9/10/10

Φιλολογία - Μάθηση - Τέχνη [17]

Σαν αποτέλεσμα της πολύμορφης δράσης του Ιουστινιανού, που κατέπληξε και τους συγχρόνους του ακόμα, η εποχή μεταξύ 518 και 610 άφησε μια πλούσια κληρονομιά στις διάφορες εκφάνσεις της γνώσης και της φιλολογίας. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας άφησε φιλολογικά έργα σχετικά κυρίως με τη Δογματική και την Υμνολογία. Ο Μαυρίκιος επίσης έδειξε κάποια προτίμηση για τα γράμματα προστατεύοντας και ενισχύοντας τη φιλολογία. Συχνά περνούσε ένα μεγάλο μέρος της νύκτας συζητώντας για θέματα σχετικά με την πίστη και την ιστορία.

Η περίοδος αυτή παρουσίασε πολλούς ιστορικούς, τους οποίους τροφοδότησε με πλούσιο υλικό το πολύκροτο έργο του Ιουστινιανού.
Ο κύριος ιστορικός της περιόδου του Ιουστινιανού υπήρξε ο Προκόπιος, ο οποίος έδωσε μια πλήρη και καλά τοποθετημένη εικόνα της βασιλείας του. Αφού καταρτίσθηκε νομικά, ο Προκόπιος διορίστηκε σύμβουλος και γραμματέας του περίφημου στρατηγού Βελισάριου, μαζί με τον οποίον παρακολούθησε τις εκστρατείες κατά των Βανδάλων, των Γότθων και των Περσών. Διακρίνεται τόσο ως ιστορικός όσο κι ως συγγραφέας. Ως ιστορικός βρισκόταν στην πιο πλεονεκτική θέση που του εξασφάλιζε άμεσες επαφές και πληροφορίες. Η επαφή του με τον Βελισάριο του έδινε τη δυνατότητα να γνωρίζει όλα τα επίσημα έγγραφα που κρατούνταν στα γραφεία και τα αρχεία. Ενώ η ενεργή συμμετοχή του στις εκστρατείες καθώς και η γνώση της χώρας τού έδιναν εξαιρετικής αξίας ζωντανό υλικό, που στηριζόταν στην προσωπική παρατήρηση και σε πληροφορίες που του έδιναν οι σύγχρονοί του.
Στο ύφος και στην αφήγηση ο Προκόπιος ακολουθεί συχνά τους κλασικούς ιστορικούς και ειδικά τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη. Παρά την εξάρτησή του από την αρχαία ελληνική γλώσσα των αρχαίων ιστορικών και παρά το τεχνικό του ύφος, ο Προκόπιος είχε ένα μεταφορικό, σαφές και δυνατό «στυλ». Έγραψε τρία κυρίως έργα: Το μεγαλύτερο από αυτά είναι το «Ιστορικόν εν βιβλίοις οκτώ», που περιέχει περιγραφές των πολέμων που έκανε ο Ιουστινιανός με τους Πέρσες, τους Βάνδαλους και τους Γότθους, καθώς και περιγραφές πολλών άλλων εκδηλώσεων της κρατικής ζωής. Ο συγγραφέας μιλάει για τον αυτοκράτορα με ένα ελαφρά επαινετικό τόνο, αλλά σε πολλά σημεία λέει την πικρή αλήθεια. Το έργο αυτό μπορεί να ονομαστεί γενική ιστορία της εποχής του Ιουστινιανού.
Το δεύτερο έργο, η «Περί κτισμάτων πραγματεία», είναι ένας πανηγυρικός του αυτοκράτορα, πιθανόν γραμμένος μετά από εντολή του, του οποίου κύριος σκοπός είναι να δώσει μια εικόνα και περιγραφή των πολλών κτιρίων που ανήγειρε ο Ιουστινιανός σε όλη την τεράστια αυτοκρατορία του. Παρά τις ρητορικές εξάρσεις και τους ύμνους, το έργο αυτό περιέχει πλήθος γεωγραφικού και οικονομικού υλικού, πράγμα που το κάνει χρήσιμο και αξιόλογη πληροφοριακή πηγή για τη μελέτη της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας της αυτοκρατορίας. Το τρίτο έργο του Προκοπίου, τα «Ανέκδοτα» (Historia Arcana) διαφέρει πολύ από τα άλλα δύο. Είναι ένας φαύλος λίβελλος κατά της δεσποτικής βασιλείας του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας, με τον οποίο ο συγγραφέας του δεν επιτίθεται μόνο κατά του αυτοκρατορικού ζεύγους, αλλά και κατά του Βελισάριου και της γυναίκας του. Στον λίβελλο αυτό ο Ιουστινιανός παρουσιάζεται ως η αιτία όλων των ατυχημάτων που υπέστη η αυτοκρατορία την περίοδο αυτή. Η αντίθεση του έργου προς τα δύο πρώτα, είναι τόσο κτυπητή, ώστε μερικοί επιστήμονες άρχισαν να συζητούν την αυθεντικότητα των «Ανεκδότων», επειδή τους φαίνεται αδύνατο να έχουν γραφεί και τα τρία από τον ίδιο άνθρωπο. Μόνο μετά από προσεκτική μελέτη των «Ανεκδότων», σε σύγκριση με άλλα έργα της εποχής του Ιουστινιανού αποφασίστηκε τελικά ότι το έργο ανήκε πραγματικά στον Προκόπιο. Όταν χρησιμοποιηθεί κατάλληλα το έργο αυτό βοηθάει σαν ένα εξαιρετικής σημασίας βοήθημα για την κατανόηση της εσωτερικής ιστορίας της βυζαντινής αυτοκρατορίας, του 6ου αιώνα. Έτσι όλα τα έργα του Προκοπίου, παρά την έξαρση των αρετών ή σφαλμάτων του Ιουστινιανού και των έργων του, αποτελούν μια εξαιρετικής σημασίας πληροφοριακή πηγή για μια καλύτερη γνωριμία της ζωής αυτής της περιόδου. Αλλά δεν είναι αυτό μόνο. Η σλάβικη ιστορία βρίσκει στον Προκόπιο ανεκτίμητες πληροφορίες για τη ζωή και τις πεποιθήσεις των Σλάβων, ενώ οι γερμανικοί λαοί παίρνουν από αυτόν πολλά στοιχεία για την αρχαία τους ιστορία.
Ένας σύγχρονος του Ιουστινιανού και του Προκοπίου, ο ιστορικός Πέτρος ο Πατρίκιος, λαμπρός νομικός και διπλωμάτης, στάλθηκε επανειλημμένα ως πρέσβης στην περσική αυτοκρατορία και στην Αυλή των Οστρογότθων, όπου κρατήθηκε αιχμάλωτος 3 χρόνια. Το έργο του αποτελείται από την «Ιστορία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας», η οποία περιγράφει, όπως μπορεί κανείς να συμπεράνει από τα εκτεταμένα αποσπάσματα που έχουν διασωθεί, γεγονότα από τον Αύγουστο μέχρι την εποχή του Ιουλιανού του αποστάτη, καθώς και μια πραγματεία, «Κατάσταση» ή «Βιβλίο Τελετών», μέρος της οποίας συμπεριλήφθηκε στο περίφημο «Βιβλίο των Τελετών της Αυλής», που δημοσιεύθηκε την εποχή του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, τον 10ο αιώνα.
Από την εποχή του Προκοπίου μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα, έχουμε μια συνεχή γραμμή ιστορικών συγγραφέων, που συνέχιζαν το έργο των προκατόχων τους.
Τον Προκόπιο ακολούθησε αμέσως ο καλά καταρτισμένος δικηγόρος Αγαθίας, που καταγόταν από τη Μ. Ασία, ο οποίος άφησε εκτός από μερικά σύντομα ποιήματα και επιγράμματα, το κάπως τεχνικά γραμμένο έργο του «Περί της Ιουστινιανού βασιλείας», το οποίο καλύπτει την περίοδο 552-558. Μετά τον Αγαθία έρχεται ο Μένανδρος, που έγραψε την εποχή του Μαυρίκιου την «Ιστορία» του, η οποία είναι συνέχεια του έργου του Αγαθία και περιγράφει γεγονότα από το 558 μέχρι το 582, δηλαδή μέχρι το έτος της ανόδου στο θρόνο του Μαυρίκιου. Αν και σήμερα έχουν διασωθεί μόνο αποσπάσματα αυτού του έργου, μπορούμε να διαπιστώσουμε τη σημασία που αυτό έχει, κυρίως από γεωγραφική και εθνογραφική πλευρά, και να αντιληφθούμε αρκετά καλά ότι το έργο αυτό είναι καλύτερο από αυτό του Αγαθία. Το έργο του Μένανδρου συνεχίστηκε από τον Αύγουστο Θεοφύλακτο Σιμοκάττη, που έζησε την εποχή του Ηρακλείου, κατέχοντας τη θέση του αυτοκρατορικού γραμματέα. Εκτός από ένα μικρό έργο σχετικά με τις φυσικές επιστήμες και από μια συλλογή επιστολών, έγραψε μια ιστορία της περιόδου του Μαυρίκιου (582-602). Το ύφος του Θεοφύλακτου είναι φορτωμένο με αλληγορίες και τεχνικές εκφράσεις πολύ περισσότερο από το ύφος των αμέσων προκατόχων του. «Συγκρίνοντας τον Θεοφύλακτο με τον Προκόπιο και τον Αγαθία», γράφει ο Krumbacher, «τον βλέπουμε να είναι στην κορυφή μιας καμπύλης που ανορθώθηκε με μεγάλη ταχύτητα. Ο ιστορικός του Βελισάριου, παρά τον στόμφο που παρουσιάζει, είναι απλός και φυσικός, ενώ ο ποιητής Αγαθίας χρησιμοποιεί περισσότερο ποιητικές εκφράσεις. Το ύφος όμως και των δύο αυτών συγγραφέων φαίνεται τελείως ανεπιτήδευτο, σε σύγκριση με αυτό του Θεοφύλακτου, ο οποίος εκπλήττει τον αναγνώστη σε κάθε σημείο με νέες, απροσδόκητες, εξεζητημένες εικόνες, αλληγορίες, γνωμικά και μυθολογικά και άλλα πράγματα».
Παρόλα αυτά όμως ο Θεοφύλακτος παραμένει μια εξαιρετική, κύρια πληροφοριακή πηγή για την εποχή του Μαυρίκιου, ενώ συγχρόνως δίνει χρήσιμες πληροφορίες για την Περσία και τη θέση των Σλάβων στη Βαλκανική χερσόνησο, στα τέλη του 6ου αιώνα.
Ο πρέσβης του Ιουστινιανού στους Σαρακηνούς και τους Αιθίοπες, Νόννοσος, έγραψε μια περιγραφή του μεγάλου του ταξιδιού, από την οποία σώζεται, στα έργα του Πατριάρχη Φωτίου, ένα απόσπασμα, που, έστω κι αυτό μόνο, δίνει εξαιρετικές πληροφορίες για τη φύση και την εθνογραφία των χωρών που επισκέφτηκε. Ο Φώτιος διέσωσε επίσης ένα απόσπασμα της ιστορίας του Θεοφάνους, ο οποίος έγραψε κατά τα τέλη του 6ου αιώνα, διηγούμενος πιθανόν στο έργο του την περίοδο μεταξύ του Ιουστινιανού και των αρχών της βασιλείας του Μαυρίκιου. Το απόσπασμα αυτό είναι σημαντικό γιατί περιέχει αποδείξεις σχετικές με την εισαγωγή της σηροτροφίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, καθώς και μια από τις παλαιότερες πληροφορίες για τους Τούρκους. Πολύ σπουδαίο επίσης για την εκκλησιαστική ιστορία του 5ου και του 6ου αιώνα είναι το έργο του Ευαγρίου, που πέθανε στα τέλη του 6ου αιώνα. Η «Εκκλησιαστική Ιστορία» του, σε 6 βιβλία, συνεχίζει τις ιστορίες που έγραψαν ο Σωκράτης, ο Σωζόμενος και ο Θεοδώρητος. Περιέχει γεγονότα από τη Σύνοδο της Εφέσου (το 431) μέχρι το 593. Εκτός από τα εκκλησιαστικά γεγονότα περιέχει επίσης ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικές με τη γενική ιστορία της περιόδου αυτής.
Ο Ιωάννης Λυδός διακρίθηκε για την εξαιρετική του μόρφωση, και ο Ιουστινιανός τον εκτιμούσε τόσο πολύ, ώστε του ανέθεσε να γράψει έναν αυτοκρατορικό πανηγυρικό. Εκτός από τα άλλα του έργα, ο Ιωάννης άφησε μια πραγματεία σχετική με τη διοίκηση (magistrates) του ρωμαϊκού κράτους, η οποία δεν έχει ακόμα μελετηθεί ή αξιοποιηθεί όσο πρέπει. Περιέχει αρκετά ενδιαφέροντα γεγονότα σχετικά με την εσωτερική οργάνωση της αυτοκρατορίας, και μπορεί να χρησιμεύσει σαν ένα αξιόλογο συμπλήρωμα των «Ανεκδότων» του Προκοπίου.
Η πολύπλευρη σημασία της «Χριστιανικής Τοπογραφίας» του Κοσμά του Ινδικοπλεύστη, έχει ήδη τονιστεί πιο πάνω. Στο γεωγραφικό τομέα ανήκει επίσης η στατιστική επισκόπηση της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της εποχής του Ιουστινιανού, την οποία έκανε ο Ιεροκλής και που φέρει τον τίτλο «Συνέκδημος». Ο συγγραφέας δεν συγκεντρώνει το έργο του γύρω από την εκκλησιαστική, αλλά μάλλον γύρω από την πολιτική γεωγραφία της αυτοκρατορίας που είχε τότε 64 επαρχίες και 912 πόλεις. Είναι αδύνατο να καθοριστεί εάν το έργο είναι καρπός της προσπάθειας του Ιεροκλή ή αποτέλεσμα έργου μιας επιτροπής που ενήργησε κατόπιν ανωτέρας εντολής. Οπωσδήποτε όμως η ξερή επισκόπηση του Ιεροκλή, αποτελεί εξαιρετική πηγή που καθορίζει την πολιτική κατάσταση της αυτοκρατορίας στις αρχές της βασιλείας του Ιουστινιανού. Ο Ιεροκλής χρησιμοποιήθηκε από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο ως κύρια πληροφοριακή πηγή για τα γεωγραφικά ζητήματα.
Εκτός από αυτούς τους ιστορικούς και γεωγράφους, ο 6ος αιώνας είχε και τους χρονογράφους του. Η εποχή του Ιουστινιανού ήταν ακόμα στενά συνδεδεμένη με την κλασική φιλολογία και τα στεγνά χρονικά, τα οποία αναπτύχθηκαν πολύ στη μετέπειτα περίοδο του Βυζαντίου, παρουσιάζονταν μόνο σαν σπάνιες εξαιρέσεις την περίοδο αυτή.
Μια μέση κατάσταση μεταξύ των ιστορικών και των χρονογράφων κατείχε ο Ησύχιος ο Μιλήσιος, που έζησε πολύ πιθανόν την εποχή του Ιουστινιανού. Τα έργα του διασώθηκαν μόνο σαν αποσπάσματα στα βιβλία του Φωτίου και του λεξικογράφου του 10ου αιώνα Σουίδα. Με βάση τα αποσπάσματα αυτά φαίνεται ότι ο Ησύχιος έγραψε μια «Παγκόσμια Ιστορία», σε μορφή χρονικού, που περιλάμβανε την περίοδο μεταξύ της εποχής της αρχαίας Ασσυρίας και του θανάτου του Αναστασίου (518). Μεγάλο απόσπασμα αυτού του έργου, το οποίο έχει διασωθεί, ασχολείται με την περίοδο της ιστορίας του Βυζαντίου πριν και από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Ο Ησύχιος υπήρξε επίσης συγγραφέας μιας ιστορίας της εποχής του Ιουστίνου Α' και των αρχών της βασιλείας του Ιουστινιανού, που όμως διαφέρει πολύ στο ύφος και στη σύλληψη από το πρώτο του έργο. Το τρίτο έργο του Ησύχιου υπήρξε ένα λεξικό των «επί παιδεία ονομαστών ανδρών». Το γεγονός ότι το λεξικό αυτό δεν περιλαμβάνει τους χριστιανούς συγγραφείς, οδήγησε μερικούς επιστήμονες στο συμπέρασμα ότι ο Ησύχιος ήταν πιθανόν ειδωλολάτρης, πράγμα όμως που δεν είναι γενικά αποδεκτό.
Ο πραγματικός όμως χρονογράφος του 6ου αιώνα υπήρξε ο Σύριος Ιωάννης Μαλάλας, συγγραφέας ενός ελληνικού χρονικού της «Ιστορίας του Κόσμου», το οποίο, όπως φαίνεται από το μοναδικό χειρόγραφο που διασώθηκε, παρουσιάζει γεγονότα από την εποχή της μυθικής ιστορίας των Αιγυπτίων μέχρι το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού. Πιθανόν όμως να περιείχε γεγονότα και της μεταγενέστερης περιόδου. Το χρονικό είναι χριστιανικό και απολογητικό και εκφράζει τις μοναρχικές τάσεις του συγγραφέα του. Με τα συγκεχυμένα περιεχόμενά του και με την ανάμιξη μύθων και γεγονότων, καθώς και σπουδαίων γεγονότων με ασήμαντα περιστατικά, φαίνεται καθαρά ότι το βιβλίο αυτό δεν περιοριζόταν για τους μορφωμένους, αλλά για τις μάζες για τις οποίες ο συγγραφέας του έργου αναφέρει πολλά και διασκεδαστικά γεγονότα. «Το έργο αυτό είναι, με όλη τη σημασία της λέξης, μια εκλαϊκευμένη ιστορία». Αξίζει να προσέξει κανείς το ύφος, επειδή το έργο αυτό είναι το πρώτο αξιόλογο έργο που γράφηκε στην ομιλούμενη ελληνική, την ελληνική εκείνη διάλεκτο που ήταν γνωστή στην Ανατολή και που αναμίγνυε ελληνικά στοιχεία με λατινικές και ανατολικές εκφράσεις. Επειδή το χρονικό αυτό ανταποκρινόταν στα γούστα και στη νοοτροπία της μάζας, επηρέασε πολύ τη βυζαντινή (ανατολική και σλάβικη) χρονογραφία. Ο μεγάλος αριθμός σλαβικών συλλογών και μεταφράσεων των έργων του Μαλάλα έχουν μεγάλη αξία, επειδή συνέβαλαν στην αποκατάσταση του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου του χρονικού του.
Στα πολλά έργα που γράφηκαν ελληνικά την εποχή αυτή (518-610) ανήκει επίσης το έργο του Ιωάννη Εφέσου, ο οποίος πέθανε στα τέλη του 6ου αιώνα (πιθανόν το 586). Γεννημένος στην Άνω Μεσοποταμία (Μονοφυσίτης στο θρήσκευμα) ο Ιωάννης έζησε πολλά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και τη Μ. Ασία, όπου κατείχε την επισκοπική έδρα της Εφέσου και όπου γνώρισε προσωπικά τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα. Έγραψε το βιβλίο «Commentarii de Beatis Orientalibus» (Βιογραφίες των Αγίων της Ανατολής) και την «Εκκλησιαστική Ιστορία» (συριακά), η οποία καλύπτει την περίοδο από τον Ιούλιο Καίσαρα μέχρι το έτος 585. Από το δεύτερο έργο του έχει διασωθεί το πιο σπουδαίο και πιο πρωτότυπο τμήμα που ασχολείται με γεγονότα, που αναφέρονται στην περίοδο μεταξύ 521 και 585. Το κομμάτι αυτό είναι μια ανεκτίμητη πληροφοριακή πηγή για την περίοδο αυτή. Γραμμένη με βάση το Μονοφυσιτισμό, η ιστορία του Ιωάννη Εφέσου, δεν παρουσιάζει τόσο τις δογματικές βάσεις των Μονοφυσιτικών ερίδων όσο τις εθνικές και μορφωτικές προϋποθέσεις τους. Σύμφωνα με τη γνώμη ενός επιστήμονα που έχει αφιερωθεί ειδικά στη μελέτη του έργου του Ιωάννη, η «Εκκλησιαστική Ιστορία» του «φωτίζει τις τελευταίες φάσεις του αγώνα μεταξύ Χριστιανισμού και ειδωλολατρίας, αποκαλύπτοντας επίσης τις μορφωτικές βάσεις αυτού του αγώνα». Επίσης «έχει μεγάλη αξία τόσο για την πολιτική ιστορία όσο και για την ιστορία του πολιτισμού της βυζαντινής αυτοκρατορίας (του 6ου αιώνα) και κυρίως για τον καθορισμό της έκτασης των επιδράσεων της Ανατολής. Αναπτύσσοντας την ιστορία του, ο συγγραφέας εισέρχεται στις λεπτομέρειες της ζωής, δίνοντας έτσι πλούσιο υλικό για μια εκ του πλησίον γνωριμία με τις συνήθειες και την αρχαιολογία της περιόδου».
Οι μονοφυσιτικές έριδες, που συνεχίστηκαν τον 6ο αιώνα, συντέλεσαν σε μια φιλολογική δραστηριότητα στον τομέα της δογματικής και της πολεμικής. Και ο ίδιος ο Ιουστινιανός έλαβε μέρος σ’ αυτές τις διαμάχες. Τα έργα των Μονοφυσιτών δεν έχουν διασωθεί στο ελληνικό πρωτότυπο, και συνεπώς μπορούν να κριθούν από αποσπάσματα που βρίσκονται στους συγγραφείς της αντίθετης παράταξης ή από μεταφράσεις που διασώθηκαν στη φιλολογία των Συρίων ή των Αράβων. Ανάμεσα στους Ορθόδοξους συγγραφείς υπήρξε κι ο σύγχρονος του Ιουστίνου και του Ιουστινιανού, Λεόντιος ο Βυζάντιος, που άφησε αρκετά έργα γραμμένα κατά των Νεστοριανών, Μονοφυσιτών και άλλων. Σχετικά με τη ζωή αυτού του δογματικού υπάρχουν ανεπαρκείς πληροφορίες. Παραμένει το παράδειγμα ενός ενδιαφέροντος φαινομένου της εποχής του Ιουστινιανού, σχετικά με το ότι δηλαδή η επιρροή του Πλάτωνα στους Πατέρες της Εκκλησίας άρχισε να αντικαθίσταται με την επιρροή του Αριστοτέλη.
Η ανάπτυξη της μοναχικής και ερημίτικης ζωής στην Ανατολή, κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα, άφησε τα ίχνη της στα έργα της ασκητικής, μυστικής και αγιογραφικής φιλολογίας. Ο Ιωάννης της Κλίμακας, έζησε αρκετά χρόνια μόνος στο Όρος Σινά και έγραψε το έργο του «Κλίμακα» (Scala Paradisi), το οποίο αποτελείται από 30 κεφάλαια, όπου περιγράφει τους βαθμούς της πνευματικής ανόδου προς την ηθική τελειότητα. Το έργο αυτό έγινε προσφιλές για τους μοναχούς του Βυζαντίου, βιβλίο που χρησίμευε ως οδηγός για την επίτευξη της ασκητικής και πνευματικής τελειότητας. Η εξαιρετική όμως δημοτικότητα της «Κλίμακας» περιορίστηκε βασικά στην Ανατολή. Υπάρχουν πολλές μεταφράσεις του έργου στη συριακή, τη σύγχρονη ελληνική, τη λατινική, την ιταλική, την ισπανική, τη γαλλική και τη σλάβικη γλώσσα. Μερικά από τα χειρόγραφα της «Κλίμακας» περιέχουν πολλές ενδιαφέρουσες εικόνες (μινιατούρες) της θρησκευτικής και μοναστικής ζωής.
Επικεφαλής των αγιογράφων - συγγραφέων του 6ου αιώνα πρέπει να τοποθετηθεί ο Κύριλλος Σκυθοπολίτης, που έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Παλαιστίνη, στην περίφημη Λαύρα του αγίου Σάββα. Ο Κύριλλος ήθελε να γράψει μια μεγάλη συλλογή «Βιογραφιών» των μοναχών, αλλά δεν κατόρθωσε να τελειώσει το έργο του, λόγω πιθανόν, του πρόωρου θανάτου του. Αρκετά έργα του έχουν διασωθεί ανάμεσα στα οποία υπάρχουν οι βιογραφίες του Ευθύμιου και του αγίου Σάββα, καθώς και πολλών άλλων αγίων. Λόγω της ακρίβειας της περιγραφής και της ακριβής κατανόησης της ασκητικής ζωής, καθώς και της απλότητας του ύφους, όλα τα έργα του Κύριλλου, που έχουν διασωθεί, χρησιμεύουν ως πολύτιμες πληροφοριακές πηγές για την παλαιότερη βυζαντινή ιστορία πολιτισμού.
Ο Ιωάννης Μόσχος (επίσης από την Παλαιστίνη), που έζησε στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αιώνα, έγραψε ελληνικά το περίφημο έργο του «Pratum Spirituale» (Λειμών) με βάση την πείρα που απέκτησε κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στα μοναστήρια της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου, του Όρους Σινά, της Συρίας, της Μ. Ασίας και των νησιών της Μεσογείου και του Αιγαίου Πελάγους. Το βιβλίο περιέχει τις εντυπώσεις του συγγραφέα του και διάφορες πληροφορίες για τα μοναστήρια και τους μοναχούς. Από αρκετές πλευρές τα περιεχόμενα του «Λειμώνα» είναι πολύ ενδιαφέροντα για την ιστορία του πολιτισμού. Αργότερα έγινε ένα προσφιλές βιβλίο, όχι μόνο για τη βυζαντινή αυτοκρατορία, αλλά και για άλλες χώρες, και ιδίως για την παλαιά Ρώμη.
Η ποίηση αντιπροσωπεύθηκε την περίοδο αυτή από αρκετούς συγγραφείς. Είναι απολύτως βέβαιο ότι ο περίφημος για τους εκκλησιαστικούς του ύμνους Ρωμανός ο Μελωδός έφτασε την εποχή του Ιουστινιανού στο ανώτερο σημείο της καριέρας του. Την ίδια εποχή ο Παύλος Σιλεντιάριος έγραψε στα ελληνικά έμμετρη «Ιστορία του ναού της Αγίας Σοφίας», όπου περιγράφεται ο ναός και ο ωραίος του άμβωνας. Το έργο αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον για την ιστορία της τέχνης, και έχει υμνηθεί από τον σύγχρονό του ιστορικό Αγαθία, για τον οποίον μιλήσαμε πιο πάνω. Τελικά ο Κόριππος, από τη Β. Αφρική, (ποιητής με περιορισμένες δυνατότητες), που αργότερα εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, έγραψε δύο έργα λατινικά. Το πρώτο από αυτά με τίτλο «Ιωάννης», γραμμένο προς τιμή του Βυζαντινού στρατηγού Ιωάννη Τρωγλίτη, που κατέπνιξε την ανταρσία των εγχώριων Αφρικανών, περιέχει ανεκτίμητο υλικό σχετικό με τη γεωγραφία και την εθνογραφία της Β. Αφρικής, αλλά και με τον αφρικανικό πόλεμο. Ορισμένες φορές τα γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό είναι πιο αξιόπιστα από εκείνα που παρουσιάζει ο Προκόπιος. Το δεύτερο έργο του Κορίππου, «in landem Justini», το οποίο περιγράφει με στομφώδες ύφος την άνοδο στο θρόνο του Ιουστίνου Β', του νεώτερου, καθώς και τα πρώτα γεγονότα της βασιλείας του, είναι κατώτερο από το πρώτο έργο, αν και περιέχει πολύ ενδιαφέροντα γεγονότα σχετικά με τους τύπους της αυλής του Βυζαντίου, κατά τον 6ο αιώνα.
Οι πάπυροι έχουν αποκαλύψει κάποιον Διόσκορο, που έζησε τον 6ο αιώνα σ’ ένα μικρό χωριό της Άνω Αιγύπτου. Κόπτης εκ γενετής φαίνεται ότι πήρε μια καλή γενική μόρφωση καθώς και μια προσεκτική νομική κατάρτιση. Φαίνεται επίσης ότι είχε και φιλολογικές ικανότητες. Αν και η μεγάλη συλλογή των έργων του δίνει πλούσιες πληροφορίες σχετικές με την κοινωνική και διοικητική κατάσταση της περιόδου αυτής, τα ποιήματά του δεν συμβάλλουν καθόλου στην ανάδειξη της ελληνιστικής ποίησης, επειδή αντιπροσωπεύουν το έργο ενός ερασιτέχνη το οποίο «είναι γεμάτο από χονδροειδή λάθη, τόσο στη γραμματική όσο και στην προσωδία». Όπως λέει ο H. Bell, ο ποιητής αυτός διάβασε πάρα πολύ ελληνική φιλολογία, αλλά έγραψε αποτρόπαιους στίχους. Ο J. Maspero ονομάζει τον Διόσκουρο τελευταίο Έλληνα ποιητή της Αιγύπτου, καθώς κι έναν από τους τελευταίους αντιπροσώπους του Ελληνισμού στην κοιλάδα του Νείλου.
Το κλείσιμο της ειδωλολατρικής Ακαδημίας των Αθηνών, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, δεν μπορούσε να βλάψει στα σοβαρά τη φιλολογία και την αγωγή της περιόδου αυτής, επειδή η σχολή αυτή είχε ήδη εκπληρώσει τον προορισμό της, ενώ συγχρόνως δεν είχε μεγάλη σημασία για μια χριστιανική αυτοκρατορία. Οι θησαυροί της κλασικής φιλολογίας εισχωρούσαν σιγά - σιγά στα δημιουργήματα της χριστιανικής φιλολογίας. Το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, το οποίο οργάνωσε ο Θεοδόσιος Β', συνέχισε τη δράση του επί Ιουστινιανού. Νέα νομικά έργα δείχνουν τη σημασία που είχε για την εποχή αυτή η μελέτη του Δικαίου, η οποία περιορίστηκε όμως σε μεταφράσεις νομικών κειμένων και τη συγγραφή σύντομων παραφράσεων και περικοπών.
Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για το πώς εξελίχθηκε η νομική διδασκαλία μετά το θάνατο του Ιουστινιανού. Ενώ ο αυτοκράτορας έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μόρφωση, ο διάδοχός του Φωκάς σχεδόν σταμάτησε τη δράση του Πανεπιστημίου.
Στον τομέα της τέχνης η εποχή του Ιουστινιανού φέρει το όνομα του Πρώτου Χρυσού Αιώνα. Η αρχιτεκτονική αυτής της εποχής δημιούργησε ένα μοναδικό στο είδος του μνημείο, την εκκλησία της Αγίας Σοφίας.
Η Αγία Σοφία ή η Μεγάλη Εκκλησία, όπως ονομάζεται στην Ανατολή, ανοικοδομήθηκε, ύστερα από διαταγή του Ιουστινιανού, στο μέρος όπου ήταν η μικρή βασιλική της Αγίας Σοφίας που κάηκε κατά τη διάρκεια της στάσης του Νίκα (532). Θέλοντας να κάνει το ναό αυτόν ένα κτήριο ασυνήθιστης λαμπρότητας, ο Ιουστινιανός, όπως αναφέρει η μεταγενέστερη παράδοση, διέταξε τους διοικητές των επαρχιών να του προμηθεύσουν τα καλύτερα κομμάτια των αρχαίων μνημείων. Επίσης μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα, από τα πλουσιότερα μέρα, τεράστιες ποσότητες μαρμάρου, διαφόρων χρωμάτων και σχημάτων. Άργυρος, χρυσός, ελεφαντόδοντο και πολύτιμοι λίθοι μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα για να αυξήσουν τη μεγαλοπρέπεια του νέου ναού.
Ο αυτοκράτορας διάλεξε για την εκτέλεση αυτού του μεγαλοπρεπούς έργου δύο ικανούς αρχιτέκτονες από τη Μ. Ασία, τον Ανθέμιο τον Τραλλιανό και τον Ισίδωρο τον Μιλήσιο, οι οποίοι ανέλαβαν το μεγάλο τους έργο με ενθουσιασμό, καθοδηγώντας με ικανότητα το έργο 10.000 εργατών. Ο αυτοκράτορας παρακολουθούσε προσωπικά την κατασκευή, βλέποντας την πρόοδό της, δίνοντας συμβουλές και ενισχύοντας το ζήλο των εργατών. Το έργο τέλειωσε σε 5 χρόνια. Τα Χριστούγεννα του 537 έγιναν τα θριαμβευτικά εγκαίνια της Αγίας Σοφίας, με την παρουσία του αυτοκράτορα. Μεταγενέστερες πηγές μάς πληροφορούν ότι ο αυτοκράτορας, κάτω από την εντύπωση του κατορθώματός του, είπε, μιλώντας στο λαό: «Ας είναι δοξασμένος ο Θεός που με αξίωσε να κάνω αυτό το έργο. Νενίκηκά σε Σολομώντα!» Με την ευκαιρία αυτού του θριαμβευτικού γεγονότος, ο λαός απέκτησε πολλά πλεονεκτήματα, ενώ συγχρόνως έγιναν μεγάλες γιορτές σε όλη την πρωτεύουσα.
Εξωτερικά η Αγία Σοφία είναι πολύ απλή λόγω της γυμνότητας των τοίχων, που δεν έχουν κανένα στόλισμα. Ακόμα και ο φημισμένος τρούλος φαίνεται από έξω κάπως βαρύς. Τώρα η Αγία Σοφία χάνεται ανάμεσα στα τούρκικα σπίτια που την περιτριγυρίζουν. Για να εκτιμήσει κανείς τη μεγαλοπρέπεια και τη λαμπρότητά της, πρέπει να την δει εσωτερικά.
Παλαιότερα ο ναός είχε μια ευρύχωρη αυλή, περιβεβλημένη από στοές, στο μέσο της οποίας ήταν η μαρμάρινη κρήνη. Η τέταρτη πλευρά της αυλής, που ήταν ενωμένη με το ναό, αποτελούσε ένα είδος εξωτερικής βεράντας ή κλειστού νάρθηκα, που επικοινωνούσε (με 5 πόρτες) με τα εσωτερικά προπύλαια. Εννέα ορειχάλκινες πόρτες (από τις οποίες η κεντρική και πιο ευρύχωρη, προοριζόταν για τον αυτοκράτορα) οδηγούσαν στο εσωτερικό του ναού. Ο κυρίως ναός, που ανήκει στον τύπο της «βασιλικής μετά τρούλου», σχηματίζει ένα πολύ μεγάλο ορθογώνιο, στο κέντρο του οποίου υψώνεται ο τρούλος, που (έχοντας διάμετρο 31 μέτρων) κατασκευάστηκε με ασυνήθιστη δυσκολία σε ύψος 50 μέτρων από τη γη. Σαράντα μεγάλα παράθυρα στη βάση του τρούλου αφήνουν να εισχωρήσει άφθονο φως, το οποίο απλώνεται σε όλο το ναό. Ο τρούλος υψώνεται πάνω σ’ ένα τετράγωνο, που σχηματίζεται από 4 μεγάλους κτιστούς στύλους, τους πεσσούς. Το πάτωμα και οι στύλοι αποτελούνται από πολύχρωμο μάρμαρο, που χρησιμοποιήθηκε επίσης για ορισμένα τμήματα των τοίχων. Θαυμάσια μωσαϊκά, που επικαλύφθηκαν από τους Τούρκους, έθελγαν τα μάτια των επισκεπτών. Κυρίως έκανε βαθιά εντύπωση στους προσκυνητές ο τεράστιος Σταυρός που έλαμπε στην κορυφή του τρούλου. Ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς να διακρίνει, κάτω από τα χρώματα των Τούρκων, στο χαμηλότερο τμήμα του τρούλου τις μεγάλες μορφές των αγγέλων.
Το πιο δύσκολο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι δημιουργοί της Αγίας Σοφίας ήταν η ανέγερση ενός τεράστιου και συγχρόνως πολύ ελαφρού τρούλου, πράγμα που αποτελεί κατόρθωμα ακόμα και για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική. Το κατόρθωμα έγινε, αλλά ο θαυμάσιος τρούλος δεν κράτησε πολύ. Έπεσε ενώ ζούσε ακόμα ο Ιουστινιανός και χρειάστηκε να κτιστεί πάλι, με λιγότερο τολμηρό σχέδιο, στα τέλη της βασιλείας του. Οι σύγχρονοι του Ιουστινιανού μιλούν για την Αγία Σοφία με τον ίδιο θαυμασμό με τον οποίον μιλούν όλες οι μεταγενέστερες γενεές, μέχρι και τη δική μας. Παρά τους συχνούς και βίαιους σεισμούς, η Αγία Σοφία διατηρήθηκε μέχρι το 1933 ως τζαμί, στο οποίο μεταβλήθηκε το 1453.
Ο δεύτερος σπουδαίος ναός που έκτισε ο Ιουστινιανός στην πρωτεύουσα ήταν η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Ο ναός αυτός κτίστηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο ή τον Κωνστάντιο, αλλά κατά τον 6ο αιώνα βρισκόταν σε κατάσταση τέλειας ερείπωσης. Ο Ιουστινιανός τον κατεδάφισε και τον έκτισε πάλι σε ωραιότερη και πιο μεγαλοπρεπή μορφή χρησιμοποιώντας ως αρχιτέκτονα τον Ανθέμιο τον Τραλλιανό και τον Ισίδωρο το Νεώτερο. Όταν η Κωνσταντινούπολη έπεσε, το 1453, στα χέρια των Τούρκων, η εκκλησία αυτή καταστράφηκε για να κτιστεί στη θέση της το τζαμί του Μωάμεθ Β' του Κατακτητή. Πώς ήταν οι Άγιοι Απόστολοι μπορεί κανείς να το καταλάβει παρατηρώντας στη Βενετία το ναό του Αγίου Μάρκου που κτίστηκε σύμφωνα με το σχέδιό τους. Επίσης όμοιο σχέδιο με το ναό αυτό έχει ο Άγιος Ιωάννης στην Έφεσο και στη Γαλλία ο Ναός του St. Front στο Perigueux. Τα ωραία μωσαϊκά των Αγίων Αποστόλων, που χάθηκαν, περιγράφονται από τον Επίσκοπο Εφέσου Νικόλαο Μεσαρίτη, στις αρχές του 13ου αιώνα. Έχουν επίσης μελετηθεί προσεκτικά από τον A. Heisenberg. Οι Άγιοι Απόστολοι είναι γνωστοί ως το μέρος όπου στέφονταν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι τον 11ο αιώνα.
Η επίδραση της αρχιτεκτονικής των οικοδομών της Κωνσταντινούπολης είναι αισθητή στην Ανατολή, όπως για παράδειγμα, στη Συρία και στη Δύση στο Parenzo, στην Ίστρια και κυρίως στη Ραβέννα.
Η Αγία Σοφία σήμερα μπορεί να επιβάλλεται και να θέλγει με τον τρούλο της, τις διακοσμήσεις των στύλων, τα πολύχρωμα μάρμαρα των τοίχων και του πατώματος, και ακόμα περισσότερο με την ευφυΐα της αρχιτεκτονικής, αλλά τα θαυμάσια μωσαϊκά του εξαιρετικού αυτού ναού ήταν απρόσιτα, επειδή είχαν καλυφθεί από τους Τούρκους.
Μια νέα όμως περίοδος άρχισε για την ιστορία της Αγία Σοφίας χάρη στην τακτική της Τουρκικής Δημοκρατίας υπό τον Κεμάλ Ατατούρκ, η οποία πρώτα απ’ όλα, άφησε ανοικτό το ναό στους ξένους αρχαιολόγους και επιστήμονες. Το 1931 μια εντολή της τουρκικής κυβέρνησης έδινε τη δυνατότητα στο Βυζαντινό Ινστιτούτο της Αμερικής να αποκαλύψει και να φυλάξει τα μωσαϊκά της Αγίας Σοφίας. Ο διευθυντής του Ινστιτούτου καθηγητής Thomas Whittemore, πήρε την άδεια να αποκαλύψει και να αποκαταστήσει τα μωσαϊκά και το 1933 άρχισε στο Νάρθηκα η σχετική εργασία. Τον Δεκέμβριο του 1934 ο Κεμάλ ανάγγειλε ότι το κτήριο δεν λειτουργούσε πια ως τζαμί και ότι θα διατηρηθεί ως μουσείο και μνημείο της βυζαντινής τέχνης. Χάρη στην ακούραστη και συστηματική εργασία του Whittemore, τα θαυμάσια μωσαϊκά της Αγίας Σοφίας παρουσιάζονται σιγά - σιγά και πάλι σε όλη τους τη λαμπρότητα και ομορφιά. Μετά το θάνατο του Whittemore, το 1950, το έργο του συνεχίστηκε από τον καθηγητή A. Underwood.
Ένα εξαιρετικό δείγμα των βυζαντινών μωσαϊκών υπάρχει στη Δύση, στη Ραβέννα. Πριν 1500 χρόνια η Ραβέννα ήταν μια πλούσια πόλη στις ακτές της Αδριατικής. Τον 5ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε ως το τελευταίο καταφύγιο των τελευταίων Ρωμαίων αυτοκρατόρων της Δύσης, τον 6ο αιώνα έγινε πρωτεύουσα των Οστρογότθων και τελικά, από τα μέσα του 6ου μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα έγινε το διοικητικό κέντρο της βυζαντινής Ιταλίας, την οποία επανέκτησε από τους Οστρογότθους ο Ιουστινιανός. Υπήρξε το κέντρο του Βυζαντινού Έξαρχου. Η τελευταία αυτή περίοδος υπήρξε η λαμπρή περίοδος της Ραβέννας, επειδή τότε αναπτύχθηκε εκεί μια πλούσια πολιτική, οικονομική, πνευματική και καλλιτεχνική δράση.
Τα καλλιτεχνικά μνημεία της Ραβέννας είναι συνδεδεμένα με τη μνήμη τριών προσώπων: α) της κόρης του Μεγάλου Θεοδοσίου και μητέρας του Βαλεντινιανού Γ' (425-455), Πλακιδίας, β) του Θεοδώριχου του Μεγάλου (471-526) και γ) του Ιουστινιανού. Παραλείποντας τα αρχαιότερα μνημεία της εποχής της Πλακιδίας και του Θεοδώριχου, θα μιλήσουμε σύντομα μόνο για τα μνημεία της εποχής του Ιουστινιανού.
Σε όλη τη διάρκεια της μακράς βασιλείας του ο Ιουστινιανός ενδιαφέρθηκε πολύ για την προώθηση της κατασκευής θρησκευτικών και πολιτικών μνημείων σε όλη τη την τεράστια αυτοκρατορία του. Μόλις κατέλαβε τη Ραβέννα, αποτελείωσε την κατασκευή των εκκλησιών εκείνων των οποίων η οικοδόμηση είχε αρχίσει από την εποχή των Οστρογότθων. Από αυτές τις εκκλησίες, δύο έχουν μεγάλη σημασία από καλλιτεχνική πλευρά: η εκκλησία του Αγίου Βιταλίου και η εκκλησία του Αγίου Απολλιναρίου. Η καλλιτεχνική αξία αυτών των δύο εκκλησιών έγκειται κυρίως στα μωσαϊκά τους.
Σχεδόν 3 μίλια μακριά από τη Ραβέννα, στο μέρος όπου κατά το Μεσαίωνα βρισκόταν το πλούσιο λιμάνι της πόλης, υπάρχει η απλή εκκλησία του Αγίου Απολλιναρίου, που αντιπροσωπεύει με το σχήμα της μια γνήσια αρχαία χριστιανική βασιλική. Σε μια πλευρά αυτής της εκκλησίας βρίσκεται το κυκλικό καμπαναριό που έγινε αργότερα. Οι αρχαίες σαρκοφάγοι, στολισμένες με ανάγλυφες εικόνες και τοποθετημένες κατά μήκος των τοίχων της εκκλησίας, περιέχουν τα λείψανα των πιο σπουδαίων αρχιεπισκόπων της Ραβέννας. Το μωσαϊκό του 6ου αιώνα δείχνει τον προστάτη της Ραβέννας Άγιο Απολλινάριο, να κάθεται με σηκωμένα χέρια κυκλωμένος από αρνιά στη μέση μιας ειρηνικής κοιλάδας. Πάνω από αυτόν, στον γαλάζιο, γεμάτο αστέρια, ουρανό, ακτινοβολεί ένας πολύτιμος σταυρός. Τα άλλα μωσαϊκά της εκκλησίας αυτής είναι μεταγενέστερα.
Η εκκλησία του Αγίου Βιτάλη, της οποίας έχουν διατηρηθεί σχεδόν άθικτα όλα τα μωσαϊκά του 6ου αιώνα, περιέχει το πιο αξιόλογο υλικό για τη μελέτη των καλλιτεχνικών έργων της περιόδου του Ιουστινιανού. Το εσωτερικό του ναού αυτού είναι σκεπασμένο, από πάνω μέχρι κάτω, με θαυμάσια γλυπτά και μωσαϊκά. Από τα δύο πιο σπουδαία μωσαϊκά το ένα παριστάνει τον Ιουστινιανό ανάμεσα στον Επίσκοπο, τους ιερείς και την αυλή του, ενώ το άλλο δείχνει τη Θεοδώρα μαζί με τις κυρίες της. Η ενδυμασία των προσώπων στις εικόνες αυτές είναι καταπληκτική λόγω της μεγαλοπρέπειας και της λαμπρότητάς της.
Η Ραβέννα, η οποία μερικές φορές αναφέρεται ως «Ιταλο-βυζαντινή Πομπηία» ή «Δυτικό Βυζάντιο» προσφέρει το πιο αξιόλογο υλικό για την εκτίμηση της αρχαίας Βυζαντινής τέχνης του 5ου και του 6ου αιώνα.
Η οικοδομική δραστηριότητα του Ιουστινιανού δεν περιορίστηκε μόνο στην ανέγερση φρουρίων και εκκλησιών. Έκτισε επίσης πολλά μοναστήρια, ανάκτορα, γέφυρες, δεξαμενές, υδραγωγεία, λουτρά και νοσοκομεία.
Στις μακρινές επαρχίες της αυτοκρατορίας το όνομα του Ιουστινιανού συνδέεται με την κατασκευή της Μονής της Αγίας Αικατερίνης, στο όρος Σινά. Στην εκκλησία της μονής αυτής βρίσκεται ένα περίφημο μωσαϊκό της Μεταμόρφωσης, το οποίο λέγεται ότι ανήκει στον 6ο αιώνα.
Αρκετά ενδιαφέρουσες μινιατούρες και υφαντά της εποχής αυτής έχουν διασωθεί. Και αν και, κάτω από την επίδραση της Εκκλησίας, η γλυπτική γενικά παράκμαζε, βρίσκουμε ένα μεγάλο αριθμό εξαιρετικά ωραίων ελεφάντινων ανάγλυφων, κυρίως ανάμεσα στα δίπτυχα (κυρίως στα αναφερόμενα στους υπάτους) από τα οποία τα πιο σπουδαία είναι μια σειρά δίπτυχα που ανήκουν στην περίοδο μεταξύ του 5ου αιώνα και του 541.
Σχεδόν όλοι οι συγγραφείς της περιόδου αυτής, καθώς και οι δημιουργοί της Αγίας Σοφίας και των Αγίων Αποστόλων προέρχονταν από την Ασία ή τη Β. Αφρική. Ο πολιτισμός της ελληνιστικής Ανατολής συνέχιζε ακόμα να γονιμοποιεί την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Μια ανασκόπηση της μακράς και ποικιλόμορφης βασιλείας του Ιουστινιανού δείχνει ότι στις περισσότερες από τις προσπάθειές του δεν πέτυχε τα αποτελέσματα που επιθυμούσε. Είναι τελείως φανερό ότι οι λαμπρές στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Δύση (καρπός άμεσος της ιδεολογίας ενός Ρωμαίου Καίσαρα που τον υποχρέωσε να επανακτήσει τις χαμένες περιοχές της αυτοκρατορίας) δεν πέτυχαν τελικά. Ήταν τελείως αντίθετες προς τα πραγματικά ενδιαφέροντα της αυτοκρατορίας, τα οποία βρίσκονταν στην Ανατολή και συνεπώς συντέλεσαν πολύ στην παρακμή και την καταστροφή της χώρας. Η έλλειψη κατάλληλων μέσων συντέλεσε στην ελάττωση του αριθμού των στρατιωτικών, πράγμα που, ενώ έκανε αδύνατη την εκ μέρους του Ιουστινιανού σταθερή συγκράτηση των νέων επαρχιών, έφερε σε δύσκολη θέση τους διαδόχους του. Η θρησκευτική πολιτική του Ιουστινιανού επίσης απέτυχε, επειδή ενώ δεν οδήγησε στη θρησκευτική ενότητα, πολλαπλασίασε τις διαμάχες στις ανατολικές μονοφυσιτικές επαρχίες. Κυρίως όμως ο Ιουστινιανός απέτυχε στις διοικητικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες αν και άρχισαν με αγνές και ειλικρινείς διαθέσεις, οδήγησαν στην πτώχευση και ερήμωση των χωριών, κυρίως λόγω των υπερβολικών φόρων και των εκβιασμών των ανωτέρων κρατικών υπαλλήλων.
Δύο όμως από τα κατορθώματα του Ιουστινιανού άφησαν βαθιά τα ίχνη στην ιστορία του πολιτισμού και δικαιολογούν απόλυτα τον τίτλο «Μέγας», που του απένειμε η ιστορία. Τα κατορθώματα αυτά είναι ο Κώδικας και ο Ναός της Αγίας Σοφίας.

7/10/10

Η θέση του παιδιού στη βυζαντινή κοινωνία [16]

Όπως σε όλες τις μεσαιωνικές κοινωνίες, έτσι και στη Βυζαντινή, το παιδί δεν αποτελεί το κέντρο ενδιαφέροντος της οικογένειας και η θέση του δεν είναι προνομιακή μεταξύ των μελών της. Οι κοινωνικές αντιλήψεις επηρεάζουν την ενασχόληση της επιστήμης με το παιδί και η φροντίδα της υγείας του δε διαχωρίζεται από εκείνη των ενηλίκων. Οι πληροφορίες από τις ιστορικές, αγιολογικές και ιατρικές πηγές συνηγορούν στην έλλειψη της Παιδιατρικής ειδικότητας, αλλά ταυτόχρονα μαρτυρούν τη στάση της Εκκλησίας προς τον ανήλικο πληθυσμό σχετικά με τη ζωή του (απαγόρευση εκτρώσεων και έκθεσης βρεφών σε σύμφωνη νομοθετική ρύθμιση από την Πολιτεία) και την υγεία του (σωματική, ψυχική και κοινωνική) θέτοντας τη φιλανθρωπία στην κορυφή των αρετών και υλοποιώντας την με τη δημιουργία ευαγών ιδρυμάτων και με την αφιέρωση αρκετών αγίων αποκλειστικά στην προστασία των παιδιών και τη θαυματουργική θεραπεία τους από τις αρρώστιες.

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΗΛΙΚΙΩΝ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η νομική αναγνώριση της παιδικής ηλικίας ως αυτοτελές έννομο αγαθό είναι ανύπαρκτη στο μεγαλύτερο διάστημα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και μόνο στους τελευταίους αιώνες επιχειρείται να καλυφθεί το κενό με το έργο του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου «Εξάβιβλος». Στο κεφάλαιο «Περί άνηβων και αφηλίκων», του ανωτέρω συγγράμματος, ορίζεται η ανηλικότητα από τη γέννηση μέχρι το 25ο έτος και καταγράφονται οι ειδικότερες διακρίσεις.
«Ίμφαντες» ή «νήπιοι» ονομάζονται οι ανήλικοι μέχρι 7 ετών. «Άνηβοι» καλούνται τα αγόρια μέχρι το 14ο και τα κορίτσια μέχρι το 12ο έτος της ηλικίας τους και «αφήλικες» από τα όρια αυτά μέχρι το 25ο έτος.

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΜΒΡΥΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΡΕΦΟΥΣ
Η διάθεση του νομοθέτη να προστατεύσει τον παιδικό πληθυσμό από κάθε επιβουλή εναντίον του είναι εμφανής στην αυξανόμενη αυστηρότητα με την οποία τιμωρούνται οι αξιόποινες πράξεις που στρέφονται κατά των ανηλίκων. Η μέριμνα αυτή επεκτείνεται στα έμβρυα, τα οποία έχουν τα ίδια δικαιώματα και θεωρούνται αναπτυσσόμενες ψυχοσωματικές οντότητες. Ο σεβασμός προς το έμβρυο επιβάλλει την αναστολή κάθε καταδίκης της μητέρας στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά ακόμα και την υποχρεωτική αφαίρεση του κυήματος από την αποθανούσα έγκυο λόγω πιθανότητας να είναι ζωντανό. Η Πολιτεία φροντίζει επίσης σε περιπτώσεις θανάτου του πατέρα ή διαζυγίου να αναλάβει την προστασία του παιδιού που θα γεννηθεί διορίζοντας «κουράτορα» (επίτροπο) που οφείλει να μεριμνήσει για την ανατροφή του.
Υπό την επίδραση του Χριστιανισμού παγιώνεται η απαγόρευση των εκτρώσεων και καταδικάζονται τόσο από την Εκκλησία όσο και από την Πολιτεία ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίον γίνονται (κληρονομικά δικαιώματα, διαζύγιο, αντίδραση προς το σύζυγο, δωροδοκίες συγγενών, προσωπική επιθυμία της μητέρας), της οικογενειακής κατάστασης της μητέρας (νόμιμο ή νόθο έμβρυο) και της χρονικής στιγμής (πρώιμη ή πιο προχωρημένη εγκυμοσύνη). Η ποινή περιλαμβάνει τη μητέρα αλλά και το συνεργό της στην πράξη που ισοδυναμεί με φόνο, δηλαδή τον ιατρό, τη μαία ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και κυμαίνεται από εξορία, σωματικές ποινές, δήμευση περιουσίας, ακόμα και θάνατο. Η Εκκλησία προσθέτει και 10ετές επιτίμιο.
Η μέριμνα της Πολιτείας επεκτείνεται σε όλη τη διάρκεια της εμβρυικής ζωής και στον τοκετό. Καταλογίζονται ευθύνες στη μητέρα αν χάσει το νεογνό από αμέλεια. Αποφασιστική είναι και η παρέμβαση της νομοθεσίας στο ευρύτατα διαδεδομένο φαινόμενο στις κοινωνίες της αρχαιότητας, την έκθεση βρεφών: εκείνος που εκθέτει ένα νεογέννητο, όποια έκβαση και αν προκύψει (αν επιζήσει ή όχι το νεογνό) χαρακτηρίζεται ως φονιάς. Ο νόμος θεωρεί ένοχο όποιον πνίγει, εκθέτει σε δημόσιο χώρο ή αρνείται την τροφή σε βρέφος. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός κατάργησε το δικαίωμα του πατέρα να απορρίπτει τα παιδιά του, απόρροια ενός αρχαίου δικαιώματος που διαιωνιζόταν μέχρι τότε. Ωστόσο η διαρκής ανανέωση της απαγόρευσης αυτής σε όλες τις νομοθεσίες είναι ενδεικτική ότι δεν ήταν εύκολο να καταργηθούν αντιλήψεις αιώνων παρά το πνεύμα του Χριστιανισμού που κυριαρχεί στο Βυζάντιο.

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΙΔΙΟΥ
Το θέμα αυτό εξακολουθεί μέχρι σήμερα να απασχολεί τις σύγχρονες κοινωνίες χωρίς να έχει αντιμετωπιστεί ριζικά παρά τις συνεχείς νομικές ρυθμίσεις και τις αυστηρές ποινές που προβλέπονται για τους ενόχους. Στη Βυζαντινή εποχή οι νόμοι παρακάμπτονταν με ποικίλους νομότυπους τρόπους ή και καταπατούνταν τόσο συχνά, ώστε να απαιτείται η επανάληψη των διαταγμάτων και η αδιάλειπτη εφαρμογή τους. Ένας «ευέλικτος» τέτοιος νόμος επέτρεπε το γάμο από την ηλικία των 12 ετών για τα κορίτσια και των 14 για τα αγόρια και μια ακόμα πιο «ευέλικτη» τροποποίηση ευλογούσε τους αρραβώνες από την ηλικία των 7 ετών και για τα δύο φύλα. Ο σύζυγος αναλάμβανε την υποχρέωση να περιμένει τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας για τη σύναψη σχέσεων, αλλά το πλήθος των ακυρώσεων γάμων και αρραβώνων λόγω της παραβίασης αυτής είναι ενδεικτικό της κατάχρησης. Οι υποθέσεις που έφταναν μέχρι τους τοπικούς επισκόπους και το Πατριαρχείο αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Αναφέρονται κατηγορίες για γονείς που παραποιούν ή αποκρύπτουν την ηλικία των θυγατέρων τους και επιπλέον δωροδοκούν τους ιερείς για την εκτέλεση του γάμου, αδιαφορώντας για τις συνέπειες της σεξουαλικής κακοποίησης σε ηλικία προεφηβική ή και νηπιακή. Οι σωματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις είναι ολέθριες για τα νεαρά κορίτσια: 12χρονη, που βιάστηκε από τον μνηστήρα της ήδη από την ηλικία των 7 ετών, ζητούσε επίμονα διαζύγιο διότι «δεν μπορούσε να ανεχθεί ούτε τη θέα του» και αν δεν κατόρθωνε να διαζευχθεί απειλούσε ότι «θα έπεφτε στον γκρεμό». Άλλο 7χρονο κορίτσι, που ο πατέρας τη δήλωσε ψευδώς 12χρονη, βιάστηκε από τον μνηστήρα κατά τρόπο απάνθρωπο: επειδή δυσανασχετούσε της έφραξε το στόμα ώστε «αίμα εξήλθε από τα αυτιά» και έκτοτε κατατρόμαζε και μόνο «στη θέα ανδρός». Οι τιμωρίες όπως η διαπόμπευση, η δήμευση περιουσίας ή η χρηματική αποζημίωση, η εξορία, η ρινοκοπία και άλλες ανάλογα με τις περιστάσεις δε συνετίζουν τους παραβάτες.
Η νομική προστασία επεκτείνεται και στα μικρά αγόρια με θέσπιση αυστηρών ποινών για τους ενόχους σε ασέλγεια. Ο νομοθέτης είναι αυστηρός για όσους παρασύρουν παιδιά με δώρα και υποσχέσεις και η Εκκλησία καταδικάζει κάθε τέτοια πράξη. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει τον κίνδυνο να δελεαστούν οι ανήλικοι από τους παιδεραστές «με γλυκά και λιχουδιές» και να βιαστούν ή να απαχθούν για να πουληθούν σε μακρινές αγορές. Η στάση της Εκκλησίας επηρεάζει τη νομοθεσία: από τον 4ο αιώνα θεσπίστηκε η ποινή της θανάτωσης με ξίφος που τυπικά διατηρήθηκε σε ισχύ για πολλούς αιώνες. Όμως στην πράξη η συνήθης ποινή ήταν η κοπή των γεννητικών οργάνων. Υπάρχουν μαρτυρίες ιστορικών και χρονογράφων για μια ομάδα παιδεραστών το δεύτερο χρόνο της βασιλείας του Ιουστινιανού, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και οι επίσκοποι Ησαΐας ο Ρόδιος και Αλέξανδρος Διοσπόλεως Θράκης. Όλοι υποβλήθηκαν σε αποκοπή των γεννητικών οργάνων και διαπομπεύτηκαν «περιφερόμενοι γυμνοί στην αγορά» προς παραδειγματισμό των υπολοίπων αρσενοκοιτών. Φαίνεται μάλιστα, ότι ο φόβος που κατέλαβε μεγάλο μέρος των επιθυμούντων νεαρά αγόρια απέτρεψε την επέκταση του φαινομένου και, σύμφωνα με τον ιστορικό Γεώργιο Κεδρηνό «σωφρονίστηκαν». Η διαρκής ανάγκη όμως ανανέωσης των απαγορεύσεων στη νομοθεσία αποδεικνύει μάλλον το αντίθετο. Πρόνοια λαμβάνεται μόνο για το ανήλικο θύμα, το οποίο είτε εισάγεται σε μοναστήρι είτε εξακολουθεί και παραμένει στην οικογένεια απαλλασσόμενο από κάθε ευθύνη «διότι η ηλικία του δεν του επιτρέπει να συνειδητοποιήσει τη βλάβη που υπέστη».
Η παιδική πορνεία αποτελεί συνηθισμένη εκδήλωση σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών από τους μαστροπούς, που σε ορισμένες περιπτώσεις προέρχονται από την ίδια την οικογένεια. Άποροι και εξαθλιωμένοι γονείς δέχονται να πουλήσουν μικρά κορίτσια στους μαστροπούς έναντι 5 χρυσών νομισμάτων, παρά την απειλή του νόμου που τιμωρεί αμφότερους. Αναφέρονται πόρνες ηλικίας ακόμα και 10 ετών που αμείβονται όσο και οι μεγαλύτερες.
Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών κορυφώνεται σε καιρούς πολέμων και ιδιαίτερα σε εμπλοκές αμάχων, όπως συμβαίνει σε αλώσεις μικρών ή μεγαλύτερων πόλεων. Στην άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σταυροφόρους το 1185 ο Ιωάννης Καμενιάτης γράφει: «πρώτους στα πλοία μετέφεραν τους νέους και τις νέες» και ακόμα ότι «η φύση των αγοριών μετατράπηκε σε γυναικεία χρήση». Στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από Σταυροφόρους το 1204, ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει ότι οι γονείς «με λάσπη άλειφαν τα πρόσωπα των κοριτσιών τους ώστε να μη φαίνεται η ομορφιά τους και προκαλούν τους θεατές αρχικά και μελλοντικά βιαστές ύστερα». Σχεδόν τρεις αιώνες αργότερα, οι σκηνές επαναλαμβάνονται στη Θεσσαλονίκη από Οθωμανούς, σύμφωνα με την περιγραφή του Μιχαήλ Δούκα: «μπορούσε κανείς να δει αυτά τα τέρατα (τους κατακτητές) να σέρνουν πίσω τους νέους και ανήλικες παρθένους και μικρά βρέφη, τραβώντας τους». Τέλος, το δράμα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ τον Πορθητή, είχε τραγικές συνέπειες στον άμαχο πληθυσμό και ιδιαίτερα στον ανήλικο. Οι σκηνές που περιγράφονται από τους ιστορικούς είναι χαρακτηριστικές για τη βιαιότητα που άσκησαν οι κατακτητές στα παιδιά που έπεσαν στα χέρια τους: «Ο καθένας από αυτούς άρπαζε ένα κορίτσι και καθώς το διεκδικούσε άλλος και το τραβούσε, το ξεμάλλιαζαν και το ξεγύμνωναν... παρθενικά πλάσματα που δεν τα είχε δει ο ήλιος ούτε καλά - καλά ο ίδιος πατέρας τους, τα τραβολογούσαν, τα έσπρωχναν με τη βία, χτυπώντας τα συγχρόνως με ραβδί».

ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ
Η έλλειψη φροντίδας από τους γονείς προς τα παιδιά τους επισύρει νομικές κυρώσεις. Το κράτος υποχρεώνει γονείς και κηδεμόνες να παρέχουν τροφή και υγειονομική περίθαλψη στα τέκνα και να τα προστατεύουν, αν πάσχουν από κάποιο ψυχικό νόσημα. Στο θέμα όμως της βίας μέσα στην οικογένεια και στο σχολείο, η νομοθεσία διαφοροποιεί τις ευθύνες των σωματικών βλαβών που επιφέρονται στους ανήλικους από γονείς, δασκάλους και συγγενείς, αν ο σκοπός είναι ο σωφρονισμός. Αντίθετα δεν δικαιολογούνται και τιμωρούνται οι πράξεις βίας ενήλικων κατά παιδιών που δεν συνδέονται με συγγενική ή παιδαγωγική σχέση μαζί τους. Στο σχολείο η παράδοση της σωματικής βίας συνεχίζεται από την αρχαιότητα με στόχο τη φιλομάθεια και την υπακοή. Η ρήση του Ορειβάσιου «από την ηλικία των 6-7 ετών αγόρια και κορίτσια να παραδίδονται σε δασκάλους με πράο και φιλάνθρωπο χαρακτήρα» απηχεί τη γνώμη ενός φωτισμένου ιατρού και φιλοσόφου για τη σωστή μεταχείριση των παιδιών στην πρώτη τους επαφή με την εκπαίδευση. Οι Πατέρες της Εκκλησίας αναγνωρίζουν κάποια χρησιμότητα στις σωματικές ποινές διότι συχνά τα απρόσεκτά παιδιά μετά τις πληγές που υπέστησαν «άνοιξαν τα αυτιά τους και διατήρησαν στη μνήμη τους τα μαθήματα». Η βιαιότητα των δασκάλων μερικές φορές λειτουργεί ως στοιχείο διαφήμισης, διότι οι γονείς τους προτιμούν και τους θεωρούν ως ικανότερους στην εκπαίδευση. Τα όργανα σωφρονισμού (ράβδος και μαστίγιο) είναι παρόντα και συνεχώς σε χρήση κατά των αμελών μαθητών, ενώ δεν υπάρχουν αντίθετες φωνές που να καταδικάζουν υπερβάσεις στην εξουσία των διδασκόντων. Έτσι ο Μιχαήλ Ψελλός αποδέχεται ότι «η ήπια σωματική τιμωρία ευοδώνει τη μάθηση», ενώ δεν λείπουν περιγραφές (Ιωάννης Χρυσόστομος) μαθητή που τρέμει από το φόβο του για την επικείμενη τιμωρία μπροστά στο δάσκαλο που κρατάει απειλητικά το μαστίγιο ή (Γρηγόριος Νύσσας) ήδη τιμωρημένου μαθητή που έχει πρηστεί από τα κτυπήματα του μαστιγίου. Σ’ αυτή τη μορφή βίας προστίθενται, στο σχολείο και στο σπίτι, ραπίσματα, τραβήγματα μαλλιών, άλλες ταπεινώσεις όπως εμπτυσμός και μουτζούρωμα του προσώπου με μελάνι. Είναι χαρακτηριστική η παρουσία της βίας κατά των παιδιών σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ακόμα και μέσα στην αυτοκρατορική οικογένεια: ο αυτοκράτορας Αρκάδιος γιος και διάδοχος του Μεγάλου Θεοδοσίου, έφερε σε όλη του τη ζωή τα σημάδια των πληγών που του είχε προξενήσει ο παιδαγωγός του Άγιος Αρσένιος για να τον τιμωρήσει για κάποιο σφάλμα του. Τα παιδιά των αυτοκρατόρων αντιμετωπίζουν σοβαρούς κινδύνους κατά της σωματικής τους ακεραιότητας και της ίδιας της ζωής τους από αντιπάλους και σφετεριστές του θρόνου. Περιγράφεται ο θάνατος του 6χρονου Τιβέριου, γιου του Ιουστινιανού Β', τον οποίο οι έμπιστοι του νέου αυτοκράτορα Φιλιππικού άρπαξαν μέσα από την εκκλησία των Βλαχερνών, όπου είχε καταφύγει «και του έστριψαν το λαρύγγι σαν πρόβατο». Ο ίδιος ο πατέρας του προηγουμένως είχε διατάξει να θανατωθούν όλα τα παιδιά της πόλης Χερσώνας και διέταξε νέα εκστρατεία για να εκτελεστεί η διαταγή του.

ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Τα διδάγματα του Χριστιανισμού είχαν ευεργετικές επιδράσεις σε θέματα προστασίας της παιδικής ηλικίας, ιδίως ορφανών και περιπλανώμενων παιδιών, που ο αριθμός τους ήταν πολύ μεγάλος, όχι μόνο λόγω φυσικού θανάτου των γονέων, αλλά και των ποικίλων περιπετειών της αυτοκρατορίας (αλώσεις, αιχμαλωσίες, εκστρατείες) και των φυσικών καταστροφών (λοιμοί, λιμοί, σεισμοί). Το πνεύμα της φιλανθρωπίας υπαγόρευε τη δημιουργία ορφανοτροφείων και την εκπαίδευση των τροφίμων στα γράμματα ή σε χειρωνακτικά επαγγέλματα και την αποκατάσταση των κοριτσιών με γάμο. Ο αυτοκράτορας είχε υπό τη σκέπη του τα ορφανά των ευαγών ιδρυμάτων της Κωνσταντινούπολης, τα οποία επισκεπτόταν κάθε Τετάρτη μετά το Πάσχα μαζί με τον διευθυντή (ορφανοτρόφο), έψαλλαν μαζί, μοίραζε δώρα και τα φιλούσε ένα - ένα χωριστά κατά την αναχώρησή του, δίνοντας το καλό παράδειγμα για τους άλλους εύπορους πολίτες.
Μαρτυρίες για την ύπαρξη και τη δημιουργία ορφανοτροφείων και βρεφοκομείων υπάρχουν σε πλήθος πηγών ενδεικτικές για τις αντιλήψεις και τη νοοτροπία της Βυζαντινής κοινωνίας. Η Εκκλησία με τη σειρά της υλοποιεί τη χριστιανική διδασκαλία με τα ευαγή ιδρύματα και τις προσπάθειες να οικοδομηθούν συνθήκες δικαιοσύνης επίγειες, εναρμονίζοντας το κοσμικό με το υπερβατικό στοιχείο. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Βυζαντινής λατρείας εκδηλώνεται σε πλήθος αποσπασμάτων των ιερών κειμένων, όπως το κατωτέρω από τη Θεία Λειτουργία: «τα νήπια έκθρεψον, τη νεότητα παιδαγώγησον, ορφανών υπεράσπισον, νοσούντας ίασαι».

ΑΤΕΚΝΙΑ - ΓΕΝΝΗΣΗ - ΥΙΟΘΕΣΙΑ - ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ
Κάθε βυζαντινή οικογένεια θεωρούσε ύψιστο σκοπό τη συνέχειά της μέσω της απόκτησης απογόνων. Η τεκνοποίηση όχι μόνο ήταν αυτονόητη, αλλά και πηγή μεγάλης χαράς και ευλογίας για το ζευγάρι. Τα παιδιά αποτελούσαν στήριγμα για τους γονείς στα γηρατειά τους, αλλά και ελπίδα διατήρησης και διεύρυνσης των κοινωνικών οριζόντων τους είτε με την επαγγελματική τους άνοδο, είτε με επωφελείς γάμους. Η ατεκνία αποτελεί αιτία λύπης, αλλά και ντροπής για την οικογένεια, ως κοινωνικό στίγμα που προϋποθέτει αμαρτία, αλλά και «μέγιστο κακό διότι σβήνει εντελώς τη μνήμη των γονέων που απεβίωσαν». Ο ιστορικός Ιωάννης Κίνναμος παραθέτει μαρτυρία για την προμήθεια φαρμάκων από μάγους για να χορηγηθούν στους εχθρούς τους με σκοπό να μείνουν άκληροι. Αντίθετα κάθε άτεκνη γυναίκα κατέφευγε στην επιστήμη, στη θρησκεία και στη μαγεία για να αποφύγει τη μειονεκτική θέση στον οικογενειακό και κοινωνικό της περίγυρο. Οι ιατροί συνιστούν ορισμένες τροφές με συλληπτικές ιδιότητες και μερικά θεραπευτικά της ατεκνίας φυτά, όπως «την ιεράν βοτάνην ελελίσφακος, επειδή η γυναίκα εάν πιεί το χυμό της και έχει σεξουαλική επαφή θα συλλάβει οπωσδήποτε» (Αέτιος ο Αμιδηνός). Ο Συμεών Σηθ προτείνει διατροφή με γαρίδες «οι οποίες έχουν κάποια ιδιότητα που συντελεί στην εγκυμοσύνη» και επίσης εφαρμόζονται πεσσοί συλληπτικοί με σκοπό κυρίως τη μηχανική συγκράτηση του σπέρματος στο γυναικείο οργανισμό. Οι Βυζαντινοί ιατροί γνωρίζουν ότι τα βιολογικά όρια τεκνοποίησης στις γυναίκες είναι περιορισμένα και δεν επιχειρούν να υποβοηθήσουν με οποιαδήποτε μέθοδο όποια έχει συμπληρώσει το 50ο έτος της ηλικίας της. Ο τοκετός, πέρα από τη διαχωριστική αυτή γραμμή, θεωρείται «θαυμαστός» και «πολύ σπάνια συμβαίνει», άποψη που υιοθετεί και η νομοθεσία: «η γυναίκα μετά το 50ο έτος της δεν δύναται πλέον να παιδοποιήσει».
Στον τομέα της σύλληψης (αλλά και της αντισύλληψης και των αμβλώσεων) κυριαρχεί η πρακτική ιατρική και η μαγεία. Αναφέρονται τα πιο παράδοξα αντικείμενα ως συλληπτικά: αίμα λαγού, λίπος χήνας, τερεβινθίνη, οστό από ελάφι, αετίτης λίθος, σαρδόνυξ λίθος (ο τελευταίος επιπλέον αποτρέπει και τις αποβολές). Οι γοητείες, οι μαγγανείες, τα φυλακτήρια και άλλες μορφές μαγείας ήταν η κατάληξη της απεγνωσμένης αναζήτησης τεκνοποίησης από τις άτυχες συζύγους. Ακόμα και απάτες μεταχειρίζονταν για την απόκτηση του πολυπόθητου απογόνου κάποιες άτεκνες παρουσιάζοντας στο σύζυγό τους ξένο παιδί, αφού προηγουμένως είχαν προσποιηθεί εγκυμοσύνη, πράξη αξιόποινη για το νομοθέτη. Ακόμα και η προτίμηση για το φύλο του παιδιού μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη χορήγηση ειδικών βοτάνων για αρρενοτοκία, όπως «ρίζα σατυρίου και σεραπιάδος».
Σχετικά με την εξέλιξη του εμβρύου διατυπώνονταν ποικίλες αντιλήψεις κυρίως για το χρόνο εμφάνισης ανθρώπινης μορφής. Υπήρχε η άποψη ότι ο χρόνος αυτός ήταν διαφορετικός στα άρρενα έμβρυα (η 40η ημέρα της κύησης) από ό,τι στα θήλεα (80η ημέρα). Προοδευτικά όμως ενοποιήθηκε στην κοινή γνώμη αλλά και στον επιστημονικό κόσμο το χρονικό όριο των 40 ημερών και για τα δυο φύλα, πιθανότατα λόγω της ιδιαίτερης σημασίας του αριθμού αυτού στη φιλοσοφία των αριθμών και στη χριστιανική θρησκεία. Τις απόψεις αυτές εκφράζει ένα απόσπασμα που αποδίδεται στον Ιωάννη Δαμασκηνό: «Το σπέρμα μέσα στην κοιλιά την 3η ημέρα από τη σύλληψη αιματώνεται και σχηματίζεται η καρδιά, την δε 9η αποκτά σάρκα και συμπυκνώνεται, κατά δε την 40η αποκτά τέλεια μορφή. Ανάλογη είναι και η αναλογία και στους μήνες. Τον μεν 3ο μήνα κινείται το έμβρυο μέσα στη μήτρα και τον 9ο ολοκληρώνεται και ετοιμάζεται για την έξοδο». Ο Ορειβάσιος διατυπώνει την ιατρική άποψη σχετικά με τη διαμόρφωση του εμβρύου ως εξής: «Ο πρώτος σχηματισμός των εμβρύων λαμβάνει χώρα στις 40 ημέρες. Έως την 9η ημέρα σχηματίζονται τα μεγάλα αγγεία, έως τη 18η όργανα μυϊκά και οστικά και ανευρίσκεται πλέον ο καρδιακός σφυγμός. Περί την 27η ημέρα διαφαίνεται αμυδρά η ράχη και η κεφαλή, την 36η είναι ορατό πλέον ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα και μέχρι την 40η ημέρα». Είναι σαφής η αναφορά στον αριθμό 9 και τα πολλαπλάσιά του και σύμφωνη με προγενέστερες αντιλήψεις (Εμπεδοκλής, Διοκλής, Αθηναίος).
Αν μελετηθούν τα αγιολογικά κείμενα της πρώτης και μέσης Βυζαντινής περιόδου, παρέχουν πλήθος πληροφοριών για την υγεία αλλά και τη ζωή των παιδιών της αυτοκρατορίας από διαφορετική οπτική γωνία. Η Εκκλησία αφιερώνει ορισμένους από τους αγίους της στη φροντίδα της παιδικής ηλικίας, μερικοί δε αποκτούν εξειδικεύσεις στην αντιμετώπιση νοσημάτων είτε διαθέτοντας ιατρικές σπουδές, είτε με τη δύναμη της θαυματουργικής χάρης. Από τις ιδιαίτερες ενασχολήσεις του καθενός μπορεί να ανασυντεθεί ο χάρτης των νοσολογικών προβλημάτων της εποχής και των σημαντικότερων θεμάτων παιδικής νοσηρότητας που απασχόλησαν τους ιατρούς και την κοινωνία της εποχής. Υπάρχουν άγιοι που θεραπεύουν τη στειρότητα των ζευγαριών, άλλοι που ειδικεύονται στις συγγενείς διαμαρτίες περί τη διάπλαση, άλλοι που χορηγούν νέα βρέφη σε όσες μητέρες χάσουν τα δικά τους και άλλοι που χορηγούν γάλα στις μητέρες που θηλάζουν καλύπτοντας τα ιατρικά κενά της βρεφικής ηλικίας: υψηλή περιγεννητική και βρεφική θνησιμότητα, έλλειψη υποκατάστατου του μητρικού γάλακτος, αδυναμία επέμβασης σε συγγενείς διαμαρτίες περί τη διάπλαση. Η Εκκλησία εκτιμά το μητρικό θηλασμό και παροτρύνει τις μητέρες να μην προσλαμβάνουν τροφούς...
Η υιοθεσία είναι συνηθισμένη στη Βυζαντινή κοινωνία, αλλά την πρώιμη νομοθεσία διέπουν αυστηροί κανόνες που η νεότερη απαλύνει ή και αναιρεί, όπως την άρση της απαγόρευσης σε ευνούχους ή μόνες γυναίκες να υιοθετούν παιδιά. Ακόμα πιο ευνοϊκή είναι η νομοθεσία των Ύστερων χρόνων επιτρέποντας να υιοθετούν παιδιά και όσοι «προτίμησαν την παρθενία» και όσοι έχουν δικά τους παιδιά ήδη και αδιακρίτως φύλου και επιπλέον και οι ευνούχοι.
Όπως σε όλες τις κοινωνίες των Μεσαιωνικών χρόνων, έτσι και στο Βυζάντιο, η βρεφική κι η παιδική θνησιμότητα ήταν ιδιαίτερα αυξημένες και οι περισσότερες οικογένειες είχαν την εμπειρία θανάτου τουλάχιστον ενός από τα παιδιά τους, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση και το επίπεδο διαβίωσης. Η απόκτηση πολλών παιδιών αποτελούσε ένα τρόπο εξορκισμού του κακού και κάποια διασφάλιση της οικογενειακής συνέχειας και είναι χαρακτηριστικός ο αριθμός που καθιστούσε πολύτεκνο έναν πατέρα: 16 παιδιά. Επιπλέον παρηγοριά εξασφάλιζε η χριστιανική πίστη με τη μέλλουσα ζωή και τη βεβαιότητα ότι τόσο πρόωρη αναχώρηση από τα εγκόσμια δεν άφηνε περιθώρια να γνωρίσουν πολλούς από τους πειρασμούς της ζωής. Τα επιτύμβια επιγράμματα και οι επιτάφιοι μαζί με τις παραμυθητικές επιστολές προς τους γονείς απεικονίζουν τις ηλικίες, τις αιτίες θανάτου (συχνά μητέρας - παιδιού κατά τον τοκετό), τη συχνότητα του φαινομένου, τη θλίψη που προξενεί το γεγονός και τις προσπάθειες επανόδου στη φυσιολογική ζωή μετά μια περίοδο πένθους. Αν και πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί και κοινωνιολόγοι θεωρούν ότι η συχνότητα των παιδικών θανάτων εξοικείωνε τους γονείς με το φαινόμενο και ίσως τους συγκρατούσε στα συναισθήματα που επένδυαν σ’ ένα τόσο «εφήμερο» πλάσμα, υπάρχει μεγάλος αριθμός αντίθετων απόψεων βασισμένων σε κείμενα και ταφικά ευρήματα που δε συνηγορούν στη «φειδωλή» αγάπη των γεννητόρων στις μεσαιωνικές κοινωνίες. Όσο και αν η «παιδοκεντρική» οικογένεια είναι φαινόμενο που γεννήθηκε στη διάρκεια του 18ου αιώνα, σήμερα έχουν απορριφθεί ή τουλάχιστον περιοριστεί οι θεωρίες ότι σε όλες τις προηγούμενες εποχές το παιδί δεν απολάμβανε τη στοργή και τις φροντίδες των γονέων του. Οι σύγχρονοι προβληματισμοί προσανατολίζουν τις έρευνες στην αναζήτηση της εξέλιξης των κοινωνικών αντιλήψεων για την παιδική ηλικία εντάσσοντας τους ανηλίκους στο χώρο και στο χρόνο που ανήκουν και λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες των πολέμων, των πολιορκιών, των φυσικών καταστροφών, των λιμών και των λοιμών. Οι σύνθετες αυτές έρευνες προϋποθέτουν εκμετάλλευση όλων των διαθέσιμων πηγών, των γραπτών, αλλά και των εικονογραφικών που εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας και απαντούν σε πολλά από τα ερωτήματα του παρελθόντος.

6/10/10

Άμεσοι διάδοχοι του Ιουστινιανού [15]

Όταν η δυναμική φυσιογνωμία του Ιουστινιανού εξέλιπε, όλο το τεχνικό σύστημα της διοίκησής του, που για ένα χρονικό διάστημα ισορρόπησε την αυτοκρατορία, καταστράφηκε. «Όταν πέθανε», λέει ο Bury, «οι άνεμοι ελευθερώθηκαν από τη φυλακή οι διαλυτικοί παράγοντες άρχισαν να δρουν με όλη τους τη δύναμη, το τεχνικό σύστημα κατέρρευσε και η μεταμόρφωση της αυτοκρατορίας, η οποία ασφαλώς για αρκετό διάστημα είχε προοδεύσει... τώρα άρχισε να προχωρεί γρήγορα και αισθητά».
Η περίοδος μεταξύ 565 και 610 ανήκει στις πιο ατυχείς περιόδους της Βυζαντινής ιστορίας. Κατά τη διάρκειά της βασίλευαν παντού η αναρχία, η φτώχεια και οι αρρώστιες. Η ανωμαλία της περιόδου αυτής έκανε τον Ιωάννη της Εφέσου (ιστορικό της εποχής του Ιουστίνου Β') να μιλάει για το τέλος του κόσμου.
«Ίσως δεν υπάρχει άλλη περίοδος της ιστορίας», λέει ο Finlay, «κατά την οποία η κοινωνία βρισκόταν σε μια τέτοια κατάσταση διεθνούς ηθικής αποσύνθεσης». Τα γεγονότα όμως της περιόδου αυτής δείχνουν ότι η φοβερή αυτή εικόνα αποτελεί κάποια υπερβολή και ότι πρέπει να διορθωθεί.
Τον Ιουστινιανό διαδέχθηκαν ο Ιουστίνος Β', ο νεώτερος (565-578), ο Τιβέριος Β' (578-582), ο Μαυρίκιος (582-602) και ο Φωκάς (602-610). Ο πιο σπουδαίος απ’ αυτούς τους τέσσερις αυτοκράτορες υπήρξε ο ενεργητικός στρατιώτης και ικανός ηγέτης Μαυρίκιος. Η σύζυγος του Ιουστίνου Β', Σοφία, που με τη δυνατή της θέληση, έμοιαζε πολύ της Θεοδώρας, επηρέαζε πολύ τις υποθέσεις του κράτους.
Τα πιο σημαντικά γεγονότα της εξωτερικής ζωής της αυτοκρατορίας, την περίοδο αυτή, ήταν ο Περσικός πόλεμος, ο αγώνας με τους Σλάβους και τους Αβάρους στη Βαλκανική χερσόνησο και η κατοχή της Ιταλίας από τους Λογγοβάρδους. Όσον αφορά την εσωτερική ζωή της αυτοκρατορίας, έχουμε να παρατηρήσουμε δύο σημαντικά γεγονότα: τη σταθερή ορθόδοξη τακτική των αυτοκρατόρων και τον σχηματισμό δύο Εξαρχόντων.

ΟΙ ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
Η «πεντηκονταετής» ειρήνη, που είχε κάνει με την Περσία ο Ιουστινιανός, διακόπηκε το 562 ύστερα από άρνηση του Ιουστίνου να συνεχίσει την πληρωμή χρημάτων. Η κοινή εχθρότητα προς την Περσία συντέλεσε στην ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και των Τούρκων, που είχαν εμφανιστεί λίγο νωρίτερα στη δυτική Ασία, στις ακτές της Κασπίας θάλασσας. Κατείχαν την περιοχή μεταξύ Κίνας και Περσίας, θεωρώντας τους Πέρσες ως τους κύριους εχθρούς. Τούρκοι πρεσβευτές διέσχισαν τα βουνά του Καυκάσου και, ύστερα από ένα μεγάλο ταξίδι, έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και τους έγινε μια εξαιρετική υποδοχή. Αμέσως άρχισαν να δημιουργούνται σχέδια για μια αμυντική κι επιθετική Τουρκο-βυζαντινή συμμαχία κατά της Περσίας. Η τουρκική πρεσβεία έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση στην κυβέρνηση του Βυζαντίου, προσφέροντας τη μεσολάβηση των Τούρκων για το εμπόριο με την Κίνα, προσφέροντας δηλαδή εκείνο που τόσο ζητούσε ο Ιουστινιανός, με μόνη τη διαφορά ότι, ενώ ο Ιουστινιανός έλπιζε να τακτοποιήσει το ζήτημα αυτό μέσω ενός θαλάσσιου δρόμου, στο νότο, με τη βοήθεια των Αιθιόπων, οι Τούρκοι πρόσφεραν το βόρειο, δια ξηράς, δρόμο. Οι συζητήσεις όμως για τη δημιουργία συμμαχίας για μια συνδυασμένη δράση κατά της Περσίας δεν καρποφόρησαν, επειδή η Βυζαντινή αυτοκρατορία στα τέλη του 6ου αιώνα ήταν απασχολημένη με τα ζητήματα της Δύσης και κυρίως με την Ιταλία, όπου επιτίθονταν οι Λογγοβάρδοι. Εκτός απ’ αυτό, ο Ιουστίνος θεωρούσε τις στρατιωτικές δυνάμεις των Τούρκων ανεπαρκείς.
Το αποτέλεσμα της σύντομης Ρωμαιο-τουρκικής φιλίας, υπήρξε η ένταση των σχέσεων Βυζαντίου και Περσίας. Στη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστίνου, του Τιβερίου και του Μαυρίκιου υπήρχε σχεδόν συνεχώς εμπόλεμη κατάσταση με τους Πέρσες, και μάλιστα στη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστίνου Β' ο πόλεμος υπήρξε πολύ ατυχής για το Βυζάντιο. Η πολιορκία γύρω από τη Νισίβη εγκαταλείφθηκε, οι Άβαροι (προερχόμενοι πέρα από τον Δούναβη) εισέβαλαν στις βυζαντινές επαρχίες της Βαλκανικής και το Δάρας, μια σπουδαία οχυρωμένη συνοριακή πόλη, μετά από 6 μηνών πολιορκία, ήρθε στην κατοχή των Περσών. Η απώλεια αυτή επηρέασε πολύ τον Ιουστίνο, που παραφρόνησε. Και μόνο χάρη στην αυτοκράτειρα Σοφία, η οποία πλήρωσε 45.000 κομμάτια χρυσού, κατορθώθηκε μια ανακωχή ενός έτους (574). Ένα χρονικό της Συρίας, του 12ου αιώνα, με βάση φυσικά μια παλαιότερη πηγή, παρατηρεί ότι «όταν ο αυτοκράτορας έμαθε ότι το Δάρας έπεσε... απελπίστηκε και διέταξε να κλείσουν τα καταστήματα και να σταματήσει το εμπόριο».
Ο περσικός πόλεμος, επί Τιβερίου και Μαυρικίου, υπήρξε πιο επιτυχής για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, χάρη στο ότι η ικανότητα του Μαυρικίου ενισχύθηκε και από εσωτερικές ανωμαλίες της Περσίας. Η συνθήκη ειρήνης, την οποία πέτυχε ο Μαυρίκιος, είναι πολύ σπουδαία: η περσική Αρμενία και η ανατολική Μεσοποταμία (μαζί και με την πόλη Δάρας) παραχωρούνταν στο Βυζάντιο, ο ταπεινωτικός όρος πληρωμής χρημάτων καταργείτο και, τελικά, η αυτοκρατορία, ελεύθερη από την περσική απειλή, μπορούσε να συγκεντρώσει την προσοχή της στις υποθέσεις των Αβάρων και των Σλάβων στη Βαλκανική χερσόνησο.
Ένας άλλος πόλεμος με την Περσία άρχισε στη διάρκεια της βασιλείας του Φωκά, αλλά ο πόλεμος αυτός δεν αναφέρεται εδώ, επειδή, ενώ υπήρξε σημαντικός για την αυτοκρατορία, δεν τέλειωσε μέχρι την εποχή του Ηράκλειου.

ΣΛΑΒΟΙ ΚΑΙ ΑΒΑΡΟΙ
Μετά το θάνατο του Ιουστινιανού συνέβηκαν πολύ σπουδαία γεγονότα στη Βαλκανική χερσόνησο, τα οποία δυστυχώς δεν γνωρίζουμε πολύ καλά λόγω του ελλιπούς πληροφοριακού υλικού.
Στη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού οι Σλάβοι, συχνά επιτίθονταν κατά των επαρχιών της Βαλκανικής χερσονήσου, εισχωρώντας μακριά, προς το νότο και απειλώντας μερικές φορές ακόμα και τη Θεσσαλονίκη. Οι εισβολές αυτές συνεχίστηκαν και μετά το θάνατο του Ιουστινιανού. Υπήρχαν τότε στις επαρχίες του Βυζαντίου αρκετοί Σλάβοι, οι οποίοι σιγά - σιγά κατέλαβαν τη χερσόνησο, βοηθούμενοι από τους Αβάρους, λαό τουρκικής προέλευσης, που ζούσε την εποχή αυτή στην Παννονία. Οι Σλάβοι και οι Άβαροι απείλησαν την πρωτεύουσα και τις ακτές της θάλασσας του Μαρμαρά και το Αιγαίο και εισχώρησαν στην Ελλάδα μέχρι την Πελοπόννησο. Η φήμη των εισβολών αυτών έφτασε στην Αίγυπτο όπου ο Ιωάννης, επίσκοπος Νικίου, έγραφε, τον 7ο αιώνα, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φωκά: «Αναφέρεται ότι οι βασιλείς της εποχής αυτής, με τη βοήθεια των βαρβάρων, των ξένων εθνών και των Ιλλυριών, λεηλάτησαν τις πόλεις των Χριστιανών αιχμαλωτίζοντας τους πληθυσμούς τους και ότι δε σώθηκε καμιά πόλη, εκτός από τη Θεσσαλονίκη, της οποίας τα τείχη ήταν πολύ ισχυρά και που έμεινε με τη βοήθεια του Θεού ελεύθερη». Ένας Γερμανός επιστήμονας του 19ου αιώνα, ανέπτυξε τη θεωρία ότι στα τέλη του 6ου αιώνα οι Έλληνες καταστράφηκαν τελείως από τους Σλάβους. Οι σχετικές με το πρόβλημα της εγκατάστασης των Σλάβων στη Βαλκανική χερσόνησο μελέτες, στηρίζονται πολύ στις «Πράξεις» του υπερασπιστή της Θεσσαλονίκης μάρτυρος Δημητρίου.
Στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αιώνα, η επίμονη κίνηση των Σλάβων και Αβάρων, που ο στρατός του Βυζαντίου δεν μπορούσε να σταματήσει, δημιούργησε μια βαθιά εθνογραφική αλλαγή στη χερσόνησο, η οποία κατοικήθηκε σε μεγάλη έκταση από Σλάβους αποίκους. Οι συγγραφείς της περιόδου αυτής γνώριζαν πολύ λίγο τις βόρειες φυλές γενικά και δεν ξεχώριζαν τους Σλάβους από τους Αβάρους, επειδή κτυπούσαν την αυτοκρατορία από κοινού.
Μετά το θάνατο του Ιουστινιανού, η Ιταλία υποστηριζόταν ανεπαρκώς κατά των επιθέσεων των εχθρών, πράγμα που εξηγεί τη γρήγορη και εύκολη κατάκτησή της από μια νέα γερμανική φυλή, τους Λογγοβάρδους, οι οποίοι παρουσιάστηκαν λίγα μόνο χρόνια, αφού ο Ιουστινιανός κατέστρεψε το βασίλειο των Οστρογότθων.
Στα μέσα του 6ου αιώνα οι Λογγοβάρδοι, ενωμένοι με τους Αβάρους, κατέστρεψαν το βασίλειο της βάρβαρης φυλής των Γέπιδων, που ήταν στον μέσο Δούναβη. Αργότερα, φοβούμενοι τους συμμάχους τους, κινήθηκαν από την Παννονία προς την Ιταλία, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, υπό την αρχηγία του βασιλιά τους (Konung). Αποτελούνταν από διάφορες φυλές, ανάμεσα στις οποίες ήταν αρκετοί Σάξονες.
Όπως αναφέρει η παράδοση, ο στρατηγός του Ιουστινιανού και διοικητής της Ιταλίας, Ναρσής, είναι εκείνος που προσκάλεσε τους Λογγοβάρδους στην Ιταλία. Η κατηγορία αυτή όμως είναι ανακριβής. Ο Ναρσής, όταν έγινε αυτοκράτορας ο Ιουστίνος Β', παραιτήθηκε λόγω της ηλικίας του και πέθανε ύστερα από λίγο καιρό στη Ρώμη.
Το 568 οι Λογγοβάρδοι μπήκαν στη βόρεια Ιταλία. Άγριοι και βάρβαροι, όπως ήταν, λεηλάτησαν όλα τα μέρη από όπου πέρασαν και σύντομα κατέλαβαν τη Β. Ιταλία, η οποία έγινε γνωστή ως Λομβαρδία. Ο διοικητής της Ιταλίας, μην έχοντας τα μέσα να αντισταθεί, έμεινε κλεισμένος στη Ραβέννα, την οποία προσπέρασαν οι βάρβαροι καθώς προχωρούσαν προς τα νότια. Οι μεγάλες τους ορδές απλώθηκαν σχεδόν σ’ όλη τη χερσόνησο, υποδουλώνοντας με μεγάλη ευκολία όλες τις απροστάτευτες πόλεις. Έφτασαν στη Ν. Ιταλία και γρήγορα κατέλαβαν το Βενεβέντο.[1] Αν και δεν κατέλαβαν τη Ρώμη, κύκλωσαν την επαρχία της Ρώμης από τρία μέρη: από τον βορρά, την ανατολή και το νότο. Έκοψαν κάθε επαφή της με τη Ραβέννα έτσι ώστε η Ρώμη να μην μπορεί να περιμένει βοήθεια, επειδή ήταν ακόμα πιο δύσκολο να σταλεί βοήθεια από τους απομακρυσμένους ηγέτες της Κωνσταντινούπολης, που αντιμετώπιζαν μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της ιστορίας της Ανατολής. Οι Λογγοβάρδοι γρήγορα ίδρυσαν στην Ιταλία ένα μεγάλο γερμανικό βασίλειο. Ο Τιβέριος και ακόμα πιο έντονα ο Μαυρίκιος προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια συμμαχία με τον Φράγκο βασιλιά Childebert II (570-595), ελπίζοντας να τον πείσουν να χτυπήσει τους Λογγοβάρδους στην Ιταλία, αλλά η προσπάθειά τους απέτυχε. Αντηλλάγησαν πολλές πρεσβείες κι ο Φράγκος βασιλιάς έστειλε πολλές φορές στρατό στην Ιταλία, όχι για να βοηθήσει τον Μαυρίκιο, αλλά μάλλον για να αποκτήσει και πάλι, για τον εαυτό του, τις παλιές κτήσεις των Φράγκων. Χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 150 χρόνια πριν οι βασιλείς των Φράγκων κατορθώσουν να καταστρέψουν, ύστερα από έκκληση του Πάπα όμως και όχι του αυτοκράτορα, την κυριαρχία των Λογγοβάρδων στην Ιταλία. Η Ρώμη, εγκαταλελειμμένη στην τύχη της, αφού απέκρουσε περισσότερες από μια πολιορκίες των Λογγοβάρδων, βρήκε τον υπερασπιστή της στο πρόσωπο του Πάπα, ο οποίος ήταν αναγκασμένος όχι μόνο να φροντίζει για την πνευματική ζωή του ποιμνίου του, αλλά και να οργανώνει την άμυνα της πόλης εναντίον των Λογγοβάρδων. Την εποχή αυτή, στα τέλη του 6ου αιώνα, η Ρωμαϊκή εκκλησία παρουσίασε έναν από τους πιο αξιόλογους ηγέτες της, τον Πάπα Γρηγόριο Α', τον Μεγάλο. Υπήρξε αρχικά παπικός αποκρισάρης ή νούντσιος[2] στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμεινε περίπου 6 χρόνια δίχως να κατορθώσει να μάθει ούτε τα βασικά στοιχεία της ελληνικής γλώσσας. Παρά τη δυσκολία του αυτή όμως, ήξερε πολύ καλά τη ζωή και την τακτική της Κωνσταντινούπολης.
Οι επιτυχίες των Λογγοβάρδων στην Ιταλία δείχνουν καθαρά την αποτυχία της εξωτερικής πολιτικής του Ιουστινιανού, στη Δύση, όπου η αυτοκρατορία δεν μπορούσε να διατηρεί αρκετές δυνάμεις για να συγκρατεί το βασίλειο των Οστρογότθων που κατέκτησε. Θεμελίωσαν επίσης τη βαθμιαία απομάκρυνση της Ιταλίας από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και την εξασθένηση της πολιτικής εξουσίας του αυτοκράτορα στην Ιταλία.

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Οι διάδοχοι του Ιουστινιανού υποστήριξαν την Ορθοδοξία και μερικές φορές, όπως συνέβηκε επί Ιουστίνου Β', οι Μονοφυσίτες υπέστησαν σοβαρούς διωγμούς. Οι σχέσεις μεταξύ Βυζαντινής αυτοκρατορίας και Ρωμαϊκής εκκλησίας (στη διάρκεια της βασιλείας του Μαυρίκιου και του Φωκά) είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Ο Γρηγόριος διαμαρτυρήθηκε για τον τίτλο «οικουμενικός», που έφερε ο επίσκοπος Κωνσταντινούπολης και σ’ ένα γράμμα του προς τον Μαυρίκιο, ο Γρηγόριος κατηγορεί τον Πατριάρχη Ιωάννη τον Νηστευτή για αλαζονεία.
«Είμαι αναγκασμένος», γράφει ο Πάπας, «να φωνάξω δυνατά και να πω Ο tempora! O mores! Όταν, ενώ όλη η Ευρώπη έχει παραδοθεί στη δύναμη των βαρβάρων, οι πόλεις καταστρέφονται, οι πεδιάδες ερημώνονται, οι επαρχίες εγκαταλείπονται, οι άντρες δεν οργώνουν πια τη γη, οι ειδωλολάτρες λυσσούν για τη σφαγή των πιστών, οι ιερείς, που έπρεπε ταπεινά να θρηνούν σκυμμένοι στη γη, ζητούν για τους εαυτούς τους νέους και βέβηλους τίτλους ματαιότητας και δόξας. Μήπως στην περίπτωση αυτή υποστηρίζω τον εαυτό μου; Μήπως μνησικακώ για την αδικία που μου γίνεται; Όχι. Υπερασπίζομαι τον Παντοδύναμο Θεό και την παγκόσμια εκκλησία. Πρέπει να ξεπέσει εκείνος που αδικεί την παγκόσμια εκκλησία, εκείνος που υπερηφανεύεται, εκείνος που θέτει τον εαυτό του πάνω από την αξιοπρέπεια της αυτοκρατορίας, διεκδικώντας έναν ιδιαίτερο για τον εαυτό του τίτλο».
Ο Πάπας δεν πέτυχε την επιθυμητή παραχώρηση και για ένα διάστημα σταμάτησε να στέλνει τον αντιπρόσωπό του στην Κωνσταντινούπολη. Όταν το 602 εξερράγη στην πρωτεύουσα μια επανάσταση κατά του Μαυρίκιου, ο Πάπας Γρηγόριος έστειλε μια εγκωμιαστική επιστολή στο νέο αυτοκράτορα, τον ανόητο Φωκά:
«Ας είναι δοξασμένος ο Θεός... Ας ευφραίνονται οι ουρανοί και ας αγάλλεται η γη (Ψαλμός 96:11). Εμπρός ας χαρεί για τις αγαθές σου πράξεις όλος ο λαός της Δημοκρατίας που μέχρι τώρα έχει υπερβολικά λυπηθεί. Ας αποδοθεί στον καθένα η ελευθερία του κάτω από την καθοδήγηση της ευσεβούς αυτοκρατορίας. Διότι υπάρχει η εξής διαφορά μεταξύ των βασιλέων των άλλων εθνών και των αυτοκρατόρων: ότι δηλαδή οι βασιλείς είναι κύριοι των σκλάβων, ενώ οι αυτοκράτορες του Ρωμαϊκού κράτους είναι κύριοι ελεύθερων ανθρώπων».
Ο Φωκάς ευχαριστήθηκε τόσο πολύ ώστε αργότερα απαγόρευσε στον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης να φέρει τον τίτλο «Οικουμενικός», δηλώνοντας ότι «ο αποστολικός θρόνος του απόστολου Πέτρου είναι η κεφαλή όλων των Εκκλησιών».
Έτσι, ενώ ο Φωκάς αντιμετώπισε ήττες σε όλες του τις προσπάθειες (εσωτερικές και εξωτερικές) και ενώ ενέπνεε στους υπηκόους του την οργή και την αντιπάθεια, οι σχέσεις του με τη Ρώμη, χάρη στις υποχωρήσεις που έκανε στον Πάπα, υπήρξαν ειρηνικές και φιλικές σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του. Σε ανάμνηση των φιλικών αυτών σχέσεων, ο Έξαρχος της Ραβέννας ανήγειρε στη Ρωμαϊκή αγορά μια στήλη (που σώζεται ακόμα) με επαινετικές επιγραφές για τον Φωκά.

Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΞΑΡΧΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 610
Σχετική με τις κατακτήσεις των Λογγοβάρδων είναι και μια σημαντική μεταβολή που έγινε στη διοίκηση της Ιταλίας, η οποία μαζί με μια παρόμοια καινοτομία που έγινε στη διοίκηση της Β. Αφρικής, έθεσε τις βάσεις για τη νέα διοίκηση των επαρχιών της αυτοκρατορίας: το σύστημα δηλαδή των Θεμάτων.
Οι αρχές της Ιταλίας δεν μπόρεσαν να αντισταθούν όπως έπρεπε στους Λογγοβάρδους, οι οποίοι κατέλαβαν τα 2/3 της χερσονήσου με μεγάλη ευκολία. Για το λόγο αυτόν, αντιμετωπίζοντας το μεγάλο κίνδυνο, η κυβέρνηση του Βυζαντίου, αποφάσισε να ενισχύσει την εξουσία της στην Ιταλία, αναθέτοντας την πολιτική διοίκηση στα χέρια των στρατιωτικών διοικητών. Τη διοίκηση της Ιταλίας θα αναλάμβανε ένας στρατιωτικός γενικός διοικητής, ο Έξαρχος, ο οποίος θα διεύθυνε από τη Ραβέννα όλη τη δράση των πολιτικών υπαλλήλων. Η δημιουργία του Εξαρχάτου της Ραβέννας ανάγεται στα τέλη του 6ου αιώνα, την εποχή δηλαδή του αυτοκράτορα Μαυρίκιου. Ο συνδυασμός των διοικητικών και των δικαστικών υπηρεσιών με τη στρατιωτική εξουσία δεν είχε ως αποτέλεσμα την άμεση κατάργηση των ανώτερων πολιτικών υπαλλήλων, οι οποίοι συνέχιζαν το έργο τους μαζί με τους στρατιωτικούς διοικητές, αλλά κάτω από την καθοδήγηση του στρατιωτικού Έξαρχου. Μόνον αργότερα φαίνεται ότι οι ανώτεροι πολιτικοί υπάλληλοι αντικαταστάθηκαν τελείως από τις στρατιωτικές αρχές. Ο Έξαρχος, ως αντιπρόσωπος της αυτοκρατορικής δύναμης, ακολούθησε στη διοίκησή του ορισμένες αρχές του καισαροπαπισμού, που τόσο πολύ ευνοούσαν οι αυτοκράτορες. Η τακτική αυτή εκδηλωνόταν με πράξεις τέτοιες, όπως είναι η επέμβαση στις θρησκευτικές υποθέσεις του Εξαρχάτου. Απεριόριστος στην εξουσία του, ο Έξαρχος, απολάμβανε αυτοκρατορικές τιμές. Το ανάκτορό του στη Ραβέννα θεωρείτο ιερό και ονομαζόταν Sacrum palatium, με όνομα δηλαδή που συνήθως δινόταν στην αυτοκρατορική κατοικία. Όταν ερχόταν στη Ρώμη τού γινόταν αυτοκρατορική υποδοχή: η Σύγκλητος, ο κλήρος και ο λαός τον συναντούσαν με μια θριαμβευτική πομπή, έξω από τα τείχη της πόλης. Όλες οι στρατιωτικές υποθέσεις, η διοίκηση, καθώς και οι δικαστικές και οικονομικές υποθέσεις, ήταν στη διάθεση του Έξαρχου.
Όπως το Εξαρχάτο της Ραβέννας δημιουργήθηκε εξαιτίας των επιθέσεων των Λογγοβάρδων στην Ιταλία, έτσι διαμορφώθηκε το Εξαρχάτο της Αφρικής λόγω της απειλής των Αφρικανών μαύρων ή, όπως μερικές φορές ονομάζονται στα βιβλία, Βέρβερων, οι οποίοι συχνά επαναστατούσαν κατά του στρατού του Βυζαντίου, που κατείχε τη χώρα αυτή. Η διαμόρφωση του Εξαρχάτου της Αφρικής ή της Καρχηδόνας[3] ανάγεται επίσης στα τέλη του 6ου αιώνα, στην εποχή δηλαδή του αυτοκράτορα Μαυρίκιου. Το Εξαρχάτο της Αφρικής διαμορφώθηκε, όπως και αυτό της Ραβέννας, διαθέτοντας την ίδια απεριόριστη δύναμη.
Φυσικά μόνον η εξαιρετική ανάγκη οδήγησε τον αυτοκράτορα στο να δημιουργήσει μια τέτοια απεριόριστη εξουσία, όπως αυτή του Έξαρχου, που κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες μπορούσε να μεταβληθεί σε πολύ επικίνδυνο αντίπαλο του ίδιου του αυτοκράτορα. Και πράγματι, ο Έξαρχος της Αφρικής επαναστάτησε κατά του Φωκά, ενώ ο γιος του Έξαρχου έγινε αυτοκράτορας το 610.
Στην Αφρική οι Έξαρχοι εκλέγονταν πολύ σοφά από τον Μαυρίκιο και διέθεταν μεγάλη ικανότητα και ενεργητικότητα για τη διοίκηση της χώρας και την επιτυχημένη άμυνά της κατά των επιθέσεων των εγχωρίων. Αφετέρου οι Έξαρχοι της Ραβέννας ήταν ανίκανοι να υπερνικήσουν την απειλή των Λογγοβάρδων.
Όπως λέει ο Γάλλος επιστήμονας Diehl, τα δύο Εξαρχάτα πρέπει να θεωρηθούν ως πρόδρομοι των Θεμάτων, της μεταρρύθμισης δηλαδή της διοίκησης των επαρχιών, που άρχισε τον 7ο αιώνα για να απλωθεί σιγά - σιγά σε όλη την αυτοκρατορία και της οποίας κύριο χαρακτηριστικό υπήρξε η βαθμιαία επικράτηση της στρατιωτικής επί της πολιτικής εξουσίας. Ενώ οι επιθέσεις των Λογγοβάρδων και των Βερβερίνων προκάλεσαν σημαντικές μεταβολές στη Δύση και το Βορρά, στα τέλη του 6ου αιώνα, οι επιθέσεις των Περσών και των Αβάρων προκάλεσαν αργότερα την ανάληψη ίδιων μέτρων στην Ανατολή, ενώ η επίθεση των Σλάβων και των Βουλγάρων οδήγησαν σε παρόμοιες μεταρρυθμίσεις στη Βαλκανική χερσόνησο.
Η σχετική με τους Αβάρους και τους Πέρσες αποτυχημένη εξωτερική πολιτική του Φωκά, καθώς και η τυραννική του συμπεριφορά, με την οποία προσπαθούσε να συγκρατήσει τη θέση του, οδήγησαν τελικά στην επανάσταση του Έξαρχου της Αφρικής Ηράκλειου. Η Αίγυπτος γρήγορα προσχώρησε στην επανάσταση και ο στόλος της Αφρικής υπό την καθοδήγηση του γιου του Έξαρχου, που ονομαζόταν επίσης Ηράκλειος, έπλευσε προς την πρωτεύουσα, η οποία εγκατέλειψε τον Φωκά και ήρθε με το μέρος του Ηράκλειου. Ο Φωκάς συνελήφθη και εκτελέστηκε, ενώ ο Ηράκλειος έγινε αυτοκράτορας. Έτσι άρχισε μια νέα δυναστεία.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΣΛΑΒΩΝ - ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ FALLMERAYER
Οι σχετικές με τις εισβολές των Σλάβων έρευνες (που έγιναν τον 6ο αιώνα στη Βαλκανική χερσόνησο), οδήγησαν στις αρχές του 19ου αιώνα στη δημιουργία της θεωρίας του πλήρους εκσλαβισμού της Ελλάδας, με αποτέλεσμα να προκύψουν μεταξύ των επιστημόνων έντονες φιλονικίες.
Τα πρώτα 20 χρόνια του προπερασμένου αιώνα, όταν όλη η Ευρώπη έδειχνε τη συμπάθειά της για τους Έλληνες που επαναστάτησαν εναντίον των Τούρκων, όταν αυτοί οι υπέρμαχοι της ελευθερίας με την ηρωική τους αντίσταση, πέτυχαν την ανεξαρτησία τους και δημιούργησαν, με τη βοήθεια των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ένα ανεξάρτητο ελληνικό βασίλειο, όταν η ενθουσιώδης Ευρώπη έβλεπε αυτούς τους ήρωες σαν παιδιά της αρχαίας Ελλάδας, αναγνωρίζοντας σ’ αυτούς τα χαρακτηριστικά του Λεωνίδα, του Επαμεινώνδα και του Φιλοποιμένα, τότε, από μια μικρή γερμανική πόλη ήρθε μια φωνή που εξέπληξε την Ευρώπη με τη δήλωση ότι ούτε μια σταγόνα πραγματικό ελληνικό αίμα δεν τρέχει στις φλέβες των κατοίκων του νέου ελληνικού βασιλείου, ότι όλη η μεγαλόψυχη προσπάθεια της Ευρώπης να βοηθήσει τα παιδιά της Ελλάδας, στηρίχθηκε σε μια παρανόηση και ότι ο αρχαίος ελληνικός παράγοντας είχε προ καιρού εξαφανιστεί και αντικατασταθεί από νέους τελείως ξένους παράγοντες, των οποίων κύρια προέλευση υπήρξαν οι Σλάβοι και οι Αλβανοί. Ο άνθρωπος που διακινδύνευσε να υποστηρίξει τολμηρά αυτή τη νέα θεωρία, που πρόσβαλε τρομερά τις πεποιθήσεις της Ευρώπης, ήταν ο Fallmerayer, καθηγητής τότε της Γενικής Ιστορίας σ’ ένα γερμανικό λύκειο.
Στον πρώτο τόμο της «Ιστορίας της Χερσονήσου του Μοριά κατά τον Μεσαίωνα», που κυκλοφόρησε το 1830, ο Fallmerayer έγραφε τα εξής:
«Η ελληνική φυλή έχει τελείως εξολοθρευτεί από την Ευρώπη. Η φυσική ωραιότητα, το μεγαλείο του πνεύματος, η απλότητα των συνηθειών, η καλλιτεχνική δημιουργία, οι αγώνες, οι πόλεις, τα χωριά, το μεγαλείο των μνημείων και των ναών, ακόμα και το όνομα του λαού, έχουν εξαφανιστεί από την Ελλάδα. Ένα διπλό στρώμα από ερείπια κι ο βόρβορος δύο νέων και διαφορετικών φυλών καλύπτει τους τάφους των αρχαίων Ελλήνων. Τα αθάνατα έργα του ελληνικού πνεύματος και μερικά αρχαία ερείπια, που βρίσκονται στην Ελλάδα, αποτελούν τώρα τη μόνη απόδειξη του ότι πριν από πολλά χρόνια υπήρχε ένας λαός σαν τους Έλληνες. Και αν δεν υπήρχαν αυτά τα ερείπια, οι τάφοι και τα μαυσωλεία, αν δεν υπήρχε η ελεεινή αυτή τύχη των κατοίκων της, για τους οποίους οι σημερινοί Ευρωπαίοι, σ’ ένα ξέσπασμα ανθρώπινων αισθημάτων, έδειξαν όλη τους την τρυφερότητα, το θαυμασμό, τη λύπη και την ευγλωττία, θα ήταν δυνατόν να πούμε ότι εκείνο που βγήκε από τα βάθη της ψυχής τους ήταν ένας κενός οραματισμός, μια δίχως ζωή φαντασία, κάτι τέλος το αφύσικο. Διότι ούτε μια απλή σταγόνα γνήσιου ελληνικού αίματος δεν τρέχει στις φλέβες των χριστιανών κατοίκων της σύγχρονης Ελλάδας. Μια τρομερή καταιγίδα διασκόρπισε μέχρι την πιο μακρινή γωνιά της Πελοποννήσου μια νέα φυλή συγγενή προς τη μεγάλη φυλή των Σλάβων. Οι Σκύθες Σλάβοι, οι Ιλλυριοί Αρναούτες, οι συγγενικοί με τους Σέρβους και τους Βούλγαρους λαοί, οι Δαλματοί και οι Μόσκοβοι, αυτοί είναι εκείνοι που τώρα ονομάζουμε Έλληνες και των οποίων τη γενεαλογία, προς μεγάλη τους έκπληξη, ανάγουμε στον Περικλή και τον Φιλοποιμένα... Ένας λαός με σλαβικά χαρακτηριστικά και τοξοειδείς βλεφαρίδες και σκληρά χαρακτηριστικά Αλβανών βοσκών του βουνού, φυσικά δεν προέρχονται από το αίμα του Νάρκισσου, του Αλκιβιάδη και του Αντίνοου. Μόνο μια δυνατή ρομαντική φαντασία μπορεί ακόμα να ονειρεύεται μια αναγέννηση στις μέρες μας των αρχαίων Ελλήνων με τον Σοφοκλή τους και τον Πλάτωνά τους».
Η γνώμη του Fallmerayer ήταν ότι οι σλαβικές επιδρομές του 6ου αιώνα δημιούργησαν μια κατάσταση, βάσει της οποίας η Βυζαντινή αυτοκρατορία, χωρίς να έχει χάσει ούτε μια επαρχία, μπορούσε να θεωρεί ως υπηκόους της μόνο τον πληθυσμό των παραλιακών επαρχιών και των οχυρωμένων πόλεων. Η εμφάνιση των Αβάρων στην Ευρώπη υπήρξε ένας σημαντικός σταθμός για την ιστορία της Ελλάδας, γιατί έφεραν μαζί τους τούς Σλάβους, τους οποίους ώθησαν να κατακτήσουν το ιερό έδαφος της Ελλάδας και της Πελοποννήσου.
Ο Fallmerayer στήριξε τη θεωρία του κυρίως στις πληροφορίες του εκκλησιαστικού ιστορικού του 6ου αιώνα Ευαγρίου, ο οποίος γράφει ότι «οι Άβαροι επιτέθηκαν δυο φορές μέχρι το Μακρό Τείχος και κατέλαβαν τη Σιγγιδώνα (Βελιγράδι), την Αγχίαλο και όλη την Ελλάδα, καταστρέφοντας και καίγοντας το κάθε τι, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων ήταν απασχολημένο στην Ανατολή».
Το γεγονός ότι ο Ευάγριος αναφέρει όλη την Ελλάδα, έδωσε τη δυνατότητα στον Fallmerayer να μιλάει για την εξόντωση του ελληνικού έθνους στην Πελοπόννησο. Οι «Άβαροι», τους οποίους αναφέρει ο Ευάγριος, δεν ενόχλησαν τον Γερμανό επιστήμονα επειδή, την εποχή εκείνη, οι Άβαροι κτυπούσαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία ενωμένοι με τους Σλάβους. Αυτή η εισβολή όμως, την οποία ο Fallmerayer τοποθετεί στο 589, δεν εξολόθρευσε τελείως τους Έλληνες. Το τελικό κτύπημα εναντίον του πληθυσμού της Ελλάδας, όπως πιστεύει ο Fallmerayer, ήρθε με τη μετάδοση από την Ιταλία της πανώλης, το 746. Στο γεγονός αυτό αναφέρεται και ο αυτοκράτορας - συγγραφέας του 10ου αιώνα, Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, ο οποίος παρατηρεί ότι ύστερα από τον τρομερό αυτόν λοιμό «όλη η χώρα εκσλαβίστηκε και έγινε βάρβαρη». Ο Fallmerayer θεωρεί το έτος του θανάτου του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Κοπρώνυμου (775) ως το έτος κατά το οποίο η χώρα για μια φορά ακόμα (αλλά αυτή τη φορά τελείως) γέμισε από Σλάβους, οι οποίοι σιγά - σιγά κάλυψαν την Ελλάδα με τις πόλεις τους και τα χωριά τους.
Αργότερα, σ’ ένα άλλο του έργο, ο Fallmerayer εφάρμοσε τα συμπεράσματά του στην Αττική χωρίς να έχει πραγματικές βάσεις. Στο δεύτερο τόμο της «Ιστορίας της Χερσονήσου του Μοριά» υποστήριξε μια νέα αλβανική θεωρία, με βάση την οποία παρουσιάζεται ότι οι Έλληνες - Σλάβοι, που κατοικούσαν την Ελλάδα διώχθηκαν από Αλβανούς αποίκους, κατά τον 14ο αιώνα, και συνεπώς η Ελληνική Επανάσταση του 19ου αιώνα υπήρξε στην πραγματικότητα έργο των Αλβανών.
Ως πρώτος σοβαρός αντίπαλος του Fallmerayer παρουσιάστηκε ο Γερμανός ιστορικός Carl Hopf, ο οποίος αφού μελέτησε προσεκτικά το πρόβλημα των Σλάβων δημοσίευσε μια «Ιστορία της Ελλάδας από τις αρχές του Μεσαίωνα μέχρι την εποχή μας» (δηλαδή το 1867). Αλλά ο Hopf, επιθυμώντας να μειώσει με κάθε τρόπο τη σημασία του σλαβικού παράγοντα στην Ελλάδα, έπεσε σε άλλη ακρότητα. Κατά την κρίση του, στην Ελλάδα υπήρχαν Σλάβοι άποικοι μόνο από το 750 μέχρι το 807, ενώ πριν από το 750 δεν υπήρχε ούτε ένας Σλάβος. Ο Hopf απέδειξε ότι η ιδέα του Fallmerayer, περί εκσλαβισμού της Αττικής, στηρίχθηκε σε λανθασμένα δεδομένα.
Η άφθονη επί του θέματος φιλολογία (πολλές φορές αντιφατική και χωρίς συνέπεια) δίνει οπωσδήποτε αρκετά βασικά στοιχεία τα οποία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι Σλάβοι είχαν εγκατασταθεί σε μεγάλες εκτάσεις στην Ελλάδα από τα τέλη του 6ου αιώνα, αν και η εγκατάστασή τους αυτή δεν είχε ως αποτέλεσμα ούτε τον πλήρη εκσλαβισμό ούτε την ολοκληρωτική εξαφάνιση των Ελλήνων. Επιπλέον, μερικές πηγές, τοποθετούν την παρουσία των Σλάβων στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια όλου του Μεσαίωνα μέχρι τον 15ο αιώνα. Το πιο αξιόλογο (σχετικό με την εισβολή των Σλάβων στη Βαλκανική Χερσόνησο) έργο είναι οι «Πράξεις του Αγίου Δημητρίου», για τις οποίες μιλήσαμε πιο πάνω. Το έργο αυτό δεν χρησιμοποιείται ούτε από τον Fallmerayer ούτε από τον Hopf, και δεν έχει ερευνηθεί όσο πρέπει, ούτε και τώρα ακόμα.
Οι επιστήμονες συχνά αμφισβητούν την πρωτοτυπία της θεωρίας του Fallmerayer. Η γνώμη του δεν υπήρξε κάτι το νέο. Η επιρροή των Σλάβων στην Ελλάδα είχε συζητηθεί πριν απ’ αυτόν, αν κι ο Fallmerayer υπήρξε ο πρώτος που αποφασιστικά και δημόσια εξέφρασε τις κρίσεις του. Το 1913 ένας Ρώσος επιστήμονας υποστήριξε με ισχυρά δεδομένα ότι ο πραγματικός πρόδρομος της θεωρίας του Fallmerayer υπήρξε ο Kopitar, μελετητής των σλαβικών σπουδών στη Βιέννη ο οποίος τον 19ο αιώνα ανέπτυξε με τα συγγράμματά του τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε ο σλαβικός παράγοντας για το σχηματισμό του νέου Ελληνικού Έθνους। Η αλήθεια είναι ότι δεν ανέπτυξε με λεπτομέρειες τη θεωρία του καθώς και ότι δε δημιούργησε εντυπώσεις με αντιεπιστημονικά παράδοξα.
«Οι ακρότητες της θεωρίας του Fallmerayer», λέει ο Petrovsky, «δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθούν με βάση τη σοβαρή μελέτη των προβλημάτων που θίγονται σ’ αυτήν. Η θεωρία του όμως αυτή καθεαυτή, την οποία ο συγγραφέας της αναπτύσσει αρμονικά και ζωηρά, έχει το δικαίωμα να συγκεντρώσει την προσοχή ακόμα και εκείνων των ιστορικών που διαφωνούν, γενικά ή μερικά με αυτήν. Χωρίς καμιά αμφιβολία η θεωρία αυτή, παρά τις φανερές υπερβολές που παρουσιάζει, έχει συμβάλλει πολύ στην ιστορική επιστήμη κατευθύνοντας την προσοχή των επιστημόνων σ’ ένα πολύ ενδιαφέρον αλλά και πολύ σκοτεινό πρόβλημα, στο πρόβλημα της θέσης των Σλάβων στη Ελλάδα κατά τον Μεσαίωνα... Είναι ο πρώτος επιστήμονας που έστρεψε την προσοχή του στις εθνογραφικές μεταβολές που έγιναν κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη Βαλκανική Χερσόνησο γενικά».

[1] Πόλη της Ιταλίας (Benevento), η οποία στην αρχαιότητα ονομαζόταν Βενεβεντός και Μαλοεντός. Το 275 μ.Χ. οι Ρωμαίοι νίκησαν εκεί τον Πύρρο.
[2] Nuntious: Διπλωματικός αντιπρόσωπος του Πάπα.
[3] Συχνά ονομάζεται έτσι λόγω του ότι το κέντρο του Έξαρχου ήταν η Καρχηδόνα.

29/9/10

Φόροι και οικονομικά προβλήματα [14]

Ένα από τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της εσωτερικής πολιτικής του Ιουστινιανού, υπήρξε ο επίμονος αγώνας του εναντίον των μεγάλων γαιοκτημόνων. Γνωρίζουμε τον αγώνα αυτόν μέσω των Νεαρών, των παπύρων, και των «Ανεκδότων» του Προκοπίου, ο οποίος αν και υποστηρίζει τις απόψεις των ευγενών και παρουσιάζει αρκετές κατηγορίες στον λίβελό του αυτό εναντίον του Ιουστινιανού, παρόλα αυτά δίνει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εικόνα της κοινωνικής πάλης κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα. Το κράτος αντιλήφθηκε ότι οι πιο επικίνδυνοι αντίπαλοί του ήταν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες, οι οποίοι ρύθμιζαν τα ζητήματα των μεγάλων τους ιδιοκτησιών, αδιαφορώντας τελείως για την εξουσία. Μια από τις Νεαρές του Ιουστινιανού κατηγορεί την απελπιστική κατάσταση, στην οποία βρίσκονταν οι σχέσεις μεταξύ κράτους και ιδιοκτησίας, λόγω της αχαλίνωτης συμπεριφοράς των τοπικών παραγόντων, ενώ συγχρόνως απευθύνεται στον Διοικητή της Καππαδοκίας ως εξής: «Έχουμε πληροφορηθεί ότι γίνονται τόσο μεγάλες καταχρήσεις ώστε να είναι δύσκολη η διόρθωσή τους από ένα μόνο πρόσωπο με ανώτερη εξουσία. Και ντρεπόμαστε ακόμα και να λέμε με πόση απρέπεια οι γαιοκτήμονες περπατούν εδώ κι εκεί, κυκλωμένοι από σωματοφύλακες και πώς ακολουθούνται από μεγάλες μάζες λαού καθώς και με ποιο τρόπο ληστεύουν το κάθε τι… Η κρατική ιδιοκτησία έχει σχεδόν μετατραπεί σε ιδιωτική, δεδομένου ότι έχει ληστευθεί και λεηλατηθεί (συμπεριλαμβανομένης και της βοσκής και των αλόγων ακόμα) χωρίς καμιά διαμαρτυρία, επειδή όλα τα στόματα γέμισαν για να σωπάσουν». Φαίνεται ότι οι άρχοντες της Καππαδοκίας είχαν πλήρη εξουσία στις επαρχίες τους, διατηρούσαν ακόμα και δικό τους στρατό (οπλισμένους ανθρώπους και σωματοφύλακες) και ότι καταπατούσαν τόσο τα ιδιωτικά όσο και τα κρατικά εδάφη. Είναι επίσης αξιόλογο ότι η Νεαρά εκδόθηκε 4 χρόνια μετά τη στάση του Νίκα. Κάτι παρόμοιο αναφέρεται σ’ έναν πάπυρο και για την Αίγυπτο. Ένα μέλος μιας φημισμένης αριστοκρατικής οικογένειας της Αιγύπτου κατείχε, τον 6ο αιώνα, τεράστιες περιοχές σε διάφορα μέρη της χώρας αυτής. Ολόκληρα χωριά αποτελούσαν μέρος της ιδιοκτησίας του και το σπίτι του ήταν σχεδόν σαν παλάτι. Είχε τους γραμματείς του, τους οικονόμους του, τους προϊστάμενους των εργατών, τους εκτιμητές και τους εισπράκτορες φόρων, το θησαυροφύλακά του, την αστυνομία του, ακόμα και προσωπική ταχυδρομική υπηρεσία. Οι άρχοντες αυτού του είδους είχαν δικές τους φυλακές, καθώς και ατομικό στρατό. Μεγάλες εκτάσεις επίσης βρίσκονταν στην κατοχή των εκκλησιών και των μοναστηριών.
Εναντίον αυτών των μεγάλων γαιοκτημόνων ο Ιουστινιανός άρχισε έναν δίχως οίκτο αγώνα. Επεμβαίνοντας στα κληρονομικά ζητήματα, με τη βία ή με πλαστές δωρεές προς τον αυτοκράτορα, με δημεύσεις με βάση ψευδή δεδομένα ή με την υποκίνηση θρησκευτικών ζητημάτων που απέβλεπαν να στερήσουν την εκκλησία από τις ιδιοκτησίες της, ο Ιουστινιανός συνειδητά και σκόπιμα επεδίωκε τη διάλυση και την καταστροφή των μεγάλων ιδιοκτησιών. Κυρίως αρκετές δημεύσεις έγιναν μετά την επαναστατική εκδήλωση του 532. Τελικά όμως ο Ιουστινιανός δεν πέτυχε να εξασθενήσει τελείως τους μεγάλους γαιοκτήμονες, οι οποίοι έμειναν ένα από τα κύρια και επικίνδυνα χαρακτηριστικά της μεταγενέστερης ζωής της αυτοκρατορίας.
Ο Ιουστινιανός είδε και κατάλαβε καλά τα σφάλματα της διοίκησης, των οποίων χαρακτηριστικές εκφάνσεις ήταν το «αργυρώνητο», η κλοπή και οι εκβιασμοί που προκαλούσαν τη φτώχεια και την καταστροφή, με αποτέλεσμα εσωτερικές ταραχές. Ο αυτοκράτορας κατάλαβε επίσης ότι μια τέτοια κατάσταση στην αυτοκρατορία, θα είχε κακές επιδράσεις στην κοινωνία, στην οικονομία και στη γεωργία και η οικονομική αταξία θα είχε ως αποτέλεσμα μια γενική ανωμαλία για τη ζωή της αυτοκρατορίας. Για το λόγο αυτό επιθυμούσε ειλικρινά τη θεραπεία της κατάστασης αυτής. Θεωρούσε καθήκον του αυτοκράτορα την καθιέρωση νέων και μεγάλων μεταρρυθμίσεων, τις οποίες θεωρούσε υποχρεωτικές και σαν μια πράξη ευγνωμοσύνης προς τον Θεό, ο Οποίος έδειξε στον αυτοκράτορα όλη Του τη συμπάθεια. Αλλά, σαν πεπεισμένος οπαδός της απόλυτης αυτοκρατορικής δύναμης, ο Ιουστινιανός θεώρησε, ως το μόνο μέσο θεραπείας της κατάστασης, μια συγκεντρωτική διοίκηση, με την οποία θα εξυπηρετούσε ένα τυφλά υπάκουο γραφειοκρατικό προσωπικό.
Κατ’ αρχήν η προσοχή του στράφηκε στην οικονομική κατάσταση της αυτοκρατορίας, η οποία πολύ σωστά ενέπνεε πολλούς και σοβαρούς φόβους. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις χρειάστηκαν πολλά έξοδα, ενώ οι φόροι εισπράττονταν ολοένα και με μεγαλύτερη δυσκολία, πράγμα που ανησύχησε τον αυτοκράτορα, που σε μια από τις Νεαρές του γράφει ότι, ενόψει των μεγάλων εξόδων του πολέμου, οι υπήκοοί του «πρέπει να πληρώσουν στο κράτος όλους τους φόρους τους πρόθυμα». Έτσι από τη μια ήταν ο υπέρμαχος του απαραβίαστου των δικαιωμάτων του θησαυροφυλακίου, ενώ από την άλλη, παρουσίαζε τον εαυτό του υπερασπιστή των φορολογούμενων εναντίον των εκβιασμών των αξιωματούχων.
Δύο Νεαρές, του 535, που περιέχουν τις βάσεις των διοικητικών μεταρρυθμίσεων και του καθορισμού των καθηκόντων των υπαλλήλων του κράτους, έχουν εξαιρετική σημασία για τη μελέτη των μεταρρυθμίσεων του Ιουστινιανού. Μια από αυτές διατάσσει τους κυβερνώντες «να συμπεριφέρονται σε όλους τους νομιμόφρονες πολίτες με πατρική κατανόηση , να υπερασπίζονται τους κατοίκους από κάθε πίεση, να αρνούνται κάθε δωροδοκία, να είναι δίκαιοι στις αποφάσεις τους, να καταδιώκουν το έγκλημα, να υπερασπίζονται τους αθώους, να τιμωρούν τους ενόχους σύμφωνα με το νόμο και γενικά να μεταχειρίζονται τους πολίτες όπως ένας πατέρας θα μεταχειριζόταν τα παιδιά του». Συγχρόνως όμως οι υπάλληλοι «ενώ θα διατηρούν παντού τα χέρια τους καθαρά από δωροδοκίες», θα πρέπει, σαν εθελοντές φρουροί, να προσέχουν το τεράστιο εισόδημα «πολλαπλασιάζοντάς το και εξαντλώντας κάθε δυνατή προσπάθεια για το καλό του». Έχοντας υπόψη του την κατάκτηση της Αφρικής και των Βανδάλων, καθώς και τις νέες εκστρατείες, το διάταγμα τονίζει ότι: «Είναι απαραίτητο όλοι οι φόροι του κράτους να πληρώνονται πρόθυμα και εγκαίρως. Αν βοηθήσετε τους κυβερνώντες να συλλέγουν τους φόρους εύκολα και γρήγορα, τότε θα επαινέσουμε τους υπαλλήλους του κράτους για το ζήλο τους, κι εσάς για τη σοφία σας, ενώ συγχρόνως θα επικρατεί παντού αρμονία και ειρήνη ανάμεσα σ’ αυτούς που κυβερνούν και σ’ εκείνους που κυβερνώνται». Οι υπάλληλοι του κράτους έπρεπε να ορκιστούν ότι θα εξασκούν τα καθήκοντά τους με τιμιότητα, ενώ συγχρόνως ήταν υπεύθυνοι για την πληρωμή των φόρων στις επαρχίες, τις οποίες αναλάμβαναν. Οι Επίσκοποι παρακολουθούσαν τη συμπεριφορά των υπαλλήλων, από τους οποίους οι μεν κακοί τιμωρούνταν αυστηρά, ενώ οι καλοί, που εξασκούσαν τα καθήκοντά τους με τιμιότητα, είχαν την υπόσχεση της προαγωγής. Έτσι, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του Ιουστινιανού, τα καθήκοντα των κρατικών υπαλλήλων και των φορολογούμενων είναι πολύ απλά: οι μεν πρώτοι πρέπει να είναι τίμιοι άνθρωποι, ενώ οι δεύτεροι πρέπει να πληρώνουν όλους τους φόρους τους πρόθυμα και τακτικά. Ο αυτοκράτορας συχνά, σε μεταγενέστερα διατάγματά του, αναφέρει τις βασικές αυτές αρχές των διοικητικών του μεταρρυθμίσεων.
Όμως, όλες οι επαρχίες της αυτοκρατορίας δεν κυβερνιόνταν με τον ίδιο τρόπο. Υπήρχαν μερικές, κυρίως αυτές που ήταν στα σύνορα, οι οποίες κατοικούνταν από ανήσυχους εγχώριους κατοίκους και οι οποίοι είχαν ανάγκη από μια πιο σταθερή διοίκηση. Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου είχαν αυξήσει πολύ τις διαιρέσεις των επαρχιών, ενώ συγχρόνως είχαν καθιερώσει μια τεράστια γραφειοκρατία, η οποία ξεχώριζε την πολιτική από τη στρατιωτική εξουσία. Την εποχή του Ιουστινιανού, μερικές φορές, υπήρχε μια διάσπαση αυτού του συστήματος και μια επιστροφή στο παλιό (προ-Διοκλητιανό) σύστημα. Ο Ιουστινιανός εισήγαγε το σύστημα του συνδυασμού πολλών μικρών επαρχιών, κυρίως της Ανατολής, σε μεγάλες «ενότητες», ενώ σε μερικές επαρχίες της Μ. Ασίας, αντιμετωπίζοντας τις συχνές διαμάχες στρατιωτικών και πολιτικών αρχών, διέταζε τη συγχώνευση των δύο εξουσιών σε μια, η οποία ανατέθηκε σ’ ένα άτομο, που ονομάστηκε Πραίτορας. Η προσοχή του αυτοκράτορα στράφηκε στην Αίγυπτο και κυρίως στην Αλεξάνδρεια, η οποία τροφοδοτούσε την Κωνσταντινούπολη με σιτάρι. Όπως πληροφορούμαστε από μια Νερά, η οργάνωση του εμπορίου στην Αίγυπτο και η αποστολή σιτηρών στην πρωτεύουσα γινόταν με μεγάλη αταξία. Θέλοντας να ανασυγκροτήσει αυτή τη σημαντική έκφανση της ζωής του κράτους, ο Ιουστινιανός τοποθέτησε έναν κρατικό υπάλληλο, τον Αυγουστάλιο (vir spectabilis Augustalis) με στρατιωτική εξουσία στις δύο επαρχίες της Αιγύπτου καθώς και στην Αλεξάνδρεια, την τόσο πυκνοκατοικημένη και ανήσυχη πόλη. Οι συγκεντρωτικές αυτές προσπάθειες που έγιναν στις επαρχίες δεν ήταν σημαντικές, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού.
Ενώ σε μερικές επαρχίες της Ανατολής προσπαθούσε να εφαρμόσει την ιδέα του για συνδυασμό της εξουσίας, ο Ιουστινιανός κράτησε τον παλιό διαχωρισμό στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας στη Δύση και ειδικότερα στις νέες κτήσεις της Β. Αφρικής και της Ιταλίας.
Ο αυτοκράτορας έλπιζε ότι τα πολυάριθμα βεβιασμένα διατάγματά του είχαν διορθώσει όλες τις εσωτερικές ελλείψεις της διοίκησης και ότι «χάρισαν στην αυτοκρατορία, μέσω των λαμπρών του εγχειρημάτων, μια νέα περίοδο ευημερίας». Έκανε όμως λάθος. Όλα μαζί τα διατάγματά του δεν μπορούσαν να αλλάξουν την ανθρωπότητα. Είναι φανερό, από μεταγενέστερα διατάγματα, ότι οι εξεγέρσεις, οι καταχρήσεις και η ερήμωση συνεχίστηκαν. Χρειάστηκε να εκδώσει νέα αυτοκρατορικά διατάγματα για να υπενθυμίσει την ύπαρξή τους στο λαό, ενώ σε μερικές επαρχίες παρουσιάστηκε, σε ορισμένες περιπτώσεις, η ανάγκη να κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος.
Σε στιγμές κατά τις οποίες παρουσιάστηκε έντονη η ανάγκη για χρήματα, ο Ιουστινιανός κατέφευγε στα μεγάλα μέτρα. Πουλούσε αξιώματα σε μεγάλες τιμές και, παρά τις υποσχέσεις του, επέβαλε νέους φόρους, αν και όπως δείχνουν οι Νεαρές του, είχε πλήρη επίγνωση ότι ο λαός αδυνατούσε να τους πληρώσει. Κάτω από την πίεση των οικονομικών δυσκολιών κατέφυγε στη μείωση της αξίας του χρήματος και εξέδωσε εξευτελιστικό νόμισμα. Η πράξη αυτή όμως προκάλεσε τη δυσμένεια του λαού, η οποία έγινε τόσο απειλητική που ανάγκασε σχεδόν αμέσως τον Ιουστινιανό να την ανακαλέσει. Κάθε μέσο χρησιμοποιήθηκε για να γεμίσει το δημόσιο ταμείο «το οποίο», όπως λέει ένας ποιητής του 6ου αιώνα, «έμοιαζε μ’ ένα στομάχι που τρέφει όλα τα μέρη του σώματος». Τα αυστηρά μέτρα, που συνόδευαν τη συλλογή των φόρων, έφταναν σε ακρότητες, με αποτέλεσμα μια καταστροφική επίδραση στον εξαντλημένο πληθυσμό. Όπως γράφει ένας σύγχρονος συγγραφέας της εποχής εκείνης, «μια εισβολή ξένων φαινόταν στους φορολογούμενους λιγότερο τρομερή από την άφιξη των υπαλλήλων του ταμείου του κράτους». Τα χωριά πτώχευσαν και ερημώθηκαν, γιατί οι κάτοικοί τους έφυγαν μακριά από την πίεση του κράτους. Η παραγωγικότητα της γης έφτασε σχεδόν στο μηδέν και σε διάφορα μέρη ξέσπασαν επαναστάσεις.
Γνωρίζοντας ότι η αυτοκρατορία καταστρεφόταν και ότι η οικονομία ήταν το μόνο μέσο σωτηρίας, ο Ιουστινιανός κατέφυγε στις πιο επικίνδυνες λύσεις. Ελάττωσε τον αριθμό του στρατού και συχνά καθυστερούσε την πληρωμή του. Αλλά ο στρατός, τον οποίον αποτελούσαν κυρίως οι μισθοφόροι, συχνά επαναστατούσε εναντίον αυτού του μέτρου, ξεσπώντας στον απροστάτευτο λαό. Η ελάττωση του στρατού είχε και άλλες σοβαρές συνέπειες: άφησε απροστάτευτα τα σύνορα, με αποτέλεσμα να τα διαβούν ελεύθερα οι βάρβαροι, που άρχισαν τις καταστρεπτικές τους λεηλασίες. Τα οχυρά του Ιουστινιανού δεν άντεξαν και μη μπορώντας να αντιταχθεί στους βαρβάρους, με τη δύναμη, ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να τους δωροδοκήσει, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα νέες, μεγάλες δαπάνες. Όπως αναφέρει ο Diehl, η έλλειψη στρατιωτικών οδήγησε σε περισσότερα έξοδα για την εξαγορά του εχθρού.
Όταν σε όλα αυτά προστέθηκαν οι συχνοί λιμοί, οι αρρώστιες και οι σεισμοί, που ενώ κατέστρεφαν το λαό πολλαπλασίασαν συγχρόνως τις ανάγκες του κράτους, η κατάσταση της αυτοκρατορίας στα τέλη της βασιλείας του Ιουστινιανού, έγινε πραγματικά αξιοθρήνητη. Από τις συμφορές αυτές αξίζει να αναφέρουμε την καταστρεπτική πανώλη του 542, η οποία παρουσιάστηκε αρχικά στα σύνορα της Αιγύπτου. Όπως ο Θουκυδίδης μελέτησε την πανώλη των Αθηνών, στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου, έτσι και ο ιστορικός Προκόπιος, που παρακολούθησε την εξέλιξή της στην Κωνσταντινούπολη, δίνει λεπτομέρειες της φύσης και των αποτελεσμάτων της αρρώστιας αυτής. Ξεκινώντας από την Αίγυπτο η μόλυνση απλώθηκε προς τα βόρεια, στην Παλαιστίνη και τη Συρία και τον επόμενο χρόνο έφτασε στην Κωνσταντινούπολη για να απλωθεί κατόπιν στη Μ. Ασία και, μέσω της Μεσοποταμίας, στην Περσία. Περνώντας πάνω από τη θάλασσα, έφτασε στην Ιταλία και τη Σικελία. Στην Κωνσταντινούπολη κράτησε 4 μήνες. Η θνησιμότητα υπήρξε τρομερή. Πόλεις και χωριά εγκαταλείφθηκαν, η γεωργία σταμάτησε και η πείνα, ο πανικός και η φυγή πολλών ανθρώπων, μακριά από τα μολυσμένα μέρη, έφεραν σύγχυση στην αυτοκρατορία. Όλες οι εργασίες της αυλής διακόπηκαν και ο ίδιος ο αυτοκράτορας προσβλήθηκε από την αρρώστια, αν και δεν υπήρξε γι’ αυτόν μοιραία.
Αυτή η περιγραφή αποτελεί μόνο μια συμβολή στη ζοφερή εικόνα που παρουσιάζει το πρώτο διάταγμα του Ιουστίνου Β', το οποίο μιλάει «για το βεβαρημένο με πολλά χρέη και τρομερά φτωχό κρατικό θησαυροφυλάκιο» και «για ένα στρατό που ήταν σε απελπιστική κατάσταση, γεμάτος από ανάγκες κάθε είδους και αδύνατος να αντιμετωπίσει τους βαρβάρους που συχνά χτυπούσαν και λεηλατούσαν την αυτοκρατορία».
Οι προσπάθειες του Ιουστινιανού στον τομέα των διοικητικών μεταρρυθμίσεων απέτυχαν τελείως και η αυτοκρατορία, οικονομικά, είχε φτάσει σχεδόν στην καταστροφή. Υπήρχε στενή σχέση ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική του αυτοκράτορα, επειδή οι εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις του στη Δύση, κατέστρεψαν την Ανατολή και άφησαν στους διαδόχους του μια ενοχλητική κληρονομιά. Όπως αποδεικνύεται από τα πρώτα του διατάγματα, ο Ιουστινιανός θέλησε ειλικρινά να βάλει τάξη στην αυτοκρατορία και να εξυψώσει ηθικά το κράτος. Οι ευγενικές αυτές διαθέσεις του όμως υποχώρησαν μπροστά στον «μιλιταρισμό» που του υπαγόρευε η αντίληψη που είχε, ως κληρονόμος των Ρωμαίων Καισάρων, για τα καθήκοντά του.

ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΤΑ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ
Η εποχή του Ιουστινιανού άφησε ζωηρά ίχνη στην ιστορία του εμπορίου του Βυζαντίου. Την εποχή του Χριστιανισμού, όπως και την εποχή της ειδωλολατρικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το εμπόριο διεξαγόταν κυρίως με την Ανατολή. Τα πιο σπάνια και πιο πλούσια εμπορεύματα έφταναν από τις μακρινές χώρες της Κίνας και της Ινδίας. Η Δυτική Ευρώπη των αρχών του Μεσαίωνα, την περίοδο του σχηματισμού των νέων Γερμανικών κρατών (μερικά από τα οποία είχαν κατακτηθεί από τους στρατηγούς του Ιουστινιανού) ζούσε κάτω από συνθήκες τελείως ακατάλληλες για την ανάπτυξη αυτόνομης οικονομικής ζωής. Η Ανατολική αυτοκρατορία, με την πρωτεύουσά της τοποθετημένη σε τόσο πλεονεκτική θέση, έγινε, χάρη στην κατάλληλη διαμόρφωση της κατάστασης, ο μεσάζων μεταξύ Ανατολής και Δύσης και κράτησε τη θέση αυτή μέχρι την περίοδο των Σταυροφοριών.
Οι εμπορικές όμως σχέσεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας με τους λαούς της Άπω Ανατολής δεν ήταν άμεσες, επειδή, στην περίπτωση αυτή, ενεργούσε ως μεσάζων η αυτοκρατορία της Περσίας, που είχε μεγάλα οφέλη από τις εμπορικές συναλλαγές των εμπόρων του Βυζαντίου. Την εποχή αυτή υπήρχαν δύο κύριοι εμπορικοί δρόμοι: ένας δια ξηράς και άλλος δια θαλάσσης. Ο δια ξηράς δρόμος των καραβανιών οδηγούσε από τα δυτικά σύνορα της Κίνας στα περσικά σύνορα, όπου τα εμπορεύματα μεταφέρονταν από Κινέζους εμπόρους στους εμπόρους της Περσίας, οι οποίοι πάλι τα μετέφεραν στα τελωνεία των συνόρων του Βυζαντίου. Ο θαλάσσιος δρόμος ήταν ο εξής: Κινέζοι έμποροι μετέφεραν με πλοία τα εμπορεύματά τους μέχρι την Κεϋλάνη (σημερινή Σρι Λάνκα), στα νότια της ινδικής χερσονήσου. Εκεί τα κινέζικα εμπορεύματα φορτώνονταν σε περσικά πλοία, που μετέφεραν το φορτίο τους μέσω του Ινδικού ωκεανού και του Περσικού κόλπου στις εκβολές του Τίγρη και του Ευφράτη, από όπου διαβιβάζονταν μέσω του Ευφράτη στο Βυζαντινό τελωνείο, που βρισκόταν στον ποταμό αυτό. Συνεπώς το εμπόριο μεταξύ Βυζαντίου και Ανατολής εξαρτιόταν από τις υφιστάμενες σχέσεις μεταξύ αυτοκρατορίας και Περσίας και με δεδομένο ότι οι πόλεμοι με την Περσία αποτελούσαν σύνηθες φαινόμενο της ζωής της αυτοκρατορίας, οι εμπορικές σχέσεις με την Ανατολή διεξάγονταν δύσκολα και συχνά διακόπτονταν. Το κύριο εμπόρευμα ήταν το μετάξι της Κίνας, που η κατασκευή του φυλασσόταν μυστική στην Κίνα. Λόγω των δυσκολιών της παραγωγής, οι τιμές στις οποίες έφτασε το μετάξι και τα σχετικά με αυτό είδη (που ήταν περιζήτητα στις αγορές του Βυζαντίου) ήταν μερικές φορές απίστευτες. Εκτός από το μετάξι τους, η Κίνα και η Ινδία εξήγαγαν στη Δύση αρώματα, καρυκεύματα, βαμβάκι, πολύτιμους λίθους και άλλα απαραίτητα προϊόντα για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Ο Ιουστινιανός μη θέλοντας να δεχθεί την οικονομική εξάρτηση του Βυζαντίου από την Περσία, έβαλε ως σκοπό του να βρει έναν εμπορικό δρόμο προς την Κίνα και την Ινδία που θα βρισκόταν μακριά από την επιρροή της Περσίας.

ΚΟΣΜΑΣ ΙΝΔΙΚΟΠΛΕΥΣΤΗΣ
Την περίοδο αυτή δημοσιεύτηκε ένα σπουδαίο φιλολογικό έργο, η «Χριστιανική Τοπογραφία ή Κοσμογραφία», που γράφτηκε από τον Κοσμά τον Ινδικοπλεύστη, στα μέσα του 6ου αιώνα. Το έργο αυτό είναι εξαιρετικής σημασίας, λόγω των πληροφοριών που περιέχει σχετικά με τη γεωγραφία των «Λεκανών» της Ερυθράς θάλασσας και του Ινδικού ωκεανού, καθώς και με τις εμπορικές σχέσεις με την Ινδία και την Κίνα.
Ο Κοσμάς γεννήθηκε στην Αίγυπτο, πιθανόν στην Αλεξάνδρεια. Ασχολήθηκε με το εμπόριο από τα νεανικά του χρόνια, αλλά μένοντας ανικανοποίητος με τις εμπορικές συνθήκες της χώρας του, έκανε αρκετά μακρινά ταξίδια στη διάρκεια των οποίων επισκέφτηκε τις ακτές της Ερυθράς θάλασσας, τη Χερσόνησο του Σινά, την Αιθιοπία και έφτασε ίσως μέχρι την Κεϋλάνη. Ήταν χριστιανός – Νεστοριανός και αργότερα έγινε μοναχός. Το ελληνικό του επίθετο Ινδικοπλεύστης βρίσκεται ακόμα και στις παλαιότερες εκδόσεις του έργου του.
Κύριος σκοπός της «Χριστιανικής Τοπογραφίας» είναι να αποδείξει στους Χριστιανούς ότι, παρά το σύστημα του Πτολεμαίου, το σχήμα της γης δεν είναι σφαιρικό αλλά επίμηκες, όπως το ιερό του Ναού του Μωυσή, ενώ το σύμπαν είναι ανάλογο στη μορφή με το Ναό. Η μεγάλη όμως ιστορική σημασία του έργου αυτού έγκειται στις πληροφορίες που μας δίνει σχετικά με τη γεωγραφία και το εμπόριο. Ο συγγραφέας πληροφορεί ευσυνείδητα τον αναγνώστη για τις πηγές που χρησιμοποιεί και που αξιοποιεί προσεκτικά. Κάνει διάκριση ανάμεσα στις προσωπικές του παρατηρήσεις (ως αυτόπτη μάρτυρα) και στις πληροφορίες που παίρνει από άλλους αυτόπτες μάρτυρες ή στα γεγονότα που έμαθε από άλλους. Με βάση την προσωπική του πείρα περιγράφει τα ανάκτορα του βασιλιά της Αιθιοπίας, στην πόλη Αζώμη, ενώ συγχρόνως αποδίδει με ακρίβεια διάφορες ενδιαφέρουσες επιγραφές της Νουβίας και των ακτών της Ερυθράς θάλασσας. Μιλάει επίσης για τα ζώα της Ινδίας και της Αφρικής και (το πιο σπουδαίο από όλα) δίνει αξιόλογες πληροφορίες για την Κεϋλάνη, εξηγώντας την εμπορική της σημασία, για τις αρχές του Μεσαίωνα. Όπως φαίνεται από την περιγραφή αυτή, τον 6ο αιώνα η Κεϋλάνη ήταν το κέντρο του διεθνούς εμπορίου μεταξύ Κίνας αφενός και Ανατολικής Αφρικής, Περσίας και (μέσω Περσίας) Βυζαντίου αφετέρου. Όπως λέει ο Κοσμάς «στο νησί αυτό, τοποθετημένο όπως είναι σε μια κεντρική θέση, συχνάζουν πολύ πλοία που προέρχονται από όλα τα μέρη των Ινδιών, της Περσίας και της Αιθιοπίας». Οι Πέρσες χριστιανοί που έμεναν μόνιμα στο νησί αυτό ήταν Νεστοριανοί και είχαν την Εκκλησία τους και τον κλήρο τους.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι, παρά την έλλειψη άμεσων σχέσεων Βυζαντίου κι Ινδίας, παρουσιάστηκαν βυζαντινά νομίσματα της εποχής του Μ. Κωνσταντίνου στις αγορές της Ινδίας, τα οποία μετέφεραν πιθανόν εκεί οι μεσάζοντες Πέρσες και Αιθίοπες και όχι οι έμποροι του Βυζαντίου. Νομίσματα με τα ονόματα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων του 4ου, 5ου και 6ου αιώνα (Αρκαδίου, Θεοδοσίου, Μαρκιανού, Λέοντος Α', Ζήνωνος, Αναστασίου Α', Ιουστίνου Α') έχουν βρεθεί στις νότιες και βόρειες Ινδίες. Στη διεθνή οικονομική ζωή του 6ου αιώνα, η Βυζαντινή αυτοκρατορία έπαιζε ένα μεγάλο και σημαντικό ρόλο, με αποτέλεσμα, όπως λέει ο Κοσμάς, «να διεξάγουν όλα τα έθνη, από τη μια άκρη της γης ως την άλλη, το εμπόριό τους με ρωμαϊκά χρήματα (το χρυσό νόμισμα του Βυζαντίου). Τα χρήματα αυτά τα έβλεπαν όλοι οι άνθρωποι με θαυμασμό, δεδομένου ότι δεν υπήρχε άλλη χώρα που να διαθέτει παρόμοια χρήματα».
Ο Κοσμάς αναφέρει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που δείχνει το βαθύ σεβασμό, τον οποίον ενέπνεε στην Ινδία το βυζαντινό, χρυσό νόμισμα:
Ο βασιλιάς της Κεϋλάνης, αφού δέχτηκε ένα βυζαντινό έμπορο, τον Σώπατρο, και μερικούς Πέρσες σε ακρόαση, τους είπε να καθίσουν και τους ρώτησε: «Σε ποια κατάσταση βρίσκονται οι χώρες σας και πώς είναι τα πράγματα εκεί;» «Πολύ καλά», απάντησαν οι έμποροι. Και η συζήτηση συνεχίστηκε. Σε λίγο ρώτησε πάλι ο βασιλιάς: «Ποιος από τους βασιλείς σας είναι ο πιο μεγάλος και ο πιο δυνατός;» Ο πιο ηλικιωμένος από τους Πέρσες βιάστηκε να απαντήσει: «Ο βασιλιάς μας είναι ο μεγαλύτερος, ο δυνατότερος και ο πλουσιότερος. Είναι πραγματικά βασιλιάς των βασιλέων και μπορεί να κάνει ό,τι θέλει». Ο Σώπατρος έμεινε σιωπηλός, μέχρι που ο βασιλιάς τον ρώτησε: «Εσύ, Ρωμαίε, δεν έχεις τίποτε να πεις;» Τότε απάντησε: «Τι να πω, όταν ο άλλος είπε τόσα πράγματα; Αλλά αν θέλεις να μάθεις την αλήθεια, έχεις παρόντες τους δύο βασιλείς. Εξέτασέ τους τον καθένα χωριστά και θα δεις ποιος από τους δύο είναι μεγαλύτερος και δυνατότερος». Ο βασιλιάς ακούγοντας αυτά τα λόγια απόρησε και ρώτησε: «Πώς λες ότι έχω και τους δύο βασιλείς εδώ;» «Έχεις τα χρήματα και των δύο», απάντησε ο Σώπατρος, «το νόμισμα του ενός και τη δραχμή του άλλου. Μελέτησε τη μορφή του καθενός και θα δεις την αλήθεια…» Αφού εξέτασε τα νομίσματα, ο βασιλιάς είπε ότι οι Ρωμαίοι ήταν ασφαλώς ένας λαμπρός, δυναμικός και οξύνους λαός και διέταξε να δοθεί μεγάλη τιμή στον Σώπατρο, τον οποίον, αφού ανέβασαν σ’ έναν ελέφαντα, περιέφεραν στην πόλη, ενώ συγχρόνως κτυπούσαν θριαμβευτικά τα τύμπανα. Τα περιστατικά αυτά τα διηγήθηκε ο ίδιος ο Σώπατρος και οι συνοδοί του. Και καθώς διηγούνταν την ιστορία αυτή, ο Πέρσης φαινόταν βαθιά πικραμένος για ό,τι είχε συμβεί.
Εκτός από την ιστορική και γεωγραφική του σημασία, το έργο του Κοσμά έχει και καλλιτεχνική αξία λόγω των πολλών εικόνων (μινιατούρες) που περιέχει. Πιθανόν μάλιστα να έχει επεξεργαστεί ο ίδιος ο συγγραφέας μερικές από τις εικόνες αυτές. Το πρωτότυπο χειρόγραφο του 6ου αιώνα δεν έχει διασωθεί, αλλά τα μεταγενέστερα κείμενα της «Χριστιανικής Τοπογραφίας» περιέχουν αντίτυπα των πρωτότυπων εικόνων και συνεπώς είναι χρήσιμα ως πηγές για την ιστορία της αρχαίας βυζαντινής (και μάλιστα της αλεξανδρινής) τέχνης. Όπως λέει ο N. P. Kondakov, «οι μινιατούρες που βρίσκονται στο έργο του Κοσμά είναι (αν εξαιρέσει κανείς μερικά από τα μωσαϊκά της Ραβέννας) τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα της βυζαντινής τέχνης της εποχής του Ιουστινιανού και μάλιστα της πιο λαμπρής περιόδου της βασιλείας του».
Το έργο του Κοσμά μεταφράστηκε αργότερα στα σλάβικα και διαδόθηκε πολύ στους Σλάβους. Υπάρχουν πολλές ρωσικές εκδόσεις της «Χριστιανικής Τοπογραφίας», συμπληρωμένες με το πορτραίτο του Κοσμά Ινδικοπλεύστη και με πολλές εικόνες και μινιατούρες, που είναι πολύ σπουδαίες για την ιστορία της παλαιάς ρωσικής τέχνης.

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ
Ο Ιουστινιανός έβαλε ως σκοπό του να ελευθερώσει το εμπόριο του Βυζαντίου από την εξάρτησή του από την Περσία, πράγμα που συνεπαγόταν την κατευθείαν επαφή με την Ινδία, μέσω της Ερυθράς θάλασσας. Στη ΒΑ πλευρά της Ερυθράς θάλασσας (στον κόλπο της Άκαμπα) βρισκόταν το βυζαντινό λιμάνι Ayla, από όπου τα ινδικά εμπορεύματα μπορούσαν να μεταφερθούν, δια ξηράς μέσω Παλαιστίνης και Συρίας στη Μεσόγειο θάλασσα. Ένα άλλο λιμάνι, κοντά στο σημερινό Σουέζ, βρισκόταν στις ΒΔ ακτές της Ερυθράς θάλασσας, ενώ συγχρόνως ερχόταν σε απευθείας επαφή με τη Μεσόγειο. Σ’ ένα από τα νησιά, στην είσοδο του κόλπου της Άκαμπα, κοντά στη νότια άκρη της χερσονήσου του Σινά, ιδρύθηκε ένα τελωνείο, στη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, για τα πλοία που περνούσαν από εκεί. Αλλά ο αριθμός των βυζαντινών πλοίων που ήταν στην Ερυθρά θάλασσα δεν αρκούσε για τη διεξαγωγή ενός κανονικού εμπορίου. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τον Ιουστινιανό να αποκαταστήσει στενές σχέσεις με τους χριστιανούς Αιθίοπες του βασιλείου της Αζώμης και να τους προτρέψει να αγοράσουν μετάξι από την Ινδία και μετά να το μεταπωλήσουν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Επιθυμούσε δηλαδή να χρησιμοποιήσει τους Αιθίοπες ως μεσάζοντες μεταξύ Βυζαντίου και της Ινδίας, όπως ακριβώς είχαν μέχρι τότε χρησιμοποιηθεί οι Πέρσες. Αλλά οι προσπάθειες αυτές δεν πέτυχαν επειδή οι Αιθίοπες έμποροι δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν του Πέρσες, με αποτέλεσμα να παραμένει το μονοπώλιο του μεταξιού στα χέρια των εμπόρων της Περσίας. Τελικά ο Ιουστινιανός δεν πέτυχε να ανοίξει νέους δρόμους άμεσης εμπορικής συναλλαγής με την Ανατολή. Σε καιρούς ειρήνης, οι Πέρσες παρέμεναν οι μεσάζοντες του πιο σημαντικού εμπορίου, συνεχίζοντας έτσι τα μεγάλα τους κέρδη.
Γρήγορα όμως παρουσιάστηκε μια ευκαιρία που βοήθησε τον Ιουστινιανό να λύσει το σπουδαίο πρόβλημα του εμπορίου του μεταξιού. Κάποιος ή κάποιοι πέτυχαν να κλέψουν το μυστικό των Κινέζων και να φέρουν κρυφά στο Βυζάντιο αυγά που αποτέλεσαν τη βάση μιας νέας βιομηχανίας για τους Έλληνες, η οποία προόδευσε πολύ γρήγορα. Μεγάλες εκτάσεις καλλιεργήθηκαν με μουριές, ενώ συγχρόνως δημιουργήθηκαν πολλά εργοστάσια για την επεξεργασία του μεταξιού. Το πιο σπουδαίο από αυτά τα εργοστάσια ήταν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ άλλα βρίσκονταν στις πόλεις της Συρίας, Βηρυτό, Τύρο και Αντιόχεια, καθώς και αργότερα στην Ελλάδα, κυρίως στη Θήβα. Υπήρχε επίσης ένα εργοστάσιο στην Αίγυπτο, επειδή στην Κωνσταντινούπολη πωλούνταν αιγυπτιακά φορέματα. Η βιομηχανία του μεταξιού έγινε κρατικό μονοπώλιο, αποδίδοντας στο κράτος μεγάλα εισοδήματα, που όμως δεν ήταν αρκετά για να βελτιώσουν την κρίσιμη οικονομική κατάσταση της αυτοκρατορίας. Το μετάξι του Βυζαντίου και τα σχετικά με αυτό είδη μεταφέρονταν σε όλα τα μέρη της Δ. Ευρώπης και στόλιζαν τα παλάτια των βασιλέων της Δύσης και τα κτίρια των πλούσιων εμπόρων. Όλα αυτά επέφεραν πολύ σημαντικές μεταβολές στο εμπόριο της εποχής του Ιουστινιανού και ο διάδοχός του Ιουστίνος Β' μπορούσε να δείξει τελείως ελεύθερα σ’ έναν Τούρκο πρέσβη, που επισκέφτηκε την αυλή του, την όλη βιομηχανία.
Ο Ιουστινιανός ανέλαβε το κολοσσιαίο έργο να προστατεύσει την αυτοκρατορία από τις επιθέσεις των εχθρών, κατασκευάζοντας αρκετά οχυρά και καλά προστατευμένες συνοριακές γραμμές. Μέσα σε λίγα χρόνια ανήγειρε σε όλα τα σύνορα της αυτοκρατορίας μια σχεδόν αδιαπέραστη γραμμή οχυρών (Καστέλια) στη Β. Αφρική, στις ακτές του Δούναβη και του Ευφράτη, στα βουνά της Αρμενίας και στη μακρινή χερσόνησο της Κριμαίας, ανασυγκροτώντας έτσι και αυξάνοντας το αξιόλογο αμυντικό σύστημα που η Ρώμη είχε δημιουργήσει παλαιότερα. Με το έργο αυτό ο Ιουστινιανός (κατά των Προκόπιο) «έσωσε την αυτοκρατορία». «Εάν επρόκειτο να μετρήσουμε τα οχυρά», γράφει ο Προκόπιος, «τα οποία ανήγειρε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, είμαι βέβαιος ότι ο αριθμός τους θα φαινόταν, σ’ εκείνους που ζουν σε μακρινές χώρες και δεν μπορούν να εξακριβώσουν προσωπικά όσα λέω, μυθώδης και τελείως απίστευτος». Ακόμα και σήμερα τα υπολείμματα πολλών οχυρών των συνόρων της παλαιάς Βυζαντινής αυτοκρατορίας εκπλήττουν τον σύγχρονο ταξιδιώτη.Ο Ιουστινιανός δεν περιορίστηκε μόνο στην κατασκευή οχυρών. Σαν χριστιανός αυτοκράτορας, φρόντισε για την κατασκευή πολλών ναών, από τους οποίους ο ασύγκριτος ναός της Αγίας Σοφίας (για τον οποίον θα μιλήσουμε παρακάτω) παραμένει ένας σταθμός για την ιστορία της βυζαντινής τέχνης. Παντού έκτιζε. Ακόμα και στα βουνά της μακρινής Κριμαίας, όπου έκτισε (στο κέντρο της αποικίας των Γότθων) μια μεγάλη εκκλησία, στην οποία έχει χαραχτεί μια επιγραφή με το όνομά του.