17/2/11

Η θρησκευτική πολιτική της δυναστείας του Ηρακλείου [21]

Ο ΜΟΝΟΘΕΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ «Η ΕΚΘΕΣΗ»
Οι εκστρατείες του Ηρακλείου εναντίον των Περσών έχοντας σαν αποτέλεσμα την επανάκτηση των Μονοφυσιτικών επαρχιών της αυτοκρατορίας (Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος) έθεσαν για μια ακόμα φορά έντονο το πρόβλημα της συμπεριφοράς του κράτους προς τους Μονοφυσίτες. Ακόμα και στη διάρκεια των εκστρατειών του ο Ηράκλειος άρχισε συνεννοήσεις με τους Μονοφυσίτες επισκόπους των ανατολικών επαρχιών, για να πετύχει ένα είδος εκκλησιαστικής ενότητας, κάνοντας ορισμένες παραχωρήσεις στα δογματικά ζητήματα. Φαινόταν ότι η ενότητα θα μπορούσε να επιτευχθεί αν η Ορθόδοξη Εκκλησία συμφωνούσε να αποδεχθεί δύο μεν φύσεις αλλά μια ενέργεια και ένα θέλημα του Ιησού. Από την τελευταία αυτή λέξη η διδασκαλία ονομάστηκε Μονοθελητισμός και είναι γνωστή στην ιστορία με το όνομα αυτό. Η Αντιόχεια και η Αλεξάνδρεια, που αντιπροσωπεύονταν από τους Μονοφυσίτες Πατριάρχες τους που διόρισε ο Ηράκλειος, ήθελαν να εργαστούν για την επίτευξη μιας συμφωνίας. Εναντίον όμως του Μονοθελητισμού εξεγέρθηκε ο μοναχός Σωφρόνιος από την Παλαιστίνη, ο οποίος ζούσε στην Αλεξάνδρεια και που χρησιμοποιώντας τα εντυπωσιακά του επιχειρήματα κατά της νέας διδασκαλίας, απειλούσε να υποσκάψει τη διαλεκτική τακτική του Ηράκλειου. Ο Πάπας Ονόριος, αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο των δογματικών ερίδων που στηρίζονταν σε δόγματα, τα οποία δεν συζητήθηκαν από Οικουμενικές Συνόδους, δήλωσε ότι η διδασκαλία περί μιας θέλησης ήταν σωστή. Ο Σωφρόνιος έγινε Πατριάρχης Ιεροσολύμων, παίρνοντας έτσι μια θέση που του επέτρεπε να εξασκεί πολύ μεγαλύτερη επιρροή, και έστειλε μια συνοδική επιστολή στον επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, με την οποία ανέπτυσσε με μεγαλύτερη θεολογική ικανότητα το μη ορθόδοξο της διδασκαλίας των Μονοθελητών. Προβλέποντας ο Ηράκλειος μεγάλες θεολογικές διαμάχες εξέδωσε την «Έκθεση», τη διατύπωση δηλαδή της διδασκαλίας περί μιας θέλησης του Χριστού. Το χριστολογικό μέρος του κειμένου αυτού το συνέθεσε ο Πατριάρχης Σέργιος. Ο αυτοκράτορας έλπιζε ότι η έκθεση θα συντελούσε πολύ στη συνδιαλλαγή των Μονοφυσιτών με τους Ορθοδόξους, αλλά οι ελπίδες του διαψεύσθηκαν. Ο νέος Πάπας δεν ενέκρινε την Έκθεση και θέλοντας να υποστηρίξει το δόγμα περί δύο θελήσεων, κήρυξε τον Μονοθελητισμό ως αίρεση. Η πράξη αυτή όμως δημιούργησε μια απροσδόκητη έχθρα μεταξύ του Πάπα και του αυτοκράτορα. Επιπλέον η Έκθεση δημοσιεύθηκε σε μια περίοδο κατά την οποία δεν μπορούσε να ασκήσει τη μεγάλη επιρροή στην οποία υπολόγιζε ο Ηράκλειος. Ο κύριος σκοπός του αυτοκράτορα ήταν να συμβιβάσει τις ανατολικές μονοφυσιτικές επαρχίες με την Ορθοδοξία. Αλλά το έτος 638, όταν δημοσιεύθηκε η Έκθεση, η Συρία, η Παλαιστίνη και το τμήμα της Μεσοποταμίας που ανήκε στο Βυζάντιο, δεν αποτελούσαν πια τμήμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, επειδή είχαν καταληφθεί από τους Άραβες. Υπήρχε ακόμα η Αίγυπτος αλλά και αυτής οι ημέρες ήταν μετρημένες. Η υπόθεση των Μονοφυσιτών είχε χάσει την πολιτική της σημασία και το διάταγμα του Ηρακλείου δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Παρόμοιες προσπάθειες συμβιβασμού που είχαν γίνει στο παρελθόν δεν οδήγησαν σε ικανοποιητικά αποτελέσματα και δεν πέτυχαν ποτέ να λύσουν τα βασικά προβλήματα κυρίως λόγω της έντονης ισχυρογνωμοσύνης της πλειονότητας και των δύο πλευρών.

Ο «ΤΥΠΟΣ» ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑ Β'
Μετά το θάνατο του Ηράκλειου, στη διάρκεια της βασιλείας του Κώνστα Β', η θρησκευτική πολιτική εξελίχθηκε ως εξής: Ο αυτοκράτορας παρέμενε ακόμα οπαδός του Μονοθελητισμού, αν και η κίνηση αυτή είχε χάσει την πολιτική της σημασία. Μετά την απώλεια της Αιγύπτου, που καταλήφθηκε από τους Άραβες, ο αυτοκράτορας έκανε αρκετές προσπάθειες για να συμβιβασθεί με τον Πάπα, και προσφέρθηκε να κάνει αρκετές μεταβολές των δογμάτων του Μονοθελητισμού. Έχοντας σκοπό τη συμφιλίωση, ο Κώνστας Β' εξέδωσε το 648 τον «Τύπο», ο ποίος απαγόρευε κάθε συζήτηση σχετική με τις δύο ενέργειες ή θελήσεις του Χριστού. Εκτός από την απαγόρευση αυτή, ο Τύπος διέταζε την εξαφάνιση των εγγράφων συζητήσεων επί του θέματος, δηλαδή την έκθεση του Ηρακλείου, που είχε τοποθετηθεί στο νάρθηκα της Αγίας Σοφίας. Το μέτρο όμως αυτό του Κώνστα δεν πέτυχε την ποθητή θρησκευτική ειρήνη. Μπροστά στους αντιπροσώπους του ελληνικού κλήρου, στη Σύνοδο του Λατερανού, ο Πάπας Μαρτίνος καταδίκασε «την πολύ ασεβή Έκθεση (impiissima Ecthesis)» και «τον φαύλο Τύπο (scelerosus Typus)» και κήρυξε όλους εκείνους, που τα ονόματά τους συνδέονταν με τη σύνταξη των δύο διαταγμάτων, ένοχους αίρεσης. Ο εκλεκτός θεολόγος του 7ου αιώνα Μάξιμος ο Ομολογητής, αντιμετώπισε αποφασιστικά τόσο τον Τύπο όσο και τον Μονοθελητισμό γενικά. Επίσης μεγάλη δυσαρέσκεια εκδηλωνόταν εναντίον της θρησκευτικής πολιτικής του αυτοκράτορα στην Ανατολική Εκκλησία.
Εξοργισμένος από τη στάση του Πάπα στη σύνοδο του Λατερανού, ο Κώνστας Β' διέταξε τον Έξαρχο της Ραβέννας να συλλάβει τον Μαρτίνο και να τον στείλει στην Κωνσταντινούπολη. Ο Έξαρχος, εκπληρώνοντας τις διαταγές του αυτοκράτορα, μετέφερε τον Πάπα στην Κωνσταντινούπολη, όπου κατηγορήθηκε για προσπάθεια εξέγερσης των δυτικών επαρχιών εναντίον του αυτοκράτορα, διαπομπεύθηκε και φυλακίστηκε. Λίγο αργότερα στάλθηκε στη μακρινή Χερσώνα, το συνηθισμένο τόπο εξορίας της βυζαντινής περιόδου, όπου πέθανε λίγο μετά την άφιξή του εκεί. Στα γράμματα που έστελνε από τη Χερσώνα ο Πάπας παραπονείται για τις κακές συνθήκες ζωής και ζητάει από τους φίλους του να του στείλουν τροφή και κυρίως ψωμί, για το οποίο μιλούν εκεί δίχως να το έχουν δει ποτέ. Δυστυχώς τα γράμματα του Μαρτίνου δίνουν πολύ μικρού ενδιαφέροντος πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε στη Χερσώνα, από πλευράς οικονομικής και πολιτισμού, τον 7ο αιώνα.
Ο αυτοκράτορας κι ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης συνέχισαν τις συνεννοήσεις τους με τους διαδόχους του Μαρτίνου και τελικά συμβιβάστηκαν με τον δεύτερο διάδοχό του, τον Βιταλιανό και το σχίσμα των Εκκλησιών έπαψε να υπάρχει. Αυτή η θρησκευτική συμφιλίωση με τη Ρώμη πολιτικά ήταν πολύ σημαντική για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, επειδή ενίσχυσε τη θέση του αυτοκράτορα στην Ιταλία.
Ο αντίπαλος του Μονοθελητισμού, Μάξιμος ο Ομολογητής, συνελήφθηκε από τον Έξαρχο της Ιταλίας και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου, αφού τον καταδίκασαν, τον ακρωτηρίασαν σκληρά. Ο Μάξιμος πέθανε σαν μάρτυρας στην εξορία.

Η 6η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Αν και ο Μονοθελητισμός έχασε την πολιτική του σημασία, συνέχισε να προκαλεί διαφωνίες μεταξύ του λαού ακόμα και μετά την απαγόρευση του Τύπου. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο ο διάδοχος του Κώνστα Β', ο Κωνσταντίνος Δ', θέλοντας να εγκαθιδρύσει μια οριστική θρησκευτική ειρήνη στην αυτοκρατορία του, συγκάλεσε το 680 στην Κωνσταντινούπολη την 6η Οικουμενική Σύνοδο, που καταδίκασε τον Μονοθελητισμό και αναγνώρισε τις δύο φύσεις, τα δύο θελήματα και τις δύο ενέργειες του Χριστού.
Η ειρήνη με τη Ρώμη αποκαταστάθηκε τελείως, και η ανακοίνωση που στάλθηκε στον Πάπα από την 6η Σύνοδο τον προσφωνεί «Κεφαλή της πρώτης Επισκοπής της παγκόσμιας Εκκλησίας» και δηλώνει ότι το μήνυμα του Πάπα προς τον αυτοκράτορα ερμήνευε τις πραγματικές αρχές της θρησκείας.
Έτσι την εποχή του Κωνσταντίνου Δ', το βυζαντινό κράτος εκδηλώθηκε οριστικά κατά του Μονοφυσιτισμού και του Μονοθελητισμού. Τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας (αποσπασμένα από την αυτοκρατορία, μετά τις κατακτήσεις των Αράβων) έλαβαν μέρος στην 6η Οικουμενική Σύνοδο, στέλνοντας κι αυτά τους αντιπροσώπους τους. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μακάριος, που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ασκώντας τα καθήκοντά του μόνο στην Κιλικία και την Ισαυρία, υποστήριξε τον Μονοθελητισμό στη διάρκεια της Συνόδου και γι’ αυτό εκθρονίστηκε και αφορίστηκε. Οι αποφάσεις της Συνόδου απέδειξαν στη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο ότι η Κωνσταντινούπολη εγκατέλειψε την επιθυμία να βρει ένα τρόπο συμβιβασμού με τις επαρχίες που δεν αποτελούσαν πλέον μέρος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η θρησκευτική ειρήνη που έγινε με τη Ρώμη πέτυχε χάρη στην αποφασιστική απομάκρυνση από το Μονοφυσιτικό και το Μονοθελητικό πληθυσμό των ανατολικών επαρχιών, πράγμα που συντέλεσε πολύ στην περαιτέρω ενίσχυση της δύναμης των Αράβων στις επαρχίες αυτές. Η Συρία, η Παλαιστίνη κι η Αίγυπτος απομονώθηκαν οριστικά από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Δεν μπορούμε να πούμε ότι η συμφωνία που έγινε με τη Ρώμη, με βάση την 6η Οικουμενική Σύνοδο, κράτησε πολύ. Ακόμα και την εποχή του διαδόχου του Κωνσταντίνου Δ', Ιουστινιανού Β', οι σχέσεις μεταξύ Βυζαντινής αυτοκρατορίας και Ρώμης εντάθηκαν και πάλι. Θέλοντας να συμπληρώσει το έργο της 5ης και 6ης Οικουμενικής Συνόδου, ο Ιουστινιανός Β' συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη, το 691, μια Σύνοδο, που έγινε στη θολωτή αίθουσα του Παλατιού, τον Τρούλο, και ονομάστηκε συνεπώς «η εν Τρούλω Σύνοδος». Η Σύνοδος αυτή που ονομάστηκε Οικουμενική, είναι επίσης γνωστή ως «Πανθέκτη» (Ouinisextum), επειδή αποτελεί συμπλήρωμα των δύο προηγούμενων Συνόδων, δηλαδή της 5ης και της 6ης. Ο Πάπας Σέργιος αρνήθηκε να υπογράψει τα πρακτικά της Συνόδου με την αιτιολογία ορισμένους όρους, όπως ήταν ο όρος ο σχετικός με τη νηστεία του Σαββάτου και η άδεια που δινόταν στους ιερείς να παντρεύονται. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Κώνστα Β' που εξόρισε τον Μαρτίνο στην Κριμαία, ο Ιουστινιανός διέταξε τη σύλληψη του Σέργιου και τη μεταφορά του στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά ο στρατός της Ιταλίας τον υπερασπίστηκε και τον προστάτευσε από τον απεσταλμένο του αυτοκράτορα, ο οποίος θα έχανε τη ζωή του αν δεν επενέβαινε ο Πάπας.
Στη διάρκεια της δεύτερης βασιλείας του Ιουστινιανού Β' (705-711), ο Πάπας Κωνσταντίνος (ο τελευταίος Πάπας που κλήθηκε στην πρωτεύουσα του Βυζαντίου) ήρθε, ύστερα από πρόσκληση του αυτοκράτορα, στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ιουστινιανός δέχτηκε τον Πάπα με μεγάλες τιμές και (όπως αναφέρει ο βιογράφος του Πάπα) ξαπλώθηκε μπροστά στον Κωνσταντίνο, του οποίου φίλησε το πόδι, κρατώντας στο χέρι το αυτοκρατορικό στέμμα.
Ο Ιουστινιανός κι ο Πάπας πέτυχαν έναν ικανοποιητικό συμβιβασμό, για τον οποίον όμως δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες. Ο Πάπας Κωνσταντίνος, όπως αναφέρει ο Γερμανός εκκλησιαστικός ιστορικός Hefele, είχε την εποχή εκείνη αναμφίβολα πετύχει τη μέση οδό, την οποία αργότερα ακολούθησε ο Πάπας Ιωάννης Η' (872-882), δηλώνοντας ότι «δεχόταν όλους τους κανόνες που δεν ήταν αντίθετοι στην αληθινή πίστη, την ηθική και τα διδάγματα της Ρώμης».
Ο Πάπας Κωνσταντίνος επέστρεψε με ασφάλεια στη Ρώμη, όπου έγινε δεκτός από το λαό με μεγάλη χαρά. Η θρησκευτική ειρήνη φαινόταν να έχει επικρατήσει τελικά μέσα στα τόσο περιορισμένα σύνορα της αυτοκρατορίας.

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ «ΘΕΜΑΤΩΝ»
Στη βυζαντινή ιστορία η οργάνωση των θεμάτων συνδέεται συνήθως με την εποχή της δυναστείας του Ηράκλειου. Με τη φράση «οργάνωση των θεμάτων» εννοούμε την ιδιόρρυθμη οργάνωση των επαρχιών, την οποία υπαγόρευαν οι συνθήκες της εποχής εκείνης και της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό ήταν η ανάπτυξη της στρατιωτικής δύναμης των διοικητών των επαρχιών και της τελικής επικράτησής τους σε βάρος των πολιτικών αρχών. Η μεταβολή αυτή δεν έγινε απότομα και ξαφνικά αλλά σιγά - σιγά. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η ελληνική λέξη «θέμα» σήμαινε ένα στρατιωτικό σώμα, εγκατεστημένο σε μια επαρχία και μόνον αργότερα, πιθανόν τον 8ο αιώνα, ονομάστηκε με το όνομα αυτό και η επαρχία όπου βρισκόταν το στρατιωτικό απόσπασμα. Έτσι άρχισε η λέξη «θέμα» να έχει σχέση με τη διοικητική διαίρεση της αυτοκρατορίας.
Κύρια πληροφοριακή πηγή για το ζήτημα των θεμάτων είναι το «Περί θεμάτων» έργο του αυτοκράτορα του 10ου αιώνα Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου. Το έργο αυτό, εκτός από το ότι είναι πολύ μεταγενέστερο από τον Ηράκλειο, έχει το μειονέκτημα ότι στηρίζεται σε μερικά σημεία, σε γεωγραφικά έργα του 5ου και του 6ου αιώνα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν πολύ επιπόλαια ή αντιγράφηκαν κατά λέξη. Αν και το έργο αυτό δεν δίνει πολλές πληροφορίες για την οργάνωση των θεμάτων κατά τον 7ο αιώνα, όμως συνδυάζει την αρχή του συστήματος με το όνομα του Ηράκλειου. Ο αυτοκράτορας γράφει: «Από την εποχή της βασιλείας του Ηράκλειου η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία περιορίστηκε σε έκταση και ακρωτηριάστηκε τόσο από την ανατολή όσο και από τη δύση». Πολύ ενδιαφέρον, αν και όχι τελείως ερμηνευμένο, υλικό σχετικό με τα θέματα βρίσκεται στα έργα των Αράβων γεωγράφων Ibn-Khurdadhbah (Khordadhbeh) (αρχές του 9ου αιώνα) και Kudama (αρχές του 10ου αιώνα). Για τη μελέτη της πρώτης περιόδου του συστήματος των θεμάτων οι ιστορικοί κάνουν χρήση σχετικών παρατηρήσεων των χρονογράφων και κυρίως του λατινικού μηνύματος του Ιουστινιανού Β', που αυτός έστειλε στον Πάπα (687) σχετικά με την επιβεβαίωση της 6ης Οικουμενικής Συνόδου. Η επιστολή αυτή περιέχει ένα πίνακα των στρατιωτικών περιοχών της εποχής αυτής, που δεν αναφέρονται ακόμα ως θέματα αλλά με το λατινικό όνομα exercitus (στρατός). Στις ιστορικές πηγές της περιόδου αυτής η λατινική λέξη «exercitus» και η ελληνική «στρατός» ή μερικές φορές «στράτευμα», συχνά χρησιμοποιούνταν με την έννοια μιας περιοχής ή επαρχίας με στρατιωτική οργάνωση.
Πραγματικοί πρόδρομοι της οργάνωσης των θεμάτων υπήρξαν τα εξαρχάτα της Ραβέννας και της Καρχηδόνας, τα οποία ιδρύθηκαν στα τέλη του 6ου αιώνα.
Οι επιθέσεις των Λογγοβάρδων προκάλεσαν τη ριζική μεταβολή της οργάνωσης της Ιταλίας, καθώς οι επιθέσεις των Βέρβερων οδήγησαν στις μεταβολές που έγιναν στη Β. Αφρική. Η κεντρική διοίκηση, θέλοντας να δημιουργήσει μια πιο αποτελεσματική άμυνα εναντίον των εχθρών της, επιχείρησε να οργανώσει μεγάλες περιφερειακές ενότητες με ισχυρές στρατιωτικές αρχές στις συνοριακές επαρχίες. Οι περσικές και αργότερα οι αραβικές κατακτήσεις του 7ου αιώνα, που στέρησαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία από τις ανατολικές της επαρχίες, άλλαξαν τελείως τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Μ. Ασία. Από μια χώρα, που ποτέ δεν είχε ουσιαστικά ανάγκη από σοβαρή προστασία, μεταβλήθηκε σε μια περιοχή που απειλείτο σταθερά κι ισχυρά από τους Μουσουλμάνους γείτονές της. Η κυβέρνηση του Βυζαντίου αναγκάστηκε να πάρει αποτελεσματικά μέτρα στα ανατολικά της σύνορα: Οι στρατιωτικές της δυνάμεις ανασυγκροτήθηκαν και έγιναν νέες διοικητικές μεταβολές που έδιναν την εξουσία κυρίως στις στρατιωτικές αρχές, των οποίων οι υπηρεσίες την εποχή εκείνη ήταν εξαιρετικά σημαντικές. Εξίσου μεγάλη υπήρξε η απειλή από τον αραβικό στόλο, που κυριαρχούσε σχεδόν στη Μεσόγειο, από τον 7ο αιώνα, απειλώντας τις ακτές της Μ. Ασίας, τα νησιά του αρχιπελάγους και ακόμα τις ακτές της Ιταλίας και της Σικελίας. Στα ΒΔ της αυτοκρατορίας οι Σλάβοι κατείχαν ένα μεγάλο μέρος της Βαλκανικής Χερσονήσου και εισχώρησαν μέσα στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης και της Πελοποννήσου, ενώ στα βόρεια σύνορα παρουσιάστηκε το βασίλειο των Βουλγάρων (τα 50 τελευταία χρόνια του 7ου αιώνα). Αυτές οι μεταβαλλόμενες καταστάσεις ανάγκασαν το Βυζάντιο να καταφύγει στην οργάνωση (στις πιο επισφαλείς επαρχίες) εκτεταμένων περιοχών, που διοικούνταν σχεδόν όπως τα εξαρχάτα, με βάση μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη. Το Βυζάντιο, με τον τρόπο αυτόν, απέκτησε ένα καθεστώς στρατοκρατίας.
Το γεγονός ότι τα θέματα δεν είναι καρπός μιας νομοθετικής πράξης σημαίνει ότι κάθε θέμα είχε την ιστορία του. Το πρόβλημα της προέλευσης των θεμάτων μπορεί να λυθεί μόνο με ειδική έρευνα για κάθε θέμα χωριστά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό είναι πολύ ενδιαφέροντα τα έργα του Kulakovsky. Τα στρατιωτικά μέτρα του Ηράκλειου, μετά τη νίκη του κατά των Περσών είναι, κατά τον συγγραφέα αυτόν, το σημείο εκκίνησης για τη νέα διοικητική οργάνωση. Ο Bréhier υποστηρίζει τον Kulakovsky στο σημείο αυτό. Η Αρμενία αποτελεί παράδειγμα της στρατικοποίησης της αυτοκρατορίας ενόψει του κινδύνου των Περσών, επειδή όταν ο Ηράκλειος αναδιοργάνωσε την Αρμενία δε διόρισε πολιτικό διοικητή. Η διοίκηση ήταν καθαρά στρατιωτική. Το σύστημα των θεμάτων είναι απλά μια εφαρμογή σε άλλες επαρχίες αυτού που έγινε στην Αρμενία.
Ο Ουσπένσκι έστρεψε την προσοχή του στους Σλάβους. Όταν κατέκλυσαν τη Βαλκανική χερσόνησο, την εποχή του σχηματισμού των θεμάτων, λέει ότι οι Σλάβοι «βοήθησαν στο σχηματισμό των θεμάτων στη Μ. Ασία προμηθεύοντας έναν αριθμό εθελοντών για την αποίκηση της Βιθυνίας». Η άποψη αυτή όμως πρέπει να ληφθεί υπόψη με προσοχή γιατί δεν υπάρχουν ενδείξεις ομαδικής μετανάστευσης Σλάβων στη Μ. Ασία, πριν τη μεταφορά 80.000 Σλάβων στο Οψίκιο την εποχή του Ιουστινιανού, κατά τα τέλη του 7ου αιώνα.
Είναι οριστικά γνωστό ότι για την αντιμετώπιση του κινδύνου ιδρύθηκαν στην Ανατολή, τον 7ο αιώνα, οι εξής στρατιωτικές περιοχές που αργότερα ονομάστηκαν θέματα: 1) των Αρμενιακών, στη ΒΑ Μ. Ασία, στα σύνορα της Αρμενίας, 2) των Ανατολικών, 3) το Οψίκιο, στη Μ. Ασία κοντά στη θάλασσα του Μαρμαρά και 4) το ναυτικό θέμα των Καραβισιάνων στις νότιες ακτές της Μ. Ασίας και στα γειτονικά νησιά. Τα δύο πρώτα θέματα, που βρίσκονταν σε όλο το κεντρικό κομμάτι της Μ. Ασίας, από τα σύνορα της Κιλικίας στην Ανατολή, μέχρι τις ακτές του Αιγαίου Πελάγους στη Δύση, προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν για την εναντίον των Αράβων προστασία. Το τρίτο είχε σκοπό να προστατεύσει την πρωτεύουσα από τους εξωτερικούς εχθρούς. Το τέταρτο (το ναυτικό θέμα) προοριζόταν για την άμυνα εναντίον του στόλου των Αράβων.
Μια εξαιρετική αναλογία υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτήν την οργάνωση των θεμάτων και στη στρατικοποίηση της Περσικής αυτοκρατορίας την εποχή των Σασσανιδών, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Kawadh και του Χοσρόη (Nushirvan), τον 6ο αιώνα. Στην Περσία επίσης η όλη περιοχή της αυτοκρατορίας είχε διαιρεθεί σε 4 στρατιωτικές διοικήσεις. Η αναλογία είναι τόσο πλήρης ώστε ο Stein την εξηγεί με βάση τη σκέψη ότι ο αυτοκράτορας σκόπευε να υιοθετήσει τη μεταρρύθμιση αυτή των Περσών. Οι διάφορες πηγές πληροφοριών, λέει, μας προτρέπουν να πιστέψουμε ότι ο Ηράκλειος μελέτησε τις μεταρρυθμίσεις των δύο βασιλέων της Περσίας και ότι ακόμα ίσως να είχε υπόψη του σχετικό υλικό από τα αρχεία των Περσών: «Η επιθυμία να διδαχθεί κανείς από τον εχθρό του υπήρξε πάντοτε η επιθυμία κάθε γνήσιου πολιτικού».
Στη Βαλκανική χερσόνησο δημιουργήθηκε η περιοχή της Θράκης εναντίον των Σλάβων και των Βουλγάρων και αργότερα, ίσως στα τέλη του 7ου αιώνα, οργανώθηκε η στρατιωτική περιοχή της Ελλάδας με σκοπό να προστατεύσει την Ελλάδα από τις σλαβικές εισβολές. Την ίδια σχεδόν εποχή οργανώθηκε η περιοχή της Σικελίας εναντίον των ναυτικών επιδρομών των Αράβων, οι οποίοι είχαν αρχίσει να απειλούν τη δυτική πλευρά της Μεσογείου. Με μερικές μικρές εξαιρέσεις οι περιοχές αυτές (τα θέματα) διοικούνταν από τους στρατηγούς. Ο διοικητής των Καραβισιάνων έφερε τον τίτλο drungarius (υποναύαρχος) και ο διοικητής του Οψικίου ονομαζόταν comes.
Η οργάνωση λοιπόν των θεμάτων μπορεί να αναχθεί στον Ηράκλειο, που θέλησε κάτω από την πίεση του κινδύνου των Περσών να οργανώσει στρατιωτικά την αυτοκρατορία. Πέτυχε όμως, από όσα γνωρίζουμε, μόνο στην αναδιοργάνωση της Αρμενίας. Η λαμπρή νίκη κατά των Περσών, που είχε ως αποτέλεσμα την επανάκτηση της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, δημιούργησε μια επιτακτική ανάγκη για την αναδιοργάνωση αυτών των επαρχιών. Ο Ηράκλειος όμως δεν πρόλαβε να ανταποκριθεί στην ανάγκη αυτή γιατί γρήγορα οι επαρχίες αυτές κατακτήθηκαν από τους Άραβες. Ο φόβος των Περσών απομακρύνθηκε αλλά παρουσιάστηκε νέος κίνδυνος, πιο απειλητικός: ο αραβικός κίνδυνος. Οι διάδοχοι του Ηράκλειου ακολουθώντας το παράδειγμά του, δημιούργησαν στρατιωτικές περιοχές (που αργότερα ονομάστηκαν θέματα) με σκοπό την άμυνα εναντίον των Αράβων. Συγχρόνως οι αυτοκράτορες αναγκάστηκαν κάτω από την πίεση της αναπτυσσόμενης σλαβικής και βουλγαρικής απειλής, στα βόρεια της αυτοκρατορίας, να επεκτείνουν τις μεθόδους αυτές άμυνας και προστασίας στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Ελλάδα.
Στις στρατιωτικές περιοχές και στα εξαρχάτα οι πολιτικές αρχές δεν παραχώρησαν αμέσως τα δικαιώματά τους στους στρατιωτικούς διοικητές. Η πολιτική διοίκηση (οι επαρχίες) συνέχισαν να υπάρχουν μέσα στα πλαίσια της νέας τάξης πραγμάτων, στις περισσότερες περιοχές. Οι στρατιωτικές αρχές όμως είχαν πλήρη εξουσία για την αντιμετώπιση των εξωτερικών κινδύνων και η δύναμή τους γινόταν όλο και πιο αισθητή στην πολιτική διοίκηση. «Ο σπόρος του Ηράκλειου», όπως παρατηρεί ο Stein «καρποφόρησε θαυμάσια».
Στη συλλογή των Νεαρών η περίοδος του Ηράκλειου αντιπροσωπεύεται από 4, που ασχολούνται με διάφορα ζητήματα σχετικά με τον κλήρο (612-629). Υπάρχουν επίσης πληροφορίες για άλλους Νόμους του Ηράκλειου, οι οποίοι δεν διασώθηκαν ολόκληροι. Πάντως μπορεί να αποδειχθεί ότι μερικοί από αυτούς τους Νόμους έγιναν δεκτοί και εισήχθηκαν στη νομοθεσία της Δύσης, από τους Γερμανούς και στη νομοθεσία της Ανατολής, από τους Άραβες. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί το λιγότερο για μερικούς Νόμους που ασχολούνται με την πλαστογραφία των νομισμάτων, των επίσημων σφραγίδων και των δημοσίων εγγράφων.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΝΑΡΧΙΑΣ (711-717)
Οι τρεις τυχαίοι αυτοκράτορες, ο Βαρδάνης ή Φιλιππικός, ο Αναστάσιος Β' και ο Θεοδόσιος Γ', που κατέλαβαν το θρόνο μετά τον Ιουστινιανό Β', εκθρονίστηκαν γρήγορα. Ανταρσία και αναρχία επικρατούσε σε όλο το Βυζάντιο. Υποστηρίζοντας το Μονοθελητισμό ο Βαρδάνης διέκοψε τις σχέσεις του με τη Ρώμη, ενώ ο Αναστάσιος πέτυχε να επαναλάβει την επαφή και την παλιά συμφωνία με τον Πάπα. Στα εξωτερικά κυρίως ζητήματα η αυτοκρατορία απέτυχε. Οι Βούλγαροι, αποφασισμένοι να εκδικηθούν το φόνο του Ιουστινιανού ο οποίος τους είχε φερθεί φιλικά, προχώρησαν προς το νότο μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Οι Άραβες, προχωρώντας σταθερά στην ξηρά μέσω της Μ. Ασίας και στη θάλασσα στο Αιγαίο Πέλαγος και την Προποντίδα απειλούσαν επίσης την πρωτεύουσα. Η αυτοκρατορία περνούσε μια πολύ κρίσιμη περίοδο, όμοια με εκείνη που αντιμετώπισε πριν από την επανάσταση του 610, και για μια ακόμα φορά είχε ανάγκη από έναν ικανό και δραστήριο άνθρωπο που θα μπορούσε να την σώσει από ανεπανόρθωτη καταστροφή. Ένας τέτοιος άνθρωπος παρουσιάστηκε στο πρόσωπο του στρατηγού του θέματος των Ανατολικών, Λέοντα. Ο αδύνατος Θεοδόσιος Γ' αντιλαμβανόμενος την ανικανότητά του να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο που πλησίαζε, παραιτήθηκε και το 717 ο Λέων, χωρίς να πειράξει τον Θεοδόσιο, μπήκε στην Κωνσταντινούπολη με θριαμβευτική πομπή και στέφθηκε αυτοκράτορας από τον Πατριάρχη στο Ναό της Αγίας Σοφίας. Έτσι ο Λέων, από στρατιωτικός διοικητής που διέθετε μεγάλη δύναμη στην οργάνωση των θεμάτων, έγινε αυτοκράτορας.

ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ, ΜΑΘΗΣΗ, ΤΕΧΝΗ (7ος ΑΙΩΝΑΣ)
Όσον αφορά τα γράμματα και την τέχνη, η περίοδος αυτή (610-717) είναι η πιο σκοτεινή εποχή όλης της ιστορίας του Βυζαντίου. Μετά την πλούσια δημιουργία του προηγούμενου αιώνα, η πνευματική δραστηριότητα φαίνεται να έχει εξαφανιστεί τελείως. Η κύρια αιτία της στειρότητας αυτής της περιόδου πρέπει να αναζητηθεί στις πολιτικές συνθήκες της αυτοκρατορίας, που ήταν αναγκασμένη να κατευθύνει όλη της τη δράση προς την άμυνα εναντίον των εξωτερικών εχθρών. Οι περσικές και αργότερα οι αραβικές κατακτήσεις των πνευματικά προοδευμένων και δημιουργικών ανατολικών επαρχιών της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου και της Β. Αφρικής, η απειλή των Αράβων στη Μ. Ασία, τα νησιά της Μεσογείου και την πρωτεύουσα ακόμα, καθώς και η αραβο-σλαβική απειλή στα Βαλκάνια, όλα αυτά δημιούργησαν συνθήκες που δεν επέτρεπαν καμιά πνευματική ή καλλιτεχνική δράση. Ακατάλληλες συνθήκες δεν επικρατούσαν μόνο στις επαρχίες που είχαν αποσπαστεί από το Βυζάντιο, αλλά και σε αυτές ακόμα που αποτελούσαν τμήμα του.
Στη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, η Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν παρουσίασε ούτε έναν ιστορικό. Μόνον ο διάκονος της Αγίας Σοφίας Γεώργιος Πισίδης, που έζησε την εποχή του Ηράκλειου, περιγράφει αρμονικά και σωστά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ηράκλειου εναντίον των Περσών και των Αράβων. Άφησε τρία ιστορικά έργα: 1) Περί της εκστρατείας του αυτοκράτορα Ηρακλείου εναντίον των Περσών, 2) Περί της επιθέσεως των Αβάρων εναντίον της Κωνσταντινούπολης, το έτος 626 και περί της ήττας των, χάρη στην επέμβαση της Θεοτόκου και 3) Την «Ηρακλειάδα», η οποία είναι ένας πανηγυρικός του αυτοκράτορα που γράφτηκε με την ευκαιρία της νίκης του εναντίον των Περσών. Ανάμεσα στα άλλα έργα να σημειώσουμε το «εξαήμερον» (Hexaemeron), ένα είδος θεολογικού φιλοσοφικού διδακτικού ποιήματος, το οποίο αναφερόμενο στη δημιουργία του κόσμου κάνει υπαινιγμούς και για τα σύγχρονα γεγονότα. Το έργο αυτό, που περιέχει ένα αγαπητό θέμα στους Χριστιανούς συγγραφείς, διαδόθηκε πέρα από τα σύνορα του Βυζαντίου. Η ποιητική μεγαλοφυΐα του Γεωργίου Πισίδη εκτιμήθηκε αργότερα πολύ και τον 11ο αιώνα ο περίφημος λόγιος του Βυζαντίου, Μιχαήλ Ψελλός, βρέθηκε αντιμέτωπος με το πρόβλημα: «Ποιος υπήρξε καλύτερος ποιητής, ο Ευριπίδης ή ο Γεώργιος Πισίδης;». Ο σύγχρονος επιστημονικός κόσμος θεωρεί τον Γεώργιο ως τον καλύτερο «κοσμικό» ποιητή της βυζαντινής περιόδου.
Από τους χρονικογράφους πρέπει να σημειώσουμε τον Ιωάννη Αντιόχειας και τον ανώνυμο συγγραφέα του «Πασχαλίου Χρονικού». Ο Ιωάννης Αντιόχειας, που έζησε πιθανόν την εποχή του Ηράκλειου, έγραψε ένα παγκόσμιο χρονικό, το οποίο συμπεριλάμβανε την περίοδο από τον Αδάμ μέχρι το θάνατο του Φωκά (610). Επειδή το έργο αυτό έχει διασωθεί μόνο σε αποσπάσματα, δημιουργήθηκαν πολλές διαφωνίες στον επιστημονικό κόσμο σχετικά με την ταυτότητα του συγγραφέα. Μερικές φορές μάλιστα αποδίδεται στον Ιωάννη Μαλάλα, ο οποίος ήταν επίσης από την Αντιόχεια. Με βάση όμως τα αποσπάσματα που έχουν διασωθεί, το έργο του Ιωάννη Αντιόχειας αναγνωρίζεται ως πολύ ανώτερο από αυτό του Μαλάλα, επειδή δείχνει μια πολύ πιο κατάλληλη χρήση των πηγών. Την ίδια επίσης εποχή του Ηράκλειου, κάποιος άγνωστος κληρικός συνέθεσε το Πασχάλιο Χρονικό, το οποίο αν και δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας πίνακας γεγονότων από τον Αδάμ μέχρι το 629 μ.Χ., περιέχει αρκετές, μάλλον ενδιαφέρουσες, ιστορικές παρατηρήσεις. Η αξία του έργου αυτού (που είναι πρωτότυπο) έγκειται κυρίως στην κατάλληλη χρήση των πηγών και στο μέρος εκείνο που ασχολείται με τα σύγχρονα γεγονότα του συγγραφέα.
Στον θεολογικό τομέα οι Μονοθελητικές διαμάχες του 7ου αιώνα, όπως και οι Μονοφυσιτικές διαμάχες των παλαιότερων χρόνων, οδήγησαν στη δημιουργία εκτεταμένης φιλολογίας, η οποία όμως δεν διασώθηκε, επειδή καταδικάστηκε από τις Συνόδους του 7ου αιώνα, με αποτέλεσμα να χαθούν γρήγορα, όπως ακριβώς χάθηκαν και τα έργα των Μονοφυσιτών. Η φιλολογία αυτή πρέπει να κριθεί συνεπώς σχεδόν αποκλειστικά με βάση τα πρακτικά της 6ης Οικουμενικής Συνόδου και τα έργα του Μάξιμου του Ομολογητή, ο οποίος αναφέρει αποσπάσματα αυτών των εξαφανισμένων έργων, προσπαθώντας να τα αναιρέσει.
Ο Μάξιμος ο Ομολογητής υπήρξε ένας από τους πιο αξιόλογους Βυζαντινούς θεολόγους. Σύγχρονος του Ηράκλειου και του Κώνστα Β', υπήρξε υπερασπιστής της Ορθοδοξίας στη διάρκεια των Μονοθελητικών συζητήσεων του 7ου αιώνα. Για τις πεποιθήσεις του φυλακίστηκε και, αφού βασανίστηκε, εξορίστηκε στη Λαζική, τη μακρινή αυτή επαρχία του Καυκάσου, όπου έμεινε μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Στα έργα του, τα οποία αναφέρονται στην πολεμική, στην εξήγηση των Γραφών, στον ασκητισμό, στο μυστικισμό και στη λειτουργική, βλέπει κανείς την επίδραση κυρίως των 3 φημισμένων πατέρων της Εκκλησίας (Μ. Αθανασίου, Γρηγορίου Ναζιανζηνού και Γρηγορίου Νύσσης) καθώς και τις μυστικές απόψεις του ονομαζόμενου «Διονυσίου Αρεοπαγίτη» (ψευδο-αρεοπαγίτη), που είχαν πολύ διαδοθεί κατά τον Μεσαίωνα. Τα έργα του Μάξιμου υπήρξαν πολύ σημαντικά για την ανάπτυξη του μυστικισμού στο Βυζάντιο. «Συνδυάζοντας το στεγνό ατομιστικό μυστικισμό του Διονυσίου Αρεοπαγίτη», γράφει ένας μελετητής του Μαξίμου, «με τα ζωντανά ηθικά προβλήματα του θεωρητικού ασκητισμού, ο Μάξιμος δημιούργησε έναν ζωντανό τύπο βυζαντινού μυστικισμού, τον οποίο βλέπουμε και πάλι στα έργα πολλών μεταγενέστερων ασκητών. Συνεπώς ο Μάξιμος μπορεί να θεωρηθεί ως ο δημιουργός του βυζαντινού μυστικισμού, με ην πλήρη έννοια του όρου». Δυστυχώς ο Μάξιμος δεν άφησε συστηματική περιγραφή των απόψεών του, τις οποίες πρέπει να συλλέξουμε μέσα από τα πολυάριθμα έργα του. Εκτός από τα θεολογικά και μυστικά του έργα, ο Μάξιμος άφησε και έναν μεγάλο αριθμό επιστολών που έχουν αρκετό ενδιαφέρον.
Η επίδραση και η σημασία των έργων του Μάξιμου δεν περιορίστηκαν μόνο στην Ανατολή. Μεταφέρθηκαν και στη Δύση, όπου αργότερα επηρέασαν τα έργα του λογίου του 9ου αιώνα Johannes Scotus Eriugena, ο οποίος ενδιαφερόταν πολύ για τα έργα του Διονυσίου Αρεοπαγίτη και που αργότερα δήλωσε ότι κατόρθωσε να καταλάβει τις πιο «σκοτεινές» ιδέες του Διονυσίου μόνο χάρη στον «θαυμάσιο τρόπο» με τον οποίο τον εξηγεί ο Μάξιμος, τον οποίο ο Eriugena ονομάζει «θείο φιλόσοφο», «τον πιο διακεκριμένο από όλους τους διδασκάλους» κλπ. Το σχετικό με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο έργο του Μάξιμου, μεταφράστηκε λατινικά από τον Eriugena. Ένας σύγχρονος, νεώτερος του Μάξιμου, ο Αναστάσιος Σιναΐτης ανέπτυξε τα δικά του πολεμικά και εξηγητικά έργα με τον ίδιο σχεδόν τρόπο με τον Μάξιμο, διαθέτοντας όμως λιγότερο ταλέντο.
Στον τομέα της αγιογραφίας, μπορούμε να αναφέρουμε τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Σωφρόνιο, ο οποίος έζησε την πολιορκία της Αγίας Πόλης από τους Άραβες και που έγραψε μια εκτεταμένη περιγραφή του μαρτυρίου και των θαυμάτων των αγίων της Αιγύπτου Κύρου και Ιωάννη. Το έργο αυτό περιέχει πολλές πληροφορίες γεωγραφικής και ιστορικής φύσης. Ακόμα πιο μεγάλο ενδιαφέρον έχουν τα έργα του Λεόντιου, Επισκόπου Νεαπόλεως, ο οποίος έζησε τον 7ο αιώνα επίσης. Έγραψε πολλές «βιογραφίες», από τις οποίες η Ζωή του Ιωάννου του Ελεήμονος, Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας κατά τον 7ο αιώνα, είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την ιστορία της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της περιόδου αυτής. Ο Λεόντιος διαφέρει από τη μεγάλη πλειοψηφία των αγιογράφων στο ότι έγραψε τους Βίους των Αγίων για τον πολύ λαό. Γι’ αυτό η γλώσσα που χρησιμοποιεί έχει πολύ επηρεαστεί από τη δημοτική γλώσσα που χρησιμοποιείτο τότε.
Στον τομέα της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, ο 7ος αιώνας αντιπροσωπεύεται από τον Ανδρέα Κρήτης, από τη Δαμασκό, ο οποίος έζησε τον περισσότερο χρόνο της ζωής του στη Συρία και την Παλαιστίνη, μετά την κατάκτησή τους από τους Άραβες. Αργότερα έγινε Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Ως υμνογράφος είναι περίφημος, κυρίως για τον Μεγάλο Κανόνα του, που διαβάζεται ακόμα και σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δυο φορές κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής. Μερικά κομμάτια του Κανόνα δείχνουν την επίδραση του Ρωμανού του Μελωδού. Ο Κανόνας απαριθμεί τα κυριότερα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης, αρχίζοντας με την πτώση του Αδάμ, καθώς και με τα λόγια και τα έργα του Σωτήρα.
Η σύντομη επισκόπηση των φιλολογικών έργων των σκοτεινών και γεμάτων από δοκιμασίες χρόνων της δυναστείας του Ηράκλειου, δείχνει ότι οι περισσότεροι από τους τόσο λίγους Βυζαντινούς συγγραφείς της περιόδου αυτής προέρχονταν από τις ανατολικές επαρχίες, από τις οποίες μερικές ήταν ήδη κάτω από την κυριαρχία των Μουσουλμάνων κατακτητών.
Έχοντας υπόψη τα εξωτερικά γεγονότα της δυναστείας του Ηράκλειου, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι δεν έχουν διασωθεί σήμερα μνημεία τέχνης της εποχής εκείνης. Όμως και τα πολύ λίγα ακόμα μνημεία του 7ου αιώνα που έχουν διασωθεί, μιλούν καθαρά για τη στερεότητα των βάσεων που έβαλε στην καλλιτεχνική ζωή του Βυζαντίου ο Χρυσός Αιώνας του Μεγάλου Ιουστινιανού.
Και, αν και στις αρχές των 50 τελευταίων χρόνων του 6ου αιώνα, η βυζαντινή τέχνη γίνεται μόλις ελαφρά αισθητή στην αυτοκρατορία, η επιρροή της τον 7ο αιώνα παρατηρείται πολύ καθαρά πέρα από τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Ένας αριθμός εκκλησιών της Αρμενίας αποτελούν λαμπρά παραδείγματα της επιρροής του Βυζαντίου. Ανάμεσα σ’ αυτές είναι ο καθεδρικός Ναός του Edgmiatsin (Etschmiadzin), που ανασυγκροτήθηκε μεταξύ του 611 και του 628 και η εκκλησία της ακρόπολης Ani (622). Το τζαμί του Ομάρ στην Ιερουσαλήμ, που κτίστηκε το 687-690, είναι ένα γνήσιο βυζαντινό έργο. Μερικές τοιχογραφίες της Santa Maria Antica, στη Ρώμη, ανήκουν στον 7ο ή στις αρχές του 8ου αιώνα.

12/2/11

Οι αραβικές κατακτήσεις μέχρι τον 8ο αιώνα [20]

Μετά το θάνατο του Μωάμεθ (632), ο συγγενής του Abu-Bakr εξελέγη αρχηγός των Μουσουλμάνων με τον τίτλο του χαλίφη (Khalifa). Οι τρεις μεταγενέστεροι χαλίφες, ο Ομάρ, ο Οτμάν και ο Αλή, εξελέγησαν επίσης αρχηγοί, αλλά δεν δημιούργησαν δυναστεία. Οι τέσσερις αυτοί άμεσοι διάδοχοι του Μωάμεθ είναι γνωστοί ως οι «ορθόδοξοι χαλίφες». Οι πιο σπουδαίες κατακτήσεις, τις οποίες έκαναν οι Άραβες στην περιοχή του Βυζαντίου, συμπίπτουν με την εποχή του χαλίφη Ομάρ.

Το ότι ο Μωάμεθ έγραψε στους αρχηγούς των άλλων κρατών, και στον Ηράκλειο, να δεχθούν τον Ισλαμισμό, και ότι ο Ηράκλειος απάντησε ευνοϊκά, θεωρείται τώρα ως μεταγενέστερο δημιούργημα το οποίο στερείται ιστορικής βάσης. Παρόλα αυτά όμως ακόμα και σήμερα υπάρχουν επιστήμονες που δέχονται την αλληλογραφία αυτή ως ιστορικό γεγονός.
Όσο ζούσε ο Μωάμεθ μόνο μεμονωμένες ομάδες των Βεδουίνων διέσχισαν τα βυζαντινά σύνορα. Την εποχή όμως του δεύτερου χαλίφη, Ομάρ, τα γεγονότα διεξήχθηκαν με μεγάλη ταχύτητα. Η χρονολογική σειρά των στρατιωτικών γεγονότων του 7ου αιώνα είναι σκοτεινή και πολύπλοκη. Είναι όμως πιθανόν τα γεγονότα να εξελίχθηκαν ως εξής: Το 634 οι Άραβες κατέλαβαν το βυζαντινό οχυρό Bothra, πέρα από τον Ιορδάνη, το 635 έπεσε η πόλη της Συρίας Δαμασκός, το 636 η μάχη του ποταμού Yarmuk είχε σαν αποτέλεσμα να καταληφθεί όλη η Συρία και το 637 ή το 638 παραδόθηκε η Ιερουσαλήμ ύστερα από πολιορκία δύο ετών. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αυτής έπαιξαν ρόλο κυρίως ο χαλίφης Ομάρ, από τη μια πλευρά και ο Πατριάρχης Σωφρόνιος από την άλλη. Το κείμενο της συμφωνίας, με βάση το οποίο ο Σωφρόνιος παρέδωσε την Ιερουσαλήμ στον Ομάρ και που καθιέρωσε ορισμένες θρησκευτικές και κοινωνικές εγγυήσεις για τους Χριστιανούς της πόλης, έχει διασωθεί με μερικές δυστυχώς μεταγενέστερες μεταβολές. Οι Χριστιανοί είχαν πετύχει να απομακρύνουν τον Τίμιο Σταυρό από την Ιερουσαλήμ και να τον στείλουν στην Κωνσταντινούπολη πριν μπουν οι Άραβες στην πόλη. Η κατάκτηση της Μεσοποταμίας και της Περσίας, που συνέβη συγχρόνως με τις κατακτήσεις των περιοχών του Βυζαντίου, τερματίζει την πρώτη περίοδο των αραβικών επιτυχιών στην Ασία. Κατά τα τέλη των 30 πρώτων χρόνων του αιώνα αυτού ο αρχηγός των Αράβων, Άμβρος, παρουσιάστηκε στα ανατολικά σύνορα της Αιγύπτου και άρχισε την κατάκτησή της. Μετά το θάνατο του Ηρακλείου, το 641 ή το 642, οι Άραβες κατέλαβαν την Αλεξάνδρεια, ενώ ο θριαμβευτής Άμβρος έστελνε το εξής μήνυμα στον Ομάρ στη Μεδίνα: «Κατάκτησα μια πόλη της οποίας θα αποφύγω την περιγραφή. Αρκεί μόνο να πω ότι κατέσχεσα σ’ αυτήν 4.000 βίλες με 4.000 λουτρά, 40.000 Ιουδαίους που πληρώνουν κεφαλικό φόρο και τετρακόσιους τόπους διασκεδάσεως». Προς τα τέλη των 40 πρώτων χρόνων η Βυζαντινή αυτοκρατορία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει οριστικά την Αίγυπτο. Την κατάκτηση της Αιγύπτου ακολούθησε μια προώθηση των Αράβων προς τις δυτικές ακτές της Β. Αφρικής. Το 650 η Συρία, μέρος της Μ. Ασίας, η Άνω Μεσοποταμία, η Παλαιστίνη, η Αίγυπτος και μέρος των βυζαντινών επαρχιών της Β. Αφρικής είχαν ήδη περιέλθει στην εξουσία των Αράβων.
Οι κατακτήσεις των Αράβων, φέρνοντάς τους στις ακτές της Μεσογείου, τους δημιούργησαν νέα προβλήματα ναυτικής φύσης. Μη έχοντας στόλο οι Άραβες ήταν ανίσχυροι μπροστά στα πολυάριθμα πλοία των Βυζαντινών, για τα οποία οι νέες παραλιακές αραβικές επαρχίες ήταν πολύ προσιτές. Γρήγορα οι Άραβες κατάλαβαν τη σοβαρότητα της κατάστασης κι ο διοικητής της Συρίας και μελλοντικός χαλίφης Μωαβίας, άρχισε να κατασκευάζει αρκετά πλοία το πλήρωμα των οποίων αρχικά αποτελείτο από ντόπιους Ελληνο-Σύριους, οι οποίοι ήταν ειδικοί στη ναυσιπλοΐα. Σύγχρονες μελέτες των παπύρων αποκαλύπτουν ότι κατά τα τέλη του 7ου αιώνα η κατασκευή των πλοίων και η επάνδρωσή τους με πεπειραμένους ναυτικούς ήταν ένα από τα μεγάλα προβλήματα της διοίκησης της Αιγύπτου.

ΚΩΝΣΤΑΣ Β' ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ
Την εποχή του Κώνστα Β', τα αραβικά πλοία του Μωαβία άρχισαν τις επιδρομές τους στην περιοχή του Βυζαντίου και κατέλαβαν την Κύπρο, το σπουδαίο αυτό ναυτικό κέντρο. Κοντά στις ακτές της Μ. Ασίας νίκησαν το στόλο του Βυζαντίου, που διοικείτο από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, κατέλαβαν τη Ρόδο (654), κατέστρεψαν εκεί τον περίφημο Κολοσσό του νησιού και έφτασαν σχεδόν μέχρι την Κρήτη και τη Σικελία, απειλώντας το Αιγαίο πέλαγος και την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Οι αιχμάλωτοι που συνελήφθηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των επιδρομών, και ιδίως αυτοί από τη Σικελία, μεταφέρθηκαν στην αραβική πόλη Δαμασκό.
Οι αραβικές κατακτήσεις του 7ου αιώνα στέρησαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία από τις ανατολικές και νότιες επαρχίες της και συντέλεσαν να χάσει τη σημαντική θέση που κατείχε ως το πιο δυναμικό κράτος του κόσμου. Εδαφικά περιορισμένη η Βυζαντινή αυτοκρατορία έγινε ένα κράτος με ελληνικό πληθυσμό κυρίως, αν και όχι πλήρως, όπως πιστεύεται από μερικούς επιστήμονες. Οι περιοχές όπου οι Έλληνες αποτελούσαν τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού ήταν η Μ. Ασία με τα γειτονικά της νησιά του Αιγαίου Πελάγους και η Κωνσταντινούπολη με την κοντινή της επαρχία. Την εποχή αυτή η Βαλκανική χερσόνησος, μαζί με την Πελοπόννησο, είχε εθνογραφικά αλλάξει πολύ χάρη στην εμφάνιση μεγάλων εγκαταστάσεων Σλάβων. Στη Δύση η Βυζαντινή αυτοκρατορία κατείχε ακόμα τα χωριστά εκείνα τμήματα της Ιταλίας που δεν συμπεριλαμβάνονταν στο βασίλειο των Λογγοβάρδων: το νότιο κομμάτι της Ιταλίας, με τη Σικελία, και αρκετά άλλα γειτονικά νησιά της Μεσογείου, τη Ρώμη και το εξαρχάτο της Ραβέννας. Ο ελληνικός πληθυσμός, που συγκεντρώθηκε κυρίως στο νότιο τμήμα αυτών των βυζαντινών κτήσεων της Ιταλίας, αυξήθηκε πολύ τον 7ο αιώνα, όταν η Ιταλία έγινε το καταφύγιο πολλών κατοίκων της Αιγύπτου και της Β. Αφρικής που δεν ήθελαν να γίνουν υποτελείς των Αράβων κατακτητών. Μπορεί να πει κανείς ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία μεταβλήθηκε, την περίοδο αυτή, σε μια Βυζαντινή αυτοκρατορία, της οποίας τα προβλήματα έγιναν πιο περιορισμένα χάνοντας την παλαιά τους έκταση. Μερικοί ιστορικοί, όπως για παράδειγμα ο Gelzer, πιστεύουν ότι οι μεγάλες απώλειες υπήρξαν εμμέσως ευνοϊκές για το Βυζάντιο, γιατί απομάκρυναν τους ξένους παράγοντες, ενώ «ο λαός της Μ.Ασίας και εκείνα τα μέρη της Βυζαντινής χερσονήσου που ακόμα αναγνώριζαν την εξουσία του αυτοκράτορα, σχημάτιζαν, με τη γλώσσα τους και την πίστη τους, μις τελείως ομοιογενή και συμπαγή πειθαρχημένη μάζα». Από τα μέσα του 7ου αιώνα η προσοχή της αυτοκρατορίας έπρεπε να στραφεί κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, στη Μ. Ασία και στη Βαλκανική χερσόνησο. Αλλά και αυτές οι κτήσεις ακόμα απειλούνταν συνεχώς από τους Λογγοβάρδους, τους Σλάβους, τους Βουλγάρους και τους Άραβες. Ο L. Brehier γράφει ότι «η περίοδος αυτή έδωσε στην Κωνσταντινούπολη τον ιστορικό εκείνο ρόλο της συνεχούς άμυνας, που κράτησε μέχρι τον 15ο αιώνα με εναλλασσόμενες περιόδους υποχώρησης και εξάπλωσης».
Σχετικά με τον αντίκτυπο των αραβικών κατακτήσεων είναι πολύ σημαντικό να ληφθούν υπόψη τα δεδομένα των βυζαντινών αγιογραφικών κειμένων, που έχουν παραμεληθεί ή παραβλεφθεί. Η βυζαντινή αγιογραφία δίνει μια ζωντανή και ζωηρή εικόνα της ομαδικής μετανάστευσης που έγινε κάτω από την πίεση της εισβολής των Αράβων από τις συνοριακές περιοχές στο κέντρο της αυτοκρατορίας. Η αγιογραφία επιβεβαιώνει, επαυξάνει και χρωματίζει καλά όλες τις εξαιρετικά σύντομες πληροφορίες τις οποίες δίνουν οι ιστορικοί και οι χρονογράφοι. Η μεγάλη σημασία του αραβικού κινδύνου για τη συγκέντρωση και τη συμπύκνωση του πληθυσμού στις κεντρικές περιοχές της αυτοκρατορίας μπορεί πλέον να θεωρείται ως τελείως αποδεδειγμένη.
Η περαιτέρω επέκταση των κατακτήσεων των Αράβων στη Β. Αφρική σταμάτησε, για ένα διάστημα, από την ενεργό αντίσταση των Βέρβερων. Η στρατιωτική δράση των Αράβων σταμάτησε επίσης λόγω των εσωτερικών αγώνων που ξέσπασαν μεταξύ των τελευταίων «ορθόδοξων χαλιφών» του Αλή και του διοικητή της Συρίας Μωαβιά. Ο αιματηρός αυτός αγώνας τέλειωσε το 661 με το θάνατο του Αλή και τον θρίαμβο του Μωαβιά, ο οποίος ανέβηκε στο θρόνο εγκαινιάζοντας τη νέα δυναστεία των Ομεϊάδων και ορίζοντας ως πρωτεύουσα του βασιλείου του τη Δαμασκό.
Μετά την επιτυχημένη ενίσχυση της δύναμής του στη χώρα του, ο Μωαβιά ανανέωσε τους επιθετικούς πολέμους εναντίον του Βυζαντίου στέλνοντας το στόλο του κατά της Κωνσταντινούπολης και επαναλαμβάνοντας τις κινήσεις του προς τη Δύση, στην περιοχή της Β. Αφρικής.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ' - Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
Την πιο μεγάλη της δοκιμασία αντιμετώπισε η Βυζαντινή αυτοκρατορία την εποχή του δραστήριου Κωνσταντίνου Δ' (668-685), όταν ο αραβικός στόλος διέσχισε το Αιγαίο και τον Ελλήσποντο, μπήκε στην Προποντίδα και κατέφυγε στην Κύζικο, χρησιμοποιώντας το λιμάνι της πόλης αυτής για βάση τους οι Άραβες πολλές φορές, χωρίς όμως επιτυχία, πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη (673-677), επαναλαμβάνοντας την πολιορκία τους κάθε χρόνο, κυρίως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Οι Άραβες δεν κατέκτησαν την πρωτεύουσα κυρίως γιατί ο αυτοκράτορας γνώριζε πώς να ετοιμάσει την πόλη για την απαραίτητη άμυνα.
Η επιτυχημένη όμως αντίσταση του στρατού του Βυζαντίου οφείλεται κυρίως στη χρήση του «υγρού ή ελληνικού πυρός» ή (όπως απλά ονομάζεται) «του θαλασσίου πυρός», το οποίο εφεύρε ο Καλλίνικος, μηχανικός από τη Συρία. Το κοινό όνομα αυτής της εφεύρεσης οδήγησε σε μερικές παρανοήσεις. Το «ελληνικό πυρ» ήταν ένα είδος εύφλεκτων ουσιών, το οποίο το εκσφενδόνιζαν με μακρούς σωλήνες «σίφωνες» ή «χειροσίφωνες», προκαλώντας πυρκαγιά στα εχθρικά πλοία. Ο στόλος του Βυζαντίου ήταν εξοπλισμένος με ειδικά «σιφωνοφόρα» πλοία, τα οποία προκάλεσαν τρομερή σύγχυση στους Άραβες. Υπήρχαν επίσης και άλλες μέθοδοι για τη μετάδοση του πυρός στον εχθρό. Η ιδιορρυθμία του πυρός ήταν κυρίως το γεγονός ότι έκαιε ακόμα και πάνω στο νερό. Για ένα αρκετό μεγάλο διάστημα η σύνθεση του πυρός κρατήθηκε προσεκτικά μυστική και το νέο όπλο οδήγησε πολλές φορές το στόλο του Βυζαντίου στην επιτυχία.
Όλες οι προσπάθειες που έκανε ο στόλος των Αράβων για την κατάκτηση της πρωτεύουσας του Βυζαντίου απέτυχαν και το 677 ο εχθρικός στόλος απέπλευσε κατευθυνόμενος προς τις ακτές της Συρίας. Ενώ όμως κατευθυνόταν προς τα εκεί καταστράφηκε από μια τρομερή τρικυμία. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των Αράβων στη Μ. Ασία απέτυχαν επίσης και ο ηλικιωμένος Μωαβιάς αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, υπό τον όρο να του πληρώνει κάθε χρόνο ένα ορισμένο χρηματικό ποσό.
Με την επιτυχημένη αντιμετώπιση των Αράβων στην Κωνσταντινούπολη καθώς και με την πλεονεκτική για το Βυζάντιο συνθήκη ειρήνης, ο Κωνσταντίνος δεν πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία μόνο στην αυτοκρατορία του, αλλά και στη Δυτική Ευρώπη, η οποία με τον τρόπο αυτό απαλλάχθηκε από τη σοβαρή απειλή των Μουσουλμάνων. Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι η επιτυχία του Κωνσταντίνου έκανε μεγάλη εντύπωση στη Δύση. Όπως λέει ένας χρονογράφος, όταν τα νέα των επιτυχιών του Κωνσταντίνου έφτασαν στον Χαν των Αβάρων και στους άλλους ηγέτες της Δύσης, «οι τελευταίοι έστειλαν πρεσβευτές με δώρα προς τον αυτοκράτορα ζητώντας του να καθιερώσει μαζί τους σχέσεις αγάπης και ειρήνης... και άρχισε μια μεγάλη περίοδος ειρήνης στην Ανατολή και στη Δύση».

ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ Β' ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού Β', διαδόχου του Κωνσταντίνου Δ', συνέβη ένα γεγονός στα ανατολικά αραβικά σύνορα που ήταν πολύ σημαντικό για τις μετέπειτα σχέσεις Αράβων και Βυζαντίου. Τα βουνά του Λιβάνου και της Συρίας κατοικούνταν για αρκετό διάστημα από τους Μαρδαΐτες (που μπορούν να ονομαστούν «αντάρτες», «επαναστάτες» ή «αποστάτες»), που ήταν οργανωμένοι στρατιωτικά και χρησιμοποιούνταν στην περιοχή αυτή ως ένα είδος επάλξεων του Βυζαντίου. Μετά την κατάκτηση της Συρίας από τους Άραβες, οι Μαρδαΐτες αποσύρθηκαν προς τα βόρεια, στα αραβο-βυζαντινά σύνορα, ενοχλώντας τρομερά τους Άραβες με τις διαρκείς επιδρομές τους στις γειτονικές περιοχές. Σύμφωνα με όσα γράφει ένα χρονικό οι Μαρδαΐτες αποτελούσαν «ένα ορειχάλκινο τείχος» που προστάτευε τη Μ. Ασία από τις εισβολές των Αράβων. Με βάση μια συνθήκη που έγινε την εποχή του Ιουστινιανού Β', ο αυτοκράτορας συμφώνησε να υποχρεώσει τους Μαρδαΐτες να εγκατασταθούν στις εσωτερικές επαρχίες της αυτοκρατορίας με τον όρο να πληρώσει ο χαλίφης κάποιο χρηματικό ποσό. Το διάβημα αυτό του αυτοκράτορα «κατέστρεψε το ορειχάλκινο τείχος». Αργότερα βρίσκουμε τους Μαρδαΐτες ως θαλασσοπόρους στην Παμφυλία (νότια Μ. Ασία), στη Πελοπόννησο, στην Κεφαλληνία και σε αρκετές άλλες περιοχές. Η απομάκρυνσή τους από τα σύνορα της Αραβίας ασφαλώς ενίσχυσε τη θέση των Αράβων στις επαρχίες που κατέκτησαν και διευκόλυνε τις μεταγενέστερες επιθετικές κινήσεις τους στη Μ. Ασία. Δεν υπάρχουν αρκετά δεδομένα για να θεωρήσουμε το γεγονός αυτό ως μια πράξη στην οποία παρακινήθηκε ο αυτοκράτορας «από εκτίμηση των Χριστιανών που διοικούνταν από ανθρώπους μιας ξένης πίστης». Τα αίτια της μεταφοράς των Μαρδαϊτών υπήρξαν καθαρά πολιτικά.
Τον 7ο αιώνα, συγχρόνως με τις προσπάθειες που γίνονταν για την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης στην ανατολή, οι Άραβες άρχισαν στη Β. Αφρική τις κινήσεις τους προς τη δύση. Στα τέλη του 7ου αιώνα οι Άραβες πήραν την Καρχηδόνα, την πρωτεύουσα του εξαρχάτου της Αφρικής και στις αρχές του 8ου αιώνα κατέλαβαν το σημερινό οχυρό της Ισπανίας Θέουτα, κοντά στις Στήλες του Ηρακλέους. Σχεδόν συγχρόνως οι Άραβες, υπό την ηγεσία του στρατηγού τους Ταρίκ, πέρασαν από την Αφρική στην Ισπανία και γρήγορα πήραν από τους Βησιγότθους το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου. Από το όνομα του Ταρίκ προήλθε η σύγχρονη αραβική ονομασία του Γιβραλτάρ που σημαίνει «το βουνό του Ταρίκ». Έτσι στις αρχές του 8ου αιώνα η Μουσουλμανική απειλή παρουσιάστηκε στην Ευρώπη από διαφορετική κατεύθυνση, δηλαδή από τη χερσόνησο των Πυρηναίων.
Αξίζει να σημειώσουμε πόσο γρήγορη και έντονη ήταν η διάδοση της γλώσσας και του πολιτισμού των Αράβων στην Ισπανία. Ένας μεγάλος αριθμός Χριστιανών των πόλεων δέχθηκε τον αραβικό πολιτισμό χωρίς να γίνουν Μουσουλμάνοι, και μερικοί από αυτούς δημιούργησαν μια κοινωνική τάξη που ονομάστηκε με το αραβικής προέλευσης όνομα Mazarabs. Τον 9ο αιώνα ο επίσκοπος Κορδούης, Alvaro, ανέφερε σ’ αν κήρυγμά του τα εξής:
«Πολλοί από τους ομόθρησκούς μου διαβάζουν κείμενα και ιστορίες των Αράβων και μελετούν τα έργα των Μουσουλμάνων φιλοσόφων και θεολόγων όχι με το σκοπό να τα ανασκευάσουν, αλλά θέλοντας να μάθουν να εκφράζονται στην αραβική γλώσσα πιο σωστά και γλαφυρά. Ποιος από αυτούς μελετά τα Ευαγγέλια, τους Προφήτες και τους Αποστόλους; Αλλοίμονο! Όλοι οι ικανοί Χριστιανοί νέοι γνωρίζουν μόνο τη γλώσσα και τη φιλοσοφία των Αράβων και διαβάζουν, μελετώντας τα με προσοχή, τα αραβικά βιβλία... Εάν κανείς τους μιλήσει για χριστιανικά βιβλία απαντούν με περιφρόνηση ότι δεν αξίζει να τα προσέχει κανείς. Ουαί! Οι Χριστιανοί ξέχασαν τη γλώσσα τους και μόλις υπάρχει ένας στους χίλιους που μπορεί να γράφει σ’ ένα φίλο λατινικά ένα χαιρετιστήριο γράμμα. Όμως υπάρχουν πολλοί που εκφράζονται πολύ ωραία στα αραβικά και που γράφουν ποιήματα στη γλώσσα αυτή, ωραιότερα και με περισσότερη τέχνη από τους ίδιους τους Άραβες».
Κάτι παρόμοιο μπορεί να σημειωθεί και στην Αίγυπτο. Το 699, οπότε η αραβική γλώσσα καθιερώθηκε ως υποχρεωτική για το λαό, αποτελεί για την Αίγυπτο το τέλος της ελληνικής και αιγυπτιακής φιλολογίας. Μετά από αυτήν τη χρονολογία έχουμε την περίοδο της μετάφρασης των έργων των Κοπτών στα αραβικά.
Οι σχέσεις μεταξύ των Αράβων και του πληθυσμού της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου διαφέρουν πολύ από τις σχέσεις που δημιουργήθηκαν στη Β. Αφρική στις περιοχές της σύγχρονης Λιβύης, Τυνησίας, Αλγερίας και Μαρόκου. Στη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο οι Άραβες δεν αντιμετώπισαν καμιά ισχυρή αντίσταση από τον πληθυσμό, αλλά μάλλον γνώρισαν την υποστήριξη και τη συμπάθεια του πληθυσμού που κατέκτησαν. Σε απάντηση της συμπάθειας αυτής οι Άραβες συμπεριφέρθηκαν στους νέους υπηκόους τους με μεγάλη ανοχή. Με λίγες εξαιρέσεις άφησαν στους Χριστιανούς τις εκκλησίες τους και το δικαίωμα να κάνουν τις θρησκευτικές τους ακολουθίες, απαιτώντας σαν αντάλλαγμα την τακτική μόνο πληρωμή ενός φόρου και την εξασφάλιση πολιτικής πειθαρχίας των Χριστιανών στους Άραβες διοικητές τους. Η Ιερουσαλήμ, που ήταν ένα από τα πιο ιερά μέρη των Χριστιανών, παρέμεινε ανοιχτή στους προσκυνητές που έρχονταν στην Παλαιστίνη από τα μακρινά σημεία της Δ. Ευρώπης για να προσκυνήσουν στους Αγίους Τόπους και διατήρησε τα πανδοχεία και τα νοσοκομεία που είχε για τους προσκυνητές. Πρέπει επίσης να μη ξεχνάμε ότι στη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, οι Άραβες ήρθαν σε επαφή με το βυζαντινό πολιτισμό και ότι η επιρροή του γρήγορα έγινε αισθητή ανάμεσα στους κατακτητές. Με λίγα λόγια, στη Συρία και στην Παλαιστίνη οι κατακτητές δημιούργησαν ειρηνικές σχέσεις που κράτησαν για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Λιγότερο ικανοποιητικά ήταν τα πράγματα στην Αίγυπτο, αλλά και εκεί ακόμα η συμπεριφορά προς τους Χριστιανούς βασιζόταν τελείως στην ανεκτικότητα, τουλάχιστον στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της αραβικής κατοχής.
Μετά την αραβική επικράτηση τα Πατριαρχεία των κατακτημένων επαρχιών ήρθαν στα χέρια των Μονοφυσιτών. Παρόλα αυτά όμως οι Μουσουλμάνοι έδωσαν ορισμένα προνόμια στον Ορθόδοξο πληθυσμό της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου και ύστερα από λίγο καιρό τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Αντιόχειας και της Αλεξανδρείας αποκαταστάθηκαν και πάλι μέχρι τις ημέρες μας. Ο Άραβας ιστορικός και γεωγράφος Masudi λέει ότι κάτω από την αραβική κυριαρχία και τα τέσσερα ιερά βουνά: το όρος Σινά, το Χωρήβ, το όρος των Ελαιών, κοντά στην Ιερουσαλήμ και το όρος Θαβώρ, παρέμειναν στα χέρια των Ορθοδόξων. Μόνο που σιγά-σιγά, οι Μονοφυσίτες και άλλοι «αιρετικοί», συμπεριλαμβανομένων και των Μουσουλμάνων, πήραν από τους Ορθοδόξους τους Αγίους Τόπους. Αργότερα η Ιερουσαλήμ αναγνωρίστηκε (μαζί με τη Μέκκα και τη Μεδίνα) ως ιερή μουσουλμανική πόλη. Για τους Μουσουλμάνους η ιερότητα της Ιερουσαλήμ έγκειται στο γεγονός ότι ο Μωαβίας έγινε εκεί χαλίφης.
Τελείως διαφορετική ήταν η κατάσταση στη Β. Αφρική. Εκεί η μεγάλη πλειονότητα των Βέρβερων, παρά την επίσημη αναγνώριση του Χριστιανισμού, παρέμενε στην παλιά κατάσταση του βαρβαρισμού και αντιστεκόταν πολύ ισχυρά στον αραβικό στρατό, ο οποίος για αντίποινα λεηλατούσε και ερήμωνε τις περιοχές των Βέρβερων. Χιλιάδες αιχμαλώτων μεταφέρονταν στην Ανατολή όπου και τους πουλούσαν ως δούλους. «Στις νεκρές πόλεις της Τύνιδας», λέει ο Diehl, «οι οποίες είναι σήμερα, στην πλειοψηφία τους, στην ίδια κατάσταση στην οποία είχαν μείνει μετά την εισβολή των Αράβων, μπορεί κανείς να βρει σε κάθε στροφή ίχνη των τρομερών αραβικών επιδρομών». Όταν τελικά οι Άραβες πέτυχαν να κατακτήσουν τις επαρχίες της Β. Αφρικής, πολλοί από τους ντόπιους μετανάστευσαν στην Ιταλία και τη Γαλατία. Η Εκκλησία της Αφρικής, που κάποτε υπήρξε τόσο φημισμένη στα χρονικά της χριστιανικής ιστορίας, δέχτηκε ένα πολύ δυνατό χτύπημα. Σχετικά με τα γεγονότα της περιόδου αυτής, ο Diehl λέει τα εξής: «Δύο αιώνες η Βυζαντινή αυτοκρατορία διατήρησε στις περιοχές αυτές τη δύσκολη κληρονομιά της Ρώμης, δύο αιώνες η αυτοκρατορία πέτυχε τη μεγάλη και σταθερή πρόοδο των επαρχιών αυτών χάρη στη δυναμική αντίσταση των οχυρών τους, δύο αιώνες διατήρησε στο τμήμα αυτό της Β. Αφρικής τις παραδόσεις του κλασικού πολιτισμού και μετέστρεψε τους Βέρβερους σ’ έναν ανώτερο πολιτισμό, με βάση τη θρησκευτική προπαγάνδα. Μέσα σε 50 χρόνια η εισβολή των Αράβων κατέστρεψε όλες αυτές τις επιτυχίες».
Παρά τη γρήγορη διάδοση του Ισλαμισμού ανάμεσα στους Βέρβερους, ο Χριστιανισμός συνέχισε να υπάρχει ανάμεσά τους και ακόμα και τον 14ο αιώνα, ακούμε για «μερικά μικρά χριστιανικά νησιά της Β. Αφρικής».

Η ΣΛΑΒΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗ Μ. ΑΣΙΑ
Στα 50 τελευταία χρόνια του 6ου αιώνα, οι Σλάβοι δε χτυπούσαν ή λεηλατούσαν μόνον τις βαλκανικές κτήσεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά και έφτασαν μέχρι τον Ελλήσποντο, τη Θεσσαλονίκη, τη Ν. Ελλάδα και τις ακτές της Αδριατικής θάλασσας, όπου και εγκαταστάθηκαν αρκετοί από αυτούς. Η Άβαρο-Σλαβική επιδρομή εναντίον της πρωτεύουσας έγινε το 626, στη διάρκεια της βασιλείας του Ηρακλείου, ενώ η Θεσσαλονίκη πολιορκήθηκε από σλαβικές φυλές, οι οποίες έφεραν την πόλη σε πολύ δύσκολη θέση.
Με τα πλοία τους οι Σλάβοι κατέβηκαν στο Αιγαίο Πέλαγος κτυπώντας το στόλο του Βυζαντίου κι αποκόπτοντας συχνά την ενίσχυση της πρωτεύουσας σε τρόφιμα. Ο αυτοκράτορας Κώνστας Β' αναγκάστηκε να αναλάβει μια εκστρατεία «εναντίον της Σκλαβωνίας». Από την εποχή αυτή αρχίζει η μετανάστευση μεγάλων μαζών Σλάβων στη Μ. Ασία και στη Συρία. Κατά την εποχή του Ιουστινιανού Β’ μια ορδή 80.000 Σλάβων το λιγότερο, όπως αναφέρει ο V. I. Lamansky, μεταφέρθηκε στο Οψίκιο, ένα από τα «θέματα» της Μ. Ασίας. Περίπου 30.000 από αυτούς χρησιμοποίησε ο αυτοκράτορας στους αγώνες του εναντίον των Αράβων, με τους οποίους όμως τελικά συντάχθηκαν, εγκαταλείποντας τον αυτοκράτορα. Για την τρομερή τους αυτή πράξη, οι υπόλοιποι Σλάβοι του Οψικίου υπέστησαν φοβερή σφαγή. Μια σφραγίδα της σλαβικής στρατιωτικής αποικίας της Βιθυνίας, που ανήκε στο Οψίκιο, υπάρχει ακόμα από την περίοδο εκείνη και αποτελεί μνημείο μεγάλης αξίας: «Ένα νέο κομμάτι της φυλετικής ιστορίας των Σλάβων», το οποίο (όπως αναφέρει ο B. A. Panchenko, που δημοσίευσε κι εξήγησε τη σφραγίδα αυτή) ρίχνει «μια φωτεινή αχτίδα στην αμυδρά φωτισμένη ιστορία των μεγάλων μεταναστεύσεων». Από τις αρχές του 7ου αιώνα το πρόβλημα των σλαβικών εγκαταστάσεων στη Μ. Ασία παρουσιάζει πολύ εξαιρετικό ενδιαφέρον.

Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Τα 50 τελευταία χρόνια του 7ου αιώνα έχουν επίσης το χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκειά τους σχηματίστηκε το νέο Βουλγαρικό βασίλειο, στα βόρεια σύνορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, κατά μήκος των ακτών του κάτω Δούναβη. Ένα βασίλειο, του οποίου η μεταγενέστερη ιστορία υπήρξε εξαιρετικά σημαντική για την τύχη της αυτοκρατορίας. Την περίοδο αυτή κυρίως αναφέρονται οι παλαιοί Βούλγαροι, ένας λαός ουννικής (τουρκικής) προέλευσης, που ήταν πολύ συγγενικός με τη φυλή των Ονογουνδούρων. Την εποχή του Κώνστα Β', μια ορδή Βουλγάρων, με αρχηγό τον Ασπαρούχ, αναγκάστηκε από τους Χαζάρους να μετακινηθεί δυτικά, να εγκατασταθεί στο Δούναβη και αργότερα να μετακινηθεί νοτιότερα και να μπει στο τμήμα εκείνο του Βυζαντίου που σήμερα είναι γνωστό ως Δοβρουτσά. Οι Βούλγαροι αυτοί, όπως αναφέρει ο V. N. Zlatarsky, είχαν κλείσει προηγουμένως μια συμφωνία με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, με βάση την οποία, ως σύμμαχοι της αυτοκρατορίας, θα υπερασπίζονταν τα σύνορα στο Δούναβη από τις επιθέσεις άλλων βαρβάρων. Είναι δύσκολο να πούμε αν η άποψη αυτή είναι σωστή ή όχι, επειδή γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα για την ιστορία των πρώτων Βουλγάρων. Και αν όμως υπήρχε πράγματι μια τέτοια συμφωνία δεν κράτησε πολύ. Οι Βούλγαροι απασχολούσαν πολύ τον αυτοκράτορα και το 679 ο Κωνσταντίνος Δ’ ανέλαβε μια εκστρατεία εναντίον τους, η οποία όμως τέλειωσε με πλήρη ήττα του στρατού του Βυζαντίου και με υποχρέωση του αυτοκράτορα να πληρώνει στους Βουλγάρους ετήσιο φόρο και να τους παραχωρήσει ορισμένα εδάφη. Το Δέλτα του Δούναβη και μέρος των ακτών της Μαύρης Θάλασσας παρέμεινε στα χέρια των Βουλγάρων. Το νεοσχημάτιστο βασίλειο, αναγνωρισμένο με τη βία από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, έγινε ένας επικίνδυνος γείτονας.
Αφού οι Βούλγαροι αναγνωρίστηκαν πολιτικά, άρχισαν σιγά-σιγά να αυξάνουν τις κτήσεις τους και να συγκρούονται με το σλαβικό πληθυσμό των γειτονικών επαρχιών. Οι νεοελθόντες Βούλγαροι εισήγαγαν τη στρατιωτική οργάνωση και την πειθαρχία ανάμεσα στους Σλάβους. Ενεργώντας ως ενωτικός παράγοντας ανάμεσα στις φυλές των Σλάβων της χερσονήσου, που ζούσαν μέχρι τότε σε χωριστές ομάδες, οι Βούλγαροι ανέπτυξαν σιγά-σιγά ένα δυναμικό κράτος που φυσικά αποτελούσε μεγάλη απειλή για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Αργότερα χρειάστηκε να οργανωθούν πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες κατά των Βουλγάρων και των Σλάβων. Αριθμητικά μικρότεροι από τους Σλάβους, οι Βούλγαροι του Ασπαρούχ, σύντομα βρέθηκαν κάτω από την έντονη επιρροή των Σλάβων. Μεγάλες φυλετικές αλλαγές έγιναν ανάμεσα σ’ αυτούς τους Βουλγάρους, οι οποίοι ενώ περνούσε ο καιρός, έχαναν την ουννική (τουρκική) τους εθνικότητα για να γίνουν σχεδόν τελείως Σλάβοι, στα μέσα του 9ου αιώνα, αν και σήμερα ακόμα φέρουν το παλιό τους όνομα: Βούλγαροι.
Το 1899 και το 1900 το Ρωσικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Κωνσταντινούπολης έκανε ανασκαφές στην υποτιθέμενη παλαιά θέση της Βουλγαρίας, με αποτέλεσμα να ανακαλυφθούν εξαιρετικής αξίας ευρήματα. Στη θέση της παλιάς πρωτεύουσας του βασιλείου (Pliska ή Pliskova) κοντά στο σημερινό χωριό Aboba, στη ΒΑ Βουλγαρία, κάπου ΒΑ της πόλης Shumla, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τα θεμέλια των ανακτόρων των παλαιών Χάνων της Βουλγαρίας καθώς και μέρος των τειχών της με πύργους και πύλες, τα θεμέλια μιας μεγάλης εκκλησίας, επιγραφές, πολλά καλλιτεχνικά και διακοσμητικά αντικείμενα, χρυσά και ορειχάλκινα νομίσματα καθώς και σφραγίδες. Δυστυχώς όλα αυτά τα ευρήματα δεν μπορούν να αξιοποιηθούν και να εξηγηθούν όσο πρέπει, επειδή οι σχετικές πηγές με την περίοδο αυτή είναι πολύ σπάνιες. Προς το παρόν πρέπει κανείς να περιοριστεί σε υποθέσεις και εικασίες. Ο Θ. Ουσπένσκυ, ο οποίος διηύθυνε τις ανασκαφές, λέει ότι «οι ανακαλύψεις που έγιναν από το Ινστιτούτο στην πλευρά της πεδιάδας που είναι κοντά στη Shumla, έφεραν στο φως πολύ σημαντικά δεδομένα, που δίνουν αρκετές βάσεις για το σχηματισμό μιας καθαρής ιδέας για τη βουλγαρική ορδή που εγκαταστάθηκε στα Βαλκάνια, καθώς και για τις βαθμιαίες μεταμορφώσεις που προκλήθηκαν από την επιρροή των σχέσεών της με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία». «Όπως αποδεικνύεται από παλαιά μνημεία που βρέθηκαν στη διάρκεια των ανασκαφών της παλαιάς πρωτεύουσας και που δείχνουν τις βουλγαρικές συνήθειες και τρόπους ζωής», λέει ο ίδιος επιστήμονας, «οι Βούλγαροι γρήγορα υπέστησαν την επίδραση του πολιτισμού της Κωνσταντινούπολης, ενώ οι Χάνοι τους σιγά-σιγά εισήγαγαν στις Αυλές τους συνήθειες και τελετές της Αυλής του Βυζαντίου». Το μεγαλύτερο μέρος των μνημείων που ανακαλύφθηκαν στη διάρκεια των ανασκαφών, ανήκει σε μια εποχή μεταγενέστερη της εποχής του Ασπαρούχ, και κυρίως στον 8ο και 9ο αιώνα.

ΠΡΟΤΑΣΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ
Κατά τα μέσα του 7ου αιώνα, η κατάσταση της Κωνσταντινούπολης μεταβλήθηκε πολύ γρήγορα. Οι αραβικές κατακτήσεις των ανατολικών και ΝΑ επαρχιών του Βυζαντίου, οι συχνές αραβικές επιθέσεις στις επαρχίες της Μ. Ασίας, οι επιτυχημένες επιδρομές του αραβικού στόλου στη Μεσόγειο και το Αιγαίο Πέλαγος και η δημιουργία του βουλγαρικού βασιλείου στα βόρεια σύνορα, καθώς και η βαθμιαία κάθοδος των Σλάβων των Βαλκανίων προς την πρωτεύουσα, το Αιγαίο και την Ελλάδα, δημιούργησαν νέες και μοναδικές στο είδος τους συνθήκες για την Κωνσταντινούπολη, η οποία δεν μπορούσε να αισθάνεται καθόλου ασφαλής. Η πρωτεύουσα αντλούσε πάντοτε τη δύναμή της από τις ανατολικές επαρχίες, ενώ τώρα ένα μεγάλο μέρος τους είχε κατακτηθεί και το υπόλοιπο τμήμα ήταν εκτεθειμένο σε κάθε είδους κινδύνους και απειλές. Μόνο με βάση αυτή τη νέα κατάσταση των πραγμάτων μπορούμε να αναλύσουμε, όπως πρέπει, την επιθυμία του Κώνστα Β' να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να μεταθέσει την πρωτεύουσα πίσω στην Παλαιά Ρώμη ή σε κάποιο άλλο σημείο της Ιταλίας. Οι χρονογράφοι εξηγούν την αναχώρηση του αυτοκράτορα από την πρωτεύουσα σαν φυγή, στην οποία αναγκάστηκε να καταφύγει λόγω του μίσους που προκάλεσε στο λαό με τον φόνο του αδελφού του. Η εξήγηση αυτή όμως είναι δύσκολο να γίνει δεκτή από ιστορικής πλευράς.
Η πραγματικότητα είναι ότι ο αυτοκράτορας δεν θεωρούσε πλέον ασφαλή την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός από αυτό όμως, είναι πολύ πιθανόν να αντιλήφθηκε την αναπόφευκτη προσέγγιση του κινδύνου των Αράβων από τη Β. Αφρική στην Ιταλία και τη Σικελία, και να αποφάσισε να ενισχύσει τη δύναμη της αυτοκρατορίας στο δυτικό τμήμα της Μεσογείου, με την παρουσία του, που θα του έδινε τη δυνατότητα να πάρει όλα τα μέτρα για να εμποδίσει τους Άραβες να επεκτείνουν τις κτήσεις τους πέρα από τα σύνορα της Αιγύπτου. Είναι πιθανόν ότι ο αυτοκράτορας δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει για πάντα την Κωνσταντινούπολη και ότι επιθυμούσε μόνο να δημιουργήσει ένα δεύτερο κεντρικό σημείο της αυτοκρατορίας στη Δύση, όπως ακριβώς συνέβαινε τον 4ο αιώνα, ελπίζοντας ότι αυτό θα βοηθούσε να σταματήσει η επέκταση της κυριαρχίας των Αράβων. Όμως, οι σύγχρονοι ιστορικοί εξηγούν την επιθυμία του Κώνστα Β' να κατευθυνθεί προς τη Δύση, με βάση πολιτικά και όχι προσωπικούς λόγους.
Στο μεταξύ η κατάσταση στην Ιταλία δεν προμήνυε ειρήνη. Οι Έξαρχοι της Ραβέννας, έχοντας πάψει να αισθάνονται την ισχυρή θέληση του αυτοκράτορα λόγω της μεγάλης απόστασης που τους χώριζε από την Κωνσταντινούπολη και λόγω των εξαιρετικά δύσκολων συνθηκών που επικρατούσαν στην Ανατολή, έτειναν επίσημα προς την αποστασία. Οι Λογγοβάρδοι κατείχαν ένα μεγάλο μέρος της Ιταλίας, αν και η εξουσία του αυτοκράτορα αναγνωριζόταν ακόμα στη Ρώμη, τη Νεάπολη και τη Σικελία, καθώς και στο νότιο τμήμα της Ιταλίας, όπου ο πληθυσμός ήταν κυρίως ελληνικός.
Αφήνοντας την Κωνσταντινούπολη ο Κώνστας Β' ξεκίνησε, μέσω της Αθήνας, για την Ιταλία και ύστερα από μια παραμονή στη Ρώμη, τη Νεάπολη και τα νότια μέρη της Ιταλίας, εγκαταστάθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας. Πέρασε τα 5 τελευταία χρόνια της βασιλείας του στην Ιταλία, χωρίς να πετύχει να εκπληρώσει τα σχέδιά του. Ο αγώνας του με τους Λογγοβάρδους απέτυχε, η Σικελία απειλείτο ακόμα από τους Άραβες και μια συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα είχε σαν αποτέλεσμα το φόνο του μέσα σ’ ένα από τα λουτρά των Συρακουσών.
Μετά το θάνατό του, εγκαταλείφθηκε η ιδέα της μεταφοράς της πρωτεύουσας στη Δύση και ο γιος του Κώνστα, ο Κωνσταντίνος Δ', έμεινε στην Κωνσταντινούπολη.

10/2/11

Μωάμεθ και Ισλάμ [19]

Αρκετά πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού, οι Άραβες, λαός σημιτικής καταγωγής, κατέκτησαν την Αραβική χερσόνησο και την έρημο της Συρίας, η οποία βρίσκεται στα βόρειά της και εκτείνεται μέχρι τον Ευφράτη ποταμό. Η Αραβική χερσόνησος, ίση σχεδόν με το 1/4 της Ευρώπης, περιβάλλεται ανατολικά από τον Περσικό κόλπο, νότια από τον Ινδικό ωκεανό και δυτικά από την Ερυθρά Θάλασσα. Στα βόρεια προχωρά σιγά-σιγά στην έρημο της Συρίας. Οι πιο γνωστές από ιστορική άποψη, επαρχίες της χερσονήσου ήταν: α) το Nejd, στο κεντρικό οροπέδιο, β) η Υεμένη, στα ΝΔ της χερσονήσου και γ) το Hidjaz, η στενή λωρίδα που βρίσκεται κατά μήκος της ακτής της Ερυθράς Θάλασσας και που εκτείνεται από τα βόρεια της χερσονήσου μέχρι την Υεμένη. Η άγονη χώρα δεν ήταν εύκολο να κατοικηθεί παντού και γι’ αυτό οι Άραβες κατέλαβαν την κεντρική και τη βόρεια κυρίως Αραβία. Οι Βεδουίνοι, που ήταν νομάδες θεωρούσαν τον εαυτό τους ως τους γνήσιους και αμιγείς αντιπροσώπους της αραβικής φυλής, καθώς και ως τους πραγματικούς εκπροσώπους της ανδρείας. Συμπεριφέρονταν με αλαζονεία και με περιφρόνηση, ακόμα, στους νέους κατοίκους των λίγων πόλεων και χωριών.

Οι Ρωμαίοι δεν μπορούσαν να αποφύγουν τις συγκρούσεις με τις αραβικές φυλές στα ανατολικά σύνορα της Συρίας, τα οποία ήταν αναγκασμένοι να προστατεύουν. Γι’ αυτό οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες ανέγειραν μια γραμμή συνοριακών οχυρών (limes), που έμοιαζαν εν μέρει με τα περίφημα limes Romanus, που έγιναν στον Δούναβη για την προστασία της χώρας από τις γερμανικές επιδρομές. Ακόμα και τώρα υπάρχουν μερικά ερείπια της κύριας ρωμαϊκής οχύρωσης που έγινε κατά μήκος των συνόρων της Συρίας.
Από τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. άρχισαν να σχηματίζονται ανεξάρτητα κρατίδια ανάμεσα στους Άραβες της Συρίας. Τα κράτη αυτά επηρεάστηκαν πολύ από τον αραμαϊκό και ελληνικό πολιτισμό και γι’ αυτό είναι μερικές φορές γνωστά ως Άραβο-Αραμαϊκά Ελληνιστικά βασίλεια. Από τις πόλεις η Πέτρα κυρίως έγινε πλούσια και σημαντική χάρη στην πλεονεκτική θέση που κατείχε στη διασταύρωση μεγάλων εμπορικών δρόμων. Ακόμα και σήμερα ελκύουν την προσοχή των ιστορικών και των αρχαιολόγων τα μεγαλοπρεπή ερείπια αυτής της πόλης.
Από πολιτικής και πολιτιστικής πλευράς, το πιο αξιόλογο από όλα τα βασίλεια αυτά, την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ήταν η Παλμύρα, της οποίας η γενναία βασίλισσα Ζηνοβία (όπως την ονομάζουν οι Ρωμαίοι και οι Έλληνες συγγραφείς) δημιούργησε τα 50 τελευταία χρόνια του 3ου αιώνα, ένα μεγάλο κράτος κατακτώντας την Αίγυπτο και το μεγαλύτερο μέρος της Μ. Ασίας
Αυτή ήταν η πρώτη εκδήλωση αντίδρασης της Ανατολής και η πρώτη διάσπαση της αυτοκρατορίας σε δύο μέρη: Ανατολικό και Δυτικό. Ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός αποκατάστησε την ενότητα της αυτοκρατορίας και το 273, αφού κατεστράφη η επαναστατημένη Παλμύρα, η νικημένη βασίλισσά της αναγκάστηκε να ακολουθήσει το θριαμβευτικό άρμα του νικητή κατά την είσοδό του τελευταίου στη Ρώμη. Τα εντυπωσιακά ερείπια της Παλμύρας, όπως αυτά που βρίσκονται στην Πέτρα, ακόμα και σήμερα συγκινούν τους επιστήμονες και τους περιηγητές. Το περίφημο δασμολόγιο της Παλμύρας, που είχε χαραχτεί σ’ ένα λίθο τεραστίων διαστάσεων και που περιέχει πολύ αξιόλογες πληροφορίες για το εμπόριο και την οικονομία της πόλης, μεταφέρθηκε στη Ρωσία και βρίσκεται τώρα στην Πετρούπολη.
Δύο κυρίως αραβικές δυναστείες αναδείχθηκαν στη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου. Η μία είναι η δυναστεία των Μονοφυσιτών Γασσανιδών, στη Συρία, η οποία εξαρτώμενη από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, έγινε ισχυρή, τον 6ο αιώνα, όταν βοήθησε τον Ιουστινιανό στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του στην Ανατολή. Η δυναστεία αυτή έπαψε να υπάρχει στις αρχές του 7ου αιώνα, πιθανόν, οπότε οι Πέρσες κατέλαβαν τη Συρία και την Παλαιστίνη. Η δεύτερη αραβική δυναστεία των Λαχμιδών, είχε σαν κέντρο της την πόλη Hira στον Ευφράτη. Λόγω των δουλοπρεπών σχέσεών τους με τους Πέρσες, οι Λαχμίδες, που κι αυτοί έπαψαν να υπάρχουν στις αρχές του 7ου αιώνα, βρίσκονταν σε εχθρικές σχέσεις με τους Γασσανίδες. Στην πόλη Hira ο Χριστιανισμός, στη Νεστοριανική του μορφή, είχε μερικούς οπαδούς στους οποίους ανήκαν ακόμα και μέλη της δυναστείας των Λαχμιδών. Και οι δύο δυναστείες ήταν αναγκασμένες να υπερασπίζονται τα σύνορα του βασιλείου τους. Την εποχή όμως της εμφάνισης του Μωάμεθ, δεν υπήρχε ούτε μια πολιτική οργάνωση εντός των ορίων της Αραβικής χερσονήσου ή της ερήμου της Συρίας. Από τα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ., έχουμε το βασίλειο των Ομηριτών στην Υεμένη, η οποία όμως καταλήφθηκε από τους Πέρσες το 570 περίπου.
Πριν την εποχή του Μωάμεθ, οι αρχαίοι Άραβες ζούσαν χωρισμένοι σε φυλές. Η συγγένεια του αίματος ήταν η μόνη βάση για τα κοινά συμφέροντα, τα οποία περιορίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στην πειθαρχία, την άμυνα, τη βοήθεια και την εκδίκηση των εχθρών για τις προσβολές της φυλής. Και η ελάχιστη αφορμή αρκούσε να προκαλέσει μακροχρόνιους και αιματηρούς πολέμους ανάμεσα στις φυλές. Πληροφορίες σχετικές με την εποχή αυτή και τις συνήθειές της υπάρχουν στην αρχαία αραβική ποίηση, καθώς και στον πεζό λόγο και την παράδοση. Η έχθρα και η αλαζονεία ήταν οι δυο επικρατέστεροι παράγοντες των σχέσεων των διαφόρων φυλών της αρχαίας Αραβίας.
Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των Αράβων ήταν πρωτόγονες. Οι φυλές είχαν τους θεούς τους καθώς και τα ιερά τους αντικείμενα (λίθους, δέντρα και πηγές) μέσω των οποίων φιλοδοξούσαν να μαντέψουν το μέλλον, ενώ σε μερικά μέρη της Αραβίας επικρατούσε η λατρεία των αστέρων. Σύμφωνα με τη γνώση ενός ειδικού στην αρχαία περίοδο των Αράβων, οι αρχαίοι Άραβες στη θρησκευτική τους ζωή μόλις ξεπερνούσαν τα αισθήματα ενός φετιχιστή. Πίστευαν στην ύπαρξη φιλικών, και πιο συχνά, μη φιλικών δυνάμεων, τις οποίες ονόμαζαν djinn (δαιμόνια). Ανάμεσα στους Άραβες, η πίστη για μια ανώτατη και αόρατη δύναμη ήταν αόριστη. Η προσευχή, σε μορφή λατρείας, τους ήταν σχεδόν άγνωστη και όταν απευθύνονταν στο θεό, η επίκλησή τους ήταν συνήθως μια έκκληση για βοήθεια, για να εκδικηθούν έναν εχθρό για κάποιο αδίκημα ή προσβολή. Όπως αναφέρει ένας επιστήμονας: «τα ποιήματα που έχουν διασωθεί από την προ-ισλαμική εποχή δεν περιέχουν κανένα υπαινιγμό προσπάθειας προσέγγισης προς το θείο, ακόμα και εκα μέρους των ποιο λεπτών ψυχών».
Η νομαδική ζωή των Βεδουίνων φυσικά δεν διευκόλυνε την ανάπτυξη ορισμένων μόνιμων θέσεων για την εκτέλεση της θρησκευτικής λατρείας, έστω και σε πολύ πρωτόγονη μορφή. Εκτός από τους Βεδουίνους όμως υπήρχαν οι εγκατεστημένοι κάτοικοι των πόλεων και των χωριών εκείνων που αναπτύχθηκαν κατά μήκος των εμπορικών δρόμων και κυρίως στο δρόμο των καραβανιών που οδηγούσε από το Νότο στο Βορρά, από την Υεμένη δηλαδή στην Παλαιστίνη, τη Συρία και τη Σιναϊτική χερσόνησο. Η πιο πλούσια πόλη στο δρόμο αυτό ήταν η Μέκκα, η οποία ήταν φημισμένη ήδη αρκετά πριν παρουσιαστεί ο Μωάμεθ. Δεύτερη σε σημασία ερχόταν η πόλη Αίθριβον ή Αιθρίβη (η μετέπειτα Μεδίνα), που βρισκόταν ακόμα περισσότερο στο Βορρά. Οι πόλεις αυτές ήταν κατάλληλοι σταθμοί για τα καραβάνια που ταξίδευαν από το Βορρά και το Νότο. Ανάμεσα στους εμπόρους της Μέκκας και της Αιθρίβης, καθώς και ανάμεσα στον πληθυσμό των άλλων τμημάτων της χερσονήσου, υπήρχαν πολλοί Ιουδαίοι. Επίσης εισχωρούσαν εκεί πολλοί Χριστιανοί που έρχονταν από τις Ρωμανο-βυζαντινές επαρχίες της Παλαιστίνης και της Συρίας, καθώς και από την Αβησσυνία, μέσω της Υεμένης. Η Μέκκα έγινε το κεντρικό σημείο συγκέντρωσης του πολύμορφου πληθυσμού της χερσονήσου.
Πριν από πολλά χρόνια υπήρχε στη Μέκκα το ιερό Κααμπά, το οποίο όμως δεν ήταν αραβικής προέλευσης. Το ιερό αυτό ήταν ένα λίθινο κτίριο σχήματος κύβου, 5 πόδια περίπου ψηλό, το οποίο έκρυβε το κύριο αντικείμενο της λατρείας, τη μαύρη πέτρα. Η παράδοση αναφέρει ότι η πέτρα αυτή στάλθηκε στη γη από τον ουρανό, ενώ συγχρόνως συσχετίζει την ανέγερση του ναού με το όνομα του Αβραάμ. Λόγω της πλεονεκτικής της θέσης η Μέκκα δεχόταν την επίσκεψη των εμπόρων όλων των αραβικών φυλών. Μερικοί θρύλοι αναφέρουν ότι για να ελκυστούν περισσότεροι ταξιδιώτες στην πόλη, είχαν τοποθετηθεί στην Κααμπά είδωλα των διαφόρων φυλών για να μπορούν οι αντιπρόσωποι κάθε φυλής να λατρεύουν στη διάρκεια της παραμονής τους στη Μέκκα το θεό τους. Ο αριθμός των προσκυνητών αύξανε σταθερά για να γίνει εξαιρετικά μεγάλος κατά τη διάρκεια της ιερής περιόδου της «Ειρήνης του θεού». Η περίοδος των θρησκευτικών εορτών συνέπιπτε με το μεγάλο πανηγύρι της Μέκκας, στο οποίο οι Άραβες και οι ξένοι έμποροι διεξήγαγαν το εμπόριό τους, με αποτέλεσμα να γίνει γρήγορα η πόλη αυτή πολύ πλούσια. Τον 5ο αιώνα περίπου, μια διαλεκτή φυλή των Kuraish άρχισε να ελέγχει τη Μέκκα. Τα υλικά συμφέροντα των κατοίκων της Μέκκας δεν παραμελούνταν ποτέ, ενώ συγχρόνως οι θρησκευτικές τους συναθροίσεις χρησιμοποιούνταν συχνά για την εξυπηρέτηση των ατομικών τους συμφερόντων. Όπως αναφέρει ένας επιστήμονας: «με την επικράτηση της αριστοκρατίας, η οποία ήταν επιφορτισμένη με τη διεξαγωγή των τελετών, η πόλη πήρε μια υλιστική, περήφανη και πλουτοκρατική όψη, μη μπορώντας πια να δώσει βαθειά θρησκευτική ικανοποίηση».
Κάτω από την επίδραση του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού, με τον οποίον οι Άραβες είχαν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή στη Μέκκα, εμφανίστηκαν πριν τον Μωάμεθ ακόμα, μεμονωμένα άτομα τα οποία εμπνεύστηκαν από θρησκευτικά ιδανικά που διέφεραν πολύ από την ξηρή τυπικότητα των παλαιών θρησκευτικών συνηθειών. Μια τάση προς το μονοθεϊσμό και την αποδοχή της ασκητικής ζωής ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά αυτών των ατόμων. Έβρισκαν ικανοποίηση μέσω της προσωπικής τους πείρας μόνο, χωρίς να επηρεάζουν ούτε να διδάσκουν τους άλλους.
Ο άνθρωπος που ένωσε τους Άραβες, ιδρύοντας μια διεθνή θρησκεία, υπήρξε ο Μωάμεθ, ο οποίος από ταπεινός κήρυκας της μετάνοιας, έγινε αρχικά προφήτης και μετά πολιτικός ηγέτης.
Ο Μωάμεθ γεννήθηκε το 570 περίπου. Υπήρξε μέλος μιας από τις πιο φτωχές φυλές και έχασε τους γονείς του ενώ ήταν ακόμα πολύ νέος, με αποτέλεσμα να είναι αναγκασμένος να κερδίζει το ψωμί του δουλεύοντας ως οδηγός καμηλών στα καραβάνια της πλούσιας χήρας Χαδίτζας. Όταν αργότερα παντρεύτηκε τη Χαδιτζά ο Μωάμεθ έγινε πλούσιος. Από παιδί είχε ένα νοσηρό συναισθηματισμό και κάτω από την επίδραση των Ιουδαίων και των Χριστιανών, με τους οποίους ερχόταν σε επαφή, άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τη θρησκευτική οργάνωση της Μέκκας. Οι αμφιβολίες που συχνά τάραζαν τη σκέψη του, τον έκαναν να γνωρίσει πολλές στιγμές απελπισίας και ατέλειωτου βασανισμού, καθώς και να παθαίνει νευρικές κρίσεις. Στη διάρκεια των περιπάτων, που έκανε μόνος του στα περίχωρα της Μέκκας, έβλεπε οράματα που ενίσχυαν την πεποίθησή του ότι είχε σταλεί από το θεό για να σώσει το λαό του, που ακολουθούσε λανθασμένο δρόμο.
Ο Μωάμεθ ήταν 40 ετών όταν αποφάσισε να εκδηλώσει τις απόψεις του δημόσια, αρχικά σαν ένας ταπεινός κήρυκας της ηθικής στην οικογένειά του. Αργότερα άρχισε να διδάσκει σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων, που ανήκαν στις κατώτερες τάξεις και αμέσως μετά σε μερικούς εκλεκτούς πολίτες. Η Μέκκα όμως δεν ήταν πρόθυμη να δεχτεί το κήρυγμα του Μωάμεθ, ο οποίος αναγκάστηκε να φύγει από αυτήν μαζί με τους οπαδούς του κρυφά και να πάει, το 622, στην Αιθρίβη, της οποίας ο λαός, συμπεριλαμβανομένων των Ιουδαίων, συχνά τον είχε παροτρύνει να καταφύγει στην πόλη τους, με την υπόσχεση ότι θα απολάμβανε εκεί καλύτερους όρους διαβίωσης.
Τον δέχτηκαν, αυτόν και τους οπαδούς του, πολύ θερμά και αργότερα άλλαξαν το όνομα της πόλης τους, ονομάζοντάς την Μεδίνα, δηλαδή «πόλη του προφήτη». Το έτος της μετανάστευσής του ή όπως είναι (αν και λανθασμένα) πιο πολύ γνωστό, το έτος της φυγής (Hidjra αραβικά - Εγίρα ευρωπαϊκά) του Μωάμεθ από τη Μέκκα στη Μεδίνα, αποτελεί την αρχή της χρονολόγησης του Ισλαμισμού. Οι Άραβες και όλοι οι άλλοι μουσουλμανικοί λαοί συνήθως θεωρούν την Παρασκευή της 16ης Ιουλίου του 622 ως την αρχή του πρώτου έτους της Εγίρας. Η χρονολογία αυτή όμως καθιερώθηκε μόνο το 16ο χρόνο, μετά το 622.
Οι πρωτότυπες πληροφοριακές πηγές που αναφέρονται στον Μουσουλμανισμό δεν είναι ικανοποιητικές, επειδή δεν υπάρχει σχεδόν καμιά αυθεντική πληροφορία για την πρώτη περίοδο της ζωής του Μωάμεθ στη Μέκκα. Την εποχή αυτή η διδασκαλία του ήταν τόσο αόριστη και χαώδης, ώστε να μην μπορεί να χαρακτηριστεί σαν νέα θρησκεία.
Στη Μεδίνα ο Μωάμεθ έγινε ο αρχηγός μιας μεγάλης κοινότητας, αρχίζοντας να θεμελιώνει ένα πολιτικό κράτος με θρησκευτικές βάσεις. Έχοντας αναπτύξει τις βασικές αρχές της θρησκείας του, εισήγαγε ορισμένες θρησκευτικές τελετές και αφού ενίσχυσε την πολιτική του θέση, βάδισε το 630 εναντίον της Μέκκας. Αφού κατέλαβε την πόλη, κατέστρεψε αμέσως τα είδωλά της και κάθε υπόλειμμα του πολυθεϊσμού. Η λατρεία ενός μόνο θεού (του Αλλάχ) καθιερώθηκε ως βάση της νέας θρησκείας. Ο Μωάμεθ έδωσε ένα είδος αμνηστίας σε όλους τους εχθρούς του, μη επιτρέποντας κανένα φόνο και καμιά λεηλασία. Από την εποχή αυτή ο Μωάμεθ και οι οπαδοί του έκαναν ελεύθερα τα προσκυνήματά τους στη Μέκκα καθώς και τις θρησκευτικές τους τελετές. Ο Μωάμεθ πέθανε το 632.
Ο Μωάμεθ δεν στηρίχθηκε στη λογική και γι’ αυτό η διδασκαλία του δύσκολα μπορεί να παρουσιαστεί με ένα συστηματικό τρόπο. Η διδασκαλία αυτή δεν υπήρξε πρωτότυπη, αλλά αναπτύχθηκε κάτω από την επίδραση άλλων θρησκειών: του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού και μέχρι ενός σημείου, του Ζωροαστρισμού., της θρησκείας δηλαδή του Περσικού βασιλείου των Σασσανιδών. Οι σύγχρονοι ιστορικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «η πρώτη μουσουλμανική κοινότητα, αντίθετα με παλαιότερες απόψεις, ήταν πιο κοντά στο Χριστιανισμό παρά στον Ιουδαϊσμό». Ο Μωάμεθ είχε γνωρίσει και άλλες θρησκείες στα νιάτα του, όταν ταξίδευε με τα καραβάνια και αργότερα κατά την παραμονή του στη Μέκκα και τη Μεδίνα. Το κύριο χαρακτηριστικό της διδασκαλίας του είναι η κατανόηση της τέλειας εξάρτησης του ανθρώπου από το θεό και της τυφλής υπακοής στο θέλημά του. Η θρησκεία του είναι αυστηρά μονοθεϊστική και πιστεύει ότι η δύναμη που διαθέτει ο θεός πάνω στα δημιουργήματά του είναι απεριόριστη. Η Μουσουλμανική θρησκεία πήρε το όνομα Ισλάμ, που σημαίνει «υποταγή στο θεό», και οι οπαδοί του Ισλάμ ονομάζονται Μουσουλμάνοι. Βάση της θρησκείας αυτής είναι η ιδέα της ύπαρξης ενός μόνο θεού, του Αλλάχ. Η αρχή ότι «υπάρχει ένας μόνο θεός και ο Μωάμεθ είναι ο απόστολός του» είναι μια από τις βασικές αρχές του Ισλάμ. Τόσο ο Μωυσής όσο και ο Ιησούς Χριστός αναγνωρίζονται ως προφήτες, αλλά η νέα διδασκαλία δεχόταν ότι κανείς δεν υπήρξε τόσο μεγάλος όσο ο Μωάμεθ. Στη διάρκεια της παραμονής του στη Μεδίνα ο Μωάμεθ δήλωσε ότι η θρησκευτική του διδασκαλία αποτελούσε μια γνήσια αποκατάσταση της θρησκείας του Αβραάμ την οποία είχαν διαφθείρει οι Χριστιανοί και οι Ιουδαίοι. Ένα από τα πρώτα προβλήματα που απασχόλησαν τον Μωάμεθ υπήρξε η απομάκρυνση των Αράβων από τη βάρβαρη κατάστασή τους (αραβικά Djahiliyya) και η προσαρμογή τους προς ανώτερες ηθικές αρχές. Αντί της διαδεδομένης σκληρής εκδίκησης του αίματος (vendetta) δίδαξε στο λαό του την ειρήνη, την αγάπη και τον αυτοέλεγχο. Επίσης θεωρούσε υπεύθυνο τον εαυτό του να τερματίσει τη συνήθεια που είχαν μερικές φυλές να θάβουν ζωντανά νεογέννητα κορίτσια και επιχείρησε να ρυθμίσει τις σχέσεις των δύο φίλων, περιορίζοντας την πολυγαμία και ελαττώνοντας τον αριθμό των νόμιμων γυναικών σε τέσσερις, αφήνοντας όμως στην περίπτωση αυτή περισσότερη ελευθερία για τον εαυτό του. Στη θέση των παλαιών φυλετικών αντιλήψεων υποστήριξε την ιδέα των δικαιωμάτων του ατόμου, αλλά και το δικαίωμα της κληρονομιάς. Ο Μωάμεθ έδωσε επίσης μερικές κατευθύνσεις σχετικές με την προσευχή και τη νηστεία. Ήταν απαραίτητο να βλέπει κανείς, όταν προσευχόταν, προς την κατεύθυνση του Κααμπά. Ως μεγάλη περίοδος νηστείας καθορίστηκε ο 9ος μήνας, που ονομάστηκε Ramadan, ενώ η Παρασκευή καθιερώθηκε ως ημέρα αργίας. Η νέα διδασκαλία απαγόρευσε τη χρήση αίματος, κρασιού, χοιρινού κρέατος και κρέατος ζώων που πέθαναν από φυσικό θάνατο ή που χρησιμοποιήθηκαν για θυσίες στα είδωλα των ειδωλολατρών. Επίσης απαγορεύτηκε η χαρτοπαιξία. Η πίστη σε αγγέλους και στον Διάβολο ήταν αναγκαστική για τους Μουσουλμάνους, ενώ οι αντιλήψεις περί Παραδείσου, Κόλασης, Ανάστασης και Δευτέρας Παρουσίας ήταν χαρακτηριστικά υλιστικές. Τα βασικά στοιχεία των αντιλήψεων αυτών βρίσκονται στην χριστιανο-ιουδαϊκή απόκρυφη φιλολογία. Ο Μωάμεθ συμπεριλάμβανε στη διδασκαλία του το έλεος του θεού, τη μετάνοια των αμαρτωλών και τη δικαίωση μέσω των καλών πράξεων.
Οι νέοι θρησκευτικοί κανόνες αναπτύχθηκαν σιγά-σιγά, λίγο μετά το θάνατο του Μωάμεθ. Έτσι, για παράδειγμα, η προσευχή δεν είχε ακόμα αυστηρά καθιερωθεί ούτε και την εποχή των Ομμεϋάδων ακόμα. Οι εντολές της θρησκείας μπορούν να περιοριστούν στις εξής 5: α) την πίστη σ’ ένα θεό, τον Αλλάχ, και τον προφήτη του Μωάμεθ, β) την εκτέλεση ορισμένης προσευχής, σε ορισμένο χρόνο, με βάση αυστηρώς διατηρούμενους τύπους, γ) τη συνεισφορά ορισμένων χρημάτων για την αντιμετώπιση των στρατιωτικών και φιλανθρωπικών δαπανών της μουσουλμανικής κοινότητας, δ) τη νηστεία κατά τη διάρκεια του μήνα Ramadan και ε) το προσκύνημα του Κααμπά, στη Μέκκα (αραβικά το προσκύνημα αυτό ονομάζεται hadj).
Όλες οι βασικές αρχές και οι κανόνες του Ισλαμισμού περιέχονται στο ιερό βιβλίο των αποκαλύψεων του Μωάμεθ, το Κοράνι, που υποδιαιρείται σε 114 κεφάλαια (αραβικά Sura). Οι αφηγήσεις των έργων και της διδασκαλίας του Μωάμεθ, συγκεντρώθηκαν αργότερα; Σε διάφορα βιβλία που φέρουν το όνομα Sunna.
Η ιστορία των αρχών του Ισλάμ, την εποχή του Μωάμεθ είναι σκοτεινή και συζητήσιμη λόγω της κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι σχετικές πληροφοριακές πηγές. Για την ιστορία όμως της Βυζαντινής αυτοκρατορίας το πρόβλημα αυτί είναι εξαιρετικά σημαντικό, επειδή μια επαρκής αντιμετώπισή του θα βοηθούσε πολύ στην εξήγηση της ασυνήθιστης και γρήγορης στρατιωτικής επιτυχίας των Αράβων, οι οποίοι αφαίρεσαν από την αυτοκρατορία τις ανατολικές και νότιες επαρχίες της: Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο και Βόρεια Αφρική.
Οι παρατηρήσεις 3 σοβαρών μελετητών δείχνουν χαρακτηριστικά τις αντιθέσεις που επικρατούν στις γνώμες των επιστημόνων, σχετικά με το Ισλάμ. Ο Goldziher γράφει: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μωάμεθ σκέφτηκε να απλώσει τη θρησκεία του πέρα από τα σύνορα της Αραβίας και να μεταβάλλει τη διδασκαλία του, η οποία αρχικά έγινε γνωστή μόνο στους συγγενείς του, σε μια δύναμη που θα κυριαρχούσε σε όλο τον κόσμο». Ο Grimme τονίζει ότι μπορεί κανείς να πιστέψει, με βάση το Κοράνι, ότι τελικός σκοπός του Ισλάμ ήταν «η πλήρης κατάκτηση της Αραβίας», ενώ ο Caetani γράφει ότι «ο προφήτης ποτέ δεν ονειρεύτηκε να μεταστρέψει στη θρησκεία του όλη την Αραβία και όλους τους Άραβες».
Ενώ ζούσε ο Μωάμεθ δεν εξουσίασε όλη την Αραβία. Μπορούμε μάλιστα να πούμε γενικά ότι η Αραβία δεν αναγνώρισε ποτέ ένα αποκλειστικό κύριο όλης της χώρας. Στην πραγματικότητα ο Μωάμεθ κατείχε μια περιοχή που αποτελούσε ίσως λιγότερο από το 1/3 της χερσονήσου. Η περιοχή αυτή είχε γερά επηρεαστεί από τις νέες ιδέες του Ισλάμ, αλλά το υπόλοιπο τμήμα της Αραβίας παρέμενε κάτω από μια πολιτική και θρησκευτική οργάνωση που διέφερε πολύ λίγο από αυτή που υπήρχε πριν εμφανιστεί ο Μωάμεθ. Ο Χριστιανισμός επικρατούσε στα νοτιοδυτικά της χερσονήσου, στην Υεμένη. Οι φυλές της βορειοανατολικής Αραβίας δέχτηκαν επίσης τη χριστιανική πίστη, η οποία γρήγορα έγινε θρησκεία η θρησκεία που επικρατούσε στη Μεσοποταμία και στις επαρχίες της Αραβίας, που ήταν κατά μήκος του ποταμού Ευφράτη. Στο μεταξύ παράκμαζε γρήγορα και σταθερά η επίσημη θρησκεία των Περσών. Έτσι όταν πέθανε ο Μωάμεθ δεν ήταν ούτε πολιτικός ούτε θρησκευτικός αρχηγός όλης της Αραβίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αρχικά η Βυζαντινή αυτοκρατορία αντιμετώπισε το Ισλάμ ως ένα είδος Αρειανισμού, τοποθετώντας το στο ίδιο επίπεδο με τις άλλες χριστιανικές αιρέσεις. Η απολογητική και πολεμική φιλολογία του Βυζαντίου επιτίθεται κατά του Ισλάμ με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο επιτίθετο κατά των Μονοφυσιτών, των Μονοθελητών και των οπαδών των άλλων αιρετικών διδασκαλιών. Έτσι ο Ιωάννης Δαμασκηνός, μέλος μιας οικογένειας Σαρακηνών, ο οποίος έζησε στη μουσουλμανική αυλή τον 8ο αιώνα, δε θεωρούσε το Ισλάμ σαν μια νέα θρησκεία, αλλά ως ένα είδος αποστασίας από την αληθινή χριστιανική πίστη, ακριβώς όμοιο με τις παλαιότερες αιρέσεις. Οι ιστορικοί του Βυζαντίου επίσης έδειξαν πολύ λίγο ενδιαφέρον για την εμφάνιση του Μωάμεθ και της πολιτικής του κίνησης. Ο πρώτος χρονογράφος που αναφέρεται στη ζωή του Μωάμεθ, «του αρχηγού των Σαρακηνών και του ψευδοπροφήτη», υπήρξε ο Θεοφάνης, ο οποίος έγραψε στις αρχές του 9ου αιώνα.
Κατά την αντίληψη της μεσαιωνικής δυτικής Ευρώπης το Ισλάμ δεν ήταν ιδιαίτερη θρησκεία αλλά μια χριστιανική αίρεση όμοια στα δόγματά της με τον Αρειανισμό. Ακόμα και αργότερα στον Μεσαίωνα, ο Δάντης στη «Θεία Κωμωδία» του, θεωρεί τον Μωάμεθ ως ένα αιρετικό και τον ονομάζει «σπορέα σκανδάλων και σχισμάτων».

ΑΙΤΙΕΣ ΤΩΝ ΑΡΑΒΙΚΩΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ 7ου ΑΙΩΝΑ
Είναι πολύ συνηθισμένο να τονίζεται ο θρησκευτικός ενθουσιασμός των Μουσουλμάνων και η πλήρης μισαλλοδοξία τους ως μια από τις κύριες αιτίες των θαυμαστών στρατιωτικών κατορθωμάτων των Αράβων στη διάρκεια των μαχών τους με τους Πέρσες και τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, τον 7ο αιώνα. Οι Άραβες υποτίθεται ότι όρμησαν εναντίον των επαρχιών της Ασίας και της Αφρικής με σκοπό να φέρουν σε πέρας το θέλημα του προφήτη τους, που θέλησε τη μεταστροφή όλου του κόσμου στη νέα πίστη. Οι νίκες των Αράβων εξηγούνται με βάση το θρησκευτικό ενθουσιασμό, ο οποίος προετοίμασε τους φανατικούς Μουσουλμάνους να αδιαφορούν για το θάνατο, κάνοντάς τους αήττητους.
Η άποψη όμως αυτή πρέπει να θεωρηθεί αβάσιμη. Την εποχή που πέθανε ο Μωάμεθ υπήρχαν λίγοι Μουσουλμάνοι και ο μικρός αυτός αριθμός των οπαδών του έμενε στη Μεδίνα μέχρι το τέλος των πρώτων μεγάλων κατακτήσεων. Πολύ λίγοι οπαδοί του Μωάμεθ πολέμησαν στη Συρία και την Περσία. Η πλειοψηφία των Αράβων πολεμιστών αποτελείτο από Βεδουίνους, οι οποίοι είχαν μόνον ακούσει τι είναι το Ισλάμ. Ασχολούνταν μόνο με υλικά αγαθά και πέθαιναν για λάφυρα και ακολασίες. Ο θρησκευτικός ενθουσιασμός ήταν άγνωστος γι’ αυτούς, επειδή αρχικά η φύση του Ισλάμ ήταν μάλλον φιλειρηνική. Το Κοράνι δηλώνει καθαρά ότι «ο θεός δεν θα εκβιάσει κανένα» (ΙΙ, 257) και είναι ήδη γνωστή η επιείκεια, που το Ισλάμ έδειξε στις αρχές του προς τον Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό. Το Κοράνι μιλάει επίσης για την ανοχή του θεού προς τις άλλες θρησκείες. «Αν ήθελε ο κύριός σου, θα μπορούσε να κάνει όλους τους ανθρώπους μέλη μιας και της αυτής θρησκευτικής κοινότητας» (ΧΙ, 120). Ο θρησκευτικός φανατισμός και η μισαλλοδοξία των Μουσουλμάνων είναι μεταγενέστερα φαινόμενα, ξένα προς το αραβικό έθνος και δικαιολογημένα μόνον από την επιρροή των Μουσουλμάνων προσήλυτων. Οι θριαμβευτικές κατακτήσεις των Αράβων, τον 7ο αιώνα, δεν μπορεί να αποδοθούν στο θρησκευτικό ενθουσιασμό και φανατισμό.
Σύμφωνα με μερικές σύγχρονες έρευνες οι πραγματικές αιτίες της επιδρομής των Αράβων υπήρξαν υλιστικές. Η Αραβία, φτωχή σε φυσικά αγαθά, δεν μπορούσε πια να ικανοποιήσει τις φυσικές ανάγκες του πληθυσμού της και οι Άραβες με την απειλή της φτώχειας και της πείνας, αναγκάστηκαν να επιχειρήσουν μια απελπιστική προσπάθεια να ελευθερωθούν «από τη θερμή φυλακή της ερήμου». Οι αφόρητες συνθήκες ζωής είναι οι μόνοι υπεύθυνοι για την ορμή με την οποία οι Άραβες επέπεσαν πάνω στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και την Περσία. Στην κίνησή τους αυτή δεν έπαιξε κανένα ρόλο ο θρησκευτικός παράγοντας.
Αν και η άποψη αυτή είναι μέχρι ενός σημείου σωστή, δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε τελείως τις επιτυχίες των Αράβων μόνο με τις υλικές τους ανάγκες. Ανάμεσα στα αίτια υπάρχουν και οι εσωτερικές συνθήκες των ανατολικών και νότιων επαρχιών του Βυζαντίου (Συρίας, Παλαιστίνης και Αιγύπτου) τις οποίες κατέκτησαν τόσο εύκολα οι Άραβες. Η δυσαρέσκεια των επαρχιών αυτών, σχετικά με τα θρησκευτικά ζητήματα, έχει ήδη τονιστεί πολλές φορές. Οι Μονοφυσίτες και εν μέρει οι Νεστοριανοί, έρχονταν συνεχώς σε αντίθεση με το αδυσώπητο κράτος, και κυρίως μετά το θάνατο του Ιουστινιανού. Η αδικαιολόγητη τακτική των αυτοκρατόρων οδήγησε τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο στο να είναι έτοιμες να αποσπαστούν από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και να γίνουν υποτελείς στους Άραβες, οι οποίοι ήταν γνωστοί για την ανεξιθρησκία τους και το μοναδικό τους ενδιαφέρον να εισπράττουν τακτικά φόρους από τις κατακτημένες χώρες. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των λαών πολύ λίγο ενδιέφεραν τους Άραβες.
Αφετέρου οι Ορθόδοξοι των ανατολικών επαρχιών ήταν δυσαρεστημένοι και αυτοί με το κράτος λόγω μερικών παραχωρήσεων που έκανε κυρίως τον 7ο αιώνα προς τους Μονοφυσίτες. Σχετικά με τις μονοθελητικές τάσεις του Ηρακλείου, ο χριστιανός Άραβας ιστορικός του 10ου αιώνα, Ευτύχιος, γράφει ότι οι κάτοικοι της Έμεσας ονόμαζαν τον αυτοκράτορα «Μονοθελήτη και εχθρό της πίστης», ενώ ένας άλλος Άραβας ιστορικός του 9ου αιώνα λέει ότι οι κάτοικοι αυτοί στράφηκαν προς τους Άραβες, λέγοντας «η διοίκησή σας και η δικαιοσύνη σας συμφωνούν περισσότερο μαζί μας από ό,τι συμφωνεί η τυραννία και οι προσβολές, τις οποίες υποφέραμε». Φυσικά αυτές είναι οι απόψεις των Μουσουλμάνων, αλλά οπωσδήποτε αποδίδουν τη νοοτροπία του ορθόδοξου πληθυσμού. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Συρίας και της Παλαιστίνης ήταν σημιτικής καταγωγής και σε μεγάλη έκταση, αραβικής προέλευσης, πράγμα που βοήθησε τους Άραβες να βρουν στις περιοχές που κατέκτησαν ανθρώπους της φυλής τους, που μιλούσαν την ίδια με αυτούς γλώσσα. Όπως αναφέρει ένας επιστήμονας «δεν ετίθετο το ζήτημα κατάκτησης μιας ξένης χώρας, της οποίας οι φόροι θα αποτελούσαν το μόνο άμεσο κέρδος, αλλά επρόκειτο και για την επανάκτηση τμήματος της πατρικής τους γης, η οποία παρήκμαζε κάτω από την κατοχή των ξένων».
Εκτός όμως από τη γενική δυσαρέσκεια των επαρχιών και τη συγγένειά τους με τους Άραβες, η Βυζαντινή αυτοκρατορία και ο στρατός της είχε να αντιμετωπίσει την εξασθένησή της μετά από μακροχρόνιους και συνεχείς (αν και τελικά επιτυχείς) αγώνες της κατά των Περσών και γι’ αυτό δεν μπορούσε να αντισταθεί, όπως έπρεπε στις ανθηρές αραβικές δυνάμεις.
Στην Αίγυπτο υπήρχαν ειδικοί λόγοι για μια ασθενική αντίσταση στους Άραβες. Η κύρια όμως αιτία πρέπει να αναζητηθεί στις γενικές συνθήκες που επικρατούσαν στο στρατό του Βυζαντίου. Αριθμητικά ο στρατός ήταν ίσως αρκετά δυνατός, αλλά η γενική οργάνωσή του ήταν ανεπαρκής. Ήταν διαιρεμένος σε πολλά μέρη, τα οποία διοικούσαν 5 διαφορετικοί διοικητές ή δούκες (duces), που είχαν ίσα δικαιώματα χωρίς να διαθέτουν ενότητα δράσης μεταξύ τους. Οι διαφωνίες τους για τα γενικά προβλήματα της επαρχίας, οι προσωπικές τους φιλοδοξίες, η έλλειψη αλληλεγγύης και συνεργασίας και η στρατιωτική ανικανότητά τους παρέλυσαν κάθε αντίσταση. Οι στρατιώτες δεν ήταν καλύτεροι από τους αρχηγούς τους. Πολυάριθμος, όπως ήταν ο στρατός της Αιγύπτου, κάτω από την επίδραση της κακής ηγεσίας, παρουσίαζε τάσεις αποστασίας. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλά αίτια εξηγούν τις τρομερές επιτυχίες των Αράβων». Ο Maspero γράφει ότι «η κύρια αιτία της ήττας του Βυζαντίου στην κοιλάδα του Νείλου ήταν η κακή ποιότητα του στρατού στον οποίον είχαν εμπιστευθεί την άμυνα της Αιγύπτου». Με βάση τη μελέτη των παπύρων ο Gelger νομίζει ότι η τάξη της αριστοκρατίας των μεγαλοκτηματιών, η οποία παρουσιάστηκε στην Αίγυπτο πριν από την περίοδο των αραβικών κατακτήσεων, έγινε ανεξάρτητη από την κεντρική κυβέρνηση και, αν και δεν δημιούργησε μια τοπική ανεξάρτητη διοίκηση, συνετέλεσε στην πτώση της κυριαρχίας του Βυζαντίου. Ο Amélineau, με βάση επίσης τη μελέτη των παπύρων, αναφέρει σαν ένα σπουδαίο παράγοντα, που διευκόλυνε τη νίκη των Αράβων, την ανεπαρκή πολιτική οργάνωση της Αιγύπτου.
Ο Άγγλος παπυρολόγος H. I. Bell λέει ότι η κατάκτηση της Αιγύπτου από τους Άραβες «δεν ήταν θαύμα ή παράδειγμα θείας εκδίκησης της διάσπασης της Χριστιανοσύνης, αλλά απλώς η αναπόφευκτη κατάρρευση ενός, κατά κόρον, διεφθαρμένου συστήματος».
Έτσι στις κύριες αιτίες που προκάλεσαν τις επιτυχίες των Αράβων συμπεριλαμβάνονται οι θρησκευτικές συνθήκες της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, η φυλετική συγγένεια του λαού των δύο πρώτων χωρών προς το λαό της Αραβίας, η ανεπάρκεια των στρατιωτικών δυνάμεων, η ελλιπής στρατιωτική και πολιτική οργάνωση και οι κοινωνικές συνθήκες της Αιγύπτου.
Η βυζαντινή αλλά και η αραβική ιστορική παράδοση υπερβάλλουν πολύ την αριθμητική δύναμη του στρατού και των δύο πλευρών, που στην πραγματικότητα δεν ήταν πολύ μεγάλη. Μερικοί επιστήμονες πιστεύουν ότι οι Άραβες στρατιώτες που έλαβαν μέρος στις εκστρατείες της Συρίας και της Παλαιστίνης ήταν 27.000, αν και φοβούνται ότι και ο αριθμός αυτός είναι υπερβολικός. Ο αριθμός του στρατού του Βυζαντίου ήταν πιθανόν ακόμα μικρότερος. Επίσης οι στρατιωτικές επιχειρήσεις δεν διεξήχθηκαν μόνο από τους Άραβες της χερσονήσου, αλλά και από τους Άραβες της ερήμου της Συρίας, που ήταν κοντά στα σύνορα της Περσίας και του Βυζαντίου.
Καλύτερη μελέτη των αρχών του Ισλάμ τοποθετεί καθαρά σε δευτερεύουσα θέση τον θρησκευτικό παράγοντα σε σχέση με τα πολιτικά γεγονότα της περιόδου αυτής. «Το Ισλάμ μεταβλήθηκε σε πολιτική δύναμη γιατί μόνο με αυτή την ιδιότητα μπορούσε να θριαμβεύσει κατά των εχθρών του. Αν το Ισλάμ είχε μείνει για πάντα μια απλή ηθική και θρησκευτική διδασκαλία, θα είχε γρήγορα πάψει να υφίσταται στη σκεπτικιστική υλιστική Αραβία και κυρίως στην εχθρική ατμόσφαιρα της Μέκκας». «Οι υπέρμαχοι του Ισλάμ δεν είχαν να ασχοληθούν τόσο με τη μεταστροφή των απίστων στην πίστη, όσο με την υποταγή τους».

Η εποχή του Ηράκλειου (610-717) [18]

Ο Ηράκλειος και οι άμεσοι διάδοχοί του αποτελούν μια δυναστεία αρμενικής, πιθανόν, προέλευσης. Αυτό τουλάχιστον μπορεί να συμπεράνει κανείς έχοντας υπόψη του τον Αρμένιο ιστορικό του 7ου αιώνα Sebeos, που θεωρείται σαν μια ανεκτίμητη πληροφοριακή πηγή για την εποχή του Ηρακλείου, και ο οποίος γράφει ότι η οικογένειά του συγγενεύει προς τον περίφημο αρμενικό οίκο των Αρσακίδων. Ο Ηράκλειος βασίλευσε από το 610 μέχρι το 641 και απέκτησε με την πρώτη του γυναίκα Ευδοκία ένα γιο, τον Κωνσταντίνο, ο οποίος βασίλευσε μετά το θάνατο του πατέρα του για λίγους μήνες, επειδή πέθανε κι αυτός το 641. Στην ιστορία είναι γνωστός ως Κωνσταντίνος Γ' (ένας από τους γιους του Μ. Κωνσταντίνου θεωρείται ως Κωνσταντίνος Β'). Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Γ' ανέβηκε στο θρόνο για μερικούς μήνες ο Ηρακληνάς, γιος του Ηράκλειου από τη δεύτερη γυναίκα του, την Μαρτίνα, ο οποίος εκθρονίστηκε το φθινόπωρο του 641, για να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας ο γιος του Κωνσταντίνου Γ', ο Κώνστας Β', ο οποίος βασίλευσε από το 641 μέχρι το 668. Η ελληνική μορφή του ονόματός του Κώνστας (λατινικά Constans), είναι πιθανόν υποκοριστικό του ονόματος Κωνσταντίνος, το οποίο αναφέρεται στα βυζαντινά νομίσματα, στα επίσημα Δυτικά στοιχεία της περιόδου αυτής, καθώς και σε μερικές πηγές βυζαντινής προέλευσης. Ο λαός τον ονόμαζε Κώνστα. Διάδοχός του υπήρξε ο δραστήριός του γιος Κωνσταντίνος Δ' (668-685), ο οποίος είναι γνωστός ως «Πωγωνάτος», αν κι οι σύγχρονοι ιστορικοί ονομάζουν έτσι τον πατέρα και όχι το γιο. Με τον θάνατο του Κωνσταντίνου Δ' (685) τελειώνει η καλύτερη περίοδος της δυναστείας του Ηρακλείου, αν και ο γιος του (ο τελευταίος της δυναστείας) Ιουστινιανός Β' ο «Ρινότμητος» βασίλευσε δυο φορές από το 685 μέχρι το 695 και από το 705 μέχρι το 711. Η περίοδος του Ιουστινιανού Β', χαρακτηριστική για τις πολλές θηριωδίες του, δεν έχει μελετηθεί ακόμα όσο πρέπει. Είναι όμως λογικό να υποθέσουμε ότι η σκληρή συμπεριφορά του αυτοκράτορα προς τους εκπροσώπους της αριστοκρατίας δεν οφειλόταν μόνο σε καθαρή αυθαιρεσία, αλλά και στην κρυφή δυσαρέσκεια των μελών εκείνων της αριστοκρατίας που, μη θέλοντας να συμβιβαστούν με την ισχυρή θέληση και την απολυταρχική πολιτική του Ιουστινιανού, αγωνίζονταν να τον εκθρονίσουν. Μερικά βιβλία μιλούν καθαρά για την ύπαρξη μιας παραδοσιακής εχθρικής τάσης κατά του Ιουστινιανού Β'. Εκθρονίστηκε το 685 και εξορίστηκε στη Χερσώνα της Κριμαίας, αφού «ερρινοκοπήθη και εγλωσσοκοπήθη». Διέφυγε όμως από εκεί και κατόρθωσε να νυμφευθεί την αδελφή του Χαγάνου των Χαζάρων. Αργότερα πέτυχε με τη βοήθεια των Βουλγάρων να πάρει πίσω τον θρόνο του Βυζαντίου και, όταν γύρισε στην πρωτεύουσα, έλαβε σκληρά μέτρα εναντίον όλων εκείνων που συντέλεσαν στην εκθρόνισή του. Η συμπεριφορά του όμως αυτή είχε σαν αποτέλεσμα το 711 μια επανάσταση, στη διάρκεια της οποίας σφαγιάστηκαν ο Ιουστινιανός και η οικογένειά του. Με το έτος 711 τελειώνει και η Δυναστεία του Ηρακλείου. Στο διάστημα της εξορίας του Ιουστινιανού βασίλευσαν δυο τυχαίοι αυτοκράτορες: ο στρατιωτικός Λεόντιος από την Ισαυρία (695-698) και ο Αψίμαρος, που πήρε το όνομα Τιβέριος μόλις ανέβηκε στο θρόνο (Τιβέριος Γ', 698-705). Μερικοί ιστορικοί τείνουν να δεχθούν τον Αψίμαχο-Τιβέριο ως Γοτθο-ελληνικής προέλευσης. Μετά τη βίαιη εκθρόνιση του Ιουστινιανού Β', το 711, για μια περίοδο έξι ετών (711-717) ανήλθαν στο θρόνο του Βυζαντίου τρεις τυχαίοι αυτοκράτορες: ο Αρμένιος Βάρδανης ή Φιλιππικός (711-713), ο Αρτέμιος που μετονομάστηκε σε Αναστάσιο Β' (713-715) και ο Θεοδόσιος Γ' (715-717). Η αναρχία που επικρατούσε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 695 τέλειωσε το 717 με την άνοδο στο θρόνο του περίφημου Λέοντα Γ', ο οποίος εγκαινίασε μια νέα εποχή στην ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ - ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ ΤΩΝ ΑΒΑΡΩΝ ΚΑΙ ΣΛΑΒΩΝ
Ο Ηράκλειος, ικανός και δραστήριος αυτοκράτορας, αποδείχθηκε (μετά τον τυραννικό Φωκά) ένας υποδειγματικός κυβερνήτης. Όπως λέει ο ποιητής Γεώργιος Πισίδης, που περιγράφει τις εκστρατείες του αυτοκράτορα στην Περσία καθώς και την εισβολή των Αβάρων, ο Φωκάς πίστευε ότι «η δύναμη πρέπει να δείχνεται πιο πολύ με την αγάπη παρά με τον φόβο».
«Ο Ηράκλειος», λέει ο Ostrogorsky, «υπήρξε ο δημιουργός του Μεσαιωνικού Βυζαντίου, του οποίου η οργάνωση είναι ρωμαϊκή, η γλώσσα και ο πολιτισμός ελληνικός και η πίστη χριστιανική».
Τα κατορθώματα του Ηρακλείου είναι ακόμα πιο σημαντικά επειδή την εποχή της ανόδου του στο θρόνο, η θέση της αυτοκρατορίας ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη. Οι Πέρσες απειλούσαν από την Ανατολή και οι Άβαροι και οι Σλάβοι από τον Βορρά, ενώ οι εσωτερικές υποθέσεις του κράτους, μετά την άτυχη βασιλεία του Φωκά, βρίσκονταν σε μια κατάσταση τέλειας αναρχίας. Ο νέος αυτοκράτορας δεν είχε ούτε χρήματα ούτε αρκετή στρατιωτική δύναμη, πράγμα που οδήγησε, κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας του, την αυτοκρατορία σε μια μεγάλη κρίση.
Το 611 οι Πέρσες επιχείρησαν να υποτάξουν τη Συρία και κατέλαβαν την Αντιόχεια, δηλαδή την κυριότερη πόλη των ανατολικών επαρχιών του Βυζαντίου. Αμέσως μετά πολιόρκησαν τη Δαμασκό. Μόλις συμπλήρωσαν την κατάκτηση της Συρίας βάδισαν προς την Παλαιστίνη και το 614 άρχισαν την πολιορκία της Ιερουσαλήμ, η οποία κράτησε είκοσι μέρες. Μετά οι δυνάμεις των Περσών διέσπασαν τα τείχη και, όπως αναφέρει ένα βιβλίο, «οι σατανικοί εχθροί μπήκαν στην πόλη με μια μανία που έμοιαζε με τη λύσσα εξαγριωμένων θηρίων ή ερεθισμένων δράκων». Λεηλάτησαν την πόλη και κατέστρεψαν τους χριστιανικούς ναούς. Η εκκλησία του Αγίου Τάφου, την οποία έκτισε η μητέρα του Μ. Κωνσταντίνου, γυμνώθηκε από τους θησαυρούς της και μετά πυρπολήθηκε, ενώ οι Χριστιανοί υπέστησαν τρομερά μαρτύρια και σφαγές. Οι Ιουδαίοι της Ιερουσαλήμ ενώθηκαν με τους Πέρσες και έλαβαν μέρος στις σφαγές, στη διάρκεια των οποίων σύμφωνα με μερικές πληροφορίες χάθηκαν 60.000 Χριστιανοί. Πολλοί θησαυροί της Αγίας Πόλης μεταφέρθηκαν στην Περσία και ένα από τα πιο πολύτιμα λείψανα της χριστιανοσύνης, ο Τίμιος Σταυρός, μεταφέρθηκε στην Κτησιφώνα. Αρκετοί αιχμάλωτοι στάλθηκαν στην Περσία, συμπεριλαμβανομένου του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ζαχαρία.
Η καταστρεπτική αυτή κατάκτηση της Παλαιστίνης από τους Πέρσες, καθώς και η λεηλασία της Ιερουσαλήμ, αποτελούν ένα μεταβατικό σταθμό στην ιστορία της επαρχίας αυτής.
«Τέτοια καταστροφή», γράφει ο Kondakov, «δεν είχε ακουστεί από την εποχή της κατάκτησης της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο. Τη φορά όμως αυτή η συμφορά δεν μπορούσε πια να επανορθωθεί. Ποτέ πια η πόλη αυτή δεν γνώρισε παρόμοια με τη λαμπρή εποχή του Κωνσταντίνου, περίοδο και τα περίφημα κτίρια της, όπως το τζαμί του Ομάρ, ποτέ πια δεν άφησαν εποχή στην ιστορία. Από εδώ και εμπρός η πόλη και τα κτίρια της παράκμαζαν σταθερά, βήμα προς βήμα. Ακόμα και οι Σταυροφορίες προκάλεσαν στην Ιερουσαλήμ μόνο βλάβη, ταραχή και εκφυλισμό. Η περσική εισβολή απομάκρυνε αμέσως από την Παλαιστίνη την επιρροή του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Κατέστρεψε τη γεωργία, ερήμωσε τις πόλεις, κατέστρεψε μόνιμα ή πρόσκαιρα πολλά μοναστήρια και λαύρες και διέκοψε κάθε εμπορική πρόοδο. Η εισβολή αυτή απάλλαξε επίσης τις ληστρικές αραβικές φυλές από το φόβο που είχαν, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να σχηματίζουν την ενότητα εκείνη που έκανε δυνατές τις μεταγενέστερες επιθέσεις τους. Από εδώ και στο εξής η πρόοδος της χώρας σταματά και η Παλαιστίνη εισέρχεται στην ανήσυχη περίοδο, που πολύ φυσικά θα μπορούσε να ονομαστεί Μεσαιωνική περίοδος, εάν δεν διαρκούσε μέχρι της εποχή μας».
Η ευκολία με την οποία κατέκτησαν οι Πέρσες τη Συρία και την Παλαιστίνη, μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από τις θρησκευτικές συνθήκες αυτών των επαρχιών. Η πλειοψηφία του πληθυσμού, κυρίως στη Συρία, δε δεχόταν την επίσημη Ορθόδοξη πίστη, την οποία υποστήριζε το κράτος. Οι Νεστοριανοί και αργότερα οι Μονοφυσίτες των επαρχιών αυτών πιέζονταν πολύ από την κυβέρνηση του Βυζαντίου και συνεπώς φυσικά προτιμούσαν την κυριαρχία των Περσών, στη χώρα των οποίων οι Νεστοριανοί απολάμβαναν σχετική θρησκευτική ελευθερία.
Η περσική εισβολή δεν περιορίστηκε μόνο στη Συρία και την Παλαιστίνη. Μέρος του περσικού στρατού, αφού διέσχισε τη Μ. Ασία, κατέλαβε τη Χαλκηδόνα, στη θάλασσα του Μαρμαρά, κοντά στο Βόσπορο και στρατοπέδευσε στη Χρυσούπολη (στο σημερινό Σκουτάρι) απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, ενώ ένα άλλο μέρος του στρατού προχωρούσε για να κατακτήσει την Αίγυπτο. Η Αλεξάνδρεια έπεσε πιθανόν το 618 ή το 619. Στην Αίγυπτο, ακριβώς όπως στη Συρία και την Παλαιστίνη, οι Μονοφυσίτες πρόθυμα προτίμησαν την περσική από τη βυζαντινή κυριαρχία.
Η απώλεια της Αιγύπτου υπήρξε για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία ένα πολύ βαρύ χτύπημα, επειδή η Αίγυπτος αποτελούσε τον σιτοβολώνα της Κωνσταντινούπολης. Η διακοπή της αποστολής σίτου από την Αίγυπτο είχε βαρύ αντίκτυπο στην οικονομική ζωή της πρωτεύουσας.
Συγχρόνως όμως με τις βαριές απώλειες που προκλήθηκαν στο Νότο και στην Ανατολή από τους Πέρσες, παρουσιάστηκε από το Βορρά μια άλλη μεγάλη απειλή για το Βυζάντιο. Οι Αβαρο-σλαβικές ορδές της Βαλκανικής χερσονήσου, υπό την αρχηγία του Χαγάνου των Αβάρων, προχώρησαν προς τα νότια, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τις νότιες επαρχίες. Η επίθεση αυτή δεν ήταν μια οργανωμένη εκστρατεία, αλλά μάλλον μια σειρά επιδρομών που προμήθευσαν στον Χαγάνο πολλούς αιχμαλώτους καθώς και πλούσια λάφυρα, που μετέφερε στο Βορρά.
Οι επιδρομές αυτές αναφέρονται από τον σύγχρονο του Ηρακλείου Ισίδωρο, Επίσκοπο της Σεβίλλης, ο οποίος παρατηρεί στο χρονικό του ότι στις αρχές της βασιλείας του Ηρακλείου οι Σλάβοι αφήρεσαν από τους Βυζαντινούς την Ελλάδα, ενώ η Πέρσες κατέκτησαν τη Συρία, την Αίγυπτο και πολλές άλλες επαρχίες.
Την ίδια περίπου εποχή (624) το Βυζάντιο έχανε τις τελευταίες του κτήσεις στην Ισπανία, όπου οι Βησιγότθοι συμπλήρωσαν τις κατακτήσεις τους, κάτω από την καθοδήγηση του βασιλιά τους Σουινθίλα. Οι Βαλεαρίδες νήσοι παρέμειναν στα χέρια του Ηρακλείου.
Υπερνικώντας τους δισταγμούς του ο αυτοκράτορας αποφάσισε να πολεμήσει την Περσία. Αντιμετωπίζοντας δε τις ελλείψεις του θησαυροφυλακίου, ο Ηράκλειος κατέφυγε στους θησαυρούς των εκκλησιών της πρωτεύουσας και των επαρχιών και διέταξε να γίνουν με αυτούς ένας μεγάλος αριθμός χρυσών και αργυρών νομισμάτων. Καθώς προέβλεπε, θα μπορούσε να απομακρύνει την απειλή του Χαγάνου των Αβάρων στο Βορρά, στέλνοντάς του εκλεκτούς ομήρους και ένα μεγάλο ποσό χρημάτων. Την άνοιξη του 622 ο Ηράκλειος πέρασε στη Μ. Ασία όπου στρατολόγησε ένα μεγάλο αριθμό στρατιωτών, τους οποίους εκπαίδευσε αρκετούς μήνες. Η εκστρατεία κατά των Περσών, που αποσκοπούσε στην ανάκτηση του Τιμίου Σταυρού και της Ιερής Πόλης της Ιερουσαλήμ, πήρε τη μορφή Σταυροφορίας.
Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πιθανόν ότι ο Ηράκλειος έκανε τρεις εκστρατείες κατά των Περσών, μεταξύ των ετών 622 και 628, οι οποίες υπήρξαν εξαιρετικά επιτυχείς. Ένας σύγχρονός του ποιητής, ο Γεώργιος Πισίδης, συνέθεσε τον επινίκιο ύμνο, στον οποίον έδωσε τον τίτλο «Ηρακλειάς», ενώ σ’ ένα άλλο ποίημα του (την «Εξαήμερο») σχετικό με τη δημιουργία του κόσμου, υπαινίσσεται τον εξαετή πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου ο Ηράκλειος νίκησε τους Πέρσες. Ο ιστορικός Θ. Ουσπένσκι συγκρίνει τον πόλεμο του Ηρακλείου με τις ένδοξες εκστρατείες του Μ. Αλεξάνδρου. Ο Ηράκλειος εξασφάλισε τη βοήθεια των φυλών του Καυκάσου και έκανε μια συμμαχία με τους Χαζάρους, Οι βόρειες επαρχίες της Περσίας, που συνόρευαν με τον Καύκασο, αποτέλεσαν μια από τις κύριες περιοχές στρατιωτικής δράσης του αυτοκράτορα.
Ενώ ο αυτοκράτορας έλλειπε, οδηγώντας το στρατό του στις μακρινές εκστρατείες του, η πρωτεύουσα αντιμετώπισε έναν πολύ σοβαρό κίνδυνο. Ο Χαγάνος των Αβάρων παρέβη τη συμφωνία του με τον αυτοκράτορα και το 626 προχώρησε προς την Κωνσταντινούπολη με τεράστιες ορδές Αβάρων και Σλάβων. Επίσης έκανε συμφωνία με τους Πέρσες, οι οποίοι έστειλαν αμέσως μέρος του στρατού τους στη Χαλκηδόνα. Οι Αβαρο-σλαβικές ορδές πολιόρκησαν την πρωτεύουσα, προς μεγάλο φόβο του λαού, αλλά η φρουρά της πόλης πέτυχε να αποκρούσει την επίθεση και να τρέψει σε φυγή τον εχθρό. Μόλις οι Πέρσες έμαθαν την αποτυχία αυτή των Αβάρων, απέσυραν το στρατό τους από τη Χαλκηδόνα και τον κατεύθυναν προς τη Συρία. Η νίκη του Βυζαντίου κατά των Αβάρων, μπροστά στην Κωνσταντινούπολη, το 626 υπήρξε μια από τις κύριες αιτίες της εξασθένησης του άγριου βασιλείου των Αβάρων.
Στο μεταξύ, κατά τα τέλη του 627, ο Ηράκλειος κατάνίκησε τους Πέρσες σε μια μάχη που έγινε κοντά στα ερείπια της αρχαίας Νινευή και προχώρησε στις κεντρικές επαρχίες της Περσίας από όπου συνέλεξε πλούσια λάφυρα. Στη συνέχεια έστειλε στην Κωνσταντινούπολη μια θριαμβευτική προκήρυξη η οποία περιέγραφε τις επιτυχίες κατά των Περσών, ενώ συγχρόνως ανήγγειλε το τέλος του πολέμου και τη λαμπρή του νίκη. «Το 629 συμπληρώθηκε η νίκη του Ηρακλείου, του οποίου η μεγαλοφυΐα σαν ήλιος σκόρπισε το σκοτάδι που απλωνόταν πάνω από την αυτοκρατορία, ανοίγοντας μπροστά στα μάτια όλων μια ένδοξη εποχή ειρήνης και μεγαλοπρέπειας. Ο αιώνιος και φοβερός εχθρός (οι Πέρσες) καταβλήθηκε για πάντα, ενώ στον Δούναβη οι ισχυροί Άβαροι παράκμαζαν γρήγορα. Ποιος μπορούσε πια να αντισταθεί στο στρατό του Βυζαντίου; Ποιος μπορούσε να απειλήσει την αυτοκρατορία;». Την εποχή αυτή εκθρονίστηκε και σκοτώθηκε ο Πέρσης βασιλιάς Χοσρόης, ο δε διάδοχός του Σιρόης άρχισε διαπραγματεύσεις ειρήνης με τον Ηράκλειο. Με βάση τη συμφωνία τους, οι Πέρσες επέστρεψαν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία τις επαρχίες της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, καθώς και τον Τίμιο Σταυρό.
Ο Ηράκλειος επέστρεψε θριαμβευτικά στην πρωτεύουσα και το 630 μαζί με τη σύζυγό του Μαρτίνα πήγε στην Ιερουσαλήμ όπου αποκατέστησε τον Τίμιο Σταυρό στην παλιά του θέση, προς μεγάλη χαρά όλου του χριστιανικού κόσμου.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι η νίκη του Ηρακλείου κατά των Περσών αναφέρεται και στο Κοράνι, όπου τονίζεται ότι «οι Έλληνες νικήθηκαν από τους Πέρσες... αλλά, μετά την ήττα τους, σε λίγα χρόνια, θα νικήσουν και αυτοί με τη σειρά τους».

ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ
Οι περσικοί πόλεμοι είναι ένας πολύ σημαντικός σταθμός της ιστορίας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Από τις δύο κύριες δυνάμεις του κόσμου στις αρχές του Μεσαίωνα, δηλαδή τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και την Περσία, η δεύτερη έχασε τελείως την παλιά της δύναμη και έγινε ένα ασθενικό κράτος που γρήγορα έπαψε να υπάρχει πολιτικά, μετά από τις επιθέσεις των Αράβων. Η ένδοξη Βυζαντινή αυτοκρατορία έδωσε το τελικό χτύπημα στον ισχυρό της εχθρό, απέκτησε όλες τις ανατολικές επαρχίες που είχε χάσει, απέδωσε στον χριστιανικό κόσμο τον Τίμιο Σταυρό και ελευθέρωσε την πρωτεύουσά της από τη φοβερή απειλή των Αβαρο-σλαβικών ορδών. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία φαινόταν να βρίσκεται στο κατακόρυφο της δόξας της. Ο βασιλιάς των Ινδιών έστειλε στον Ηράκλειο τα συγχαρητήριά του για τη νίκη του κατά των Περσών, μαζί με μια μεγάλη ποσότητα πολύτιμων λίθων. Ο βασιλιάς των Φράγκων έστειλε επίσης ειδικούς απεσταλμένους για να κλείσει μια διαρκή ειρήνη με την αυτοκρατορία. Τελικά, το 630, η βασίλισσα της Περσίας έστειλε ειδική πρεσβεία στον Ηράκλειο μέσω της οποίας έκανε μια τυπική ειρήνη.
Ο Ηράκλειος πήρε επίσημα το όνομα «βασιλεύς», για πρώτη φορά το 629, ύστερα από την επιτυχία του πολέμου του κατά των Περσών. Ο τίτλος αυτός χρησιμοποιείτο για πολλούς αιώνες στην Ανατολή, κυρίως στην Αίγυπτο, και τον 4ο αιώνα έγινε συνήθης στα μέρη εκείνα της αυτοκρατορίας όπου μιλούσαν την ελληνική. Ποτέ όμως προηγουμένως δεν είχε γίνει δεκτός ως επίσημος τίτλος. Μέχρι τον 7ο αιώνα χρησιμοποιείτο ο αντίστοιχος προς το λατινικό imperator, ελληνικός τίτλος αυτοκράτορας, ο οποίος όμως δεν ανταποκρίνεται ετυμολογικά προς το imperator. Ο μόνος ξένος αρχηγός κράτους στον οποίον ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου συγκατατέθηκε να δώσει τον τίτλο βασιλεύς (με εξαίρεση τον βασιλιά της Αβησσυνίας) ήταν ο βασιλιάς της Περσίας.
Ο Bury γράφει σχετικά ότι «εφόσον υπήρχε ένας μεγάλος, ανεξάρτητος βασιλιάς έξω από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, οι αυτοκράτορες απέφευγαν να υιοθετήσουν έναν τίτλο τον οποίον μπορούσε να φέρει άλλος μονάρχης. Αλλά μόλις ο μονάρχης αυτός μεταβλήθηκε σε υποτελή ο αυτοκράτορας, δίδοντας κάποια επισημότητα στο γεγονός αυτό, πήρε επίσημα τον τίτλο, ο οποίος για αρκετούς αιώνες του είχε ανεπίσημα δοθεί».

ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ
Οι επαρχίες της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, με τον Μονοφυσιτικό κυρίως πληθυσμό τους, έθεσαν και πάλι επί τάπητος το οδυνηρό και τόσο σημαντικό ζήτημα των σχέσεων κράτους και Μονοφυσιτών. Οι μακροχρόνιοι και έντονοι αγώνες του Ηράκλειου εναντίον των Περσών, παρά τα λαμπρά τους αποτελέσματα, εξασθένησαν για ένα διάστημα τη στρατιωτική δύναμη του Βυζαντίου λόγω της σοβαρής απώλειας σε άνδρες και λόγω της οικονομικής εξάντλησής του. Η αυτοκρατορία επίσης δεν απόλαυσε την τόσο αναγκαία γι’ αυτήν περίοδο ανάπαυσης, επειδή αμέσως μετά το τέλος του Περσικού πολέμου παρουσιάστηκε μια φοβερή απειλή, τελείως απροσδόκητη, που δεν έγινε αρχικά καλά αντιληπτή. Η απειλή αυτή προερχόταν από τους Άραβες, οι οποίοι δημιούργησαν μια νέα περίοδο στην παγκόσμια Ιστορία με τις επιθέσεις τους κατά του Βυζαντίου και της Περσίας.