Μια κίνηση με τόσο βάθος, τόση πλοκή και τόση ένταση (όπως η Εικονομαχία) ήταν επόμενο να προκαλέσει μια μεγάλη φιλολογική δράση. Δυστυχώς όμως η φιλολογία των Εικονομάχων καταστράφηκε σχεδόν τελείως από τους θριαμβευτές Εικονολάτρες και σήμερα είναι γνωστή μόνον από σπάνια αποσπάσματα, τα οποία βρίσκονται στα έργα των αντιπάλων τους, που τα χρησιμοποιούσαν με σκοπό την αναίρεσή τους. Μπορεί συνεπώς να λεχθεί ότι στην πράξη όλα τα φιλολογικά έργα που διασώθηκαν από την εικονοκλαστική περίοδο αντιπροσωπεύουν μόνο τη μια άποψη.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΥΓΚΕΛΟΣ
Όπως κι η προηγούμενη περίοδος της δυναστείας του Ηρακλείου, έτσι και η εποχή των Εικονομάχων δεν είχε ιστορικούς, αν και οι χρονογράφοι της περιόδου αυτής άφησαν αρκετά έργα που είναι χρήσιμα για μια σωστή κατανόηση της βυζαντινής χρονογραφίας και των πηγών της, αλλά αποτελούν και αξιόλογα βοηθήματα για τη μελέτη της εικονοκλαστικής περιόδου. Ο Γεώργιος Σύγκελλος, που πέθανε στις αρχές του 9ου αιώνα, άφησε την «Εκλογή Χρονογραφίας», η οποία αρχίζει από τη θεμελίωση του κόσμου για να φτάσει μέχρι την εποχή της βασιλείας του Διοκλητιανού (284 μ.Χ.). Ενώ το έργο αυτό δε φωτίζει καθόλου την Εικονοκλαστική περίοδο (επειδή ο συγγραφέας δεν ασχολήθηκε με τα σύγχρονά του γεγονότα) είναι πολύ σπουδαίο για τη διευκρίνιση που κάνει για μερικά προβλήματα της αρχαίας ελληνικής χρονογραφίας, της οποίας τα έργα χρησιμοποιεί ως πηγές του.
ΘΕΟΦΑΝΗΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
Ύστερα από υπόδειξη του Γεώργιου Συγκέλλου, το χρονικό του συνεχίστηκε στις αρχές του ίδιου αιώνα από το φίλο του Θεοφάνη τον Ομολογητή, του οποίου η επίδραση (ως χρονογράφου) στη μεταγενέστερη φιλολογία ήταν πολύ μεγάλη. Υπήρξε σφοδρός εχθρός των Εικονομάχων, στη διάρκεια της δεύτερης περιόδου της κίνησης. Δικάστηκε από τον Λέοντα Ε', τον Αρμένιο, φυλακίστηκε για ένα διάστημα και εξορίστηκε σ’ ένα νησί του Αιγαίου Πελάγους, όπου και πέθανε το 817. Το χρονικό του Θεοφάνη ασχολείται με την περίοδο μεταξύ της βασιλείας του Διοκλητιανού και της πτώσης του αυτοκράτορα Μιχαήλ Α', Ραγκαβέ. Παρά την καθαρά ορθόδοξη άποψη που υποστηρίζει και που είναι έκδηλη στην ανάλυση των ιστορικών γεγονότων και προσώπων και παρά την προκατάληψη που χαρακτηρίζει την εξιστόρηση, το έργο του Θεοφάνη είναι πολύ χρήσιμο όχι μόνο γιατί περιέχει πλούσιο υλικό από παλαιότερες πηγές (μερικές απ’ τις οποίες δεν έχουν διασωθεί), αλλά και γιατί σαν μια σύγχρονη με την εικονοκλαστική περίοδο πηγή αφιερώνει πολύ περισσότερο χώρο σ’ αυτήν από όσο αφιερώνουν άλλοι χρονογράφοι του Βυζαντίου. Το έργο του Θεοφάνη υπήρξε πολύτιμη πηγή για τους μεταγενέστερους χρονογράφους. Η λατινική μετάφραση του χρονικού του, την οποία έκανε ο βιβλιοθηκάριος του Πάπα, Αναστάσιος, τα 50 τελευταία χρόνια του 9ου αιώνα, υπήρξε επίσης χρήσιμη για τη Μεσαιωνική χρονογραφία της Δύσης.
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ
Άλλος σπουδαίος συγγραφέας της περιόδου αυτής είναι ο Πατριάρχης Νικηφόρος (αρχές του 9ου αιώνα), ο οποίος λόγω της σταθεράς του αντίδρασης εναντίον των Εικονομάχων, την εποχή του Λέοντα Ε', του Αρμενίου, εκθρονίστηκε κι εξορίστηκε. Στα θεολογικά του έργα ο Νικηφόρος υπερασπίζεται με αξιόλογη δύναμη (με βάση τις σταθερές του πεποιθήσεις) την ορθότητα των απόψεων των Εικονολατρών. Ανασκευάζει τις απόψεις των Εικονομάχων κυρίως στο έργο του «Αντίρρησις και ανατροπή των περί του δυσσεβούς Μαμωνά (υπονοεί τον Κωνσταντίνο Ε') κατά της σωτηρίου του Θεού Λόγου σαρκώσεως αμαθώς και αθέως κενολογηθέντων ληρημάτων». Η «σύντομος ιστορία» του, η οποία ασχολείται με γεγονότα από το θάνατο του αυτοκράτορα Μαυρικίου το 602 μέχρι το έτος 769 είναι από ιστορική άποψη πολύ αξιόλογη. Παρά το γεγονός ότι θέλοντας να κάνει το έργο του αυτό πιο εκλαϊκευμένο και κατάλληλο για ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, ο Νικηφόρος του έδωσε διδακτικό χαρακτήρα, παραμένει ακόμα σπουδαία πηγή, επειδή περιέχει πολλά ενδιαφέροντα γεγονότα σχετικά με την πολιτική και εκκλησιαστική ιστορία της περιόδου αυτής. Η μεγάλη ομοιότητα αυτής της ιστορίας με το έργο του Θεοφάνη μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι και τα δύο έργα στηρίχθηκαν στην ίδια πηγή.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΜΟΝΑΧΟΣ
Τελικά ο Γεώργιος ο Μοναχός (εκ πεποιθήσεως εχθρός της Εικονομαχίας) άφησε ένα χρονικό από την εποχή του Αδάμ μέχρι το θάνατο του αυτοκράτορα Θεόφιλου το 842 μ.Χ., δηλαδή μέχρι την τελική νίκη της Εικονολατρίας. Το έργο αυτό έχει πολλή αξία για την ιστορία του πολιτισμού της περιόδου αυτής, επειδή συζητεί πολλά προβλήματα, τα οποία απασχολούσαν τους μοναχούς του Βυζαντίου, δηλαδή τη φύση του μοναχισμού και τη διάδοση του δόγματος των Εικονομάχων, δηλαδή τη διάδοση της πίστης των «Σαρακηνών». Δίνει επίσης μια ζωηρή εικόνα των φιλοδοξιών και των προτιμήσεων των μοναστηριών του Βυζαντίου του 9ου αιώνα. Το χρονικό του Γεωργίου αποτελεί τη βάση της μεταγενέστερης απασχόλησης του Βυζαντίου με την παγκόσμια ιστορία, ενώ συγχρόνως έχει επηρεάσει πολύ τις αρχές της σλάβικης φιλολογίας, κυρίως δε της ρώσικης. Αρκεί να λεχθεί ότι η αρχή της ρώσικης χρονογραφίας είναι πολύ στενά συνδεδεμένη με το έργο του Γεωργίου. Ένα χειρόγραφο της παλαιάς σλαβο-ρωσικής μετάφρασης του έργου του περιέχει 127 μικρογραφίες, οι οποίες είναι πολύ σημαντικές για την ιστορία της ρωσικής και βυζαντινής τέχνης του 13ου αιώνα. Το χειρόγραφο αυτό είναι το μόνο εικονογραφημένο αντίτυπο του χρονικού του Γεωργίου που έχει διασωθεί. Αν εξαιρέσουμε έναν ανώνυμο συγγραφέα που ασχολήθηκε με τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε', τον Αρμένιο, ο Γεώργιος είναι ο μοναδικός σύγχρονος της περιόδου 813-842 χρονογράφος. Ασχολείται με αυτήν και την αντιμετωπίζει με μια στενή, μοναστική, σιωπή και χρησιμοποιεί κυρίως προφορικές περιγραφές των συγχρόνων του, αλλά και την προσωπική παρατήρηση. Το χειρόγραφο του έργου του Γεωργίου, το οποίο μεταβλήθηκε και επαυξήθηκε πολλές φορές στη διάρκεια των μετέπειτα αιώνων, έχει διασωθεί σε πολύ πολύπλοκη μορφή και το ζήτημα της πρωτότυπης μορφής του δημιουργεί ένα από τα πιο δύσκολα προβλήματα. Μόνο στις αρχές του 20 αιώνα δημοσιεύτηκε μια κριτική έκδοση του ελληνικού κειμένου. Παρουσιάστηκε επίσης μια κριτική έκδοση της παλαιάς σλαβο-ρωσικής μετάφρασης του χρονικού, συμπληρωμένη με το ελληνικό κείμενο της συνέχειας του χρονικού αυτού.
Η φιλολογική παραγωγή των Εικονομάχων καταστράφηκε σχεδόν τελείως από τους θριαμβευτές Εικονολάτρες, αν και μέρος των πρακτικών της Συνόδου των Εικονομάχων του 754 έχει διασωθεί στα πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου. Αποσπάσματα του εκτενούς έργου που έγραψε κατά της Εικονολατρίας ο Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυμος έχουν διασωθεί στις τρεις «Ανασκευές» του Πατριάρχη Νικηφόρου. Ο ίδιος αυτοκράτορας έγραψε και άλλα φιλολογικά έργα. Ο Λέων Ε' διέταξε τη σύνθεση ενός γενικού έργου, το οποίο θα υποστήριζε την Εικονομαχία στηριζόμενο στη Βίβλο και τους εκκλησιαστικούς πατέρες, ενώ ένα παρόμοιο σχέδιο έργου προκρίθηκε κατά την Εικονοκλαστική Σύνοδο του 754. Κανένα όμως από αυτά τα έργα δεν έχει διασωθεί. Μερικά εικονοκλαστικά ποιήματα έχουν διασωθεί στα έργα του Θεόδωρου Στουδίτη. Η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος αποφάσισε την καταστροφή όλης της εικονοκλαστικής φιλολογίας, ενώ ο 9ος κανόνας της αναφέρει ότι «όλα τα παιδικά παιχνίδια και τα λανθασμένα παιδικά συγγράμματα που κατευθύνονται εναντίον των ιερών εικόνων πρέπει να παρουσιαστούν στην Επισκοπή της Κωνσταντινούπολης για να προστεθούν σε όλα τα άλλα αιρετικά βιβλία. Κάθε ένας που θα έκρυβε τα έργα αυτά θα τιμωρούταν, εάν μεν ήταν επίσκοπος, πρεσβύτερος ή διάκονος με καθαίρεση, εάν μεν ήταν μοναχός ή λαϊκός με αφορισμό».
ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ
Ένας τεράστιος όγκος υλικού που ασχολείτο με την υπεράσπιση της Εικονολατρίας και που επηρέασε σημαντικά τα μεταγενέστερα συγγράμματα ανήκει σ’ ένα άτομο που πέρασε όλη του τη ζωή σε μια επαρχία που δεν αποτελούσε πια μέρος της αυτοκρατορίας. Το άτομο αυτό είναι ο Ιωάννης Δαμασκηνός, από τη Συρία, που τότε βρισκόταν κάτω από την κυριαρχία των Αράβων. Υπήρξε πρώτος σύμβουλος του Χαλίφη στη Δαμασκό και πέθανε το 750 στην Παλαιστίνη, στη φημισμένη Λαύρα του Αγίου Σάββα.
Ο Ιωάννης άφησε πολλά έργα σχετικά με τη δογματική, την πολεμική, την ιστορία, τη φιλοσοφία, τη ρητορική και την ποίηση. Το σπουδαιότερο έργο του είναι η «πηγή γνώσης», της οποίας το τρίτο μέρος («έκδοση ακριβής της ορθοδόξου πίστεως») υπήρξε μια προσπάθεια για μια συστηματική παρουσίαση των βασικών αρχών της χριστιανικής πίστης και των χριστιανικών δογμάτων. Γράφοντας το έργο αυτό, ο Ιωάννης όπλισε τους Εικονολάτρες μ’ ένα ισχυρό όπλο για τον αγώνα με τους αντιπάλους τους, όπλο που τους έλειψε στις αρχές της εικονοκλαστικής κίνησης. Αργότερα, τον 13ο αιώνα, το έργο αυτό χρησιμοποιήθηκε από τον Θωμά Ακινάτο, τον εκλεκτό Πατέρα της Δυτικής Εκκλησίας, ως υπόδειγμα για το έργο του Summa Theologiae. Από τα πολεμικά του Ιωάννη Δαμασκηνού πρέπει να υπογραμμίσουμε 3 διατριβές του εναντίον των Εικονομάχων, όπου ο συγγραφέας σταθερά και τολμηρά υπερασπίζεται την Εικονολατρία. Στην εκκλησιαστική φιλολογία ο Ιωάννης είναι κυρίως περίφημος για τους εκκλησιαστικούς του ύμνους, οι οποίοι είναι κάπως περισσότερο περίπλοκοι στη μορφή, από τους εκκλησιαστικούς ύμνους του Ρωμανού του Μελωδού, αν και λόγω του βάθους της ποιητικής τους δύναμης και του δογματικού τους βάθους, κατατάσσονται ανάμεσα στους καλύτερους ύμνους της χριστιανικής εκκλησίας. Ο Ιωάννης είναι επίσης ο συγγραφέας πολλών ωραίων κανόνων, αφιερωμένων στον Κύριο, την Παρθένο και προς τιμή των προφητών, των αποστόλων και των μαρτύρων. Πολύ γνωστός είναι ο κανόνας του «Εις την Κυριακή του Πάσχα», ο οποίος εκφράζει τη μεγάλη χαρά των πιστών για τη νίκη του Χριστού πάνω στο θάνατο και τον Άδη. Χάρις στον Ιωάννη οι εκκλησιαστικοί ύμνοι έφτασαν στο κατακόρυφο της ανάπτυξής τους και της ωραιότητας. Μετά από αυτόν δεν παρουσιάστηκαν αξιόλογοι συγγραφείς στον τομέα της βυζαντινής εκκλησιαστικής ποίησης.
Το όνομα του Δαμασκηνού συνδέεται επίσης με το θρησκευτικό μυθιστόρημα «Βίος Βαρλαάμ και Ιωσαφάτ», το οποίο είχε την πιο μεγάλη κυκλοφορία, σε όλες τις γλώσσες κατά τον Μεσαίωνα. Αναμφίβολα, η βάση του έργου αυτού βρίσκεται στον πολύ γνωστό μύθο του Βούδα. Είναι πάρα πολύ πιθανόν η ιστορία αυτή να αποτελεί μια έκδοση της ζωής του Βούδα, την οποία υιοθέτησαν οι Χριστιανοί της Ανατολής για δική τους χρήση. Ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει ότι η ιστορία του είναι ινδικής προέλευσης. Στη διάρκεια του Μεσαίωνα μέχρι το 1886, το έργο αυτό αποδιδόταν στον Ιωάννη Δαμασκηνό. Το 1886 όμως ο Γάλλος Zotenberg, ειδικός στα θέματα της Ανατολής, υποστήριξε μερικές αποδείξεις του ότι ο Ιωάννης δεν μπορούσε να είναι ο συγγραφέας και πολλοί ιστορικοί δέχτηκαν τα συμπεράσματά του. Τελευταία, όμως, οι συγγραφείς που ασχολούνται με το θέμα αυτό είναι λιγότερο αποφασιστικοί και τείνουν περισσότερο προς την παλαιότερη άποψη. Έτσι ενώ ο συγγραφέας ενός άρθρου σχετικού με τον Δαμασκηνό, που δημοσιεύθηκε στην «Καθολική Εγκυκλοπαίδεια» το 1910 λέει ότι το μυθιστόρημα αυτό κακώς αποδίδεται στον Ιωάννη, οι πιο σύγχρονοι εκδότες και μεταφραστές του έργου αυτού πιστεύουν ότι το όνομα του Ιωάννη Δαμασκηνού έχει ακόμα το δικαίωμα να εμφανίζεται στον τίτλο της έκδοσής τους.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ
Η δεύτερη περίοδος της Εικονομαχίας χαρακτηρίζεται από τη δράση του γνωστού υπερασπιστή της Εικονολατρίας Θεόδωρου Στουδίτη, ηγούμενου ενός φημισμένου μοναστηριού της πρωτεύουσας, που παρήκμασε την εποχή του Κωνσταντίνου Ε' για να αναζωογονηθεί υπό τη διοίκηση του Θεόδωρου. Την εποχή της διοίκησης του Θεόδωρου δημιουργήθηκε ένας νέος κανόνας ζωής του μοναστηριού, με βάση την από κοινού διαβίωση (Κοινόβιο), ενώ συγχρόνως μια σχολή, που ήταν μέσα στο μοναστήρι, προοριζόταν για την ικανοποίηση των πνευματικών αναγκών των μοναχών. Οι μοναχοί έπρεπε να ασκηθούν στην ανάγνωση, τη γραφή, την αντιγραφή των χειρογράφων, τη μελέτη των Αγίων Γραφών και των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας. Καθώς και στην τέχνη της σύνθεσης ύμνων, τους οποίους έψελναν κατά τη διάρκεια των ακολουθιών τους.
Σαν μεγάλος θρησκευτικός και κοινωνικός εργάτης της εικονοκλαστικής περιόδου, ο Θεόδωρος έδειξε τη συγγραφική του ικανότητα σε διάφορες πνευματικές εκφάνσεις. Τα δογματικά του έργα απέβλεπαν στην ανάπτυξη των βασικών αρχών που είχαν σχέση με τις εικόνες και τη λατρεία τους. Οι πολυάριθμοι κατηχητικοί του λόγοι έχουν αποκτήσει τη μεγαλύτερη διάδοση από όλα τα έργα του. Έγραψε επίσης αρκετά επιγράμματα, ακροστιχίδες και ύμνους, ενώ η μεγάλη συλλογή των επιστολών του, θρησκευτικο-κανονικής και κοινωνικής φύσης, είναι πολύ αξιόλογη για την ιστορία του πολιτισμού της εποχής του.
ΚΑΣΣΙΑΝΗ
Οι δυο τελευταίες βασιλείες της περιόδου αυτής χαρακτηρίζονται από τη δημιουργική δράση της Κασσιανής, η οποία είναι και η μόνη ικανή ποιήτρια της βυζαντινής περιόδου. Όταν ο Θεόφιλος αποφάσισε να διαλέξει μια γυναίκα για να την παντρευτεί, οργανώθηκε στην πρωτεύουσα μια επίδειξη «νυμφών», για την οποία μαζεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη οι πιο ωραίες κοπέλες των επαρχιών. Η Κασσιανή ήταν μία από αυτές. Ο αυτοκράτορας επρόκειτο να περάσει μπροστά από όλες τις κοπέλες κρατώντας ένα χρυσό μήλο, το οποίο θα έδινε σε εκείνη που θα διάλεγε για γυναίκα του. Ήταν έτοιμος μάλιστα να το δώσει στην Κασσιανή, που τον ικανοποιούσε περισσότερο από τις άλλες κοπέλες, αλλά η μάλλον τολμηρή απάντησή της σε μια ερώτησή του, τον έκανε να αλλάξει γνώμη και να προτιμήσει τη Θεοδώρα, η οποία επρόκειτο να αποκαταστήσει την Εικονολατρία. Η Κασσιανή ίδρυσε αργότερα ένα μοναστήρι, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή της. Τα ποιήματα και τα επιγράμματά της που έχουν διασωθεί, χαρακτηρίζονται για την πρωτοτυπία της σκέψης και το ζωηρό τους ύφος. Όπως λέει ο Krumbacher, ο οποίος μελέτησε ιδιαίτερα τα ποιήματά της, η Κασσιανή υπήρξε μια σοφή και μοναδική γυναίκα που συνδύαζε μια λαμπρή δραστήρια ειλικρίνεια και μια ελαφρά τάση προς τη γυναικεία διαβολή.
Ο διωγμός των Εικονολατρών έγινε αφορμή να πολλαπλασιαστούν οι βιογραφίες των Αγίων και να δημιουργηθεί η λαμπρή περίοδος της βυζαντινής αγιογραφίας.
ΕΠΙΣΤΗΜΗ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Την εποχή της εξ Αμορίου δυναστείας έγινε κάποια πρόοδος στον τομέα της ανώτερης εκπαίδευσης, καθώς και σε διάφορες άλλες πνευματικές εκφάνσεις. Την εποχή του Μιχαήλ Γ', ο θείος του Βάρδας οργάνωσε στην Κωνσταντινούπολη ένα Πανεπιστήμιο, το οποίο βρισκόταν στα ανάκτορα. Το πρόγραμμά του αποτελείτο από 7 μαθήματα, που τα είχαν υιοθετήσει (παίρνοντάς τα από τους ειδωλολάτρες) οι σχολές του Βυζαντίου και της Δ. Ευρώπης. Τα μαθήματα αυτά είναι συνήθως γνωστά ως «ελεύθερα μαθήματα» (septem artes liberales) και διαιρούνται σε δύο ομάδες: στο trivium, γραμματική, ρητορική και διαλεκτική και στο quadrivium, αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική. Η φιλοσοφία και οι αρχαίοι κλασικοί συγγραφείς διδάσκονταν επίσης στη σχολή αυτή. Αγωνιζόμενος να κάνει τη μόρφωση προσιτή για όλους ο Βάρδας, δήλωσε ότι η παρακολούθηση της σχολής ήταν δωρεάν, ενώ οι καθηγητές πληρώνονταν πολύ καλά από το κρατικό θησαυροφυλάκιο. Ο φημισμένος λόγιος της περιόδου αυτής Φώτιος υπήρξε ένας από τους καθηγητές του Πανεπιστημίου του Βάρδα.
ΦΩΤΙΟΣ
Το Πανεπιστήμιο αυτό έγινε το κέντρο, γύρω από το οποίο συγκεντρώθηκαν οι μεγαλύτεροι διανοούμενοι του Βυζαντίου κατά τη διάρκεια της μεταγενέστερης δυναστείας των Μακεδόνων. Ο Φώτιος, ο οποίος υπήρξε Πατριάρχης την εποχή του Μιχαήλ Γ', έγινε η κεντρική δύναμη της μορφωτικής και πνευματικής κίνησης των τελευταίων 50 χρόνων του 9ου αιώνα. Διαθέτοντας μια εξαιρετική ικανότητα και μόρφωση και αγαπώντας τις γνώσεις, αφιέρωσε αργότερα όλη την προσοχή και τη δραστηριότητά του στη διαπαιδαγώγηση των άλλων. Η μόρφωσή του ήταν πολύπλευρη και οι γνώσεις του δεν περιορίζονταν μόνο στη θεολογία, αλλά επεκτείνονταν και στη γραμματική, τη φιλοσοφία, τις φυσικές επιστήμες, το δίκαιο και την ιατρική. Συγκέντρωσε γύρω του έναν όμιλο ανθρώπων που αγωνίζονταν να πλουτίσουν τις γνώσεις τους. Σαν άνθρωπος των γραμμάτων και των επιστημών ο Φώτιος (όπως συνηθιζόταν στον Μεσαίωνα) κατηγορήθηκε ότι είχε αφιερωθεί στη μελέτη των απαγορευμένων επιστημών, δηλαδή της αστρολογίας και της μαντείας. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι ο Φώτιος όταν ήταν νέος είχε πουλήσει τη ψυχή του σ’ έναν Ιουδαίο μάγο, έτσι ώστε, κατά τον Bary, ο «Πατριάρχης εμφανίζεται ως ένας από τους προδρόμους του Φάουστ». Ο Φώτιος δεν περιορίστηκε μόνο στη διδασκαλία αλλά αφιέρωσε και ένα μεγάλο μέρος του καιρού του στη συγγραφή αφήνοντας μια πλούσια και ποικιλόμορφη φιλολογική κληρονομιά.
Από τα έργα του Φωτίου, η «Βιβλιοθήκη» του ή (όπως συνήθως ονομάζεται) το «Μυριόβιβλο» έχει ιδιαίτερη σημασία, επειδή οι συνθήκες που οδήγησαν στη συγγραφή του βιβλίου αυτού είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Φαίνεται ότι υπήρχε στο σπίτι του Φωτίου ένα είδος «αναγνωστηρίου» όπου σύχναζε ένας κύκλος φίλων του, οι οποίοι διάβαζαν δυνατά κάθε είδους φιλολογία, κοσμική και θρησκευτική, ειδωλολατρική και χριστιανική. Η πλούσια βιβλιοθήκη του Φωτίου ήταν στη διάθεση των φίλων του, χάρη των οποίων άρχισε να γράφει περιλήψεις των βιβλίων που είχαν διαβαστεί. Στη «Βιβλιοθήκη» του ο Φώτιος δίνει αποσπάσματα από αρκετά έργα, σύντομα ή εκτεταμένα, τα οποία συνοδεύει με δικές του κριτικές παρατηρήσεις, καθώς και δικά του δοκίμια με βάση τα αποσπάσματα των βιβλίων. Στο έργο αυτό βρίσκει κανείς πολλά γεγονότα σχετικά με ρήτορες, ιστορικούς, επιστήμονες, ιατρούς και συμβούλους, καθώς και σχετικά με τη ζωή των Αγίων. Η μεγαλύτερη αξία του έργου αυτού έγκειται στο ότι έχει διασώσει αποσπάσματα από συγγράμματα που έχουν χαθεί. Η «Βιβλιοθήκη» ασχολείται μόνο με πεζογράφους. Τα άλλα πολυάριθμα έργα του Φωτίου ανήκουν στη θεολογία και τη γραμματική, ενώ έχει αφήσει επίσης πολλές ομιλίες και επιστολές. Σε δύο από τις ομιλίες του αναφέρεται στην πρώτη επίθεση των Ρώσων εναντίον της Κωνσταντινούπολης, το 860, την οποία παρακολούθησε και ο ίδιος.
Λόγω της εξαιρετικής ευρύτητας των γνώσεών του και της εμμονής του στη μελέτη των αρχαίων συγγραφέων, ο Φώτιος υπήρξε ο αντιπροσωπευτικός τύπος της κίνησης εκείνης του Βυζαντίου που εκδηλώθηκε κυρίως στην πρωτεύουσα από τα μέσα του 9ου αιώνα, με γεγονότα όπως η ίδρυση του Πανεπιστημίου του Βάρδα, στον οποίον ο ίδιος ο Φώτιος αφιέρωσε, διδάσκοντας, μεγάλο μέρος του καιρού του. Όσο ζούσε ο Φώτιος, σαν αποτέλεσμα της επιρροής του, αναπτύχθηκε μια στενότερη και φιλικότερη σχέση μεταξύ της «κοσμικής» επιστήμης και της θεολογίας. Στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, ο Φώτιος υπήρξε τόσο ευρύς, ώστε να μπορεί να θεωρεί φίλο του και αυτόν ακόμα τον Μουσουλμάνο Εμίρη της Κρήτης. Ένας από τους μαθητές του ο Νικόλαος ο Μυστικός (Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης τον 10ο αιώνα) έγραψε σ’ ένα γράμμα του προς το γιο και διάδοχο του Εμίρη ότι ο Φώτιος γνώριζε καλά ότι παρά τις θρησκευτικές διαφορές, η σοφία, η ευγένεια και τα άλλα χαρίσματα που εξυψώνουν τον άνθρωπο, ελκύουν όσους αγαπούν τα ωραία πράγματα και ότι σαν συνέπεια αυτού, παρά τις διαφορές της θρησκείας, ο Φώτιος αγαπούσε τον πατέρα του Εμίρη, ακριβώς λόγω του ότι ο τελευταίος διέθετε όλα αυτά τα χαρίσματα.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ-ΛΕΩΝ
Ο Εικονομάχος Πατριάρχης Ιωάννης Γραμματικός, επηρέασε τους συγχρόνους του με τη βαθιά και ποικιλόμορφη μόρφωσή του, που έγινε αφορμή να τον κατηγορήσουν για μάγο. Εκλεκτός υπήρξε κι ο αξιόλογος μαθηματικός της εποχής του Θεόφιλου, Λέων, ο οποίος μέσω των μαθητών του έγινε τόσο γνωστός στο εξωτερικό, που ο Χαλίφης Μαμούν (ενδιαφερόμενος με ζήλο για την ανάπτυξη της αγωγής) τον παρακάλεσε να έρθει στην αυλή του. Όταν ο Θεόφιλος έμαθε για την πρόσκληση αυτή, έδωσε στον Λέοντα ένα μισθό, διορίζοντάς τον διδάσκαλο σε μια από τις εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης. Αν και ο Μαμούν έστειλε προσωπικό γράμμα στο Θεόφιλο, με το οποίο του ζητούσε να στείλει στη Βαγδάτη τον Λέοντα για ένα μικρό χρονικό διάστημα, λέγοντας ότι θα θεωρούσε αυτό το πράγμα ως πράξη φιλίας και προσφέροντας για το σκοπό αυτό (όπως λέει η παράδοση) αιώνια ειρήνη και 2.000 λίτρες χρυσού, ο αυτοκράτορας αρνήθηκε να ανταποκριθεί στο αίτημα αυτό. Στην περίπτωση αυτή ο Θεόφιλος μεταχειρίστηκε την επιστήμη όπως θα χρησιμοποιούσε ένα μυστικό σαν την εφεύρεση του «υγρού πυρός». Αργότερα, ο Λέων έγινε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης κι όταν, λόγω των εικονοκλαστικών του ιδεών, εκθρονίστηκε από τη Θεοδώρα, συνέχισε να διδάσκει στην πρωτεύουσα όπου διεύθυνε το Πανεπιστήμιο που οργάνωσε ο Βάρδας. Αξίζει να θυμηθούμε ότι ο απόστολος των Σλάβων Κύριλλος σπούδασε υπό την καθοδήγηση του Φωτίου και του Λέοντα και ότι, πριν αρχίσει το ιεραποστολικό του έργο, πήρε την έδρα της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της πρωτεύουσας.
Η μικρή αυτή περιγραφή αρκεί να δείξει ότι η πνευματική και φιλολογική ζωή άκμασε την εποχή της εικονοκλαστικής κίνησης και ότι θα αποδεικνυόταν πιο έντονη αν είχαν διασωθεί τα έργα των Εικονομάχων.
Εφόσον αναφέραμε τα γράμματα που αντάλλαξαν ο Θεόφιλος και ο Μαμούν για την υπόθεση του Λέοντα του Μαθηματικού, αξίζει να δούμε για λίγο το ζήτημα των πολιτιστικών σχέσεων που δημιουργήθηκαν τα 50 πρώτα χρόνια του 9ου αιώνα, μεταξύ του Χαλιφάτου και του Βυζαντίου. Την εποχή αυτή το Χαλιφάτο υπό τη διοίκηση του Αρούν-αλ-Ρασίντ και του Μαμούν, είχε πετύχει μια λαμπρή ανάπτυξη των επιστημών και της μάθησης γενικά. Θέλοντας να συναγωνιστεί τις δόξες της Βαγδάτης, ο Θεόφιλος έκτισε ένα ανάκτορο όμοιο με τα αραβικά πρότυπα. Μερικές ενδείξεις φανερώνουν ότι η επίδραση της Βαγδάτης στο Βυζάντιο υπήρξε πολύ παρακινητική.
ΤΕΧΝΗ
Έχει πολύ συχνά τονιστεί ότι η εικονοκλαστική περίοδος έχει να παρουσιάσει μόνο αρνητικά αποτελέσματα στον τομέα της τέχνης κι είναι αλήθεια ότι πολλά αξιόλογα μνημεία τέχνης καταστράφηκαν από τους Εικονομάχους. Αφετέρου όμως έδωσε νέες κατευθύνσεις στη βυζαντινή τέχνη, αναζωογονώντας για μια ακόμα φορά τα ελληνιστικά πρότυπα (κυρίως μάλιστα αυτά της Αλεξάνδρειας) και εισάγοντας τη διακόσμηση των Αράβων, οι οποίοι την είχαν πάρει από την Περσία. Και αν και οι Εικονομάχοι κατηγορηματικά καταδίκαζαν τη θρησκευτική τέχνη που παρουσίαζε πρόσωπα του Χριστού, της Παρθένου και των Αγίων, ανέχονταν την παράσταση ανθρώπινων προσώπων γενικά, τα οποία γίνονταν πιο ρεαλιστικά, την περίοδο αυτή, υπό την επιρροή των ελληνιστικών προτύπων. Οι σκηνές της καθημερινής ζωής έγιναν το προσφιλές θέμα των καλλιτεχνών και γενικά επικρατούσε η καθαρή κοσμική τέχνη. Παράδειγμα αυτής της τάσης αποτελεί το γεγονός ότι στη θέση της τοιχογραφίας που παρίστανε την ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο, ο Κωνσταντίνος Ε', ο Κοπρώνυμος, διέταξε να γίνει ένα πορτρέτο του ευνοουμένου του ηνιόχου.
Τα καλλιτεχνικά μνημεία της εποχής αυτής, θρησκευτικά και κοσμικά, έχουν χαθεί σχεδόν τελείως. Μερικά μωσαϊκά από τις εκκλησίες της Θεσσαλονίκης μπορεί να αποδοθούν στην περίοδο αυτή. Μερικά έργα χαρακτικής σε ελεφαντόδοντο, μπορεί να ανήκουν στην εικονοκλαστική εποχή. Τα εικονογραφημένα χειρόγραφα της εικονοκλαστικής περιόδου, που η εικονογράφησή τους υπήρξε έργο μοναχών του Βυζαντίου, μαρτυρούν το νέο πνεύμα που είχε εισχωρήσει στη τέχνη. Το ψαλτήριο αποτελεί ενδιαφέρον δείγμα εικονογράφησης των περιθωρίων. Παρόλα αυτά όμως είναι πολύ λυπηρό το γεγονός ότι υπάρχουν τόσο λίγα δεδομένα για τη μελέτη της τέχνης της εικονοκλαστικής περιόδου. Πολλά από τα έργα που έχουν διασωθεί δεν αποδίδονται στην περίοδο αυτή με πλήρη βεβαιότητα, αλλά μόνο με βάση πιθανές ενδείξεις.
Ο Diehl, όταν αναφέρεται στη σημασία της εικονοκλαστικής περιόδου για τον μεταγενέστερο δεύτερο χρυσό αιώνα της βυζαντινής τέχνης (δηλαδή την εποχή της δυναστείας των Μακεδόνων) γράφει τα εξής: «Η εποχή των Εικονομάχων είναι εκείνη ακριβώς, στην οποία ο δεύτερος χρυσός αιώνας οφείλει τα ουσιώδη του χαρακτηριστικά. Από την εικονοκλαστική περίοδο προέρχονται οι δύο αντίθετες τάσεις που χαρακτηρίζουν την εποχή των Μακεδόνων. Αν αναπτύχθηκε την εποχή αυτή μια τέχνη εμπνευσμένη από την κλασική παράδοση καθώς κι ένα ενδιαφέρον, που διαρκώς αύξανε, για το πορτρέτο και την πνευματική ζωή, με αποτέλεσμα να επιβάλλει τις βασικές της ιδέες στη θρησκευτική τέχνη, αν, σε αντίθεση προς αυτή την κοσμική τέχνη υπήρχε η τέχνη των μοναχών, πιο αυστηρή, πιο θεολογική, πιο προσκολλημένη στην παράδοση και αν ο συναγωνισμός των δύο αυτών τάσεων δημιούργησε μια μεγάλη σειρά αριστουργημάτων, όλα αυτά οφείλονται στην εικονοκλαστική περίοδο, οπότε σπάρθηκαν οι σπόροι αυτής της λαμπρής συγκομιδής. Δεν είναι τόσο τα κατορθώματα της περιόδου αυτής εκείνα που την κάνουν αξιοπρόσεκτη (μέσα στα πλαίσια της βυζαντινής τέχνης), όσο είναι οι μελλοντικές της επιδράσεις».
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΥΓΚΕΛΟΣ
Όπως κι η προηγούμενη περίοδος της δυναστείας του Ηρακλείου, έτσι και η εποχή των Εικονομάχων δεν είχε ιστορικούς, αν και οι χρονογράφοι της περιόδου αυτής άφησαν αρκετά έργα που είναι χρήσιμα για μια σωστή κατανόηση της βυζαντινής χρονογραφίας και των πηγών της, αλλά αποτελούν και αξιόλογα βοηθήματα για τη μελέτη της εικονοκλαστικής περιόδου. Ο Γεώργιος Σύγκελλος, που πέθανε στις αρχές του 9ου αιώνα, άφησε την «Εκλογή Χρονογραφίας», η οποία αρχίζει από τη θεμελίωση του κόσμου για να φτάσει μέχρι την εποχή της βασιλείας του Διοκλητιανού (284 μ.Χ.). Ενώ το έργο αυτό δε φωτίζει καθόλου την Εικονοκλαστική περίοδο (επειδή ο συγγραφέας δεν ασχολήθηκε με τα σύγχρονά του γεγονότα) είναι πολύ σπουδαίο για τη διευκρίνιση που κάνει για μερικά προβλήματα της αρχαίας ελληνικής χρονογραφίας, της οποίας τα έργα χρησιμοποιεί ως πηγές του.
ΘΕΟΦΑΝΗΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
Ύστερα από υπόδειξη του Γεώργιου Συγκέλλου, το χρονικό του συνεχίστηκε στις αρχές του ίδιου αιώνα από το φίλο του Θεοφάνη τον Ομολογητή, του οποίου η επίδραση (ως χρονογράφου) στη μεταγενέστερη φιλολογία ήταν πολύ μεγάλη. Υπήρξε σφοδρός εχθρός των Εικονομάχων, στη διάρκεια της δεύτερης περιόδου της κίνησης. Δικάστηκε από τον Λέοντα Ε', τον Αρμένιο, φυλακίστηκε για ένα διάστημα και εξορίστηκε σ’ ένα νησί του Αιγαίου Πελάγους, όπου και πέθανε το 817. Το χρονικό του Θεοφάνη ασχολείται με την περίοδο μεταξύ της βασιλείας του Διοκλητιανού και της πτώσης του αυτοκράτορα Μιχαήλ Α', Ραγκαβέ. Παρά την καθαρά ορθόδοξη άποψη που υποστηρίζει και που είναι έκδηλη στην ανάλυση των ιστορικών γεγονότων και προσώπων και παρά την προκατάληψη που χαρακτηρίζει την εξιστόρηση, το έργο του Θεοφάνη είναι πολύ χρήσιμο όχι μόνο γιατί περιέχει πλούσιο υλικό από παλαιότερες πηγές (μερικές απ’ τις οποίες δεν έχουν διασωθεί), αλλά και γιατί σαν μια σύγχρονη με την εικονοκλαστική περίοδο πηγή αφιερώνει πολύ περισσότερο χώρο σ’ αυτήν από όσο αφιερώνουν άλλοι χρονογράφοι του Βυζαντίου. Το έργο του Θεοφάνη υπήρξε πολύτιμη πηγή για τους μεταγενέστερους χρονογράφους. Η λατινική μετάφραση του χρονικού του, την οποία έκανε ο βιβλιοθηκάριος του Πάπα, Αναστάσιος, τα 50 τελευταία χρόνια του 9ου αιώνα, υπήρξε επίσης χρήσιμη για τη Μεσαιωνική χρονογραφία της Δύσης.
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ
Άλλος σπουδαίος συγγραφέας της περιόδου αυτής είναι ο Πατριάρχης Νικηφόρος (αρχές του 9ου αιώνα), ο οποίος λόγω της σταθεράς του αντίδρασης εναντίον των Εικονομάχων, την εποχή του Λέοντα Ε', του Αρμενίου, εκθρονίστηκε κι εξορίστηκε. Στα θεολογικά του έργα ο Νικηφόρος υπερασπίζεται με αξιόλογη δύναμη (με βάση τις σταθερές του πεποιθήσεις) την ορθότητα των απόψεων των Εικονολατρών. Ανασκευάζει τις απόψεις των Εικονομάχων κυρίως στο έργο του «Αντίρρησις και ανατροπή των περί του δυσσεβούς Μαμωνά (υπονοεί τον Κωνσταντίνο Ε') κατά της σωτηρίου του Θεού Λόγου σαρκώσεως αμαθώς και αθέως κενολογηθέντων ληρημάτων». Η «σύντομος ιστορία» του, η οποία ασχολείται με γεγονότα από το θάνατο του αυτοκράτορα Μαυρικίου το 602 μέχρι το έτος 769 είναι από ιστορική άποψη πολύ αξιόλογη. Παρά το γεγονός ότι θέλοντας να κάνει το έργο του αυτό πιο εκλαϊκευμένο και κατάλληλο για ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, ο Νικηφόρος του έδωσε διδακτικό χαρακτήρα, παραμένει ακόμα σπουδαία πηγή, επειδή περιέχει πολλά ενδιαφέροντα γεγονότα σχετικά με την πολιτική και εκκλησιαστική ιστορία της περιόδου αυτής. Η μεγάλη ομοιότητα αυτής της ιστορίας με το έργο του Θεοφάνη μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι και τα δύο έργα στηρίχθηκαν στην ίδια πηγή.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΜΟΝΑΧΟΣ
Τελικά ο Γεώργιος ο Μοναχός (εκ πεποιθήσεως εχθρός της Εικονομαχίας) άφησε ένα χρονικό από την εποχή του Αδάμ μέχρι το θάνατο του αυτοκράτορα Θεόφιλου το 842 μ.Χ., δηλαδή μέχρι την τελική νίκη της Εικονολατρίας. Το έργο αυτό έχει πολλή αξία για την ιστορία του πολιτισμού της περιόδου αυτής, επειδή συζητεί πολλά προβλήματα, τα οποία απασχολούσαν τους μοναχούς του Βυζαντίου, δηλαδή τη φύση του μοναχισμού και τη διάδοση του δόγματος των Εικονομάχων, δηλαδή τη διάδοση της πίστης των «Σαρακηνών». Δίνει επίσης μια ζωηρή εικόνα των φιλοδοξιών και των προτιμήσεων των μοναστηριών του Βυζαντίου του 9ου αιώνα. Το χρονικό του Γεωργίου αποτελεί τη βάση της μεταγενέστερης απασχόλησης του Βυζαντίου με την παγκόσμια ιστορία, ενώ συγχρόνως έχει επηρεάσει πολύ τις αρχές της σλάβικης φιλολογίας, κυρίως δε της ρώσικης. Αρκεί να λεχθεί ότι η αρχή της ρώσικης χρονογραφίας είναι πολύ στενά συνδεδεμένη με το έργο του Γεωργίου. Ένα χειρόγραφο της παλαιάς σλαβο-ρωσικής μετάφρασης του έργου του περιέχει 127 μικρογραφίες, οι οποίες είναι πολύ σημαντικές για την ιστορία της ρωσικής και βυζαντινής τέχνης του 13ου αιώνα. Το χειρόγραφο αυτό είναι το μόνο εικονογραφημένο αντίτυπο του χρονικού του Γεωργίου που έχει διασωθεί. Αν εξαιρέσουμε έναν ανώνυμο συγγραφέα που ασχολήθηκε με τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε', τον Αρμένιο, ο Γεώργιος είναι ο μοναδικός σύγχρονος της περιόδου 813-842 χρονογράφος. Ασχολείται με αυτήν και την αντιμετωπίζει με μια στενή, μοναστική, σιωπή και χρησιμοποιεί κυρίως προφορικές περιγραφές των συγχρόνων του, αλλά και την προσωπική παρατήρηση. Το χειρόγραφο του έργου του Γεωργίου, το οποίο μεταβλήθηκε και επαυξήθηκε πολλές φορές στη διάρκεια των μετέπειτα αιώνων, έχει διασωθεί σε πολύ πολύπλοκη μορφή και το ζήτημα της πρωτότυπης μορφής του δημιουργεί ένα από τα πιο δύσκολα προβλήματα. Μόνο στις αρχές του 20 αιώνα δημοσιεύτηκε μια κριτική έκδοση του ελληνικού κειμένου. Παρουσιάστηκε επίσης μια κριτική έκδοση της παλαιάς σλαβο-ρωσικής μετάφρασης του χρονικού, συμπληρωμένη με το ελληνικό κείμενο της συνέχειας του χρονικού αυτού.
Η φιλολογική παραγωγή των Εικονομάχων καταστράφηκε σχεδόν τελείως από τους θριαμβευτές Εικονολάτρες, αν και μέρος των πρακτικών της Συνόδου των Εικονομάχων του 754 έχει διασωθεί στα πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου. Αποσπάσματα του εκτενούς έργου που έγραψε κατά της Εικονολατρίας ο Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυμος έχουν διασωθεί στις τρεις «Ανασκευές» του Πατριάρχη Νικηφόρου. Ο ίδιος αυτοκράτορας έγραψε και άλλα φιλολογικά έργα. Ο Λέων Ε' διέταξε τη σύνθεση ενός γενικού έργου, το οποίο θα υποστήριζε την Εικονομαχία στηριζόμενο στη Βίβλο και τους εκκλησιαστικούς πατέρες, ενώ ένα παρόμοιο σχέδιο έργου προκρίθηκε κατά την Εικονοκλαστική Σύνοδο του 754. Κανένα όμως από αυτά τα έργα δεν έχει διασωθεί. Μερικά εικονοκλαστικά ποιήματα έχουν διασωθεί στα έργα του Θεόδωρου Στουδίτη. Η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος αποφάσισε την καταστροφή όλης της εικονοκλαστικής φιλολογίας, ενώ ο 9ος κανόνας της αναφέρει ότι «όλα τα παιδικά παιχνίδια και τα λανθασμένα παιδικά συγγράμματα που κατευθύνονται εναντίον των ιερών εικόνων πρέπει να παρουσιαστούν στην Επισκοπή της Κωνσταντινούπολης για να προστεθούν σε όλα τα άλλα αιρετικά βιβλία. Κάθε ένας που θα έκρυβε τα έργα αυτά θα τιμωρούταν, εάν μεν ήταν επίσκοπος, πρεσβύτερος ή διάκονος με καθαίρεση, εάν μεν ήταν μοναχός ή λαϊκός με αφορισμό».
ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ
Ένας τεράστιος όγκος υλικού που ασχολείτο με την υπεράσπιση της Εικονολατρίας και που επηρέασε σημαντικά τα μεταγενέστερα συγγράμματα ανήκει σ’ ένα άτομο που πέρασε όλη του τη ζωή σε μια επαρχία που δεν αποτελούσε πια μέρος της αυτοκρατορίας. Το άτομο αυτό είναι ο Ιωάννης Δαμασκηνός, από τη Συρία, που τότε βρισκόταν κάτω από την κυριαρχία των Αράβων. Υπήρξε πρώτος σύμβουλος του Χαλίφη στη Δαμασκό και πέθανε το 750 στην Παλαιστίνη, στη φημισμένη Λαύρα του Αγίου Σάββα.
Ο Ιωάννης άφησε πολλά έργα σχετικά με τη δογματική, την πολεμική, την ιστορία, τη φιλοσοφία, τη ρητορική και την ποίηση. Το σπουδαιότερο έργο του είναι η «πηγή γνώσης», της οποίας το τρίτο μέρος («έκδοση ακριβής της ορθοδόξου πίστεως») υπήρξε μια προσπάθεια για μια συστηματική παρουσίαση των βασικών αρχών της χριστιανικής πίστης και των χριστιανικών δογμάτων. Γράφοντας το έργο αυτό, ο Ιωάννης όπλισε τους Εικονολάτρες μ’ ένα ισχυρό όπλο για τον αγώνα με τους αντιπάλους τους, όπλο που τους έλειψε στις αρχές της εικονοκλαστικής κίνησης. Αργότερα, τον 13ο αιώνα, το έργο αυτό χρησιμοποιήθηκε από τον Θωμά Ακινάτο, τον εκλεκτό Πατέρα της Δυτικής Εκκλησίας, ως υπόδειγμα για το έργο του Summa Theologiae. Από τα πολεμικά του Ιωάννη Δαμασκηνού πρέπει να υπογραμμίσουμε 3 διατριβές του εναντίον των Εικονομάχων, όπου ο συγγραφέας σταθερά και τολμηρά υπερασπίζεται την Εικονολατρία. Στην εκκλησιαστική φιλολογία ο Ιωάννης είναι κυρίως περίφημος για τους εκκλησιαστικούς του ύμνους, οι οποίοι είναι κάπως περισσότερο περίπλοκοι στη μορφή, από τους εκκλησιαστικούς ύμνους του Ρωμανού του Μελωδού, αν και λόγω του βάθους της ποιητικής τους δύναμης και του δογματικού τους βάθους, κατατάσσονται ανάμεσα στους καλύτερους ύμνους της χριστιανικής εκκλησίας. Ο Ιωάννης είναι επίσης ο συγγραφέας πολλών ωραίων κανόνων, αφιερωμένων στον Κύριο, την Παρθένο και προς τιμή των προφητών, των αποστόλων και των μαρτύρων. Πολύ γνωστός είναι ο κανόνας του «Εις την Κυριακή του Πάσχα», ο οποίος εκφράζει τη μεγάλη χαρά των πιστών για τη νίκη του Χριστού πάνω στο θάνατο και τον Άδη. Χάρις στον Ιωάννη οι εκκλησιαστικοί ύμνοι έφτασαν στο κατακόρυφο της ανάπτυξής τους και της ωραιότητας. Μετά από αυτόν δεν παρουσιάστηκαν αξιόλογοι συγγραφείς στον τομέα της βυζαντινής εκκλησιαστικής ποίησης.
Το όνομα του Δαμασκηνού συνδέεται επίσης με το θρησκευτικό μυθιστόρημα «Βίος Βαρλαάμ και Ιωσαφάτ», το οποίο είχε την πιο μεγάλη κυκλοφορία, σε όλες τις γλώσσες κατά τον Μεσαίωνα. Αναμφίβολα, η βάση του έργου αυτού βρίσκεται στον πολύ γνωστό μύθο του Βούδα. Είναι πάρα πολύ πιθανόν η ιστορία αυτή να αποτελεί μια έκδοση της ζωής του Βούδα, την οποία υιοθέτησαν οι Χριστιανοί της Ανατολής για δική τους χρήση. Ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει ότι η ιστορία του είναι ινδικής προέλευσης. Στη διάρκεια του Μεσαίωνα μέχρι το 1886, το έργο αυτό αποδιδόταν στον Ιωάννη Δαμασκηνό. Το 1886 όμως ο Γάλλος Zotenberg, ειδικός στα θέματα της Ανατολής, υποστήριξε μερικές αποδείξεις του ότι ο Ιωάννης δεν μπορούσε να είναι ο συγγραφέας και πολλοί ιστορικοί δέχτηκαν τα συμπεράσματά του. Τελευταία, όμως, οι συγγραφείς που ασχολούνται με το θέμα αυτό είναι λιγότερο αποφασιστικοί και τείνουν περισσότερο προς την παλαιότερη άποψη. Έτσι ενώ ο συγγραφέας ενός άρθρου σχετικού με τον Δαμασκηνό, που δημοσιεύθηκε στην «Καθολική Εγκυκλοπαίδεια» το 1910 λέει ότι το μυθιστόρημα αυτό κακώς αποδίδεται στον Ιωάννη, οι πιο σύγχρονοι εκδότες και μεταφραστές του έργου αυτού πιστεύουν ότι το όνομα του Ιωάννη Δαμασκηνού έχει ακόμα το δικαίωμα να εμφανίζεται στον τίτλο της έκδοσής τους.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ
Η δεύτερη περίοδος της Εικονομαχίας χαρακτηρίζεται από τη δράση του γνωστού υπερασπιστή της Εικονολατρίας Θεόδωρου Στουδίτη, ηγούμενου ενός φημισμένου μοναστηριού της πρωτεύουσας, που παρήκμασε την εποχή του Κωνσταντίνου Ε' για να αναζωογονηθεί υπό τη διοίκηση του Θεόδωρου. Την εποχή της διοίκησης του Θεόδωρου δημιουργήθηκε ένας νέος κανόνας ζωής του μοναστηριού, με βάση την από κοινού διαβίωση (Κοινόβιο), ενώ συγχρόνως μια σχολή, που ήταν μέσα στο μοναστήρι, προοριζόταν για την ικανοποίηση των πνευματικών αναγκών των μοναχών. Οι μοναχοί έπρεπε να ασκηθούν στην ανάγνωση, τη γραφή, την αντιγραφή των χειρογράφων, τη μελέτη των Αγίων Γραφών και των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας. Καθώς και στην τέχνη της σύνθεσης ύμνων, τους οποίους έψελναν κατά τη διάρκεια των ακολουθιών τους.
Σαν μεγάλος θρησκευτικός και κοινωνικός εργάτης της εικονοκλαστικής περιόδου, ο Θεόδωρος έδειξε τη συγγραφική του ικανότητα σε διάφορες πνευματικές εκφάνσεις. Τα δογματικά του έργα απέβλεπαν στην ανάπτυξη των βασικών αρχών που είχαν σχέση με τις εικόνες και τη λατρεία τους. Οι πολυάριθμοι κατηχητικοί του λόγοι έχουν αποκτήσει τη μεγαλύτερη διάδοση από όλα τα έργα του. Έγραψε επίσης αρκετά επιγράμματα, ακροστιχίδες και ύμνους, ενώ η μεγάλη συλλογή των επιστολών του, θρησκευτικο-κανονικής και κοινωνικής φύσης, είναι πολύ αξιόλογη για την ιστορία του πολιτισμού της εποχής του.
ΚΑΣΣΙΑΝΗ
Οι δυο τελευταίες βασιλείες της περιόδου αυτής χαρακτηρίζονται από τη δημιουργική δράση της Κασσιανής, η οποία είναι και η μόνη ικανή ποιήτρια της βυζαντινής περιόδου. Όταν ο Θεόφιλος αποφάσισε να διαλέξει μια γυναίκα για να την παντρευτεί, οργανώθηκε στην πρωτεύουσα μια επίδειξη «νυμφών», για την οποία μαζεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη οι πιο ωραίες κοπέλες των επαρχιών. Η Κασσιανή ήταν μία από αυτές. Ο αυτοκράτορας επρόκειτο να περάσει μπροστά από όλες τις κοπέλες κρατώντας ένα χρυσό μήλο, το οποίο θα έδινε σε εκείνη που θα διάλεγε για γυναίκα του. Ήταν έτοιμος μάλιστα να το δώσει στην Κασσιανή, που τον ικανοποιούσε περισσότερο από τις άλλες κοπέλες, αλλά η μάλλον τολμηρή απάντησή της σε μια ερώτησή του, τον έκανε να αλλάξει γνώμη και να προτιμήσει τη Θεοδώρα, η οποία επρόκειτο να αποκαταστήσει την Εικονολατρία. Η Κασσιανή ίδρυσε αργότερα ένα μοναστήρι, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή της. Τα ποιήματα και τα επιγράμματά της που έχουν διασωθεί, χαρακτηρίζονται για την πρωτοτυπία της σκέψης και το ζωηρό τους ύφος. Όπως λέει ο Krumbacher, ο οποίος μελέτησε ιδιαίτερα τα ποιήματά της, η Κασσιανή υπήρξε μια σοφή και μοναδική γυναίκα που συνδύαζε μια λαμπρή δραστήρια ειλικρίνεια και μια ελαφρά τάση προς τη γυναικεία διαβολή.
Ο διωγμός των Εικονολατρών έγινε αφορμή να πολλαπλασιαστούν οι βιογραφίες των Αγίων και να δημιουργηθεί η λαμπρή περίοδος της βυζαντινής αγιογραφίας.
ΕΠΙΣΤΗΜΗ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Την εποχή της εξ Αμορίου δυναστείας έγινε κάποια πρόοδος στον τομέα της ανώτερης εκπαίδευσης, καθώς και σε διάφορες άλλες πνευματικές εκφάνσεις. Την εποχή του Μιχαήλ Γ', ο θείος του Βάρδας οργάνωσε στην Κωνσταντινούπολη ένα Πανεπιστήμιο, το οποίο βρισκόταν στα ανάκτορα. Το πρόγραμμά του αποτελείτο από 7 μαθήματα, που τα είχαν υιοθετήσει (παίρνοντάς τα από τους ειδωλολάτρες) οι σχολές του Βυζαντίου και της Δ. Ευρώπης. Τα μαθήματα αυτά είναι συνήθως γνωστά ως «ελεύθερα μαθήματα» (septem artes liberales) και διαιρούνται σε δύο ομάδες: στο trivium, γραμματική, ρητορική και διαλεκτική και στο quadrivium, αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική. Η φιλοσοφία και οι αρχαίοι κλασικοί συγγραφείς διδάσκονταν επίσης στη σχολή αυτή. Αγωνιζόμενος να κάνει τη μόρφωση προσιτή για όλους ο Βάρδας, δήλωσε ότι η παρακολούθηση της σχολής ήταν δωρεάν, ενώ οι καθηγητές πληρώνονταν πολύ καλά από το κρατικό θησαυροφυλάκιο. Ο φημισμένος λόγιος της περιόδου αυτής Φώτιος υπήρξε ένας από τους καθηγητές του Πανεπιστημίου του Βάρδα.
ΦΩΤΙΟΣ
Το Πανεπιστήμιο αυτό έγινε το κέντρο, γύρω από το οποίο συγκεντρώθηκαν οι μεγαλύτεροι διανοούμενοι του Βυζαντίου κατά τη διάρκεια της μεταγενέστερης δυναστείας των Μακεδόνων. Ο Φώτιος, ο οποίος υπήρξε Πατριάρχης την εποχή του Μιχαήλ Γ', έγινε η κεντρική δύναμη της μορφωτικής και πνευματικής κίνησης των τελευταίων 50 χρόνων του 9ου αιώνα. Διαθέτοντας μια εξαιρετική ικανότητα και μόρφωση και αγαπώντας τις γνώσεις, αφιέρωσε αργότερα όλη την προσοχή και τη δραστηριότητά του στη διαπαιδαγώγηση των άλλων. Η μόρφωσή του ήταν πολύπλευρη και οι γνώσεις του δεν περιορίζονταν μόνο στη θεολογία, αλλά επεκτείνονταν και στη γραμματική, τη φιλοσοφία, τις φυσικές επιστήμες, το δίκαιο και την ιατρική. Συγκέντρωσε γύρω του έναν όμιλο ανθρώπων που αγωνίζονταν να πλουτίσουν τις γνώσεις τους. Σαν άνθρωπος των γραμμάτων και των επιστημών ο Φώτιος (όπως συνηθιζόταν στον Μεσαίωνα) κατηγορήθηκε ότι είχε αφιερωθεί στη μελέτη των απαγορευμένων επιστημών, δηλαδή της αστρολογίας και της μαντείας. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι ο Φώτιος όταν ήταν νέος είχε πουλήσει τη ψυχή του σ’ έναν Ιουδαίο μάγο, έτσι ώστε, κατά τον Bary, ο «Πατριάρχης εμφανίζεται ως ένας από τους προδρόμους του Φάουστ». Ο Φώτιος δεν περιορίστηκε μόνο στη διδασκαλία αλλά αφιέρωσε και ένα μεγάλο μέρος του καιρού του στη συγγραφή αφήνοντας μια πλούσια και ποικιλόμορφη φιλολογική κληρονομιά.
Από τα έργα του Φωτίου, η «Βιβλιοθήκη» του ή (όπως συνήθως ονομάζεται) το «Μυριόβιβλο» έχει ιδιαίτερη σημασία, επειδή οι συνθήκες που οδήγησαν στη συγγραφή του βιβλίου αυτού είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Φαίνεται ότι υπήρχε στο σπίτι του Φωτίου ένα είδος «αναγνωστηρίου» όπου σύχναζε ένας κύκλος φίλων του, οι οποίοι διάβαζαν δυνατά κάθε είδους φιλολογία, κοσμική και θρησκευτική, ειδωλολατρική και χριστιανική. Η πλούσια βιβλιοθήκη του Φωτίου ήταν στη διάθεση των φίλων του, χάρη των οποίων άρχισε να γράφει περιλήψεις των βιβλίων που είχαν διαβαστεί. Στη «Βιβλιοθήκη» του ο Φώτιος δίνει αποσπάσματα από αρκετά έργα, σύντομα ή εκτεταμένα, τα οποία συνοδεύει με δικές του κριτικές παρατηρήσεις, καθώς και δικά του δοκίμια με βάση τα αποσπάσματα των βιβλίων. Στο έργο αυτό βρίσκει κανείς πολλά γεγονότα σχετικά με ρήτορες, ιστορικούς, επιστήμονες, ιατρούς και συμβούλους, καθώς και σχετικά με τη ζωή των Αγίων. Η μεγαλύτερη αξία του έργου αυτού έγκειται στο ότι έχει διασώσει αποσπάσματα από συγγράμματα που έχουν χαθεί. Η «Βιβλιοθήκη» ασχολείται μόνο με πεζογράφους. Τα άλλα πολυάριθμα έργα του Φωτίου ανήκουν στη θεολογία και τη γραμματική, ενώ έχει αφήσει επίσης πολλές ομιλίες και επιστολές. Σε δύο από τις ομιλίες του αναφέρεται στην πρώτη επίθεση των Ρώσων εναντίον της Κωνσταντινούπολης, το 860, την οποία παρακολούθησε και ο ίδιος.
Λόγω της εξαιρετικής ευρύτητας των γνώσεών του και της εμμονής του στη μελέτη των αρχαίων συγγραφέων, ο Φώτιος υπήρξε ο αντιπροσωπευτικός τύπος της κίνησης εκείνης του Βυζαντίου που εκδηλώθηκε κυρίως στην πρωτεύουσα από τα μέσα του 9ου αιώνα, με γεγονότα όπως η ίδρυση του Πανεπιστημίου του Βάρδα, στον οποίον ο ίδιος ο Φώτιος αφιέρωσε, διδάσκοντας, μεγάλο μέρος του καιρού του. Όσο ζούσε ο Φώτιος, σαν αποτέλεσμα της επιρροής του, αναπτύχθηκε μια στενότερη και φιλικότερη σχέση μεταξύ της «κοσμικής» επιστήμης και της θεολογίας. Στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, ο Φώτιος υπήρξε τόσο ευρύς, ώστε να μπορεί να θεωρεί φίλο του και αυτόν ακόμα τον Μουσουλμάνο Εμίρη της Κρήτης. Ένας από τους μαθητές του ο Νικόλαος ο Μυστικός (Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης τον 10ο αιώνα) έγραψε σ’ ένα γράμμα του προς το γιο και διάδοχο του Εμίρη ότι ο Φώτιος γνώριζε καλά ότι παρά τις θρησκευτικές διαφορές, η σοφία, η ευγένεια και τα άλλα χαρίσματα που εξυψώνουν τον άνθρωπο, ελκύουν όσους αγαπούν τα ωραία πράγματα και ότι σαν συνέπεια αυτού, παρά τις διαφορές της θρησκείας, ο Φώτιος αγαπούσε τον πατέρα του Εμίρη, ακριβώς λόγω του ότι ο τελευταίος διέθετε όλα αυτά τα χαρίσματα.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ-ΛΕΩΝ
Ο Εικονομάχος Πατριάρχης Ιωάννης Γραμματικός, επηρέασε τους συγχρόνους του με τη βαθιά και ποικιλόμορφη μόρφωσή του, που έγινε αφορμή να τον κατηγορήσουν για μάγο. Εκλεκτός υπήρξε κι ο αξιόλογος μαθηματικός της εποχής του Θεόφιλου, Λέων, ο οποίος μέσω των μαθητών του έγινε τόσο γνωστός στο εξωτερικό, που ο Χαλίφης Μαμούν (ενδιαφερόμενος με ζήλο για την ανάπτυξη της αγωγής) τον παρακάλεσε να έρθει στην αυλή του. Όταν ο Θεόφιλος έμαθε για την πρόσκληση αυτή, έδωσε στον Λέοντα ένα μισθό, διορίζοντάς τον διδάσκαλο σε μια από τις εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης. Αν και ο Μαμούν έστειλε προσωπικό γράμμα στο Θεόφιλο, με το οποίο του ζητούσε να στείλει στη Βαγδάτη τον Λέοντα για ένα μικρό χρονικό διάστημα, λέγοντας ότι θα θεωρούσε αυτό το πράγμα ως πράξη φιλίας και προσφέροντας για το σκοπό αυτό (όπως λέει η παράδοση) αιώνια ειρήνη και 2.000 λίτρες χρυσού, ο αυτοκράτορας αρνήθηκε να ανταποκριθεί στο αίτημα αυτό. Στην περίπτωση αυτή ο Θεόφιλος μεταχειρίστηκε την επιστήμη όπως θα χρησιμοποιούσε ένα μυστικό σαν την εφεύρεση του «υγρού πυρός». Αργότερα, ο Λέων έγινε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης κι όταν, λόγω των εικονοκλαστικών του ιδεών, εκθρονίστηκε από τη Θεοδώρα, συνέχισε να διδάσκει στην πρωτεύουσα όπου διεύθυνε το Πανεπιστήμιο που οργάνωσε ο Βάρδας. Αξίζει να θυμηθούμε ότι ο απόστολος των Σλάβων Κύριλλος σπούδασε υπό την καθοδήγηση του Φωτίου και του Λέοντα και ότι, πριν αρχίσει το ιεραποστολικό του έργο, πήρε την έδρα της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της πρωτεύουσας.
Η μικρή αυτή περιγραφή αρκεί να δείξει ότι η πνευματική και φιλολογική ζωή άκμασε την εποχή της εικονοκλαστικής κίνησης και ότι θα αποδεικνυόταν πιο έντονη αν είχαν διασωθεί τα έργα των Εικονομάχων.
Εφόσον αναφέραμε τα γράμματα που αντάλλαξαν ο Θεόφιλος και ο Μαμούν για την υπόθεση του Λέοντα του Μαθηματικού, αξίζει να δούμε για λίγο το ζήτημα των πολιτιστικών σχέσεων που δημιουργήθηκαν τα 50 πρώτα χρόνια του 9ου αιώνα, μεταξύ του Χαλιφάτου και του Βυζαντίου. Την εποχή αυτή το Χαλιφάτο υπό τη διοίκηση του Αρούν-αλ-Ρασίντ και του Μαμούν, είχε πετύχει μια λαμπρή ανάπτυξη των επιστημών και της μάθησης γενικά. Θέλοντας να συναγωνιστεί τις δόξες της Βαγδάτης, ο Θεόφιλος έκτισε ένα ανάκτορο όμοιο με τα αραβικά πρότυπα. Μερικές ενδείξεις φανερώνουν ότι η επίδραση της Βαγδάτης στο Βυζάντιο υπήρξε πολύ παρακινητική.
ΤΕΧΝΗ
Έχει πολύ συχνά τονιστεί ότι η εικονοκλαστική περίοδος έχει να παρουσιάσει μόνο αρνητικά αποτελέσματα στον τομέα της τέχνης κι είναι αλήθεια ότι πολλά αξιόλογα μνημεία τέχνης καταστράφηκαν από τους Εικονομάχους. Αφετέρου όμως έδωσε νέες κατευθύνσεις στη βυζαντινή τέχνη, αναζωογονώντας για μια ακόμα φορά τα ελληνιστικά πρότυπα (κυρίως μάλιστα αυτά της Αλεξάνδρειας) και εισάγοντας τη διακόσμηση των Αράβων, οι οποίοι την είχαν πάρει από την Περσία. Και αν και οι Εικονομάχοι κατηγορηματικά καταδίκαζαν τη θρησκευτική τέχνη που παρουσίαζε πρόσωπα του Χριστού, της Παρθένου και των Αγίων, ανέχονταν την παράσταση ανθρώπινων προσώπων γενικά, τα οποία γίνονταν πιο ρεαλιστικά, την περίοδο αυτή, υπό την επιρροή των ελληνιστικών προτύπων. Οι σκηνές της καθημερινής ζωής έγιναν το προσφιλές θέμα των καλλιτεχνών και γενικά επικρατούσε η καθαρή κοσμική τέχνη. Παράδειγμα αυτής της τάσης αποτελεί το γεγονός ότι στη θέση της τοιχογραφίας που παρίστανε την ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο, ο Κωνσταντίνος Ε', ο Κοπρώνυμος, διέταξε να γίνει ένα πορτρέτο του ευνοουμένου του ηνιόχου.
Τα καλλιτεχνικά μνημεία της εποχής αυτής, θρησκευτικά και κοσμικά, έχουν χαθεί σχεδόν τελείως. Μερικά μωσαϊκά από τις εκκλησίες της Θεσσαλονίκης μπορεί να αποδοθούν στην περίοδο αυτή. Μερικά έργα χαρακτικής σε ελεφαντόδοντο, μπορεί να ανήκουν στην εικονοκλαστική εποχή. Τα εικονογραφημένα χειρόγραφα της εικονοκλαστικής περιόδου, που η εικονογράφησή τους υπήρξε έργο μοναχών του Βυζαντίου, μαρτυρούν το νέο πνεύμα που είχε εισχωρήσει στη τέχνη. Το ψαλτήριο αποτελεί ενδιαφέρον δείγμα εικονογράφησης των περιθωρίων. Παρόλα αυτά όμως είναι πολύ λυπηρό το γεγονός ότι υπάρχουν τόσο λίγα δεδομένα για τη μελέτη της τέχνης της εικονοκλαστικής περιόδου. Πολλά από τα έργα που έχουν διασωθεί δεν αποδίδονται στην περίοδο αυτή με πλήρη βεβαιότητα, αλλά μόνο με βάση πιθανές ενδείξεις.
Ο Diehl, όταν αναφέρεται στη σημασία της εικονοκλαστικής περιόδου για τον μεταγενέστερο δεύτερο χρυσό αιώνα της βυζαντινής τέχνης (δηλαδή την εποχή της δυναστείας των Μακεδόνων) γράφει τα εξής: «Η εποχή των Εικονομάχων είναι εκείνη ακριβώς, στην οποία ο δεύτερος χρυσός αιώνας οφείλει τα ουσιώδη του χαρακτηριστικά. Από την εικονοκλαστική περίοδο προέρχονται οι δύο αντίθετες τάσεις που χαρακτηρίζουν την εποχή των Μακεδόνων. Αν αναπτύχθηκε την εποχή αυτή μια τέχνη εμπνευσμένη από την κλασική παράδοση καθώς κι ένα ενδιαφέρον, που διαρκώς αύξανε, για το πορτρέτο και την πνευματική ζωή, με αποτέλεσμα να επιβάλλει τις βασικές της ιδέες στη θρησκευτική τέχνη, αν, σε αντίθεση προς αυτή την κοσμική τέχνη υπήρχε η τέχνη των μοναχών, πιο αυστηρή, πιο θεολογική, πιο προσκολλημένη στην παράδοση και αν ο συναγωνισμός των δύο αυτών τάσεων δημιούργησε μια μεγάλη σειρά αριστουργημάτων, όλα αυτά οφείλονται στην εικονοκλαστική περίοδο, οπότε σπάρθηκαν οι σπόροι αυτής της λαμπρής συγκομιδής. Δεν είναι τόσο τα κατορθώματα της περιόδου αυτής εκείνα που την κάνουν αξιοπρόσεκτη (μέσα στα πλαίσια της βυζαντινής τέχνης), όσο είναι οι μελλοντικές της επιδράσεις».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου