18/5/11

Η εποχή των ανωμαλιών (1056-1081) [34]

ΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ
Από το 1025, μετά το θάνατο του Βασιλείου Β' Βουλγαροκτόνου, η αυτοκρατορία αντιμετώπισε μια περίοδο ανωμαλιών, συχνών αλλαγών ανίκανων αυτοκρατόρων και την έναρξη μιας γενικής παρακμής. Η αυτοκράτειρα Ζωή πέτυχε να αναδείξει αυτοκράτορες και τους 3 συζύγους της, αλλά το 1056 μετά το θάνατο της αδελφής της Ζωής, Θεοδώρας, η Μακεδονική δυναστεία έπαψε να υπάρχει. Μια περίοδο ανωμαλιών άρχισε για να κρατήσει 25 χρόνια (1056-1081) και να τελειώσει μόνο με την άνοδο στο θρόνο του Αλέξιου Κομνηνού, ιδρυτή της περίφημης δυναστείας των Κομνηνών.
Η περίοδος αυτή, της οποίας το εξωτερικό χαρακτηριστικό ήταν η συχνή αλλαγή ανίκανων αυτοκρατόρων, υπήρξε πολύ σημαντική για την ιστορία του Βυζαντίου, επειδή στη διάρκεια των 25 αυτών ετών αναπτύχθηκαν οι συνθήκες εκείνες που προκάλεσαν αργότερα στη Δύση την κίνηση των Σταυροφοριών.
Στη διάρκεια της περιόδου αυτής οι εξωτερικοί εχθροί του Βυζαντίου άσκησαν πίεση από όλες τις πλευρές: οι Νορμανδοί δρούσαν στη Δύση, οι Πατσινάκοι στο Βορρά και οι Σελτζούκοι Τούρκοι στην Ανατολή, με αποτέλεσμα να μειωθεί τελικά η έκταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Ένα άλλο σπουδαίο χαρακτηριστικό της εποχής αυτής ήταν ο αγώνας που ανέλαβαν οι στρατιωτικοί παράγοντες και οι ευγενείς (κυρίως της Μικράς Ασίας) εναντίον της κεντρικής γραφειοκρατικής κυβέρνησης. Ο αγώνας αυτός, μεταξύ της πρωτεύουσας και των επαρχιών τέλειωσε, μετά από μερικές διακυμάνσεις, με τη νίκη του στρατού και των μεγάλων γαιοκτημόνων, δηλαδή με τη νίκη των επαρχιών εναντίον της πρωτεύουσας. Αρχηγός της νικηφόρας πλευράς ήταν ο Αλέξιος Κομνηνός.
Όλοι οι αυτοκράτορες της περιόδου των ανωμαλιών του 11ου αιώνα ήταν ελληνικής καταγωγής.
Το 1056, και ενώ Πατριάρχης ήταν ο Κηρουλάριος, η ηλικιωμένη αυτοκράτειρα Θεοδώρα αναγκάστηκε από τους αυλικούς να εκλέξει ως διάδοχό της τον ηλικιωμένο πατρίκιο Μιχαήλ ΣΤ' Στρατιωτικό, που μετά το θάνατο της Θεοδώρας, βασίλευσε ένα περίπου χρόνο (1056-157). Εναντίον του εκδηλώθηκε αντίδραση, υπό την καθοδήγηση του στρατού της Μικράς Ασίας, που ανακήρυξε αυτοκράτορα τον στρατηγό του Ισαάκιο Α' Κομνηνό, μέλος μιας μεγάλης οικογένειας μεγαλο-γαιοκτημόνων, που είχαν γίνει γνωστοί χάρη στους αγώνες τους με τους Τούρκους. Αυτή ήταν, κατά την περίοδο των ανωμαλιών, η πρώτη νίκη του στρατιωτικού κόμματος κατά της κεντρικής κυβέρνησης. Ο Μιχαήλ ΣΤ' Στρατιωτικός υποχρεώθηκε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του ως ιδιώτης.
Η νίκη όμως του στρατιωτικού κόμματος δεν κράτησε πολύ. Ο Ισαάκιος Α' Κομνηνός βασίλευσε μόνο από το 1057 μέχρι το 1059, οπότε εγκατέλειψε το θρόνο και έγινε μοναχός. Στη διάρκεια της βασιλείας του αντικατέστησε τον Πατριάρχη Κηρουλάριο, που διαφώνησε με την οικονομία του, με τον Κωνσταντίνο Γ' Λειχούδη. Οι λόγοι της παραίτησής του από το θρόνο δεν έχουν ξεκαθαριστεί ακόμα. Ίσως ο Ισαάκιος Κομνηνός να έπεσε θύμα καλοσχεδιασμένης συνωμοσίας από εκείνους που δεν ήταν ικανοποιημένοι με τη δραστήρια και ανεξάρτητη διοίκησή του. Είναι γνωστό ότι θέλοντας να αυξήσει τα εισοδήματα του κράτους ο Κομνηνός δεν δίστασε να βάλει χέρι στα κτήματα που είχαν αποκτήσει παράνομα τόσο η Εκκλησία όσο και οι πλούσιοι, καθώς και να ελαττώσει τους μισθούς των ανώτερων υπαλλήλων του κράτους. Είναι πιθανόν ότι ο περίφημος λόγιος και πολιτικός Μιχαήλ Ψελλός αναμείχθηκε κατά κάποιο τρόπο στη συνωμοσία εναντίον του Ισαάκιου Κομνηνού.
Ο Ισαάκιος αντικαταστάθηκε από τον Κωνσταντίνο Ι' Δούκα (1059-1067), ο οποίος διαθέτοντας το ταλέντο ενός καλού οικονομολόγου και τη διάθεση να υπερασπίζεται το δίκαιο, αφιέρωσε όλη του την προσοχή στις πολιτικές υποθέσεις του κράτους. Ο στρατός και οι σχετικές με αυτόν υποθέσεις τον απασχολούσαν πολύ λίγο. Η βασιλεία του μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια αντίδραση της πολιτικής διοίκησης προς τον στρατιωτικό παράγοντα, που είχε θριαμβεύσει την εποχή του Ισαάκιου Κομνηνού ή σαν μια αντίδραση της πρωτεύουσας κατά των επαρχιών. Η περίοδος αυτή υπήρξε η ατυχής «εποχή της επικράτησης των γραφειοκρατών, των ρητόρων και των λογίων» (Gelzer). Οι απειλητικές όμως ενέργειες των Πατσινάκων και των Ούζων από το Βορρά, καθώς και των Σελτζούκων Τούρκων από την Ανατολή δε δικαίωσαν την αντιστρατιωτική πολιτική του Κωνσταντίνου. Το Βυζάντιο είχε απόλυτη ανάγκη από έναν αυτοκράτορα που θα οργάνωνε καλά τη στρατιωτική άμυνα του κράτους. Ακόμα και ο αντιμιλιταριστής λόγιος του 11ου αιώνα Μιχαήλ Ψελλός έγραφε ότι «ο στρατός αποτελεί τη σπονδυλική στήλη του ρωμαϊκού κράτους». Όταν πέθανε ο Κωνσταντίνος το 967 ο θρόνος του Βυζαντίου ήρθε για λίγους μήνες στα χέρια της συζύγου του Ευδοκίας Μακρεμβολίτισσας. Το στρατιωτικό κόμμα την υποχρέωσε να παντρευτεί τον ικανό στρατηγό Ρωμανό Διογένη από την Καππαδοκία, που έγινε αυτοκράτορας ως Ρωμανός Δ' Διογένης για να βασιλεύσει από το 1067 μέχρι το 1071.
Η άνοδός του στο θρόνο αποτελεί τη δεύτερη νίκη του στρατιωτικού κόμματος. Η 4ετής όμως βασιλεία αυτού του στρατιώτη-αυτοκράτορα τέλειωσε πολύ τραγικά με τη σύλληψη και αιχμαλωσία του από τον Τούρκο Σουλτάνο. Όταν έφτασε το νέο της αιχμαλωσίας του αυτοκράτορα στην πρωτεύουσα επικράτησε μεγάλη ταραχή και, ύστερα από κάποιο δισταγμό, αυτοκράτορας ανακηρύχθηκε ο Μιχαήλ Ζ' Δούκας, Παραπινάκιος,[1] γιος της Ευδοκίας (από το γάμο της με τον Κωνσταντίνο Δούκα) και μαθητής του Μιχαήλ Ψελλού. Η Ευδοκία έγινε μοναχή και ο Ρωμανός, όταν γύρισε από την αιχμαλωσία, παρά την υπόσχεση που είχε πάρει ότι δεν κινδύνευε από τίποτε, τυφλώθηκε βάρβαρα και πέθανε λίγο μετά την τύφλωσή του.
Ο Μιχαήλ Ζ' Δούκας (1071-1078) είχε μεγάλη κλίση προς τη μάθηση, τις επιστημονικές συζητήσεις και τη συγγραφή ποιημάτων, αλλά δεν είχε καμιά διάθεση να ασχοληθεί με στρατιωτικά ζητήματα. Αποκατέστησε τη γραφειοκρατία του πατέρα του Κωνσταντίνου Δούκα, η οποία όμως δεν ανταποκρινόταν στην εξωτερική κατάσταση του Βυζαντίου. Οι νέες επιτυχίες των Τούρκων και των Πατσινάκων απαιτούσαν επιτακτικά τη διοίκηση της αυτοκρατορίας να την αναλάβει ένας στρατιώτης αυτοκράτορας με ισχυρό στρατό, που θα μπορούσε να σώσει την αυτοκρατορία με την καταστροφή.
Από αυτήν την πλευρά ο κατάλληλος άνθρωπος που θα εκπλήρωνε τις ανάγκες του λαού, ήταν ο Νικηφόρος Βοτανειάτης, στρατηγός ενός θέματος της Μικράς Ασίας, ο οποίος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, υποχρεώνοντας τον Παραπινάκιο να αποσυρθεί σ’ ένα μοναστήρι. Κατόπιν ο Νικηφόρος εισήλθε στην πρωτεύουσα όπου στέφθηκε από τον Πατριάρχη αυτοκράτορας (1078-1081). Λόγω όμως της ηλικίας και της φυσικής του αδυναμίας δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει ούτε τις εξωτερικές ούτε τις εσωτερικές δυσκολίες. Συγχρόνως η αριστοκρατία των μεγαλοκτηματιών των επαρχιών δεν ανεγνώριζε τα αυτοκρατορικά δικαιώματα του Νικηφόρου και πολλοί διεκδικητές αυτών των δικαιωμάτων παρουσιάστηκαν σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας. Ένας από αυτούς ο Αλέξιος Κομνηνός, ανεψιός του αυτοκράτορα Ισαάκιου Κομνηνού, που ήταν συγγενής της οικογένειας Δούκα και καταγόταν από στρατιωτική οικογένεια της Θράκης (από το χωριό Κόμνη), έδειξε μεγάλη ικανότητα εκμεταλλευόμενος την κατάσταση για να πετύχει το σκοπό του, δηλαδή την άνοδο στο θρόνο. Ο Βοτανειάτης αποσύρθηκε σε μοναστήρι, όπου αργότερα έγινε μοναχός, ενώ το 1081 ο Αλέξιος Κομνηνός στέφθηκε αυτοκράτορας τερματίζοντας την περίοδο των ανωμαλιών. Η άνοδος στο θρόνο αυτού του πρώτου άρχοντα της δυναστείας των Κομνηνών, τον 11ο αιώνα, αποτελεί μια ακόμα νίκη του στρατιωτικού κόμματος και των μεγαλοκτηματιών των επαρχιών.
Ήταν πολύ φυσικό το γεγονός ότι, στη διάρκεια μιας περιόδου συχνών αλλαγών αυτοκρατόρων και αδιάκοπων φανερών ή κρυφών αγώνων για το θρόνο, ή εξωτερική πολιτική της αυτοκρατορίας υπέφερε πολύ προκαλώντας την πτώση του Βυζαντίου από την ανώτερη θέση που κατείχε στο μεσαιωνικό κόσμο. Η παρακμή αυτή προωθήθηκε από τις περίπλοκες και επικίνδυνες συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την επιτυχή δράση των βασικών εχθρών, των Σελτζούκων Τούρκων στην Ανατολή, των Πατσινάκων και των Ούζων στο Βορρά, και των Νορμανδών στη Δύση.

ΟΙ ΣΕΛΤΖΟΥΚΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία γνώριζε τους Τούρκους αρκετό διάστημα. Από τον 6ο μάλιστα αιώνα υπήρχε ένα σχέδιο τουρκο-βυζαντινής συμμαχίας, ενώ οι Τούρκοι υπηρετούσαν στο Βυζάντιο ως μισθοφόροι ή μέλη της αυτοκρατορικής φρουράς. Υπήρχαν αρκετοί Τούρκοι στον αραβικό στρατό, στα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου, που έλαβαν ενεργό μέρος το 838 στην κατάληψη και λεηλασία του Αμαρίου. Οι φιλικές αυτές σχέσεις ή οι προστριβές με τους Τούρκους, δεν είχαν πολύ μεγάλες συνέπειες, μέχρι τον 11ο αιώνα, για το Βυζάντιο. Με την εμφάνιση όμως των Σελτζούκων Τούρκων στα ανατολικά σύνορα, στα 50 πρώτα χρόνια του 11ου αιώνα, τα πράγματα άλλαξαν.
Οι Σελτζούκοι ήταν απόγονοι του Τούρκου πρίγκιπα Σελτζούκ, ο οποίος ανήκε, το 1000 περίπου, στην υπηρεσία ενός Χάνου του Τουρκεστάν. Από τις στέπες του Kirghiz ο Σελτζούκ μετανάστευσε μαζί με τη φυλή του στην Transoxiana, κοντά στην Μπουχάρα, όπου τόσο αυτός όσο και λαός του δέχθηκαν τον Ισλαμισμό. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα η δύναμη των Σελτζούκων έφτασε σε τέτοιο σημείο ώστε οι δυο εγγονοί του Σελτζούκ να μπορούν να οδηγούν τις άγριες ορδές των Τούρκων σε επιδρομές εναντίον του Χορασάν. [2]
Οι πιεστικές κινήσεις των Σελτζούκων στη δυτική Ασία δημιούργησαν μια νέα εποχή για τον Μουσουλμανισμό και τη Βυζαντινή ιστορία. Τον 11ο αιώνα το Χαλιφάτο δεν αποτελούσε πια ένα ενιαίο σύνολο. Η Ισπανία, η Αφρική και η Αίγυπτος είχαν εδώ και καιρό αποκτήσει την ανεξαρτησία τους, ενώ η Συρία, η Μεσοποταμία και η Περσία είχαν διαιρεθεί σε διάφορες, ανεξάρτητες δυναστείες με μεμονωμένους άρχοντες. Μετά την κατάκτηση της Περσίας, στα μέσα του 11ου αιώνα, οι Σελτζούκοι εισχώρησαν στη Μεσοποταμία και κατέλαβαν τη Βαγδάτη, υπό την ηγεσία του διαδόχου του Σελτζούκ, Τογρούλ, που έλαβε τον τίτλο του Σουλτάν (βασιλιά). Από τώρα και στο εξής το Χαλιφάτο της Βαγδάτης βρισκόταν υπό την προστασία των Σελτζούκων, των οποίων οι Σουλτάνοι δεν έμεναν στη Βαγδάτη, αλλά εξασκούσαν τον έλεγχό τους στη σπουδαία αυτή πόλη μέσω ενός στρατηγού. Λίγο αργότερα οι Σελτζούκοι Τούρκοι, όταν η δύναμή τους ενισχύθηκε λόγω της άφιξης νέων τουρκικών φυλών, κατέκτησαν όλη τη δυτική Ασία, από το Αφγανιστάν μέχρι τα Μικρασιατικά σύνορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, καθώς και το Χαλιφάτο των Φατιμίδων στην Αίγυπτο.
Από τα μέσα του 11ο αιώνα οι Σελτζούκοι εξελίχθηκαν σε πολύ σπουδαίο παράγοντα της ιστορίας της Βυζαντίου, επειδή άρχισαν να απειλούν τις συνοριακές της επαρχίες της Μ. Ασίας και του Καυκάσου. Στην 4η δεκαετία του 11ου αιώνα, ο Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος προσάρτησε στην αυτοκρατορία του την Αρμενία μαζί με τη νέα της πρωτεύουσα, Ani. Επομένως η Αρμενία δεν ήταν πια μια ενδιάμεση χώρα, μεταξύ Βυζαντίου και Τουρκίας και οι επιθέσεις που υφίστατο ήταν πλέον επιθέσεις που κατευθύνονταν εναντίον του Βυζαντίου. Οι Τούρκοι είχαν μεγάλες επιτυχίες στις επιθέσεις τους κατά της Αρμενίας, ενώ συγχρόνως τα στρατεύματά τους προχωρούσαν μέσα στη Μικρά Ασία.
Στη διάρκεια της δραστήριας, αν και σύντομης, βασιλείας του Ισαάκιου Κομνηνού, τα ανατολικά σύνορα γνώρισαν μια πολύ καλή υπεράσπιση εναντίον των επιθέσεων των Σελτζούκων. Μετά την πτώση του όμως η αντιμιλιταριστική τακτική του Κωνσταντίνου Δούκα εξασθένησε τη στρατιωτική ισχύ της Μικράς Ασίας διευκολύνοντας την εισβολή των Τούρκων στις περιοχές του Βυζαντίου. Δεν είναι απίθανο, κατά τη γνώμη ενός ιστορικού, ότι το κράτος έβλεπε «ατυχίες αυτών των επίμονων και αλαζόνων επαρχιών» με κάποια ευχαρίστηση. «Η Ανατολή όπως και η Ιταλία, πλήρωνε το βαρύ τίμημα των σφαλμάτων της κεντρικής κυβέρνησης». Την εποχή του Κωνσταντίνου Ι' Δούκα και στους επόμενους 7 μήνες της βασιλείας της γυναίκας του Ευδοκίας, ο δεύτερος από τους Σελτζούκους Σουλτάνους, ο Απ-Αρσλάν, νίκησε την Αρμενία λεηλατώντας μέρος της Συρίας, της Κιλικίας και της Καππαδοκίας. Στην πρωτεύουσα της Καππαδοκίας, Καισάρεια, οι Τούρκοι λεηλάτησαν την εκκλησία του Μεγάλου Βασιλείου, όπου φυλάσσονταν τα λείψανα του Αγίου. Ένας χρονογράφος του Βυζαντίου, γράφοντας για την εποχή του Μιχαήλ Παραπινάκιου (1071-1078) αναφέρει ότι «στη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα αυτού, καταλήφθηκε σχεδόν όλος ο κόσμος, επίγειος και θαλάσσιος, από τους ασεβείς βαρβάρους, ενώ συγχρόνως καταστράφηκε και απογυμνώθηκε από τον πληθυσμό του, επειδή όλοι οι Χριστιανοί σκοτώθηκαν από αυτούς, ενώ τα σπίτια τους κι οι εγκαταστάσεις τους, μαζί με τις εκκλησίες, λεηλατήθηκαν τελείως από τους βαρβάτους, σε όλη την Ανατολή, μέχρι εκμηδενισμού».
Η τελευταία εκστρατεία του Ρωμανού Διογένη τελείωσε με τη μοιραία μάχη του Ματζικέρτ, το 1071 (κοντά στο σημερινό Melazgherd) στην Αρμενία, στα βόρεια της λίμνης Βαν. Λίγο πριν τη μάχη, το τμήμα των Ούζων μαζί με τον αρχηγό τους προσχώρησε στους Τούρκους, προκαλώντας μεγάλη ταραχή στο στρατό του Ρωμανού Διογένη. Στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης, ένας από τους βυζαντινούς στρατηγούς άρχισε να διαδίδει τη φήμη ότι ο αυτοκρατορικός στρατός νικήθηκε κι οι στρατιώτες πανικόβλητοι τράπηκαν σε φυγή. Ο Ρωμανός, ο οποίος αγωνίστηκε στη μάχη ηρωικά, συνελήφθηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους και όταν έφτασε στο εχθρικό στρατόπεδο έγινε δεκτός από τον Αλπ-Αρσλάν με μεγάλες τιμές.
Ο νικητής και ο ηττημένος έκαναν μια διαρκή ειρήνη και ένα σύμφωνο φιλίας, του οποίου τα κύρια σημεία, όπως αναφέρεται στις αραβικές πηγές, ήταν τα εξής: 1) Ο Ρωμανός Διογένης αποκτούσε την ελευθερία του, πληρώνοντας ορισμένα χρήματα, 2) το Βυζάντιο θα πλήρωνε ετήσιο φόρο στον Αλπ-Αρσλάν, και 3) το Βυζάντιο θα επέστρεφε όλους τους Τούρκους αιχμαλώτους. Ο Ρωμανός επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, βρήκε το θρόνο κατειλημμένο από τον Μιχαήλ Ζ' Δούκα. Στη συνέχεια, αφού τυφλώθηκε από τους εχθρούς του, πέθανε.
Η μάχη του Ματζικέρτ είχε ορισμένες συνέπειες για το Βυζάντιο. Αν και σύμφωνα με τη συνθήκη η αυτοκρατορία δεν παραχωρούσε εδάφη στον Αλπ-Αρσλάν, οι απώλειές της υπήρξαν πολύ μεγάλες, επειδή ο στρατός που υπερασπιζόταν τα σύνορα της Μικράς Ασίας καταστράφηκε τόσο πολύ ώστε να είναι αδύνατο στην αυτοκρατορία να αντισταθεί εκεί στις μεγαλύτερες επιθέσεις των Τούρκων. Η αξιοθρήνητη κατάσταση της αυτοκρατορίας χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο, λόγω της αδύνατης και αντιμιλιταριστικής πολιτικής του Μιχαήλ Ζ' Δούκα. Η ήττα του Ματζικέρτ υπήρξε ένα θανάσιμο κτύπημα για την κυριαρχία του Βυζαντίου στη Μικρά Ασία, η οποία αποτελούσε το σπουδαιότερο τμήμα της αυτοκρατορίας. Μετά το 1071 δεν υπήρχε πια βυζαντινός στρατός για να αντισταθεί στους Τούρκους. Ένας ιστορικός μάλιστα φτάνει στο σημείο να πει ότι μετά από τη μάχη αυτή, το κράτος του Βυζαντίου περιήλθε στα χέρια των Τούρκων. Ένας άλλος ιστορικός ονομάζει τη μάχη «θανάσιμη στιγμή της μεγάλης Βυζαντινής αυτοκρατορίας» και συνεχίζει λέγοντας ότι «αν και οι συνέπειές της με όλες τις τρομερές τους πλευρές δεν έγιναν αισθητές αμέσως, το ανατολικό τμήμα της Μικράς Ασίας, η Αρμενία και η Καππαδοκία (οι επαρχίες από τις οποίες προήλθαν τόσοι περίφημοι αυτοκράτορες και πολεμιστές και που αποτελούσαν την κύρια δύναμη της αυτοκρατορίας) χάθηκαν για πάντα, ενώ οι Τούρκοι άπλωσαν τις νομαδικές τους σκηνές πάνω στα ερείπια της αρχαίας ρωμαϊκής δόξας. Το λίκνο του πολιτισμού έγινε βορά του Ισλαμικού βαρβαρισμού και της τέλειας κτηνωδίας».
Στη διάρκεια των χρόνων που πέρασαν από την καταστροφή του 1071 μέχρι την άνοδο στο θρόνο του Αλέξιου Κομνηνού το 1081, οι Τούρκοι εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση της απροστάτευτης αυτοκρατορίας και τις εσωτερικές της διαμάχες, εισχώρησαν ακόμα βαθύτερα στη ζωή του Βυζαντίου. Μεμονωμένα τμήματα των Τούρκων έφτασαν μέχρι τις δυτικές επαρχίες της Μικράς Ασίας. Τα τουρκικά στρατεύματα που βοήθησαν τον Νικηφόρο Βοτανειάτη να καταλάβει το θρόνο, τον συνόδευσαν μέχρι τη Νίκαια και τη Χρυσούπολη (το σημερινό Σκούταρι),
Επιπλέον, μετά το θάνατο του Ρωμανού Διογένη και του Αλπ-Αρσλάν, τόσο το Βυζάντιο όσο και οι Τούρκοι δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους δεσμευμένους από τη συνθήκη που είχαν συνάψει οι άρχοντές τους. Οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν κάθε ευκαιρία και λεηλατούσαν τις επαρχίες του Βυζαντίου, στη Μικρά Ασία, στις οποίες έμπαιναν, κατά τη γνώμη βυζαντινού χρονογράφου, όχι ως πρόσκαιροι αντάρτες, αλλά ως μόνιμοι κυρίαρχοι. Η άποψη αυτή όμως είναι υπερβολική, τουλάχιστον για την περίοδο πριν το 1081. Όπως αναφέρει ο Laurent, «το 1080, επτά χρόνια μετά την πρώτη τους εμφάνιση στις ακτές του Βοσπόρου, οι Τούρκοι δεν είχαν ακόμα εγκατασταθεί κάπου, δεν είχαν σχηματίσει δηλαδή κράτος και περιφέρονταν πάντοτε σαν άτακτοι επιδρομείς».
Ο διάδοχος Αλπ-Αρσλάν έδωσε τη στρατιωτική ηγεσία της Μικράς Ασίας στον Σουλεϊμάν, ο οποίος κατέλαβε το κεντρικό τμήμα της Μ. Ασίας (Rum).[3] Επειδή πρωτεύουσά του υπήρξε το Ικόνιο (σημερινή Κόνια), η πιο πλούσια και πιο ωραία μικρασιατική πόλη του Βυζαντίου, το κράτος των Σελτζούκων ονομάζεται συχνά Σουλτανάτο του Ικονίου.[4] Από την κεντρική αυτή θέση του, το νέο Σουλτανάτο απλώθηκε μέχρι τη Μαύρη θάλασσα και τη Μεσόγειο κι έγινε έτσι ένας επικίνδυνος αντίπαλος της αυτοκρατορίας. Τα τουρκικά στρατεύματα συνέχισαν να κινούνται προς τη Δύση, ενώ οι δυνάμεις του Βυζαντίου δεν είχαν τη δυνατότητα να αντισταθούν.
Η προώθηση των Σελτζούκων και πιθανόν οι απειλητικές κινήσεις των βορείων Ούζων και Πατσινάκων προς την πρωτεύουσα ανάγκασαν τον Μιχαήλ Ζ', στις αρχές της βασιλείας του, να ζητήσει βοήθεια από τη Δύση, στέλνοντας ένα μήνυμα στον Πάπα Γρηγόριο Ζ' και υποσχόμενος, σε αντάλλαγμα της βοήθειας που θα του δινόταν, την ένωση των Εκκλησιών. Ο Γρηγόριος Ζ' δέχτηκε ευνοϊκά τις προτάσεις και έστειλε αρκετά μηνύματα στους πρίγκιπες της δυτικής Ευρώπης και σε όλους τους Χριστιανούς (ad omnes christianos), στα οποία τόνιζε ότι «οι άπιστοι εξασκούσαν μεγάλη πίεση στη χριστιανική αυτοκρατορία και ότι λεηλατούσαν με ανήκουστη θηριωδία το κάθε τι, σχεδόν μέχρι τα τείχη της Κωνσταντινούπολης». Η έκκληση του Γρηγορίου όμως δεν είχε αποτελέσματα και καμιά βοήθεια δεν στάλθηκε από τη Δύση. Στο μεταξύ ο Πάπας περιπλέχθηκε σ’ ένα μεγάλο και σοβαρό αγώνα με το Γερμανό βασιλιά Ερρίκο Δ'.
Την εποχή της ανόδου στο θρόνο του Αλέξιου Κομνηνού, ήταν πλέον φανερό ότι η προς τη Δύση κίνηση των Σελτζούκων αποτελούσε για την αυτοκρατορία την πιο θανάσιμη απειλή.

ΟΙ ΠΑΤΣΙΝΑΚΟΙ
Προς τα τέλη της εποχής των Μακεδόνων, οι Πατσινάκοι αποτελούσαν τους πιο επικίνδυνους εχθρούς της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία τους παραχώρησε την άδεια να εγκατασταθούν στα βόρεια της Βαλκανικής, ενώ συγχρόνως έδωσε σε αρκετούς Πατσινάκους πρίγκιπες τίτλους της αυλής του Βυζαντίου. Τα μέτρα αυτά όμως δεν έλυσαν το πρόβλημα των Πατσινάκων, αφενός μεν επειδή οι Πατσινάκοι δεν μπορούσαν να συνηθίσουν σε μια εγκαταστημένη ζωή, αφετέρου έρχονταν πέρα από τον Δούναβη νέες ορδές Πατσινάκων και Ούζων, ρίχνοντας όλη την προσοχή τους προς το Νότο, όπου θα μπορούσαν να επιτεθούν εναντίον της περιοχής του Βυζαντίου.
Ο Ισαάκιος Κομνηνός κατόρθωσε με επιτυχία να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των Πατσινάκων και αποκατάστησε την εξουσία του Βυζαντίου στον Δούναβη, ενώ συγχρόνως μπόρεσε να αντισταθεί ισχυρά στις επιδρομές των Τούρκων.
Την εποχή του Κωνσταντίνου Δούκα παρουσιάστηκαν στον Δούναβη οι Ούζοι. «Επρόκειτο για μια πραγματική μετανάστευση. Μια ολόκληρη φυλή, από 600.000 άτομα, με όλα της τα υπάρχοντα συνωστιζόταν στην αριστερή πλευρά του ποταμού. Κάθε προσπάθεια να εμποδιστεί η διάβασή τους υπήρξε μάταιη». Οι περιοχές της Θεσσαλονίκης, της Μακεδονίας, της Θράκης και της Ελλάδας ακόμα έγιναν αντικείμενα τρομερών επιδρομών. Ένας σύγχρονός τους Βυζαντινός ιστορικός παρατηρεί ότι «ολόκληρος ο πληθυσμός της Ευρώπης αντιμετώπιζε (την εποχή αυτή) το πρόβλημα της μετανάστευσης». Όταν ο τρομερός αυτός κίνδυνος απομακρύνθηκε, ο λαός απέδωσε τη σωτηρία του στη θαυματουργική επέμβαση του Θεού. Μερικοί από τους Ούζους εισχώρησαν ακόμα και στην υπηρεσία του αυτοκράτορα και απέκτησαν κρατικά κτήματα στη Μακεδονία. Οι Πατσινάκοι και οι Ούζοι, που υπηρέτησαν στο βυζαντινό στρατό, έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στη μοιραία μάχη του Ματζικέρτ.
Η νέα οικονομική πολιτική του Μιχαήλ Ζ', ο οποίος ακολουθώντας τη συμβουλή του πρωθυπουργού του, ελάττωσε τα χρήματα που στέλνονταν στις πόλεις του Δούναβη, δημιούργησε μια ανησυχία ανάμεσα στους Πατσινάκους και τους Ούζους των περιοχών του Δούναβη, οι οποίοι συμμάχησαν με τους νομάδες της απέναντι πλευράς του ποταμού, ήρθαν σε συνεννόηση με ένα στρατηγό του Βυζαντίου που επαναστάτησε εναντίον του αυτοκράτορα και μαζί με άλλες φυλές (πιθανώς και Σλάβους) βάδισαν προς τα νότια, λεηλάτησαν την Αδριανούπολη και πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη, η οποία υπέφερε πολύ από έλλειψη εφοδίων. Την κρίσιμη αυτή στιγμή ο Μιχαήλ, πιεζόμενος κι από τους Σελτζούκους και τους Πατσινάκους, έστειλε την έκκλησή του για βοήθεια στον Πάπα Γρηγόριο Ζ'.
Η ικανότητα της βυζαντινής διπλωματίας πέτυχε να διασπάσει τις συμμαχικές δυνάμεις που πολιορκούσαν την πρωτεύουσα, οι οποίες έλυσαν την πολιορκία και γύρισαν στις όχθες του Δούναβη με πλούσια λάφυρα. Στο τέλος της περιόδου αυτής οι Πατσινάκοι πήραν ενεργό μέρος στον αγώνα μεταξύ Νικηφόρου Βοτανειάτη και Αλέξιου Κομνηνού.
Το πρόβλημα των Ούζων και των Πατσινάκων δε λύθηκε την εποχή των ταραχών που προηγήθηκαν από τη δυναστεία των Κομνηνών. Η απειλή αυτή του Βορρά, η οποία ορισμένες φορές έφτασε ως την πρωτεύουσα, διατηρήθηκε μέχρι την εποχή των Κομνηνών. Ο Αλέξιος Κομνηνός ήρθε με πολύ στόλο στον Δούναβη εναντίον των Πατσινάκων, αλλά ηττήθηκε και μόλις μπόρεσε να δι8ασωθεί. Πέτυχε όμως με χρήματα να στρέψει τους Κομάνους (φυλή τουρκικής καταγωγής από τα Αλτάια όρη) κατά των Πατσινάκων, που το 1091 νικήθηκαν ολοσχερώς.

ΟΙ ΝΟΡΜΑΝΔΟΙ
Προς τα τέλη της δυναστείας των Μακεδόνων παρουσιάστηκαν στην Ιταλία οι Νορμανδοί, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τις εσωτερικές δυσκολίες του Βυζαντίου και τη διάστασή του με τη Ρώμη, άρχισαν να προωθούνται με επιτυχία στις νότιες ιταλικές κτήσεις της αυτοκρατορίας. Η κυβέρνηση δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εναντίον αυτής της απειλής, επειδή όλες της οι δυνάμεις είχαν ριχτεί στον αγώνα με τους Σελτζούκους Τούρκους. Όπως λέει ο Neumann «η αυτοκρατορία υπερασπιζόταν τον εαυτό της στην Ιταλία μόνο με το αριστερό της χέρι». Σοβαρό όπλο των Νορμανδών ήταν ο στόλος τους, ο οποίος αργότερα υπήρξε πολύ χρήσιμος στις νορμανδικές δυνάμεις που δρούσαν στην ξηρά. Στα μέσα του 11ου αιώνα οι Νορμανδοί είχαν επίσης ένα πολύ ικανό αρχηγό, τον Ροβέρτο Γυισκάρδο, «ο οποίος από αρχηγός ληστών έγινε ιδρυτής μιας αυτοκρατορίας».
Κύριος σκοπός του Γυισκάρδου υπήρξε η κατάκτηση της βυζαντινής νότιας Ιταλίας αλλά, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Βυζαντινή αυτοκρατορία, ο αγώνας στην Ιταλία, τον 11ο αιώνα, προχωρούσε με εναλλασσόμενες επιτυχίες. Ο Ροβέρτος κατάκτησε το Μπρίντιζι, τον Τάραντα και το Ρέτζιο (Rhegium), αν και οι δύο πρώτες πόλεις επανακτήθηκαν αργότερα από τον βυζαντινό στρατό που στάλθηκε στο Μπάρι και ο οποίος συμπεριλάμβανε και Βαράγγους. Αργότερα όμως η επιτυχία ανήκε στους Νορμανδούς.
Ο Ροβέρτος Γυισκάρδος πολιόρκησε το Μπάρι, το οποίο την εποχή αυτή ήταν το βασικό κέντρο της βυζαντινής εξουσίας στη νότια Ιταλία καθώς και μια από τις πιο οχυρωμένες πόλεις της χερσονήσου. Μόνο με πανουργία, τον 9ο αιώνα, οι Μουσουλμάνοι κατόρθωσαν να καταλάβουν το Μπάρι για μια σύντομη περίοδο. Τον ίδιο αιώνα η πόλη αυτή αντιστάθηκε σταθερά στον αυτοκράτορα της Δύσης Λουδοβίκο Β'. Η πολιορκία του Μπάρι από τον Ροβέρτο υπήρξε ένα δύσκολο στρατιωτικό εγχείρημα το οποίο ενισχύθηκε πολύ από το στόλο των Νορμανδών που έκλεισε το λιμάνι. Η πολιορκία κράτησε 3 περίπου χρόνια και τέλειωσε την άνοιξη του 1071, οπότε το Μπάρι αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Η πτώση του Μπάρι αποτελεί το τέλος της κυριαρχίας του Βυζαντίου στη νότια Ιταλία. Ξεκινώντας από αυτό το σπουδαίο σημείο ο Ροβέρτος μπορούσε γρήγορα πια να πετύχει την τελική κατάκτηση των μικρών υπολειμμάτων της βυζαντινής κυριαρχίας στο εσωτερικό της Ιταλίας. Η κατάκτηση της νότιας Ιταλίας ελευθέρωσε επίσης τις δυνάμεις του Ροβέρτου για την επανάκτηση της Σικελίας από τους Μουσουλμάνους.
Η υποδούλωση της νότιας Ιταλίας από τους Νορμανδούς δεν κατέστρεψε τελείως την επιρροή του Βυζαντίου. Ο θαυμασμός για την ανατολική αυτοκρατορία, τις παραδόσεις και τη λαμπρότητά της ήταν ακόμα πολύ αισθητός στη Δύση. Η δυτική αυτοκρατορία του Καρλομάγνου ή του Όθωνα αντιπροσώπευε με πολλούς τρόπους μια αντανάκλαση των συνηθειών και των ιδεών της Ανατολής. Οι Νορμανδοί κατακτητές της νότιας Ιταλίας πρέπει να ένιωσαν ακόμα μεγαλύτερη έλξη προς τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Ο δούκας της Απουλίας Ροβέρτος, που θεωρούσε τον εαυτό του μόνιμο διάδοχο των βυζαντινών αυτοκρατόρων, διατήρησε στις κατακτημένες περιοχές τη διοικητική οργάνωση του Βυζαντίου. Έτσι βλέπουμε ότι οι Νορμανδικές πηγές μιλούν για το θέμα της Καλαβρίας αναφέροντας ότι οι πόλεις διοικούνταν από στρατηγούς ή έξαρχους και ότι οι Νορμανδοί αγωνίζονταν για την απόκτηση βυζαντινών τίτλων. Η ελληνική γλώσσα διατηρήθηκε στις λειτουργίες των εκκλησιών της Καλαβρίας, ενώ σε μερικές περιοχές, την εποχή των Νορμανδών, η ελληνική χρησιμοποιείτο σαν επίσημη γλώσσα. Γενικά οι νικητές και οι νικημένοι ζούσαν μαζί χωρίς να συγχωνεύονται, διατηρώντας τη γλώσσα τους και τις συνήθειές τους.
Τα φιλόδοξα σχέδια του Ροβέρτου ξεπερνούσαν τις περιορισμένες εκτάσεις της νότιας Ιταλίας. Έχοντας πλήρη επίγνωση της εσωτερικής αδυναμίας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και των εξωτερικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε, ο Νορμανδός κατακτητής άρχισε να οραματίζεται την απόκτηση του αυτοκρατορικού στέμματος.
Η πτώση του Μπάρι, την άνοιξη του 1071, και η μοιραία μάχη του Ματζικέρτ, τον Αύγουστο του ίδιου έτους, απέδειξε ότι το έτος 1071 υπήρξε ένα από τα πιο σπουδαία χρόνια της όλης ιστορίας του Βυζαντίου. Η νότια Ιταλία στη Δύση χάθηκε οριστικά, ενώ στην Ανατολή, στη Μ. Ασία, η κυριαρχία της αυτοκρατορίας ήταν καταδικασμένη. Στερημένη από τις περιοχές της και από τη ζωτική της πηγή, τη Μικρά Ασία, η ανατολική αυτοκρατορία παρήκμαζε σοβαρά από τα 50 τελευταία χρόνια του 11ου αιώνα. Παρά τη μερική αναζωογόνησή της, την εποχή των Κομνηνών, η αυτοκρατορία σιγά-σιγά παραχωρούσε την πολιτική και οικονομική της σπουδαιότητα στα κράτη της Δυτικής Ευρώπης.
Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ' κατάλαβε πολύ καλά την έκταση της απειλής του Ροβέρτου και προσπάθησε να την αποφύγει με τη σύναψη οικογενειακών σχέσεων (μέσω του γάμου) μεταξύ των δύο βασιλικών οίκων. Ο γιος του αυτοκράτορα αρραβωνιάστηκε την κόρη του Ροβέρτου, αλλά το γεγονός αυτό δεν φάνηκε να μεταβάλλει την κατάσταση και μετά την εκθρόνιση του Μιχαήλ, οι Νορμανδοί άρχισαν πάλι τις εχθρικές τους ενέργειες κατά της αυτοκρατορίας. Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Κομνηνός, ετοιμάζονταν ήδη να μεταφέρουν τις στρατιωτικές τους ενέργειες από την Ιταλία στην ανατολική ακτή της Αδριατικής θάλασσας.
Η περίοδος των ανωμαλιών, η οποία οδήγησε την υποχώρηση της αυτοκρατορίας σε όλα τα σύνορά της, τόσο στην Ασία όσο και στην Ευρώπη, και που χαρακτηρίζεται από διαρκείς εσωτερικούς αγώνες, άφησε στη νέα δυναστεία των Κομνηνών μια πολύ δύσκολη πολιτική κληρονομιά.

Υποσημειώσεις:
[1] Το επώνυμο Παραπινάκιος προήλθε από το γεγονός ότι στη διάρκεια της κακής συγκομιδής που συνέβηκε την εποχή της βασιλείας του Μιχαήλ Δούκα, ο μόδιος του σίτου πουλιόταν «παρά εν πινάκιον» (δηλαδή λιγότερο κατά 1/4).
[2] Khorasan (Khurasan): Επαρχία της ΒΑ Περσίας με σύνορα προς τη ρωσική Υπερκαυκασία και το Αφγανιστάν.
[3] Η λέξη Rum, που αντιστοιχεί στη λέξη Ρωμαίοι, χρησιμοποιήθηκε από τους Μουσουλμάνους για να χαρακτηρίσει τους Έλληνες του μεσαιωνικού Βυζαντίου και τις κτήσεις τους. Η λέξη Rum χρησιμοποιήθηκε και ως χαρακτηριστικό όνομα για τη Μικρά Ασία.
[4] Την παλαιά περίοδο το Ικόνιο αναφέρεται ως πρωτεύουσα (στις ανατολικές πηγές). Οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν ως τόπο διαμονής του Σουλεϊμάν τη Νίκαια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: