25/5/11

Η Α' Σταυροφορία και το Βυζάντιο (α' μέρος) [35]

Η περίοδος των Σταυροφοριών αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της ιστορίας του κόσμου, κυρίως από την άποψη της οικονομικής ιστορίας και γενικά του πολιτισμού. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το θρησκευτικό πρόβλημα είχε απωθήσει τις άλλες πλευρές αυτής της πολύμορφης κίνησης. Η πρώτη χώρα που αντιλήφθηκε την πλήρη σημασία των Σταυροφοριών υπήρξε η Γαλλία, όταν το 1806 η Γαλλική Ακαδημία και κατόπιν το Εθνικό Ινστιτούτο πρόσφερε ένα βραβείο για το καλύτερο έργο που είχε ως σκοπό του «τη μελέτη της επίδρασης των Σταυροφοριών στην πολιτική ελευθερία των ευρωπαϊκών εθνών, τον πολιτισμό τους, και την πρόοδο της επιστήμης, του εμπορίου και της βιομηχανίας». Φυσικά, στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν πολύ πρόωρη η λεπτομερής συζήτηση ενός τέτοιου προβλήματος που δεν είχε ακόμα λυθεί. Αξίζει όμως να σημειώσουμε ότι η περίοδος των Σταυροφοριών δεν εξετάζεται πια από τη στενή θρησκευτική πλευρά. Το 1808 βραβεύτηκαν από τη Γαλλική Ακαδημία το βιβλίο του Γερμανού Heeren, που εκδόθηκε συγχρόνως γερμανικά και γαλλικά με τον τίτλο «Δοκίμιο σχετικό με την επίδραση των Σταυροφοριών στην Ευρώπη» και το βιβλίο του Γάλλου Choiseul Daillecourt, με τον τίτλο «Περί της επιρροής των Σταυροφοριών στην κατάσταση των λαών της Ευρώπης». Αν και οι δυο αυτές μελέτες είναι τώρα ασυγχρόνιστες, εξακολουθούν να είναι ενδιαφέρουσες, ιδίως η πρώτη.
Φυσικά οι Σταυροφορίες αποτελούν τη πιο σημαντική εποχή της ιστορίας του αγώνα μεταξύ των διεθνών θρησκειών, του Χριστιανισμού και του Ισλαμισμού, ενός αγώνα που είχε αρχίσει από τον 7ο αιώνα. Αλλά στην προσπάθεια αυτή δεν υπάρχουν μόνο τα θρησκευτικά κίνητρα. Ήδη απ’ την Α' Σταυροφορία, που έδειχνε καθαρά τις ιδέες της κίνησης των Σταυροφόρων και απέβλεπε στην απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τα χέρια των απίστων, ήταν φανερά τα «κοσμικά» ελατήρια και τα υλικά συμφέροντα. «Υπήρχαν δύο τμήματα ανάμεσα στους Σταυροφόρους, το ένα από όσους σκέφτονταν θρησκευτικά και το άλλο από όσους σκέφτονταν πολιτικά». Παραθέτοντας τα λόγια αυτά του Γερμανού επιστήμονα Kugler, ο Γάλλος ιστορικός Chalandon, προσθέτει ότι «η άποψη αυτή του είναι απόλυτα σωστή». Όσο όμως πιο πολύ εξετάζουν οι επιστήμονες τις εσωτερικές συνθήκες της ζωής της Δυτικής Ευρώπης του 11ου αιώνα, και κυρίως την οικονομική εξέλιξη των πόλεων της Ιταλίας της εποχής εκείνης, τόσο πιο πολύ πείθονται ότι τα οικονομικά φαινόμενα έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία και στη διεξαγωγή της Α' Σταυροφορίας. Σε κάθε νέα Σταυροφορία γινόταν πιο αισθητός ο «κοσμικός» παράγοντας και τελικά, κατά την Δ' Σταυροφορία, ο παράγοντας αυτός υπερίσχυσε της αρχικής ιδέας, όταν το 1204 καταλήφθηκε η Κωνσταντινούπολη για να ιδρυθεί από τους Σταυροφόρους η Λατινική αυτοκρατορία.
Το Βυζάντιο έπαιζε την εποχή αυτή τέτοιο σπουδαίο ρόλο ώστε η μελέτη της Ανατολικής αυτοκρατορίας να καθίσταται απαραίτητη για πλήρη κατανόηση της προέλευσης κι ανάπτυξης των Σταυροφοριών. Επιπλέον οι περισσότεροι από όσους μελέτησαν τις Σταυροφορίες έχουν αντιμετωπίσει το ζήτημα με μια προκατάληψη υπέρ των Δυτικών και με μια διάθεση να κάνουν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία ένα είδος «αποδιοπομπαίου τράγου, υπεύθυνο για όλα τα σφάλματα των Σταυροφόρων» (Chalandon).
Από την πρώτη τους εμφάνιση στο προσκήνιο της ιστορίας, τον 7ο αιώνα, οι Άραβες με εξαιρετική ταχύτητα κατέλαβαν στην περιοχή της αυτοκρατορίας τη Συρία, την Παλαιστίνη, τη Μεσοποταμία, τις ανατολικές περιοχές της Μικράς Ασίας, την Αίγυπτο, τις βόρειες ακτές της Αφρικής και κατόπιν την Ισπανία, της οποίας το μεγαλύτερο τμήμα ανήκε στους Βησιγότθους. Το τελευταίο ήμισυ του 7ου και στις αρχές του 8ου αιώνα, οι Άραβες πολιόρκησαν δυο φορές την Κωνσταντινούπολη, η οποία σώθηκε δύσκολα, χάρη στη δραστηριότητα και την ικανότητα των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου Δ' και Λέοντα Γ' Ίσαυρου. Το 732 οι Άραβες που είχαν εισχωρήσει στη Γαλατία πέρα από τα Πυρηναία, αναχαιτίστηκαν από τον Κάρολο Μαρτέλ κοντά στο Poitiers. Τον 9ο αιώνα κατέλαβαν την Κρήτη και, στις αρχές του 10ου αιώνα, τη Σικελία, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των βυζαντινών κτήσεων της Ν. Ιταλίας περιήλθε στην εξουσία τους.
Οι κατακτήσεις αυτές των Αράβων υπήρξαν πολύ σημαντικές για την πολιτική και οικονομική κατάσταση της Ευρώπης. Η επίθεση των Αράβων, όπως λέει ο Pirenne, «άλλαξε την όψη του κόσμου. Η αιφνιδιαστική της εμφάνιση κατέστρεψε την αρχαία Ευρώπη, βάζοντας τέλος στη μεσογειακή δημοκρατία, στην οποία είχε συγκεντρωθεί η ευρωπαϊκή δύναμη. Η Μεσόγειος υπήρξε μια ρωμαϊκή λίμνη, ενώ τώρα έγινε κυρίως μια μουσουλμανική λίμνη». Η άποψη αυτή του Βέλγου ιστορικού πρέπει να γίνει δεκτή με κάποια επιφύλαξη. Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης και των ανατολικών χωρών, αν και περιορίστηκαν από τους Μουσουλμάνους, δεν διακόπηκαν. Οι έμποροι και οι προσκυνητές συνέχισαν να ταξιδεύουν, ενώ τα εξωτικά προϊόντα της Ανατολής διατίθεντο στην Ευρώπη, όπως για παράδειγμα στη Γαλατία.
Στην αρχή, η στάση του Ισλαμισμού απέναντι στους Χριστιανούς υπήρξε ανεκτική και, παρά τις μικροενοχλήσεις που υπέστησαν τον 10ο αιώνα οι εκκλησίες και οι Χριστιανοί, δεν υπήρξαν θρησκευτικά ελατήρια στη συμπεριφορά αυτή των Μουσουλμάνων. Στις περιοχές που κατέκτησαν, οι Άραβες διατήρησαν, ως επί το πλείστον, τις εκκλησίες και τη χριστιανική λατρεία, επιτρέποντας συγχρόνως την άσκηση της χριστιανικής φιλανθρωπίας. Την εποχή του Καρλομάγνου, στις αρχές του 9ου αιώνα, υπήρξαν πανδοχεία και νοσοκομεία για τους προσκυνητές, ενώ κτίζονταν και νέες εκκλησίες και μοναστήρια. Βιβλιοθήκες οργανώνονταν στα μοναστήρια και οι προσκυνητές επισκέπτονταν τους Αγίους Τόπους ανενόχλητοι.
Οι σχέσεις αυτές της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου με την Παλαιστίνη, σε συνδυασμό με την ανταλλαγή μερικών πρεσβειών μεταξύ του Μονάρχη της Δύσης και του Χαλίφη Χαρούν-αρ-Ρασίντ, οδήγησαν στο συμπέρασμα, που υποστηρίζουν μερικοί επιστήμονες, ότι είχε δημιουργηθεί στην Παλαιστίνη ένα είδος Φράγκικου Προτεκτοράτου, υπό τον Καρλομάγνο, που σκοπό είχε την υποστήριξη των χριστιανικών συμφερόντων, στους Αγίους Τόπους, δίχως να παραβλάπτεται η πολιτική δύναμη του Χαλίφη. Αφετέρου, μια άλλη ομάδα ιστορικών, που αρνείται τη σπουδαιότητα των σχέσεων αυτών, ισχυρίζεται ότι το Προτεκτοράτο δεν ιδρύθηκε ποτέ και ότι αποτελεί μύθο ανάλογο με το θρύλο της Σταυροφορίας του Καρλομάγνου στους Αγίους Τόπους. Ο τίτλος ενός τελευταίου και σχετικού με το θέμα άρθρου, είναι «ο μύθος του Προτεκτοράτου του Καρλομάγνου στους Αγίους Τόπους». Ο όρος «Φράγκικο Προτεκτοράτο», όπως και πολλοί άλλοι όροι, είναι συμβατικός και μάλλον ασαφής. Μια σχετική με τον όρο συζήτηση όμως είναι πολύ σημαντική, γιατί δείχνει ότι από τις αρχές του 9ου αιώνα η Φράγκικη αυτοκρατορία είχε ήδη σημαντικά συμφέροντα στην Παλαιστίνη, πράγμα που είχε πολύ σημασία για την περαιτέρω εξέλιξη των διεθνών σχέσεων που προηγήθηκαν από τις Σταυροφορίες.
Στο τελευταίο ήμισυ του 10ου αιώνα, οι λαμπρές νίκες του βυζαντινού στρατού, υπό την καθοδήγηση του Νικηφόρου Φωκά και του Ιωάννη Τσιμισκή, εναντίον των Αράβων της Ανατολής, μετέβαλαν το Χαλέπι και την Αντιόχεια, στη Συρία, σε υποτελή κράτη της αυτοκρατορίας και, μετά από αυτό, ο στρατός του Βυζαντίου εισήλθε, πιθανόν, στην Παλαιστίνη. Οι στρατιωτικές αυτές επιτυχίες του Βυζαντίου είχαν ένα αντίκτυπο στην Ιερουσαλήμ που δίνει στο Γάλλο ιστορικό Bréhier τη δυνατότητα να μιλάει για ένα Βυζαντινό Προτεκτοράτο στους Αγίους Τόπους, που τερμάτισε το Φράγκικο Προτεκτοράτο.
Όταν το 969 η Παλαιστίνη περιήλθε στην εξουσία της Αιγυπτιακής δυναστείας των Φατιμίδων, η νέα κατάσταση δεν φάνηκε, τουλάχιστον αρχικά, να μεταβάλλει τη ζωή των Χριστιανών της Ανατολής, ουσιαστικά, και οι προσκυνητές συνέχισαν να έρχονται ανενόχλητοι στην Παλαιστίνη. Τον 11ο αιώνα, όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Ο ανισόρροπος Χαλίφης Χάκιμ, που αποκαλείται «Νέρων της Αιγύπτου», άρχισε ένα σκληρό διωγμό κατά των Χριστιανών και των Ιουδαίων και το 1009 προκάλεσε στην Ιερουσαλήμ την καταστροφή του Ναού της Ανάστασης και του Γολγοθά. Η ορμή που είχε για την καταστροφή των εκκλησιών ανακόπηκε από το φόβο του μήπως και συμβούν παρόμοια γεγονότα σε βάρος των τζαμιών στις χριστιανικές περιοχές.
Όταν ο Bréhier έγραφε για το Βυζαντινό Προτεκτοράτο στους Αγίους Τόπους, είχε υπόψη του τον Άραβα ιστορικό του 11ου αιώνα Yahya, ο οποίος λέει ότι το 1012 ένας ηγέτης των Βεδουίνων, που είχε επαναστατήσει κατά του Χάκιμ, κατέλαβε τη Συρία, ανάγκασε τους Χριστιανούς να ανασυγκροτήσουν το Ναό της Ανάστασης και έκανε έναν Επίσκοπο της εκλογής του Πατριάρχη των Ιεροσολύμων. Στη συνέχεια ο Βεδουίνος βοήθησε (τον Πατριάρχη) να χτίσει το Ναό της Ανάστασης και να τον αποκαταστήσει, όσο μπορούσε. Ερμηνεύοντας το κείμενο αυτό ο Ρώσος επιστήμονας Rosen, παρατηρεί ότι ο Βεδουίνος ενήργησε «πιθανόν με το σκοπό να κερδίσει την εύνοια του Βυζαντινού αυτοκράτορα». Ο Bréhier αποδίδει αυτή την υπόθεση του Rosen στο κείμενο του Yahya. Επειδή όμως η σχετική με τα ελατήρια του Βεδουίνου άποψη, δεν είναι του Yahya, μπορεί κανείς να πει ότι η θεωρία του Bréhier, για το Βυζαντινό Προτεκτοράτο της Παλαιστίνης, δεν είναι και τόσο θετική όσο παρουσιάζεται στο βιβλίο του.
Οπωσδήποτε όμως το γεγονός αυτό υπήρξε η αρχή μόνο της ανασυγκρότησης των Αγίων Τόπων. Μετά το θάνατο του Χάκιμ, το 1021, ακολούθησε μια εποχή ανοχής για τους Χριστιανούς. Η ειρήνη μεταξύ του Βυζαντίου και των Φατιμίδων, έδωσε τη δυνατότητα στους αυτοκράτορες του Βυζαντίου να αναλάβουν την πραγματική ανασυγκρότηση του Ναού της Ανάστασης, η οποία συμπληρώθηκε στα μέσα του 11ου αιώνα, τη εποχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Μονομάχου. Η περιοχή των Χριστιανών περιβλήθηκε από ένα ισχυρό τείχος και οι προσκυνητές μπορούσαν και πάλι να πάνε στους Αγίους Τόπους. Ανάμεσα στους άλλους προσκυνητές που αναφέρουν οι πηγές, είναι και ο δούκας της Νορμανδίας Ροβέρτος Διάβολος, που πέθανε στη Νίκαια το 1035, επιστρέφοντας από την Ιερουσαλήμ. Την ίδια εποχή ίσως, το 1030, ο περίφημος Βαράγγος της εποχής αυτής Harald Haardraade, με την υποστήριξη ενός σώματος Σκανδιναβών, που ήρθε μαζί του από τον Βορρά, έφτασε στην Ιερουσαλήμ και πολέμησε στη Συρία και τη Μικρά Ασία εναντίον των Μουσουλμάνων.
Οι ενέργειες εναντίον των Χριστιανών γρήγορα άρχισαν και πάλι, και το 1056 ο Ναός της Ανάστασης κλείστηκε, ενώ πάνω από 300 Χριστιανοί εξορίστηκαν από την Ιερουσαλήμ.
Ο κατεστραμμένος Ναός της Ανάστασης ανασυγκροτήθηκε με μεγαλοπρέπεια. Ένας Ρώσος προσκυνητής, ο ηγούμενος Δανιήλ, που επισκέφτηκε την Παλαιστίνη τα πρώτα χρόνια του 12ου αιώνα, αμέσως μετά την ίδρυση του βασιλείου της Ιερουσαλήμ, το 1099, μέτρησε τις στήλες του Ναού, περιέγραψε το μαρμάρινο διάκοσμο του πατώματός του, καθώς και τις 6 πύλες του και έδωσε ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα μωσαϊκά του. Περιέγραψε επίσης πολλές εκκλησίες, λείψανα και τοποθεσίες της Παλαιστίνης που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη.
Ο Δανιήλ και ένας Αγγλοσάξων προσκυνητής, ο Saewulf, μιλούν για το πώς «οι ειδωλολάτρες Σαρακηνοί» (δηλαδή οι Άραβες) κρυμμένοι στα βουνά και τις σπηλιές κτυπούσαν μερικές φορές τους προσκυνητές για να τους ληστέψουν. Οι Σαρακηνοί πάντοτε παγίδευαν τους Χριστιανούς και κρυμμένοι στα βουνά και τις σπηλιές αγρυπνούσαν νύχτα και ημέρα, προσέχοντας να δουν σε ποιους θα μπορούσαν να επιτεθούν.
Η ανοχή των Χριστιανών εκ μέρους των Αράβων εκδηλώθηκε επίσης στη Δύση. Όταν για παράδειγμα στα τέλη του 11ου αιώνα οι Ισπανοί κατέλαβαν το Τολέδο από τους Άραβες εκπλάγηκαν βρίσκοντας χριστιανικές εκκλησίες της πόλης άθικτες και μαθαίνοντας ότι οι λειτουργίες δεν είχαν διακοπεί καθόλου. Με τον ίδιο τρόπο, όταν στα τέλη του 11ου αιώνα οι Νορμανδοί κατέλαβαν τη Σικελία, βρήκαν εκεί, παρά το γεγονός ότι οι Άραβες διοικούσαν περισσότερο από 200 χρόνια, πολλούς Χριστιανούς που ελεύθερα ομολογούσαν την πίστη τους.
Έτσι το πρώτο γεγονός του 11ου αιώνα, το οποίο είχε θλιβερό αντίκτυπο στη χριστιανική Δύση, υπήρξε η καταστροφή του Ναού της Ανάστασης, το 1009. Ένα άλλο γεγονός, σχετικό με τους Αγίους Τόπους έλαβε χώρα το δεύτερο ήμισυ του 11ου αιώνα.
Οι Σελτζούκοι Τούρκοι, αφού νίκησαν το στρατό του Βυζαντίου το 1071, στο Ματζικέρτ, ίδρυσαν το Σουλτανάτο του Ικονίου στη Μικρά Ασία, προχωρώντας με επιτυχία προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτές οι στρατιωτικές επιτυχίες είχαν μεγάλο αντίκτυπο στην Ιερουσαλήμ, που καταλήφθηκε το 1070 από τον Τούρκο στρατηγό Atzig. Λίγο αργότερα η πόλη επαναστάτησε, αλλά ο Atzig την κατέλαβε και πάλι και την λεηλάτησε. Στη συνέχεια οι Τούρκοι κατέλαβαν την Αντιόχεια στη Συρία, εγκαταστάθηκαν στη Νίκαια, την Κύζικο και τη Σμύρνη, στη Μικρά Ασία και κατέκτησαν τη Χίο, τη Λέσβο, τη Σάμο και τη Ρόδο. Η κατάσταση των Ευρωπαίων προσκυνητών χειροτέρευσε και, παρόλο που οι διωγμοί σε βάρος των Χριστιανών υπερβάλλονται, είναι πολύ δύσκολο να συμφωνήσουμε με τη γνώμη του Ramsay για ηπιότητα των Τούρκων έναντι των Χριστιανών. «Οι Σελτζούκοι Σουλτάνοι», γράφει, «κυβερνούσαν τους Χριστιανούς υπηκόους τους με τρόπο επιεική και ανεκτικό και ακόμα και οι πιο προκατειλημμένοι Βυζαντινοί ιστορικοί κάνουν μερικούς υπαινιγμούς για Χριστιανούς που σε πολλές περιπτώσεις προτιμούσαν τη διοίκηση των Σουλτάνων από αυτήν των αυτοκρατόρων... Οι Χριστιανοί κάτω από τον ζυγό των Σελτζούκων ήταν πιο ευτυχισμένοι από αυτούς της κεντρικής αυτοκρατορίας. Πιο δυστυχισμένες από όλες ήταν οι συνοριακές περιοχές του Βυζαντίου, που υφίσταντο συνεχείς επιδρομές. Όσον αφορά τους θρησκευτικούς διωγμούς δεν βρίσκουμε ούτε ίχνος τους την εποχή των Σελτζούκων».
Η καταστροφή του Ναού της Ανάστασης το 2009 και η κατάκτηση της Ιερουσαλήμ από τους Τούρκους την 8η δεκαετία του 11ου αιώνα, υπήρξαν δυο σπουδαία γεγονότα που επηρέασαν πολύ τις θρησκευόμενες μάζες της Δυτικής Ευρώπης, προκαλώντας μια έντονη συγκίνηση και ένα ισχυρό θρησκευτικό ενθουσιασμό. Επιπλέον, πολλοί Ευρωπαίοι αντιλήφθηκαν ότι, αν το Βυζάντιο περιερχόταν στην εξουσία των Τούρκων όλη η χριστιανική Δύση θα εκτίθετο σε έναν τρομερό κίνδυνο. «Μετά από τόσους αιώνες φόβου και ερήμωσης», λέει ένας Γάλλος ιστορικός, «ο κόσμος της Μεσογείου θα υποκύψει και πάλι στις επιθέσεις των βαρβάρων; Αυτό είναι το αγωνιώδες ερώτημα που τίθεται κατά το 1075. Η Δυτική Ευρώπη, ανασυγκροτούμενη βαθμιαία κατά τον 11ο αιώνα, θα απαντήσει στις ομαδικές επιθέσεις των Τούρκων με μια Σταυροφορία» (Halphen).
Ο κίνδυνος όμως των ολοένα ενισχυόμενων Τούρκων γινόταν αισθητός κυρίως από τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, οι οποίοι, μετά την ήττα του Ματζικέρτ, φαινόταν ανίκανοι να αντισταθούν επιτυχώς, με τις δικές τους δυνάμεις, στους Τούρκους. Έστρεψαν τα μάτια τους στη Δύση, κυρίως στον Πάπα, ο οποίος σαν πνευματικός ηγέτης της Δύσης μπορούσε με την επιρροή του, να πείσει τους λαούς της Δυτικής Ευρώπης να δώσουν στο Βυζάντιο της απαραίτητη βοήθεια. Μερικές φορές, όπως δείχνει το μήνυμα του Αλέξιου Κομνηνού προς τον Ροβέρτο της Φλάνδρας, οι αυτοκράτορες έκαναν επίσης ατομική έκκληση στους ηγέτες της Δύσης. Ο Αλέξιος όμως είχε υπόψη του απλά μερικά βοηθητικά στρατεύματα και όχι ένα δυναμικό και καλά οργανωμένο στρατό.
Οι Πάπες απάντησαν πολύ ευνοϊκά στις εκκλήσεις των αυτοκρατόρων της Ανατολής. Εκτός από την καθαρά ιδεαλιστική πλευρά του ζητήματος (βοήθεια για το Βυζάντιο και συνεπώς για όλο τον χριστιανικό κόσμο, καθώς και απελευθέρωση των Αγίων Τόπων) οι Πάπες απέβλεπαν φυσικά και στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Καθολικής Εκκλησίας, ελπίζοντας, σε περίπτωση αποτυχίας, να αυξηθεί η επιρροή των Παπών (που δεν ξεχνούσαν το σχίσμα του 1054) ακόμα πιο πολύ. Η αρχική ιδέα του αυτοκράτορα του Βυζαντίου να αποκτήσει μερικούς μισθοφόρους από τη Δύση εξελίχθηκε βαθμιαία, κυρίως κάτω από την επίδραση των εκκλησιών του Πάπα, στην ιδέα μιας Σταυροφορίας, δηλαδή στην ιδέα μιας ομαδικής κίνησης των λαών της Δυτικής Ευρώπης που θα γινόταν κάτω από την κατεύθυνση των αρχόντων τους και των πιο εκλεκτών στρατιωτικών ηγετών τους.
Μέχρι το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα οι επιστήμονες πίστευαν ότι η πρώτη ιδέα των Σταυροφοριών, καθώς και η πρώτη σχετική έκκληση προήλθε, στα τέλη του 10ου αιώνα, από τον περίφημο Gerbert, κατόπιν Πάπα Σιλβέστρο Β'. Ανάμεσα στις επιστολές του υπάρχει μια «από την κατεστραμμένη Εκκλησία των Ιεροσολύμων προς την παγκόσμια Εκκλησία». Με το γράμμα αυτό η Εκκλησία των Ιεροσολύμων ζητάει από την παγκόσμια Εκκλησία να σπεύσει προς βοήθειά της. Τώρα οι καλύτεροι από τους ειδικούς στο πρόβλημα «Gerbert» θεωρούν το γράμμα αυτό αυθεντικό έργο του Gerbert, που το έγραψε πριν γίνει Πάπας, χωρίς όμως να διαβλέπουν σ’ αυτό τίποτα το σχετικό με τη Σταυροφορία, επειδή είναι ένα απλό μήνυμα προς τους πιστούς, που ζητάει από αυτούς να ενισχύσουν τα χριστιανικά ιδρύματα της Ιερουσαλήμ. Στα τέλη του 10ου αιώνα η θέση των Χριστιανών στην Παλαιστίνη δεν ήταν ακόμα τέτοια που να απαιτεί τη δημιουργία μιας κίνησης σαν αυτήν των Σταυροφόρων.
Πριν από την εποχή των Κομνηνών, κάτω από την πίεση των Σελτζούκων και τον κίνδυνο των Πατσινάκων, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ' έστειλε μήνυμα στον Πάπα Γρηγόριο Ζ' ζητώντας του βοήθεια και υποσχόμενος την ένωση των Εκκλησιών.
Ο Πάπας είχε επίσης γράψει πολλά γράμματα με τα οποία προέτρεπε τους αποδέκτες τους να υποστηρίξουν την αυτοκρατορία που χανόταν. Στο γράμμα του προς τον δούκα της Βουργουνδίας ο Πάπας γράφει: «Ελπίζουμε... ότι μετά την υποταγή των Νορμανδών, θα περάσουμε στην Κωνσταντινούπολη για να βοηθήσουμε τους Χριστιανούς οι οποίοι, πιεζόμενοι από τις συχνές επιδρομές των Σαρακηνών, ζητούν ανυπόμονα τη βοήθειά μας». Σε μια άλλη επιστολή του ο Γρηγόριος Ζ' μιλάει για το οικτρό κατάντημα της μεγάλης αυτοκρατορίας. Ενώ σ’ ένα γράμμα του προς τον Γερμανό βασιλιά Ερρίκο Δ' γράφει ότι «το περισσότερο μέρος της υπερπόντιας Χριστιανοσύνης καταστρέφεται από τους ειδωλολάτρες, οι Χριστιανοί δολοφονούνται κάθε μέρα σαν ζώα και η χριστιανική φυλή εξολοθρεύεται». Οι Χριστιανοί ζητούν ταπεινά βοήθεια για να μη χαθεί τελείως η χριστιανική θρησκεία. Ύστερα από τις εκκλήσεις του Πάπα οι Ιταλοί και άλλοι Ευρωπαίοι ετοίμασαν ένα στρατό από 50.000 περίπου άνδρες και σχεδίαζαν, αν μπορούσαν, να κάνουν τον Πάπα αρχηγό της εκστρατείας, θέλοντας να βαδίσουν κατά των εχθρών του Θεού για να φτάσουν στον Άγιο Τάφο.
«Κάνω αυτό το οποίο κάνω», συνεχίζει ο Πάπας, «επειδή η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, που διαφωνεί μαζί μας στο ζήτημα του Αγίου Πνεύματος επιθυμεί να συνδιαλλαγεί με τον αποστολικό θρόνο».
Στο γράμμα αυτό δεν τίθεται απλά το ζήτημα μιας Σταυροφορίας για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Ο Γρηγόριος Ζ' σχεδίαζε μια εκστρατεία στην Κωνσταντινούπολη για να σώσει το Βυζάντιο, δηλαδή το προπύργιο της Χριστιανοσύνης στην Ανατολή. Η βοήθεια του Πάπα ακολουθείτο από την ένωση των Εκκλησιών και την επιστροφή της «σχισματικής» Ανατολικής Εκκλησίας στην «αληθινή» Καθολική Εκκλησία. Έχει κανείς την εντύπωση ότι στα γράμματα αυτά τίθεται το ζήτημα της προστασίας της Κωνσταντινούπολης μάλλον και όχι η κατάκτηση τω Αγίων Τόπων. Επιπλέον όλα αυτά τα γράμματα γράφτηκαν πριν πέσει η Ιερουσαλήμ στα χέρια των Τούρκων και πριν χειροτερεύσει η κατάσταση των Χριστιανών της Παλαιστίνης. Έτσι, στα σχέδια του Γρηγορίου, ο ιερός πόλεμος εναντίον του Ισλάμ φαίνεται να είχε δευτερεύουσα θέση. Φαίνεται δηλαδή ότι ο Πάπας, οπλίζοντας τους Χριστιανούς της Δύσης για τον αγώνα εναντίον της μουσουλμανικής Ανατολής, είχε υπόψη του τη «σχηματική» Ανατολή, που στον Γρηγόριο φαινόταν πιο φοβερή από το Ισλάμ. Σε μια επιστολή του (σχετική με τις περιοχές που ήταν κάτω από την κατοχή των Βέρβερων της Ισπανίας) ο Πάπας δηλώνει αδίστακτα ότι θα προτιμούσε να αφήσει αυτές τις περιοχές στα χέρια των απίστων, δηλαδή των Μουσουλμάνων, παρά να τις δει να πέφτουν στα χέρια των απείθαρχων τέκνων της Εκκλησίας. Αν τα μηνύματα του Γρηγορίου Ζ' αποτελούν το πρώτο σχέδιο των Σταυροφοριών, δείχνουν τις σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ αυτού του σχεδίου και του σχίσματος των Εκκλησιών, του 1054.
Όπως ο Μιχαήλ Ζ', έτσι και ο Αλέξιος Κομνηνός, κυρίως υπό την πίεση της φρίκης του 1091, έκανε έκκληση στη Δύση ζητώντας την αποστολή μισθοφόρων. Η επέμβαση όμως των Κομάνων και ο βίαιος θάνατος του Τούρκου πειρατή Τσαχά απομάκρυναν τον κίνδυνο και, από την πλευρά του Αλέξιου, η βοήθεια της Δύσης φαινόταν το 1092 άχρηστη για την αυτοκρατορία.
Στο μεταξύ όμως η κίνηση την οποία δημιούργησε ο Γρηγόριος Ζ' στη Δύση διαδόθηκε πολύ, κυρίως χάρη στον δραστήριο Πάπα Ουρβανό Β'. Οι μισθοφόροι, τους οποίους ζήτησε ο Αλέξιος Κομνηνός, ξεχάστηκαν και ετίθετο πια το ζήτημα μιας ομαδικής κίνησης.
Η πρώτη κριτική έρευνα ενός Γερμανού ιστορικού, του Sybel, που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1841, υποστηρίζει (βλέποντάς τις από δυτική σκοπιά) τις εξής βασικές αιτίες των Σταυροφοριών:
1) Πρώτη αιτία είναι το γενικό θρησκευτικό πνεύμα, που αναπτύχθηκε τον 11ο αιώνα χάρη στη γνωστή κίνηση των Κλουνιανών. Σε μια κοινωνία που πιέζεται από τη συναίσθηση των αμαρτιών της υπάρχει μια τάση προς τον ασκητισμό, την απομόνωση, τα πνευματικά έργα και τα προσκυνήματα, ενώ η θεολογία και η φιλοσοφία της σχετικής με αυτήν εποχής επηρεάζεται πολύ από την τάση αυτή. Το πνεύμα αυτό υπήρξε η πρώτη γενική αιτία που κατεύθυνε τα πλήθη στο έργο της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων.
2) Δεύτερη αιτία είναι η ανάπτυξη του παπισμού τον 11ο αιώνα και κυρίως υπό τον Γρηγόριο Ζ'. Οι Σταυροφορίες ήταν πολύ επιθυμητές στους Πάπες, επειδή άνοιγαν ευρείς ορίζοντες για την περαιτέρω ανάπτυξη της παπικής εξουσίας και δύναμης. Αν οι Πάπες πετύχαιναν στις προσπάθειές τους θα άπλωναν την εξουσία τους σε πολλές νέες χώρες και θα επανέφεραν το «σχηματικό» Βυζάντιο στην Καθολική Εκκλησία. Έτσι η ιδεαλιστική τους επιθυμία να βοηθήσουν τους Χριστιανούς της Ανατολής και να ελευθερώσουν τους Αγίους Τόπους αναμιγνυόταν με τον πόθο τους να αυξήσουν τη δύναμή τους και την εξουσία τους.
3) Κοσμικά και υλιστικά ελατήρια επηρέασαν επίσης αρκετά διάφορες κοινωνικές τάξεις. Συμμετέχοντας στη γενική θρησκευτική συγκίνηση, η αριστοκρατία, οι βαρόνοι και οι ιππότες, έβλεπαν στην προσπάθεια αυτή μια εξαιρετική ευκαιρία για να ικανοποιήσουν το πνεύμα της περιπέτειας και της αγάπης για πόλεμο που τους χαρακτήριζε. Μια εκστρατεία κατά της Ανατολής θα ικανοποιούσε τις φιλοδοξίες τους και τις υλικές τους προσδοκίες. Όσον αφορά τις κατώτερες τάξεις, οι αγρότες, τσακισμένοι από το βάρος του φεουδαρχικού δεσποτισμού είδαν τις Σταυροφορίες το λιγότερο σαν μια πρόσκαιρη απαλλαγή από τη φεουδαρχική καταπίεση, μια αναβολή της πληρωμής των οφειλών τους, κάποια ασφάλεια των οικογενειών τους και σαν μια απαλλαγή από τις αμαρτίες τους.
Αργότερα, οι επιστήμονες τόνισαν άλλα φαινόμενα, σχετικά με την προέλευση της Α' Σταυροφορίας.
Κατά τον 11ο αιώνα οι δυτικοί προσκυνητές των Αγίων Τόπων ήταν πολυάριθμοι. Μερικές φορές τα προσκυνήματα γίνονταν κατά μεγάλες ομάδες και, εκτός από τα ατομικά προσκυνήματα, υπήρχαν και πραγματικές εκστρατείες στους Αγίους Τόπους. Το 1026-1027 επτακόσιοι προσκυνητές, μαζί με πολλούς Νορμανδούς ιππότες, επικεφαλής των οποίων ήταν ένας Γάλλος ηγούμενος, επισκέφτηκαν την Παλαιστίνη. Το ίδιο έτος ο Γουλιέλμος, κόμης του Angoulême, ακολουθούμενος από αρκετούς ηγούμενους της Δυτικής Γαλλίας και από μεγάλο αριθμό ευγενών, έκανε ένα ταξίδι στην Ιερουσαλήμ. Το 1033 πήγαν τόσοι προσκυνητές στον Άγιο Τάφο όσοι δεν είχαν πάει ποτέ πριν. Το πιο περίφημο όμως προσκύνημα έγινε το 1064-1065, με περισσότερα από 7.000 άτομα (συνήθως λέγεται ότι ήταν πάνω από 12.000). υπό την καθοδήγηση του Επισκόπου του Bamberg της Γερμανίας Günther. Οι προσκυνητές πέρασαν από την Κωνσταντινούπολη στη Μικρά Ασία και, ύστερα από πολλές περιπέτειες και απώλειες, έφτασαν στην Ιερουσαλήμ. Οι σχετικές με το μεγάλο αυτό προσκύνημα πηγές αναφέρουν ότι «από τις 7.000 δεν επέστρεψαν ούτε 2.000» και ότι πέθανε και ο ίδιος ο αρχηγός του προσκυνήματος Günther.
Γύρω από αυτά τα προσκυνήματα πριν από τις Σταυροφορίες, έχει δημιουργηθεί το ζήτημα του κατά πόσο ο 11ος αιώνας μπορεί να θεωρηθεί (όπως συχνά θεωρείται) σαν μια μεταβατική περίοδος από τα ειρηνικά προσκυνήματα στις στρατιωτικές εκστρατείες της εποχής των Σταυροφοριών. Πολλοί επιστήμονες προσπάθησαν να αποδείξουν ότι, λόγω των νέων συνθηκών που δημιουργήθηκαν στην Παλαιστίνη μετά την κατάκτησή της από τους Τούρκους, οι ομάδες των προσκυνητών άρχισαν να ταξιδεύουν οπλισμένες για να μπορούν να υπερασπίζονται τον εαυτό τους κατά των πιθανών επιθέσεων. Τώρα χάρη στον Joranson, έχει γίνει δεκτό το γεγονός ότι το μεγαλύτερο προσκύνημα του 11ου αιώνα έγινε αποκλειστικά από άοπλα άτομα και συνεπώς προκύπτει το ερώτημα αν έλαβε ποτέ χώρα προσκύνημα, πριν την περίοδο των Σταυροφοριών, με τη μορφή εκστρατείας οπλισμένων ανθρώπων. Φυσικά μερικοί από τους ιππότες προσκυνητές ήταν οπλισμένοι, αλλά οπωσδήποτε δεν υπήρξαν ποτέ Σταυροφόροι. Έπαιζαν όμως σπουδαίο ρόλο στην ιστορία της προέλευσης των Σταυροφοριών, πληροφορώντας τους Ευρωπαίους της Δύσης για την κατάσταση των Αγίων Τόπων και διεγείροντας το ενδιαφέρον τους. Όλα αυτά τα προσκυνήματα έγιναν πριν οι Τούρκοι κατακτήσουν την Παλαιστίνη. Ένα από τα αποτελέσματα της πιο σύγχρονης έρευνας των προσκυνημάτων του 11ου αιώνα, που έγιναν πριν τις κατακτήσεις των Τούρκων, είναι η ανακάλυψη ότι οι Άραβες μερικές φορές κακοποιούσαν στην Παλαιστίνη τους προσκυνητές, πολλά χρόνια πριν καταλάβουν τη χώρα αυτή οι Σελτζούκοι. Έτσι η άποψη ότι «όσο οι Άραβες κρατούσαν την Ιερουσαλήμ, οι Ευρωπαίοι Χριστιανοί μπορούσαν να περνούν ανενόχλητοι», πρέπει να θεωρηθεί τώρα σαν πολύ θετική.
Δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικές με προσκυνήματα του 11ου αιώνα από το Βυζάντιο προς στους Αγίους Τόπους. Ένας Βυζαντινός μοναχός, ο Επιφάνειος, που έγραψε τον πρώτο ελληνικό «Οδηγό» των Αγίων Τόπων, περιγράφει πώς ήταν η Παλαιστίνη πριν από τις Σταυροφορίες. Η περίοδος όμως στην οποία έζησε, δεν μπορεί να καθοριστεί οριστικά και οι ειδικοί την τοποθετούν μεταξύ του τέλους του 8ου και του 11ου αιώνα.
Πριν από την Α' Σταυροφορία, η Ευρώπη είχε αντιμετωπίσει τρεις γνήσιες Σταυροφορίες: τους πολέμους στην Ισπανία, κατά των Βέρβερων, την κατάληψη από τους Νορμανδούς της Απουλίας και της Σικελίας και την κατάληψη της Αγγλίας από τους Νορμανδούς, το 1066.
Επιπλέον, τον 11ο αιώνα, παρουσιάστηκε στην Ιταλία μια πολιτική και οικονομική κίνηση με κέντρο τη Βενετία. Η ειρήνευση της Αδριατικής έθεσε τις βάσεις της ναυτικής δύναμης της Βενετίας, ενώ το περίφημο Χρυσόβουλο του 1082 άνοιξε στη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου τις βυζαντινές αγορές. «Την ημέρα αυτή άρχισε το διεθνές εμπόριο της Βενετίας» (Diehl). Την εποχή αυτή η Βενετία, όπως και μερικές άλλες νότιες ιταλικές πόλεις, δεν δίσταζαν να εμπορεύονται με κέντρα μουσουλμανικά. Συγχρόνως η Γένουα και η Πίζα, η οποία τον 10ο αιώνα και στις αρχές του 11ου είχε λεηλατηθεί πολλές φορές από τους Μουσουλμάνους πειρατές της Αφρικής, ανέλαβαν, το 1015-1016, μια εκστρατεία εναντίον της Σαρδηνίας, που ανήκε στους Μουσουλμάνους και πέτυχαν να κατακτήσουν τη Σαρδηνία και την Κορσική. Τα πλοία αυτών των δύο πόλεων, το 1087, με την ενθάρρυνση του Πάπα, κτύπησαν με επιτυχία τη βόρεια αφρικανική ακτή. Όλες οι εκστρατείες αυτές κατά των απίστων δεν οφείλονται μόνο στο θρησκευτικό ενθουσιασμό ή στο πνεύμα της περιπέτειας, αλλά και σε οικονομικούς λόγους.
Ένα άλλο γεγονός που συνδέεται με την προέλευση των Σταυροφοριών, είναι η αύξηση του πληθυσμού μερικών χωρών, η οποία άρχισε το 1100 περίπου. Είναι γνωστό ότι ο πληθυσμός αύξανε στη Φλάνδρα και τη Γαλλία.
Ο 11ος αιώνας στη Γαλλία υπήρξε μια εποχή συχνών λιμών, ξηρασιών, επιδημιών και σκληρών χειμώνων. Οι δύσκολες αυτές συνθήκες ανάγκασαν τον πληθυσμό να σκεφτεί τις μακρινές χώρες που ήταν γεμάτες πλούτη.
Έχοντας όμως αυτούς τους παράγοντες υπόψη, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι, στα τέλη του 11ου αιώνα, η Ευρώπη ήταν πνευματικά και οικονομικά έτοιμη για να αναλάβει μια εκτεταμένη Σταυροφορία.
Η γενική κατάσταση πριν από την Α' Σταυροφορία ήταν τελείως διαφορετική από αυτήν πριν από τη Β' Σταυροφορία. Αυτά τα 51 χρόνια (1096-1147) υπήρξαν μια από τις πιο σπουδαίες εποχές της ιστορίας. Στη διάρκεια των ετών αυτών, η οικονομική, θρησκευτική και γενικά η μορφή του πολιτισμού της Ευρώπης άλλαξε ριζικά κι ένας νέος κόσμος παρουσιάστηκε στη Δυτική Ευρώπη. Οι μεταγενέστερες Σταυροφορίες δεν πρόσθεσαν πολλά πράγματα στα όσα έγιναν στην περίοδο αυτή, επειδή συνέχισαν αυτό που έγινε στη διάρκεια αυτών των 51 ετών. Και είναι παράξενο το γεγονός ότι ένας Ιταλός ιστορικός χαρακτηρίζει τις πρώτες Σταυροφορίες «στείρες παραφροσύνες» (Cerone).
Η Α' Σταυροφορία αποτελεί την πρώτη οργανωμένη επίθεση του χριστιανικού κόσμου κατά των απίστων. Αυτή η επίθεση δεν περιορίστηκε στην Κεντρική Ευρώπη, την Ιταλία και το Βυζάντιο, αλλά άρχισε από τη ΝΔ γωνιά της Ευρώπης, στην Ισπανία, για να τελειώσει στις ατέλειωτες στέπες της Ρωσίας.
Όσον αφορά την Ισπανία, ο Πάπας Ουρβανός Β', στο γράμμα που έστειλε στους κόμηδες της Ισπανίας, τους επίσκοπους, τους υποκόμηδες και ευγενείς και ισχυρούς ανθρώπους, τους έλεγε να μείνουν στη χώρα τους, αντί να πάνε στην Ιερουσαλήμ και να χρησιμοποιήσουν τη δραστηριότητά τους για την ανασυγκρότηση των χριστιανικών εκκλησιών που καταστράφηκαν από τους Βέρβερους.
Στα ΒΑ η Ρωσία υπερασπιζόταν τον εαυτό της απελπιστικά κατά των βαρβαρικών ορδών των Κομάνων, οι οποίοι παρουσιάστηκαν στις νότιες στέπες, στα μέσα του 11ου αιώνα και κατέστρεψαν το εμπόριο, καταλαμβάνοντας όλους τους δρόμους που οδηγούσαν από τη Ρωσία στην Ανατολή και το Νότο. Ο Ρώσος ιστορικός Kluchevsky γράφει ότι «ο αγώνας αυτός μεταξύ των Ρώσων και των Κομάνων (που κράτησε σχεδόν δύο αιώνες) έχει τη θέση του στην ιστορία της Ευρώπης, επειδή, καθώς η Δύση ήταν απασχολημένη με τις Σταυροφορίες εναντίον των δυνάμεων της Ασίας και της Ανατολής, ενώ μια παρόμοια κίνηση εκτυλισσόταν στην Ιβηρική χερσόνησο κατά των Βέρβερων, η Ρωσία συγκρατούσε την αριστερή πλευρά της Ευρώπης. Όμως, η ιστορική αυτή προσφορά της στοίχισε πολύ, εφόσον όχι μόνο έχασε τις παλιές της εγκαταστάσεις που είχε στον πόταμο Δνείπερο, αλλά και μεταβλήθηκε όλος ο ρυθμός της ζωής της». Με τον τρόπο αυτό η Ρωσία συμμετείχε στη γενική κίνηση των Σταυροφοριών της Δυτικής Ευρώπης, υπερασπιζόμενη τον εαυτό της, αλλά και υπερασπίζοντας συγχρόνως την Ευρώπη εναντίον των άπιστων βαρβάρων. «Αν οι Ρώσοι είχαν σκεφτεί να πάρουν τον σταυρό», λέει ο Leib, «θα τους είχε λεχθεί ότι βασικό τους καθήκον ήταν να υπηρετήσουν τον Χριστιανισμό, υπερασπίζοντας τη χώρα τους, όπως έγραφε ο Πάπας στους Ισπανούς».
Τα σκανδιναβικά βασίλεια συμμετείχαν και αυτά στην Α' Σταυροφορία, αλλά με μικρές δυνάμεις. Το 1097 ένας Δανός ευγενής, ο Svein, οδήγησε ένα μικρό τμήμα Σταυροφόρων στην Παλαιστίνη. Στο Βορρά δεν υπήρχε μεγάλος θρησκευτικός ενθουσιασμός και, από όσα ξέρουμε, οι περισσότεροι από τους σκανδιναβούς Σταυροφόρους κινούνταν λιγότερο από χριστιανικό ζήλο και περισσότερο από αγάπη στον πόλεμο και την περιπέτεια και από την προσδοκία του κέρδους.
Στον Καύκασο υπήρχαν δύο χριστιανικές χώρες: η Αρμενία και η Γεωργία. Μετά όμως την ήττα των Βυζαντινών στο Ματζικέρτ, το 1071, η Αρμενία περιήλθε στην εξουσία των Τούρκων και συνεπώς δεν μπορούσε πια να τεθεί ζήτημα συμμετοχής των Αρμενίων του Καυκάσου στην Α' Σταυροφορία. Όσον αφορά τη Γεωργία, οι Σελτζούκοι είχαν κατακτήσει τη χώρα αυτή τον 11ο αιώνα και μόνο μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους Σταυροφόρους, το 1099, ο βασιλιάς της Γεωργίας Δαβίδ κατόρθωσε να διώξει τους Τούρκους. Το γεγονός αυτό συνέβη το 1100 περίπου ή, όπως αναφέρει ένα χρονικό της Γεωργίας, όταν «ο στρατός των Φράγκων εκστράτευσε και με τη βοήθεια του Θεού κατέλαβε την Ιερουσαλήμ και την Αντιόχεια. Η Γεωργία τότε αποκατέστησε την ελευθερία της και ο Δαβίδ έγινε παντοδύναμος».

Δεν υπάρχουν σχόλια: