3/5/11

Η Μακεδονική Δυναστεία (867-1081) [28]

Η εποχή της Μακεδονικής δυναστείας διαιρείται σε δύο άνισες περιόδους, ως προς τη σημασία και τη διάρκεια. Η πρώτη περίοδος διαρκεί από το 867 μέχρι το 1025, το έτος δηλαδή του θανάτου του αυτοκράτορα Βασιλείου Β', ενώ η δεύτερη και σύντομη περίοδος κρατάει από το 1025 μέχρι το 1056, οπότε πέθανε η Θεοδώρα, το τελευταίο μέλος της δυναστείας αυτής.
Η πρώτη περίοδος ήταν η πιο λαμπρή περίοδος της πολιτικής ζωής του Βυζαντίου. Ο αγώνας στην Ανατολή και το Βορρά με τους Άραβες, Βούλγαρους και Ρώσους στέφθηκε από λαμπρή επιτυχία του βυζαντινού στρατού, στα 50 τελευταία χρόνια του 10ου και στις αρχές του 11ου αιώνα. Το πράγμα αυτό κατορθώθηκε παρά τις αποτυχίες στο τέλος του 9ου και στις αρχές του 10ου αιώνα. Ο θρίαμβος του Βυζαντίου ήταν μεγάλος κυρίως την εποχή του Νικηφόρου Φωκά και του Ιωάννη Τσιμισκή, για να φτάσει στο αποκορύφωμά του στη διάρκεια της βασιλείας του Βασιλείου Β'. Την εποχή του τελευταίου, οι χωριστικές κινήσεις της Μικράς Ασίας κατεστάλησαν, η επιρροή του Βυζαντίου στη Συρία ενισχύθηκε, η Αρμενία εν μέρει προσαρτήθηκε στην αυτοκρατορία και εν μέρει έγινε υποτελής του Βυζαντίου, η Βουλγαρία μεταβλήθηκε σε επαρχία του Βυζαντίου και η Ρωσία, παίρνοντας τον Χριστιανισμό από το Βυζάντιο, απέκτησε πιο στενές θρησκευτικές, πολιτικές, εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις με την αυτοκρατορία.
Την εποχή αυτή η αυτοκρατορία γνώρισε την πιο μεγάλη της δύναμη και δόξα. Η έντονη νομοθετική εργασία, που καρπός της είναι ένας γιγάντιος κώδικας, τα Βασιλικά και ένας αριθμός περίφημων διαταγμάτων, τα οποία εκδόθηκαν κατά της καταστρεπτικής ανάπτυξης των μεγαλοκτηματιών, καθώς κι η πνευματική πρόοδος που συνδέεται με τα ονόματα του Πατριάρχη Φωτίου και του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, προσθέτουν μεγαλύτερη δόξα και σπουδαιότητα στην πρώτη περίοδο της Μακεδονικής δυναστείας.
Μετά το 1025, όταν η δυναμική προσωπικότητα του Βασιλείου Β' εξαφανίστηκε, η αυτοκρατορία αντιμετώπισε μια περίοδο επαναστάσεων της αυλής και αναρχίας, η οποία οδήγησε στην κρίσιμη εποχή του 1056-1081. Με την άνοδο στο θρόνο, το 1081, του πρώτου από τους Κομνηνούς, η αυτοκρατορία επανέκτησε τη δύναμή της. Η εσωτερική τάξη αποκαταστάθηκε και για ένα διάστημα η καλλιτεχνική και πνευματική δραστηριότητα αναπτύχθηκε για μια ακόμα φορά.

ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ
Το ζήτημα της καταγωγής του ιδρυτή της Μακεδονικής δυναστείας έχει προκαλέσει πολλές αντίθετες γνώμες, κυρίως επειδή οι πληροφοριακές πηγές διαφέρουν πολύ στο σημείο αυτό. Ενώ οι ελληνικές πηγές μιλούν για την αρμενική ή μακεδονική καταγωγή του Βασιλείου Α' και οι αρμενικές πηγές βεβαιώνουν τη γνήσια αρμενική καταγωγή του, οι αραβικές πηγές τον ονομάζουν Σλάβο. Επίσης, ενώ το όνομα «Μακεδονική» αποδίδεται γενικά στη δυναστεία αυτή και ενώ μερικοί επιστήμονες θεωρούν, ακόμα, τον Βασίλειο Αρμένιο, άλλοι, κυρίως οι Ρώσοι ιστορικοί, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, τον θεωρούσαν Σλάβο. Η πλειοψηφία των επιστημόνων δέχεται ότι ο Βασίλειος ήταν Αρμένιος, που εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία και χαρακτηρίζει τη δυναστεία του αρμενική. Έχοντας όμως υπόψη ότι υπήρχαν πολλοί Αρμένιοι και Σλάβοι ανάμεσα στους κατοίκους της Μακεδονίας, θα ήταν σωστό να συμπεράνουμε ότι ο Βασίλειος ήταν μικτής αρμενο-σλαβικής καταγωγής. Κατά τη γνώμη ενός ιστορικού, που μελέτησε ειδικά την εποχή του Βασιλείου, η οικογένειά του πιθανόν να είναι αρμενικής καταγωγής, αν κι αργότερα αναμίχθηκε με τους Σλάβους που ήταν πολυάριθμοι στη Μακεδονία. Ένας χαρακτηρισμός πιο ακριβής της Μακεδονικής δυναστείας, με βάση την εθνογραφική της σύνθεση, θα ήταν «αρμενο-σλαβική». Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι επιστήμονες πέτυχαν να καθορίσουν ότι ο Βασίλειος γεννήθηκε στη Χαριούπολη της Μακεδονίας και ότι η μητέρα του λεγόταν Παγκαλώ.
Η ζωή του Βασιλείου (πριν αναδειχθεί αυτοκράτορας) υπήρξε πολύ ασυνήθιστη. Άγνωστος ήρθε στην Κωνσταντινούπολη για να «κάνει την τύχη του» και έλκυσε την προσοχή των αυλικών λόγω του επιβλητικού του παρουσιαστικού, της μεγάλης του δύναμης και της ικανότητάς του να τιθασεύει και τα πιο άγρια άλογα. Οι ιστορίες του νεαρού Βασιλείου έφτασαν μέχρι τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ', ο οποίος το 856 τον πήρε στην αυλή του ως ιπποκόμο, για να τον ανακηρύξει γρήγορα συν-αυτοκράτορα, στέφοντάς τον με το αυτοκρατορικό στέμμα στο Ναό της Αγίας Σοφίας. Ο Βασίλειος όμως φέρθηκε σκληρά στον αυτοκράτορα, επειδή όταν αντιλήφθηκε ότι ο Μιχαήλ τον υποψιαζόταν, διέταξε τους ανθρώπους του να σκοτώσουν τον ευεργέτη του, ανακηρύσσοντας τον εαυτό του αυτοκράτορα (867-886). Μετά το θάνατό του ο θρόνος περιήλθε στους γιους του, Λέοντα τον Σοφό (886-912) και Αλέξανδρο (886-913). Ο γιος του Λέοντα, Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορφυρογέννητος (913-959) αδιαφόρησε για τα θέματα του κράτους κι αφιέρωσε όλο το χρόνο του στη φιλολογική εργασία, ζώντας ανάμεσα στα πιο μορφωμένα άτομα της εποχής του. Η διοικητική δύναμη παρέμενε στα χέρια του πεθερού του (ικανού και δραστήριου ναυάρχου) Ρωμανού Λεκαπηνού (919-944). Το 944 τα παιδιά του Λεκαπηνού ανάγκασαν τον πατέρα τους να παραιτηθεί και να αποσυρθεί σ’ ένα μοναστήρι, ανακηρύσσοντας τον εαυτό τους αυτοκράτορες. Το 945 όμως εκθρονίστηκαν από τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο, ο οποίος βασίλευσε ανεξάρτητα, από το 945 μέχρι το 959. Ο γιος του Ρωμανός Β' βασίλευσε μόνο 4 χρόνια (959-963), αφήνοντας μετά το θάνατό του τη χήρα του Θεοφανώ με δυο ανήλικα παιδιά, τον Βασίλειο και τον Κωνσταντίνο (είχε και δύο ανήλικα κορίτσια, Θεοφανώ και Άννα). Η Θεοφανώ παντρεύτηκε τον ικανό στρατηγό Νικηφόρο Φωκά, ο οποίος έγινε αυτοκράτορας (Νικηφόρος Β' Φωκάς, 963-969). Η βασιλεία του διακόπηκε με το φόνο του: Ο ανεψιός του, ο Τσιμισκής, συνεννοήθηκε με την αυτοκράτειρα Θεοφανώ, μπήκε νύχτα στα ανάκτορα και σκότωσε τον αυτοκράτορα στο δωμάτιό του την ώρα που κοιμόταν. Ο θρόνος περιήλθε στον Ιωάννη Τσιμισκή (969-976), που έγινε αυτοκράτορας χάρη στο γάμο του με τη Θεοδώρα, αδελφή του Ρωμανού Β', και κόρη του Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογέννητου. Μόνο μετά το θάνατο του Ιωάννη Τσιμισκή οι δυο γιοι του Ρωμανού Β', Βασίλειος Β' (ο Βουλγαροκτόνος) (976-1025) και Κωνσταντίνος Η' (976-1028) έγιναν άρχοντες της αυτοκρατορίας. Η διοικητική δύναμη συγκεντρώθηκε κυρίως στα χέρια του Βασιλείου Β', υπό τη διοίκηση του οποίου η αυτοκρατορία γνώρισε τη μεγαλύτερη της δύναμη και δόξα. Με το θάνατό του άρχισε η περίοδος της παρακμής. Όταν πέθανε ο Κωνσταντίνος Η', ο ηλικιωμένος συγκλητικός Ρωμανός Αργυρός πήρε ως γυναίκα του την κόρη του Κωνσταντίνου, Ζωή και έγινε αυτοκράτορας (1028-1034). Η Ζωή, μετά το θάνατο του άντρα της, σε ηλικία 56 ετών, παντρεύτηκε τον αγαπημένο της Μιχαήλ τον Παφλαγόνα, ο οποίος έγινε αυτοκράτορας για να βασιλεύσει ως Μιχαήλ Δ' ο Παφλαγόνας, από το 1034 μέχρι το 1041. Στη διάρκεια της βασιλείας του και της σύντομης βασιλείας του ανεψιού του Μιχαήλ Ε' του Καλαφάτη (1041-1042) (ένα άλλο τυχαίο κι ασήμαντο άτομο) ξέσπασε μια μεγάλη ταραχή και δυσαρέσκεια στην αυτοκρατορία, που τέλειωσε με την εκθρόνιση και τύφλωση του Μιχαήλ Ε'. Για δύο μήνες περίπου η αυτοκρατορία διοικείτο από τη Ζωή (που έμεινε για δεύτερη φορά χήρα) και τη νεώτερη αδελφή της Θεοδώρα. Τον ίδιο χρόνο (1042) η Ζωή παντρεύτηκε για τρίτη φορά και ο νέος της σύζυγος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Βασίλευσε ως Κωνσταντίνος Θ' ο Μονομάχος από το 1042 μέχρι το 1055. Η Ζωή πέθανε πριν από τον τρίτο της άντρα, αλλά η Θεοδώρα επέζησε του Κωνσταντίνου του Μονομάχου και βασίλευσε ως μόνη κυρίαρχος της αυτοκρατορίας (1055-1056). Μετά τη βασιλεία της Ειρήνης που αποκατέστησε την Εικονολατρία στα τέλη του 8ου αιώνα και στις αρχές του 9ου αιώνα, η βασιλεία της Ζωής και της Θεοδώρας αποτελεί το δεύτερο και τελευταίο παράδειγμα βασιλείας γυναικών. Η κάθε μια από αυτές κατέλαβε το θρόνο σαν απόλυτη βασίλισσα, δηλαδή σαν αυτοκράτειρα των Ρωμαίων. Λίγο πριν από το θάνατό της η Θεοδώρα υποχώρησε στις αξιώσεις της αυλής και εξέλεξε για διάδοχό της τον ηλικιωμένο πατρίκιο Μιχαήλ Στρατιωτικό, ο οποίος κατέλαβε το θρόνο, το 1056, μετά το θάνατο της Θεοδώρας. Η Θεοδώρα υπήρξε το τελευταίο μέλος της Μακεδονικής δυναστείας, η οποία κράτησε το θρόνο 189 χρόνια.

ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ
Το κύριο πρόβλημα στην εξωτερική πολιτική που απασχολούσε τον ιδρυτή της δυναστείας των Μακεδόνων, Βασίλειο Α', υπήρξε ο αγώνας με τον μουσουλμανικό κόσμο. Οι συνθήκες ήταν πολύ ευνοϊκές για μεγάλα κατορθώματα, γιατί την εποχή του το Βυζάντιο είχε πετύχει ειρηνικές σχέσεις με την Αρμενία στην Ανατολή, τη Ρωσία και τη Βουλγαρία στο Βορρά και τη Βενετία και τον αυτοκράτορα της Δύσης στη Δύση. Στα πλεονεκτήματα αυτά θα πρέπει να προστεθούν οι εσωτερικές ανωμαλίες του Χαλιφάτου, που ήταν καρπός της επιρροής των Τούρκων στην αραβική αυλή, της αποστασίας της Αιγύπτου, όπου από το 868 είχε δημιουργηθεί η ανεξάρτητη δυναστεία των Tulunids, οι εμφύλιοι πόλεμοι των Αράβων της Βόρειας Αφρικής και η δύσκολη θέση των Αράβων της Ισπανίας σε σχέση με τους ντόπιους Χριστιανούς. Η θέση λοιπόν του Βασιλείου ήταν πολύ πλεονεκτική για έναν πετυχημένο αγώνα με τους Άραβες της Ανατολής και της Δύσης. Αλλά, παρόλο που η αυτοκρατορία αγωνίστηκε εναντίον των Αράβων σχεδόν χωρίς διακοπή, στη διάρκεια της βασιλείας του Βασιλείου Α', δεν εκμεταλλεύτηκε τελείως τις ευμενείς εξωτερικές συνθήκες.
Η επιτυχημένη στρατιωτική εκστρατεία που έγινε στο ανατολικό τμήμα της Μικράς Ασίας εναντίον των Παυλικιανών είχε σαν αποτέλεσμα να καταληφθεί από τη μεριά της αυτοκρατορίας η κυριότερη πόλη τους Τεφρική. Η κατάκτηση αυτή όχι μόνο αύξησε τις κτήσεις του Βυζαντίου αλλά συγχρόνως έφερε τον Βασίλειο πολύ κοντά στους Άραβες της Ανατολής. Μετά από αρκετούς αγώνες, οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο πλευρών πήραν τη μορφή συχνών προστριβών που δεν είχαν πολύ μεγάλες συνέπειες. Η νίκη τη μια φορά ήταν με το μέρος του Βυζαντίου και την άλλη με το μέρος των Αράβων. Τελικά όμως, η συνοριακή γραμμή του Βυζαντίου προωθήθηκε αρκετά (στη Μικρά Ασία) προς την Ανατολή.
Πολύ πιο σημαντικές υπήρξαν οι σχέσεις του Βασιλείου με τους Άραβες της Δύσης, οι οποίοι την εποχή αυτή κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της Σικελίας καθώς και αξιόλογα σημεία της Ν. Ιταλίας. Οι ανώμαλες υποθέσεις της Ιταλίας προκάλεσαν την επέμβαση του αυτοκράτορα της Δύσης Λουδοβίκου Β', ο οποίος κατέλαβε την αξιόλογη πόλη του Μπάρι. Με τον Λουδοβίκο ο Βασίλειος έκλεισε συμμαχία για μια συνδυασμένη προσπάθεια για την απομάκρυνση των Αράβων από την Ιταλία και τη Σικελία. Η συμμαχία όμως αυτή απέτυχε και γρήγορα διαλύθηκε. Μετά το θάνατο του Λουδοβίκου, ο λαός του Μπάρι παρέδωσε την πόλη του στους αντιπροσώπους του Βυζαντίου.
Στο μεταξύ οι Άραβες κατέλαβαν τη σπουδαία νήσο Μάλτα, στα νότια της Σικελίας και το 878, ύστερα από πολιορκία 9 μηνών, πήραν τις Συρακούσες. Μια πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή της πολιορκίας των Συρακουσών έχει γραφεί από έναν αυτόπτη μάρτυρα, το μοναχό Θεοδόσιο, ο οποίος, ζώντας εκεί την εποχή αυτή, συνελήφθηκε, μετά την πτώση της πόλης, από τους Άραβες για να φυλακιστεί στο Παλέρμο. Ο Θεοδόσιος αναφέρει ότι στη διάρκεια της πολιορκίας οι κάτοικοι της πόλης υπέφεραν πολύ από την πείνα κι αναγκάστηκαν να τρώνε γρασίδι, δέρματα ζώων, ακόμα και πτώματα νεκρών. Η πείνα αυτή προκάλεσε μια επιδημία που εξόντωσε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Μετά την πτώση των Συρακουσών, το μόνο αξιόλογο σημείο της Σικελίας που απέμενε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν η πόλη Ταυρομένιο, στις ανατολικές ακτές του νησιού. Η απώλεια αυτή υπήρξε ένας σταθμός για την εξωτερική πολιτική του Βασιλείου, επειδή τα σχέδιά του για γενική επίθεση εναντίον των Αράβων δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθούν.
Η κατοχή του Τάραντα, στη Ν. Ιταλία, από τα στρατεύματα του Βασιλείου και η επιτυχής προώθησή τους στο εσωτερικό της χώρας αυτής, υπό την αρχηγία του στρατηγού Νικηφόρου Φωκά, στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Βασιλείου, μπορεί να θεωρηθεί σαν μια παρηγοριά μετά την αποτυχία των Συρακουσών.
Παρά τα αρνητικά αποτελέσματα της δυτικής συμμαχίας εναντίον των Αράβων, ο Βασίλειος επιχείρησε μια άλλη συμμαχία με τον Αρμένιο βασιλιά «Ασώτιο» (Ασώτ) της δυναστείας των Παγκρατιδών, με σκοπό την επίθεση εναντίον των Αράβων της Ανατολής. Ακριβώς όμως την εποχή αυτής της συμμαχίας ο Βασίλειος πέθανε.
Παρά την απώλεια των Συρακουσών και τις αποτυχημένες εκστρατείες εναντίον των Αράβων, ο Βασίλειος αύξησε κάπως την έκταση των Βυζαντινών κτήσεων της Μικράς Ασίας, αποκαθιστώντας συγχρόνως την κυριαρχία του Βυζαντίου στη Νότια Ιταλία. «Ο ηλικιωμένος Βασίλειος», λέει ένας σύγχρονος μελετητής της περιόδου αυτής, «μπορούσε να πεθάνει ειρηνικά, γιατί είχε εκπληρώσει τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή, μια πολύ μεγάλη στρατιωτική αποστολή, η οποία συγχρόνως υπήρξε και πολιτιστική αποστολή. Η αυτοκρατορία την οποία άφησε ο Βασίλειος ήταν δυνατότερη και πιο επιβλητική από εκείνη που παρέλαβε».
Οι ειρηνικές σχέσεις τις οποίες καλλιέργησε ο Βασίλειος με όλους τους γείτονές του (εκτός των Αράβων) διακόπηκαν την εποχή του διαδόχου του Λέοντα ΣΤ' του Σοφού (886-912). Ένας πόλεμος με τους Βούλγαρους, στη διάρκεια του οποίου για πρώτη φορά στην ιστορία του Βυζαντίου εμφανίστηκαν οι Μαγυάροι (δηλαδή οι Ούγγροι), είχε σαν αποτέλεσμα την ήττα του βυζαντινού στρατού. Προς τα τέλη της βασιλείας του Λέοντα, οι Ρώσοι βρίσκονταν κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Η Αρμενία που ήταν σύμμαχος του Βυζαντίου κι είχε αναλάβει την αντιμετώπιση των αραβικών εισβολών, δεν βοηθήθηκε, όπως περίμενε, από το Βυζάντιο. Εκτός από όλα αυτά, το ζήτημα του τέταρτου γάμου του αυτοκράτορα δημιούργησε σοβαρές εσωτερικές ταραχές. Αποτέλεσμα όλων αυτών των εσωτερικών και εξωτερικών ανωμαλιών, το πρόβλημα του αγώνα της αυτοκρατορίας για το Ισλάμ επρόκειτο να γίνει πιο πολύπλοκο και πιο δύσκολο γι’ αυτήν.
Οι αγώνες εναντίον των Αράβων υπήρξαν γενικά ανωφελείς την εποχή του Λέοντα ΣΤ'. Στη διάρκεια των στρατιωτικών συγκρούσεων, στα σύνορα της Ανατολής, οι Άραβες μερικές φορές νικούσαν εξίσου όσο και οι Βυζαντινοί, με αποτέλεσμα να μη υπάρχει ουσιαστικό κέρδος για καμιά από τις δύο πλευρές. Οι Μουσουλμάνοι στη Δύση κατέλαβαν το Ρήγιο, στις ιταλικές ακτές του στενού της Μεσσήνης και έτσι το στενό περιήλθε τελείως στα χέρια των Αράβων, οι οποίοι το 902 κατέλαβαν και το Ταυρομένιο, το τελευταίο σπουδαίο οχυρωμένο σημείο της βυζαντινής Σικελίας. Μετά την πτώση της πόλης αυτής, η Σικελία έπεσε ολοκληρωτικά στα χέρια των Αράβων, επειδή οι μικρότερες πόλεις, που ανήκαν ακόμα στους Βυζαντινούς, δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στη μεταγενέστερη ιστορία της αυτοκρατορίας. Η πολιτική του Λέοντα ΣΤ' στην Ανατολή στα τέλη της βασιλείας του δεν εξαρτιόταν καθόλου από τι σχέσεις του με τους Άραβες της Σικελίας.
Οι αρχές του 10ου αιώνα χαρακτηρίζονται από την έντονη δράση του αραβικού στόλου. Από τα τέλη ακόμα του 9ου αιώνα πειρατές από την Κρήτη επανειλημμένα είχαν λεηλατήσει τις ακτές της Πελοποννήσου και τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Οι θαλασσινές αυτές επιδρομές των Αράβων έγιναν ακόμα πιο επικίνδυνες όταν οι στόλοι τους της Συρίας και της Κρήτης άρχισαν να δρουν ενωμένοι. Η επίθεση κατά της Θεσσαλονίκης, την οποία επιχείρησε το 904 ο μουσουλμανικός στόλος, υπό την αρχηγία του Βυζαντινού αποστάτη Λέοντα Τριπολίτη, αποτελεί αυτήν την περίοδο το πιο περίφημο εγχείρημα των Αράβων. Η πόλη καταλήφθηκε μετά από μεγάλη και δύσκολη πολιορκία, αλλά λίγες μέρες μετά τη πτώση της οι κατακτητές έφυγαν μεταφέροντας μαζί τους ένα μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων και λαφύρων, με κατεύθυνση τη Συρία. Μόνο μετά την καταστροφή αυτή η κυβέρνηση του Βυζαντίου άρχισε να οχυρώνει τη Θεσσαλονίκη. Λεπτομερή περιγραφή της επιδρομής των Αράβων στη Θεσσαλονίκη δίνει ο ιερέας Ιωάννης Καμενιάτης, ο οποίος παρακολούθησε όλη την κακουχία που προκάλεσε η πολιορκία.
Οι επιτυχίες του στόλου των Αράβων ανάγκασαν τους άρχοντες του Βυζαντίου να δώσουν πιο πολύ προσοχή στην ανάπτυξη του δικού τους στόλου. Το αποτέλεσμα ήταν το 906 ο ναύαρχος του Βυζαντίου Ημέριος να πετύχει εναντίον των Αράβων μια λαμπρή νίκη, στο Αιγαίο. Το 911 όμως η μεγάλη θαλασσινή εκστρατεία του Λέοντα ΣΤ' εναντίον των Αράβων της Ανατολής και της Κρήτης (που κατεύθυνε και πάλι ο Ημέριος) τέλειωσε με πλήρη αποτυχία της αυτοκρατορίας. Στην ακριβή περιγραφή της εκστρατείας αυτής, που κάνει ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, αναφέρεται η παρουσία 700 Ρώσων.
Έτσι ο αγώνας του Βυζαντίου με τους Άραβες υπήρξε τρομερά ατυχής την εποχή του Λέοντα ΣΤ'. Στη Δύση η Σικελία χάθηκε οριστικά. Στη Νότια Ιταλία ο στρατός του Βυζαντίου δεν πέτυχε τίποτα πια μετά την ανάκληση του Νικηφόρου Φωκά. Στα ανατολικά σύνορα οι Άραβες αργά αλλά σταθερά προχωρούσαν, και στη θάλασσα ο στόλος του Βυζαντίου υφίστατο σοβαρές ήττες.
Παρά τη θρησκευτική εχθρότητα προς τους Άραβες και τις στρατιωτικές εμπλοκές μαζί τους, τα επίσημα στοιχεία της εποχής μιλούν γι’ αυτούς με πολύ φιλικές εκφράσεις. Έτσι ο Πατριάρχης της περιόδου αυτής Νικόλαος Μυστικός γράφει προς «τον πλέον ένδοξο και τον πλέον τιμημένο και αγαπητό» Εμίρη της Κρήτης ότι «οι δυο δυνάμεις του κόσμου, η δύναμη των Σαρακηνών και η δύναμη των Ρωμαίων υπερέχουν και λάμπουν σαν δυο μεγάλοι φωστήρες του στερεώματος. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να ζούμε μαζί σαν αδέλφια, αν και διαφέρουμε στις συνήθειες, στους τρόπους ζωής και στη θρησκεία».
Στη διάρκεια της μακρόχρονης βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογέννητου (913-959) και του Ρωμανού Λεκαπηνού (919-944) η Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους Άραβες μέχρι το τέλος της τρίτης δεκαετίας του 10ου αιώνα, επειδή όλες οι δυνάμεις της ήταν απασχολημένες με τον βουλγαρικό πόλεμο. Ευτυχώς για την αυτοκρατορία το Χαλιφάτο την εποχή αυτή αντιμετώπιζε μια περίοδο εσωτερικών ανωμαλιών που οδήγησαν στη δημιουργία μεμονωμένων κι ανεξάρτητων δυναστειών. Οπωσδήποτε όμως πρέπει να αναφερθεί μια επιτυχημένη δράση του στόλου του Βυζαντίου, το 917, κατά την οποία ο νικητής της Θεσσαλονίκης Λέων Τριπολίτης ηττήθηκε στη Λήμνο ολοκληρωτικά.
Μετά το βουλγαρικό πόλεμο παρουσιάστηκαν πολύ ικανοί στρατηγοί τόσο στο βυζαντινό όσο και στον αραβικό στρατό. Ο «δομέστικος των σχολών» (αρχηγός του στρατού) Ιωάννης Κουρκούας ήταν, σύμφωνα με τα λόγια του χρονογράφου, «ένας δεύτερος Τραϊανός ή Βελισάριος» καθώς και ο κατακτητής «χιλίων σχεδόν πόλεων». Ένα ειδικό έργο γράφηκε σχετικά με αυτόν, που όμως δεν έχει διασωθεί. Χάρη σ’ αυτόν ένα νέο πνεύμα πεποίθησης εισήχθη στην ανατολική πολιτική της αυτοκρατορίας. Οι Άραβες απέκτησαν και αυτοί έναν ικανό αρχηγό, τον Saif-ad-Daulah («Η ρομφαία του κράτους»), μέλος της ανεξάρτητης δυναστείας των Χαμσανιδών, που είχε σαν πρωτεύουσά της το Χαλέπι. Η αυλή του έγινε το κέντρο μιας δημιουργικής πνευματικής δραστηριότητας και η εποχή του ονομάστηκε από τους συγχρόνους του «Χρυσός αιών». Περί τα τέλη του 10ου αιώνα ο Κουρκούας πέτυχε αρκετές νίκες στην αραβική Αρμενία κατακτώντας πολλές πόλεις της Άνω Μεσοποταμίας. Το 933 ο Κουρκούας κατέλαβε τη Μελιτινή και το 944 η αραβική Έδεσσα αναγκάστηκε να παραδώσει το «μαντήλι» στο οποίο υπήρχε αποτύπωμα της μορφής του Χριστού και το οποίο μεταφέρθηκε με μεγάλη πομπή στην Κωνσταντινούπολη.
Ο θρίαμβος αυτός υπήρξε και ο τελευταίος του Κουρκούα. Οι επιτυχίες του τον μετέβαλαν σε «άνθρωπο της ημέρας», πράγμα που ανησύχησε την κυβέρνηση, η οποία και τον απάλλαξε από τα καθήκοντά του. Την εποχή αυτή έπεσε ο Ρωμανός Λεκαπηνός, ενώ τον επόμενο μήνα εκθρονίστηκαν και οι γιοι του. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος έμεινε έτσι ο μόνος αυτοκράτορας. Μια εποχή τέλειωνε, ενώ νέοι παράγοντες παρουσιάστηκαν στη σκηνή.
Η εποχή του Ρωμανού Λεκαπηνού υπήρξε πολύ σημαντική για την πολιτική του Βυζαντίου στην Ανατολή. Ύστερα από τρεις αιώνες αμυντική στάση, το Βυζάντιο, κάτω από την καθοδήγηση του Ρωμανού και του Κουρκούα, άρχισε τις επιθετικές του ενέργειες που οδήγησαν στον θρίαμβο. Τα σύνορα, στα τέλη της περιόδου αυτής, βρίσκονταν σε πολύ διαφορετική κατάσταση από εκείνη στην οποία ήταν την εποχή της ανόδου του Ρωμανού στο θρόνο. Οι συνοριακές επαρχίες ήταν σχεδόν απαλλαγμένες από τις επιδρομές των Αράβων, ενώ τα τελευταία 12 χρόνια της βασιλείας του Ρωμανού οι Μουσουλμάνοι επιδρομείς διέσχισαν τα σύνορα μόνο δυο φορές. Ο Ρωμανός διόρισε αρχηγό του στρατεύματος τον Κουρκούα, «τον πιο λαμπρό στρατιώτη που παρουσίασε η αυτοκρατορία για πολλές γενεές, ο οποίος έδωσε νέο πνεύμα στα αυτοκρατορικά στρατεύματα οδηγώντας τα νικηφόρα στα βάθη της χώρας των απίστων... Ο Ιωάννης Κουρκούας υπήρξε ο πρώτος στη σειρά των μεγάλων κατακτητών και σαν πρώτος αξίζει να εξυμνηθεί πολύ. Από τη δόξα του όμως ένα μέρος ανήκει στον Ρωμανό Λεκαπηνό, στην κρίση του οποίου οφείλεται η εκλογή του Κουρκούα και κάτω από τη διοίκηση του οποίου πέρασαν αυτά τα είκοσι ένδοξα χρόνια».
Τα τελευταία χρόνια του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου χαρακτηρίζονται από τους απελπιστικούς αγώνες του με τον Saif-ad-Daulah και, αν και οι Βυζαντινοί νικήθηκαν σε αρκετές από αυτές τις συμπλοκές, το αποτέλεσμα του αγώνα ήταν η ήττα των Αράβων στη Β. Μεσοποταμία και η διάβαση του Ευφράτη από το στρατό του Βυζαντίου. Στη διάρκεια των ετών αυτών ο Ιωάννης Τσιμισκής, ο μετέπειτα αυτοκράτορας, διακρίθηκε για την ικανότητά του. Η μεγάλη όμως θαλασσινή εκστρατεία που οργανώθηκε εναντίον των Αράβων της Κρήτης, το 949, οδήγησε στην πλήρη αποτυχία και στην απώλεια πολλών πλοίων. Στην εκστρατεία αυτή έλαβαν μέρος 629 Ρώσοι. Οι διαρκείς συμπλοκές Βυζαντινών και Μουσουλμάνων στη Δύση (Ιταλία και Σικελία) δεν υπήρξαν σημαντικές για τη γενική εξέλιξη των γεγονότων.
Οι κατακτήσεις του Ιωάννη Κουρκούα και του Ιωάννη Τσιμισκή στην Ανατολή, οι οποίες συντέλεσαν στην επέκταση των συνόρων της αυτοκρατορίας πέρα από τον Ευφράτη εγκαινίασαν μια λαμπρή περίοδο από νίκες του Βυζαντίου εναντίον των Μουσουλμάνων. Όπως λέει ο Γάλλος ιστορικός Rambaud, «όλες οι αποτυχίες του Βασιλείου Α' αναπληρώθηκαν. Ο δρόμος ήταν ανοιχτός προς την Ταρσό, την Αντιόχεια, την Κύπρο και την Ιερουσαλήμ... Πριν το θάνατό του ο Κωνσταντίνος μπορούσε να χαρεί γιατί, στη διάρκεια της βασιλείας του είχαν κατορθωθεί, προς δόξα Χριστού, τόσα μεγάλα πράγματα. Εγκαινίασε την περίοδο των Σταυροφοριών τόσο για την Ανατολή όσο και για τη Δύση, τόσο για τους Βυζαντινούς όσο και για τους Φράγκους (δηλαδή τα έθνη της Δ. Ευρώπης)».
Στη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του Ρωμανού Β' (956-963), ο ικανός και δραστήριος στρατηγός του Νικηφόρος Φωκάς κατέλαβε την Κρήτη, το 960, μετά από οκτάμηνη πολιορκία, καταστρέφοντας έτσι τη φωλιά των Αράβων πειρατών που είχαν τρομοκρατήσει τον πληθυσμό των νησιών και των ακτών του Αιγαίου Πελάγους. Επειδή πολλοί κάτοικοι του νησιού είχαν δεχθεί τον Μουσουλμανισμό, στάλθηκε ο Νίκων ο Μετανοείτε. Έμεινε εκεί 5 χρόνια, κήρυξε, έκτισε εκκλησίες, μόρφωσε τους ιερείς και στερέωσε την Ορθόδοξη πίστη. Αποκτώντας και πάλι την Κρήτη, μετά από 136 χρόνια σκλαβιάς, η αυτοκρατορία επανέκτησε ένα σπουδαίο στρατηγικό κι εμπορικό σημείο της Μεσογείου. Ο Νικηφόρος Φωκάς πέτυχε επίσης στον πόλεμό του στην Ανατολή με τον Saif-ad-Daulah. Μετά από μια δύσκολη πολιορκία κατόρθωσε να καταλάβει προσωρινά το Χαλέπι, την πρωτεύουσα των Χαμσανιδών.
Ο αδελφός του Νικηφόρου, Λέων Φωκάς, στρατηγός του βυζαντινού στρατού στη Δύση, νίκησε τους Άραβες στην Ασία και έκανε θρίαμβο στην Κωνσταντινούπολη. Ολοσχερώς όμως τους νίκησε ο Νικηφόρος Φωκάς κοντά στον Ευφράτη και κυρίευσε πολλά φρούρια τους (962).
Τα κατορθώματα των επόμενων τριών αυτοκρατόρων (Νικηφόρου Φωκά, Ιωάννη Τσιμισκή και Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου) αποτελούν τις πιο λαμπρές σελίδες της στρατιωτικής ιστορίας των αγώνων της αυτοκρατορίας εναντίον του Ισλάμ.
Κατά τη διάρκεια των έξι χρόνων της βασιλείας του (963-969) ο Νικηφόρος Φωκάς συγκέντρωσε την προσοχή του στην Ανατολή, και μερικές φορές στράφηκε προς τις εχθρικές ενέργειες των Βουλγάρων, οι οποίες έγιναν πιο σοβαρές χάρη στην επέμβαση του Ρώσου πρίγκιπα Sviatoslav. Μερικές απ’ τις δυνάμεις του Νικηφόρου ήταν επίσης απασχολημένες στην Ιταλία εναντίον του Γερμανού βασιλιά Όθωνα του Μεγάλου. Στην Ανατολή ο βυζαντινός στρατός, αφού κατέλαβε την Ταρσό, κατέκτησε την Κιλικία, ενώ ο στόλος πέτυχε να πάρει από τους Άραβες την Κύπρο. Σχετικά με την πτώση της Ταρσού ο Άραβας γεωγράφος του 13ου αιώνα αναφέρει (με βάση τις περιγραφές των προσφύγων) μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Κάτω από τα τείχη της Ταρσού, λέει, ο Νικηφόρος Φωκάς διέταξε να υψωθούν δυο σημαίες σαν σύμβολα «της χώρας των Ρωμαίων» και «της χώρας του Ισλάμ», διατάζοντας συγχρόνως τους κήρυκες να αναγγείλουν ότι γύρω από την πρώτη σημαία έπρεπε να μαζευτούν όλοι όσοι επιθυμούσαν δικαιοσύνη, αμεροληψία, ασφάλεια της ιδιοκτησίας, οικογενειακή ζωή, παιδιά, καλούς δρόμους, δίκαιους νόμους και ευγενική μεταχείριση. Γύρω από τη δεύτερη σημαία θα έπρεπε να συγκεντρωθούν όλοι όσοι υποστηρίζουν τη μοιχεία, την ανελεύθερη νομοθεσία, τη βία, τον εκβιασμό, την κατάσχεση των κτημάτων και την κατάργηση της ιδιοκτησίας.
Η κατάκτηση της Κιλικίας και της Κύπρου άνοιξε στον Νικηφόρο το δρόμο προς τη Συρία, βοηθώντας τον στην πραγματοποίηση του μεγάλου του ονείρου να καταλάβει την Αντιόχεια, δηλαδή την καρδιά της Συρίας. Αφού εισέβαλε στη Συρία ο Νικηφόρος πολιόρκησε την Αντιόχεια και όταν ήταν φανερό πια ότι η πολιορκία θα κρατούσε πολύ, ο αυτοκράτορας άφησε το στρατό του και γύρισε στην πρωτεύουσα. Στη διάρκεια της απουσίας του, το τελευταίο έτος της βασιλείας του (969), ο στρατός του κατέλαβε την Αντιόχεια ικανοποιώντας τη μεγάλη φιλοδοξία του αυτοκράτορα. «Έτσι ο χριστιανικός στρατός επανέκτησε τη μεγάλη πόλη της Αντιόχειας, την ένδοξη Θεούπολη, τον αρχαίο ανταγωνιστή του Βυζαντίου στην Ανατολή, την πόλη των μεγάλων Πατριαρχών, των μεγάλων Αγίων, των Συνόδων και των αιρέσεων» (Schlumberger).
Αμέσως μετά την πτώση της Αντιόχειας ο στρατός του Βυζαντίου κατέλαβε ακόμα ένα σπουδαίο κέντρο της Συρίας, το Χαλέπι, την πρωτεύουσα των Χαμσανιδών. Στα έργα του Άραβα ιστορικού του 13ου αιώνα Kamal-al-Din, υπάρχει ακόμα το ενδιαφέρον κείμενο της συνθήκης του βυζαντινού στρατηγού και του διοικητή της πόλης. Η συνθήκη αυτή όριζε προσεκτικά τα όρια και τα ονόματα των περιοχών της Συρίας, που παραχωρούνταν στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου κι εκείνων των οποίων επρόκειτο να έχει την επικυριαρχία. Από όλα τα μέρη που καταλήφθηκαν ξεχωρίζει η Αντιόχεια. Το Χαλέπι έγινε πόλη υποτελής της αυτοκρατορίας, της οποίας ο μουσουλμανικός πληθυσμός θα πλήρωνε φόρο στο Βυζάντιο, ενώ οι Χριστιανοί των υποτελών περιοχών ήταν απαλλαγμένοι από κάθε φορολογία. Ο Εμίρης της πόλης συμφώνησε να βοηθήσει τον αυτοκράτορα σε περίπτωση πολέμου με τους μη Μουσουλμάνους των επαρχιών αυτών. Επίσης υποχρεώθηκε να υπερασπίζεται τα εμπορικά καραβάνια του Βυζαντίου, που τυχόν θα βρίσκονταν στην περιοχή του. Στους Χριστιανούς δόθηκε το δικαίωμα ανασυγκρότησης των κατεστραμμένων εκκλησιών, ενώ συγχρόνως επιτράπηκε η μεταστροφή από τον Χριστιανισμό στον Μουσουλμανισμό και το αντίθετο.
Η συνθήκη αυτή έγινε μετά το θάνατο του Νικηφόρου Φωκά, που δολοφονήθηκε γύρω στα τέλη του 969. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν υποστεί οι Μουσουλμάνοι τέτοια ταπείνωση. Η Κιλικία και μέρος της Συρίας (συμπεριλαμβανομένης της Αντιόχειας) αποσπάστηκε από τους Άραβες, ενώ ένα πολύ μεγάλο τμήμα της περιοχής τους τέθηκε κάτω από την επικυριαρχία της αυτοκρατορίας.
Ο Άραβας ιστορικός του 11ου αιώνα Yahya γράφει ότι ο μουσουλμανικός λαός ήταν βέβαιος ότι ο Νικηφόρος Φωκάς θα μπορούσε να κατακτήσει όλη τη Συρία καθώς και άλλες επαρχίες. «Οι επιδρομές του Νικηφόρου», γράφει ο χρονογράφος αυτός, «έγιναν μια διασκέδαση για τους στρατιώτες του, επειδή κανείς δεν αντιστεκόταν στον αυτοκράτορα. Βάδιζε εκεί όπου τον ευχαριστούσε και κατέστρεφε ό,τι ήθελε χωρίς να συναντά κανένα Μουσουλμάνο ή οποιονδήποτε άλλον που θα τον εμπόδιζε να κάνει εκείνο που επιθυμούσε... Κανείς δεν μπορούσε να του αντισταθεί». Ο Βυζαντινός ιστορικός της εποχής αυτής Λέων ο Διάκονος έγραφε ότι, αν δε δολοφονιόταν ο Νικηφόρος θα μπορούσε να επεκτείνει τα σύνορα της αυτοκρατορίας του στην Ανατολή μέχρι τις Ινδίες και στη Δύση μέχρι τον Ατλαντικό ωκεανό.
Η πολιτική του Νικηφόρου Φωκά στη Δύση απέτυχε. Στη διάρκεια της βασιλείας του τα τελευταία σημεία της Σικελίας που ανήκαν στην αυτοκρατορία ήρθαν στα χέρια των Μουσουλμάνων και με τον τρόπο αυτόν όλη η Σικελία έγινε κτήμα τους.
Το κύριο πρόβλημα που αντιμετώπισε ο διάδοχος του Φωκά, Ιωάννης Τσιμισκής, ήταν η εξασφάλιση των κτήσεων της Κιλικίας και της Συρίας. Στη διάρκεια των πρώτων ετών της βασιλείας του δεν μπορούσε να συμμετάσχει προσωπικά στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Ανατολής, επειδή είχε συγκεντρώσει όλη του την προσοχή στους πολέμους με τους Ρώσους και τους Βουλγάρους και στην ανταρσία του Βάρδα Φωκά. Ο Τσιμισκής νίκησε τόσο στους βόρειους πολέμους όσο και στην αντιμετώπιση της ανταρσίας του Βάρδα Φωκά. Το δύσκολο πρόβλημα της Ιταλίας τακτοποιήθηκε χάρη στο γάμο του διαδόχου του γερμανικού θρόνου (του μετέπειτα αυτοκράτορα Όθωνα Β’) με την πριγκίπισσα του Βυζαντίου Θεανώ. Μόνο τότε μπόρεσε ο Τσιμισκής να ασχοληθεί με τα ζητήματα της Ανατολής.
Οι εκστρατείες του κατά των Μουσουλμάνων της Ανατολής στέφθηκαν από πλήρη επιτυχία. Στα έργα του Αρμένιου ιστορικού Ματθαίου έχει διασωθεί μια σχετική με την τελευταία εκστρατεία του Τσιμισκή επιστολή, την οποία ο αυτοκράτορας είχε στείλει στο σύμμαχό του βασιλιά της Αρμενίας, Ασώτ Γ'. Το γράμμα αυτό δείχνει ότι ο αυτοκράτορας, θέλοντας να πετύχει τον τελικό του σκοπό (δηλαδή την απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ) ανέλαβε μια πραγματική σταυροφορία. Ξεκίνησε με το στρατό του από την Αντιόχεια, μπήκε στη Δαμασκό και προχωρώντας προς τα νότια, εισχώρησε στην Παλαιστίνη, όπου του παραδόθηκαν θεληματικά η Ναζαρέτ και η Καισάρεια. Και αυτή η Ιερουσαλήμ ακόμα είχε αρχίσει να ζητάει έλεος. «Αν οι ειδωλολάτρες Αφρικανοί», γράφει ο αυτοκράτορας προς τον Ασώτ, «δεν είχαν κρυφτεί από φόβο στα παραλιακά οχυρά, θα είχαμε μπει με τη βοήθεια του Θεού στην Ιερή Πόλη της Ιερουσαλήμ και θα είχαμε προσευχηθεί στον θεό, στους Αγίους Τόπους». Πριν φτάσει όμως στην Ιερουσαλήμ ο Ιωάννης Τσιμισκής κατεύθυνε τις δυνάμεις του προς τα βόρεια και κατά μήκος της ακτής και κατέλαβε πολλές πόλεις. Στο ίδιο γράμμα στον αυτοκράτορα λέει: «Σήμερα όλη η Φοινίκη, η Παλαιστίνη και η Συρία έχουν ελευθερωθεί από τον ζυγό των Μουσουλμάνων, αναγνωρίζοντας την εξουσία των Ελλήνων του Βυζαντίου». Φυσικά το γράμμα αυτό περιέχει πολλές υπερβολές. Όταν συγκριθεί με τη μαρτυρία των αυθεντικών πληροφοριών που δίνει ο χριστιανός, Άραβας, ιστορικός Yahya, αποδεικνύεται ότι τα αποτελέσματα της εκστρατείας στην Παλαιστίνη ήταν πολύ λιγότερο σημαντικά. Κατά πάσα πιθανότητα ο βυζαντινός στρατός δε ξεπέρασε πολύ τα όρια της Συρίας.
Όταν ο στρατός του Βυζαντίου επέστρεψε στην Αντιόχεια, ο αυτοκράτορας πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου και πέθανε στις αρχές του 976. Ένας Βυζαντινός χρονογράφος γράφει ότι «όλα τα έθνη τρομοκρατήθηκαν από τις επιθέσεις του Ιωάννη Τσιμισκή, ο οποίος πολλαπλασίασε τις κτήσεις των Ρωμαίων. Οι Σαρακηνοί και οι Αρμένιοι έφυγαν, οι Πέρσες τον φοβήθηκαν και άνθρωποι από όλα τα έθνη του έφεραν δώρα, ζητώντας του ειρήνη. Έφτασε μέχρι την Έδεσσα και τον Ευφράτη και ο τόπος γέμισε από Ρωμαίους στρατιώτες. Η Συρία και η Φοινίκη ποδοπατήθηκαν από τα άλογα των Ρωμαίων... και το ξίφος των Χριστιανών έκοβε σαν δρεπάνι».
Οπωσδήποτε όμως η τελευταία λαμπρή εκστρατεία του Ιωάννη Τσιμισκή δεν πέτυχε την προσάρτηση των ηττημένων περιοχών, επειδή ο στρατός του γύρισε στην Αντιόχεια, η οποία έγινε κύρια βάση στην Ανατολή των στρατιωτικών δυνάμεων του Βυζαντίου κατά τα τέλη του 10ου αιώνα.
Στη διάρκεια της βασιλείας του διαδόχου του Ιωάννη Τσιμισκή, Βασιλείου Β' (976-1025) η γενική κατάσταση των πραγμάτων δεν ήταν και τόσο ευνοϊκή για την επιθετική πολιτική στην Ανατολή. Οι επαναστάσεις του Βάρδα Σκληρού και του Βάρδα Φωκά, στη Μικρά Ασία και ο συνεχιζόμενος βουλγαρικός πόλεμος συγκέντρωναν όλη την προσοχή του Βασιλείου. Παρόλα αυτά όμως, όταν οι επαναστάσεις κατεστάλησαν, ο αυτοκράτορας συχνά έλαβε μέρος στον αγώνα εναντίον των Μουσουλμάνων, αν και ο βουλγαρικός πόλεμος δεν είχε ακόμα τελειώσει. Οι κτήσεις της αυτοκρατορίας στη Συρία απειλούνταν πολύ από τον Χαλίφη της Αιγύπτου, ενώ η υποτελής πόλη Χαλέπι κατελήφθη πολλές φορές από τον εχθρικό στρατό. Με την προσωπική του εμφάνιση στη Συρία, σε στιγμές που δεν τον περίμεναν, ο Βασίλειος συχνά πέτυχε να αποκαταστήσει την επιρροή του Βυζαντίου στην επαρχία αυτή, αν και δεν κατόρθωσε καμιά νέα αξιόλογη κατάκτηση. Στις αρχές του 11ου αιώνα έγινε μια ειρήνη μεταξύ του αυτοκράτορα και του Αιγύπτιου Χαλίφη Χάκιμ, της δυναστείας των Φατιμιδών. Στο υπόλοιπο χρονικό διάστημα της βασιλείας του Βασιλείου δεν παρουσιάστηκαν άλλες σοβαρές συγκρούσεις με τους Άραβες της Ανατολής. Στο μεταξύ το Χαλέπι απελευθερώθηκε από την εξάρτησή του από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Αν και επισήμως είχαν δημιουργηθεί ειρηνικές σχέσεις μεταξύ του Βασιλείου και του Χαλίφη Χάκιμ, ο τελευταίος μερικές φορές άσκησε σκληρούς αγώνες εναντίον των Χριστιανών, οι οποίοι φυσικά πίκραναν τον Βασίλειο. Το 1009 ο Χάκιμ διέταξε την καταστροφή του Ναού της Ανάστασης και του Γολγοθά στην Ιερουσαλήμ. Οι εκκλησιαστικοί θησαυροί και τα λείψανα λεηλατήθηκαν, οι μοναχοί εξορίστηκαν κι οι προσκυνητές διώχθηκαν. Ο Άραβας ιστορικός Yahya λέει ότι ο εκτελεστής των αυστηρών θελήσεων του Χάκιμ προσπάθησε να καταστρέψει και να κατεδαφίσει το Ναό της Ανάστασης και ότι τον κομμάτιασε καταστρέφοντάς τον. Οι Χριστιανοί και οι Ιουδαίοι τρομοκρατημένοι συνωστίζονταν στα κέντρα των Μουσουλμάνων και υπόσχονταν να αρνηθούν τη θρησκεία του και να δεχθούν τον Μουσουλμανισμό. Το διάταγμα του Χάκιμ, που αφορούσε την καταστροφή του Ναού, υπογράφηκε από τον χριστιανό υπουργό του.
Ο Βασίλειος Β' δεν έκανε σχεδόν τίποτα για την υπεράσπιση των Χριστιανών που διώκονταν και των ιερών τους μνημείων. Μετά το θάνατο του Χάκιμ (1021) επανήλθε πάλι η περίοδος της ανοχής των Χριστιανών και το 1023 ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Νικηφόρος στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να αναγγείλει ότι ο Ναός της Ανάστασης, καθώς και όλες οι κατεστραμμένες εκκλησίες της Αιγύπτου και της Συρίας κτίστηκαν και πάλι και ότι γενικά οι Χριστιανοί ήταν ασφαλείς στις περιοχές του Χαλίφη. Φυσικά οι σχετικές με τη γρήγορη αποκατάσταση των Ναών ιστορίες, μέσα σε μια τόσο σύντομη περίοδο, είναι υπερβολικές.
Στη Δύση οι Άραβες της Σικελίας συνέχισαν τις επιδρομές τους στη Νότια Ιταλία, ενώ η κυβέρνηση του Βυζαντίου, απασχολημένη στην αντιμετώπιση άλλων προβλημάτων, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εναντίον τους. Η επέμβαση του Γερμανού αυτοκράτορα Όθωνα Β' (συγγενής του βυζαντινού θρόνου) στις ιταλικές υποθέσεις είχε σαν αποτέλεσμα, μετά από μερικές επιτυχίες, μια σοβαρή του ήττα. Στα τέλη της βασιλείας του ο Βασίλειος Β' είχε αρχίσει να σχεδιάζει μια εκτεταμένη εκστρατεία για την επανάκτηση της Σικελίας. Πέθανε όμως κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας.
Η αναρχία που ακολούθησε το θάνατο του Βασιλείου έδωσε τη δυνατότητα στους Μουσουλμάνους να αρχίσουν μια σειρά επιθετικών κινήσεων, οι οποίες πέτυχαν κυρίως στις περιοχές της πόλης Χαλέπι. Η κατάσταση μεταβλήθηκε κάπως, προς το καλύτερο, όταν ο νεαρός και ικανός στρατηγός Γεώργιος Μανιάκης πέτυχε να καταλάβει την Έδεσσα, παίρνοντας από εκεί το δεύτερο λείψανο, την απόκρυφη επιστολή του Χριστού προς τον Άβγαρο, βασιλιά της Έδεσσας. Μετά την πτώση της πόλης αυτής, ο αυτοκράτορας Ρωμανός Γ', πρότεινε στους Μουσουλμάνους ειρήνη. Οι δυο πρώτοι όροι της ειρήνης αυτής, που είναι σχετικοί με την πόλη της Ιερουσαλήμ, έτυχαν ιδιαίτερης προσοχής. Πρώτον, οι Χριστιανοί αποκτούσαν το δικαίωμα να κτίσουν πάλι όλες τις κατεστραμμένες εκκλησίες, ενώ ο Ναός της Ανάστασης θα ανασυγκροτείτο σε βάρος του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου. Δεύτερον, ο αυτοκράτορας θα είχε το δικαίωμα του διορισμού του Πατριάρχη των Ιεροσολύμων. Λόγω όμως των διαφωνιών που προέκυψαν εξαιτίας ορισμένων όρων της συνθήκης, οι σχετικές συζητήσεις κράτησαν ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Χαλίφης φαίνεται ότι δεν ήταν αντίθετος στους δύο όρους που αναφέρθηκαν. Όταν έγινε η τελική συμφωνία, το 1036, ο αυτοκράτορας απέκτησε το δικαίωμα, με έξοδά του, της ανοικοδόμησης του Ναού της Ανάστασης και το 1046 ο Πέρσης ταξιδιώτης Nasiri-Khusrau, που επισκέφτηκε την ανοικοδομημένη εκκλησία, την περιέγραψε σαν ένα πολύ ευρύχωρο κτίριο, που θα μπορούσε να χωρέσει 8.000 άτομα. Το οικοδόμημα, έλεγε, κτίστηκε με εξαιρετική δεξιοτεχνία από χρωματιστά μάρμαρα με κοσμήματα και γλυπτά έργα. Στο εσωτερικό της η εκκλησία διακοσμήθηκε παντού με εικόνες και χρυσοΰφαντα βυζαντινά μεταξωτά. Ο θρύλος, τον οποίον διέσωσε ο Πέρσης ταξιδιώτης, αναφέρει επίσης ότι και ο αυτοκράτορας ήρθε στην Ιερουσαλήμ, κρυφά όμως χωρίς να τον αναγνωρίσει κανείς.
Οι προσπάθειες του Βυζαντίου να επανακτήσει τη Σικελία έμειναν χωρίς συγκεκριμένα αποτελέσματα, παρά το γεγονός ότι ο Γεώργιος Μανιάκης νίκησε πολλές φορές. Ο στρατηγός αυτός, επί Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου, αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και με το στρατό του από την Κ. Ιταλία, μέσω της Εγνατίας οδού βάδισε κατά της Κωνσταντινούπολης. Τον αντιμετώπισε ο αυτοκρατορικός στρατός που νικήθηκε, αλλά ο Μανιάκης πληγώθηκε και πέθανε. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην εκστρατεία της Σικελίας, την περίοδο αυτή, έλαβαν μέρος Βαράγγοι Ρώσοι, που υπηρετούσαν την αυτοκρατορία.
Στα μέσα του 11ου αιώνα, η Βυζαντινή αυτοκρατορία αντιμετώπισε ένα νέο εχθρό, τους Σελτζούκους Τούρκους, που διακρίθηκαν στη διάρκεια της μεταγενέστερης ιστορίας του Βυζαντίου.
Έτσι, την εποχή της δυναστείας των Μακεδόνων, παρά τις ταραχές που ακολούθησαν το θάνατο του Βασιλείου Β', οι προσπάθειες του Ιωάννη Κούρκουα, του Νικηφόρου Φωκά, του Ιωάννη Τσιμισκή και του βασιλείου Β’, επέκτειναν τα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας μέχρι τον Ευφράτη και η Συρία (με την Αντιόχεια) για μια ακόμα φορά έγιναν τμήμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η περίοδος αυτή υπήρξε η πιο λαμπρή περίοδος της ιστορίας των σχέσεων του Βυζαντίου με τους Μουσουλμάνους της Ανατολής.
Συγχρόνως αναπτύχθηκαν πολύ σπουδαίες σχέσεις μεταξύ της αυτοκρατορίας και της Αρμενίας, η οποία για πολλούς αιώνες υπήρξε το μήλο της έριδας μεταξύ της Ρώμης και της Περσίας. Ο παλαιός αυτός αγώνας κατέληξε τελικά τα τέλη του 4ου αιώνα στο διαχωρισμό της Αρμενίας. Το μικρότερο μέρος (δυτικό) με τη Θεοδοσιούπολη (το σημερινό Ερζερούμ) δόθηκε στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ενώ το μεγαλύτερο (ανατολικό) τμήμα ήρθε στην εξουσία των Σασσανιδών Περσών και έγινε γνωστό ως Περσαρμενία. Όπως αναφέρει ένας ιστορικός, η πολιτική διαίρεση της Αρμενίας «σε δύο μέρη, δυτικό και ανατολικό, οδήγησε σε μια πολιτιστική διάσπαση της ζωής των Αρμενίων» (Adonz). Ο μεγάλος Ιουστινιανός εισήγαγε στην Αρμενία σπουδαίες στρατιωτικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις με τον σκοπό να καταστρέψει μερικές από τις τοπικές συνήθειες που επικρατούσαν και να μεταβάλλει την Αρμενία σε μια κανονική επαρχία της αυτοκρατορίας.
Τον 7ο αιώνα, μετά την κατάκτηση της Συρίας και την ήττα της Περσίας, οι Άραβες κατέλαβαν την Αρμενία. Οι σχετικές με το γεγονός αυτό, αρμενικές και ελληνικές πηγές δίνουν αντίθετες πληροφορίες. Οι Αρμένιοι προσπάθησαν αργότερα να εκμεταλλευτούν τις εσωτερικές ταραχές του Χαλιφάτου (που συχνά απέσπασαν την προσοχή των Αράβων από τα προβλήματα της Αρμενίας) επιχειρώντας πολλές φορές να αποτινάξουν το νέο ζυγό. Οι επαναστατικές αυτές προσπάθειες όμως πληρώθηκαν ακριβά με αντίποινα των Αράβων. Ο N. Marr αναφέρει ότι στις αρχές του 8ου αιώνα η Αρμενία καταστράφηκε τελείως από τους Άραβες. «Οι φεουδάρχες εξολοθρεύτηκαν με πολύ σκληρότητα, ενώ τα περίφημα έργα της χριστιανικής αρχιτεκτονικής καταστράφηκαν. Με λίγα λόγια εκμηδενίστηκαν όλοι οι καρποί των πολιτιστικών προσπαθειών των προηγούμενων αιώνων».
Όταν ο Χαλίφης βρέθηκε στην ανάγκη να ζητήσει τη βοήθεια της Αρμενίας για τον αγώνα του με το Βυζάντιο (μέσα του 9ου αιώνα), έδωσε τον τίτλο του «Άρχοντα των αρχόντων» στον Αρμένιο βασιλιά Ασώτ (της οικογένειας των Παγκρατιδών), του οποίου η σοφή διοίκηση αναγνωρίστηκε από όλους. Στα τέλη του 9ου αιώνα ο Χαλίφης του απένειμε τον τίτλο του Βασιλέως, ιδρύοντας με τον τρόπο αυτόν ένα νέο αρμενικό βασίλειο, κάτω από τη διοίκηση των Παγκρατιδών. Όταν έμαθε τα νέα αυτά ο Βασίλειος Α', λίγο πριν από το θάνατό του, έσπευσε να αποδώσει μια παρόμοια τιμή στο νέο βασιλιά της Αρμενίας, στέλνοντάς του ένα βασιλικό στέμμα και υπογράφοντας μαζί του μια συνθήκη φιλίας και ενότητας. Ο Βασίλειος ονομάζει σ’ ένα του γράμμα τον Ασώτ «αγαπημένο του παιδί», διαβεβαιώνοντάς τον ότι από όλα τα κράτη, η Αρμενία θα παρέμενε ο πιο στενός σύμμαχος της αυτοκρατορίας. Το γεγονός αυτό δείχνει καθαρά ότι τόσο ο αυτοκράτορας όσο και ο Χαλίφης προσπάθησαν να εξασφαλίσουν τη συμμαχία του Ασώτ για τον μεταξύ τους αγώνα.
Η αναρχία που προκάλεσε ο θάνατος του Ασώτ ανάγκασε τους Μουσουλμάνους να επέμβουν στα εσωτερικά ζητήματα της Αρμενίας και μόνο στη διάρκεια της βασιλείας του Ασώτ Β' (τα 50 πρώτα χρόνια του 10ου αιώνα) ξεκαθάρισε κάπως η περιοχή της Αρμενίας από τους Άραβες χάρη στην ενίσχυση του στρατού του Βυζαντίου και στη βοήθεια του βασιλιά της Ιβηρίας. Ο ίδιος ο Ασώτ επισκέφτηκε την αυλή του Ρωμανού Λεκαπηνού, στην Κωνσταντινούπολη, όπου του έγινε θριαμβευτική υποδοχή. Ο Ασώτ υπήρξε ο πρώτος άρχοντας που πήρε τον τίτλο του Shahinshah, που θα πει «Βασιλιάς των βασιλιάδων», της Αρμενίας. Ο διάδοχός του Ασώτ Γ' μετέφερε την πρωτεύουσά του στην οχυρή πόλη Άνιον (Ani), όπου αργότερα κτίστηκαν πολλά μεγαλοπρεπή κτίρια. Η πόλη που αναπτύχθηκε εκεί έγινε ένα πλούσιο κέντρο πολιτισμού. Μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο τα ερείπια της πόλης Άνιον βρίσκονταν μέσα στα όρια της Ρωσίας. Στα ερείπια αυτά ο Ρώσος επιστήμονας Marr αφιέρωσε πολύ χρόνο. Οι ανασκαφές αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα λαμπρές ανακαλύψεις, εξαιρετικής σημασίας όχι μόνο για την ιστορία της Αρμενίας και τον πολιτισμό των λαών του Καυκάσου, αλλά και για μια καλύτερη κατανόηση της επιρροής του Βυζαντίου στη χριστιανική Ανατολή.
Οι νέες ταραχές της Αρμενίας που προκλήθηκαν από τις εισβολές των Σελτζούκων Τούρκων, ανάγκασαν τον Βασίλειο Β' να αναλάβει προσωπικά την ηγεσία μόλις τέλειωσε ο βουλγαρικός πόλεμος. Αποτέλεσμα αυτής της εκστρατείας ήταν η προσάρτηση ενός μέρους της Αρμενίας στην αυτοκρατορία και η εξάρτηση από αυτήν του υπόλοιπου μέρους. Η νέα αυτή επέκταση της αυτοκρατορίας στην Ανατολή, για την οποία η πρωτεύουσα υποδέχθηκε τον Βασίλειο θριαμβευτικά, υπήρξε η τελευταία στρατιωτική νίκη της δραστήριας και ένδοξης βασιλείας του ηλικιωμένου βασιλιά. Στις αρχές του 11ου αιώνα, την εποχή του Κωνσταντίνου Θ' του Μονομάχου, η νέα πρωτεύουσα της Αρμενίας Άνιον περιήλθε στην εξουσία των Παγκρατιδών. Το τελευταίο μέλος της δυναστείας υποχρεώθηκε να έρθει στην Κωνσταντινούπολη όπου, αντί για το χαμένο του βασίλειο, του παρέδωσαν κτήματα στην Καππαδοκία, χρήματα και ένα ανάκτορο στο Βόσπορο.
Η αυτοκρατορία όμως δεν μπορούσε να διατηρήσει τη δύναμή της στην Αρμενία, επειδή ο λαός της έμενε ανικανοποίητος από τη διοικητική και θρησκευτική τακτική της κυβέρνησης. Επιπλέον το μεγαλύτερο μέρος του Βυζαντινού στρατού, που κατέλαβε την Αρμενία, ανακλήθηκε στην Ευρώπη να υπερασπιστεί τον Κωνσταντίνο Μονομάχο, πρώτον εναντίον της ανταρσίας του Λέοντα Τορνίκη και δεύτερον εναντίον των Πατσινάκων. Οι Τούρκοι εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση, εισέβαλαν συχνά στην Αρμενία, την οποία βαθμιαία κατέλαβαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: