2/3/11

Η εικονοκλαστική εποχή (717-867) [22]

Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΙΣΑΥΡΩΝ
Μέχρι τις αρχές του περασμένου αιώνα ο πρωτουργός της νέας δυναστείας Λέων Γ' (717-741), ονομαζόταν στα ιστορικά έργα Ίσαυρος, ενώ οι διάδοχοί του συνήθως είναι γνωστοί ως δυναστεία των Ισαύρων. Οπωσδήποτε όμως, στα τέλη του 19ου αιώνα υποστηρίχθηκε η άποψη ότι ο Λέων Γ' δεν ήταν Ίσαυρος, εκ γενετής, αλλά Σύριος. Η άποψη αυτή γίνεται τώρα δεκτή από μερικούς επιστήμονες, ενώ άλλοι την απορρίπτουν. Η σχετική αβεβαιότητα με το θέμα αυτό βρίσκεται ακόμα και στο χρονογράφο του 9ου αιώνα Θεοφάνη, που είναι ο συγγραφέας του κυριότερου έργου που ασχολείται με την προέλευση του Λέοντα. Ο Θεοφάνης γράφει ότι «ο Λέων ο Ίσαυρος ήταν εγχώριος (Σύριος) από την Γερμανίκεια και ότι πραγματικά καταγόταν από την Ισαυρία». Ο βιβλιοθηκάριος του Πάπα, Αναστάσιος, που μετέφρασε το έργο του Θεοφάνη στα λατινικά τα τελευταία 50 χρόνια του 9ου αιώνα, δεν ανέφερε την Ισαυρία, αλλά τόνιζε ότι ο Λέων προερχόταν από το λαό της Γερμανικείας και ότι ήταν Σύριος εκ γενετής. Η «βιβλιογραφία» του Στέφανου του Νεότερου ονομάζει επίσης τον Λέοντα «εκ γενετής Σύριο» (συρογενή). Η Γερμανίκεια βρισκόταν στα βόρεια σύνορα της Συρίας, ανατολικά της Κιλικίας. Μια αραβική πηγή αναφέρει τον Λέοντα ως «χριστιανό πολίτη του Μαράς», δηλαδή της Γερμανικείας, που μπορούσε να μιλά ελεύθερα και σωστά τόσο την αραβική όσο και τη ρωμαϊκή γλώσσα. Δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι ο Θεοφάνης συγχέει την πόλη της Συρίας Γερμανίκεια με τη Γερμανικούπολη, μια πόλη της Ισαυρίας. Η προέλευση του Λέοντα από τη Συρία είναι πολύ πιθανή.
Ο γιος του Λέοντα Γ', Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυμος (741-775), παντρεύτηκε την Ειρήνη, κόρη του Χαγάνου των Χαζάρων, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Λέοντα Δ', που συχνά ονομάζεται Χάζαρος και που βασίλευσε από το 775 μέχρι το 780. Ο Λέων Δ' παντρεύτηκε μια Ελληνίδα από την Αθήνα, μια άλλη Ειρήνη, που μετά το θάνατό του έγινε κυρία της αυτοκρατορίας, επειδή ο γιος της Κωνσταντίνος ΣΤ', που έγινε αυτοκράτορας από το 780 μέχρι το 797, ήταν ανήλικος. Η Ειρήνη, μια δυναμική και φιλόδοξη γυναίκα, διεκδίκησε με σκληρό αγώνα το θρόνο από το γιο της, όταν αυτός ενηλικιώθηκε, με αποτέλεσμα να νικήσει τον Κωνσταντίνο, τον οποίον αφού τύφλωσε, εκθρόνισε, μένοντας αυτή η μόνη κυρίαρχος της αυτοκρατορίας (797-802). Η Ειρήνη απαντά στο ερώτημα αν μπορούσε ή δεν μπορούσε μια γυναίκα να ασκήσει πέρα ως πέρα τα καθήκοντα που οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου ήταν υποχρεωμένοι να εξασκούν. Από την εποχή της ίδρυσης της αυτοκρατορίας, οι γυναίκες των αυτοκρατόρων έφεραν τον τίτλο της «Αυγούστας» και σε περίπτωση που τα παιδιά τους ήταν ανήλικα, εκτελούσαν τα καθήκοντα που τους υπαγόρευε η θέση που κατείχαν στο θρόνο, αλλά πάντοτε εξ ονόματος των παιδιών τους. Τον 5ο αιώνα η Πουλχερία, αδελφή του Θεοδοσίου, ηγείτο της αντιβασιλείας όσο ήταν ανήλικος ο αδελφός της. Η γυναίκα του Μεγάλου Ιουστινιανού, η Θεοδώρα, είχε αποκτήσει μια εξαιρετική επιρροή στις πολιτικές υποθέσεις. Αλλά η πολιτική επιρροή της Θεοδώρας εξαρτάτο τελείως από τη θέληση του συζύγου της, κι όλες οι άλλες γυναίκες είχαν διοικήσει εξ ονόματος ενός γιου ή ενός αδελφού. Η Ειρήνη αποτελεί το πρώτο παράδειγμα γυναίκας στην Ιστορία του Βυζαντίου, που διοίκησε έχοντας πλήρη ελευθερία κατά την άσκηση της ανώτατης εξουσίας. Υπήρξε ένας πραγματικός απόλυτος μονάρχης εκπροσωπώντας ένα νεοτερισμό που ήταν αντίθετος με τις «κοσμικές» παραδόσεις της αυτοκρατορίας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στα επίσημα στοιχεία και διατάγματα δεν ονομάζεται «Αυτοκράτειρα» αλλά «Ειρήνη ο πιστός Αυτοκράτωρ (βασιλιάς)». Επειδή ήταν αρχή της περιόδου αυτής ότι μόνον ένας αυτοκράτορας (άνδρας) μπορούσε να νομοθετεί επισήμως, κρίθηκε απαραίτητο να υιοθετηθεί ότι η Ειρήνη ήταν ένας αυτοκράτορας. Η Ειρήνη εκθρονίστηκε, το 802, με επανάσταση που την οργάνωσε ένας από τους ανώτατους κρατικούς υπαλλήλους, ο Νικηφόρος, και πέθανε αργότερα στην εξορία. Στο θρόνο ανέβηκε ο Νικηφόρος θέτοντας, με την εκθρόνιση της Ειρήνης, τέλος στη Δυναστεία των Ισαύρων ή Συρίων. Στη διάρκεια της περιόδου από το 717 μέχρι το 802 η Βυζαντινή αυτοκρατορία κυβερνήθηκε από μια δυναστεία ανατολικής προέλευσης (από τη Μ. Ασία ή τη Β. Συρία) η οποία αναμείχθηκε με το αίμα των Χαζάρων, χάρη στο γάμο του Κωνσταντίνου Ε'.

Η ΣΤΑΣΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΥΣ ΑΡΑΒΕΣ, ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ ΚΑΙ ΣΛΑΒΟΥΣ
Την εποχή που ανέβηκε στο θρόνο ο Λέων Γ', η Βυζαντινή αυτοκρατορία αντιμετώπιζε μια από τις πιο κρίσιμες περιόδους της ιστορίας της. Εκτός από τη φοβερή εσωτερική αναρχία που προκάλεσε ο αγώνας του αυτοκράτορα κατά των εκπροσώπων της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, που είχε γίνει εξαιρετικά επιθετική από την εποχή της πρώτης εκθρόνισης του Ιουστινιανού Β', ήταν η αραβική απειλή στην Ανατολή, που πλησίαζε όλο και πιο πολύ στην πρωτεύουσα. Η περίοδος αυτή έμοιαζε με την περίοδο του Κωνσταντίνου Δ' (7ος αιών), αν και φαινόταν ακόμα πιο κρίσιμη από πολλές απόψεις.
Οι δυνάμεις των Αράβων διέσχισαν, από την ξηρά, όλη τη Μ. Ασία, στη Δύση, από την εποχή ακόμα της βασιλείας των δύο προκατόχων του Λέοντα και έφτασαν μέχρι την Πέργαμο, με αρχηγό τον ικανό στρατηγό Μασαλμά. Λίγους μήνες μετά την είσοδο του Λέοντα στην Κωνσταντινούπολη, το 717, 80.000 Άραβες προχώρησαν από την Πέργαμο προς το Βορρά και έφτασαν στην Άβυδο, στον Ελλήσποντο και, αφού πέρασαν στις ευρωπαϊκές ακτές, βρέθηκαν μπρος στα τείχη της πρωτεύουσας. Συγχρόνως ένας ισχυρός στόλος των Αράβων αποτελούμενος από 1.800 πλοία διαφόρων τύπων, όπως λέει ο Θεοφάνης, έπλευσε μέσα στον Ελλήσποντο και την Προποντίδα και πολιόρκησε την πρωτεύουσα από τη θάλασσα. Ακολούθησε μια πραγματική πολιορκία της Κωνσταντινούπολης και ο Λέων έδειξε τις λαμπρές στρατιωτικές του ικανότητες, προετοιμάζοντας την πρωτεύουσα για την πολιορκία με ένα εξαιρετικό πράγματι τρόπο. Για μια ακόμα φορά η κατάλληλη χρήση του «υγρού πυρός» προκάλεσε τρομερές ζημιές στους Άραβες, ενώ η πείνα και το εξαιρετικά τρομερό κρύο του χειμώνα του 717-718 συμπλήρωσε την τελική ήττα των μουσουλμανικού στρατού. Χάρη σε μια συμφωνία με τον Λέοντα Γ', αλλά και για την ατομική τους άμυνα, οι Βούλγαροι πολέμησαν επίσης κατά των Αράβων στην περιοχή της Θράκης, προκαλώντας στο στρατό τους μεγάλες απώλειες. Σιγά-σιγά, μετά από ένα διάστημα μεγαλύτερο από χρόνο, οι Άραβες απομακρύνθηκαν από την πρωτεύουσα, που σώθηκε χάρη στη μεγαλοφυΐα και τη δραστηριότητα του Λέοντα Γ'. Για πρώτη φορά αναφέρεται, σχετικά με αυτήν την πολιορκία, η αλυσίδα που έκλεινε το δρόμο στον Κεράτιο κόλπο.
Οι ιστορικοί αποδίδουν πολύ μεγάλη σημασία στην αποτυχημένη αυτή προσπάθεια των Μουσουλμάνων να κατακτήσουν την Κωνσταντινούπολη. Δίκαια λέγεται ότι με την πετυχημένη αντίστασή του ο Λέων έσωσε, όχι μόνο την αυτοκρατορία και τον χριστιανικό κόσμο της Ανατολής, αλλά κι όλο τον πολιτισμό της Δυτικής Ευρώπης. Ο Άγγλος επιστήμονας Bury ονομάζει το έτος 718 «οικουμενικό έτος». Ο Έλληνας ιστορικός Λάμπρος συγκρίνει τα γεγονότα αυτά με τους Περσικούς πολέμους της αρχαίας Ελλάδας και ονομάζει τον Λέοντα Μιλτιάδη του μεσαιωνικού Ελληνισμού. Αν ο Κωνσταντίνος Δ' σταμάτησε του Άραβες κάτω από την Κωνσταντινούπολη, ο Λέων Γ' τους έδιωξε οριστικά. Αυτή υπήρξε η τελευταία επίθεση των Αράβων κατά της Κωνσταντινούπολης. Κάτω από αυτό το πρίσμα, η νίκη του Λέοντα αποκτά παγκόσμια σημασία.
Η εκστρατεία των Αράβων κατά της Κωνσταντινούπολης, καθώς και το όνομα του Μασαλμά άφησαν σοβαρά ίχνη στη μεταγενέστερη μυθολογική παράδοση των Μουσουλμάνων. Το όνομα του Μασαλμά συνδέεται και με ένα τζαμί, που όπως αναφέρει η παράδοση, έκτισε ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη.
Η περίοδος αυτή υπήρξε επίσης μια από τις πιο λαμπρές εποχές της ιστορίας των παλαιών Χαλιφάτων. Ο δυναμικός Χαλίφης Ουαλίντ Α' (705-715), που έζησε την εποχή που στο Βυζάντιο επικρατούσε αναρχία, μπορούσε να συναγωνιστεί λόγω των επιτυχιών του, με τους αυτοκράτορες. Ανέγειρε ένα τζαμί στη Δαμασκό, που, σαν την Αγία Σοφία, για ένα μεγάλο διάστημα ήταν το πιο θαυμάσιο κατασκεύασμα του μουσουλμανικού κόσμου. Ο τάφος του Μωάμεθ στη Μεδίνα υπήρξε τόσο λαμπρός όσο και ο Άγιος Τάφος στην Ιερουσαλήμ. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η μυθολογία των Μουσουλμάνων δε συσχετίζει τα κτίρια αυτά μόνο με τον Μωάμεθ αλλά και με τον Μεσσία. Η πρώτη κλήση που θα κάνει ο Μεσσίας, όταν έρθει στη γη, λέει η μουσουλμανική παράδοση, θα γίνει από έναν από τους μιναρέδες του τζαμιού της Δαμασκού, ενώ ο ελεύθερος χώρος που βρίσκεται κοντά στον τάφο του Μωάμεθ, στη Μεδίνα, θα χρησιμοποιηθεί ως τάφος του Μεσσία όταν πεθάνει μετά την έλευσή του.
Σιγά-σιγά ο αγώνας μεταξύ της αυτοκρατορίας και του Χαλιφάτου πήρε τη μορφή ιερού πολέμου. Τα αποτελέσματα δεν ικανοποίησαν ούτε τους Βυζαντινούς ούτε του Άραβες, επειδή οι μεν Βυζαντινοί δεν πήραν την Ιερουσαλήμ, ενώ οι Άραβες δεν κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη. «Κάτω από την επίδραση αυτού του αποτελέσματος», λέει ο Barthold, «η ιδέα του θριάμβου, που επικρατούσε τόσο στους Χριστιανούς όσο και στους Μουσουλμάνους, άλλαξε κι έγινε ιδέα μετάνοιας, με αποτέλεσμα να περιμένουν και οι δυο το τέλος του κόσμου. Φαινόταν και στους δύο ότι μόνο λίγο πριν από το τέλος του κόσμου θα μπορούσαν να πετύχουν τους σκοπούς τους. Στον Λατινικό και στον Βυζαντινό κόσμο έγινε πολύ επίκαιρος ο μύθος ότι πριν από το τέλος του κόσμου ο χριστιανός άρχοντας (ο Φράγκος βασιλιάς ή ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου) θα έμπαινε στην Ιερουσαλήμ και θα παρέδιδε το επίγειο στέμμα του στον Σωτήρα, ενώ οι Μουσουλμάνοι περίμεναν να προηγηθεί το τέλος του κόσμου, η πτώση της Κωνσταντινούπολης. Δεν ήταν τυχαίο γεγονός ότι η βασιλεία του ευσεβούς Χαλίφη Ομάρ Β' (712-720) συνέπεσε με το έτος 100 Εγίρας (περίπου το 720), κατά το οποίο αναμενόταν, μετά την αποτυχημένη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, που έγινε επί Σουλεϊμάν, το τέλος του μουσουλμανικού κράτους και συγχρόνως το τέλος του κόσμου».
Δεκατέσσερα χρόνια μετά την πολιορκία, το έτος 732, η προώθηση των Αράβων από την Ισπανία στη Δυτική Ευρώπη διακόπηκε με επιτυχία στο Poitiers από τον παντοδύναμο Charles Martel.
Μετά την ήττα τους, το 718, οι Άραβες δεν ανέλαβαν άλλη σοβαρή στρατιωτική δράση κατά του Βυζαντίου, την εποχή του Λέοντα Γ', επειδή αντιμετώπιζαν στο Βορρά την απειλή των Χαζάρων. Ο Λέων Γ' πάντρεψε τον γιο του και διάδοχό του Κωνσταντίνο με την κόρη του Χαγάνου των Χαζάρων και άρχισε να υποστηρίζει το νέο του συγγενή. Έτσι στον αγώνα του με τους Άραβες ο Λέων βρήκε δύο συμμάχους: πρώτα τους Βούλγαρους και ύστερα του Χαζάρους. Οι Άραβες όμως δεν έμεναν ήσυχοι αλλά συνέχισαν τις επιθέσεις τους στη Μ. Ασία και συχνά εισχωρούσαν στη Δύση, φτάνοντας μέχρι τη Νίκαια, πλησιάζοντας δηλαδή σχεδόν τις ακτές της Προποντίδας. Στα τέλη της βασιλείας του ο Λέων πέτυχε να νικήσει τους Άραβες στο Ακροϊνό (το σημερινό Αφιόν Καραχισάρ), πράγμα που ανάγκασε τους Άραβες να εκκενώσουν το Δυτικό τμήμα της Μ. Ασίας και να αποσυρθούν στην Ανατολή.
Οι Μουσουλμάνοι συνδέουν με τη μάχη αυτή το μύθο του Τούρκου εθνικού ήρωα Βατάλ Γαζή, του οποίου ο τάφος σώζεται ακόμα και σήμερα σ’ ένα από τα χωριά που βρίσκονται στα νότια του Δορυλαίου (Εσκί Σεχίρ). Το ιστορικό πρόσωπο που αντιπροσωπεύει ο ήρωας αυτός είναι ο πρωταθλητής του Μουσουλμανισμού Βατάλ, που σκοτώθηκε στη μάχη του Ακροϊνού.
Στα μέσα του 8ου αιώνα προέκυψαν σοβαρές εσωτερικές ανωμαλίες στο αραβικό Χαλιφάτο με αφορμή την αλλαγή των δυναστειών. Όταν δηλαδή οι Αβασσίδες εκθρόνισαν τους Ομεϊάδες, μετέφεραν την πρωτεύουσα και το κέντρο του κράτους τους από τη Δαμασκό στη Βαγδάτη, στον Τίγρη ποταμό, μακριά από τα βυζαντινά σύνορα. Το γεγονός αυτό έδωσε τη δυνατότητα στο διάδοχο του Λέοντα, Κωνσταντίνο Ε', κάνοντας μερικές επιτυχημένες εκστρατείες, να μεταθέσει τα αυτοκρατορικά σύνορα πιο ανατολικά. Κυρίευσε μέρος της Συρίας και την Κύπρο και προχώρησε μέχρι τον Ευφράτη και την Αρμενία. Το 756 τερμάτισε νικηφόρα τον πόλεμο κατά των Αράβων.
Την εποχή της Ειρήνης όμως οι Άραβες άρχισαν με επιτυχία τις επιθετικές τους κινήσεις στη Μ. Ασία και το 782-783 το Βυζάντιο αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη, η οποία έγινε πράγματι για τρία χρόνια, με πολύ ταπεινωτικούς όρους για το Βυζάντιο, επειδή ανέλαβε την υποχρέωση να πληρώνει στους Άραβες κάθε χρόνο 90.000 ή 70.000 δηνάρια, σε εξαμηνιαίες δόσεις. Πολύ πιθανόν, τα στρατεύματα που έστειλε η Ειρήνη στη Μακεδονία, την Ελλάδα και την Πελοπόννησο, τον ίδιο χρόνο (783), για να καταστείλουν την επανάσταση των Σλάβων, να είχαν απομακρυνθεί από το ανατολικό μέτωπο, αδυνατίζοντας έτσι τη θέση του Βυζαντίου στη Μ. Ασία. Το 798, μετά τις επιτυχίες του αραβικού στρατού (Χαλίφης ήταν ο Harun-al-Rashid) έγινε νέα ειρήνη με το Βυζάντιο, με βάση πάλι την πληρωμή φόρου.
Στη διάρκεια της δυναστείας των Ισαύρων, οι σχέσεις μεταξύ των αυτοκρατόρων και των Βουλγάρων υπήρξαν πολύ ενδιαφέρουσες. Οι τελευταίοι έχοντας κερδίσει μια ισχυρή θέση στον Κάτω Δούναβη, ήταν αναγκασμένοι να υπερασπιστούν την πολιτική τους ύπαρξη εναντίον των προσπαθειών του Βυζαντίου, που απέβλεπαν στην καταστροφή των όσων κατόρθωσε ο Ασπαρούχ. Η εσωτερική κατάσταση στο βασίλειο των Βουλγάρων, τον 8ο αιώνα, ήταν πολύπλοκη. Οι Βούλγαροι ηγέτες συναγωνίζονταν μεταξύ τους για τον ανώτατο τίτλο του Χάνου, με αποτέλεσμα πολλές ταραχές, ενώ συγχρόνως ο βουλγαρικός λαός ήταν υποχρεωμένος να αγωνίζεται συνεχώς εναντίον των ηττημένων Σλάβων της Χερσονήσου. Οι Βούλγαροι Χάνοι στο τέλους του 7ου και στις αρχές του 8ου αιώνα έδειξαν μεγάλη ανικανότητα στο χειρισμό των σχέσεών τους με τον πιο επικίνδυνο εχθρό τους, τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι Βούλγαροι είχαν βοηθήσει τον Ιουστινιανό Β' να ανακτήσει το θρόνο και πρόσφεραν ενεργή βοήθεια στον Λέοντα Γ' στον αγώνα του να απομακρύνει τους Άραβες μακριά από την Κωνσταντινούπολη. Ύστερα από αυτό, για μια περίοδο πάνω από 30 χρόνια, οι συγγραφείς του Βυζαντίου δεν μιλούν πια για τους Βουλγάρους. Στη διάρκεια της βασιλείας του Λέοντα Γ', το βασίλειο των Βουλγάρων πέτυχε να κλείσει ειρήνη με την αυτοκρατορία.
Στη διάρκεια όμως της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ε', οι σχέσεις με το Βυζάντιο οξύνθηκαν. Με τη βοήθεια των Συρίων και των Αρμενίων, που μεταφέρθηκαν από τα ανατολικά σύνορα κι εγκαταστάθηκαν στη Θράκη, ο αυτοκράτορας κατασκεύασε αρκετά οχυρά κατά μήκος των βουλγαρικών συνόρων. Ο Κωνσταντίνος συμπεριφέρθηκε με περιφρόνηση στον απεσταλμένο των Βουλγάρων στην Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα οι Βούλγαροι να αρχίσουν τη στρατιωτική τους δράση. Ο Κωνσταντίνος ανέλαβε 8 ή 9 εκστρατείες εναντίον των Βουλγάρων, με στόχο τον εκμηδενισμό τους. Οι εκστρατείες αυτές συνεχίστηκαν με διάφορα αποτελέσματα. Ο μακρύς πόλεμος εναντίον τους διήρκησε 20 χρόνια (755-775) με μικρά διαλείμματα. Το 759 τους νίκησε στο φρούριο των Μαρκελλών (σημερινό Δεμίρ Καπού), νότια του Αίμου, και στην Αγχίαλο το 762 με τη βοήθεια του στόλου. Στην τελευταία του εκστρατεία (775) πέθανε ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Τελικά, ο Κωνσταντίνος δεν πέτυχε το σκοπό του, αλλά μερικοί ιστορικοί τον ονομάζουν «πρώτο Βουλγαροκτόνο», λόγω της επιτυχημένης δράσης του κατά των Βουλγάρων και λόγω των πολλών οχυρών που κατασκεύασε.
Στο μεταξύ, στη Βουλγαρία σταμάτησαν, στα τέλη του 8ου αιώνα, οι αγώνες των δυναστειών και οι έντονοι ανταγωνισμοί Βουλγάρων και Σλάβων έγιναν λιγότερο έκδηλοι. Σιγά-σιγά σχηματίστηκε η Βουλγαρία του 9ου αιώνα, που εκσλαβίστηκε και μεταμορφώθηκε σ’ ένα δυναμικό κράτος με έντονες επιθετικές διαθέσεις για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι επιθετικές αυτές διαθέσεις φανερώθηκαν στα τέλη του 8ου αιώνα, την εποχή του Κωνσταντίνου ΣΤ' και της μητέρας του Ειρήνης, οπότε το Βυζάντιο, μετά τις στρατιωτικές του αποτυχίες, αναγκάστηκε να πληρώνει φόρο στους Βούλγαρους.
Στις στρατιωτικές συγκρούσεις του Βυζαντίου με τους Βουλγάρους του 8ου αιώνα, οι βουλγαρικές δυνάμεις συμπεριλάμβαναν και τους Σλάβους, που αποτελούσαν τμήμα του βασιλείου τους. Η κατοχή της Βαλκανικής χερσονήσου από τους Σλάβους συνεχίστηκε κατά τον 8ο αιώνα. Ένας προσκυνητής από τη Δύση, που πήγε στους Αγίους Τόπους, σύγχρονος του Λέοντα, επισκέφτηκε τη Μονεμβασιά στην Πελοπόννησο και έγραψε ότι βρίσκεται σε σλαβική γη (in Slawinia terrae). Αναφέρεται επίσης η παρουσία Σλάβων, κατά τον 8ο αιώνα, στο Δυρράχιο και την Αθήνα. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος γράφει, στο έργο του περί θεμάτων, τα εξής, που σχετίζονται και με την εποχή του Κωνσταντίνου Ε': «Όλη η Πελοπόννησος εκσλαβίσθηκε και έγινε βάρβαρη όταν ο λοιμός απλώθηκε σε όλο τον κόσμο». Εδώ με τη λέξη λοιμό εννοεί την τρομερή επιδημία του 746-747, που μεταδόθηκε από την Ιταλία και που κυρίως ερήμωσε το νότιο μέρος της Ελλάδας και την Κωνσταντινούπολη. Ο Κωνσταντίνος, θέλοντας να επανορθώσει τις καταστροφές που προκάλεσε η επιδημία στην Κωνσταντινούπολη, μετέφερε στην πρωτεύουσα ανθρώπους από διάφορες επαρχίες. Ακόμα και ο λαός πιστεύει ότι η Πελοπόννησος είχε εκσλαβιστεί στα μέσα του 8ου αιώνα. Στην ίδια περίοδο αναφέρεται η εγκατάσταση νέων αποίκων στην Ελλάδα, οι οποίοι αντικατέστησαν τον πληθυσμό που είτε εξοντώθηκε από την επιδημία είτε μεταφέρθηκε στην πρωτεύουσα. Στα τέλη του 8ου αιώνα η αυτοκράτειρα Ειρήνη έκανε μια ειδική εκστρατεία «εναντίον των σλαβικών φυλών» στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη και στην Πελοπόννησο. Αργότερα οι Έλληνες αυτοί Σλάβοι έλαβαν μέρος στην επανάσταση εναντίον της Ειρήνης, πράγμα που δείχνει καθαρά ότι τον 8ο αιώνα οι Σλάβοι στη Βαλκανική χερσόνησο, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, όχι μόνον είχαν οριστικά και σταθερά εγκατασταθεί, αλλά και έπαιρναν μέρος στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας. Τον 9ο αιώνα οι Βούλγαροι και οι Σλάβοι έγιναν δύο σοβαροί εχθροί της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
Ο Λέων Γ' δεν υπήρξε μόνον ένας ικανός ηγέτης και δραστήριος υπερασπιστής της αυτοκρατορίας του εναντίον των εξωτερικών εχθρών, αλλά και ένας σοφός και ικανός Νομοθέτης. Από την εποχή ακόμα του Μ. Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα, το λατινικό κείμενο του Κώδικά του ήταν πολύ δύσκολο ή τελείως αδύνατο να κατανοηθεί από την πλειονότητα των επαρχιών. Σε πολλές περιοχές, κυρίως στην Ανατολή, χρησιμοποιούσαν παλιές τοπικές συνήθειες αντί τους επίσημους θεσμούς, όπως φαίνεται καθαρά από το πόσο δημοφιλής υπήρξε ο Κώδικας (του 5ου αιώνα) των Συρίων. Οι Νεαραί, γραμμένες ελληνικά, ασχολούνταν μόνο με την τρέχουσα Νομοθεσία. Στο μεταξύ τον 7ο αιώνα, καθώς η αυτοκρατορία έχανε σιγά-σιγά τη Συρία, την Παλαιστίνη στην Ανατολή, την Αίγυπτο και τη Β. Αφρική στο Νότο και τα βόρεια μέρη της Βαλκανικής χερσονήσου στο Βορρά, γινόταν γλωσσικά πιο πολύ «ελληνική». Για μια ευρύτερη και γενική χρήση έγινε απαραίτητη η δημιουργία ενός ελληνικού κώδικα που θα είχε εφαρμογή σε όλες τις μεταβολές που έγιναν στις συνθήκες της ζωής από την εποχή του Μ. Ιουστινιανού.
Γνωρίζοντας πολύ καλά την ανάγκη για έναν τέτοιο κώδικα, ο Λέων εμπιστεύθηκε τη σύνταξή του σε μια επιτροπή, της οποίας τα μέλη διάλεξε προσωπικά. Οι προσπάθειες της επιτροπής αυτής οδήγησαν στη δημοσίευση ενός κώδικα που έφερε τον τίτλο «Εκλογή» και εκδόθηκε στο όνομα των «σοφών και ευσεβών αυτοκρατόρων Λέοντος και Κωνσταντίνου». Υπάρχει κάποια αβεβαιότητα ως προς τον ακριβή χρόνο της έκδοσής του. Μερικοί επιστήμονες της Δύσης θεωρούν ότι εκδόθηκε στα τέλη της βασιλείας του Λέοντα (739-740), αν και ο Ρώσος βυζαντινολόγος Vasillievsky τείνει να δεχθεί το 726, ένα έτος δηλαδή που πλησιάζει στις αρχές της βασιλείας του Λέοντα. Υπήρξε μάλιστα αμφιβολία ακόμα και για το κατά πόσο η «Εκλογή» μπορεί να αποδοθεί ή όχι στην εποχή του Λέοντα Γ' και του Κωνσταντίνου Ε'. Όμως, οι περισσότεροι σύγχρονοι μελετητές του προβλήματος αυτού δέχονται ως χρονολογία έκδοσης της «Εκλογής» τον Μάρτιο του 726.
Ο τίτλος της «Εκλογής» δείχνει ποιες ήταν οι πηγές της: «Συντομευμένη συλλογή Νόμων, διευθετημένη από τους σοφούς και ευσεβείς βασιλείς Λέοντα και Κωνσταντίνο, ληφθείσα κατ’ εκλογήν από τις εισηγήσεις, τον Πανδέκτη, τον Κώδικα και τας Νεαράς του Μεγάλου Ιουστινιανού και διορθωθείσα ‘εις το φιλανθρωπότερον’». Η εισαγωγή αναφέρει καθαρά ότι τα διατάγματα που εξέδωσαν οι προηγούμενοι αυτοκράτορες γράφηκαν σε διάφορα βιβλία και ότι η σημασία τους, δυσκολονόητη για μερικούς, είναι τελείως ακατανόητη για άλλους, και κυρίως για όσους δεν ζουν στην Κωνσταντινούπολη. Με την έκφραση «διάφορα βιβλία» εννοούνται οι ελληνικές μεταφράσεις και ερμηνείες του Κώδικα του Ιουστινιανού, οι οποίες χρησιμοποιούνταν κυρίως σε αντικατάσταση των λατινικών προτύπων. Πολλοί λίγοι άνθρωποι μπορούσαν να καταλάβουν αυτές τις μεταφράσεις και ερμηνείες. Η αφθονία των βιβλίων, η ποικιλία τους και οι αντιθέσεις που βρίσκονταν μέσα σ’ αυτά δημιουργούσαν σοβαρές περιπλοκές στην εφαρμογή του Δικαίου στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο Λέων αντιλήφθηκε καθαρά την κατάσταση των πραγμάτων και έβαλε ως σκοπό του την αντιμετώπισή της. Οι αρχές της «Εκλογής», όπως τοποθετούνται στην εισαγωγή της, είναι ποτισμένες με ιδέες δικαιοσύνης. Υποστηρίζουν ότι οι δικαστές πρέπει «να απέχουν από κάθε ανθρώπινο πάθος και να εκδίδουν πραγματικά δίκαιες και αιτιολογημένες αποφάσεις. Επίσης οι δικαστές πρέπει να μην καταφρονούν τους φτωχούς ή να αφήνουν ατιμώρητους τους ισχυρούς, όταν αυτοί είναι ένοχοι... Επίσης πρέπει να αποφεύγουν τη δωροδοκία». Όλοι όσοι απονέμουν τη δικαιοσύνη πρέπει να παίρνουν ορισμένο μισθό από το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο, έτσι ώστε «να μη δέχονται τίποτα από οποιοδήποτε πρόσωπο που θα ήταν κάτω από τη δικαιοδοσία τους, για να μην επαληθεύσουν τα λόγια του προφήτη ‘πούλησαν τον δίκαιο για ασήμι’ (Αμώς 2:6) και για να μη μας βρει η οργή του Θεού, λόγω του ότι θα έχουμε γίνει παραβάτες των εντολών του».
Τα περιεχόμενα της «Εκλογής» διηρημένα σε 18 μέρη, ασχολούνται κυρίως με το Αστικό Δίκαιο και πολύ λίγο με το Ποινικό. Αναφέρονται δηλαδή στο γάμο, τους αρραβώνες, τη προίκα, τις διαθήκες, τη κηδεμονία, τη χειραφέτηση των σκλάβων, τις μαρτυρίες, τις διάφορες ευθύνες που προκύπτουν από την πώληση, αγορά, ενοικίαση κλπ. Μόνον ένα μέρος περιέχει ένα κεφάλαιο σχετικά με το Ποινικό Δίκαιο και το οποίο αναφέρεται σε διάφορες ποινές.
Η «Εκλογή» διαφέρει σε πολλά σημεία από τον Κώδικα του Ιουστινιανού και ίσως είναι αντίθετη με αυτόν, μερικές φορές, επειδή δέχεται τις αποφάσεις και τις νομικές πράξεις που υπήρχαν παράλληλα με τα επίσημα νομοθετικά έργα του Ιουστινιανού. Όταν συγκρίνουμε τα τελευταία με την «Εκλογή» παρατηρούμε ότι αυτή παρουσιάζει σε πολλά σημεία μια σοβαρή πρόοδο. Για παράδειγμα, οι σχετικοί με το γάμο νόμοι συμπεριέλαβαν πολλές ανώτερες χριστιανικές αρχές. Η αλήθεια είναι ότι το σχετικό με τις ποινές μέρος αναφέρει άφθονες τιμωρίες οι οποίες επιβάλλουν τον ακρωτηριασμό του σώματος, όπως το κόψιμο ενός χεριού, της γλώσσας ή της μύτης ή την τύφλωση του ένοχου. Το γεγονός αυτό όμως δεν μας επιτρέπει να θεωρήσουμε την «Εκλογή» ως ένα βάρβαρο νόμο, επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις οι τιμωρίες αυτές επιβάλλονταν αντί της ποινής του θανάτου. Έτσι οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Ισαύρων είχαν δίκαιο να καυχώνται ότι το νομοθετικό τους έργο υπήρξε «μεγαλύτερο σε ανθρωπισμό» από το έργο των προκατόχων τους. Η «Εκλογή» διατάσσει επίσης την εξίσου τιμωρία των εκλεκτών και των κοινών ανθρώπων και των πλουσίων και των φτωχών, ενώ ο Νόμος του Ιουστινιανού συχνά τιμωρεί με διαφορετικές ποινές, χωρίς πραγματική αιτιολόγηση. Η «Εκλογή» έχει το χαρακτηριστικό της αφθονίας των παραπομπών στην Αγία Γραφή για την κατοχύρωση διάφορων νομικών αρχών. «Το πνεύμα του Ρωμαϊκού Δικαίου μεταμορφώθηκε μέσα στη θρησκευτική ατμόσφαιρα του Χριστιανισμού».
Κατά τη διάρκεια του 8ου και του 9ου αιώνα, μέχρι την εποχή της ανόδου της Δυναστείας των Μακεδόνων (867), η «Εκλογή» χρησιμοποιήθηκε ως εγχειρίδιο για τη διδασκαλία του Δικαίου, αντικαθιστώντας τις εισηγήσεις του Ιουστινιανού, ενώ συγχρόνως αναθεωρήθηκε περισσότερο από μια φορά. Έτσι, για παράδειγμα, έχουμε την Ecloga Privata και την Ecloga Privata ancta. Όταν, μετά την άνοδο στο θρόνο του Βασίλειου του Μακεδόνα, έγινε νέα νομοθετική μεταβολή προς όφελος της Νομοθεσίας του Ιουστινιανού, τα νομοθετικά έργα των αυτοκρατόρων της δυναστείας των Ισαύρων κηρύχθηκαν επίσημα ως «ανοησίες», που αντιτίθονταν στο δόγμα, ενώ συγχρόνως κατέστρεφαν σωτήριους νόμους. Παρόλα αυτά όμως, ακόμα και οι αυτοκράτορες της Μακεδονικής δυναστείας δανείστηκαν πολλά κεφάλαια από τον καταδικασμένο κώδικα για τα δικά τους νομοθετικά έργα και ακόμα και στην εποχή τους, η «Εκλογή» αναθεωρήθηκε και πάλι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η «Εκλογή» του Λέοντα και του Κωνσταντίνου αποτέλεσε, αργότερα, μέρος των Νομικών συλλογών της Ορθόδοξης εκκλησίας και κυρίως της Ρωσικής. Βρίσκεται στη ρωσική Kormchaia Kniga, δηλαδή στον Διοικητικό Κώδικα, με τίτλο «κεφάλαια των σοφών και πιστών αυτοκρατόρων Λέοντος και Κωνσταντίνου». Υπάρχουν επίσης και άλλα ίχνη της επιρροής της «Εκλογής» στα σχετικά με την αρχαία σλαβική Νομοθεσία έγγραφα.
Η «Εκλογή» δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως ένας «εξαιρετικά τολμηρός νεωτερισμός», όπως χαρακτηρίστηκε από τον Έλληνα ιστορικό Παπαρρηγόπουλο, θερμό θαυμαστή των Ισαύρων αυτοκρατόρων. «Τώρα, οπότε οι αρχές εκείνων που δημιούργησαν την ‘Εκλογή’», γράφει, «γίνονται δεκτές από τη νομοθεσία των πιο προοδευμένων εθνών, ήρθε η ώρα τελικά να αποδώσουμε την εκτίμηση που πρέπει στη μεγαλοφυΐα των ανθρώπων εκείνων που πριν χίλια χρόνια αγωνίστηκαν για την εγκαθίδρυση αρχών που θριάμβευσαν μονάχα στις μέρες μας». Αυτές είναι οι παρατηρήσεις ενός ενθουσιώδη Έλληνα πατριώτη αλλά, παρόλα αυτά, ο σύγχρονος κόσμος θα πρέπει να αναγνωρίσει την τεράστια σημασία που έχει η «Εκλογή» ως εισηγητής μιας νέας περιόδου της ιστορίας του ελληνορωμαϊκού ή βυζαντινού Δικαίου, μιας περιόδου που διήρκησε μέχρι την άνοδο της δυναστείας των Μακεδόνων, οπότε επανήλθε το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού στην παλαιά του θέση, με πολλές όμως απαραίτητες τροποποιήσεις. Η «Εκλογή» του Λέοντα Γ' προοριζόταν κυρίως να ανταποκριθεί στις τρέχουσες ανάγκες της περιόδου.
Οι επιστήμονες συσχετίζουν με τη δυναστεία των Ισαύρων και κυρίως με τον Λέοντα Γ', άλλα τρία νομοθετικά έργα: τον «Νόμον Γεωργικόν», τον «Νόμον Στρατιωτικόν» και το «Νόμον Ροδίων Ναυτικόν». Διάφορες μεταφράσεις των τριών αυτών έργων παρουσιάζονται συχνά σε αρκετά χειρόγραφα που έχουν διασωθεί, χωρίς να αναφέρονται τα ονόματα των συγγραφέων ή ο χρόνος της πρώτης τους έκδοσης. Γι’ αυτό, η απόδοσή τους στη μια ή την άλλη περίοδο εξαρτάται από εσωτερικές αποδείξεις, από την εκτίμηση των περιεχομένων τους, από τη γλώσσα και τη σύγκριση με άλλα παρόμοια έργα.

ΓΕΩΡΓΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ
Ο Νόμος αυτός συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη προσοχή. Η κορυφή των ειδικών στο Βυζαντινό Δίκαιο, ο Γερμανός Zacharia von Lingenthal, έχει αλλάξει γνώμη για το ζήτημα αυτό. Είχε αρχίσει να το θεωρεί ως έργο ιδιωτικό του 8ου ή 9ου αιώνα, το οποίο συνετέθη, όπως νόμιζε, εν μέρει με βάση τη Νομοθεσία του Ιουστινιανού και εν μέρει με βάσει τις τοπικές συνθήκες. Αργότερα έτεινε να πιστεύει ότι υπήρξε δημιούργημα της νομοθετικής δράσης του Λέοντα και του Κωνσταντίνου και ότι δημοσιεύτηκε είτε συγχρόνως με την «Εκλογή» είτε αμέσως μετά. Συμφωνεί με τους Ρώσους επιστήμονες Vasillievsky και Uspensky, που χαρακτηρίζουν το έργο αυτό ως μια συλλογή κανόνων που ρυθμίζουν την αγροτική ζωή και ασχολούνται με κοινά αδικήματα των αγροτών. Κυρίως ασχολείται με διάφορες κατηγορίες κλεπτών μικροπραγμάτων και φρούτων, με παραβάσεις κι απροσεξίες των βοσκών και με ζημιές που γίνονταν στα ζώα ή ζημιές που προκαλούσαν τα κτήνη. Ο Ρώσος επιστήμονας Pancenko, που μελέτησε ειδικά το έργο αυτό, ονόμαζε τον Γεωργικό Νόμο «συμπλήρωμα του πρακτικού νόμου που εφάρμοζαν οι χωρικοί».
Το έργο δεν είναι χρονολογημένο. Μερικοί επιστήμονες το αποδίδουν στην εποχή του Λέοντα Γ', αλλά πρέπει να τονιστεί ότι το πρόβλημα απέχει πολύ από την οριστική του λύση. Σύμφωνα με τη γνώμη του Pancenko «η ανάγκη ύπαρξης ενός τέτοιου νόμου πρέπει να ήταν αισθητή ακόμα και στον 7ο αιώνα». Ο χαρακτήρας κατόπιν του βιβλίου, χονδροειδής και άτεχνος, είναι πιο συγγενής με το πνεύμα της μεγαλύτερης παρακμής του πολιτισμού του Βυζαντίου παρά με την περίοδο της δημιουργίας της «Εκλογής». Δεν έχει ακόμα αποδειχθεί ότι ο Γεωργικός Νόμος εκδόθηκε τον 8ο αιώνα και είναι δυνατόν η έκδοσή του να έγινε σε προγενέστερη περίοδο. Ο Vernadsky και ο Ostrogorsky αναφέρουν ότι ο Γεωργικός Νόμος έγινε την εποχή του Ιουστινιανού Β' στα τέλη του 7ου αιώνα. Η τελευταία λέξη για το θέμα αυτό ειπώθηκε από τον Ρώσο ιστορικό Lipshitz το 1945, ο οποίος αφού αναθεώρησε όλες τις παλαιές απόψεις, δέχθηκε ως την πιο πιθανή χρονολογία του Γεωργικού Νόμου τα 50 τελευταία χρόνια του 8ου αιώνα. Δηλαδή, επικύρωσε την παλαιά γνώμη του Zacharia von Lingenthal και του Vasilievsky.
Ο Γεωργικός Νόμος έχει επίσης προσελκύσει την προσοχή των επιστημόνων, επειδή δεν περιέχει τίποτα το σχετικό με τον αποικισμό και τη δουλεία που επικρατούσε στη μεταγενέστερη αυτοκρατορία. Αναφέρεται όμως σε διάφορα νέα φαινόμενα: στην προσωπική ιδιοκτησία των αγροτών, στην κοινή ιδιοκτησία, στην κατάργηση της καταναγκαστικής εργασίας και στην καθιέρωση της ελευθερίας της μετακίνησης. Αυτά τα πράγματα συνδέονται συνήθως από τους επιστήμονες με την εκτεταμένη εγκατάσταση των Σλάβων στην αυτοκρατορία, η οποία πολύ πιθανόν εισήγαγε συνθήκες, σύμφωνες με τον τρόπο ζωής τους και κυρίως με την κοινότητα. Η άποψη του Pancenko ότι ο Γεωργικός Νόμος δεν ασχολείται με την κοινότητα απορρίπτεται πολύ σωστά από τους σύγχρονους συγγραφείς.
Ο Uspensky τονίζει οπωσδήποτε τη σημασία αυτού του νόμου, αποδίδοντάς του ορισμένα γενικής φύσης μέτρα για την αυτοκρατορία και τονίζοντας ότι ο νόμος αυτός «πρέπει να χρησιμεύσει σαν βασικό σημείο εκκίνησης της ιστορίας της οικονομικής εξέλιξης της Ανατολής», σχετικό με την τάξη των ελεύθερων γεωργών και των μικροϊδιοκτητών. Η γνώμη αυτή όμως μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι η δουλεία είχε γενικά καταργηθεί κατά τον 7ο ή 8ο αιώνα, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Ο Diehl, που στην «Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας» θεωρεί τον Γεωργικό Νόμο ως έργο του Λέοντα Γ' και του γιου του, προχωρεί ακόμα περισσότερο, αναφέροντας ότι «ο Νόμος αυτός είχε σκοπό να συγκρατήσει την ανησυχητική ανάπτυξη των μεγάλων ιδιοκτησιών, να σταματήσει την εξαφάνιση των ελεύθερων μικροϊδιοκτησιών και να εξασφαλίσει στους αγρότες καλύτερες συνθήκες ζωής».
Ο Άγγλος επιστήμονας Ashburner, μετέφρασε, δημοσίευσε κι ερεύνησε προσεκτικά το Γεωργικό Νόμο, αν και δεν γνώριζε ρωσικά, πράγμα που δεν του επέτρεπε να γνωρίζει τις έρευνες των Ρώσων. Ο Ashburner τείνει να συμφωνήσει με τον Zacharia von Lingenthal, ότι ο Γεωργικός Νόμος στην τωρινή του μορφή είναι μέρος της νομοθεσίας των Εικονοκλαστών και ότι κατά ένα μεγάλο μέρος του αποτελεί μια συλλογή των συνηθειών της εποχής. Συγχρόνως όμως ο Ashburner διαφέρει στις απόψεις του από τον Zacharia von Lingenthal σε τρία σπουδαία σημεία: 1) στην προέλευση του Νόμου, 2) στη βάσει του Νόμου τοποθέτηση της αγροτικής τάξης, 3) στον οικονομικό χαρακτήρα των δύο τύπων κατοχής στους οποίους αναφέρεται. Οι σχέσεις του Γεωργικού Νόμου με την «Εκλογή», κατά τον Ashburner, δεν είναι τόσο στενές όσο τις παρουσιάζει ο Zacharia von Lingenthal. Η κατάσταση μάλιστα της κοινωνίας που εμφανίζει ο Νόμος έδινε στον αγρότη τη δυνατότητα να μεταναστεύσει ελεύθερα από μέρος σε μέρος. Όμως, συμφωνεί με τον Γερμανό επιστήμονα στο ότι το «ύφος» του Νόμου αυτού δείχνει ότι δεν υπήρξε δημιούργημα ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αλλά έργο νομοθετικής αρχής.
Η θεωρία της αποκλειστικής επιρροής των Σλάβων στις εσωτερικές υποθέσεις του Βυζαντίου, η οποία βαρύνει με την αυθεντία του Zacharia von Lingenthal, ενώ υποστηρίζεται και από εκλεκτούς Ρώσους επιστήμονες, ειδικούς στη Βυζαντινή ιστορία, παίρνει μια σταθερή θέση στην ιστορική φιλολογία. Εκτός από τις γενικές περιγραφές της εγκατάστασης των Σλάβων στο Βυζάντιο, οι επιστήμονες αυτοί χρησιμοποιούν ως κύρια βάση για τη θεωρία τους το γεγονός ότι η αντίληψη περί ελεύθερων χωρικών και η κοινή ιδιοκτησία ήταν ξένα πράγματα προς το Ρωμαϊκό Νόμο και ότι συνεπώς θα εισήχθηκαν στη ζωή του Βυζαντίου από κάποιο νέο παράγοντα, που στην περίπτωση αυτή είναι ο σλαβικός.
Ο Zlatarsky υποστήριξε τη θεωρία της σλαβικής επιρροής στον Γεωργικό Νόμο, τον οποίον αποδίδει στον Λέοντα Γ', και τον εξηγεί με βάση την πολιτική του Λέοντα έναντι στους Βουλγάρους. Ο Λέων διαπίστωσε ότι οι Σλάβοι, που ήταν κάτω από την εξουσία του, ήθελαν να πάνε στους Βούλγαρους και γι’ αυτό εισήγαγε στους Νόμους του σλαβικά ήθη και συνήθειες ελπίζοντας να προσφέρει έτσι στους Σλάβους κάτι το πιο ελκυστικό. Καλύτερη όμως μελέτη των Κωδίκων του Θεοδοσίου και του Ιουστινιανού, των Νεαρών του δεύτερου, και των δεδομένων της παπυρολογίας και των βίων των Αγίων, αποδεικνύει ότι υπήρχαν στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία χωριά όπου κατοικούσαν ελεύθεροι γαιοκτήμονες και ότι η κοινή ιδιοκτησία υπήρχε πριν από την έκδοση του Νόμου. Επομένως, με βάση τον Γεωργικό Νόμο, δεν μπορούμε να οδηγηθούμε σε γενικά συμπεράσματα. Ο Νόμος αυτός μπορεί να χρησιμεύσει μόνο σαν μια άλλη απόδειξη του ότι στη Βυζαντινή αυτοκρατορία οι ελεύθερες μικροϊδιοκτησίες των αγροτών και η κοινή ιδιοκτησία συνυπήρχαν με τη δουλεία.
Η θεωρία της σλαβικής επιρροής πρέπει να απορριφθεί και να στραφεί η προσοχή στη μελέτη του προβλήματος των ελεύθερων γεωργών και της κοινής ιδιοκτησίας στην πρώτη και μεταγενέστερη περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με βάση τόσο το νέο όσο και το παλαιό πληροφοριακό υλικό που δεν έχει χρησιμοποιηθεί όσο πρέπει.
Έχουν γίνει επίσης πολύ ενδιαφέρουσες προσπάθειες για τη σύγκριση του Νόμου με τα κείμενα των βυζαντινών παπύρων, αλλά χάρη στην καταπληκτική μερικές φορές ομοιότητα της φρασεολογίας δεν μπορούν να εξαχθούν ορισμένα συμπεράσματα. Κατά τον Ashburner μια τέτοια ομοιότητα αποδεικνύει μόνο εκείνο που δεν έχει ανάγκη απόδειξης: ότι δηλαδή οι νομικοί της εποχής χρησιμοποιούν τις ίδιες φράσεις.
Στα χειρόγραφα των νομικών έργων ο «Ναυτικός Νόμος» και ο «Στρατιωτικός Νόμος» συχνά είναι προσαρτημένος στην «Εκλογή» ή άλλα νομικά έργα. Και οι δυο νόμοι είναι αχρονολόγητοι, αλλά με βάση ορισμένα συμπεράσματα, που όμως δεν λύνουν το πρόβλημα, αποδίδονται από μερικούς επιστήμονες στην περίοδο της δυναστείας των Ισαύρων.

ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ (leges navales)
Ο Νόμος αυτός, που μερικές φορές ονομάζεται στα χειρόγραφα ο «Νόμος Ροδίων Ναυτικός», είναι νόμος που ρυθμίζει την Εμπορική Ναυτιλία. Μερικοί επιστήμονες υποθέτουν ότι ο Νόμος αυτός έχει αποσπαστεί από το δεύτερο κεφάλαιο του 14ου βιβλίου του «Πανδέκτη», το οποίο περιέχει ένα σχεδόν ακριβές απόσπασμα από το γνωστό ως «lex Rhodia de jactu» Νόμο, που ασχολείται με την κατανομή των απωλειών μεταξύ του ιδιοκτήτη του πλοίου και του ιδιοκτήτη του φορτίου σε περίπτωση που μέρος του φορτίου ρίχνεται στη θάλασσα για να σωθεί το πλοίο. Προς το παρόν η εξάρτηση του Ναυτικού Νόμου από τον Πανδέκτη καθώς και η σχέση του προς την «Εκλογή» δεν γίνεται δεκτή από τους επιστήμονες.
Η μορφή με την οποία ο Νόμος αυτός έφτασε μέχρι την εποχή μας είναι αποτέλεσμα συλλογής υλικού που προέρχεται από πολύ διαφορετικές εποχές. Ο Ashburner αναφέρει ότι το τρίτο μέρος του Ναυτικού Νόμου προοριζόταν να αποτελέσει τμήμα του βιβλίου LIII των Βασιλικών και ότι έγινε μια δεύτερη έκδοση του Ναυτικού Νόμου είτε από τους ίδιους που συνέθεσαν τα Βασιλικά ή κάτω από την καθοδήγησή τους. Τα κείμενα που σώζονται τώρα αντιπροσωπεύουν στην ουσία τους τη δεύτερη έκδοση.
Το ύφος του Ναυτικού Νόμου είναι μάλλον επίσημο, ενώ στα περιεχόμενά του διαφέρει πολύ από τον Πανδέκτη του Ιουστινιανού, επειδή παρουσιάζει μερικές μεταγενέστερες επιρροές. Έτσι, για παράδειγμα, ο Νόμος αυτός τονίζει τις ευθύνες του ιδιοκτήτη του πλοίου, του ενοικιαστή και των επιβατών για την ασφάλεια του πλοίου και του φορτίου. Σε περίπτωση καταιγίδας ή πειρατείας έπρεπε όλοι να επανορθώσουν τις ζημιές. Η υποχρέωση αυτή είχε σκοπό να χρησιμεύει σαν ένα είδος ασφάλειας, η οποία ήταν αποτέλεσμα του ότι από την εποχή του Ηράκλειου, τον 7ο αιώνα, η εμπορική Ναυτιλία και η ναυτιλία γενικά, διέτρεχαν μεγάλους κινδύνους από τις θαλασσινές επιδρομές των Αράβων και Σλάβων πειρατών. Η πειρατεία έγινε συνηθισμένο φαινόμενο κι οι πλοιοκτήτες κι οι έμποροι μπορούσαν να συνεχίζουν τις εμπορικές τους επιχειρήσεις μόνον εφόσον αναλάμβαναν από κοινού τους κινδύνους.
Η εποχή της επεξεργασίας του Ναυτικού Νόμου μπορεί να υπολογιστεί μόνο κατά προσέγγιση. Πιθανόν να συντέθηκε από ιδιώτες μεταξύ του 600 και του 800 μ.Χ. Οπωσδήποτε δεν υπάρχει λόγος να δεχτούμε κοινή προέλευση των τριών βιβλίων, δηλαδή του Ναυτικού Νόμου, του Αγροτικού Κώδικα και του Στρατιωτικού Νόμου.
Παρά τη στροφή της Δυναστείας των Μακεδόνων προς τις αρχές του Κώδικα του Ιουστινιανού, ο Ναυτικός Νόμος παρέμεινε εν ενεργεία και επηρέασε μερικούς από τους νομομαθείς του Βυζαντίου του 10ου, 11ου και 12ου αιώνα. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι η εμπορική Ναυτιλία του Βυζαντίου δεν επανήλθε στην παλαιά της κατάσταση μετά τον 7ο και 8ο αιώνα. Οι Ιταλοί, οι οποίοι μονοπώλησαν αργότερα το εμπόριο της Μεσογείου, είχαν τους δικούς τους Ναυτικούς Νόμους. Μαζί με την παρακμή της εμπορικής Ναυτιλίας του Βυζαντίου ο Ναυτικός Νόμος απαρχαιώθηκε και τα νομικά βιβλία του 13ου και 14ου αιώνα δεν τον αναφέρουν πια.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ (leges militares)
Ο Νόμος αυτός αποτελεί απόσπασμα από την ελληνική παράφραση του Πανδέκτη και του Κώδικα του Ιουστινιανού, της «Εκλογής» και άλλων μεταγενεστέρων πηγών. Αποτελείται κυρίως από μια απαρίθμηση ποινών που προορίζονται για όσους υπηρετούσαν στο στρατό και για διάφορα παραπτώματα, όπως για παράδειγμα, την ανταρσία, την ανυπακοή, τη φυγή και τη μοιχεία. Οι ποινές είναι εξαιρετικά αυστηρές και αν η γνώμη των επιστημόνων ότι ο Νόμος αυτός ανήκει στη δυναστεία των Ισαύρων ήταν σωστή, θα αποτελούσαν μια εξαιρετική ένδειξη της αυστηρής στρατιωτικής πειθαρχίας την οποία εισήγαγε ο Λέων Γ'. Δυστυχώς όμως οι ανεπαρκείς πληροφορίες δεν βοηθούν στην ενίσχυση της θέσης ότι ο Νόμος ανήκει στην περίοδο αυτή.
Γενικά ό,τι ειπώθηκε σχετικά με τον Γεωργικό Νόμο, τον Ναυτικό και τον Στρατιωτικό Νόμο μπορεί να συνοψιστεί στο ότι κανείς από αυτούς τους τρεις μικρούς Κώδικες δεν μπορεί να γίνει δεκτός με βεβαιότητα ως έργο της εποχής των Ισαύρων αυτοκρατόρων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: