17/2/11

Η θρησκευτική πολιτική της δυναστείας του Ηρακλείου [21]

Ο ΜΟΝΟΘΕΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ «Η ΕΚΘΕΣΗ»
Οι εκστρατείες του Ηρακλείου εναντίον των Περσών έχοντας σαν αποτέλεσμα την επανάκτηση των Μονοφυσιτικών επαρχιών της αυτοκρατορίας (Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος) έθεσαν για μια ακόμα φορά έντονο το πρόβλημα της συμπεριφοράς του κράτους προς τους Μονοφυσίτες. Ακόμα και στη διάρκεια των εκστρατειών του ο Ηράκλειος άρχισε συνεννοήσεις με τους Μονοφυσίτες επισκόπους των ανατολικών επαρχιών, για να πετύχει ένα είδος εκκλησιαστικής ενότητας, κάνοντας ορισμένες παραχωρήσεις στα δογματικά ζητήματα. Φαινόταν ότι η ενότητα θα μπορούσε να επιτευχθεί αν η Ορθόδοξη Εκκλησία συμφωνούσε να αποδεχθεί δύο μεν φύσεις αλλά μια ενέργεια και ένα θέλημα του Ιησού. Από την τελευταία αυτή λέξη η διδασκαλία ονομάστηκε Μονοθελητισμός και είναι γνωστή στην ιστορία με το όνομα αυτό. Η Αντιόχεια και η Αλεξάνδρεια, που αντιπροσωπεύονταν από τους Μονοφυσίτες Πατριάρχες τους που διόρισε ο Ηράκλειος, ήθελαν να εργαστούν για την επίτευξη μιας συμφωνίας. Εναντίον όμως του Μονοθελητισμού εξεγέρθηκε ο μοναχός Σωφρόνιος από την Παλαιστίνη, ο οποίος ζούσε στην Αλεξάνδρεια και που χρησιμοποιώντας τα εντυπωσιακά του επιχειρήματα κατά της νέας διδασκαλίας, απειλούσε να υποσκάψει τη διαλεκτική τακτική του Ηράκλειου. Ο Πάπας Ονόριος, αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο των δογματικών ερίδων που στηρίζονταν σε δόγματα, τα οποία δεν συζητήθηκαν από Οικουμενικές Συνόδους, δήλωσε ότι η διδασκαλία περί μιας θέλησης ήταν σωστή. Ο Σωφρόνιος έγινε Πατριάρχης Ιεροσολύμων, παίρνοντας έτσι μια θέση που του επέτρεπε να εξασκεί πολύ μεγαλύτερη επιρροή, και έστειλε μια συνοδική επιστολή στον επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, με την οποία ανέπτυσσε με μεγαλύτερη θεολογική ικανότητα το μη ορθόδοξο της διδασκαλίας των Μονοθελητών. Προβλέποντας ο Ηράκλειος μεγάλες θεολογικές διαμάχες εξέδωσε την «Έκθεση», τη διατύπωση δηλαδή της διδασκαλίας περί μιας θέλησης του Χριστού. Το χριστολογικό μέρος του κειμένου αυτού το συνέθεσε ο Πατριάρχης Σέργιος. Ο αυτοκράτορας έλπιζε ότι η έκθεση θα συντελούσε πολύ στη συνδιαλλαγή των Μονοφυσιτών με τους Ορθοδόξους, αλλά οι ελπίδες του διαψεύσθηκαν. Ο νέος Πάπας δεν ενέκρινε την Έκθεση και θέλοντας να υποστηρίξει το δόγμα περί δύο θελήσεων, κήρυξε τον Μονοθελητισμό ως αίρεση. Η πράξη αυτή όμως δημιούργησε μια απροσδόκητη έχθρα μεταξύ του Πάπα και του αυτοκράτορα. Επιπλέον η Έκθεση δημοσιεύθηκε σε μια περίοδο κατά την οποία δεν μπορούσε να ασκήσει τη μεγάλη επιρροή στην οποία υπολόγιζε ο Ηράκλειος. Ο κύριος σκοπός του αυτοκράτορα ήταν να συμβιβάσει τις ανατολικές μονοφυσιτικές επαρχίες με την Ορθοδοξία. Αλλά το έτος 638, όταν δημοσιεύθηκε η Έκθεση, η Συρία, η Παλαιστίνη και το τμήμα της Μεσοποταμίας που ανήκε στο Βυζάντιο, δεν αποτελούσαν πια τμήμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, επειδή είχαν καταληφθεί από τους Άραβες. Υπήρχε ακόμα η Αίγυπτος αλλά και αυτής οι ημέρες ήταν μετρημένες. Η υπόθεση των Μονοφυσιτών είχε χάσει την πολιτική της σημασία και το διάταγμα του Ηρακλείου δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Παρόμοιες προσπάθειες συμβιβασμού που είχαν γίνει στο παρελθόν δεν οδήγησαν σε ικανοποιητικά αποτελέσματα και δεν πέτυχαν ποτέ να λύσουν τα βασικά προβλήματα κυρίως λόγω της έντονης ισχυρογνωμοσύνης της πλειονότητας και των δύο πλευρών.

Ο «ΤΥΠΟΣ» ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑ Β'
Μετά το θάνατο του Ηράκλειου, στη διάρκεια της βασιλείας του Κώνστα Β', η θρησκευτική πολιτική εξελίχθηκε ως εξής: Ο αυτοκράτορας παρέμενε ακόμα οπαδός του Μονοθελητισμού, αν και η κίνηση αυτή είχε χάσει την πολιτική της σημασία. Μετά την απώλεια της Αιγύπτου, που καταλήφθηκε από τους Άραβες, ο αυτοκράτορας έκανε αρκετές προσπάθειες για να συμβιβασθεί με τον Πάπα, και προσφέρθηκε να κάνει αρκετές μεταβολές των δογμάτων του Μονοθελητισμού. Έχοντας σκοπό τη συμφιλίωση, ο Κώνστας Β' εξέδωσε το 648 τον «Τύπο», ο ποίος απαγόρευε κάθε συζήτηση σχετική με τις δύο ενέργειες ή θελήσεις του Χριστού. Εκτός από την απαγόρευση αυτή, ο Τύπος διέταζε την εξαφάνιση των εγγράφων συζητήσεων επί του θέματος, δηλαδή την έκθεση του Ηρακλείου, που είχε τοποθετηθεί στο νάρθηκα της Αγίας Σοφίας. Το μέτρο όμως αυτό του Κώνστα δεν πέτυχε την ποθητή θρησκευτική ειρήνη. Μπροστά στους αντιπροσώπους του ελληνικού κλήρου, στη Σύνοδο του Λατερανού, ο Πάπας Μαρτίνος καταδίκασε «την πολύ ασεβή Έκθεση (impiissima Ecthesis)» και «τον φαύλο Τύπο (scelerosus Typus)» και κήρυξε όλους εκείνους, που τα ονόματά τους συνδέονταν με τη σύνταξη των δύο διαταγμάτων, ένοχους αίρεσης. Ο εκλεκτός θεολόγος του 7ου αιώνα Μάξιμος ο Ομολογητής, αντιμετώπισε αποφασιστικά τόσο τον Τύπο όσο και τον Μονοθελητισμό γενικά. Επίσης μεγάλη δυσαρέσκεια εκδηλωνόταν εναντίον της θρησκευτικής πολιτικής του αυτοκράτορα στην Ανατολική Εκκλησία.
Εξοργισμένος από τη στάση του Πάπα στη σύνοδο του Λατερανού, ο Κώνστας Β' διέταξε τον Έξαρχο της Ραβέννας να συλλάβει τον Μαρτίνο και να τον στείλει στην Κωνσταντινούπολη. Ο Έξαρχος, εκπληρώνοντας τις διαταγές του αυτοκράτορα, μετέφερε τον Πάπα στην Κωνσταντινούπολη, όπου κατηγορήθηκε για προσπάθεια εξέγερσης των δυτικών επαρχιών εναντίον του αυτοκράτορα, διαπομπεύθηκε και φυλακίστηκε. Λίγο αργότερα στάλθηκε στη μακρινή Χερσώνα, το συνηθισμένο τόπο εξορίας της βυζαντινής περιόδου, όπου πέθανε λίγο μετά την άφιξή του εκεί. Στα γράμματα που έστελνε από τη Χερσώνα ο Πάπας παραπονείται για τις κακές συνθήκες ζωής και ζητάει από τους φίλους του να του στείλουν τροφή και κυρίως ψωμί, για το οποίο μιλούν εκεί δίχως να το έχουν δει ποτέ. Δυστυχώς τα γράμματα του Μαρτίνου δίνουν πολύ μικρού ενδιαφέροντος πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε στη Χερσώνα, από πλευράς οικονομικής και πολιτισμού, τον 7ο αιώνα.
Ο αυτοκράτορας κι ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης συνέχισαν τις συνεννοήσεις τους με τους διαδόχους του Μαρτίνου και τελικά συμβιβάστηκαν με τον δεύτερο διάδοχό του, τον Βιταλιανό και το σχίσμα των Εκκλησιών έπαψε να υπάρχει. Αυτή η θρησκευτική συμφιλίωση με τη Ρώμη πολιτικά ήταν πολύ σημαντική για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, επειδή ενίσχυσε τη θέση του αυτοκράτορα στην Ιταλία.
Ο αντίπαλος του Μονοθελητισμού, Μάξιμος ο Ομολογητής, συνελήφθηκε από τον Έξαρχο της Ιταλίας και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου, αφού τον καταδίκασαν, τον ακρωτηρίασαν σκληρά. Ο Μάξιμος πέθανε σαν μάρτυρας στην εξορία.

Η 6η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Αν και ο Μονοθελητισμός έχασε την πολιτική του σημασία, συνέχισε να προκαλεί διαφωνίες μεταξύ του λαού ακόμα και μετά την απαγόρευση του Τύπου. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο ο διάδοχος του Κώνστα Β', ο Κωνσταντίνος Δ', θέλοντας να εγκαθιδρύσει μια οριστική θρησκευτική ειρήνη στην αυτοκρατορία του, συγκάλεσε το 680 στην Κωνσταντινούπολη την 6η Οικουμενική Σύνοδο, που καταδίκασε τον Μονοθελητισμό και αναγνώρισε τις δύο φύσεις, τα δύο θελήματα και τις δύο ενέργειες του Χριστού.
Η ειρήνη με τη Ρώμη αποκαταστάθηκε τελείως, και η ανακοίνωση που στάλθηκε στον Πάπα από την 6η Σύνοδο τον προσφωνεί «Κεφαλή της πρώτης Επισκοπής της παγκόσμιας Εκκλησίας» και δηλώνει ότι το μήνυμα του Πάπα προς τον αυτοκράτορα ερμήνευε τις πραγματικές αρχές της θρησκείας.
Έτσι την εποχή του Κωνσταντίνου Δ', το βυζαντινό κράτος εκδηλώθηκε οριστικά κατά του Μονοφυσιτισμού και του Μονοθελητισμού. Τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας (αποσπασμένα από την αυτοκρατορία, μετά τις κατακτήσεις των Αράβων) έλαβαν μέρος στην 6η Οικουμενική Σύνοδο, στέλνοντας κι αυτά τους αντιπροσώπους τους. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μακάριος, που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ασκώντας τα καθήκοντά του μόνο στην Κιλικία και την Ισαυρία, υποστήριξε τον Μονοθελητισμό στη διάρκεια της Συνόδου και γι’ αυτό εκθρονίστηκε και αφορίστηκε. Οι αποφάσεις της Συνόδου απέδειξαν στη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο ότι η Κωνσταντινούπολη εγκατέλειψε την επιθυμία να βρει ένα τρόπο συμβιβασμού με τις επαρχίες που δεν αποτελούσαν πλέον μέρος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η θρησκευτική ειρήνη που έγινε με τη Ρώμη πέτυχε χάρη στην αποφασιστική απομάκρυνση από το Μονοφυσιτικό και το Μονοθελητικό πληθυσμό των ανατολικών επαρχιών, πράγμα που συντέλεσε πολύ στην περαιτέρω ενίσχυση της δύναμης των Αράβων στις επαρχίες αυτές. Η Συρία, η Παλαιστίνη κι η Αίγυπτος απομονώθηκαν οριστικά από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Δεν μπορούμε να πούμε ότι η συμφωνία που έγινε με τη Ρώμη, με βάση την 6η Οικουμενική Σύνοδο, κράτησε πολύ. Ακόμα και την εποχή του διαδόχου του Κωνσταντίνου Δ', Ιουστινιανού Β', οι σχέσεις μεταξύ Βυζαντινής αυτοκρατορίας και Ρώμης εντάθηκαν και πάλι. Θέλοντας να συμπληρώσει το έργο της 5ης και 6ης Οικουμενικής Συνόδου, ο Ιουστινιανός Β' συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη, το 691, μια Σύνοδο, που έγινε στη θολωτή αίθουσα του Παλατιού, τον Τρούλο, και ονομάστηκε συνεπώς «η εν Τρούλω Σύνοδος». Η Σύνοδος αυτή που ονομάστηκε Οικουμενική, είναι επίσης γνωστή ως «Πανθέκτη» (Ouinisextum), επειδή αποτελεί συμπλήρωμα των δύο προηγούμενων Συνόδων, δηλαδή της 5ης και της 6ης. Ο Πάπας Σέργιος αρνήθηκε να υπογράψει τα πρακτικά της Συνόδου με την αιτιολογία ορισμένους όρους, όπως ήταν ο όρος ο σχετικός με τη νηστεία του Σαββάτου και η άδεια που δινόταν στους ιερείς να παντρεύονται. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Κώνστα Β' που εξόρισε τον Μαρτίνο στην Κριμαία, ο Ιουστινιανός διέταξε τη σύλληψη του Σέργιου και τη μεταφορά του στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά ο στρατός της Ιταλίας τον υπερασπίστηκε και τον προστάτευσε από τον απεσταλμένο του αυτοκράτορα, ο οποίος θα έχανε τη ζωή του αν δεν επενέβαινε ο Πάπας.
Στη διάρκεια της δεύτερης βασιλείας του Ιουστινιανού Β' (705-711), ο Πάπας Κωνσταντίνος (ο τελευταίος Πάπας που κλήθηκε στην πρωτεύουσα του Βυζαντίου) ήρθε, ύστερα από πρόσκληση του αυτοκράτορα, στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ιουστινιανός δέχτηκε τον Πάπα με μεγάλες τιμές και (όπως αναφέρει ο βιογράφος του Πάπα) ξαπλώθηκε μπροστά στον Κωνσταντίνο, του οποίου φίλησε το πόδι, κρατώντας στο χέρι το αυτοκρατορικό στέμμα.
Ο Ιουστινιανός κι ο Πάπας πέτυχαν έναν ικανοποιητικό συμβιβασμό, για τον οποίον όμως δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες. Ο Πάπας Κωνσταντίνος, όπως αναφέρει ο Γερμανός εκκλησιαστικός ιστορικός Hefele, είχε την εποχή εκείνη αναμφίβολα πετύχει τη μέση οδό, την οποία αργότερα ακολούθησε ο Πάπας Ιωάννης Η' (872-882), δηλώνοντας ότι «δεχόταν όλους τους κανόνες που δεν ήταν αντίθετοι στην αληθινή πίστη, την ηθική και τα διδάγματα της Ρώμης».
Ο Πάπας Κωνσταντίνος επέστρεψε με ασφάλεια στη Ρώμη, όπου έγινε δεκτός από το λαό με μεγάλη χαρά. Η θρησκευτική ειρήνη φαινόταν να έχει επικρατήσει τελικά μέσα στα τόσο περιορισμένα σύνορα της αυτοκρατορίας.

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ «ΘΕΜΑΤΩΝ»
Στη βυζαντινή ιστορία η οργάνωση των θεμάτων συνδέεται συνήθως με την εποχή της δυναστείας του Ηράκλειου. Με τη φράση «οργάνωση των θεμάτων» εννοούμε την ιδιόρρυθμη οργάνωση των επαρχιών, την οποία υπαγόρευαν οι συνθήκες της εποχής εκείνης και της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό ήταν η ανάπτυξη της στρατιωτικής δύναμης των διοικητών των επαρχιών και της τελικής επικράτησής τους σε βάρος των πολιτικών αρχών. Η μεταβολή αυτή δεν έγινε απότομα και ξαφνικά αλλά σιγά - σιγά. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η ελληνική λέξη «θέμα» σήμαινε ένα στρατιωτικό σώμα, εγκατεστημένο σε μια επαρχία και μόνον αργότερα, πιθανόν τον 8ο αιώνα, ονομάστηκε με το όνομα αυτό και η επαρχία όπου βρισκόταν το στρατιωτικό απόσπασμα. Έτσι άρχισε η λέξη «θέμα» να έχει σχέση με τη διοικητική διαίρεση της αυτοκρατορίας.
Κύρια πληροφοριακή πηγή για το ζήτημα των θεμάτων είναι το «Περί θεμάτων» έργο του αυτοκράτορα του 10ου αιώνα Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου. Το έργο αυτό, εκτός από το ότι είναι πολύ μεταγενέστερο από τον Ηράκλειο, έχει το μειονέκτημα ότι στηρίζεται σε μερικά σημεία, σε γεωγραφικά έργα του 5ου και του 6ου αιώνα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν πολύ επιπόλαια ή αντιγράφηκαν κατά λέξη. Αν και το έργο αυτό δεν δίνει πολλές πληροφορίες για την οργάνωση των θεμάτων κατά τον 7ο αιώνα, όμως συνδυάζει την αρχή του συστήματος με το όνομα του Ηράκλειου. Ο αυτοκράτορας γράφει: «Από την εποχή της βασιλείας του Ηράκλειου η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία περιορίστηκε σε έκταση και ακρωτηριάστηκε τόσο από την ανατολή όσο και από τη δύση». Πολύ ενδιαφέρον, αν και όχι τελείως ερμηνευμένο, υλικό σχετικό με τα θέματα βρίσκεται στα έργα των Αράβων γεωγράφων Ibn-Khurdadhbah (Khordadhbeh) (αρχές του 9ου αιώνα) και Kudama (αρχές του 10ου αιώνα). Για τη μελέτη της πρώτης περιόδου του συστήματος των θεμάτων οι ιστορικοί κάνουν χρήση σχετικών παρατηρήσεων των χρονογράφων και κυρίως του λατινικού μηνύματος του Ιουστινιανού Β', που αυτός έστειλε στον Πάπα (687) σχετικά με την επιβεβαίωση της 6ης Οικουμενικής Συνόδου. Η επιστολή αυτή περιέχει ένα πίνακα των στρατιωτικών περιοχών της εποχής αυτής, που δεν αναφέρονται ακόμα ως θέματα αλλά με το λατινικό όνομα exercitus (στρατός). Στις ιστορικές πηγές της περιόδου αυτής η λατινική λέξη «exercitus» και η ελληνική «στρατός» ή μερικές φορές «στράτευμα», συχνά χρησιμοποιούνταν με την έννοια μιας περιοχής ή επαρχίας με στρατιωτική οργάνωση.
Πραγματικοί πρόδρομοι της οργάνωσης των θεμάτων υπήρξαν τα εξαρχάτα της Ραβέννας και της Καρχηδόνας, τα οποία ιδρύθηκαν στα τέλη του 6ου αιώνα.
Οι επιθέσεις των Λογγοβάρδων προκάλεσαν τη ριζική μεταβολή της οργάνωσης της Ιταλίας, καθώς οι επιθέσεις των Βέρβερων οδήγησαν στις μεταβολές που έγιναν στη Β. Αφρική. Η κεντρική διοίκηση, θέλοντας να δημιουργήσει μια πιο αποτελεσματική άμυνα εναντίον των εχθρών της, επιχείρησε να οργανώσει μεγάλες περιφερειακές ενότητες με ισχυρές στρατιωτικές αρχές στις συνοριακές επαρχίες. Οι περσικές και αργότερα οι αραβικές κατακτήσεις του 7ου αιώνα, που στέρησαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία από τις ανατολικές της επαρχίες, άλλαξαν τελείως τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Μ. Ασία. Από μια χώρα, που ποτέ δεν είχε ουσιαστικά ανάγκη από σοβαρή προστασία, μεταβλήθηκε σε μια περιοχή που απειλείτο σταθερά κι ισχυρά από τους Μουσουλμάνους γείτονές της. Η κυβέρνηση του Βυζαντίου αναγκάστηκε να πάρει αποτελεσματικά μέτρα στα ανατολικά της σύνορα: Οι στρατιωτικές της δυνάμεις ανασυγκροτήθηκαν και έγιναν νέες διοικητικές μεταβολές που έδιναν την εξουσία κυρίως στις στρατιωτικές αρχές, των οποίων οι υπηρεσίες την εποχή εκείνη ήταν εξαιρετικά σημαντικές. Εξίσου μεγάλη υπήρξε η απειλή από τον αραβικό στόλο, που κυριαρχούσε σχεδόν στη Μεσόγειο, από τον 7ο αιώνα, απειλώντας τις ακτές της Μ. Ασίας, τα νησιά του αρχιπελάγους και ακόμα τις ακτές της Ιταλίας και της Σικελίας. Στα ΒΔ της αυτοκρατορίας οι Σλάβοι κατείχαν ένα μεγάλο μέρος της Βαλκανικής Χερσονήσου και εισχώρησαν μέσα στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης και της Πελοποννήσου, ενώ στα βόρεια σύνορα παρουσιάστηκε το βασίλειο των Βουλγάρων (τα 50 τελευταία χρόνια του 7ου αιώνα). Αυτές οι μεταβαλλόμενες καταστάσεις ανάγκασαν το Βυζάντιο να καταφύγει στην οργάνωση (στις πιο επισφαλείς επαρχίες) εκτεταμένων περιοχών, που διοικούνταν σχεδόν όπως τα εξαρχάτα, με βάση μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη. Το Βυζάντιο, με τον τρόπο αυτόν, απέκτησε ένα καθεστώς στρατοκρατίας.
Το γεγονός ότι τα θέματα δεν είναι καρπός μιας νομοθετικής πράξης σημαίνει ότι κάθε θέμα είχε την ιστορία του. Το πρόβλημα της προέλευσης των θεμάτων μπορεί να λυθεί μόνο με ειδική έρευνα για κάθε θέμα χωριστά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό είναι πολύ ενδιαφέροντα τα έργα του Kulakovsky. Τα στρατιωτικά μέτρα του Ηράκλειου, μετά τη νίκη του κατά των Περσών είναι, κατά τον συγγραφέα αυτόν, το σημείο εκκίνησης για τη νέα διοικητική οργάνωση. Ο Bréhier υποστηρίζει τον Kulakovsky στο σημείο αυτό. Η Αρμενία αποτελεί παράδειγμα της στρατικοποίησης της αυτοκρατορίας ενόψει του κινδύνου των Περσών, επειδή όταν ο Ηράκλειος αναδιοργάνωσε την Αρμενία δε διόρισε πολιτικό διοικητή. Η διοίκηση ήταν καθαρά στρατιωτική. Το σύστημα των θεμάτων είναι απλά μια εφαρμογή σε άλλες επαρχίες αυτού που έγινε στην Αρμενία.
Ο Ουσπένσκι έστρεψε την προσοχή του στους Σλάβους. Όταν κατέκλυσαν τη Βαλκανική χερσόνησο, την εποχή του σχηματισμού των θεμάτων, λέει ότι οι Σλάβοι «βοήθησαν στο σχηματισμό των θεμάτων στη Μ. Ασία προμηθεύοντας έναν αριθμό εθελοντών για την αποίκηση της Βιθυνίας». Η άποψη αυτή όμως πρέπει να ληφθεί υπόψη με προσοχή γιατί δεν υπάρχουν ενδείξεις ομαδικής μετανάστευσης Σλάβων στη Μ. Ασία, πριν τη μεταφορά 80.000 Σλάβων στο Οψίκιο την εποχή του Ιουστινιανού, κατά τα τέλη του 7ου αιώνα.
Είναι οριστικά γνωστό ότι για την αντιμετώπιση του κινδύνου ιδρύθηκαν στην Ανατολή, τον 7ο αιώνα, οι εξής στρατιωτικές περιοχές που αργότερα ονομάστηκαν θέματα: 1) των Αρμενιακών, στη ΒΑ Μ. Ασία, στα σύνορα της Αρμενίας, 2) των Ανατολικών, 3) το Οψίκιο, στη Μ. Ασία κοντά στη θάλασσα του Μαρμαρά και 4) το ναυτικό θέμα των Καραβισιάνων στις νότιες ακτές της Μ. Ασίας και στα γειτονικά νησιά. Τα δύο πρώτα θέματα, που βρίσκονταν σε όλο το κεντρικό κομμάτι της Μ. Ασίας, από τα σύνορα της Κιλικίας στην Ανατολή, μέχρι τις ακτές του Αιγαίου Πελάγους στη Δύση, προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν για την εναντίον των Αράβων προστασία. Το τρίτο είχε σκοπό να προστατεύσει την πρωτεύουσα από τους εξωτερικούς εχθρούς. Το τέταρτο (το ναυτικό θέμα) προοριζόταν για την άμυνα εναντίον του στόλου των Αράβων.
Μια εξαιρετική αναλογία υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτήν την οργάνωση των θεμάτων και στη στρατικοποίηση της Περσικής αυτοκρατορίας την εποχή των Σασσανιδών, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Kawadh και του Χοσρόη (Nushirvan), τον 6ο αιώνα. Στην Περσία επίσης η όλη περιοχή της αυτοκρατορίας είχε διαιρεθεί σε 4 στρατιωτικές διοικήσεις. Η αναλογία είναι τόσο πλήρης ώστε ο Stein την εξηγεί με βάση τη σκέψη ότι ο αυτοκράτορας σκόπευε να υιοθετήσει τη μεταρρύθμιση αυτή των Περσών. Οι διάφορες πηγές πληροφοριών, λέει, μας προτρέπουν να πιστέψουμε ότι ο Ηράκλειος μελέτησε τις μεταρρυθμίσεις των δύο βασιλέων της Περσίας και ότι ακόμα ίσως να είχε υπόψη του σχετικό υλικό από τα αρχεία των Περσών: «Η επιθυμία να διδαχθεί κανείς από τον εχθρό του υπήρξε πάντοτε η επιθυμία κάθε γνήσιου πολιτικού».
Στη Βαλκανική χερσόνησο δημιουργήθηκε η περιοχή της Θράκης εναντίον των Σλάβων και των Βουλγάρων και αργότερα, ίσως στα τέλη του 7ου αιώνα, οργανώθηκε η στρατιωτική περιοχή της Ελλάδας με σκοπό να προστατεύσει την Ελλάδα από τις σλαβικές εισβολές. Την ίδια σχεδόν εποχή οργανώθηκε η περιοχή της Σικελίας εναντίον των ναυτικών επιδρομών των Αράβων, οι οποίοι είχαν αρχίσει να απειλούν τη δυτική πλευρά της Μεσογείου. Με μερικές μικρές εξαιρέσεις οι περιοχές αυτές (τα θέματα) διοικούνταν από τους στρατηγούς. Ο διοικητής των Καραβισιάνων έφερε τον τίτλο drungarius (υποναύαρχος) και ο διοικητής του Οψικίου ονομαζόταν comes.
Η οργάνωση λοιπόν των θεμάτων μπορεί να αναχθεί στον Ηράκλειο, που θέλησε κάτω από την πίεση του κινδύνου των Περσών να οργανώσει στρατιωτικά την αυτοκρατορία. Πέτυχε όμως, από όσα γνωρίζουμε, μόνο στην αναδιοργάνωση της Αρμενίας. Η λαμπρή νίκη κατά των Περσών, που είχε ως αποτέλεσμα την επανάκτηση της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, δημιούργησε μια επιτακτική ανάγκη για την αναδιοργάνωση αυτών των επαρχιών. Ο Ηράκλειος όμως δεν πρόλαβε να ανταποκριθεί στην ανάγκη αυτή γιατί γρήγορα οι επαρχίες αυτές κατακτήθηκαν από τους Άραβες. Ο φόβος των Περσών απομακρύνθηκε αλλά παρουσιάστηκε νέος κίνδυνος, πιο απειλητικός: ο αραβικός κίνδυνος. Οι διάδοχοι του Ηράκλειου ακολουθώντας το παράδειγμά του, δημιούργησαν στρατιωτικές περιοχές (που αργότερα ονομάστηκαν θέματα) με σκοπό την άμυνα εναντίον των Αράβων. Συγχρόνως οι αυτοκράτορες αναγκάστηκαν κάτω από την πίεση της αναπτυσσόμενης σλαβικής και βουλγαρικής απειλής, στα βόρεια της αυτοκρατορίας, να επεκτείνουν τις μεθόδους αυτές άμυνας και προστασίας στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Ελλάδα.
Στις στρατιωτικές περιοχές και στα εξαρχάτα οι πολιτικές αρχές δεν παραχώρησαν αμέσως τα δικαιώματά τους στους στρατιωτικούς διοικητές. Η πολιτική διοίκηση (οι επαρχίες) συνέχισαν να υπάρχουν μέσα στα πλαίσια της νέας τάξης πραγμάτων, στις περισσότερες περιοχές. Οι στρατιωτικές αρχές όμως είχαν πλήρη εξουσία για την αντιμετώπιση των εξωτερικών κινδύνων και η δύναμή τους γινόταν όλο και πιο αισθητή στην πολιτική διοίκηση. «Ο σπόρος του Ηράκλειου», όπως παρατηρεί ο Stein «καρποφόρησε θαυμάσια».
Στη συλλογή των Νεαρών η περίοδος του Ηράκλειου αντιπροσωπεύεται από 4, που ασχολούνται με διάφορα ζητήματα σχετικά με τον κλήρο (612-629). Υπάρχουν επίσης πληροφορίες για άλλους Νόμους του Ηράκλειου, οι οποίοι δεν διασώθηκαν ολόκληροι. Πάντως μπορεί να αποδειχθεί ότι μερικοί από αυτούς τους Νόμους έγιναν δεκτοί και εισήχθηκαν στη νομοθεσία της Δύσης, από τους Γερμανούς και στη νομοθεσία της Ανατολής, από τους Άραβες. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί το λιγότερο για μερικούς Νόμους που ασχολούνται με την πλαστογραφία των νομισμάτων, των επίσημων σφραγίδων και των δημοσίων εγγράφων.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΝΑΡΧΙΑΣ (711-717)
Οι τρεις τυχαίοι αυτοκράτορες, ο Βαρδάνης ή Φιλιππικός, ο Αναστάσιος Β' και ο Θεοδόσιος Γ', που κατέλαβαν το θρόνο μετά τον Ιουστινιανό Β', εκθρονίστηκαν γρήγορα. Ανταρσία και αναρχία επικρατούσε σε όλο το Βυζάντιο. Υποστηρίζοντας το Μονοθελητισμό ο Βαρδάνης διέκοψε τις σχέσεις του με τη Ρώμη, ενώ ο Αναστάσιος πέτυχε να επαναλάβει την επαφή και την παλιά συμφωνία με τον Πάπα. Στα εξωτερικά κυρίως ζητήματα η αυτοκρατορία απέτυχε. Οι Βούλγαροι, αποφασισμένοι να εκδικηθούν το φόνο του Ιουστινιανού ο οποίος τους είχε φερθεί φιλικά, προχώρησαν προς το νότο μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Οι Άραβες, προχωρώντας σταθερά στην ξηρά μέσω της Μ. Ασίας και στη θάλασσα στο Αιγαίο Πέλαγος και την Προποντίδα απειλούσαν επίσης την πρωτεύουσα. Η αυτοκρατορία περνούσε μια πολύ κρίσιμη περίοδο, όμοια με εκείνη που αντιμετώπισε πριν από την επανάσταση του 610, και για μια ακόμα φορά είχε ανάγκη από έναν ικανό και δραστήριο άνθρωπο που θα μπορούσε να την σώσει από ανεπανόρθωτη καταστροφή. Ένας τέτοιος άνθρωπος παρουσιάστηκε στο πρόσωπο του στρατηγού του θέματος των Ανατολικών, Λέοντα. Ο αδύνατος Θεοδόσιος Γ' αντιλαμβανόμενος την ανικανότητά του να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο που πλησίαζε, παραιτήθηκε και το 717 ο Λέων, χωρίς να πειράξει τον Θεοδόσιο, μπήκε στην Κωνσταντινούπολη με θριαμβευτική πομπή και στέφθηκε αυτοκράτορας από τον Πατριάρχη στο Ναό της Αγίας Σοφίας. Έτσι ο Λέων, από στρατιωτικός διοικητής που διέθετε μεγάλη δύναμη στην οργάνωση των θεμάτων, έγινε αυτοκράτορας.

ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ, ΜΑΘΗΣΗ, ΤΕΧΝΗ (7ος ΑΙΩΝΑΣ)
Όσον αφορά τα γράμματα και την τέχνη, η περίοδος αυτή (610-717) είναι η πιο σκοτεινή εποχή όλης της ιστορίας του Βυζαντίου. Μετά την πλούσια δημιουργία του προηγούμενου αιώνα, η πνευματική δραστηριότητα φαίνεται να έχει εξαφανιστεί τελείως. Η κύρια αιτία της στειρότητας αυτής της περιόδου πρέπει να αναζητηθεί στις πολιτικές συνθήκες της αυτοκρατορίας, που ήταν αναγκασμένη να κατευθύνει όλη της τη δράση προς την άμυνα εναντίον των εξωτερικών εχθρών. Οι περσικές και αργότερα οι αραβικές κατακτήσεις των πνευματικά προοδευμένων και δημιουργικών ανατολικών επαρχιών της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου και της Β. Αφρικής, η απειλή των Αράβων στη Μ. Ασία, τα νησιά της Μεσογείου και την πρωτεύουσα ακόμα, καθώς και η αραβο-σλαβική απειλή στα Βαλκάνια, όλα αυτά δημιούργησαν συνθήκες που δεν επέτρεπαν καμιά πνευματική ή καλλιτεχνική δράση. Ακατάλληλες συνθήκες δεν επικρατούσαν μόνο στις επαρχίες που είχαν αποσπαστεί από το Βυζάντιο, αλλά και σε αυτές ακόμα που αποτελούσαν τμήμα του.
Στη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, η Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν παρουσίασε ούτε έναν ιστορικό. Μόνον ο διάκονος της Αγίας Σοφίας Γεώργιος Πισίδης, που έζησε την εποχή του Ηράκλειου, περιγράφει αρμονικά και σωστά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ηράκλειου εναντίον των Περσών και των Αράβων. Άφησε τρία ιστορικά έργα: 1) Περί της εκστρατείας του αυτοκράτορα Ηρακλείου εναντίον των Περσών, 2) Περί της επιθέσεως των Αβάρων εναντίον της Κωνσταντινούπολης, το έτος 626 και περί της ήττας των, χάρη στην επέμβαση της Θεοτόκου και 3) Την «Ηρακλειάδα», η οποία είναι ένας πανηγυρικός του αυτοκράτορα που γράφτηκε με την ευκαιρία της νίκης του εναντίον των Περσών. Ανάμεσα στα άλλα έργα να σημειώσουμε το «εξαήμερον» (Hexaemeron), ένα είδος θεολογικού φιλοσοφικού διδακτικού ποιήματος, το οποίο αναφερόμενο στη δημιουργία του κόσμου κάνει υπαινιγμούς και για τα σύγχρονα γεγονότα. Το έργο αυτό, που περιέχει ένα αγαπητό θέμα στους Χριστιανούς συγγραφείς, διαδόθηκε πέρα από τα σύνορα του Βυζαντίου. Η ποιητική μεγαλοφυΐα του Γεωργίου Πισίδη εκτιμήθηκε αργότερα πολύ και τον 11ο αιώνα ο περίφημος λόγιος του Βυζαντίου, Μιχαήλ Ψελλός, βρέθηκε αντιμέτωπος με το πρόβλημα: «Ποιος υπήρξε καλύτερος ποιητής, ο Ευριπίδης ή ο Γεώργιος Πισίδης;». Ο σύγχρονος επιστημονικός κόσμος θεωρεί τον Γεώργιο ως τον καλύτερο «κοσμικό» ποιητή της βυζαντινής περιόδου.
Από τους χρονικογράφους πρέπει να σημειώσουμε τον Ιωάννη Αντιόχειας και τον ανώνυμο συγγραφέα του «Πασχαλίου Χρονικού». Ο Ιωάννης Αντιόχειας, που έζησε πιθανόν την εποχή του Ηράκλειου, έγραψε ένα παγκόσμιο χρονικό, το οποίο συμπεριλάμβανε την περίοδο από τον Αδάμ μέχρι το θάνατο του Φωκά (610). Επειδή το έργο αυτό έχει διασωθεί μόνο σε αποσπάσματα, δημιουργήθηκαν πολλές διαφωνίες στον επιστημονικό κόσμο σχετικά με την ταυτότητα του συγγραφέα. Μερικές φορές μάλιστα αποδίδεται στον Ιωάννη Μαλάλα, ο οποίος ήταν επίσης από την Αντιόχεια. Με βάση όμως τα αποσπάσματα που έχουν διασωθεί, το έργο του Ιωάννη Αντιόχειας αναγνωρίζεται ως πολύ ανώτερο από αυτό του Μαλάλα, επειδή δείχνει μια πολύ πιο κατάλληλη χρήση των πηγών. Την ίδια επίσης εποχή του Ηράκλειου, κάποιος άγνωστος κληρικός συνέθεσε το Πασχάλιο Χρονικό, το οποίο αν και δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας πίνακας γεγονότων από τον Αδάμ μέχρι το 629 μ.Χ., περιέχει αρκετές, μάλλον ενδιαφέρουσες, ιστορικές παρατηρήσεις. Η αξία του έργου αυτού (που είναι πρωτότυπο) έγκειται κυρίως στην κατάλληλη χρήση των πηγών και στο μέρος εκείνο που ασχολείται με τα σύγχρονα γεγονότα του συγγραφέα.
Στον θεολογικό τομέα οι Μονοθελητικές διαμάχες του 7ου αιώνα, όπως και οι Μονοφυσιτικές διαμάχες των παλαιότερων χρόνων, οδήγησαν στη δημιουργία εκτεταμένης φιλολογίας, η οποία όμως δεν διασώθηκε, επειδή καταδικάστηκε από τις Συνόδους του 7ου αιώνα, με αποτέλεσμα να χαθούν γρήγορα, όπως ακριβώς χάθηκαν και τα έργα των Μονοφυσιτών. Η φιλολογία αυτή πρέπει να κριθεί συνεπώς σχεδόν αποκλειστικά με βάση τα πρακτικά της 6ης Οικουμενικής Συνόδου και τα έργα του Μάξιμου του Ομολογητή, ο οποίος αναφέρει αποσπάσματα αυτών των εξαφανισμένων έργων, προσπαθώντας να τα αναιρέσει.
Ο Μάξιμος ο Ομολογητής υπήρξε ένας από τους πιο αξιόλογους Βυζαντινούς θεολόγους. Σύγχρονος του Ηράκλειου και του Κώνστα Β', υπήρξε υπερασπιστής της Ορθοδοξίας στη διάρκεια των Μονοθελητικών συζητήσεων του 7ου αιώνα. Για τις πεποιθήσεις του φυλακίστηκε και, αφού βασανίστηκε, εξορίστηκε στη Λαζική, τη μακρινή αυτή επαρχία του Καυκάσου, όπου έμεινε μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Στα έργα του, τα οποία αναφέρονται στην πολεμική, στην εξήγηση των Γραφών, στον ασκητισμό, στο μυστικισμό και στη λειτουργική, βλέπει κανείς την επίδραση κυρίως των 3 φημισμένων πατέρων της Εκκλησίας (Μ. Αθανασίου, Γρηγορίου Ναζιανζηνού και Γρηγορίου Νύσσης) καθώς και τις μυστικές απόψεις του ονομαζόμενου «Διονυσίου Αρεοπαγίτη» (ψευδο-αρεοπαγίτη), που είχαν πολύ διαδοθεί κατά τον Μεσαίωνα. Τα έργα του Μάξιμου υπήρξαν πολύ σημαντικά για την ανάπτυξη του μυστικισμού στο Βυζάντιο. «Συνδυάζοντας το στεγνό ατομιστικό μυστικισμό του Διονυσίου Αρεοπαγίτη», γράφει ένας μελετητής του Μαξίμου, «με τα ζωντανά ηθικά προβλήματα του θεωρητικού ασκητισμού, ο Μάξιμος δημιούργησε έναν ζωντανό τύπο βυζαντινού μυστικισμού, τον οποίο βλέπουμε και πάλι στα έργα πολλών μεταγενέστερων ασκητών. Συνεπώς ο Μάξιμος μπορεί να θεωρηθεί ως ο δημιουργός του βυζαντινού μυστικισμού, με ην πλήρη έννοια του όρου». Δυστυχώς ο Μάξιμος δεν άφησε συστηματική περιγραφή των απόψεών του, τις οποίες πρέπει να συλλέξουμε μέσα από τα πολυάριθμα έργα του. Εκτός από τα θεολογικά και μυστικά του έργα, ο Μάξιμος άφησε και έναν μεγάλο αριθμό επιστολών που έχουν αρκετό ενδιαφέρον.
Η επίδραση και η σημασία των έργων του Μάξιμου δεν περιορίστηκαν μόνο στην Ανατολή. Μεταφέρθηκαν και στη Δύση, όπου αργότερα επηρέασαν τα έργα του λογίου του 9ου αιώνα Johannes Scotus Eriugena, ο οποίος ενδιαφερόταν πολύ για τα έργα του Διονυσίου Αρεοπαγίτη και που αργότερα δήλωσε ότι κατόρθωσε να καταλάβει τις πιο «σκοτεινές» ιδέες του Διονυσίου μόνο χάρη στον «θαυμάσιο τρόπο» με τον οποίο τον εξηγεί ο Μάξιμος, τον οποίο ο Eriugena ονομάζει «θείο φιλόσοφο», «τον πιο διακεκριμένο από όλους τους διδασκάλους» κλπ. Το σχετικό με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο έργο του Μάξιμου, μεταφράστηκε λατινικά από τον Eriugena. Ένας σύγχρονος, νεώτερος του Μάξιμου, ο Αναστάσιος Σιναΐτης ανέπτυξε τα δικά του πολεμικά και εξηγητικά έργα με τον ίδιο σχεδόν τρόπο με τον Μάξιμο, διαθέτοντας όμως λιγότερο ταλέντο.
Στον τομέα της αγιογραφίας, μπορούμε να αναφέρουμε τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Σωφρόνιο, ο οποίος έζησε την πολιορκία της Αγίας Πόλης από τους Άραβες και που έγραψε μια εκτεταμένη περιγραφή του μαρτυρίου και των θαυμάτων των αγίων της Αιγύπτου Κύρου και Ιωάννη. Το έργο αυτό περιέχει πολλές πληροφορίες γεωγραφικής και ιστορικής φύσης. Ακόμα πιο μεγάλο ενδιαφέρον έχουν τα έργα του Λεόντιου, Επισκόπου Νεαπόλεως, ο οποίος έζησε τον 7ο αιώνα επίσης. Έγραψε πολλές «βιογραφίες», από τις οποίες η Ζωή του Ιωάννου του Ελεήμονος, Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας κατά τον 7ο αιώνα, είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την ιστορία της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της περιόδου αυτής. Ο Λεόντιος διαφέρει από τη μεγάλη πλειοψηφία των αγιογράφων στο ότι έγραψε τους Βίους των Αγίων για τον πολύ λαό. Γι’ αυτό η γλώσσα που χρησιμοποιεί έχει πολύ επηρεαστεί από τη δημοτική γλώσσα που χρησιμοποιείτο τότε.
Στον τομέα της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, ο 7ος αιώνας αντιπροσωπεύεται από τον Ανδρέα Κρήτης, από τη Δαμασκό, ο οποίος έζησε τον περισσότερο χρόνο της ζωής του στη Συρία και την Παλαιστίνη, μετά την κατάκτησή τους από τους Άραβες. Αργότερα έγινε Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Ως υμνογράφος είναι περίφημος, κυρίως για τον Μεγάλο Κανόνα του, που διαβάζεται ακόμα και σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δυο φορές κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής. Μερικά κομμάτια του Κανόνα δείχνουν την επίδραση του Ρωμανού του Μελωδού. Ο Κανόνας απαριθμεί τα κυριότερα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης, αρχίζοντας με την πτώση του Αδάμ, καθώς και με τα λόγια και τα έργα του Σωτήρα.
Η σύντομη επισκόπηση των φιλολογικών έργων των σκοτεινών και γεμάτων από δοκιμασίες χρόνων της δυναστείας του Ηράκλειου, δείχνει ότι οι περισσότεροι από τους τόσο λίγους Βυζαντινούς συγγραφείς της περιόδου αυτής προέρχονταν από τις ανατολικές επαρχίες, από τις οποίες μερικές ήταν ήδη κάτω από την κυριαρχία των Μουσουλμάνων κατακτητών.
Έχοντας υπόψη τα εξωτερικά γεγονότα της δυναστείας του Ηράκλειου, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι δεν έχουν διασωθεί σήμερα μνημεία τέχνης της εποχής εκείνης. Όμως και τα πολύ λίγα ακόμα μνημεία του 7ου αιώνα που έχουν διασωθεί, μιλούν καθαρά για τη στερεότητα των βάσεων που έβαλε στην καλλιτεχνική ζωή του Βυζαντίου ο Χρυσός Αιώνας του Μεγάλου Ιουστινιανού.
Και, αν και στις αρχές των 50 τελευταίων χρόνων του 6ου αιώνα, η βυζαντινή τέχνη γίνεται μόλις ελαφρά αισθητή στην αυτοκρατορία, η επιρροή της τον 7ο αιώνα παρατηρείται πολύ καθαρά πέρα από τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Ένας αριθμός εκκλησιών της Αρμενίας αποτελούν λαμπρά παραδείγματα της επιρροής του Βυζαντίου. Ανάμεσα σ’ αυτές είναι ο καθεδρικός Ναός του Edgmiatsin (Etschmiadzin), που ανασυγκροτήθηκε μεταξύ του 611 και του 628 και η εκκλησία της ακρόπολης Ani (622). Το τζαμί του Ομάρ στην Ιερουσαλήμ, που κτίστηκε το 687-690, είναι ένα γνήσιο βυζαντινό έργο. Μερικές τοιχογραφίες της Santa Maria Antica, στη Ρώμη, ανήκουν στον 7ο ή στις αρχές του 8ου αιώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: