12/2/11

Οι αραβικές κατακτήσεις μέχρι τον 8ο αιώνα [20]

Μετά το θάνατο του Μωάμεθ (632), ο συγγενής του Abu-Bakr εξελέγη αρχηγός των Μουσουλμάνων με τον τίτλο του χαλίφη (Khalifa). Οι τρεις μεταγενέστεροι χαλίφες, ο Ομάρ, ο Οτμάν και ο Αλή, εξελέγησαν επίσης αρχηγοί, αλλά δεν δημιούργησαν δυναστεία. Οι τέσσερις αυτοί άμεσοι διάδοχοι του Μωάμεθ είναι γνωστοί ως οι «ορθόδοξοι χαλίφες». Οι πιο σπουδαίες κατακτήσεις, τις οποίες έκαναν οι Άραβες στην περιοχή του Βυζαντίου, συμπίπτουν με την εποχή του χαλίφη Ομάρ.

Το ότι ο Μωάμεθ έγραψε στους αρχηγούς των άλλων κρατών, και στον Ηράκλειο, να δεχθούν τον Ισλαμισμό, και ότι ο Ηράκλειος απάντησε ευνοϊκά, θεωρείται τώρα ως μεταγενέστερο δημιούργημα το οποίο στερείται ιστορικής βάσης. Παρόλα αυτά όμως ακόμα και σήμερα υπάρχουν επιστήμονες που δέχονται την αλληλογραφία αυτή ως ιστορικό γεγονός.
Όσο ζούσε ο Μωάμεθ μόνο μεμονωμένες ομάδες των Βεδουίνων διέσχισαν τα βυζαντινά σύνορα. Την εποχή όμως του δεύτερου χαλίφη, Ομάρ, τα γεγονότα διεξήχθηκαν με μεγάλη ταχύτητα. Η χρονολογική σειρά των στρατιωτικών γεγονότων του 7ου αιώνα είναι σκοτεινή και πολύπλοκη. Είναι όμως πιθανόν τα γεγονότα να εξελίχθηκαν ως εξής: Το 634 οι Άραβες κατέλαβαν το βυζαντινό οχυρό Bothra, πέρα από τον Ιορδάνη, το 635 έπεσε η πόλη της Συρίας Δαμασκός, το 636 η μάχη του ποταμού Yarmuk είχε σαν αποτέλεσμα να καταληφθεί όλη η Συρία και το 637 ή το 638 παραδόθηκε η Ιερουσαλήμ ύστερα από πολιορκία δύο ετών. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αυτής έπαιξαν ρόλο κυρίως ο χαλίφης Ομάρ, από τη μια πλευρά και ο Πατριάρχης Σωφρόνιος από την άλλη. Το κείμενο της συμφωνίας, με βάση το οποίο ο Σωφρόνιος παρέδωσε την Ιερουσαλήμ στον Ομάρ και που καθιέρωσε ορισμένες θρησκευτικές και κοινωνικές εγγυήσεις για τους Χριστιανούς της πόλης, έχει διασωθεί με μερικές δυστυχώς μεταγενέστερες μεταβολές. Οι Χριστιανοί είχαν πετύχει να απομακρύνουν τον Τίμιο Σταυρό από την Ιερουσαλήμ και να τον στείλουν στην Κωνσταντινούπολη πριν μπουν οι Άραβες στην πόλη. Η κατάκτηση της Μεσοποταμίας και της Περσίας, που συνέβη συγχρόνως με τις κατακτήσεις των περιοχών του Βυζαντίου, τερματίζει την πρώτη περίοδο των αραβικών επιτυχιών στην Ασία. Κατά τα τέλη των 30 πρώτων χρόνων του αιώνα αυτού ο αρχηγός των Αράβων, Άμβρος, παρουσιάστηκε στα ανατολικά σύνορα της Αιγύπτου και άρχισε την κατάκτησή της. Μετά το θάνατο του Ηρακλείου, το 641 ή το 642, οι Άραβες κατέλαβαν την Αλεξάνδρεια, ενώ ο θριαμβευτής Άμβρος έστελνε το εξής μήνυμα στον Ομάρ στη Μεδίνα: «Κατάκτησα μια πόλη της οποίας θα αποφύγω την περιγραφή. Αρκεί μόνο να πω ότι κατέσχεσα σ’ αυτήν 4.000 βίλες με 4.000 λουτρά, 40.000 Ιουδαίους που πληρώνουν κεφαλικό φόρο και τετρακόσιους τόπους διασκεδάσεως». Προς τα τέλη των 40 πρώτων χρόνων η Βυζαντινή αυτοκρατορία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει οριστικά την Αίγυπτο. Την κατάκτηση της Αιγύπτου ακολούθησε μια προώθηση των Αράβων προς τις δυτικές ακτές της Β. Αφρικής. Το 650 η Συρία, μέρος της Μ. Ασίας, η Άνω Μεσοποταμία, η Παλαιστίνη, η Αίγυπτος και μέρος των βυζαντινών επαρχιών της Β. Αφρικής είχαν ήδη περιέλθει στην εξουσία των Αράβων.
Οι κατακτήσεις των Αράβων, φέρνοντάς τους στις ακτές της Μεσογείου, τους δημιούργησαν νέα προβλήματα ναυτικής φύσης. Μη έχοντας στόλο οι Άραβες ήταν ανίσχυροι μπροστά στα πολυάριθμα πλοία των Βυζαντινών, για τα οποία οι νέες παραλιακές αραβικές επαρχίες ήταν πολύ προσιτές. Γρήγορα οι Άραβες κατάλαβαν τη σοβαρότητα της κατάστασης κι ο διοικητής της Συρίας και μελλοντικός χαλίφης Μωαβίας, άρχισε να κατασκευάζει αρκετά πλοία το πλήρωμα των οποίων αρχικά αποτελείτο από ντόπιους Ελληνο-Σύριους, οι οποίοι ήταν ειδικοί στη ναυσιπλοΐα. Σύγχρονες μελέτες των παπύρων αποκαλύπτουν ότι κατά τα τέλη του 7ου αιώνα η κατασκευή των πλοίων και η επάνδρωσή τους με πεπειραμένους ναυτικούς ήταν ένα από τα μεγάλα προβλήματα της διοίκησης της Αιγύπτου.

ΚΩΝΣΤΑΣ Β' ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ
Την εποχή του Κώνστα Β', τα αραβικά πλοία του Μωαβία άρχισαν τις επιδρομές τους στην περιοχή του Βυζαντίου και κατέλαβαν την Κύπρο, το σπουδαίο αυτό ναυτικό κέντρο. Κοντά στις ακτές της Μ. Ασίας νίκησαν το στόλο του Βυζαντίου, που διοικείτο από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, κατέλαβαν τη Ρόδο (654), κατέστρεψαν εκεί τον περίφημο Κολοσσό του νησιού και έφτασαν σχεδόν μέχρι την Κρήτη και τη Σικελία, απειλώντας το Αιγαίο πέλαγος και την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Οι αιχμάλωτοι που συνελήφθηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των επιδρομών, και ιδίως αυτοί από τη Σικελία, μεταφέρθηκαν στην αραβική πόλη Δαμασκό.
Οι αραβικές κατακτήσεις του 7ου αιώνα στέρησαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία από τις ανατολικές και νότιες επαρχίες της και συντέλεσαν να χάσει τη σημαντική θέση που κατείχε ως το πιο δυναμικό κράτος του κόσμου. Εδαφικά περιορισμένη η Βυζαντινή αυτοκρατορία έγινε ένα κράτος με ελληνικό πληθυσμό κυρίως, αν και όχι πλήρως, όπως πιστεύεται από μερικούς επιστήμονες. Οι περιοχές όπου οι Έλληνες αποτελούσαν τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού ήταν η Μ. Ασία με τα γειτονικά της νησιά του Αιγαίου Πελάγους και η Κωνσταντινούπολη με την κοντινή της επαρχία. Την εποχή αυτή η Βαλκανική χερσόνησος, μαζί με την Πελοπόννησο, είχε εθνογραφικά αλλάξει πολύ χάρη στην εμφάνιση μεγάλων εγκαταστάσεων Σλάβων. Στη Δύση η Βυζαντινή αυτοκρατορία κατείχε ακόμα τα χωριστά εκείνα τμήματα της Ιταλίας που δεν συμπεριλαμβάνονταν στο βασίλειο των Λογγοβάρδων: το νότιο κομμάτι της Ιταλίας, με τη Σικελία, και αρκετά άλλα γειτονικά νησιά της Μεσογείου, τη Ρώμη και το εξαρχάτο της Ραβέννας. Ο ελληνικός πληθυσμός, που συγκεντρώθηκε κυρίως στο νότιο τμήμα αυτών των βυζαντινών κτήσεων της Ιταλίας, αυξήθηκε πολύ τον 7ο αιώνα, όταν η Ιταλία έγινε το καταφύγιο πολλών κατοίκων της Αιγύπτου και της Β. Αφρικής που δεν ήθελαν να γίνουν υποτελείς των Αράβων κατακτητών. Μπορεί να πει κανείς ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία μεταβλήθηκε, την περίοδο αυτή, σε μια Βυζαντινή αυτοκρατορία, της οποίας τα προβλήματα έγιναν πιο περιορισμένα χάνοντας την παλαιά τους έκταση. Μερικοί ιστορικοί, όπως για παράδειγμα ο Gelzer, πιστεύουν ότι οι μεγάλες απώλειες υπήρξαν εμμέσως ευνοϊκές για το Βυζάντιο, γιατί απομάκρυναν τους ξένους παράγοντες, ενώ «ο λαός της Μ.Ασίας και εκείνα τα μέρη της Βυζαντινής χερσονήσου που ακόμα αναγνώριζαν την εξουσία του αυτοκράτορα, σχημάτιζαν, με τη γλώσσα τους και την πίστη τους, μις τελείως ομοιογενή και συμπαγή πειθαρχημένη μάζα». Από τα μέσα του 7ου αιώνα η προσοχή της αυτοκρατορίας έπρεπε να στραφεί κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, στη Μ. Ασία και στη Βαλκανική χερσόνησο. Αλλά και αυτές οι κτήσεις ακόμα απειλούνταν συνεχώς από τους Λογγοβάρδους, τους Σλάβους, τους Βουλγάρους και τους Άραβες. Ο L. Brehier γράφει ότι «η περίοδος αυτή έδωσε στην Κωνσταντινούπολη τον ιστορικό εκείνο ρόλο της συνεχούς άμυνας, που κράτησε μέχρι τον 15ο αιώνα με εναλλασσόμενες περιόδους υποχώρησης και εξάπλωσης».
Σχετικά με τον αντίκτυπο των αραβικών κατακτήσεων είναι πολύ σημαντικό να ληφθούν υπόψη τα δεδομένα των βυζαντινών αγιογραφικών κειμένων, που έχουν παραμεληθεί ή παραβλεφθεί. Η βυζαντινή αγιογραφία δίνει μια ζωντανή και ζωηρή εικόνα της ομαδικής μετανάστευσης που έγινε κάτω από την πίεση της εισβολής των Αράβων από τις συνοριακές περιοχές στο κέντρο της αυτοκρατορίας. Η αγιογραφία επιβεβαιώνει, επαυξάνει και χρωματίζει καλά όλες τις εξαιρετικά σύντομες πληροφορίες τις οποίες δίνουν οι ιστορικοί και οι χρονογράφοι. Η μεγάλη σημασία του αραβικού κινδύνου για τη συγκέντρωση και τη συμπύκνωση του πληθυσμού στις κεντρικές περιοχές της αυτοκρατορίας μπορεί πλέον να θεωρείται ως τελείως αποδεδειγμένη.
Η περαιτέρω επέκταση των κατακτήσεων των Αράβων στη Β. Αφρική σταμάτησε, για ένα διάστημα, από την ενεργό αντίσταση των Βέρβερων. Η στρατιωτική δράση των Αράβων σταμάτησε επίσης λόγω των εσωτερικών αγώνων που ξέσπασαν μεταξύ των τελευταίων «ορθόδοξων χαλιφών» του Αλή και του διοικητή της Συρίας Μωαβιά. Ο αιματηρός αυτός αγώνας τέλειωσε το 661 με το θάνατο του Αλή και τον θρίαμβο του Μωαβιά, ο οποίος ανέβηκε στο θρόνο εγκαινιάζοντας τη νέα δυναστεία των Ομεϊάδων και ορίζοντας ως πρωτεύουσα του βασιλείου του τη Δαμασκό.
Μετά την επιτυχημένη ενίσχυση της δύναμής του στη χώρα του, ο Μωαβιά ανανέωσε τους επιθετικούς πολέμους εναντίον του Βυζαντίου στέλνοντας το στόλο του κατά της Κωνσταντινούπολης και επαναλαμβάνοντας τις κινήσεις του προς τη Δύση, στην περιοχή της Β. Αφρικής.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ' - Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
Την πιο μεγάλη της δοκιμασία αντιμετώπισε η Βυζαντινή αυτοκρατορία την εποχή του δραστήριου Κωνσταντίνου Δ' (668-685), όταν ο αραβικός στόλος διέσχισε το Αιγαίο και τον Ελλήσποντο, μπήκε στην Προποντίδα και κατέφυγε στην Κύζικο, χρησιμοποιώντας το λιμάνι της πόλης αυτής για βάση τους οι Άραβες πολλές φορές, χωρίς όμως επιτυχία, πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη (673-677), επαναλαμβάνοντας την πολιορκία τους κάθε χρόνο, κυρίως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Οι Άραβες δεν κατέκτησαν την πρωτεύουσα κυρίως γιατί ο αυτοκράτορας γνώριζε πώς να ετοιμάσει την πόλη για την απαραίτητη άμυνα.
Η επιτυχημένη όμως αντίσταση του στρατού του Βυζαντίου οφείλεται κυρίως στη χρήση του «υγρού ή ελληνικού πυρός» ή (όπως απλά ονομάζεται) «του θαλασσίου πυρός», το οποίο εφεύρε ο Καλλίνικος, μηχανικός από τη Συρία. Το κοινό όνομα αυτής της εφεύρεσης οδήγησε σε μερικές παρανοήσεις. Το «ελληνικό πυρ» ήταν ένα είδος εύφλεκτων ουσιών, το οποίο το εκσφενδόνιζαν με μακρούς σωλήνες «σίφωνες» ή «χειροσίφωνες», προκαλώντας πυρκαγιά στα εχθρικά πλοία. Ο στόλος του Βυζαντίου ήταν εξοπλισμένος με ειδικά «σιφωνοφόρα» πλοία, τα οποία προκάλεσαν τρομερή σύγχυση στους Άραβες. Υπήρχαν επίσης και άλλες μέθοδοι για τη μετάδοση του πυρός στον εχθρό. Η ιδιορρυθμία του πυρός ήταν κυρίως το γεγονός ότι έκαιε ακόμα και πάνω στο νερό. Για ένα αρκετό μεγάλο διάστημα η σύνθεση του πυρός κρατήθηκε προσεκτικά μυστική και το νέο όπλο οδήγησε πολλές φορές το στόλο του Βυζαντίου στην επιτυχία.
Όλες οι προσπάθειες που έκανε ο στόλος των Αράβων για την κατάκτηση της πρωτεύουσας του Βυζαντίου απέτυχαν και το 677 ο εχθρικός στόλος απέπλευσε κατευθυνόμενος προς τις ακτές της Συρίας. Ενώ όμως κατευθυνόταν προς τα εκεί καταστράφηκε από μια τρομερή τρικυμία. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των Αράβων στη Μ. Ασία απέτυχαν επίσης και ο ηλικιωμένος Μωαβιάς αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, υπό τον όρο να του πληρώνει κάθε χρόνο ένα ορισμένο χρηματικό ποσό.
Με την επιτυχημένη αντιμετώπιση των Αράβων στην Κωνσταντινούπολη καθώς και με την πλεονεκτική για το Βυζάντιο συνθήκη ειρήνης, ο Κωνσταντίνος δεν πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία μόνο στην αυτοκρατορία του, αλλά και στη Δυτική Ευρώπη, η οποία με τον τρόπο αυτό απαλλάχθηκε από τη σοβαρή απειλή των Μουσουλμάνων. Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι η επιτυχία του Κωνσταντίνου έκανε μεγάλη εντύπωση στη Δύση. Όπως λέει ένας χρονογράφος, όταν τα νέα των επιτυχιών του Κωνσταντίνου έφτασαν στον Χαν των Αβάρων και στους άλλους ηγέτες της Δύσης, «οι τελευταίοι έστειλαν πρεσβευτές με δώρα προς τον αυτοκράτορα ζητώντας του να καθιερώσει μαζί τους σχέσεις αγάπης και ειρήνης... και άρχισε μια μεγάλη περίοδος ειρήνης στην Ανατολή και στη Δύση».

ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ Β' ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού Β', διαδόχου του Κωνσταντίνου Δ', συνέβη ένα γεγονός στα ανατολικά αραβικά σύνορα που ήταν πολύ σημαντικό για τις μετέπειτα σχέσεις Αράβων και Βυζαντίου. Τα βουνά του Λιβάνου και της Συρίας κατοικούνταν για αρκετό διάστημα από τους Μαρδαΐτες (που μπορούν να ονομαστούν «αντάρτες», «επαναστάτες» ή «αποστάτες»), που ήταν οργανωμένοι στρατιωτικά και χρησιμοποιούνταν στην περιοχή αυτή ως ένα είδος επάλξεων του Βυζαντίου. Μετά την κατάκτηση της Συρίας από τους Άραβες, οι Μαρδαΐτες αποσύρθηκαν προς τα βόρεια, στα αραβο-βυζαντινά σύνορα, ενοχλώντας τρομερά τους Άραβες με τις διαρκείς επιδρομές τους στις γειτονικές περιοχές. Σύμφωνα με όσα γράφει ένα χρονικό οι Μαρδαΐτες αποτελούσαν «ένα ορειχάλκινο τείχος» που προστάτευε τη Μ. Ασία από τις εισβολές των Αράβων. Με βάση μια συνθήκη που έγινε την εποχή του Ιουστινιανού Β', ο αυτοκράτορας συμφώνησε να υποχρεώσει τους Μαρδαΐτες να εγκατασταθούν στις εσωτερικές επαρχίες της αυτοκρατορίας με τον όρο να πληρώσει ο χαλίφης κάποιο χρηματικό ποσό. Το διάβημα αυτό του αυτοκράτορα «κατέστρεψε το ορειχάλκινο τείχος». Αργότερα βρίσκουμε τους Μαρδαΐτες ως θαλασσοπόρους στην Παμφυλία (νότια Μ. Ασία), στη Πελοπόννησο, στην Κεφαλληνία και σε αρκετές άλλες περιοχές. Η απομάκρυνσή τους από τα σύνορα της Αραβίας ασφαλώς ενίσχυσε τη θέση των Αράβων στις επαρχίες που κατέκτησαν και διευκόλυνε τις μεταγενέστερες επιθετικές κινήσεις τους στη Μ. Ασία. Δεν υπάρχουν αρκετά δεδομένα για να θεωρήσουμε το γεγονός αυτό ως μια πράξη στην οποία παρακινήθηκε ο αυτοκράτορας «από εκτίμηση των Χριστιανών που διοικούνταν από ανθρώπους μιας ξένης πίστης». Τα αίτια της μεταφοράς των Μαρδαϊτών υπήρξαν καθαρά πολιτικά.
Τον 7ο αιώνα, συγχρόνως με τις προσπάθειες που γίνονταν για την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης στην ανατολή, οι Άραβες άρχισαν στη Β. Αφρική τις κινήσεις τους προς τη δύση. Στα τέλη του 7ου αιώνα οι Άραβες πήραν την Καρχηδόνα, την πρωτεύουσα του εξαρχάτου της Αφρικής και στις αρχές του 8ου αιώνα κατέλαβαν το σημερινό οχυρό της Ισπανίας Θέουτα, κοντά στις Στήλες του Ηρακλέους. Σχεδόν συγχρόνως οι Άραβες, υπό την ηγεσία του στρατηγού τους Ταρίκ, πέρασαν από την Αφρική στην Ισπανία και γρήγορα πήραν από τους Βησιγότθους το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου. Από το όνομα του Ταρίκ προήλθε η σύγχρονη αραβική ονομασία του Γιβραλτάρ που σημαίνει «το βουνό του Ταρίκ». Έτσι στις αρχές του 8ου αιώνα η Μουσουλμανική απειλή παρουσιάστηκε στην Ευρώπη από διαφορετική κατεύθυνση, δηλαδή από τη χερσόνησο των Πυρηναίων.
Αξίζει να σημειώσουμε πόσο γρήγορη και έντονη ήταν η διάδοση της γλώσσας και του πολιτισμού των Αράβων στην Ισπανία. Ένας μεγάλος αριθμός Χριστιανών των πόλεων δέχθηκε τον αραβικό πολιτισμό χωρίς να γίνουν Μουσουλμάνοι, και μερικοί από αυτούς δημιούργησαν μια κοινωνική τάξη που ονομάστηκε με το αραβικής προέλευσης όνομα Mazarabs. Τον 9ο αιώνα ο επίσκοπος Κορδούης, Alvaro, ανέφερε σ’ αν κήρυγμά του τα εξής:
«Πολλοί από τους ομόθρησκούς μου διαβάζουν κείμενα και ιστορίες των Αράβων και μελετούν τα έργα των Μουσουλμάνων φιλοσόφων και θεολόγων όχι με το σκοπό να τα ανασκευάσουν, αλλά θέλοντας να μάθουν να εκφράζονται στην αραβική γλώσσα πιο σωστά και γλαφυρά. Ποιος από αυτούς μελετά τα Ευαγγέλια, τους Προφήτες και τους Αποστόλους; Αλλοίμονο! Όλοι οι ικανοί Χριστιανοί νέοι γνωρίζουν μόνο τη γλώσσα και τη φιλοσοφία των Αράβων και διαβάζουν, μελετώντας τα με προσοχή, τα αραβικά βιβλία... Εάν κανείς τους μιλήσει για χριστιανικά βιβλία απαντούν με περιφρόνηση ότι δεν αξίζει να τα προσέχει κανείς. Ουαί! Οι Χριστιανοί ξέχασαν τη γλώσσα τους και μόλις υπάρχει ένας στους χίλιους που μπορεί να γράφει σ’ ένα φίλο λατινικά ένα χαιρετιστήριο γράμμα. Όμως υπάρχουν πολλοί που εκφράζονται πολύ ωραία στα αραβικά και που γράφουν ποιήματα στη γλώσσα αυτή, ωραιότερα και με περισσότερη τέχνη από τους ίδιους τους Άραβες».
Κάτι παρόμοιο μπορεί να σημειωθεί και στην Αίγυπτο. Το 699, οπότε η αραβική γλώσσα καθιερώθηκε ως υποχρεωτική για το λαό, αποτελεί για την Αίγυπτο το τέλος της ελληνικής και αιγυπτιακής φιλολογίας. Μετά από αυτήν τη χρονολογία έχουμε την περίοδο της μετάφρασης των έργων των Κοπτών στα αραβικά.
Οι σχέσεις μεταξύ των Αράβων και του πληθυσμού της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου διαφέρουν πολύ από τις σχέσεις που δημιουργήθηκαν στη Β. Αφρική στις περιοχές της σύγχρονης Λιβύης, Τυνησίας, Αλγερίας και Μαρόκου. Στη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο οι Άραβες δεν αντιμετώπισαν καμιά ισχυρή αντίσταση από τον πληθυσμό, αλλά μάλλον γνώρισαν την υποστήριξη και τη συμπάθεια του πληθυσμού που κατέκτησαν. Σε απάντηση της συμπάθειας αυτής οι Άραβες συμπεριφέρθηκαν στους νέους υπηκόους τους με μεγάλη ανοχή. Με λίγες εξαιρέσεις άφησαν στους Χριστιανούς τις εκκλησίες τους και το δικαίωμα να κάνουν τις θρησκευτικές τους ακολουθίες, απαιτώντας σαν αντάλλαγμα την τακτική μόνο πληρωμή ενός φόρου και την εξασφάλιση πολιτικής πειθαρχίας των Χριστιανών στους Άραβες διοικητές τους. Η Ιερουσαλήμ, που ήταν ένα από τα πιο ιερά μέρη των Χριστιανών, παρέμεινε ανοιχτή στους προσκυνητές που έρχονταν στην Παλαιστίνη από τα μακρινά σημεία της Δ. Ευρώπης για να προσκυνήσουν στους Αγίους Τόπους και διατήρησε τα πανδοχεία και τα νοσοκομεία που είχε για τους προσκυνητές. Πρέπει επίσης να μη ξεχνάμε ότι στη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, οι Άραβες ήρθαν σε επαφή με το βυζαντινό πολιτισμό και ότι η επιρροή του γρήγορα έγινε αισθητή ανάμεσα στους κατακτητές. Με λίγα λόγια, στη Συρία και στην Παλαιστίνη οι κατακτητές δημιούργησαν ειρηνικές σχέσεις που κράτησαν για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Λιγότερο ικανοποιητικά ήταν τα πράγματα στην Αίγυπτο, αλλά και εκεί ακόμα η συμπεριφορά προς τους Χριστιανούς βασιζόταν τελείως στην ανεκτικότητα, τουλάχιστον στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της αραβικής κατοχής.
Μετά την αραβική επικράτηση τα Πατριαρχεία των κατακτημένων επαρχιών ήρθαν στα χέρια των Μονοφυσιτών. Παρόλα αυτά όμως οι Μουσουλμάνοι έδωσαν ορισμένα προνόμια στον Ορθόδοξο πληθυσμό της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου και ύστερα από λίγο καιρό τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Αντιόχειας και της Αλεξανδρείας αποκαταστάθηκαν και πάλι μέχρι τις ημέρες μας. Ο Άραβας ιστορικός και γεωγράφος Masudi λέει ότι κάτω από την αραβική κυριαρχία και τα τέσσερα ιερά βουνά: το όρος Σινά, το Χωρήβ, το όρος των Ελαιών, κοντά στην Ιερουσαλήμ και το όρος Θαβώρ, παρέμειναν στα χέρια των Ορθοδόξων. Μόνο που σιγά-σιγά, οι Μονοφυσίτες και άλλοι «αιρετικοί», συμπεριλαμβανομένων και των Μουσουλμάνων, πήραν από τους Ορθοδόξους τους Αγίους Τόπους. Αργότερα η Ιερουσαλήμ αναγνωρίστηκε (μαζί με τη Μέκκα και τη Μεδίνα) ως ιερή μουσουλμανική πόλη. Για τους Μουσουλμάνους η ιερότητα της Ιερουσαλήμ έγκειται στο γεγονός ότι ο Μωαβίας έγινε εκεί χαλίφης.
Τελείως διαφορετική ήταν η κατάσταση στη Β. Αφρική. Εκεί η μεγάλη πλειονότητα των Βέρβερων, παρά την επίσημη αναγνώριση του Χριστιανισμού, παρέμενε στην παλιά κατάσταση του βαρβαρισμού και αντιστεκόταν πολύ ισχυρά στον αραβικό στρατό, ο οποίος για αντίποινα λεηλατούσε και ερήμωνε τις περιοχές των Βέρβερων. Χιλιάδες αιχμαλώτων μεταφέρονταν στην Ανατολή όπου και τους πουλούσαν ως δούλους. «Στις νεκρές πόλεις της Τύνιδας», λέει ο Diehl, «οι οποίες είναι σήμερα, στην πλειοψηφία τους, στην ίδια κατάσταση στην οποία είχαν μείνει μετά την εισβολή των Αράβων, μπορεί κανείς να βρει σε κάθε στροφή ίχνη των τρομερών αραβικών επιδρομών». Όταν τελικά οι Άραβες πέτυχαν να κατακτήσουν τις επαρχίες της Β. Αφρικής, πολλοί από τους ντόπιους μετανάστευσαν στην Ιταλία και τη Γαλατία. Η Εκκλησία της Αφρικής, που κάποτε υπήρξε τόσο φημισμένη στα χρονικά της χριστιανικής ιστορίας, δέχτηκε ένα πολύ δυνατό χτύπημα. Σχετικά με τα γεγονότα της περιόδου αυτής, ο Diehl λέει τα εξής: «Δύο αιώνες η Βυζαντινή αυτοκρατορία διατήρησε στις περιοχές αυτές τη δύσκολη κληρονομιά της Ρώμης, δύο αιώνες η αυτοκρατορία πέτυχε τη μεγάλη και σταθερή πρόοδο των επαρχιών αυτών χάρη στη δυναμική αντίσταση των οχυρών τους, δύο αιώνες διατήρησε στο τμήμα αυτό της Β. Αφρικής τις παραδόσεις του κλασικού πολιτισμού και μετέστρεψε τους Βέρβερους σ’ έναν ανώτερο πολιτισμό, με βάση τη θρησκευτική προπαγάνδα. Μέσα σε 50 χρόνια η εισβολή των Αράβων κατέστρεψε όλες αυτές τις επιτυχίες».
Παρά τη γρήγορη διάδοση του Ισλαμισμού ανάμεσα στους Βέρβερους, ο Χριστιανισμός συνέχισε να υπάρχει ανάμεσά τους και ακόμα και τον 14ο αιώνα, ακούμε για «μερικά μικρά χριστιανικά νησιά της Β. Αφρικής».

Η ΣΛΑΒΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗ Μ. ΑΣΙΑ
Στα 50 τελευταία χρόνια του 6ου αιώνα, οι Σλάβοι δε χτυπούσαν ή λεηλατούσαν μόνον τις βαλκανικές κτήσεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά και έφτασαν μέχρι τον Ελλήσποντο, τη Θεσσαλονίκη, τη Ν. Ελλάδα και τις ακτές της Αδριατικής θάλασσας, όπου και εγκαταστάθηκαν αρκετοί από αυτούς. Η Άβαρο-Σλαβική επιδρομή εναντίον της πρωτεύουσας έγινε το 626, στη διάρκεια της βασιλείας του Ηρακλείου, ενώ η Θεσσαλονίκη πολιορκήθηκε από σλαβικές φυλές, οι οποίες έφεραν την πόλη σε πολύ δύσκολη θέση.
Με τα πλοία τους οι Σλάβοι κατέβηκαν στο Αιγαίο Πέλαγος κτυπώντας το στόλο του Βυζαντίου κι αποκόπτοντας συχνά την ενίσχυση της πρωτεύουσας σε τρόφιμα. Ο αυτοκράτορας Κώνστας Β' αναγκάστηκε να αναλάβει μια εκστρατεία «εναντίον της Σκλαβωνίας». Από την εποχή αυτή αρχίζει η μετανάστευση μεγάλων μαζών Σλάβων στη Μ. Ασία και στη Συρία. Κατά την εποχή του Ιουστινιανού Β’ μια ορδή 80.000 Σλάβων το λιγότερο, όπως αναφέρει ο V. I. Lamansky, μεταφέρθηκε στο Οψίκιο, ένα από τα «θέματα» της Μ. Ασίας. Περίπου 30.000 από αυτούς χρησιμοποίησε ο αυτοκράτορας στους αγώνες του εναντίον των Αράβων, με τους οποίους όμως τελικά συντάχθηκαν, εγκαταλείποντας τον αυτοκράτορα. Για την τρομερή τους αυτή πράξη, οι υπόλοιποι Σλάβοι του Οψικίου υπέστησαν φοβερή σφαγή. Μια σφραγίδα της σλαβικής στρατιωτικής αποικίας της Βιθυνίας, που ανήκε στο Οψίκιο, υπάρχει ακόμα από την περίοδο εκείνη και αποτελεί μνημείο μεγάλης αξίας: «Ένα νέο κομμάτι της φυλετικής ιστορίας των Σλάβων», το οποίο (όπως αναφέρει ο B. A. Panchenko, που δημοσίευσε κι εξήγησε τη σφραγίδα αυτή) ρίχνει «μια φωτεινή αχτίδα στην αμυδρά φωτισμένη ιστορία των μεγάλων μεταναστεύσεων». Από τις αρχές του 7ου αιώνα το πρόβλημα των σλαβικών εγκαταστάσεων στη Μ. Ασία παρουσιάζει πολύ εξαιρετικό ενδιαφέρον.

Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Τα 50 τελευταία χρόνια του 7ου αιώνα έχουν επίσης το χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκειά τους σχηματίστηκε το νέο Βουλγαρικό βασίλειο, στα βόρεια σύνορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, κατά μήκος των ακτών του κάτω Δούναβη. Ένα βασίλειο, του οποίου η μεταγενέστερη ιστορία υπήρξε εξαιρετικά σημαντική για την τύχη της αυτοκρατορίας. Την περίοδο αυτή κυρίως αναφέρονται οι παλαιοί Βούλγαροι, ένας λαός ουννικής (τουρκικής) προέλευσης, που ήταν πολύ συγγενικός με τη φυλή των Ονογουνδούρων. Την εποχή του Κώνστα Β', μια ορδή Βουλγάρων, με αρχηγό τον Ασπαρούχ, αναγκάστηκε από τους Χαζάρους να μετακινηθεί δυτικά, να εγκατασταθεί στο Δούναβη και αργότερα να μετακινηθεί νοτιότερα και να μπει στο τμήμα εκείνο του Βυζαντίου που σήμερα είναι γνωστό ως Δοβρουτσά. Οι Βούλγαροι αυτοί, όπως αναφέρει ο V. N. Zlatarsky, είχαν κλείσει προηγουμένως μια συμφωνία με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, με βάση την οποία, ως σύμμαχοι της αυτοκρατορίας, θα υπερασπίζονταν τα σύνορα στο Δούναβη από τις επιθέσεις άλλων βαρβάρων. Είναι δύσκολο να πούμε αν η άποψη αυτή είναι σωστή ή όχι, επειδή γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα για την ιστορία των πρώτων Βουλγάρων. Και αν όμως υπήρχε πράγματι μια τέτοια συμφωνία δεν κράτησε πολύ. Οι Βούλγαροι απασχολούσαν πολύ τον αυτοκράτορα και το 679 ο Κωνσταντίνος Δ’ ανέλαβε μια εκστρατεία εναντίον τους, η οποία όμως τέλειωσε με πλήρη ήττα του στρατού του Βυζαντίου και με υποχρέωση του αυτοκράτορα να πληρώνει στους Βουλγάρους ετήσιο φόρο και να τους παραχωρήσει ορισμένα εδάφη. Το Δέλτα του Δούναβη και μέρος των ακτών της Μαύρης Θάλασσας παρέμεινε στα χέρια των Βουλγάρων. Το νεοσχημάτιστο βασίλειο, αναγνωρισμένο με τη βία από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, έγινε ένας επικίνδυνος γείτονας.
Αφού οι Βούλγαροι αναγνωρίστηκαν πολιτικά, άρχισαν σιγά-σιγά να αυξάνουν τις κτήσεις τους και να συγκρούονται με το σλαβικό πληθυσμό των γειτονικών επαρχιών. Οι νεοελθόντες Βούλγαροι εισήγαγαν τη στρατιωτική οργάνωση και την πειθαρχία ανάμεσα στους Σλάβους. Ενεργώντας ως ενωτικός παράγοντας ανάμεσα στις φυλές των Σλάβων της χερσονήσου, που ζούσαν μέχρι τότε σε χωριστές ομάδες, οι Βούλγαροι ανέπτυξαν σιγά-σιγά ένα δυναμικό κράτος που φυσικά αποτελούσε μεγάλη απειλή για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Αργότερα χρειάστηκε να οργανωθούν πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες κατά των Βουλγάρων και των Σλάβων. Αριθμητικά μικρότεροι από τους Σλάβους, οι Βούλγαροι του Ασπαρούχ, σύντομα βρέθηκαν κάτω από την έντονη επιρροή των Σλάβων. Μεγάλες φυλετικές αλλαγές έγιναν ανάμεσα σ’ αυτούς τους Βουλγάρους, οι οποίοι ενώ περνούσε ο καιρός, έχαναν την ουννική (τουρκική) τους εθνικότητα για να γίνουν σχεδόν τελείως Σλάβοι, στα μέσα του 9ου αιώνα, αν και σήμερα ακόμα φέρουν το παλιό τους όνομα: Βούλγαροι.
Το 1899 και το 1900 το Ρωσικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Κωνσταντινούπολης έκανε ανασκαφές στην υποτιθέμενη παλαιά θέση της Βουλγαρίας, με αποτέλεσμα να ανακαλυφθούν εξαιρετικής αξίας ευρήματα. Στη θέση της παλιάς πρωτεύουσας του βασιλείου (Pliska ή Pliskova) κοντά στο σημερινό χωριό Aboba, στη ΒΑ Βουλγαρία, κάπου ΒΑ της πόλης Shumla, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τα θεμέλια των ανακτόρων των παλαιών Χάνων της Βουλγαρίας καθώς και μέρος των τειχών της με πύργους και πύλες, τα θεμέλια μιας μεγάλης εκκλησίας, επιγραφές, πολλά καλλιτεχνικά και διακοσμητικά αντικείμενα, χρυσά και ορειχάλκινα νομίσματα καθώς και σφραγίδες. Δυστυχώς όλα αυτά τα ευρήματα δεν μπορούν να αξιοποιηθούν και να εξηγηθούν όσο πρέπει, επειδή οι σχετικές πηγές με την περίοδο αυτή είναι πολύ σπάνιες. Προς το παρόν πρέπει κανείς να περιοριστεί σε υποθέσεις και εικασίες. Ο Θ. Ουσπένσκυ, ο οποίος διηύθυνε τις ανασκαφές, λέει ότι «οι ανακαλύψεις που έγιναν από το Ινστιτούτο στην πλευρά της πεδιάδας που είναι κοντά στη Shumla, έφεραν στο φως πολύ σημαντικά δεδομένα, που δίνουν αρκετές βάσεις για το σχηματισμό μιας καθαρής ιδέας για τη βουλγαρική ορδή που εγκαταστάθηκε στα Βαλκάνια, καθώς και για τις βαθμιαίες μεταμορφώσεις που προκλήθηκαν από την επιρροή των σχέσεών της με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία». «Όπως αποδεικνύεται από παλαιά μνημεία που βρέθηκαν στη διάρκεια των ανασκαφών της παλαιάς πρωτεύουσας και που δείχνουν τις βουλγαρικές συνήθειες και τρόπους ζωής», λέει ο ίδιος επιστήμονας, «οι Βούλγαροι γρήγορα υπέστησαν την επίδραση του πολιτισμού της Κωνσταντινούπολης, ενώ οι Χάνοι τους σιγά-σιγά εισήγαγαν στις Αυλές τους συνήθειες και τελετές της Αυλής του Βυζαντίου». Το μεγαλύτερο μέρος των μνημείων που ανακαλύφθηκαν στη διάρκεια των ανασκαφών, ανήκει σε μια εποχή μεταγενέστερη της εποχής του Ασπαρούχ, και κυρίως στον 8ο και 9ο αιώνα.

ΠΡΟΤΑΣΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ
Κατά τα μέσα του 7ου αιώνα, η κατάσταση της Κωνσταντινούπολης μεταβλήθηκε πολύ γρήγορα. Οι αραβικές κατακτήσεις των ανατολικών και ΝΑ επαρχιών του Βυζαντίου, οι συχνές αραβικές επιθέσεις στις επαρχίες της Μ. Ασίας, οι επιτυχημένες επιδρομές του αραβικού στόλου στη Μεσόγειο και το Αιγαίο Πέλαγος και η δημιουργία του βουλγαρικού βασιλείου στα βόρεια σύνορα, καθώς και η βαθμιαία κάθοδος των Σλάβων των Βαλκανίων προς την πρωτεύουσα, το Αιγαίο και την Ελλάδα, δημιούργησαν νέες και μοναδικές στο είδος τους συνθήκες για την Κωνσταντινούπολη, η οποία δεν μπορούσε να αισθάνεται καθόλου ασφαλής. Η πρωτεύουσα αντλούσε πάντοτε τη δύναμή της από τις ανατολικές επαρχίες, ενώ τώρα ένα μεγάλο μέρος τους είχε κατακτηθεί και το υπόλοιπο τμήμα ήταν εκτεθειμένο σε κάθε είδους κινδύνους και απειλές. Μόνο με βάση αυτή τη νέα κατάσταση των πραγμάτων μπορούμε να αναλύσουμε, όπως πρέπει, την επιθυμία του Κώνστα Β' να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να μεταθέσει την πρωτεύουσα πίσω στην Παλαιά Ρώμη ή σε κάποιο άλλο σημείο της Ιταλίας. Οι χρονογράφοι εξηγούν την αναχώρηση του αυτοκράτορα από την πρωτεύουσα σαν φυγή, στην οποία αναγκάστηκε να καταφύγει λόγω του μίσους που προκάλεσε στο λαό με τον φόνο του αδελφού του. Η εξήγηση αυτή όμως είναι δύσκολο να γίνει δεκτή από ιστορικής πλευράς.
Η πραγματικότητα είναι ότι ο αυτοκράτορας δεν θεωρούσε πλέον ασφαλή την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός από αυτό όμως, είναι πολύ πιθανόν να αντιλήφθηκε την αναπόφευκτη προσέγγιση του κινδύνου των Αράβων από τη Β. Αφρική στην Ιταλία και τη Σικελία, και να αποφάσισε να ενισχύσει τη δύναμη της αυτοκρατορίας στο δυτικό τμήμα της Μεσογείου, με την παρουσία του, που θα του έδινε τη δυνατότητα να πάρει όλα τα μέτρα για να εμποδίσει τους Άραβες να επεκτείνουν τις κτήσεις τους πέρα από τα σύνορα της Αιγύπτου. Είναι πιθανόν ότι ο αυτοκράτορας δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει για πάντα την Κωνσταντινούπολη και ότι επιθυμούσε μόνο να δημιουργήσει ένα δεύτερο κεντρικό σημείο της αυτοκρατορίας στη Δύση, όπως ακριβώς συνέβαινε τον 4ο αιώνα, ελπίζοντας ότι αυτό θα βοηθούσε να σταματήσει η επέκταση της κυριαρχίας των Αράβων. Όμως, οι σύγχρονοι ιστορικοί εξηγούν την επιθυμία του Κώνστα Β' να κατευθυνθεί προς τη Δύση, με βάση πολιτικά και όχι προσωπικούς λόγους.
Στο μεταξύ η κατάσταση στην Ιταλία δεν προμήνυε ειρήνη. Οι Έξαρχοι της Ραβέννας, έχοντας πάψει να αισθάνονται την ισχυρή θέληση του αυτοκράτορα λόγω της μεγάλης απόστασης που τους χώριζε από την Κωνσταντινούπολη και λόγω των εξαιρετικά δύσκολων συνθηκών που επικρατούσαν στην Ανατολή, έτειναν επίσημα προς την αποστασία. Οι Λογγοβάρδοι κατείχαν ένα μεγάλο μέρος της Ιταλίας, αν και η εξουσία του αυτοκράτορα αναγνωριζόταν ακόμα στη Ρώμη, τη Νεάπολη και τη Σικελία, καθώς και στο νότιο τμήμα της Ιταλίας, όπου ο πληθυσμός ήταν κυρίως ελληνικός.
Αφήνοντας την Κωνσταντινούπολη ο Κώνστας Β' ξεκίνησε, μέσω της Αθήνας, για την Ιταλία και ύστερα από μια παραμονή στη Ρώμη, τη Νεάπολη και τα νότια μέρη της Ιταλίας, εγκαταστάθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας. Πέρασε τα 5 τελευταία χρόνια της βασιλείας του στην Ιταλία, χωρίς να πετύχει να εκπληρώσει τα σχέδιά του. Ο αγώνας του με τους Λογγοβάρδους απέτυχε, η Σικελία απειλείτο ακόμα από τους Άραβες και μια συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα είχε σαν αποτέλεσμα το φόνο του μέσα σ’ ένα από τα λουτρά των Συρακουσών.
Μετά το θάνατό του, εγκαταλείφθηκε η ιδέα της μεταφοράς της πρωτεύουσας στη Δύση και ο γιος του Κώνστα, ο Κωνσταντίνος Δ', έμεινε στην Κωνσταντινούπολη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: