26/11/09

Ο Ιουστινιανός και οι διάδοχοί του [11]

Στην εξωτερική, αλλά και στη θρησκευτική πολιτική τους, οι διάδοχοι του Ζήνωνα και του Αναστασίου, ακολούθησαν τελείως αντίθετο δρόμο προς τους προκατόχους τους, επειδή στράφηκαν από την Ανατολή προς τη Δύση.

Αυτοκράτορες της περιόδου 518-610
Κατά τη διάρκεια της περιόδου 518-578 ανέβηκαν στο θρόνο τα εξής πρόσωπα: α) Ο Ιουστίνος ο Πρεσβύτερος (518-527), που ήταν αρχηγός της σωματοφυλακής του Παλατιού (κόμης των εξκουβιτόρων)[1] και ο οποίος ξαφνικά και τυχαία διαδέχθηκε τον Αναστάσιο, β) ο ανεψιός του, Ιουστινιανός ο Μεγάλος (527-565), και γ) ο ανεψιός του Ιουστινιανού, ο Ιουστίνος Β', γνωστός ως ο Νεώτερος (565-578). Τα ονόματα του Ιουστίνου και του Ιουστινιανού είναι στενά συνδεδεμένα με το πρόβλημα της σλαβονικής του καταγωγής, η οποία για αρκετό διάστημα θεωρείτο από πολλούς επιστήμονες, ως ένα ιστορικό γεγονός. Η θεωρία αυτή στηρίχθηκε στη «Βιογραφία» του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, την οποία έγραψε ο ηγούμενος Θεόφιλος, διδάσκαλος του Ιουλιανού και που εκδόθηκε από τον φύλακα της Βιβλιοθήκης του Βατικανού, Νικόλαο Αλεμάνο, στις αρχές του 17ου αιώνα. Η βιογραφία αυτή παρουσιάζει επικά ονόματα του Ιουστινιανού και των συγγενών του, με τα οποία ήταν γνωστοί στην ιδιαίτερη πατρίδα τους και τα οποία, κατά τη γνώμη των ειδικών στις σλαβονικές μελέτες, ήταν σλαβονικά ονόματα, όπως π.χ. το όνομα του Ιουστινιανού Κράνθα, «αλήθεια, δικαιοσύνη». Όταν βρέθηκε και μελετήθηκε από τον Άγγλο επιστήμονα Bryce, στα τέλη του 19ου αιώνα (1883) το χειρόγραφο που χρησιμοποίησε ο Αλεμάνος, αποδείχθηκε ότι ανήκε στις αρχές του 17ου αιώνα και ότι ήταν καθαρός μύθος χωρίς ιστορική αξία. Η θεωρία της σλαβονικής καταγωγής του Ιουστινιανού πρέπει, συνεπώς, προς το παρόν, να απορριφθεί. Ο Ιουστίνος και ο Ιουστινιανός ήταν πιθανόν Ιλλυριοί ή Αλβανοί. Ο Ιουστινιανός γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Άνω Μακεδονίας, όχι μακριά από το σημερινό Uskub, στα αλβανικά σύνορα. Μερικοί επιστήμονες αναζητούν την οικογένεια του Ιουστινιανού στους Ρωμαίους αποίκους της Δαρδανίας, δηλαδή της Άνω Μακεδονίας. Οι τρεις πρώτοι αυτοκράτορες της εποχής αυτής ήταν συνεπώς, Ιλλυριοί ή Αλβανοί, αν και είχαν γίνει Ρωμαίοι. Μητρική τους γλώσσα ήταν η Λατινική.
Ο ασθενικός κι άτεκνος Ιουστίνος Β' έκανε τον Θράκα Τιβέριο στρατηγό, ορίζοντάς τον συγχρόνως και Καίσαρα. Παίρνοντας ως αφορμή το γεγονός αυτό, έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία, που άφησε βαθειά εντύπωση στους σύγχρονούς του, λόγω της ειλικρίνειας και της μετάνοιας που παρουσίαζε. Επειδή η ομιλία είχε στενογραφηθεί, διατηρείται στην πρωτότυπη μορφή της.
Μετά το θάνατο του Ιουστίνου Β', ο Τιβέριος βασίλευσε ως Τιβέριος Β' (578-582). Όταν πέθανε κι αυτός τέλειωσε η βασιλεία της Δυναστείας του Ιουστινιανού, επειδή στο θρόνο ανέβηκε ο σύζυγος της κόρης του, Μαυρίκιος (582-602). Τα σχετικά βιβλία διαφωνούν ως προς το ζήτημα της προέλευσης του Μαυρίκιου. Άλλοι θεωρούν ως πατρίδα, δική του και της οικογένειάς του, τη μακρινή πόλη της Καππαδοκίας Αραβυσσό, ενώ άλλοι, αν και τον ονομάζουν Καππαδόκη, τον θεωρούν ως τον πρώτο Έλληνα που ανέβηκε στο θρόνο του Βυζαντίου. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει αντίθεση στους όρους, επειδή είναι δυνατόν να είναι ελληνικής καταγωγής και να γεννήθηκε στην Καππαδοκία. Μια άλλη παράδοση τον παρουσιάζει ως Ρωμαίο. Ο J. A. Kulakovsky θεωρεί δυνατή την αρμενική καταγωγή του Μαυρικίου, επειδή ο εγχώριος πληθυσμός της Καππαδοκίας ήταν Αρμένιοι. Ο Μαυρίκιος εκθρονίστηκε από το Θράκα τύραννο Φωκά (602-610), ο οποίος υπήρξε και ο τελευταίος αυτοκράτορας της περιόδου αυτής.

Ιουστίνος Α'
Αμέσως μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο Ιουστίνος Α' άφησε τη θρησκευτική πολιτική των προκατόχων του, τάχθηκε επίσημα με το μέρος των οπαδών της Συνόδου της Χαλκηδόνας και άρχισε σοβαρούς διωγμούς κατά των Μονοφυσιτών. Αποκατάστησε επίσης τις σχέσεις του με τη Ρώμη και η διαφωνία της Δυτικής προς την Ανατολική Εκκλησία, που άρχισε την εποχή του Ενωτικού του Ζήνωνα, τερματίστηκε. Η θρησκευτική πολιτική των αυτοκρατόρων αυτής της περιόδου, στηρίχθηκε στην Ορθοδοξία. Το γεγονός αυτό αποξένωσε τις ανατολικές επαρχίες.
Τότε παρουσιάστηκε ένας πολύ ενδιαφέρον υπαινιγμός, τον οποίο έκανε σ’ ένα γράμμα που έστειλε στον Πάπα Ορμίσσα, το 520, ο ανεψιός του Ιουστίνου, Ιουστινιανός, που επηρέαζε αισθητά τη ζωή της αυτοκρατορίας, από τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του θείου του. Με λεπτότητα, στο γράμμα αυτό, ο Ιουστινιανός υποδεικνύει ευγένεια προς όσους διαφωνούν: «Δε θα συμφιλιώσετε», γράφει, «το λαό με τον Κύριό μας, με διωγμούς και αιματοχυσίες, αλλά με την υπομονή. Υπάρχει φόβος μήπως, επιθυμώντας να κερδίσουμε ψυχές, χάσουμε τα σώματα και τις ψυχές πολλών ανθρώπων. Γιατί πρέπει να διορθώνουμε τα σφάλματα, που έχουν για πολύ καιρό υπάρξει, με ηπιότητα και επιείκεια. Δίκαια τιμάται ο ιατρός που θεραπεύει τις παλιές αρρώστιες με τέτοιο κατάλληλο τρόπο που να μην προκαλούνται, από αυτές, νέα τραύματα». Είναι πολύ ενδιαφέρον να ακούει κανείς μια τέτοια συμβουλή από τον Ιουστινιανό, επειδή ο ίδιος, αργότερα, δεν την ακολούθησε.
Από μια πρώτη ματιά παρατηρούμε κάποια ασυνέπεια στις σχέσεις του Ιουστίνου με την Αζώμη, το μακρινό αυτό βασίλειο της Αβησσυνίας. Στη διάρκεια του πολέμου του κατά του βασιλιά της Υεμένης (προστάτη του Ιουδαϊσμού) ο βασιλιάς της Αβησσυνίας, με αποτελεσματική υποστήριξη του Ιουστίνου και του Ιουστινιανού, απέκτησε μια σταθερή βάση στην Υεμένη, όπου και αποκατέστησε το Χριστιανισμό. Αρχικά προκαλεί έκπληξη το πώς ο Ορθόδοξος Ιουστίνος, που υποστήριζε το δόγμα της Χαλκηδόνας, ενώ συγχρόνως καταδίωκε μέσα στην αυτοκρατορία του τους Μονοφυσίτες, βοήθησε τους Μονοφυσίτες Αβησσυνούς. Έξω όμως από τα επίσημα σύνορα του κράτους του, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου υποστήριζε, χωρίς διακρίσεις το Χριστιανισμό, έστω κι αν δε συμφωνούσε με τις δογματικές του πεποιθήσεις. Από την πλευρά της εξωτερικής πολιτικής, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες θεωρούσαν κάθε επέκταση του Χριστιανισμού σαν ένα απαραίτητο πολιτικό ή ίσως και οικονομικό πλεονέκτημα.
Αυτή η προσέγγιση Ιουστίνου και βασιλιά της Αβησσυνίας, είχε αργότερα μια μάλλον απροσδόκητη εξέλιξη. Στην Αβησσυνία, τον 14ο αιώνα, συντέθηκε ένα από τα πιο αξιόλογα έργα της αβησσυνιακής (αιθιοπικής) φιλολογίας, το Kebra Nagast (η δόξα των βασιλέων), το οποίο περιέχει μια πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή μύθων. Αναφέρει ότι η δυναστεία των Αβησσυνών βασιλέων έχει την προέλευσή της στην εποχή του Σολομώντα και της βασίλισσας του Σεβά. Πράγματι, σήμερα, οι Αβησσυνοί πιστεύουν ότι κυβερνούνται από την αρχαιότερη δυναστεία του κόσμου. Οι Αιθίοπες, όπως αναφέρει η Kebra Nagast, είναι ένας εκλεκτός λαός, ένας νέος Ισραήλ, του οποίου το βασίλειο είναι ανώτερο από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι δυο βασιλείς, Ιουστίνος, ο βασιλιάς της Ρώμης και ο Kaleb, ο βασιλιάς της Αιθιοπίας, θα συναντηθούν στην Ιερουσαλήμ για να μοιράσουν μεταξύ τους τη γη. Αυτός ο τόσο εξαιρετικού ενδιαφέροντος μύθος, δείχνει καθαρά τη βαθειά εντύπωση που άφησε στην ιστορική παράδοση των Αβησσυνών η εποχή του Ιουστίνου Α'.

Ιουστινιανός και Θεοδώρα
Ο ανεψιός και διάδοχος του Ιουστίνου, Ιουστινιανός (527-565), είναι η εξέχουσα φυσιογνωμία αυτής της περιόδου.
Το όνομά του είναι στενά συνδεδεμένο με το όνομα της συζύγου του Θεοδώρας, μιας από τις πιο ικανές γυναίκες της Βυζαντινής περιόδου. Τα «Ανέκδοτα», που έγραψε ο Προκόπιος, ιστορικός της εποχής του Ιουστινιανού, παρουσιάζουν μεγαλοποιημένη τη διεστραμμένη ζωή που έζησε, όταν ήταν νέα, η Θεοδώρα, οπότε, ως κόρη ενός «αρκτοτρόφου», ζούσε στη διεφθαρμένη ατμόσφαιρα του θεάτρου αυτής της περιόδου, προσφέροντας ελεύθερα τον έρωτά της σε πολλούς ανθρώπους. Η φύση την είχε προικίσει με ομορφιά, χάρη και ευφυΐα. Όπως αναφέρει ένας ιστορικός, «η Θεοδώρα διασκέδαζε, έθελγε και σκανδάλιζε την Κωνσταντινούπολη». Ο Προκόπιος αναφέρει ότι όσοι συναντούσαν τη Θεοδώρα στο δρόμο, απέφευγαν να την πλησιάσουν, γιατί φοβόντουσαν ότι μια απλή επαφή μαζί της μπορούσε να κηλιδώσει τους χιτώνες τους. Αλλά όλες αυτές οι σκοτεινές λεπτομέρειες για τα πρώτα χρόνια της αυτοκράτειρας, πρέπει να αντιμετωπιστούν με κάποιο σκεπτικισμό, δεδομένου ότι όλες προέρχονται από τον Προκόπιο, του οποίου βασικός σκοπός υπήρξε να δυσφημίσει με τα «Ανέκδοτά» του τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα. Μετά από την πολύ θυελλώδη νεανική περίοδο της ζωής της, η Θεοδώρα εξαφανίστηκε από την πρωτεύουσα για να ζήσει λίγα χρόνια στην Αφρική. Όταν γύρισε στην Κωνσταντινούπολη δεν ήταν πια η παλιά άστατη ηθοποιός. Εγκατέλειψε το θέατρο και ζούσε μια μοναχική ζωή, αφιερώνοντας αρκετό μέρος του καιρού της στο να κλώθει μαλλί και στο να ασχολείται με θρησκευτικά ζητήματα, μέχρι που την είδε για πρώτη φορά ο Ιουστινιανός. Η ομορφιά της του έκανε μεγάλη εντύπωση. Την πήρε στην αυλή, της έδωσε τον τίτλο της Πατρικίας και γρήγορα την παντρεύτηκε. Όταν ανέβηκε στο θρόνο η Θεοδώρα έγινε αυτοκράτειρα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και απέδειξε ότι ήταν αρκετά ικανή για τη νέα και υψηλή της θέση. Παρέμεινε πιστή σύζυγος και έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τις υποθέσεις του κράτους, διαθέτοντας μια εξαιρετική δραστηριότητα και εξασκώντας μεγάλη επιρροή σε όλες τις πράξεις του Ιουστινιανού. Στη διάρκεια της επανάστασης του 532, για την οποία θα μιλήσουμε αργότερα, η Θεοδώρα έπαιξε έναν από τους πιο σημαντικούς ρόλους. Με τη δράση της και την ενεργητικότητά της έσωσε, ίσως, την αυτοκρατορία από περισσότερες ταραχές. Στο θρησκευτικό τομέα υποστήριξε επίσημα τους Μονοφυσίτες, και ήρθε έτσι σε τέλεια αντίθεση με τον ταλαντευόμενο σύζυγό της, ο οποίος υποστήριξε, στη διάρκεια της βασιλείας του, τους Ορθόδοξους, αν και έκανε μερικές υποχωρήσεις στους Μονοφυσίτες. Η Θεοδώρα έδειξε περισσότερη κατανόηση, από τον Ιουστινιανό, για τη σημασία των ανατολικών επαρχιών, που ακολούθησαν τον Μονοφυσιτισμό και που αποτελούσαν το πιο ζωτικό τμήμα της αυτοκρατορίας και προσπάθησε σταθερά να καλλιεργήσει ειρηνικές σχέσεις με αυτές τις επαρχίες. Η Θεοδώρα πέθανε από καρκίνο το 548, αρκετά πριν πεθάνει ο Ιουστινιανός.
Στο περίφημο μωσαϊκό του 6ου αιώνα της εκκλησίας του Αγίου Βιτάλη, στη Ραβέννα, η Θεοδώρα φαίνεται ντυμένη με αυτοκρατορικούς χιτώνες και περιστοιχισμένη από τους αυλικούς της. Σύγχρονοι και μεταγενέστεροι της Θεοδώρας εκκλησιαστικοί συγγραφείς, είναι πολύ σκληροί, όταν αναφέρονται στο χαρακτήρα της. Παρόλα αυτά όμως, στο ορθόδοξο ημερολόγιο βλέπουμε, στις 14 Νοεμβρίου να μνημονεύεται «η κοίμηση του Ορθόδοξου βασιλέως Ιουστινιανού και η μνήμη της βασίλισσας Θεοδώρας». Η Θεοδώρα θάφτηκε στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων.

Η εξωτερική πολιτική του Ιουστινιανού
Οι πολυάριθμοι πόλεμοι του Ιουστινιανού υπήρξαν εν μέρει επιθετικοί και εν μέρει αμυντικοί. Οι πρώτοι διεξήχθηκαν κατά των βαρβαρικών γερμανικών κρατών της Δυτικής Ευρώπης, ενώ οι δεύτεροι έγιναν εναντίον της Περσίας, στην Ανατολή, και κατά των Σλάβων, στο Βορρά.
Οι κύριες δυνάμεις κατευθύνθηκαν προς τη Δύση, όπου η στρατιωτική δράση του στρατού του Βυζαντίου στέφθηκε από πλήρη επιτυχία. Οι Βάνδαλοι, οι Οστρογότθοι και εν μέρει οι Βησιγότθοι, αναγκάστηκαν να υποταχθούν στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, ενώ η Μεσόγειος θάλασσα μεταβλήθηκε σχεδόν σε μια «λίμνη» του Βυζαντίου. Στα διατάγματά του ο Ιουστινιανός τιτλοφορείται Καίσαρ Φλάβιος Ιουστινιανός (Alamannicus, Gothicus, Germanicus, Anticus, Alanicus, Vandalicus, Africanus). Αλλά αυτή η φαινομενική λαμπρότητα έχει και την αντίθετη όψη της. Η επιτυχία πληρώθηκε πολύ ακριβά από την αυτοκρατορία, επειδή είχε σαν αποτέλεσμα την πλήρη οικονομική εξάντληση του κράτους. Το γεγονός ότι ο στρατός μεταφέρθηκε στη Δύση, συντέλεσε στο να μείνει ανοικτή στις επιθέσεις των Περσών, των Σλάβων και των Ούννων η Ανατολή και ο Βορράς.
Οι κύριοι εχθροί της αυτοκρατορίας, κατά τον Ιουστινιανό, ήταν οι Γερμανοί. Έτσι, τον 6ο αιώνα, εμφανίζεται και πάλι στην αυτοκρατορία το γερμανικό πρόβλημα, με τη διαφορά ότι ενώ τον 5ο αιώνα κτυπούσαν οι Γερμανοί την αυτοκρατορία, τον 6ο αιώνα η αυτοκρατορία πίεζε τους Γερμανούς.
Ο Ιουστινιανός ανέβηκε στο θρόνο έχοντας τις ιδέες ενός αυτοκράτορα εξίσου Ρωμαίου και Χριστιανού. Θεωρώντας τον εαυτό του διάδοχο των Ρωμαίων Καισάρων, πίστευε ότι ήταν ιερό καθήκον του να αποκαταστήσει μια ενιαία αυτοκρατορία με τα ίδια σύνορα που είχε τον 1ο και 2ο αιώνα. Σαν Χριστιανός άρχοντας, δεν μπορούσε να επιτρέψει στους Αρειανούς Χριστιανούς να καταπιέζουν τους Ορθόδοξους. Οι άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, νόμιμοι διάδοχοι των Καισάρων, είχαν ιστορικά δικαιώματα στη Δυτική Ευρώπη, την οποία την εποχή αυτή κατείχαν οι βάρβαροι. Οι Γερμανοί βασιλείς ήταν απλοί υποτελείς του αυτοκράτορα του Βυζαντίου, ο οποίος τους είχε εξουσιοδοτήσει να βασιλεύουν στην Δύση. Ο Φράγκος βασιλιάς Κλόβις είχε πάρει το αξίωμα του Ύπατου από τον Αναστάσιο, ο οποίος αναγνώρισε επίσημα το βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχο. Όταν ο Ιουστινιανός αποφάσισε να πολεμήσει τους Γότθους, έγραφε: «Οι Γότθοι, έχοντας με τη βία κατακτήσει την Ιταλία μας, αρνήθηκαν να μας την επιστρέψουν». Παρέμενε, όπως πίστευε, ο φυσικός κυρίαρχος όλων των βασιλέων που βρίσκονταν μέσα στα όρια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σαν Χριστιανός αυτοκράτορας, ο Ιουστινιανός είχε σαν αποστολή του τη διάδοση της αληθινής πίστης στους απίστους, αιρετικούς ή ειδωλολάτρες. Η θεωρία αυτή, που ανέπτυξε τον 4ο αιώνα ο Ευσέβιος, υπήρχε ακόμα τον 6ο αιώνα. Για την εκπλήρωση του καθήκοντός του, ο Ιουστινιανός έθετε ως βασικό σκοπό την επανίδρυση μιας ενιαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που έφτανε πριν στις ακτές των δύο ωκεανών και την οποία οι Ρωμαίοι έχασαν χάρη στην απροσεξία τους. Με βάση την παλιά αυτή θεωρία, ο Ιουστινιανός πίστευε επίσης ότι ήταν καθήκον του να εισάγει στην αυτοκρατορία μια μόνο χριστιανική πίστη ανάμεσα στους σχισματικούς και στους ειδωλολάτρες. Αυτή ήταν η ιδεολογία του Ιουστινιανού, η οποία οδήγησε αυτόν τον πολιτικό στο να ονειρευτεί την κατάκτηση όλου του τότε γνωστού κόσμου.
Θα πρέπει όμως να θυμηθούμε ότι οι μεγάλες επιδιώξεις του αυτοκράτορα δεν ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα προσωπικών του απόψεων, επειδή φαίνονταν πολύ φυσικές στο λαό των επαρχιών, που είχαν κατακτήσει οι Βάρβαροι. Οι ντόπιοι κάτοικοι των επαρχιών που έπεσαν στα χέρια των Αρειανών, θεωρούσαν τον Ιουστινιανό, σαν τον μόνο προστάτη τους. Η κατάσταση στη Βόρειο Αφρική ήταν πολύ δύσκολη. Εκεί οι Βάνδαλοι έκαναν φοβερούς διωγμούς εναντίον των ντόπιων Ορθοδόξων, βάζοντας στη φυλακή πολλά άτομα, λαϊκούς και κληρικούς και κάνοντας κατάσχεση στις περιουσίες τους. Πρόσφυγες και εξόριστοι, από την Αφρική, ανάμεσα στους οποίους ήταν πολλοί Ορθόδοξοι επίσκοποι, έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ικέτευαν τον αυτοκράτορα να εκστρατεύσει κατά των Βανδάλων, διαβεβαιώνοντάς τον ότι την εκστρατεία αυτή θα ακολουθούσε μια γενική επανάσταση των ντόπιων.
Μια παρόμοια κατάσταση υπήρχε στην Ιταλία, όπου οι ντόπιοι, παρά τη θρησκευτική ανεκτικότητα του Θεοδώριχου και το σεβασμό που αυτός είχε για το ρωμαϊκό πολιτισμό, διατηρούσαν μια κρυφή δυσαρέσκεια, αποβλέποντας στην Κωνσταντινούπολη, από όπου περίμεναν βοήθεια για την απελευθέρωση της χώρας τους και την αποκατάσταση της ορθόδοξης πίστης.
Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι βάρβαροι βασιλείς υποστήριζαν τα φιλόδοξα σχέδια του αυτοκράτορα. Επέμεναν να εκδηλώνουν βαθύ σεβασμό για την αυτοκρατορία, να δείχνουν με διάφορους τρόπους την υποταγή τους στον αυτοκράτορα, να αγωνίζονται για την απόκτηση ανώτερων ρωμαϊκών τίτλων, να χαράσσουν τη φυσιογνωμία του αυτοκράτορα στα νομίσματά τους κλπ. Ο Γάλλος επιστήμονας Diehl λέει ότι οι βασιλείς αυτοί ευχαρίστως θα επαναλάμβαναν τα λόγια του Βησιγότθου αρχηγού, που έλεγε ότι «ο αυτοκράτορας είναι, χωρίς αμφιβολία, επί γης θεός και όποιος στασιάζει εναντίον του, είναι ένοχος θανάτου».
Παρά την ευνοϊκή για τον Ιουστινιανό κατάσταση που επικρατούσε στην Αφρική και την Ιταλία, οι πόλεμοι εναντίον των Βανδάλων και των Οστρογότθων, υπήρξαν εξαιρετικά δύσκολοι και μακροχρόνιοι.

Οι πολεμικές επιχειρήσεις του Ιουστινιανού
Η εκστρατεία κατά των Βανδάλων δεν υπήρξε εύκολη. Έπρεπε να μεταφερθεί, με πλοία, στη Βόρεια Αφρική, ένας μεγάλος στρατός που χρειάστηκε να αναμετρηθεί μ’ ένα λαό που είχε ισχυρό στόλο και που, από τα μέσα του 5ου αιώνα ακόμα, είχε πετύχει να επιτεθεί κατά της Ρώμης. Εκτός από αυτό, η μεταφορά των κύριων στρατιωτικών δυνάμεων στη Δύση, θα είχε σοβαρές συνέπειες για την Ανατολή, όπου οι Πέρσες, ο πιο επικίνδυνος εχθρός της αυτοκρατορίας, συνέχιζε τους πολέμους κατά της Κωνσταντινούπολης. Ο Προκόπιος δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή του συμβουλίου, στο οποίο για πρώτη φορά συζητήθηκε το θέμα της εκστρατείας στην Αφρική. Οι πιο πιστοί σύμβουλοι του αυτοκράτορα, εξέφρασαν αμφιβολίες για την επιτυχία της επιχείρησης, που τη θεωρούσαν βιαστική. Ο ίδιος ο Ιουστινιανός άρχισε να αμφιταλαντεύεται, αλλά, τελικά, ξεπέρασε τους δισταγμούς του και επέμεινε στο σχέδιό του, με αποτέλεσμα να αποφασιστεί τελικά η εκστρατεία. Στο μεταξύ έγινε κάποια αλλαγή στη διοίκηση της Περσίας και το 532 ο Ιουστινιανός πέτυχε να κλείσει μια «απέραντη ειρήνη» με τον ταπεινωτικό όρο να πληρώνει το Βυζάντιο κάθε χρόνο ένα μεγάλο ποσό στο βασιλιά της Περσίας. Η συνθήκη αυτή, όμως διευκόλυνε τον Ιουστινιανό στο να ενεργεί πιο ελεύθερα στην Ανατολή και στο Νότο. Ως αρχηγός του μεγάλου του στρατού και του στόλου, ο Ιουστινιανός τοποθέτησε τον ικανό στρατηγό Βελισάριο, ο οποίος ήταν ο πιο αξιόλογος στρατιωτικός βοηθός του αυτοκράτορα και που λίγο πριν από τον διορισμό του αυτό, είχε πετύχει να καταστείλει την επικίνδυνη στάση του Νίκα, για την οποία θα μιλήσουμε πιο κάτω.
Την εποχή αυτή οι Βάνδαλοι και οι Οστρογότθοι δεν ήταν πια οι επικίνδυνοι εχθροί που ήταν παλαιότερα. Ασυνήθιστοι στο εκνευριστικό κλίμα του Νότου και επηρεασμένοι από τον ρωμαϊκό πολιτισμό, γρήγορα έχασαν την παλιά τους δύναμη και ενεργητικότητα. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των Γερμανών είχαν δημιουργήσει εχθρικές σχέσεις με τους ντόπιους. Οι συνεχείς επαναστάσεις των φυλών των Βέρβερων, συνέβαλαν πολύ στην εξασθένηση των Βανδάλων. Ο Ιουστινιανός γνώριζε πολύ καλά την κατάσταση και με διπλωματική ικανότητα καλλιεργούσε τις εσωτερικές διαμάχες των Βανδάλων, ενώ συγχρόνως ήταν απόλυτα βέβαιος, ότι τα βασίλεια των Γερμανών δε θα τον αντιμετώπιζαν ποτέ ενωμένα, επειδή οι Οστρογότθοι δεν είχαν καλές σχέσεις με τους Βανδάλους, οι Ορθόδοξοι Φράγκοι αγωνίζονταν κατά των Οστρογότθων και οι Βησιγότθοι της Ισπανίας ήταν πολύ μακριά και δε μπορούσαν να λάβουν μέρος στον πόλεμο. Όλα αυτά ενθάρρυναν τον Ιουστινιανό στην ελπίδα του να νικήσει τον κάθε εχθρό χωριστά.
Ο πόλεμος κατά των Βανδάλων κράτησε - με μερικές διακοπές - από το 533 μέχρι το 548. Ο Βελισάριος γρήγορα υποδούλωσε όλο το βασίλειο των Βανδάλων, αφού κατάφερε αρκετές λαμπρές νίκες, και ο Ιουστινιανός μπορούσε να κηρύττει θριαμβευτικά: «Ο πολυεύσπλαχνος Θεός μας έδωσε όχι μόνο την Αφρική και τις επαρχίες της, αλλά μας επιστρέφει και τα αυτοκρατορικά εμβλήματα που είχαν πάρει οι Βάνδαλοι όταν κατέλαβαν τη Ρώμη». Θεωρώντας τον πόλεμο τελειωμένο, ο αυτοκράτορας ανακάλεσε τον Βελισάριο και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού στην Κωνσταντινούπολη. Αμέσως μετά, μια φυλή των Βέρβερων, οι Μαυρούσιοι ή Μαύροι, επαναστάτησαν και ο στρατός, που έμεινε, αναγκάστηκε να αναλάβει έναν αφόρητο αγώνα. Ο διάδοχος του Βελισάριου, Σολομών, σκοτώθηκε, αφού νικήθηκε ολοκληρωτικά. Ο πόλεμος αυτός κράτησε μέχρι το 548 οπότε, ύστερα από μια αποτελεσματική νίκη του ικανού διπλωμάτη και στρατηγού Ιωάννη Τρωγλίτη, αποκαταστάθηκε οριστικά η δύναμη της αυτοκρατορίας. Ο Ιωάννης Τρωγλίτης - τρίτος ήρωας της επανάκτησης της Αφρικής, εξασφάλισε εκεί πλήρη ηρεμία για 14 περίπου χρόνια. Οι πράξεις του περιγράφονται από το σύγχρονο ποιητή της Αφρικής Corripus, στο ιστορικό του έργο «Ιωάννης».
Οι νίκες αυτές δεν ικανοποίησαν ολοκληρωτικά τις ελπίδες του Ιουστινιανού, επειδή, αν εξαιρέσει κανείς το ισχυρό φρούριο Septum, που ήταν κοντά στις Στήλες του Ηρακλή (το σημερινό ισπανικό οχυρό Ceuta) το δυτικό τμήμα της Β. Αφρικής, που φτάνει στον Ατλαντικό ωκεανό, δεν είχε επανακτηθεί. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος της Β. Αφρικής, η Κορσική, η Σαρδηνία και οι Βαλεαρίδες νήσοι, έγιναν τμήμα της αυτοκρατορίας και ο Ιουστινιανός διέθεσε ένα μεγάλο μέρος από την ενεργητικότητά του προσπαθώντας να αποκαταστήσει την τάξη σ’ αυτά τα μέρη. Ακόμα και σήμερα τα μεγαλοπρεπή ερείπια των πολλών βυζαντινών οχυρών και φρουρίων αποδεικνύουν τις προσπάθειες που έκανε ο αυτοκράτορας για την άμυνα της χώρας του.
Ακόμα πιο σκληρή υπήρξε η εκστρατεία κατά των Οστρογότθων, που κράτησε, με μερικές διακοπές, από το 535 μέχρι το 554. Ο Ιουστινιανός άρχισε τη στρατιωτική του δράση επεμβαίνοντας στους εσωτερικούς αγώνες των Οστρογότθων. Ένα μέρος του στρατού άρχισε να κατακτά τη Δαλματία, η οποία την εποχή εκείνη αποτελούσε μέρος του βασιλείου των Οστρογότθων, ενώ ένα άλλο τμήμα του, το οποίο μεταφέρθηκε από τη θάλασσα με αρχηγό τον Βελισάριο, κατέλαβε, χωρίς μεγάλη δυσκολία, τη Σικελία. Αργότερα ο ίδιος στρατός κατέλαβε τη Νεάπολη και τη Ρώμη. Αμέσως μετά, το 540, η Ραβέννα, πρωτεύουσα των Οστρογότθων, άνοιξε τις πύλες της στον Βελισάριο, ο οποίος άφησε γρήγορα την Ιταλία και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, παίρνοντας μαζί του τον αιχμάλωτο βασιλιά των Οστρογότθων. Ο Ιουστινιανός πρόσθεσε στους τίτλους του «Africanus και Vandalicus», τον τίτλο «Gothicus». Η Ιταλία φαινόταν πια τελείως κατακτημένη από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Την εποχή αυτή όμως παρουσιάστηκε, ανάμεσα στους Γότθους, ένας δραστήριος και ικανός βασιλιάς, ο Τωτίλας, που υπήρξε ο τελευταίος υπερασπιστής της ανεξαρτησίας των Οστρογότθων. Με ταχύτητα και αποφασιστικότητα, ανέτρεψε την κατάσταση που επικρατούσε. Οι στρατιωτικές του επιτυχίες ήταν τόσο μεγάλες που έκαναν απαραίτητη την ανάκληση του Βελισάριου, από την Περσία, και την αποστολή του στην Ιταλία, όπου ανέλαβε την ανώτατη διοίκηση. Ο Βελισάριος όμως δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Γρήγορα οι περιοχές που είχαν κατακτηθεί από το στρατό του Βυζαντίου, στην Ιταλία και τα νησιά, ήρθαν και πάλι στα χέρια των Οστρογότθων. Η κακότυχη Ρώμη, που πέρασε πολλές φορές από τους Ρωμαίους στους Οστρογότθους και από τους τελευταίους στους πρώτους, είχε γίνει ένας σωρός από ερείπια. Μετά την αποτυχία του Βελισάριου, που ανακλήθηκε από την Ιταλία, ο διάδοχός του Ναρσής, ικανός στρατηγός του Βυζαντίου, πέτυχε τελικά να νικήσει τους Γότθους ύστερα από δράση που προϋπόθετε μεγάλη στρατιωτική ικανότητα. Ο στρατός του Τωτίλα νικήθηκε, το 552, κατά τη μάχη της Busta Gallorum στην Ουμβρία: Ο Τωτίλας μάταια προσπάθησε να ξεφύγει. «Τα ματωμένα ρούχα του κι ο σκούφος του, στολισμένος με πολύτιμες πέτρες, στάλθηκαν από το Ναρσή στην Κωνσταντινούπολη, όπου τοποθετήθηκαν στα πόδια του Ιουστινιανού σαν μια ζωντανή απόδειξη του ότι ο εχθρός, που τόσο είχε περιφρονήσει την αυτοκρατορική δύναμη, δεν υπήρχε πια».
Το 554, ύστερα από 20 χρόνια καταστρεπτικούς πολέμους, η Ιταλία, η Δαλματία και η Σικελία ενώθηκαν και πάλι με την αυτοκρατορία. Η Pragmatica Sanctio, που δημοσιεύτηκε από τον Ιουστινιανό, τον ίδιο χρόνο, απέδωσε στους γαιοκτήμονες της Ιταλίας και στην Εκκλησία τη γη, που τους είχαν πάρει οι Οστρογότθοι, ενώ συγχρόνως, αποκαταστάθηκαν τα παλιά τους προνόμια και, με ορισμένα μέτρα, ελάφρωσε από διάφορα βάρη το λαό των καταστραμμένων περιοχών. Οι πόλεμοι όμως κατά των Οστρογότθων εμπόδισαν, για αρκετό διάστημα, την ανάπτυξη της βιομηχανίας και του εμπορίου στην Ιταλία, και λόγω της έλλειψης εργατών, πολλοί αγροί στην Ιταλία έμεναν ακαλλιέργητοι. Για ένα διάστημα η Ρώμη ήταν μια δευτερεύουσα, ερειπωμένη και δίχως πολιτική σημασία, πόλη. Ο Πάπας όμως διάλεξε την πόλη αυτή ως καταφύγιό του.
Η τελευταία στρατιωτική επιχείρηση του Ιουστινιανού υπήρξε κατά των Βησιγότθων στη χερσόνησο των Πυρηναίων. Εκμεταλλευόμενος τον εμφύλιο πόλεμο των υποψηφίων για το θρόνο των Βησιγότθων, έστειλε ένα στόλο, το 550, στην Ισπανία. Αν και ο εξοπλισμός του πρέπει να ήταν μικρός, πέτυχε αξιόλογα αποτελέσματα. Πολλές παραλιακές πόλεις και οχυρά κατακτήθηκαν και, τελικά, ο Ιουστινιανός πέτυχε να πάρει από τους Βησιγότθους τη ΝΑ γωνιά της χερσονήσου με τις πόλεις Καρθαγένη, Μάλαγα και Κόρντοβα και, μετά, να επεκτείνει την περιοχή του, που έφτασε δυτικά σχεδόν μέχρι το ακρωτήρι του Αγίου Βικεντίου και πέρα από την Καρχηδόνα, ανατολικά. Με μερικές τροποποιήσεις, η επαρχία αυτή του Βυζαντίου, που ιδρύθηκε στην Ισπανία, έμεινε κάτω από τη διοίκηση της Κωνσταντινούπολης 70 περίπου χρόνια. Δεν είναι τελείως ξεκαθαρισμένο αν αυτή η επαρχία υπήρξε ανεξάρτητη ή υποτελής στο διοικητή της Αφρικής.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των επιθετικών πολέμων ήταν να διπλασιαστεί η αυτοκρατορία του Ιουστινιανού. Η Δαλματία, η Ιταλία, η ανατολική πλευρά της Β. Αφρικής (μέρος της σημερινής Αλγερίας και Τυνησίας), η ΝΑ πλευρά της Ισπανίας, η Σικελία, η Σαρδηνία, η Κορσική και οι Βαλεαρίδες νήσοι έγιναν τμήμα του Βυζαντίου. Η Μεσόγειος έγινε και πάλι μια ρωμαϊκή «λίμνη». Τα όρια της αυτοκρατορίας εκτείνονταν από τις Στήλες του Ηρακλή μέχρι τον Ευφράτη. Αλλά, παρά την τεράστια αυτή επιτυχία του Ιουστινιανού, οι προσπάθειές του δεν ανταποκρίθηκαν προς τις ελπίδες του, επειδή δεν πέτυχε να επανακτήσει όλη τη δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το δυτικό μέρος της Β. Αφρικής, η χερσόνησος των Πυρηναίων, το βόρειο τμήμα του βασιλείου των Οστρογότθων (στο βόρεια των Άλπεων) παρέμεναν έξω από την αυτοκρατορία. Ολόκληρη η Γαλατία, όχι μόνον ήταν τελείως ανεξάρτητη από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά και, κατά κάποιο τρόπο, υπερείχε από αυτήν, επειδή ο Ιουστινιανός ήταν αναγκασμένος να κάνει και παραχωρήσεις στο βασιλιά των Φράγκων. Επίσης πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι η δύναμη του αυτοκράτορα δεν ήταν εξίσου σταθερή σε όλη τη νέα και τεράστια περιοχή του. Το κράτος δεν είχε ούτε τη δύναμη, ούτε τη δυνατότητα να εξασφαλιστεί πιο σταθερά, επειδή οι νέες περιοχές ήταν δυνατόν να συγκρατηθούν μόνο με τη βία. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίον οι λαμπρές αυτές επιτυχίες των επιθετικών πολέμων του Ιουστινιανού προκάλεσαν αργότερα φοβερές, πολιτικές και οικονομικές περιπλοκές.
Οι αμυντικοί πόλεμοι του Ιουστινιανού ήταν λιγότερο επιτυχείς και μερικές φορές μάλιστα υπήρξαν ταπεινωτικοί. Οι πόλεμοι αυτοί διεξήχθηκαν με την Περσία στην Ανατολή και με τους Σλάβους και τους Ούννους σο Βορρά.
Οι δυο μεγάλες δυνάμεις του 6ου αιώνα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η Περσία, είχαν, για πολλούς αιώνες, διεξαγάγει στην Ανατολή αιματηρούς πολέμους. Μετά από την «απέραντη ειρήνη», ο ικανότατος βασιλιάς της Περσίας Χοσρόης Α',[2] κατάλαβε τις μεγάλες φιλοδοξίες του Ιουστινιανού στη Δύση, και εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση. Έχοντας πλήρη επίγνωση των συμφερόντων του, χρησιμοποίησε μια έκκληση των Οστρογότθων για βοήθεια, ως ευκαιρία να διακόψει την «απέραντη ειρήνη» και να αρχίσει τις εχθροπραξίες του κατά του Βυζαντίου. Ένας αιματηρός πόλεμος ακολούθησε με μια φαινομενική νίκη των Περσών. Ο Βελισάριος ανακλήθηκε από την Ιταλία, αλλά δεν μπόρεσε να σταματήσει το Χοσρόη, ο οποίος μπήκε στη Συρία και λεηλάτησε την Αντιόχεια, «την πόλη που ήταν τόσο αρχαία όσο και σημαντική. Την καλύτερη πόλη που είχαν οι Ρωμαίοι σε όλη την Ανατολή, στον πλούτο, στο μέγεθος, στον πληθυσμό, στην ωραιότητα και στην κάθε είδους ευημερία». Προχωρώντας ο Χοσρόης, έφτασε στις ακτές της Μεσογείου, ενώ, στα βόρεια μέρη οι Πέρσες κατόρθωσαν να βαδίσουν προς τη Μαύρη Θάλασσα. Δυσκολεύτηκαν όμως να προχωρήσουν στη Λαζική, η οποία τότε εξαρτιόταν από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Με μεγάλη δυσκολία τελικά ο Ιουστινιανός κατόρθωσε να εξαγοράσει μια ανακωχή για 5 χρόνια, για την οποία πλήρωσε αρκετά χρήματα. Αλλά και ο Χοσρόης είχε φθαρεί από τις ατέλειωτες συγκρούσεις και αναγκάστηκε, το 561 ή το 562, να συνθηκολογήσει με το Βυζάντιο, με το οποίο η Περσία έκανε μια συνθήκη ειρήνης για 50 χρόνια. Ο ιστορικός Μένανδρος δίνει ακριβείς και λεπτομερείς πληροφορίες για τις διαπραγματεύσεις και τους όρους της συνθήκης αυτής. Ο αυτοκράτορας αναλάμβανε να πληρώνει στην Περσία κάθε χρόνο ένα χρηματικό ποσό, ενώ ο βασιλιάς της Περσίας υποσχόταν να εξασφαλίσει στην Περσία θρησκευτική ελευθερία για τους Χριστιανούς, με τον αυστηρό όρο, ότι οι Χριστιανοί θα απέχουν από τον προσηλυτισμό. Οι Ρωμαίοι κι οι Πέρσες έμποροι, άσχετα με τα εμπορεύματά τους, ήταν υποχρεωμένοι να διεξάγουν το εμπόριό τους μόνο σε ορισμένα μέρη όπου υπήρχαν τελωνεία. Το πιο αξιόλογο σημείο της συνθήκης αυτής για το Βυζάντιο είναι η συμφωνία των Περσών να εγκαταλείψουν τη Λαζική και να την παραχωρήσουν στους Ρωμαίους. Με άλλα λόγια, οι Πέρσες δεν πέτυχαν να κερδίσουν ένα φρούριο στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, η οποία έμεινε στην απόλυτη κατοχή του Βυζαντίου, πράγμα που είχε μεγάλη πολιτική και οικονομική σημασία.
Τελείως διαφορετική υπήρξε η φύση των αμυντικών πολέμων στη Βαλκανική χερσόνησο. Οι βόρειοι βάρβαροι, Βούλγαροι και Σλάβοι, είχαν λεηλατήσει τις επαρχίες της χερσονήσου από την εποχή του Αναστασίου. Την εποχή του Ιουστινιανού οι Σλάβοι παρουσιάζονται για πρώτη φορά, από τον Προκόπιο, με το όνομά τους «Σκλαβήνοι». Μεγάλες ομάδες Σλάβων και Βουλγάρων, τους οποίους ο Προκόπιος ονομάζει Ούννους, διέσχιζαν το Δούναβη σχεδόν κάθε χρόνο και εισχωρούσαν βαθειά μέσα στις επαρχίες του Βυζαντίου, καταστρέφοντας το κάθε τι. Από τη μια πλευρά έφθασαν στα περίχωρα της πρωτεύουσας και εισχώρησαν στον Ελλήσποντο, ενώ από την άλλη έφθασαν στην Ελλάδα, μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου και μέχρι τις ακτές της Αδριατικής θάλασσας, στη Δύση. Στη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, οι Σλάβοι άρχισαν να δείχνουν μια στροφή προς τις ακτές του Αιγαίου Πελάγους. Προσπαθώντας να φθάσουν εκεί, απείλησαν τη Θεσσαλονίκη, μια από τις πιο αξιόλογες πόλεις της αυτοκρατορίας, η οποία μαζί με τα περίχωρά της, γρήγορα έγινε ένα από τα κύρια κέντρα των Σλάβων στη Βαλκανική χερσόνησο. Ο αυτοκρατορικός στρατός πολέμησε, απελπιστικά, κατά των Σλάβων εισβολέων, τους οποίους συχνά εξανάγκασε να υποχωρήσουν πέρα από το Δούναβη. Αλλά δεν υποχώρησαν όλοι οι Σλάβοι. Ο στρατός του Ιουστινιανού, απασχολημένος με άλλες σπουδαίες εκστρατείες, δε μπορούσε να σταματήσει αποφασιστικά τις εισβολές, που κάθε χρόνο έκαναν οι Σλάβοι στη Βαλκανική χερσόνησο, με αποτέλεσμα να μείνουν μερικοί σλάβοι εκεί. Η εμφάνιση του σλαβικού προβλήματος την περίοδο αυτή, πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα, επειδή το πρόβλημα αυτό υπήρξε πολύ σημαντικό για την αυτοκρατορία, στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αιώνα.
Εκτός από τους Σλάβους, οι Γερμανοί Γεπίδες και Κουτριγούροι, μέρος της φυλής των Ούννων, εισέβαλαν στη Βαλκανική χερσόνησο από το βορρά. Το χειμώνα του 558-559 οι Κουτριγούροι, με την καθοδήγηση του αρχηγού τους Ζαβεργάν, μπήκαν στη Θράκη. Από εκεί ένα μέρος στάλθηκε να καταστρέψει την Ελλάδα, ένα άλλο εισέβαλε στη Θρακική χερσόνησο και το τρίτο, που αποτελείτο από το ιππικό, με αρχηγό του τον ίδιο το Ζαβεργάν, κατευθύνθηκε προς την πρωτεύουσα. Τη χώρα τη λεηλατούσαν και στην πρωτεύουσα επικρατούσε πανικός. Οι εκκλησίες των περιοχών που κινδύνευαν, έστειλαν τους θησαυρούς τους στην πρωτεύουσα ή τους πέρασαν στην ανατολική πλευρά του Βοσπόρου. Ο Ιουστινιανός, την κρίσιμη αυτή στιγμή, έκανε έκκληση στον Βελισάριο να σώσει την Κωνσταντινούπολη. Οι Κουτριγούροι νικήθηκαν και στα τρία σημεία των επιθέσεών τους, αλλά η Θράκη, η Μακεδονία και η Θεσσαλία υπέφεραν οικονομικά πολύ από την εισβολή.
Ο κίνδυνος των Ούννων δεν ήταν αισθητός μόνο στη Βαλκανική χερσόνησο, αλλά και στην Κριμαία, στη μονήρη Ταυρική χερσόνησο, που βρισκόταν στη Μαύρη Θάλασσα και που, εν μέρει, ανήκε στην αυτοκρατορία. Δυο πόλεις, η Χερσών και ο Βόσπορος, ήταν φημισμένες για τη διατήρηση εκεί για αιώνες, μέσα σε περιβάλλον βαρβάρων, του ελληνικού πολιτισμού και για τον αξιόλογο ρόλο που έπαιζαν στο εμπόριο, στο τμήμα μεταξύ του Βυζαντίου και της σύγχρονης Ρωσίας. Προς τα τέλη του 5ου αιώνα, οι Ούννοι είχαν κατακτήσει τις πεδιάδες της χερσονήσου και άρχισαν να απειλούν εκεί τις βυζαντινές κτήσεις, καθώς και μια μικρή περιοχή των Γότθων που βρίσκονταν στα βουνά, υπό την προστασία του Βυζαντίου. Κάτω από την πίεση του κινδύνου των Ούννων, ο Ιουστινιανός έκτισε και αποκατάστησε αρκετά οχυρά και κατασκεύασε μεγάλα τείχη, των οποίων τα ίχνη φαίνονται ακόμα. Ένα είδος limes Tauricus, που αποδείχθηκε αρκετά χρήσιμο.
Τελικά ο ιεραποστολικός ζήλος του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας δεν παράβλεψε τους λαούς της Αφρικής, που ζούσαν στον Άνω Νείλο, μεταξύ Αιγύπτου και Αβησσυνίας, δηλαδή τους Βλέμμυες και τους Νούβιους ή Νοβάδες. Χάρη στην ενεργητικότητα της Θεοδώρας, οι Νοβάδες, μαζί με το βασιλιά τους Σιλκώ, έγιναν Μονοφυσίτες Χριστιανοί και ενώθηκαν με έναν στρατηγό του Βυζαντίου, για να αναγκάσουν τους Βλέμμυες να ακολουθήσουν την ίδια πίστη. Θέλοντας να γιορτάσει τη νίκη του ο Σιλκώ, έβαλε σ’ ένα ναό των Βλέμμυων μια επιγραφή, για την οποία ο Barry παρατηρεί τα εξής: «Η καύχηση αυτού του μηδαμινού άρχοντα μπορούσε να βγει από το στόμα μόνο του Αττίλα ή του Ταμερλάνου». Η επιγραφή έχει ως εξής: «Σιλκώ βασιλίσκος των Νοβάδων και όλων των Αιθιόπων».
Σημασία της εξωτερικής πολιτικής του Ιουστινιανού
Συνοψίζοντας την εξωτερική πολιτική του Ιουστινιανού, πρέπει να ομολογήσουμε ότι οι ατέλειωτοι και εξαντλητικοί πόλεμοι που δεν ανταποκρίθηκαν στις ελπίδες του, είχαν μια μοιραία επίδραση σε όλη την αυτοκρατορία. Πρώτα από όλα αυτές οι γιγάντιες επιχειρήσεις χρειάστηκαν τεράστιες δαπάνες. Ο Προκόπιος στα «Ανέκδοτά» του υπολογίζει, ίσως με κάποια υπερβολή, ότι ο Αναστάσιος άφησε πολύ μεγάλο περίσσευμα για την εποχή εκείνη, που έφτανε περίπου τα 70.000.000 Ευρώ και ότι ο Ιουστινιανός ξόδεψε το ποσό αυτό πολύ γρήγορα. Σύμφωνα με μια άλλη πληροφορία του 6ου αιώνα - του Ιωάννη της Εφέσου - το περίσσευμα του Αναστασίου δεν είχε εξαντληθεί τελείως μέχρι την εποχή του Ιουστίνου Β', μετά το θάνατο του Ιουστινιανού. Η πληροφορία αυτή όμως δεν είναι σωστή. Το ποσό που άφησε ο Αναστάσιος, πράγματι μικρότερο από ότι το παρουσιάζει ο Προκόπιος, πρέπει να υπήρξε πάρα πολύ χρήσιμο στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ιουστινιανού, αν και το ποσό αυτό μόνο δεν έφτανε. Οι νέοι φόροι ήταν μεγαλύτεροι από ό,τι ο εξαντλημένος πληθυσμός μπορούσε να πληρώσει. Ο αυτοκράτορας θέλοντας να περικόψει τα έξοδα του κράτους, μείωσε τον αριθμό των στρατιωτών, πράγμα που, όπως ήταν φυσικό, εξασθένησε την άμυνα των δυτικών επαρχιών.Με κριτήριο τις απόψεις του Ιουστινιανού, οι εκστρατείες του είναι καταληπτές και φυσικές, αλλά με κριτήριο το καλό της αυτοκρατορίας, πρέπει να θεωρηθούν ως περιττές και ολέθριες. Το χάσμα που υπήρχε, τον 6ο αιώνα, μεταξύ Δύσης και Ανατολής, ήταν ήδη τόσο μεγάλο ώστε θεωρείται αναχρονισμός και η απλή ακόμα ιδέα ένωσής τους. Μια πραγματική ενότητα δεν μπορούσε ούτε και να συζητηθεί. Οι ηττημένες επαρχίες μόνο με τη βία μπορούσαν να συγκρατηθούν και γι’ αυτό το σκοπό το Βυζάντιο δε διέθετε ούτε τη δύναμη, ούτε τα μέσα. Έχοντας δελεαστεί από τα απατηλά του όνειρα, ο Ιουστινιανός δεν μπόρεσε να αρπάξει την ευκαιρία στην Ανατολή, οι επαρχίες της οποίας αντιπροσώπευαν τα πραγματικά συμφέροντα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι εκστρατείες στη Δύση, ανταποκρινόμενες στην προσωπική επιθυμία του αυτοκράτορα, δεν μπόρεσαν να δώσουν μόνιμα αποτελέσματα, ενώ το σχέδιο της αποκατάστασης μιας ενωμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εξαφανίστηκε, αν και όχι παντοτινά, μαζί με τον Ιουστινιανό. Στο μεταξύ η εξωτερική του πολιτική, γενικά, είχε σαν αποτέλεσμα μια πολύ σοβαρή οικονομική κρίση.

Υποσημειώσεις:
[1] Οι «εξκουβίτορες» ήταν φρουροί που ανήκαν στην ιδιαίτερη έμπιστη φρουρά των Ανακτόρων του Βυζαντίου.
[2] Ο E. Stein εξυψώνει πολύ τον Χοσρόη, ακόμα και τον πατέρα του Kavadh. Συγκρίνει τον Kavadh με τον Φίλιππο τον Μακεδόνα και τον Φρειδερίκο Ι της Πρωσίας, άνδρες των οποίων τα ένδοξα παιδιά, με τις επιτυχίες τους επισκίασαν τα λιγότερα λαμπρά αλλά πιο δύσκολα, ίσως, έργα των πατέρων τους, στο έργο των οποίων στήριξαν τις προσπάθειές τους.

18/11/09

Φιλολογία, Επιστήμη, Αγωγή και Τέχνη (4ος - 5ος αιώνας) [10]

Η ανάπτυξη της φιλολογίας, της επιστήμης και της αγωγής από τον 4ο μέχρι τις αρχές του 6ου αιώνα, είναι στενά συνδεδεμένη με τις σχέσεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ του χριστιανικού και του ειδωλολατρικού κόσμου ο οποίος είχε παρουσιάσει ένα τόσο μεγάλο πολιτισμό. Οι συζητήσεις των Χριστιανών απολογητών του 2ου και του 3ου αιώνα, σχετικά με το κατά πόσο μπορεί ένας Χριστιανός να χρησιμοποιεί τα πνευματικά έργα των ειδωλολατρών, έμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Ενώ μερικοί εύρισκαν τον ελληνικό πολιτισμό, που δεν τον θεωρούσαν ασυμβίβαστο με το Χριστιανισμό, ωφέλιμο, άλλοι αρνούνταν κάθε χρησιμότητα της ειδωλολατρικής αρχαιότητας, που την είχαν αποκηρύξει. Διαφορετική κατάσταση επικρατούσε στην Αλεξάνδρεια, το αρχαίο αυτό κέντρο των φιλοσοφικών και θρησκευτικών συζητήσεων, όπου κυριαρχούσε η τάση προσέγγισης των δύο αυτών φαινομενικά ασυμβίβαστων παραγόντων. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας, ο φημισμένος συγγραφέας του 2ου αιώνα, γράφει: «η φιλοσοφία, υπηρετεί ως οδηγός, οδηγώντας στην τελειότητα αυτούς που κλήθηκαν στο Χριστιανισμό». Παρόλα αυτά, το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ ειδωλολατρικού πολιτισμού και Χριστιανισμού δεν είχε λυθεί ακόμα κατά τους τρεις πρώτους μ.Χ. αιώνες.
Σιγά-σιγά, όμως, η ειδωλολατρική κοινωνία μεταστράφηκε στο Χριστιανισμό, που προόδευσε πολύ κατά τον 4ο αιώνα, πρώτα χάρη στην προστασία του κράτους και δεύτερον, στις πολλές «αιρέσεις» - που προκάλεσαν επιστημονικές συζητήσεις και ζωηρές διαμάχες με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων και σοβαρών προβλημάτων. Συγχρόνως ο Χριστιανισμός απορροφούσε πολλά στοιχεία του πολιτισμού των ειδωλολατρών και, όπως λέει ο Krumbacher, «οι χριστιανικές αρχές ασυνείδητα περιβλήθηκαν την ειδωλολατρική ενδυμασία».[1] Η χριστιανική φιλολογία του 4ου και του 5ου αιώνα πλουτίστηκε με τα έργα μεγάλων συγγραφέων, πεζογράφων και ποιητών. Συγχρόνως, η ειδωλολατρική παράδοση συνεχίστηκε και αναπτύχθηκε από τους αντιπροσώπους της ειδωλολατρικής σκέψης.
Στην εκτεταμένη επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και μέσα στα προ των περσικών και αραβικών κατακτήσεων όριά της, η χριστιανική Ανατολή του 4ου και του 5ου αιώνα παρουσίαζε αρκετά διαλεκτά φιλολογικά κέντρα, των οποίων οι συγγραφείς εξασκούσαν μια μεγάλη επιρροή κι έξω ακόμα απ’ τα όρια των πόλεων τους και των επαρχιών τους. Η Καππαδοκία, στη Μικρά Ασία, έδωσε, κατά τον 4ο αιώνα, τους τρεις διακεκριμένους «Καππαδόκες»: τον Μεγάλο Βασίλειο (330-379), το φίλο του Γρηγόριο το Θεολόγο (330-389) και το νεώτερο αδελφό του Βασιλείου Γρηγόριο Νύσσας (335-394).
Αξιόλογα πνευματικά κέντρα της Συρίας υπήρξαν η Αντιόχεια και η Βυρηττός, που διακρίθηκε για τις νομικές της μελέτες. Η λαμπρότητα της πόλης αυτής διάρκεσε από το 200 μέχρι το 551 μ.Χ. Η Ιερουσαλήμ, στην Παλαιστίνη, δεν είχε ακόμα συνέλθει από τις καταστροφές που υπέστη επί Τίτου και γι’ αυτό η συμβολή της, από άποψη πολιτισμού, δεν υπήρξε αξιόλογη κατά τον 4ο και 5ο αιώνα. Αλλά η Καισάρεια κι αργότερα, προς τα τέλη του 4ου αιώνα η Γάζα, με τη φημισμένη σχολή των ρητόρων και των ποιητών, συνέβαλαν πολύ στον πολιτισμό της σκέψης και της φιλολογίας της εποχής αυτής. Πάνω από όλα αυτά όμως η Αλεξάνδρεια παρέμεινε το κέντρο εκείνο που είχε την πιο βαθιά και την πιο πλατειά επιρροή σε όλη την ανατολική Ασία.
Η νέα πόλη της Κωνσταντινούπολης, που προοριζόταν να έχει ένα λαμπρό μέλλον επί Ιουστινιανού, μόλις άρχιζε να δείχνει τα πρώτα σημεία μιας φιλολογικής δραστηριότητας.
Αξιόλογα επίσης για τον πολιτισμό και τη φιλολογία της εποχής αυτής υπήρξαν δύο άλλα δυτικά κέντρα της ανατολικής αυτοκρατορίας, η Θεσσαλονίκη και η Αθήνα, η οποία μαζί με την Εθνική της Σχολή, παραγκωνίστηκε αργότερα από το αυτοκρατορικό πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης.
Μια σύγκρουση των μορφωτικών εξελίξεων στις ανατολικές και δυτικές επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας παρουσιάζει το εξής ενδιαφέρον φαινόμενο: Στην ευρωπαϊκή Ελλάδα, με τον αρχαίο της πολιτισμό η πνευματική δραστηριότητα και δημιουργία ήταν απείρως μικρή σε σύγκριση με την πρόοδο που παρατηρούμε στις επαρχίες της Ασίας και της Αφρικής, αν και το μεγαλύτερο μέρος των επαρχιών αυτών, όπως λέει ο Krumbacher «ανακαλύφθηκε» κι «αποικίστηκε» μόνο από την εποχή του Μεγάλου Αλέξανδρου. Ο ίδιος επιστήμονας καταφεύγει «στην προσφιλή μας, σύγχρονη, γλώσσα των αριθμών» και ισχυρίζεται ότι οι ευρωπαϊκές επαρχίες του Βυζαντίου συνέβαλαν μόνο κατά τα 10% στη γενική πνευματική δημιουργία της περιόδου αυτής.
Στην πραγματικότητα η πλειονότητα των συγγραφέων αυτής της εποχής προέρχεται από την Ασία και την Αφρική. Μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης όλοι οι ιστορικοί υπήρξαν Έλληνες.
Η φιλολογία των Πατέρων της Εκκλησίας γνώρισε την πιο λαμπρή περίοδο τον 4ο και στις αρχές του 5ου αιώνα.
Οι Καππαδόκες Μέγας Βασίλειος και Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός πήραν μια θαυμάσια αγωγή στις καλύτερες ρητορικές σχολές των Αθηνών και της Αλεξάνδρειας. Δυστυχώς δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες για την αγωγή του νεώτερου αδελφού του Βασιλείου, Γρηγόριου Νύσσας, που υπήρξε ο πιο βαθύς από τους τρεις. Κι οι τρεις Καππαδόκες γνώριζαν την κλασική φιλολογία αντιπροσωπεύοντας τη γνωστή ως «νεο-Αλεξανδρινή» κίνηση. Η κίνηση αυτή, αν και χρησιμοποιεί τα προϊόντα της φιλοσοφικής σκέψης, αρνείται να υιοθετήσει τις ακρότητες της μυστικο-αλληγορικής κίνησης της «Αλεξανδρινής» σχολής και δεν απορρίπτει την παράδοση της Εκκλησίας. Εκτός από τα πλούσια θεολογικά τους έργα, τα οποία υποστηρίζουν την Ορθοδοξία στον αγώνα της εναντίον του Αρειανισμού, οι τρεις αυτοί συγγραφείς άφησαν και μια μεγάλη συλλογή λόγων και επιστολών. Η συλλογή αυτή αποτελεί μια από τις πιο πλούσιες πηγές της περιόδου αυτής, αν και δεν έχουν ακόμα τελείως αξιοποιηθεί από ιστορικής πλευράς. Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός άφησε και πολλά ποιήματα, που είναι κυρίως θεολογικά, δογματικά, διδακτικά και κατά κάποιον τρόπο ιστορικά. Το μεγάλο βιογραφικό του ποίημα μπορεί λόγω της μορφής και του περιεχομένου του, να πάρει μια εξαιρετική θέση μέσα στα φιλολογικά πλαίσια. Οι τρεις λαμπροί αυτοί συγγραφείς υπήρξαν οι μόνοι αντιπρόσωποι της πόλης τους. «Όταν οι τρεις αυτές ευγενικές μεγαλοφυΐες έπαψαν να υπάρχουν, η Καππαδοκία επανήλθε στο σκοτάδι από το οποίο την είχαν απομακρύνει».
Η Αντιόχεια - πνευματικό κέντρο της Συρίας δημιούργησε σε αντίθεση προς τη σχολή της Αλεξάνδρειας δική της κίνηση, η οποία υποστήριζε την κατά γράμμα ερμηνεία των Γραφών χωρίς να δέχεται αλληγορικές ερμηνείες. Η κίνηση αυτή είχε ως αρχηγούς της ανθρώπους ασυνήθους δράσης σαν τον εκλεκτό μαθητή του Λιβάνιου, Ιωάννη Χρυσόστομο, ο οποίος συνδύαζε μια σοβαρή κλασική μόρφωση με ασυνήθη ρητορική ικανότητα. Τα έργα του Χρυσοστόμου αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους φιλολογικούς θησαυρούς του κόσμου. Οι μετέπειτα γενιές επηρεάστηκαν από τη γοητεία της μεγαλοφυΐας του και των ηθικών προσόντων του, ενώ οι φιλολογικές κινήσεις των μεταγενέστερων εποχών δανείστηκαν ιδέες, εικόνες και εκφράσεις από τον Χρυσόστομο χρησιμοποιώντας το έργο του σαν μια ανεξάντλητη πηγή. Η εκτίμηση που του είχαν υπήρξε τόσο μεγάλη ώστε του αποδίδονται έργα άγνωστων συγγραφέων. Τα αυθεντικά του έργα: κηρύγματα, ομιλίες και περισσότερες από 200 επιστολές - που γράφτηκαν κυρίως κατά τη διάρκεια της εξορίας του - αποτελούν μια πολύ αξιόλογη πηγή σχετικά με την εσωτερική ζωή της αυτοκρατορίας. Η κρίση από τους μεταγενέστερους του έργου του έχει χαρακτηριστεί ωραία από το Νικηφόρο Κάλλιστο, Βυζαντινό συγγραφέα του 14ου αιώνα, ο οποίος γράφει: «Έχω διαβάσει περισσότερα από χίλια κηρύγματά του τα οποία σκορπίζουν ανέκφραστη γλυκύτητα. Τον έχω αγαπήσει από πολύ νέος και πρόσεξα τα λόγια του σαν να ήταν λόγια Θεού. Ό,τι γνωρίζω και ό,τι είμαι το οφείλω σ’ αυτόν».
Η Καισάρεια της Παλαιστίνης μας έδωσε τον «πατέρα της εκκλησιαστικής ιστορίας» Ευσέβιο, που έζησε τα 50 τελευταία χρόνια του 3ου και στις αρχές του 4ου αιώνα. Πέθανε περίπου το 340. Ο Ευσέβιος έχει χαρακτηριστεί παλαιότερα ως αυθεντία για την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έζησε στο κατώφλι δυο εξαιρετικά σημαντικών ιστορικών εποχών: Πρώτον, υπήρξε μάρτυρας των σκληρών διωγμών του Διοκλητιανού και των διαδόχων του, από τους οποίους υπέφερε πολύ και ο ίδιος, λόγω των χριστιανικών του πεποιθήσεων, και δεύτερον, μετά το Έδικτο του Μιλάνου, έζησε την περίοδο του βαθμιαίου θριάμβου του Χριστιανισμού επί Κωνσταντίνου, ενώ συγχρόνως έλαβε μέρος στις αρειανές διαμάχες, κλείνοντας μερικές φορές προς το μέρος των Αρειανών. Αργότερα έγινε ένας από τους πιο έμπιστους και στενούς φίλους του αυτοκράτορα. Ο Ευσέβιος έγραψε πολλά θεολογικά και ιστορικά έργα. Η «Ευαγγελική προπαρασκευή» (Praeparatio evangelica), το μεγάλο του έργο με το οποίο υποστηρίζει τους Χριστιανούς κατά των θρησκευτικών επιθέσεων των ειδωλολατρών, η «Ευαγγελική απόδειξη» (Demonstratio evangelica), όπου συζητάει την πρόσκαιρη σημασία του Μωσαϊκού Νόμου και την εκπλήρωση, δια του Ιησού Χριστού, των προφητειών της παλαιάς Διαθήκης, τα σχετικά με τις Γραφές συγγράμματά του, καθώς και πολλά άλλα έργα κατατάσσουν τον Ευσέβιο σε μια πολύ τιμητική θέση στον τομέα της θεολογικής φιλολογίας. Τα έργα αυτά περιλαμβάνουν και αξιόλογα αποσπάσματα παλαιότερων συγγραμμάτων, που χάθηκαν αργότερα.
Τα ιστορικά έργα του Ευσέβιου είναι πολύ σημαντικά. Το «Χρονικό», γραμμένο πριν από τους διωγμούς του Διοκλητιανού, περιέχει μια σύντομη επισκόπηση της ιστορίας των Χαλδαίων, των Ασσυρίων, των Εβραίων, των Αιγυπτίων, των Ελλήνων και των Ρωμαίων δίνοντας συγχρόνως χρονολογικούς πίνακες των πιο σημαντικών ιστορικών γεγονότων. Δυστυχώς έχει διασωθεί μόνο σε μια αρμενική μετάφραση και εν μέρει σε μια λατινική προσαρμογή του Ιερώνυμου. Έτσι σήμερα δεν υπάρχει ακριβές το κείμενο του πρωτότυπου, και μάλιστα οι μεταφράσεις που έχουν διασωθεί δεν έγιναν από το ελληνικό πρωτότυπο, αλλά από μια προσαρμογή του «Χρονικού» που παρουσιάστηκε αμέσως μετά το θάνατο του Ευσέβιου.
Το πιο εκλεκτό ιστορικό του έργο υπήρξε η «Εκκλησιαστική Ιστορία», που σε 10 βιβλία καλύπτει την περίοδο από τον Χριστό μέχρι την ήττα του Λικίνιου από τον Κωνσταντίνο. Όπως λέει ο ίδιος, δε θέλησε να μιλήσει για τους πολέμους και τα τρόπαια των στρατηγών, αλλά «να αποδώσει» με ανεξάλειπτα γράμματα, τους πιο ειρηνικούς πολέμους που έγιναν για την ειρήνη της ψυχής και να μιλήσει για ανθρώπους που έκαναν γενναίες πράξεις προς χάρη της αλήθειας και όχι μιας χώρας, προς χάρη της ευσέβειας και όχι προς χάρη φίλων.
Ο Ευσέβιος, με την πένα του, έκανε την εκκλησιαστική ιστορία, ιστορία του μαρτυρίου, των διωγμών και όλων των σχετικών θηριωδιών. Λόγω της αφθονίας των στοιχείων η ιστορία του Ευσέβιου πρέπει να αναγνωριστεί σαν μια από τις πιο σημαντικές πηγές των τριών πρώτων χριστιανικών αιώνων. Εκτός απ’ αυτό, ο Ευσέβιος υπήρξε αξιόλογος γιατί είναι ο πρώτος που έγραψε ιστορία του Χριστιανισμού, αντιμετωπίζοντας το θέμα του από όλες τις δυνατές πλευρές. Η εκκλησιαστική του ιστορία, που του έδωσε μεγάλη φήμη, έγινε η βάση στην οποία στηρίχθηκαν αργότερα πολλοί εκκλησιαστικοί ιστορικοί, που συχνά τον μιμήθηκαν. Στις αρχές του 4ου αιώνα διαδόθηκε στη Δύση μέσω της λατινικής μετάφρασης του Ρουφίνου.
Η «Ζωή του Κωνσταντίνου», γραμμένη από τον Ευσέβιο - αργότερα, αν πράγματι έχει γραφτεί από τον ίδιο - έχει προκαλέσει διάφορες ερμηνείες και αξιολογήσεις στον επιστημονικό κόσμο. Δεν πρέπει να την κατατάξουμε τόσο πολύ στα καθαρά ιστορικά έργα όσο στα «πανηγυρικά». Ο Κωνσταντίνος παρουσιάζεται σαν ο εκλεκτός αυτοκράτορας του Θεού, προικισμένος με το δώρο της πρόβλεψης, ένας νέος Μωυσής προορισμένος να οδηγήσει το λαό του Θεού στην ελευθερία. Κατά τον Ευσέβιο τα τρία παιδιά του Κωνσταντίνου συμβολίζουν την Αγία Τριάδα, ενώ ο ίδιος ο Κωνσταντίνος υπήρξε ο πραγματικός ευεργέτης των Χριστιανών, οι οποίοι πέτυχαν εκείνο που προηγουμένως, μόνο να ονειρευτούν μπορούσαν. Για να κρατήσει κάποια αρμονία στο έργο του, ο Ευσέβιος δεν αναφέρει ούτε τις σκοτεινές πλευρές τις εποχής ούτε τα άσχημα φαινόμενα των ημερών του, αλλά ρίχνει όλο το βάρος στην εξύμνηση του ήρωα του. Χρησιμοποιώντας κανείς κατάλληλα το έργο αυτό μπορεί να γνωρίσει καλύτερα την περίοδο του Κωνσταντίνου, γιατί περιέχει πολλά επίσημα στοιχεία που πιθανόν παρεμβλήθηκαν αφού γράφτηκε στην πρώτη του μορφή.[2]
Παρά τη μέτρια φιλολογική του ικανότητα ο Ευσέβιος πρέπει να θεωρηθεί ως ένας από τους πιο μεγάλους χριστιανούς λόγιους των αρχών του Μεσαίωνα και ως ένας συγγραφέας που επηρέασε πολύ τη μεσαιωνική χριστιανική φιλολογία.
Μια ολόκληρη ομάδα ιστορικών συνέχισε αυτό που άρχισε ο Ευσέβιος. Ο Σωκράτης συνέχισε την «Εκκλησιαστική Ιστορία» μέχρι το 439, ο Σωζόμενος, που καταγόταν από τη Γάζα, έγραψε μια άλλη «Εκκλησιαστική Ιστορία» επίσης μέχρι το 439, ο επίσκοπος Κύρου - από την Αντιόχεια - Θεοδώρητος έγραψε μια παρόμοια ιστορία που καλύπτει την περίοδο από τη Σύνοδο της Νίκαιας μέχρι το 428 και τελικά, ο Αρειανός Φιλοστόργιος, του οποίου το έργο σώζεται μόνο σε αποσπάσματα, περιέγραψε, από τη δική του σκοπιά, τα γεγονότα μέχρι το 425.
Την πιο εντατική και πιο ποικιλόμορφη πνευματική ζωή βρίσκουμε, την περίοδο αυτή, στην Αίγυπτο, και κυρίως στο προοδευτικό της κέντρο, την Αλεξάνδρεια.
Μια ασυνήθιστη και ενδιαφέρουσα προσωπικότητα της φιλολογικής ζωής του τέλους του 4ου και της αρχής του 5ου αιώνα υπήρξε ο Συνέσιος από την Κυρήνη. Απόγονος μιας πολύ παλιάς ειδωλολατρικής οικογένειας, μορφώθηκε στην Αλεξάνδρεια και αργότερα μυήθηκε στα μυστήρια της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Αντάλλαξε την πίστη του στον Πλάτωνα με την πίστη του στο Χριστό, παντρεύτηκε μια Χριστιανή και, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έγινε επίσκοπος Πτολεμαΐδας. Η αποστολή του στην Κωνσταντινούπολη και ο «περί βασιλείας» λόγος του δείχνουν το ενδιαφέρον του για την πολιτική. Αν και δεν υπήρξε ιστορικός, άφησε εξαιρετικού ενδιαφέροντος ιστορικό υλικό με τη μορφή 156 επιστολών, οι οποίες δείχνουν τις λαμπρές του φιλοσοφικές και ρητορικές ικανότητες, ενώ συγχρόνως αποτελούν υποδείγματα ύφους για το Μεσαίωνα. Οι ύμνοι του, γραμμένοι με μέτρο και ύφος της κλασικής ποίησης, αποκαλύπτουν μια ιδιόρρυθμη ανάμιξη φιλοσοφικών και χριστιανικών ιδεών. Αυτός ο φιλόσοφος-επίσκοπος διαισθάνθηκε ότι ο κλασικός πολιτισμός, που τόσο πολύ αγαπούσε, τραβούσε σιγά-σιγά προς το τέλος του.
Στη διάρκεια των μεγάλων αγώνων κατά του Αρειανισμού παρουσιάστηκε η λαμπρή φυσιογνωμία του φλογερού οπαδού του Συμβόλου της Νίκαιας Αθανασίου, επισκόπου Αλεξάνδρειας, που άφησε αρκετά γραπτά, αφιερωμένα στις θεολογικές διαμάχες του 4ου αιώνα. Έγραψε επίσης τη «Ζωή του αγίου Αντωνίου», ενός από τους ιδρυτές του μοναχικού βίου στην Ανατολή, δίνοντας μια ιδανική εικόνα της μοναχικής ζωής. Στον 5ο αιώνα ανήκει κι ο μεγαλύτερος ιστορικός του αιγυπτιακού μοναχικού βίου, Παλλάδιος, ο οποίος, αν και γεννήθηκε στη Μ. Ασία, γνώρισε καλά τη μοναχική ζωή στην Αίγυπτο, επειδή έζησε δέκα χρόνια με τους μοναχούς της χώρας αυτής. Κάτω από την επιρροή του Αθανασίου, ο Παλλάδιος παρουσίασε τα ιδεώδη του μοναχικού βίου, κάνοντας χρήση και του μύθου. Ο ανηλεής εχθρός του Νεστορίου, Κύριλλος Αλεξανδρείας, έζησε επίσης στη διάρκεια της περιόδου αυτής. Κατά τη διάρκεια της ταραχώδους ζωής του έγραψε πολλές επιστολές και κηρύγματα που οι μεταγενέστεροι Έλληνες επίσκοποι αποστήθιζαν μερικές φορές. Επίσης έγραψε μερικά δογματικά, πολεμικά και εξηγητικά έργα που χρησιμεύουν σαν μια κύρια πηγή για την εκκλησιαστική ιστορία του 5ου αιώνα. Όπως ο ίδιος ομολογεί, η ρητορική του κατάρτιση υπήρξε ανεπαρκής και δε μπορούσε έτσι να είναι υπερήφανος για την απλότητα του ύφους του.
Μια άλλη προσωπικότητα της εποχής αυτής, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, είναι η φιλόσοφος Υπατία, που σκοτώθηκε από το φανατισμένο όχλο της Αλεξάνδρειας, στις αρχές του 5ου αιώνα. Η Υπατία υπήρξε μια γυναίκα εξαιρετικά όμορφη, προικισμένη με ασυνήθιστες πνευματικές δυνατότητες. Με τη βοήθεια του πατέρα της, που ήταν ένας από τους πιο γνωστούς μαθηματικούς της Αλεξάνδρειας, γνώρισε τα μαθηματικά και την κλασική φιλοσοφία και έγινε πολύ γνωστή λόγω της αξιόλογης διδακτικής της δράσης. Ανάμεσα στους μαθητές της, διακρίνουμε μεγάλες φυσιογνωμίες, όπως το Συνέσιο, που μνημονεύει την Υπατία σε πολλά γράμματά του. Ένα βιβλίο αναφέρει ότι η Υπατία «ντυμένη με ένα μανδύα, συνήθιζε να περιφέρεται στην πόλη και να ερμηνεύει, σ’ εκείνους που ήθελαν να την ακούσουν, τα έργα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, ή άλλων φιλοσόφων».
Η ελληνική φιλολογία αναπτυσσόταν στην Αίγυπτο μέχρι το 451, οπότε η Σύνοδος της Χαλκηδόνας καταδίκασε τους Μονοφυσίτες. Το γεγονός ότι ο Μονοφυσιτισμός ήταν η επίσημη θρησκεία της Αιγύπτου, οδήγησε - μετά την καταδίκη της - στην κατάργηση, από τις εκκλησίες, της ελληνικής γλώσσας και την αντικατάστασή της με την κοπτική. Η κοπτική φιλολογία, που αναπτύχθηκε μετά από αυτό το γεγονός, είναι κάπως σημαντική και για την ελληνική φιλολογία, επειδή ορισμένα ελληνικά έργα, που έχουν χαθεί, διατηρούνται σήμερα μέσω μεταφράσεων στην κοπτική.
Η περίοδος αυτή γνώρισε και την ανάπτυξη των θρησκευτικών ύμνων. Οι υμνογράφοι σιγά-σιγά εγκατέλειψαν την απομίμηση των κλασικών μέτρων, δημιουργώντας δικούς τους τύπους, τελείως πρωτότυπους που, για ένα διάστημα, θεωρήθηκαν πεζός λόγος. Μόνο τώρα τελευταία, έστω και τμηματικά, εξηγήθηκαν τα μέτρα αυτά, των οποίων κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η ακροστιχίδα και η ομοιοκαταληξία. Δυστυχώς, γνωρίζουμε πολύ λίγα για τους θρησκευτικούς ύμνους του 4ου και του 5ου αιώνα, με αποτέλεσμα να είναι σκοτεινή η ιστορία της εξέλιξής τους. Πάντως είναι φανερό ότι η ανάπτυξη των ύμνων υπήρξε καλή. Εδώ ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ακολούθησε στα περισσότερα ποιητικά του έργα τα αρχαία μέτρα, ο Ρωμανός ο Μελωδός, του οποίου τα έργα παρουσιάστηκαν στις αρχές του 6ου αιώνα, επί Αναστασίου Α', χρησιμοποίησε την ακροστιχίδα και την ομοιοκαταληξία.
Οι επιστήμονες διαφωνούσαν για πολύ καιρό για το αν ο Ρωμανός έζησε τον 6ο ή στις αρχές του 8ου αιώνα. Στη σύντομη βιογραφία του αναφέρεται η άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη στη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Αναστάσιου, αλλά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεν μπορούσε να καθοριστεί αν ο Αναστάσιος, που αναφέρεται, ήταν ο Α' (491-518) ή ο Β' (713-716). Πάντως οι επιστήμονες, μετά από εντατική μελέτη των έργων του Ρωμανού, συμφωνούν ότι πρόκειται για τον Αναστάσιο τον Α'.
Ο Ρωμανός, μερικές φορές, χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος ποιητής της βυζαντινής περιόδου. Αυτός ο «Πίνδαρος της ρυθμικής ποίησης», «η πιο μεγάλη θρησκευτική μεγαλοφυΐα», «ο Δάντης των Νεοελλήνων» είναι ο συγγραφέας ενός μεγάλου αριθμού υπέροχων ύμνων, ανάμεσα στους οποίους βρίσκουμε τον ύμνο «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιο τίκτει». Ο ποιητής γεννήθηκε στη Συρία και είναι πολύ πιθανόν ότι το μέγεθος της μεγαλοφυΐας του παρουσιάστηκε επί Ιουστινιανού, επειδή, όπως αναφέρεται στη βιογραφία του, ήταν ακόμα νεαρός διάκονος όταν ήρθε επί Αναστασίου, από τη Συρία στην Κωνσταντινούπολη όπου, με θαυμαστό τρόπο δέχθηκε το χάρισμα να μπορεί να γράφει ύμνους. Το έργο του Ρωμανού δείχνει ότι η θρησκευτική ποίηση είχε προχωρήσει αρκετά τον 5ο αιώνα, αν και δυστυχώς οι σχετικές με το ζήτημα πληροφορίες είναι ανεπαρκείς. Είναι βέβαια δύσκολο να δεχθούμε την ύπαρξη αυτού του εξαιρετικού ποιητή, τον 6ο αιώνα, χωρίς να έχει προηγηθεί μια εξέλιξη της εκκλησιαστικής ποίησης.
Είναι ατύχημα επίσης το γεγονός ότι δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε όσο πρέπει το έργο του Ρωμανού, επειδή οι περισσότεροι από τους ύμνους του δεν έχουν ακόμα εκδοθεί.
Ο έξοχος χριστιανός συγγραφέας από τη Β. Αφρική, του 4ου αιώνα, Λακτάντιος, έγραψε τα έργα του στα λατινικά, από τα οποία το σπουδαιότερο είναι το «De mortibus persecutorum». Το έργο αυτό δίνει πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την εποχή του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου μέχρι την έκδοση του Εδίκτου του Μιλάνου.
Η χριστιανική φιλολογία αυτής της περιόδου αντιπροσωπεύεται από πολλούς αξιόλογους συγγραφείς, χωρίς όμως να υστερεί στο σημείο αυτό η ειδωλολατρική φιλολογία, η οποία αντιπροσωπεύθηκε από αρκετούς ικανούς και ενδιαφέροντες ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους είναι κι ο Θεμίσκος από την Παφλαγονία, που έζησε τα 50 τελευταία χρόνια του 4ου αιώνα. Υπήρξε ο φιλοσοφικά καταρτισμένος διευθυντής της Σχολής της Κωνσταντινούπολης, συγκλητικός και ρήτορας της Αυλής, που τον εκτιμούσαν πολύ τόσο οι ειδωλολάτρες όσο και οι Χριστιανοί. Έγραψε μια μεγάλη συλλογή των «Παραφράσεων του Αριστοτέλη», με την οποία προσπάθησε να ξεκαθαρίσει τις πιο περίπλοκες ιδέες του Έλληνα φιλοσόφου. Έγραψε επίσης 40 περίπου λόγους, που μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τα πιο αξιόλογα γεγονότα της εποχής εκείνης, καθώς και για την προσωπική του ζωή. Ο μεγαλύτερος όμως από όλους τους ειδωλολάτρες διδασκάλους του 4ου αιώνα, υπήρξε ο Λιβάνιος από την Αντιόχεια, ο οποίος επηρέασε τους συγχρόνους του πιο πολύ από κάθε άλλον άνθρωπο της περιόδου αυτής. Ανάμεσα στους μαθητές του συναντάμε τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, το Μεγάλο Βασίλειο και το Γρηγόριο το Ναζιανζηνό, ο δε Ιουλιανός, πριν ανεβεί στο θρόνο, μελετούσε με ενθουσιασμό τα μαθήματα που παρέδιδε ο Λιβάνιος. Οι 65 δημόσιες ομιλίες του Λιβάνιου έχουν ιδιαίτερη σημασία, και μας δίνουν πολύτιμο υλικό για τη μελέτη της εποχής του. Εξίσου σημαντική είναι η συλλογή των επιστολών του, οι οποίες λόγω του πλούτου του περιεχομένου και του θαυμάσιου πνεύματός τους, μπορούν να συγκριθούν με τις επιστολές του Συνέσιου.
Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός υπήρξε μια εξαιρετικά λαμπρή φυσιογνωμία του κόσμου των γραμμάτων του 4ου αιώνα και, παρά τη σύντομη καριέρα του, απέδειξε την ικανότητά του σε διάφορες πνευματικές εκδηλώσεις. Οι λόγοι του, οι οποίοι μαρτυρούν τις σκοτεινές φιλοσοφικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις του, όπως η έκκλησή του προς το «Βασιλιά ήλιο», τα γράμματά του, το έργο του «Κατά των Χριστιανών» - που σώζεται μόνο σε αποσπάσματα - το σατυρικό έργο «Misopogon»,[3] που γράφτηκε εναντίον του λαού της Αντιόχειας και που μας δίνει βιογραφικές πληροφορίες, όλα αυτά δείχνουν ότι ο Ιουλιανός υπήρξε ένας ικανός συγγραφέας, ιστορικός, λόγιος, σατυρικός και ηθικολόγος. Θα πρέπει επίσης να τονιστεί το γεγονός ότι τα έργα του Ιουλιανού έχουν άμεση σχέση με τα γεγονότα της εποχής του. Ο ξαφνικός όμως θάνατός του εμπόδισε την πλήρη εξέλιξη της ασυνήθιστης μεγαλοφυΐας του.
Η ειδωλολατρική φιλολογία του 4ου και του 5ου αιώνα παρουσιάζει επίσης αρκετά ιστορικά έργα. Ένας από τους πιο σημαντικούς ιστορικούς υπήρξε ο συγγραφέας της πολύ γνωστής συλλογής βιογραφιών των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, οι οποίες, γραμμένες λατινικά, τον 4ο αιώνα, είναι γνωστές με τον τίτλο «Scriptores Historiae Augustae». Η ταυτότητα του συγγραφέα των βιογραφιών αυτών, ο χρόνος της συγγραφής τους και η ιστορική τους σημασία είναι συζητήσιμα και έχουν δημιουργήσει μια μεγάλη φιλολογική συζήτηση. Το 1928 ένας Άγγλος ιστορικός έγραφε ότι: «ο χρόνος και ο κόπος που διατέθηκε για τη συγγραφή των βιογραφιών... είναι μεγάλος, ενώ τα αποτελέσματά τους, όσον αφορά την ιστορική τους χρησιμότητα, είναι σχεδόν μηδαμινά». Ο N. Baynes έκανε μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια να αποδείξει ότι η συλλογή αυτή γράφτηκε επί Ιουλιανού με σκοπό την προπαγάνδα υπέρ αυτού και γενικά της διοίκησής του και της θρησκευτικής του πολιτικής. Η άποψη αυτή δεν έγινε δεκτή από τους επιστήμονες.
Ο ιστορικός του 5ου αιώνα, Πρίσκος, ο οποίος έλαβε μέρος στην αποστολή στους Ούννους, πρόσφερε αρκετά με το έργο του. Η «Βυζαντινή ιστορία» που διασώθηκε μόνο σε αποσπάσματα και οι πληροφορίες του σχετικά με τη ζωή και τις συνήθειες των Ούννων, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες κι αξιόλογες, γιατί ο Πρίσκος υπήρξε η κύρια πηγή πληροφοριών των Λατίνων ιστορικών Κασσιόδωρου και Ιορδάνη, του 6ου αιώνα, για την ιστορία του Αττίλα και των Ούννων.
Ο Ζώσιμος, ο οποίος έζησε τον 5ο και στις αρχές του 6ου αιώνα, έγραψε τη «Νέα Ιστορία» και ιστορεί τα γεγονότα μέχρι την πολιορκία της Ρώμης από τον Αλάριχο, το 410. Πιστεύοντας με ενθουσιασμό στους θεούς, ο Ζώσιμος εξηγεί ότι η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προκλήθηκε από το θυμό των θεών, τους οποίους οι Ρωμαίοι εγκατέλειψαν. Συγχρόνως κατηγορεί, πάνω απ’ όλα τον Κωνσταντίνο, ενώ εκτιμά πολύ τον Ιουλιανό.
Όπως αναφέρει ένας σύγχρονος συγγραφέας, ο Ζώσιμος δεν υπήρξε ο ιστορικός της «παρακμής της Ρώμης» μόνο, αλλά κι ο θεωρητικός της Δημοκρατίας, που την εξυμνεί και την υπερασπίζεται. Είναι ο μόνος «δημοκράτης» του 5ου αιώνα.
Ο Συριο-έλληνας Αμμιανός Μαρκελλίνος, έγραψε στα τέλη του 4ου αιώνα λατινικά το βιβλίο του «Res Gestae», που είναι μια ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σκοπός του ήταν να συνεχίσει το έργο του Τάκιτου, ιστορώντας γεγονότα από την εποχή του Νέρβα μέχρι το θάνατο του Ουάλη (96-378). Διασώθηκαν μόνον τα 18 τελευταία βιβλία αυτής της ιστορίας, τα οποία αναφέρονται στην περίοδο 353-378. Ο συγγραφέας, έχοντας προσωπική πείρα από τις εκστρατείες του Ιουλιανού κατά των Περσών, δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα γεγονότα της εποχής του. Αν και παρέμεινε ειδωλολάτρης μέχρι το τέλος της ζωής του, έδειξε μεγάλη ανεκτικότητα για το Χριστιανισμό. Η ιστορία του είναι πολύ χρήσιμη πηγή πληροφοριών για την περίοδο του Ιουλιανού και του Ουάλη, καθώς και για την ιστορία των Γότθων και των Ούννων. Η φιλολογική του ικανότητα έχει πολύ εκτιμηθεί από τους σύγχρονους επιστήμονες. Ο Stein τον ονομάζει ως τη μεγαλύτερη φιλολογική μεγαλοφυΐα που παρουσιάστηκε στον κόσμο, και τον κατατάσσει ανάμεσα στον Τάκιτο και το Δάντη, ενώ ο N. Baynes τον χαρακτηρίζει ως τον τελευταίο μεγάλο ιστορικό της Ρώμης.
Η Αθήνα, η πόλη του κλασικού πνεύματος που παράκμαζε, υπήρξαν τον 5ο αιώνα το κέντρο του τελευταίου εκλεκτού αντιπροσώπου του νεοπλατωνισμού, του Πρόκλου, ο οποίος δίδαξε και έγραψε εκεί πολλά χρόνια. Επίσης η Αθήνα υπήρξε η πόλη όπου γεννήθηκε η σύζυγος του Θεοδόσιου Β', Ευδοκία Αθηναΐδα, η οποία έχοντας κάποια φιλολογική ικανότητα, έγραψε αρκετά έργα.
Δεν πρόκειται να μιλήσουμε για τη φιλολογία της δυτικής Ευρώπης, η οποία την περίοδο αυτή, αντιπροσωπεύθηκε από το θαυμάσιο έργο του Αυγουστίνου και άλλων ικανών συγγραφέων.
Μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, η λατινική παρέμεινε, τον 4ο και τον 5ο αιώνα, η επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας και χρησιμοποιήθηκε για όλα τα αυτοκρατορικά διατάγματα που βρίσκονται στον Κώδικα του Θεοδοσίου, καθώς και για τα μεταγενέστερα διατάγματα του 5ου και των αρχών του 6ου αιώνα. Αλλά στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, την εποχή του Θεοδοσίου Β', παρατηρείται μια παρακμή της λατινικής γλώσσας και μια συγκεκριμένη προτίμηση για τα ελληνικά, τα οποία αποτελούσαν τη γλώσσα που χρησιμοποιείτο περισσότερο στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Η ελληνική παράδοση υπερασπιζόταν επίσης από τη Σχολή της Αθήνας.
Η εποχή μεταξύ 4ου και 6ου αιώνα είναι μια περίοδος, στη διάρκεια της οποίας διάφοροι παράγοντες συγχωνεύτηκαν σιγά-σιγά για να παρουσιάσουν μια νέα τέχνη, που είναι γνωστή ως Βυζαντινή ή ανατολική χριστιανική τέχνη. Καθώς η ιστορία την μελετά βαθύτερα, αποκαλύπτεται περισσότερο ότι η Ανατολή και οι παραδόσεις της έπαιξαν κύριο ρόλο στην ανάπτυξη της Βυζαντινής τέχνης. Στα τέλη του 19ου αιώνα, Γερμανοί επιστήμονες υποστήριξαν τη θεωρία ότι «η τέχνη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» (Römische Reichskunst), που αναπτύχθηκε στη Δύση στη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων της αυτοκρατορίας, αντικατέστησε τον παλιό ελληνιστικό πολιτισμό της Ανατολής, ο οποίος βρισκόταν σε κατάσταση παρακμής και έθεσε τις βάσεις της χριστιανικής τέχνης του 4ου και του 5ου αιώνα. Τώρα η θεωρία αυτή έχει αποκηρυχθεί. Μετά την έκδοση, το 1900, του σπουδαίου έργου του O. V. Ainalov, «Ελληνιστική προέλευση της Βυζαντινής τέχνης» και τη δημοσίευση, το 1901, του αξιόλογου έργου του Αυστριακού επιστήμονα J. Strzygowski, «Ανατολή ή Ρώμη», το πρόβλημα της προέλευσης της Βυζαντινής τέχνης έχει πάρει μια τελείως νέα μορφή. Θεωρείται πλέον βέβαιο ότι τον κύριο ρόλο στην ανάπτυξη της ανατολικής χριστιανικής τέχνης έπαιξε η Ανατολή και το μόνο ζήτημα που υπάρχει ακόμα είναι ο καθορισμός του τι εννοούμε με τον όρο «Ανατολή» και ανατολικές επιδράσεις. Σ’ ένα μεγάλο αριθμό έργων του ο ακούραστος Strzygowski, συζητάει την τεράστια επιρροή της αρχαίας Ανατολής. Στην αρχή ζητάει το κέντρο αυτής της επιρροής στην Κωνσταντινούπολη, μετά στην Αίγυπτο, τη Μ. Ασία και τη Συρία και προχωρώντας προς την ανατολή και το βορρά, διασχίζει τα όρια της Μεσοποταμίας και ψάχνει να βρει τα κέντρα της επιρροής στα οροπέδια και τα βουνά του Ιράν και στην Αρμενία, για να καταλήξει πως «ό,τι ήταν η Ελλάδα για την τέχνη της αρχαιότητας, υπήρξε το Ιράν για την τέχνη του νέο-χριστιανικού κόσμου». Κατέφυγε επίσης στην Ινδία και το κινέζικο Τουρκεστάν για μια καλύτερη διασάφηση του προβλήματος. Αν και η σύγχρονη ιατρική επιστήμη αναγνωρίζει τις μεγάλες υπηρεσίες που ο Strzygowski πρόσφερε για την έρευνα της προέλευσης της Βυζαντινής τέχνης, είναι πολύ επιφυλακτική ακόμα ως προς τις πιο πρόσφατες υποθέσεις του.
Ο 4ος αιώνας υπήρξε μια εξαιρετικά σημαντική περίοδος για την ιστορία της Βυζαντινής τέχνης. Η νέα θέση που πήρε η χριστιανική πίστη στην αρχή ως νόμιμη θρησκεία και αργότερα ως θρησκεία του κράτους, συνετέλεσε στη γρήγορη ανάπτυξη του Χριστιανισμού. Τρεις παράγοντες - ο Χριστιανισμός, ο Ελληνισμός και η Ανατολή - συναντήθηκαν τον 4ο αιώνα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία της ανατολικής χριστιανικής τέχνης.
Η Κωνσταντινούπολη, που στην αρχή ήταν το πολιτικό κέντρο της αυτοκρατορίας, γρήγορα έγινε και το πνευματικό και καλλιτεχνικό της κέντρο. Αυτό όμως δεν έγινε αμέσως. «Η Κωνσταντινούπολη δεν είχε δικό της πολιτισμό που θα μπορούσε να αντισταθεί στις επιρροές ξένων παραγόντων και να τις ελέγξει. Έπρεπε πρώτα να ισορροπήσει και να αφομοιώσει τις νέες επιρροές, πράγμα που χρειάστηκε τουλάχιστον 100 χρόνια».
Η Συρία και η Αντιόχεια, η Αίγυπτος, με οδηγό την Αλεξάνδρεια και η Μ. Ασία, έχοντας επηρεαστεί στην καλλιτεχνική τους δημιουργία από παλαιότερες παραδόσεις, εξάσκησαν μια πολύ δυνατή και ευεργετική επιρροή στην ανάπτυξη της ανατολικής χριστιανικής τέχνης. Η αρχιτεκτονική της Συρίας άκμασε τον 4ο, 5ο και 6ο αιώνα. Οι μεγαλοπρεπείς εκκλησίες της Ιερουσαλήμ και της Βηθλεέμ, καθώς και μερικές εκκλησίες της Ναζαρέτ, έγιναν την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Τις εκκλησίες της Αντιόχειας και της Συρίας χαρακτηρίζει ασυνήθιστη λαμπρότητα. «Η Αντιόχεια, ως κέντρο ενός λαμπρού πολιτισμού, δίκαια κατέχει εξέχουσα θέση στη χριστιανική τέχνη της Συρίας». Δυστυχώς για αρκετό διάστημα, πολύ λίγα πράγματα ήταν γνωστά για την τέχνη της Αντιόχειας και μόνο τώρα έγιναν πιο γνωστά η ομορφιά της και η σημασία της. Οι «νεκρές πολιτείες» της κεντρικής Συρίας που αποκαλύφθηκαν, το 1860 και το 1861, από τον M. De Vogue δίνουν κάποια ιδέα της χριστιανικής αρχιτεκτονικής του 4ου, του 5ου και του 6ου αιώνα. Ένα από τα πιο αξιόλογα δημιουργήματα του τέλους του 5ου αιώνα, υπήρξε το περίφημο μοναστήρι του Αγίου Συμεών του Στυλίτη (Kalat Seman), που ακόμα και σήμερα, αν και ερειπωμένο, είναι επιβλητικό. Η γνωστή ζωοφόρος της Maschatta, που βρίσκεται τώρα στο Μουσείο «Kaiser Friedrich» του Βερολίνου, είναι επίσης έργο του 4ου, 5ου ή 6ου αιώνα. Στις αρχές του 5ου αιώνα ανήκει μια ωραία βασιλική της Αιγύπτου, την οποία ανήγειρε ο αυτοκράτορας Αρκάδιος πάνω στον τάφο του φημισμένου αγίου της Αιγύπτου, Μηνά.
Όσον αφορά τα μωσαϊκά, τις απεικονίσεις, τα υφαντά κλπ., υπάρχουν πολλά σχετικά προϊόντα των αρχών της Βυζαντινής περιόδου.
Τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, τα οποία ήταν γύρω από την πόλη τον 5ο αιώνα, υπάρχουν ακόμα. Η Χρυσή Πύλη (Porta Aurea), μέσα από την οποία έμπαιναν επίσημα οι αυτοκράτορες στην Κωνσταντινούπολη, χτίστηκε στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 5ου αιώνα. Η πύλη αυτή, της οποίας η αρχιτεκτονική είναι κάτι το θαυμάσιο, υπάρχει ακόμα.
Στην εποχή του Κωνσταντίνου ανήκει η ανέγερση της εκκλησίας της Αγίας Ειρήνης και της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων. Η Αγία Σοφία, της οποίας η ανέγερση άρχισε ίσως επί Κωνσταντίνου, συμπληρώθηκε από το γιο του Κωνστάντιο. Αυτές οι εκκλησίες ανοικοδομήθηκαν τον 6ο αιώνα από τον Ιουστινιανό. Τον 5ο αιώνα μια άλλη εκκλησία εξωράισε τη νέα πρωτεύουσα, η Βασιλική του Αγίου Ιωάννη του Στουδίτη, που είναι τώρα τζαμί (Mir-Achor djami).
Μερικά μνημεία παλιάς Βυζαντινής τέχνης διατηρήθηκαν στα δυτικά μέρη της αυτοκρατορίας. Ανάμεσα σε αυτά, είναι μερικές εκκλησίες στη Θεσσαλονίκη, το ανάκτορο του Διοκλητιανού στο Σπαλάτο (αρχές 4ου αιώνα), μερικές εικόνες στη S. Maria Antiqua της Ρώμης (τέλη 5ου αιώνα), το μαυσωλείο της Galla Placidia, το Ορθόδοξο βαπτιστήριο της Ραβέννας (5ος αιώνας) και μερικά μνημεία της Β. Αφρικής.Για την ιστορία της τέχνης ο 4ος κι ο 5ος αιώνας αποτελούν την προπαρασκευαστική περίοδο για την εποχή του Ιουστινιανού, οπότε «η πρωτεύουσα είχε αποκτήσει πλήρη αυτοσυνείδηση, ενώ συγχρόνως είχε εξασφαλίσει μια κατευθυντήρια δύναμη». Η εποχή αυτή δίκαια χαρακτηρίζεται ως ο πρώτος χρυσός αιώνας της Βυζαντινής τέχνης.

[1] «Die Griechische Literatur des Mittelalters. Die Kultur der Gegenwart: ihre Entwicklung und ihre Ziele» (3η έκδοση 1912).
[2] Το 1938 ο Grégoire απέδειξε, με τρόπο πειστικό, ότι ο Ευσέβιος δεν είναι ο συγγραφέας της «Ζωής του Κωνσταντίνου», με τη μορφή που έχει φτάσει σε μας.
[3] Ο λαός της Αντιόχειας κορόιδευε τη γενειάδα του Ιουλιανού.

10/11/09

Μαρκιανός (450-57), Λέων Α' (457-74) [9]

Ο Θεοδόσιος πέθανε χωρίς να αφήσει διάδοχο. Η ηλικιωμένη αδελφή του Πουλχερία δέχθηκε να γίνει γυναίκα του Μαρκιανού που ανακηρύχθηκε αργότερα αυτοκράτορας. Ο Μαρκιανός ήταν ένας πολύ ικανός αλλά μετριόφρονας στρατιώτης που κατόρθωσε να ανέβει στο θρόνο χάρη στην επέμβαση του δυνατού στρατηγού Άσπαρ.
Το γοτθικό πρόβλημα, το οποίο είχε απειλήσει την αυτοκρατορία κατά τα τέλη του 4ου ή τις αρχές του 5ου αιώνα, αντιμετωπίστηκε από τον Αρκάδιο με τρόπο ωφέλιμο για το κράτος. Παρ’ όλα αυτά όμως ο γοτθικός παράγοντας συνέχισε την επιρροή του στο στρατό του Βυζαντίου και στα μέσα του 5ου αιώνα ο βάρβαρος Άσπαρ, με την υποστήριξη των Γότθων, έκανε μια τελική προσπάθεια να αποκαταστήσει την παλιά δύναμη των Γότθων. Για λίγο πέτυχε και κατόρθωσε να ανεβάσει στο θρόνο του Βυζαντίου δύο αυτοκράτορες, το Μαρκιανό και τον Λέοντα Α'. Ο ίδιος, επειδή ήταν Αρειανός, δεν κατόρθωσε να ανέβει στο θρόνο.
Η πρωτεύουσα άρχισε φανερά να δείχνει τη δυσαρέσκειά της εναντίον του Άσπαρ, της οικογενείας του και της επιρροής των βαρβάρων στο στρατό. Δυο γεγονότα χειροτέρευσαν τις σχέσεις μεταξύ των Γότθων και του λαού της πρωτεύουσας. Η θαλασσινή εκστρατεία στη Β. Αφρική, που έκανε, ξοδεύοντας πολλά χρήματα, ο Λέων κατά των Βανδάλων, απέτυχε τελείως. Ο λαός κατηγόρησε τον Άσπαρ ως προδότη γιατί είχε αντιταχθεί, όπως ήταν φυσικό, στην εκστρατεία αυτή, η οποία είχε σκοπό να χτυπήσει τους Βανδάλους, δηλαδή τους Γερμανούς. Ο Άσπαρ πέτυχε επίσης να δοθεί στο γιο του ο ανώτατος τίτλος του Καίσαρα. Αλλά ο αυτοκράτορας αποφάσισε να απαλλαγεί από τη δύναμη των Γερμανών και, με τη βοήθεια μερικών φιλοπόλεμων Ισαύρων, σκότωσε τον Άσπαρ και μέρος της οικογενείας του, δίνοντας έτσι ένα τελικό χτύπημα στην επιρροή που εξασκούσαν οι Γερμανοί στην αυλή της Κωνσταντινούπολης. Για τους φόνους που έκανε ο Λέων Α' ονομάστηκε από τους σύγχρονούς του «χασάπης» (Makelles), αν κι ο ιστορικός F.I. Ouspensky πιστεύει ότι το γεγονός αυτό και μόνο μπορεί να αιτιολογήσει τον τίτλο «Μέγας» - που μερικές φορές δίνεται στον Λέοντα - εφόσον η πράξη του αυτή υπήρξε ένα σημαντικό βήμα για την εθνικοποίηση του στρατού και την ελάττωση της επιρροής του στρατού των βαρβάρων.
Οι Ούννοι, που είχαν τόσο πολύ ενοχλήσει την αυτοκρατορία, κινήθηκαν, στις αρχές της βασιλείας του Μαρκιανού, από το Μέσο Δούναβη, προς τις δυτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, όπου αργότερα έδωσαν στα Καταλαυνικά Πεδία[1] την περίφημη μάχη τους, μετά από την οποία ο Αττίλας πέθανε, ενώ η τεράστια αυτοκρατορία του καταστράφηκε. Έτσι ο κίνδυνος των Ούννων εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μαρκιανού.

Η Δ' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Ο Μαρκιανός παρέλαβε από τον προκάτοχό του μια πολύ περίπλοκη εκκλησιαστική κατάσταση, Οι Μονοφυσίτες είχαν θριαμβεύσει, αλλά ο Μαρκιανός, εκτιμώντας τις αποφάσεις των δύο πρώτων Οικουμενικών συνόδων, δεν μπορούσε να ανεχθεί το θρίαμβο αυτό και, το 451, συγκάλεσε στη Χαλκηδόνα, την Δ' Οικουμενική Σύνοδο, που απέβη πολύ σημαντική για τη μετέπειτα ιστορία. Ο αριθμός των αντιπροσώπων στη Σύνοδο αυτή ήταν πολύ μεγάλος, και επιπλέον έλαβαν μέρος και απεσταλμένοι του Πάπα.
Η σύνοδος καταδίκασε τις αποφάσεις της Ληστρικής Συνόδου της Εφέσου, και εκθρόνισε το Διόσκουρο. Στη συνέχεια επεξεργάστηκε ορισμένες αποφάσεις, που απορρίπτουν τελείως το δόγμα των Μονοφυσιτών, ενώ συμφωνούν με τις απόψεις του Πάπα. Τα δόγματα που ενέκρινε η Σύνοδος της Χαλκηδόνας και τα οποία επικυρώνουν τα βασικά δόγματα των πρώτων Οικουμενικών συνόδων, αποτέλεσαν τη βάση της διδασκαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Οι αποφάσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνας είχαν επίσης μεγάλη πολιτική σημασία για τη Βυζαντινή ιστορία. Η κυβέρνηση του Βυζαντίου αντιδρώντας επίσημα τον 5ο αιώνα κατά του Μονοφυσιτισμού αποξενώθηκε από τις ανατολικές επαρχίες της Συρίας και της Αιγύπτου, των οποίων η πλειοψηφία του πληθυσμού τους ήταν Μονοφυσίτες. Οι Μονοφυσίτες παρέμειναν πιστοί στις δογματικές πεποιθήσεις τους και μετά τις καταδικαστικές αποφάσεις της Συνόδου του 451, μην έχοντας καμιά διάθεση για συμβιβασμούς. Η Εκκλησία της Αιγύπτου κατάργησε στις λειτουργίες της την ελληνική γλώσσα και την αντικατάστησε με την ντόπια αιγυπτιακή (Κοπτική).
Οι θρησκευτικές ανωμαλίες στα Ιεροσόλυμα, στην Αλεξάνδρεια και στην Αντιόχεια, που προκλήθηκαν από την επιβολή με τη βία των αποφάσεων της Συνόδου, πήραν τη μορφή εθνικών επαναστάσεων, οι οποίες κατεστάλησαν μόνο ύστερα από αρκετές αιματοχυσίες. Η καταστολή όμως αυτών των επαναστάσεων δεν έλυσε τα βασικά προβλήματα της εποχής. Πίσω από τις θρησκευτικές αντιθέσεις, που γίνονταν πιο οξείες, παρουσιάστηκαν έντονες φυλετικές αντιθέσεις. Κυρίως στη Συρία και στην Αίγυπτο. Οι ντόπιοι κάτοικοι της Αιγύπτου και της Συρίας άρχισαν σιγά-σιγά να κάνουν πεποίθησή τους την επιθυμία να χωριστούν από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι θρησκευτικές ταραχές των ανατολικών επαρχιών, που ενισχύονταν από τη σύνθεση των λαών των περιοχών αυτών, δημιούργησαν κατά τον 7ο αιώνα τις συνθήκες εκείνες που διευκόλυναν την μεταβίβαση των πλούσιων και πολιτισμένων επαρχιών της Ανατολής στα χέρια των Περσών πρώτα και των Αράβων αργότερα.
Ο 28ος κανόνας της Συνόδου της Χαλκηδόνας, που προκάλεσε μια αλληλογραφία μεταξύ του αυτοκράτορα και του Πάπα, υπήρξε επίσης κάτι το πολύ σπουδαίο. Με βάση τον κανόνα αυτόν - που, αν και δεν εγκρίθηκε από τον Πάπα, έγινε δεκτός στην Ανατολή - οι πατέρες απένειμαν «τα ίσα πρεσβεία τω της Ρώμης αγιοτάτω θρόνω ευλόγως κρίναντες, τη βασιλεία και συγκλήτω τιμηθείσαν πόλιν, και την ίσην απολαυούσαν πρεσβείαν τη πρεσβυτέρα βασιλίδι Ρώμη, και εν τοις εκκλησιαστικοίς και εκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ’ εκείνην υπάρχουσιν».
Επιπλέον ο ίδιος κανόνας δίνει στον Αρχιεπίσκοπο της Κωνσταντινούπολης το δικαίωμα να χειροτονεί επισκόπους των επαρχιών του Πόντου, της Ασίας και της Θράκης. Όπως γράφει και ο Ouspensky: «Αρκεί να θυμηθούμε ότι τα τρία αυτά ονόματα, περικλείουν όλες τις ιεραποστολές της Ανατολής, της Ν. Ρωσίας και της βαλκανικής χερσονήσου, καθώς και όλα τα προνόμια των κληρικών της Ανατολής για να διαπιστώσουμε τη διεθνή, ιστορική σημασία του 28ου κανόνα. Αυτή τουλάχιστον είναι η γνώμη των κανονολόγων που υποστηρίζουν τα δικαιώματα του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης». Τόσο ο Μαρκιανός όσο και ο Λέων Α' υπήρξαν αυτοκράτορες με αυστηρά ορθόδοξες αρχές.

ΖΗΝΩΝ (474-491)
Μετά το θάνατο του Λέοντα Α' (474) ο θρόνος μεταβιβάστηκε στον μόλις 6 ετών εγγονό του Λέοντα, ο οποίος πέθανε τον ίδιο χρόνο, αφού προηγουμένως όρισε διάδοχό του τον πατέρα του Ζήνωνα, που μετά το θάνατο του γιου του έγινε αυτοκράτορας (474-491). Η άνοδός του στο θρόνο είχε σαν αποτέλεσμα την αντικατάσταση των Γερμανών και της επιρροής τους στην Αυλή, από τους Ίσαυρους, μια άγρια φυλή μέλος της οποίας ήταν και ο Ζήνων. Οι Ίσαυροι είχαν τώρα στα χέρια τους τις πιο καλές θέσεις και τα πιο υπεύθυνα σημεία της πρωτεύουσας. Γρήγορα όμως ο Ζήνων κατάλαβε ότι υπήρχαν άνθρωποι στη φυλή του που συνωμοτούσαν εναντίον του και δείχνοντας μεγάλη αποφασιστικότητα κατέστειλε την επανάσταση της ορεινής Ισαυρίας και διέταξε τους κατοίκους της να καταστρέψουν το μεγαλύτερο μέρος των οχυρών τους. Και μετά από το γεγονός αυτό όμως η επιρροή των Ισαύρων συνεχίστηκε όσο ζούσε ο Ζήνων.
Στη διάρκεια της βασιλείας του Ζήνωνα συνέβηκαν στην Ιταλία πολύ αξιόλογα γεγονότα. Κατά τα τελευταία 50 χρόνια του 5ου αιώνα η επιρροή των Γερμανών αρχηγών του στρατού είχε αυξηθεί μέχρι του σημείου να ρυθμίζει στη Δύση την ενθρόνιση ή εκθρόνιση των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Το 476 ένας από αυτούς τους βάρβαρους αρχηγούς, ο Οδόακρος, εκθρόνισε το Ρωμύλο Αυγουστίλο, τελευταίο αυτοκράτορα της Δύσης και έγινε ο ίδιος άρχοντας της Ιταλίας. Για να εξασφαλίσει περισσότερο τη θέση του ο Οδόακρος έστειλε στο Ζήνωνα αντιπροσωπεία της ρωμαϊκής συγκλήτου για να τον διαβεβαιώσει ότι η Ιταλία δεν είχε ανάγκη άλλου αυτοκράτορα και ότι ο Ζήνων μπορούσε να είναι κύριος όλης της αυτοκρατορίας. Συγχρόνως ο Οδόακρος ζήτησε από το Ζήνωνα να του δώσει τον τίτλο του Ρωμαίου Πατρικίου και να του εμπιστευθεί τη διοίκηση της Ιταλίας. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό και ο Οδόακρος αναγνωρίστηκε επίσημα διοικητής της Ιταλίας. Το έτος 476 θεωρείτο παλαιότερα ως το έτος της κατάπτωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά αυτό δεν είναι σωστό εφόσον τον 5ο αιώνα δεν έχουμε ακόμα ιδιαίτερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Υπήρχε όπως και πριν, μια Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με δύο αυτοκράτορες: έναν στη Δύση και έναν στην Ανατολή. Το 476 έχουμε πάλι, σε όλη την αυτοκρατορία, μόνο έναν αυτοκράτορα, το Ζήνωνα.
Ο Οδόακρος, αφού έγινε άρχοντας της Ιταλίας, εφάρμοσε μια τακτική πλήρους ανεξαρτησίας. Ο Ζήνων, γνωρίζοντας την τακτική αυτή και μη έχοντας τη δυνατότητα να χτυπήσει φανερά τον Οδόακρο, αποφάσισε να δράσει μέσω των Οστρογότθων, οι οποίοι μετά την κατάρρευση του Αττίλα έμεναν στην Πανονία, λεηλατώντας, υπό την καθοδήγηση του βασιλιά τους Θεοδώριχου, τη Βαλκανική χερσόνησο κι απειλώντας ακόμα και την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Ο Ζήνων κατόρθωσε να τραβήξει την προσοχή του Θεοδώριχου στις πλούσιες επαρχίες της Ιταλίας επιτυγχάνοντας έτσι διπλό αποτέλεσμα: την απαλλαγή από τους επικίνδυνους βόρειους γείτονές του και την τακτοποίηση των διαφορών του με τον ανεπιθύμητο άρχοντα της Ιταλίας, μέσω των προσπαθειών ενός τρίτου. Οπωσδήποτε ο Θεοδώριχος ήταν λιγότερο επικίνδυνος στην Ιταλία από ό,τι θα ήταν αν έμενε στη Βαλκανική χερσόνησο.
Ο Θεοδώριχος βάδισε κατά της Ιταλίας, χτύπησε και νίκησε τον Οδόακρο, μπήκε στη Ραβέννα και μετά το θάνατο του Ζήνωνα, ίδρυσε στην Ιταλία το Οστρογοτθικό του βασίλειο με πρωτεύουσα τη Ραβέννα. Έτσι η Βαλκανική χερσόνησος απαλλάχθηκε οριστικά από την απειλή των Οστρογότθων.

ΤΟ ΕΝΩΤΙΚΟ
Το κυριότερο εσωτερικό ζήτημα που απασχόλησε το Ζήνωνα ήταν το θρησκευτικό πρόβλημα που συνεχώς δημιουργούσε ταραχές. Στην Αίγυπτο, στη Συρία και εν μέρει στην Παλαιστίνη και τη Μ. Ασία, ο λαός ακολουθούσε σταθερά το δόγμα της μιας φύσης. Η ορθόδοξη τακτική των δύο αυτοκρατόρων, τους οποίους διαδέχθηκε ο Ζήνων, δεν είχε γίνει δεκτή στις ανατολικές επαρχίες. Οι ηγέτες της Εκκλησίας είχαν πλήρη επίγνωση της σοβαρότητας της κατάστασης. Ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Ακάκιος, ο οποίος αρχικά είχε ταχθεί υπέρ των αποφάσεων της Χαλκηδόνας, και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Πέτρος ο Μογγός θέλησαν να βρουν κάποιο τρόπο συμβιβασμού των διαφορών και με το σκοπό αυτό πρότειναν στο Ζήνωνα να προσπαθήσει, κάνοντας παραχωρήσεις και στις δυο πλευρές, να πετύχει κάποια συμφωνία. Ο Ζήνων δέχθηκε την πρόταση αυτή και το 482 εκδόθηκε το «ενωτικό» που στάλθηκε στις Εκκλησίες του Πατριαρχείου της Αλεξάνδρειας. Το «ενωτικό» πάνω από όλα αποφεύγει κάθε τι το ανευλαβές που θα μπορούσε να θίξει τη σχετική με το Χριστό διδασκαλία των Ορθοδόξων ή των Μονοφυσιτών. Αναγνωρίζει ως τελείως ικανοποιητικές τις θρησκευτικές βάσεις που έθεσε η Α' και η Β' Οικουμενική Σύνοδος και, επικυρώνοντας την Γ' Σύνοδο, αναθεματίζει το Νεστόριο, τον Ευτυχή και τους οπαδούς τους και τονίζει «την κατ’ αλήθεια ενανθρώπιση του Λόγου του Θεού», ενώ συγχρόνως μιλάει «περί ομοουσιότητας αυτού προς το Θεό Πατέρα...». Παραλείπονται σκόπιμα οι φράσεις «εν δύο φύσεσιν» και μια «φύσις» και δεν αναφέρεται η σχετική με την ενότητα των δύο φύσεων απόφαση της Συνόδου της Χαλκηδόνας. Η Σύνοδος της Χαλκηδόνας αναφέρεται στο ενωτικό μόνο μια φορά ως εξής: «Πάντα δε έτερόν τι φρονήσαντα ή φρονούντα ή νυν ή πώποτε ή εν Χαλκηδόνι ή οιαδήποτε συνόδω αναθεματίζομεν».
Στην αρχή φάνηκε ότι το Ενωτικό θα βελτίωνε την κατάσταση στην Αλεξάνδρεια αλλά αργότερα δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει ούτε τους Ορθόδοξους ούτε τους Μονοφυσίτες, επειδή οι μεν πρώτοι δεν ήθελαν να ανεχθούν τις παραχωρήσεις που έγιναν στους Μονοφυσίτες, ενώ οι τελευταίοι, λόγω της αοριστίας του περιεχομένου του Ενωτικού, θεώρησαν τις παραχωρήσεις ανεπαρκείς, με αποτέλεσμα νέες περιπλοκές της θρησκευτικής ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο αριθμός των θρησκευτικών κομμάτων αυξήθηκε. Μέρος των κληρικών ενίσχυε την ιδέα του συμβιβασμού και υποστήριζε το Ενωτικό, ενώ οι ακραίοι Ορθόδοξοι και Μονοφυσίτες δεν ήθελαν να κάνουν καμιά υποχώρηση. Οι Ορθόδοξοι ονομάζονταν «ακοίμητοι» γιατί συνεχώς μέρα και νύχτα είχαν ακολουθίες στα Μοναστήρια τους, ενώ οι Μονοφυσίτες ονομάζονταν «ακέφαλοι» γιατί δεν αναγνώριζαν ως «κεφαλή» της Εκκλησίας τον Πατριάρχη της Αλεξάνδρειας, που δέχθηκε το Ενωτικό. Ο Πάπας επίσης διαμαρτυρήθηκε για το «Ενωτικό». Ανέλυσε τα παράπονα των κληρικών της Ανατολής, που δεν ήταν ικανοποιημένοι με αυτό, μελέτησε ο ίδιος το κείμενο και αποφάσισε, σε μια σύνοδο που έγινε στη Ρώμη, να αφορίσει και να αναθεματίσει τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Ακάκιο, ο οποίος με τη σειρά του, έπαυσε να μνημονεύει στις προσευχές του τον Πάπα. Στην πραγματικότητα αυτό είναι το πρώτο αληθινό ρήγμα ανάμεσα στις Εκκλησίες Ανατολής και Δύσης, ρήγμα που κράτησε μέχρι που το 518 ανέβηκε στο θρόνο ο Ιουστινιανός Α'. Έτσι το πολιτικό ρήγμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, που έγινε πιο αισθητό τον 5ο αιώνα με την ίδρυση των βασιλείων των βαρβάρων Γερμανών στη Δύση, έγινε ευρύτερο με τον Ζήνωνα, λόγω του θρησκευτικού σχίσματος.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Α' (491-518)
Μετά το θάνατο του Ζήνωνα, η χήρα του Αριάδνη, διάλεξε ως σύζυγό της, τον ηλικιωμένο Αναστάσιο, που προερχόταν από το Δυρράχιο και που είχε στην αυλή την μάλλον κατώτερη θέση του σιλεντιάριου (silentiarious).[2] Ο Αναστάσιος έγινε αυτοκράτορας μόνον αφού υποσχέθηκε εγγράφως στον Πατριάρχη, θερμό οπαδό της Συνόδου της Χαλκηδόνας, ότι δε θα κάνει εκκλησιαστικούς νεωτερισμούς.
Ο Αναστάσιος πρώτα απ’ όλα ασχολήθηκε με τους Ίσαυρους οι οποίοι είχαν αποκτήσει μεγάλη επιρροή στη διάρκεια της βασιλείας του Ζήνωνα. Η πλεονεκτική τους θέση ερέθιζε τον πληθυσμό της πρωτεύουσας και όταν, μετά το θάνατο του Ζήνωνα, αποκαλύφθηκε ότι συνωμοτούσαν κατά του νέου αυτοκράτορα, αυτός έδρασε αμέσως εναντίον τους. Τους έδιωξε από όλες τις υπεύθυνες θέσεις τους, δήμευσε τις περιουσίες τους και τους απομάκρυνε από την πρωτεύουσα. Τα μέτρα αυτά όμως οδήγησαν σ’ ένα μεγάλο και σκληρό αγώνα που τέλειωσε μόνο μετά από 6 χρόνια με την πλήρη υποδούλωση των Ισαύρων στην πατρίδα τους Ισαυρία, αφού πολλοί από αυτούς μεταφέρθηκαν στη Θράκη. Η αποτελεσματική αυτή τακτοποίηση του προβλήματος των Ισαύρων αποτελεί τη μεγαλύτερη υπηρεσία που πρόσφερε ο Αναστάσιος στο έθνος του.
Στο εξωτερικό. Εκτός από τον εξαντλητικό και άκαρπο πόλεμο με την Περσία, έχουμε τα γεγονότα του Δούναβη που υπήρξαν πολύ σημαντικά για τη μετέπειτα ιστορία. Μετά την αναχώρηση τω Οστρογότθων στην Ιταλία, άρχισαν στη διάρκεια της βασιλείας του Αναστάσιου τις λεηλασίες τους και τις επιδρομές τους οι Βούλγαροι, οι Γέτες και οι Σκύθες.
Οι Βούλγαροι που λεηλάτησαν κατά τον 5ο αιώνα τα σύνορα του Βυζαντίου ήταν λαός που προερχόταν από τους Ούννους. Για πρώτη φορά αναφέρονται στη Βαλκανική χερσόνησο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ζήνωνα, μαζί με την κάθοδο των Οστρογότθων στα βόρεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Σχετικά με τα ονόματα Γέτες και Σκύθες παρατηρούμε ότι οι χρονικογράφοι αυτής της περιόδου δεν ήταν καλά πληροφορημένοι για την εθνογραφική σύνθεση των βορείων λαών και συνεπώς ότι τα ονόματα αυτά, όπως παρατηρούν οι ιστορικοί, έχουν σχέση και με μερικές σλαβικές φυλές.
Ο συγγραφέας του 7ου αιώνα Θεοφύλακτος, ταυτίζει τους Γέτες με τους Σλάβους. Στη διάρκεια λοιπόν της βασιλείας του Αναστασίου οι Σλάβοι, μαζί με τους Βούλγαρους, άρχισαν τις επιδρομές τους στα Βαλκάνια. Όπως αναφέρεται κάπου, το ιππικό τους λεηλάτησε τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, φτάνοντας μέχρι τις Θερμοπύλες. Μερικοί επιστήμονες υποστηρίζουν τη θεωρία ότι οι Σλάβοι πάτησαν τη Βαλκανική χερσόνησο ακόμα νωρίτερα. Ο Ρώσος Drinov, π.χ., στηρίζοντας τις απόψεις του στις έρευνές του γύρω από τα γεωγραφικά και άλλα ονόματα της Βαλκανικής χερσονήσου, πιστεύει ότι οι Σλάβοι άρχισαν να εγκαθίστανται στα Βαλκάνια κατά τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ.
Οι επιθέσεις των Βουλγάρων και των Σλάβων κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αναστάσιου δεν ήταν και τόσο σημαντικές γιατί οι βάρβαροι, αφού λεηλατούσαν το λαό του Βυζαντίου, γύριζαν πίσω στα μέρη τους. Παρ’ όλα αυτά όμως οι επιδρομές αυτές υπήρξαν οι πρόδρομοι των μεγάλων σλαβικών επιθέσεων που εκδηλώθηκαν στα Βαλκάνια, τον 6ο αιώνα επί Ιουστινιανού.
Με σκοπό να προφυλάξει την πρωτεύουσα από τους βαρβάρους του Βορρά, ο Αναστάσιος έκτισε στη Θράκη, 40 μίλια δυτικά της Κωνσταντινούπολης, το λεγόμενο «Μακρό τείχος», που άρχιζε από τη θάλασσα του Μαρμαρά και τέλειωνε στη Μαύρη Θάλασσα. Το τείχος αυτό όμως δεν εκπλήρωσε τον προορισμό του. Λόγω της γρήγορης κατασκευής και των ρηγμάτων που του έκαναν οι σεισμοί, δεν μπόρεσε να εμποδίσει τον εχθρό να πλησιάσει τα τείχη της πόλης. Ίχνη του τείχους σώζονται μέχρι σήμερα.
Στη Δυτική Ευρώπη, την εποχή του Αναστάσιου, έγιναν ακόμα σπουδαιότερες μεταβολές. Ο Θεοδώριχος έγινε βασιλιάς της Ιταλίας και μακριά στα ΒΔ, ο Κλόβης, πριν ακόμα γίνει αυτοκράτορας ο Αναστάσιος, ίδρυσε ένα ισχυρό Φράγκικο βασίλειο. Και τα δυο αυτά βασίλεια δημιουργήθηκαν σε περιοχές που θεωρητικά ανήκαν στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Φυσικά το απομακρυσμένο βασίλειο των Φράγκων δε μπορούσε με κανένα τρόπο να εξαρτάται από την Κωνσταντινούπολη, αν και για τους ντόπιους η δύναμη των νεο-ελθόντων είχε πραγματική αξία μόνο ύστερα από την επίσημη αναγνώρισή τους από το Βυζάντιο. Έτσι, αν και οι Γότθοι ανακήρυξαν τον Θεοδώριχο βασιλιά της Ιταλίας χωρίς να περιμένουν τις οδηγίες του Αναστάσιου, ο νέος βασιλιάς της Ιταλίας ζήτησε από τον αυτοκράτορα να του στείλει τα αυτοκρατορικά εμβλήματα τα οποία προηγουμένως είχαν επιστραφεί στο Ζήνωνα απ’ τον Οδόακρο. Ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις και την αποστολή πολλών αντιπροσωπειών στην Κωνσταντινούπολη, ο Αναστάσιος αναγνώρισε ως άρχοντα της Ιταλίας τον Θεοδώριχο, ο οποίος επίσημα πια πήρε τη θέση του αυτή. Το γεγονός ότι οι Γότθοι δέχονταν τη διδασκαλία του Αρείου, δεν επέτρεπε τη δημιουργία στενότερης φιλίας μεταξύ των Γότθων και των ντόπιων κατοίκων της Ιταλίας.
Στο βασιλιά των Φράγκων ο Αναστάσιος έστειλε ένα τιμητικό δίπλωμα με το οποίο τον ονόμαζε Ύπατο και που ο Κλέβης το δέχθηκε με ευγνωμοσύνη. Οι «Ρωμαίοι» της Γαλατίας θεωρούσαν τον αυτοκράτορα της Ανατολής ως φορέα της ανώτερης εξουσίας, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να απονέμει όλα τα άλλα δικαιώματα. Το δίπλωμα που ο Αναστάσιος απένειμε στον Κλέβη, παρουσίασε στο λαό τη νομιμότητα της εξουσίας του, ενώ συγχρόνως τον έκανε ένα είδος αντιβασιλέα της Γαλατίας, η οποία, θεωρητικά παρέμενε τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Οι σχέσεις αυτές του αυτοκράτορα του Βυζαντίου με το βασίλειο των Γερμανών δείχνουν καθαρά ότι, κατά τα τέλη του 5ου και στις αρχές του 6ου αιώνα, η ιδέα της μιας αυτοκρατορίας παρέμενε ακόμα ισχυρή.

Η ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ
Παρά τις υποσχέσεις που έδωσε ο Αναστάσιος στον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, υποστήριξε τους Μονοφυσίτες, με το μέρος των οποίων τάχθηκε αργότερα φανερά. Το γεγονός αυτό έγινε δεκτό με χαρά στην Αίγυπτο και στη Συρία, όπου ο Μονοφυσιτισμός είχε διαδοθεί πολύ. Στην πρωτεύουσα όμως οι συμπάθειες του αυτοκράτορα προς τους Μονοφυσίτες δημιούργησαν μεγάλες περιπλοκές και όταν ο Αναστάσιος, ακολουθώντας το παράδειγμα της Αντιόχειας, διέταξε να ψέλνεται το «τρισάγιο» με την προσθήκη της «θεοπασχιτικής» φράσης (δηλαδή ο Χριστός επί του σταυρού έπαθε ως Θεός) «ο σταυρωθείς δι’ ημάς», ξέσπασαν στην Κωνσταντινούπολη μεγάλες ταραχές που σχεδόν έφτασαν στο σημείο να εκθρονίσουν τον αυτοκράτορα.
Η θρησκευτική τακτική του Αναστάσιου είχε σαν αποτέλεσμα την επανάσταση του Βιταλιανού στη Θράκη. Επικεφαλής ενός μεγάλου στρατού, που τον αποτελούσαν Ούννοι, Βούλγαροι και ίσως Σλάβοι και με τη βοήθεια ενός μεγάλου στόλου, ο Βιταλιανός βάδισε εναντίον της πρωτεύουσας, με τον πολιτικό σκοπό - τον οποίο έκρυβε κατάλληλα πίσω από θρησκευτικές δήθεν επιδιώξεις - να εκθρονίσει τον αυτοκράτορα. Ύστερα από ένα μεγάλο και εντατικό αγώνα η επανάσταση τελικά κατεστάλη, αν και η σημασία της, από ιστορική πλευρά, δεν υπήρξε μικρή. «Φέρνοντας τρεις φορές τα ετερογενή του στρατεύματα κοντά στην Κωνσταντινούπολη και αποσπώντας αρκετά χρήματα από την κυβέρνηση, ο Βιταλιανός», όπως λέει ο Θ. Ουσπένσκυ, «έδειξε στους βάρβαρους την αδυναμία της αυτοκρατορίας και τα πλούτη της Κωνσταντινούπολης, ενώ συγχρόνως τους δίδαξε πώς να επιχειρούν συνδυασμένες επιδρομές, από την ξηρά και τη θάλασσα».
Η εσωτερική πολιτική του Αναστάσιου, η οποία δεν έχει ακόμα αρκετά μελετηθεί και αξιοποιηθεί από την ιστορία, φέρει τα χαρακτηριστικά μιας εντατικής δράσης που είχε αξιόλογα αποτελέσματα, από οικονομική άποψη.
Μια από τις πιο σπουδαίες οικονομικές μεταρρυθμίσεις υπήρξε η κατάργηση του μισητού χρυσάργυρου, που πληρωνόταν ως φόρος με χρυσό ή άργυρο (λατινικά: lustralis collation ή μερικές φορές: lustralis auri argentive collatio). Ο φόρος αυτός, από τις αρχές του 4ου αιώνα, ήταν υποχρεωτικός για όλα τα επαγγέλματα: ακόμα και για τους υπηρέτες, τους ζητιάνους και τις πόρνες. Τον εισέπρατταν ακόμα και για τα εργαλεία και τα ζώα των αγροτών, με αποτέλεσμα να υποφέρουν οι φτωχοί πολύ από το χρυσάργυρο. Επίσημα το φόρο αυτό τον εισέπρατταν μόνο μια φορά κάθε 5 χρόνια, αλλά στην πραγματικότητα η ημερομηνία είσπραξής του καθοριζόταν από την κυβέρνηση απροσδόκητα με αποτέλεσμα ο λαός να οδηγείται στην απελπισία. Παρά τα τεράστια εισοδήματα που είχε το κράτος από αυτήν τη φορολογία, ο Αναστάσιος την κατάργησε οριστικά, αφού έκαψε δημόσια κάθε σχετική με αυτήν διαταγή.
Ο λαός γιόρτασε, με μεγάλη χαρά, την κατάργηση του φόρου και, όπως αναφέρει ένας ιστορικός του 6ου αιώνα, για να περιγράψει κανείς αυτήν τη χειρονομία του αυτοκράτορα «χρειάζεται την ευγλωττία του Θουκυδίδη ή κάτι ανώτερο ακόμα». Μια συριακή πηγή του 6ου αιώνα περιγράφει τη χαρά με την οποία δέχθηκε ο λαός της Έδεσσας το διάταγμα κατάργησης του φόρου ως εξής:
«Όλη η πόλη χάρηκε και όλοι, μικροί και μεγάλοι, φόρεσαν λευκά φορέματα, πήραν αναμμένα κεριά και λιβανιστήρια γεμάτα λιβάνι και βάδισαν, ψέλνοντας και ευχαριστώντας το Θεό και τον αυτοκράτορα, προς την Εκκλησία του Αγίου Σεργίου και του Αγίου Συμεών, όπου και λειτούργησαν. Μετά γύρισαν στην πόλη όπου γλέντησαν εύθυμα και ευτυχισμένα μια ολόκληρη εβδομάδα και αποφάσισαν να γιορτάζουν το γεγονός αυτό κάθε χρόνο. Όλοι γιόρταζαν και διασκέδαζαν κάνοντας μπάνιο ή πανηγυρίζοντας στην αυλή της μεγάλης εκκλησίας και στα προάστια της πόλης».
Το ποσόν που απέδιδε στην Έδεσσα το χρυσάργυρο ήταν 140 λίτρες χρυσού, κάθε 4 χρόνια. Η κατάργηση αυτού του φόρου ικανοποίησε ιδιαίτερα την Εκκλησία, γιατί οι πόρνες πληρώνοντας το φόρο αυτό, έπαιρναν κάποια νομιμότητα.
Φυσικά η κατάργηση του χρυσάργυρου στέρησε το θησαυροφυλάκιο από ένα σεβαστό εισόδημα, αλλά η απώλεια αυτή γρήγορα αντικαταστάθηκε με την καθιέρωση νέου φόρου: της «χρυσοτέλειας», που ήταν ένας φόρος «εις χρυσό». Ο φόρος αυτός επιβλήθηκε κυρίως για την ενίσχυση του στρατού και βάρυνε, όπως και η προηγούμενη φορολογία, τους φτωχούς. Ολόκληρη η οικονομική μεταρρύθμιση είχε ως αποτέλεσμα μια πιο ομαλή κατανομή των φορολογικών βαρών και όχι μια πραγματική ελάττωσή τους.
Ίσως η πιο σπουδαία οικονομική μεταρρύθμιση του Αναστάσιου υπήρξε η αλλαγή, με βάση την καθοδήγηση του Σύριου έμπιστου συμβούλου του Μαρίνου, του τρόπου με τον οποίον γινόταν η είσπραξη των φόρων, η οποία ανατέθηκε στους «βίνδικες». Αν και το νέο σύστημα είσπραξης των φόρων αύξησε αρκετά τα εισοδήματα του Κράτους, τροποποιήθηκε αργότερα. Στη διάρκεια της βασιλείας του Αναστάσιου το πρόβλημα των στείρων εδαφών φαίνεται ότι παρουσιάστηκε πιο έντονο από κάθε άλλη φορά. Το βάρος των πρόσθετων φόρων έπεσε σε πρόσωπα ανίκανα να πληρώσουν καθώς και σε μη παραγωγικά μέρη με αποτέλεσμα να πληρώνουν στην κυβέρνηση όλους τους φόρους οι ιδιοκτήτες των παραγωγικών εδαφών. Η πρόσθετη αυτή εισφορά που ονομαζόταν (στα ελληνικά) «επιβολή», είναι μια παλιά συνήθεια την οποία βρίσκουμε στην Αίγυπτο των Πτολεμαίων, που καθιερώθηκε, πιο συγκεκριμένα, από τον Ιουστινιανό.
Ο Αναστάσιος όρισε επίσης ότι ένας ελεύθερος αγρότης που θα ζούσε στο ίδιο μέρος 30 χρόνια, θα γινόταν άποικος (colonus) δίχως να χάνει την προσωπική του ελευθερία και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.
Η εποχή του Αναστάσιου είναι επίσης χαρακτηριστική για τις νομισματικές μεταβολές που έγιναν τότε. Το 498 καθιερώθηκε το μεγάλο ορειχάλκινο follis με όλες τις μικρότερες υποδιαιρέσεις. Το νέο νόμισμα έγινε δεκτό, κυρίως από τους φτωχούς, με ευχαρίστηση γιατί το χάλκινο νόμισμα που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε είχε αρχίσει να σπανίζει, ενώ συγχρόνως ήταν κακής ποιότητας. Τα νέα νομίσματα κόπηκαν στα τρία νομισματοκοπεία που λειτουργούσαν επί Αναστάσιου, στην Κωνσταντινούπολη, στη Νικομήδεια και στην Αντιόχεια. Το νόμισμα του Αναστάσιου έμεινε ως πρότυπο αυτοκρατορικού νομίσματος μέχρι τα 50 τελευταία χρόνια του 7ου αιώνα.[3]
Στις ανθρωπιστικές του μεταρρυθμίσεις ο Αναστάσιος πρόσθεσε ένα διάταγμα που απαγόρευε τις μονομαχίες ανθρώπων και θηρίων στον Ιππόδρομο.
Αν και ο Αναστάσιος συχνά ελάττωνε τους φόρους πολλών επαρχιών και πόλεων, μάλιστα εκείνων των μερών που πλήγηκαν από τον περσικό πόλεμο και αν και πραγματοποίησε ένα οικονομικό πρόγραμμα, που συμπεριλάμβανε το «Μακρό Τείχος», υδραγωγεία, το Φάρο της Αλεξάνδρειας και άλλα έργα, η κυβέρνηση, προς το τέλος της βασιλείας του Αναστάσιου, είχε ένα μεγάλο απόθεμα το οποίο ο ιστορικός Προκόπιος υπολογίζει - ίσως με κάποια υπερβολή - σε 320.000 λίτρες χρυσού. Η οικονομική τακτική του Αναστάσιου υπήρξε πολύ σημαντική για την πρέπουσα δράση του δεύτερου διαδόχου του, Ιουστινιανού. Η εποχή του Αναστάσιου υπήρξε μια θαυμάσια εισαγωγή στην εποχή του Ιουστινιανού.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής που αρχίζει με τον Αρκάδιο και κλείνει με τον Αναστάσιο (395-518) είναι τα εθνικά και θρησκευτικά προβλήματα και τα πολιτικά ζητήματα που ήταν πάντα σχετικά με θρησκευτικές κινήσεις. Η γοτθική τυραννία δυνάμωσε πολύ στην πρωτεύουσα και απείλησε όλο το κράτος κατά τα τέλη του 4ου αιώνα. Αργότερα η κατάσταση έγινε ακόμα πιο περίπλοκη λόγω των φιλικών διαθέσεων των Γότθων προς τον Αρειανισμό. Η απειλή των Γερμανών ελαττώθηκε στις αρχές του 5ου αιώνα επί Αρκαδίου για να εξαφανιστεί τελείως επί Λέοντα Α', την εποχή δηλαδή της μεταγενέστερης αλλά αδύνατης εκδήλωσής της στα μέσα του 5ου αιώνα. Αργότερα, στα τέλη του ίδιου αιώνα, παρουσιάστηκε από τα βόρεια μέρη ο κίνδυνος των Οστρογότθων, ο οποίος διοχετεύθηκε με επιτυχία από το Ζήνωνα στην Ιταλία, με αποτέλεσμα να τακτοποιηθεί το γερμανικό πρόβλημα στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, προς όφελος του κράτους.
Το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας κατόρθωσε επίσης να πετύχει, τα 50 τελευταία χρόνια του 5ου αιώνα, τη λύση του λιγότερο έντονου εθνικού προβλήματος, της κυριαρχίας των Ισαύρων. Οι Βούλγαροι και οι Σλάβοι μόλις άρχιζαν την περίοδο αυτή τις επιδρομές τους στα σύνορα της αυτοκρατορίας και δεν ήταν δυνατόν να παραβλεφθεί ο μεγάλος ρόλος που επρόκειτο να παίξουν οι βόρειοι αυτοί λαοί στην ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η εποχή του Αναστάσιου μπορεί να θεωρηθεί σαν μια απλή εισαγωγή στην εποχή των Σλάβων.
Το θρησκευτικό πρόβλημα της εποχής αυτής παρουσιάζει δύο φάσεις: την Ορθόδοξη, μέχρι την εποχή του Ζήνωνα, και τη Μονοφυσιτική, στη διάρκεια της βασιλείας του Ζήνωνα και του Αναστάσιου. Η συμπάθεια που εκδήλωνε ο Ζήνωνας προς τους Μονοφυσίτες και οι μονοφυσιτικές τάσεις του Αναστάσιου υπήρξαν σημαντικές όχι μόνο από θρησκευτική, αλλά και από πολιτική άποψη. Στα τέλη του 5ου αιώνα, το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, παρά τη θεωρητική του ενότητα με την Ανατολή, είχε στην πράξη αποξενωθεί από την Κωνσταντινούπολη. Στη Γαλατία, στην Ισπανία και στη Β. Αφρική σχηματίστηκαν νέα βασίλεια των βαρβάρων, η Ιταλία κυβερνιόταν από Γερμανούς και στα τέλη του 5ου αιώνα, ιδρύθηκε σε ιταλικό έδαφος, το βασίλειο των Οστρογότθων. Η κατάσταση αυτή των πραγμάτων εξηγεί γιατί οι ανατολικές επαρχίες - Αίγυπτος, Παλαιστίνη και Συρία - απέκτησαν εξαιρετική σπουδαιότητα στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Η μεγάλη αξία τόσο του Ζήνωνα όσο και του Αναστάσιου έγκειται στο γεγονός ότι κατάλαβαν ότι το κέντρο βαρύτητας είχε μετακινηθεί και στο ότι, εκτιμώντας τη σημασία των ανατολικών επαρχιών, χρησιμοποίησαν κάθε μέσο να βρουν ένα τρόπο να τις προσκολλήσουν στην πρωτεύουσα.
Και εφόσον οι επαρχίες αυτές - κυρίως η Αίγυπτος και η Συρία - ήταν αφοσιωμένες στο δόγμα των Μονοφυσιτών, η μόνη λύση ήταν να ειρηνεύσει η αυτοκρατορία με τους Μονοφυσίτες, αδιαφορώντας για τις υποχωρήσεις που ήταν αναγκασμένη να κάνει. Το γεγονός αυτό εξηγεί το σκόπιμα μάλλον σκοτεινό ενωτικό ζήτημα του Ζήνωνα, το οποίο υπήρξε ένα από τα πρώτα βήματα προς συμβιβασμό με τους Μονοφυσίτες. Όταν η προσπάθεια του Ζήνωνα απέτυχε, ο Αναστάσιος αποφάσισε να ακολουθήσει μια πιο θετική μονοφυσιτική τακτική. Και οι δυο αυτοί αυτοκράτορες υπήρξαν πολύ διορατικοί σε σύγκριση με τους μεταγενέστερους άρχοντες της αυτοκρατορίας. Η μονοφυσιτική τους τακτική ήρθε σε αντίθεση με την κίνηση των Ορθοδόξων, η οποία βρήκε μεγάλη υποστήριξη στην πρωτεύουσα, στη Βαλκανική χερσόνησο, στις περισσότερες επαρχίες της Μ. Ασίας, στα νησιά και σε μερικά μέρη της Παλαιστίνης. Η ορθοδοξία υποστηρίχθηκε επίσης απ’ τον Πάπα, που λόγω του Ενωτικού διέκοψε κάθε σχέση με την Κωνσταντινούπολη. Η αναπόφευκτη σύγκρουση θρησκείας και πολιτικής εξηγεί τις εσωτερικές ταραχές της εποχής του Αναστάσιου, ο οποίος δεν κατόρθωσε, όσο ζούσε, να πετύχει στην αυτοκρατορία του την ειρήνη και την αρμονία που επιθυμούσε. Οι διάδοχοί του οδήγησαν την αυτοκρατορία σ’ ένα τελείως διαφορετικό δρόμο και, από τα τέλη της εποχής αυτής, είχε ήδη να εκδηλώνεται η αποξένωση των ανατολικών επαρχιών.Γενικά η περίοδος αυτή υπήρξε περίοδος αγώνων των διαφόρων εθνικοτήτων, οι οποίες ξεκινούσαν στον αγώνα τους με διαφορετικούς σκοπούς και ελπίδες. Οι Γερμανοί και οι Ίσαυροι επιδίωκαν πολιτική υπεροχή, ενώ οι Κόπτες στην Αίγυπτο και οι Σύριοι ασχολούνταν κυρίως με το θρίαμβο των θρησκευτικών δογμάτων.

Υποσημειώσεις:
[1] Πεδιάδα της γαλλικής Καμπανίας, ανάμεσα στις πόλεις Σαλόν-σιρ-Μαρν και Τρουά, όπου ο Αέτιος και ο Θεοδώριχος νίκησαν τον Αττίλα, το 451 μ.Χ.
[2] Οι Silentiarii ήταν δούλοι των Ρωμαίων οι οποίοι είχαν ως έργο τους την τήρηση της ησυχίας. Επί αυτοκρατορίας έτσι ονομάζονταν οι υπάλληλοι της αυλής που ήταν εντεταλμένοι για την τήρηση της αυλικής εθιμοτυπίας.
[3] Ο Blake αναφέρει ότι «οι πληθωρικές τιμές των αρχών του 4ου αιώνα εξαφανίστηκαν και ότι επιτεύχθηκε ένα λογικό και σταθερό επίπεδο τιμών. Η έκταση όμως αυτής της επιτυχίας του Αναστάσιου δεν είναι γνωστή λόγω της έλλειψης σχετικών πληροφοριών».