.
[2] Η κίνηση αυτή προήλθε από τους Κλουνιανούς (Klunistes) που αποτελούσαν μοναχικό Τάγμα της Δυτικής Εκκλησίας, του οποίου κοιτίδα υπήρξε η μονή Abbaye de Cluny, που ιδρύθηκε το 910 στο Κλουνύ της Γαλλίας, για την αναμόρφωση του τάγματος των Βενεδικτίνων. Ιδρυτής της υπήρξε ο δούκας Γουλιέλμος της Ακουιτάνιας και πρώτος ηγούμενός της ο Άγιος Βερνόν. Παράκμασε μετά τον 14ο αιώνα. Το 1784 έκλεισε και σήμερα σώζονται μόνο λίγα ερείπιά της.
[3] Πέθανε στις 13 Απριλίου 1054, τρεις μήνες πριν από το σχίσμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: