30/4/11

Η δεύτερη περίοδος της Εικονομαχίας (815-843) [26]

Οι πρώτοι αυτοκράτορες της περιόδου 802-867 δεν ήταν Εικονομάχοι. Φαινόταν ότι η Εικονολατρία, την οποία είχε αποκαταστήσει η Ειρήνη, θα μπορούσε με τον καιρό να γίνει πιο ισχυρή και να αποφύγει καινούργιες περιπέτειες. Η πολιτική του Νικηφόρου υπήρξε ανεκτική σε συνδυασμό με την ιδέα ότι η πρόσκαιρη εξουσία πρέπει να ελέγχει την Εκκλησία. Αν και αναγνώριζε τις αποφάσεις της Συνόδου της Νίκαιας και τη νίκη των Εικονολατρών, δεν υπήρξε θερμός οπαδός τους. Για τους πραγματικούς ζηλωτές της Εικονολατρίας, η ανεκτική πολιτική του Νικηφόρου ήταν το ίδιο κακή με την αίρεση. Πολύ πιθανόν ο αυτοκράτορας να ενδιαφερόταν πολύ λίγο για τα θρησκευτικά ζητήματα και ότι τον απασχολούσαν μόνον εφόσον αυτά είχαν κάποια σχέση με το κράτος. Παρόλα αυτά όμως ο μοναχισμός πέρασε κρίσιμες στιγμές την εποχή του Νικηφόρου, όταν ο αυτοκράτορας αντικατέστησε τον Πατριάρχη Ταράσιο, τον οποίον ο λαός σεβόταν και αγαπούσε πολύ, με το νέο Πατριάρχη Νικηφόρο, ο οποίος έφτασε στην ανώτατη αυτή θέση προερχόμενος κατευθείαν από τις τάξεις των λαϊκών. Η εκλογή αυτή του Πατριάρχη συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τον Θεόδωρο Στουδίτη και τους οπαδούς του, που αργότερα εξορίστηκαν.
Ο Μιχαήλ Α' Ραγκαβές βασίλευσε μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα (811-813), κατά το οποίο βρισκόταν κάτω από τη σταθερή επιρροή του Πατριάρχη και των μοναχών. Υπήρξε ένα υπάκουο «τέκνο» της Εκκλησίας, καθώς και ένας καλός υπερασπιστής των συμφερόντων της. Στη διάρκεια της βασιλείας του ο Θεόδωρος και οι οπαδοί του ανακλήθηκαν από την εξορία.
Είχαν περάσει 25 χρόνια από τότε που η Ειρήνη αποκατέστησε την Εικονολατρία, αλλά η κίνηση των Εικονομάχων υπήρχε ακόμα ζωηρή στις ανατολικές επαρχίες της Μικράς Ασίας και στις τάξεις του στρατού. Το 813 έγινε αυτοκράτορας ο στρατιωτικός Λέων, που είχε αναδειχθεί την εποχή των προκατόχων του, σε έναν ικανό στρατηγό. Αρχικά ο Λέων έκρυβε τις Εικονοκλαστικές του διαθέσεις, αλλά όταν εκθρόνισε τον Μιχαήλ Ραγκαβέ, άρχισε επίσημα να εφαρμόζει εικονοκλαστική τακτική. Κάποια πληροφοριακή πηγή αποδίδει στον Λέοντα τα εξής λόγια: «Βλέπετε ότι όλοι οι αυτοκράτορες που δέχτηκαν τις εικόνες και τη λατρεία τους πέθαναν στην εξορία ή στη μάχη. Μόνον αυτοί που δεν λάτρευσαν τις εικόνες πέθαναν ένα φυσικό θάνατο, ενώ συγχρόνως κατέχουν ακόμα τον αυτοκρατορικό τίτλο. Οι αυτοκράτορες αυτοί τοποθετήθηκαν σε αυτοκρατορικούς τάφους, με μεγάλες τιμές και θάφτηκαν στο Ναό των Αγίων Αποστόλων. Θέλω να ακολουθήσω το παράδειγμά τους και να καταστρέψω τις εικόνες, έτσι ώστε μετά τη μακροχρόνια ζωή μου και τη ζωή του γιου μου να συνεχιστεί η βασιλεία μας μέχρι την τέταρτη και πέμπτη γενεά».
Τα εικονοκλαστικά μέτρα του Λέοντα βρήκαν αντίθετο τον Πατριάρχη Νικηφόρο, ο οποίος εκθρονίστηκε αργότερα από τον αυτοκράτορα. Τη θέση του Νικηφόρου την πήρε ο Θεόδοτος, ο οποίος συμφωνούσε απόλυτα με τη θρησκευτική τακτική του Λέοντα. Το 815 έγινε μια δεύτερη Εικονοκλαστική Σύνοδος στο Ναό της Αγίας Σοφίας, στην Κωνσταντινούπολη. Τα πρακτικά της Συνόδου καταστράφηκαν μετά την αποκατάσταση της Εικονολατρίας, αλλά η απόφασή της διασώθηκε σ’ ένα από τα απολογητικά έργα του Πατριάρχη Νικηφόρου.
Η Σύνοδος αυτή, έχοντας εγκρίνει και επικυρώσει τα δόγματα που δέχτηκαν οι Πατέρες και σύμφωνα με τις 6 προηγούμενες Οικουμενικές Συνόδους, καταδίκασε την απαράδεκτη από την παράδοση κατασκευή και λατρεία εικόνων, προτιμώντας την «εν πνεύματι και αληθεία» λατρεία. Η απόφαση της Συνόδου αναφέρει ακόμα ότι με τη μεταβίβαση της εξουσίας από τους άνδρες σε μια γυναίκα (Ειρήνη), η γυναικεία απλότητα οδήγησε στην αποκατάσταση της λατρείας των «νεκρών εικόνων», το άναμμα των κεριών και το κάψιμο του θυμιάματος. Η Σύνοδος απαγόρευσε τη λατρεία των εικόνων, όπως τη δέχεται ο Πατριάρχης Ταράσιος και καταδίκασε το άναμμα των κεριών, καθώς και την προσφορά λιβανιού μπροστά στις εικόνες. Ουσιαστικά οι αποφάσεις αυτές αποτελούν επανάληψη των βασικών ιδεών της Εικονοκλαστικής Συνόδου του 754, της οποίας και επιβεβαίωσε τα πρακτικά. Η Σύνοδος διακήρυξε την απαγόρευση της λατρείας των εικόνων και το άχρηστο της κατασκευής τους. Επειδή η Σύνοδος αυτή «απέφυγε να χαρακτηρίσει τις εικόνες είδωλα και έργα του διαβόλου», έχει μερικές φορές χαρακτηριστεί σαν πιο ανεκτική από την πρώτη Εικονοκλαστική Σύνοδο. Τώρα τελευταία όμως, έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι η δεύτερη Εικονοκλαστική κίνηση, κυρίως την εποχή του Λέοντα Ε' και του Θεόφιλου, δεν ήταν ούτε πιο μέτρια ούτε πιο ανεκτική από αυτήν του Λέοντα Γ' και του Κωνσταντίνου Ε'. Απλώς η δεύτερη Εικονοκλαστική κίνηση υπήρξε «πνευματικά φτωχότερη».
Οι Εικονομάχοι αυτοκράτορες της δεύτερης περιόδου Λέων Ε', ο Αρμένιος, Μιχαήλ Β', ο Τραυλός και Θεόφιλος, έπρεπε να φέρουν σε πέρας τη θρησκευτική τους πολιτική κάτω από συνθήκες πολύ διαφορετικές από αυτές που επικρατούσαν την πρώτη περίοδο. Η δεύτερη περίοδος κράτησε μόνο 30 περίπου χρόνια (815-843). Υπήρξε δηλαδή πο9λύ πιο μικρή από την πρώτη, που κράτησε περισσότερο από 50 χρόνια. Οι Εικονομάχοι της πρώτης περιόδου βρήκαν τους οπαδούς των εικόνων απροετοίμαστους, δηλαδή ανοργάνωτους κι ανέτοιμους για τον αγώνα. Τα σκληρά όμως μέτρα που αντιμετώπισαν τους ανάγκασαν να ενωθούν, να ενισχύσουν την πίστη τους, να αναπτύξουν αγωνιστικές μεθόδους και να συγκεντρώσουν όλο το δογματικό και πολεμικό υλικό τους. Έτσι, οι Εικονομάχοι της δεύτερης περιόδου συνάντησαν πολύ μεγαλύτερη αντίσταση από τους προκατόχους τους κι ο αγώνας έγινε πιο δύσκολος γι’ αυτούς. Κυρίως δυνατή υπήρξε η αντίθεση του ηγούμενου της Μονής του Στουδίου, Θεόδωρου και των οπαδών του, που ήταν από πεποίθηση οπαδοί της Εικονολατρίας, ενώ συγχρόνως ασκούσαν μεγάλη επιρροή στο λαό. Επιπλέον ο Θεόδωρος έγραφε και μιλούσε φανερά εναντίον των επεμβάσεων της αυτοκρατορικής εξουσίας στις υποθέσεις της Εκκλησίας, υποστηρίζοντας την αρχή της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας και της ελευθερίας της συνείδησης. Θυμωμένος από τη στάση και τη δράση του Θεόδωρου ο αυτοκράτορας τον έστειλε σε μακρινή εξορία, ενώ συγχρόνως τιμώρησε πολλούς από τους οπαδούς του.
Σύμφωνα με τις πηγές που έχουν διασωθεί και που όλες σχεδόν, δίχως εξαίρεση, διάκεινται εχθρικά προς τους Εικονομάχους, ο διωγμός των εικόνων και των όσων τις λάτρευαν ήταν πολύ σοβαρός την εποχή του Λέοντα Ε'. Οι πηγές αυτές μάλιστα αναφέρουν και ονόματα μαρτύρων που μαρτύρησαν την περίοδο αυτή. Αφετέρου, ακόμα και οι πιο σφοδροί αντίπαλοι του Λέοντα Ε' αναγνωρίζουν ότι υπήρξε πολύ ικανός για την υπεράσπιση της αυτοκρατορίας και σοφός στα διοικητικά του μέτρα. Όπως αναφέρει ένας ιστορικός, «ο Πατριάρχης Νικηφόρος», τον οποίον εκθρόνισε ο Λέων, «είπε, μετά το θάνατο του Λέοντα, ότι το κράτος των Ρωμαίων έχασε ένα μεγάλο αν και ασεβή Άρχοντα». Εντούτοις όμως άλλοι, σύγχρονοι του Λέοντα, τον χαρακτηρίζουν «ερπετό», συγκρίνοντας την εποχή του με τον «χειμώνα και τη βαριά ομίχλη».
Οι γνώμες διαφέρουν όσον αφορά τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του διαδόχου του Λέοντα, Μιχαήλ Β'. Ενώ μερικοί ιστορικοί τον θεωρούν ουδέτερο και αδιάφορο κι έναν άνθρωπο που «ακολούθησε το μονοπάτι της ανοχής και που διακήρυξε τις μεγάλες αρχές της ελευθερίας της συνείδησης», άλλοι τον ονομάζουν «έναν εκ μεταστροφής, μη φανατικό, Εικονομάχο, που αποφάσισε να υποστηρίξει τις εικονοκλαστικές μεταρρυθμίσεις του Λέοντα, επειδή ανταποκρίνονταν στις προσωπικές του πεποιθήσεις, αρνούμενος συγχρόνως να συνεχίσει το διωγμό των Εικονολατρών». Ένας σύγχρονος ιστορικός πιστεύει ότι «το πολιτικό πρόγραμμα του Μιχαήλ συνίστατο σε μια προσπάθεια συμβιβασμού όλων των θρησκευτικών διαφωνιών, αν κι αυτή η προσπάθεια είχε ως αποτέλεσμα μια αβίαστη αποσιώπηση όλων των συζητήσιμων ζητημάτων, καθώς και μια ανεκτική τακτική απέναντι στα στοιχεία που διαφωνούσαν».
Οπωσδήποτε, παρά τις εικονοκλαστικές του τάσεις, ο Μιχαήλ δεν ανανέωσε τους διωγμούς των Εικονολατρών, αν και όταν ο Μεθόδιος (ο οποίος αργότερα έγινε Πατριάρχης) έδωσε στον αυτοκράτορα ένα γράμμα του Πάπα, ζητώντας του να αποκαταστήσει την Εικονολατρία, καταδικάστηκε σε μαστίγωση και φυλακίστηκε σ’ ένα τάφο. Συγκρίνοντας την εποχή του Λέοντα Ε' με τη βασιλεία του Μιχαήλ Β', οι σύγχρονοί τους χρησιμοποιούσαν φράσεις σαν κι αυτές: «η φωτιά έχει εξαφανιστεί, αλλά καπνίζει ακόμα», «σαν ένα ερπετό η ουρά της αίρεσης δεν έχει εξοντωθεί και κουλουριάζεται ακόμα», «ο χειμώνας πέρασε, αλλά η πραγματική άνοιξη δεν ήρθε ακόμα» κλπ. Την εποχή του Μιχαήλ Β' πέθανε κι ο μεγάλος υπερασπιστής των εικόνων και της ελευθερίας της Εκκλησίας, Θεόδωρος Στουδίτης.
Ο διάδοχος του Μιχαήλ Β', Θεόφιλος, που είναι και ο τελευταίος εικονομάχος αυτοκράτορας, υπήρξε έμπειρος στα θεολογικά ζητήματα και λάτρης της Παρθένου και των Αγίων, αλλά και συγγραφέας πολλών εκκλησιαστικών ύμνων. Οι γνώμες των ιστορικών οι σχετικές με τον Θεόφιλο είναι τελείως αντίθετες μεταξύ τους, αρχίζοντας από τις πιο καταδικαστικές και τελειώνοντας στις πιο εγκωμιαστικές. Όσον αφορά την Εικονομαχία, η βασιλεία του Θεόφιλου υπήρξε η πιο τραχεία εποχή της δεύτερης περιόδου της εικονοκλαστικής κίνησης. Κύριος σύμβουλος του αυτοκράτορα και ιθύνων νους για τα σχετικά με την Εικονομαχία ζητήματα ήταν ο Ιωάννης ο Γραμματικός (ο οποίος αργότερα έγινε Πατριάρχης), που θεωρείτο ο πιο φωτισμένος άνθρωπος της περιόδου αυτής, αν και κατηγορήθηκε, όπως συνέβαινε εξάλλου συχνά με τους μορφωμένους του Μεσαίωνα, ότι ασκούσε γοητεία και μαγεία. Άλλος σημαντικός σύμβουλος ήταν ο Λέων ο Μαθηματικός. Οι μοναχοί, πολλοί από τους οποίους ζωγράφιζαν εικόνες, τιμωρούνταν αυστηρά. Έτσι π.χ. ο μοναχός Λάζαρος καταδικάστηκε να καούν οι παλάμες του με καυτό σίδερο, ενώ οι αδελφοί Θεοφάνης και Θεόδωρος τιμωρήθηκαν, λόγω του ζήλου με τον οποίον υποστήριζαν τις εικόνες, με «εγκέντηση» ιαμβικών στίχων, που τους είχε συνθέσει ο ίδιος ο Θεόφιλος, αποκτώντας έκτοτε το όνομα «Γραπτοί».
Όμως, μια πιο κριτική μελέτη των πηγών των σχετικών με τον Θεόφιλο μπορεί να οδηγήσει τους ιστορικούς στο να εγκαταλείψουν την άποψη ότι οι διωγμοί υπήρξαν εξαιρετικά αυστηροί την εποχή του αυτοκράτορα αυτού. Τα γεγονότα που αποτελούν ενδείξεις σκληρής μεταχείρισης των Εικονολατρών είναι λίγα. Ο Bury μάλιστα πιστεύει ότι οι θρησκευτικοί διωγμοί του Θεόφιλου δεν ξεπέρασαν μερικά γεωγραφικά όρια, επειδή ο αυτοκράτορας επέμενε κυρίως στην καταστροφή των εικόνων της πρωτεύουσας και των περιχώρων της. Ο Bury έχει επίσης τη γνώμη ότι σε όλη τη διάρκεια της δεύτερης περιόδου της Εικονομαχίας, η Εικονολατρία αναπτύχθηκε πολύ στην Ελλάδα και στα νησιά και στις ακτές της Μικράς Ασίας, αν και το γεγονός αυτό δεν έχει τελείως εκτιμηθεί από τους ιστορικούς. Ο Bury επίσης πιστεύει ότι ο αυτοκράτορας μόνο σε λίγες εξαιρετικές περιπτώσεις κατέφυγε σε αυστηρές τιμωρίες. Απομένει ακόμα πολύ εργασία για μια ορθή εκτίμηση αυτής της δεύτερης περιόδου της εικονοκλαστικής κίνησης.

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Η σύζυγος του Θεόφιλου, Θεοδώρα, υποστήριζε με ζήλο τη λατρεία των εικόνων, και ο αυτοκράτορας γνώριζε πολύ καλά αυτές τις τάσεις της. Όταν πέθανε ο Θεόφιλος, το 842, η Θεοδώρα έμεινε ο μόνος επίσημος άρχοντας του κράτους, επειδή ο γιος της, Μιχαήλ, ήταν ανήλικος.
Το πρώτο πρόβλημα που απασχόλησε τη Θεοδώρα ήταν η αποκατάσταση της Εικονολατρίας. Η αντίδραση των Εικονομάχων δεν ήταν τόσο έντονη όσο ήταν την εποχή της Ειρήνης, επειδή ήταν αρκετός λίγο περισσότερο από ένας χρόνος για να μπορέσει η Θεοδώρα να συγκαλέσει μια Σύνοδο που επικύρωσε τις θρησκευτικές απόψεις της αυτοκράτειρας, ενώ η Ειρήνη χρειάστηκε για το ίδιο ζήτημα 7 χρόνια.
Ο Ιωάννης Γραμματικός εκθρονίστηκε και ο πατριαρχικός θρόνος της πρωτεύουσας δόθηκε στον Μεθόδιο, που υπέφερε πολύ την εποχή του Μιχαήλ. Τα πρακτικά της Συνόδου, την οποία συγκάλεσε η Θεοδώρα, δεν έχουν διασωθεί, άλλες όμως πληροφοριακές πηγές δείχνουν ότι επικύρωσαν τους κανόνες της Συνόδου της Νίκαιας και ότι αποκατέστησαν τη λατρεία των εικόνων. Όταν η Σύνοδος τελείωσε την εργασία της έγινε στην Αγία Σοφία μια επίσημη λειτουργία στις 11 Μαρτίου του 843, την πρώτη Κυριακή της Τεσσαρακοστής. Η ημέρα αυτή γιορτάζεται ακόμα ως η Κυριακή της Ορθοδοξίας από την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, το 842 αναγνωριζόταν γενικά ως η πραγματική χρονολογία της αποκατάστασης των εικόνων.
Στην Εγγύς Ανατολή, η δεύτερη εικονοκλαστική περίοδος χαρακτηρίζεται από τη δημοσίευση ενός γράμματος που απέβλεπε στην υπεράσπιση των εικόνων και το οποίο υπέγραφαν οι τρεις Πατριάρχες της Ανατολής, Χριστόφορος Αλεξάνδρειας, Ιώβ Αντιόχειας και Βασίλειος Ιεροσολύμων.
Γενικά το κόμμα των Εικονομάχων ενισχυόταν κυρίως απ’ την αυλή και το στρατό, συμπεριλαμβανομένων και των στρατηγών του, από τους οποίους μερικοί, όπως ο Λέων Γ', ο Λέων Ε' και ο Μιχαήλ Β', πέτυχαν να αποκτήσουν τον τίτλο του αυτοκράτορα. Οι εικονοκλαστικές τάσεις του στρατού αποδίδονται από μερικούς επιστήμονες στο ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των στρατιωτικών προερχόταν από την Ανατολή, κυρίως από τους Αρμένιους, τους οποίους το κράτος είχε μεταφέρει στις δυτικές επαρχίες και ειδικότερα στη Θράκη. Γι’ αυτό και η πλειοψηφία του στρατού αποτελείτο από εκ πεποιθήσεως Εικονομάχους. Σύμφωνα με τη γνώμη ενός επιστήμονα «η ορθόδοξη λατρεία είχε φανεί στους στρατιώτες της Ανατολής σαν μια ξένη θρησκεία και έτσι θεωρούσαν τον εαυτό τους δικαιούμενο για τη χρήση κάθε είδους βίας εναντίον εκείνων τους οποίους ονόμαζαν ειδωλολάτρες». Για όσους ανήκαν στο κόμμα της αυλής και στον ανώτερο κλήρο μπορεί να λεχθεί ότι οι κρατικοί υπάλληλοι καθώς και μερικοί επίσκοποι δεν ακολουθούσαν όσα τους υπαγόρευαν οι πεποιθήσεις τους, αλλά ότι εκδήλωναν τις απόψεις τους σύμφωνα με τους φόβους και τις φιλοδοξίες τους. Ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης και η μεγάλη πλειοψηφία του κλήρου υποστήριζαν την Εικονολατρία. Οι εικονομάχοι αυτοκράτορες υπήρξαν ικανοί πολεμιστές και σοφοί διαχειριστές των διοικητικών υποθέσεων. Νίκησαν τους Άραβες και τους Βουλγάρους και μερικοί από αυτούς μπορούν να θεωρηθούν ως σωτήρες του Χριστιανισμού και του νέου δυτικού πολιτισμού και δεν καταδίωξαν την Εικονολατρία με βάση τους πολιτικούς σκοπούς ή τις φιλοδοξίες τους. Τα θρησκευτικά τους μέτρα είχαν σαν ελατήριο μάλλον μια ειλικρινή πεποίθηση ότι εργάζονταν για την πρόοδο της Εκκλησίας και τον εξαγνισμό του Χριστιανισμού. Οι θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις των αυτοκρατόρων αυτών υπήρξαν μερικές φορές αντίθετες προς την επιτυχία των πολιτικών τους επιδιώξεων. Ο αγώνας με τους Εικονομάχους δημιούργησε μεγάλες εσωτερικές ταραχές, ενώ συγχρόνως εξασθένησε την πολιτική δύναμη της αυτοκρατορίας. Επίσης οδήγησε στον διαχωρισμό της Ανατολικής από τη Δυτική Εκκλησία και τη βαθμιαία απομόνωση της Ιταλίας από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μόνο η σχετική με τους μοναχούς και τα μοναστήρια τακτική των εικονομάχων αυτοκρατόρων μπορεί να εξηγηθεί με βάση τα πολιτικά ελατήρια. Είναι πολύ δύσκολο να σχηματίσουμε μια συγκεκριμένη γνώμη για τα θεολογικά δόγματά τους, επειδή σχεδόν κάθε τι το σχετικό με τα προβλήματα του δόγματος των Εικονομάχων το κατάστρεψαν οι Εικονολάτρες. Ακόμα και ανάμεσα στους Εικονομάχους υπήρχαν άνθρωποι με μετριοπαθείς (όπως βεβαίως και άλλοι με εξαιρετικά ριζοσπαστικές) τάσεις. Η ζωγραφική των εικόνων θεωρείτο ως αιτία δυο πιθανών κινδύνων: της επιστροφής στην ειδωλολατρία ή σε μια από τις αιρέσεις που καταδίκασαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι.
Σχετικά με τη δεύτερη περίοδο της εικονοκλαστικής κίνησης αξίζει να τονιστεί ότι ενώ τον 8ο αιώνα οι Ίσαυροι υποστηρίζονταν πάντοτε από τις ανατολικές επαρχίες της Μ. Ασίας, αυτό δεν επαναλήφθηκε τον 9ο αιώνα. Στη διάρκεια της δεύτερης περιόδου της Εικονομαχίας «ο ενθουσιασμός για τις εικονοκλαστικές ιδέες είχε απολύτως εξασθενήσει, ενώ η κίνηση είχε πνευματικά εξαντληθεί».
Το κόμμα των Εικονολατρών αποτελείτο από τον πληθυσμό των επαρχιών της Δύσης (Ιταλία και Ελλάδα), από όλους τους μοναχούς, από το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου, από την πλειοψηφία των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, αν και μερικές φορές ήταν αναγκασμένοι λόγω των συνθηκών να προσποιούνται ότι υποστήριζαν την Εικονομαχία και από τον πληθυσμό πολλών άλλων τμημάτων της αυτοκρατορίας, όπως π.χ. των επαρχιών της Μικράς Ασίας. Το θεολογικό δόγμα των Εικονολατρών, όπως αναπτύχθηκε από ηγέτες σαν τον Ιωάννη Δαμασκηνό και τον Θεόδωρο Στουδίτη, στηρίχθηκε στις Γραφές. Έτσι, θεωρώντας ότι οι εικόνες δεν ήταν απλά μόνο μέσα διαφώτισης του λαού, οι Εικονολάτρες πίστευαν ότι οι εικόνες διατηρώντας την αγιότητα και την αξία των πρωτοτύπων αποκτούν δύναμη θαυματουργική.
Η εικονοκλαστική περίοδος άφησε βαθιά ίχνη στην καλλιτεχνική ζωή της εποχής αυτής. Αρκετά υπέροχα μνημεία τέχνης, μωσαϊκά, τοιχογραφίες, αγάλματα και μικρογραφίες καταστράφηκαν στη διάρκεια του αγώνα που εξαπολύθηκε κατά των εικόνων. Οι διακοσμημένοι τοίχοι των Ναών ή σκεπάστηκαν ή διακοσμήθηκαν με νέα σχέδια. «Με λίγα λόγια», όπως λέει ο Kondakov, «η εκκλησιαστική ζωή της αυτοκρατορίας έγινε αντικείμενο της ερήμωσης εκείνης που επρόκειτο γρήγορα ή αργά να εκτοπίσει όλη την καλλιτεχνική ζωή του Βυζαντίου… Αρκετοί μορφωμένοι και πλούσιοι άνθρωποι μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στην Ιταλία, ενώ χιλιάδες μοναχοί ίδρυσαν πολλά ερημητήρια σε όλη την εκτεταμένη περιοχή της Β. Ιταλίας, της Μικράς Ασίας και της Καππαδοκίας, τα οποία ζωγράφισαν Έλληνες καλλιτέχνες. Για το λόγο αυτό η ελληνική τέχνη και εικονογραφία του 8ου και 9ου αιώνα πρέπει να αναζητηθεί έξω από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία: στη Μ. Ασία ή τη νότια και μέση Ιταλία». Συγχρόνως όμως με την καταστροφή των καλλιτεχνικών μνημείων που έφεραν εικόνες του Χριστού, της Παρθένου κι Αγίων, οι Εικονομάχοι άρχισαν να δημιουργούν ένα νέο τύπο τέχνης στρεφόμενοι σε νέα θέματα και εισήγαγαν τη διακόσμηση με σκηνές από τον Ιππόδρομο, με αναπαραστάσεις δένδρων, ζώων κλπ. Μερικά αξιόλογα έργα τέχνης σε ελεφαντόδοντο και σμάλτο, καθώς και ένας αριθμός από ενδιαφέρουσες μικρογραφίες προέρχονται επίσης από την εποχή της εικονοκλαστικής κίνησης. Γενικά οι καλλιτεχνικές τάσεις των Εικονομάχων θεωρούνται από τους ιστορικούς της τέχνης σαν μια επιστροφή στην κλασσική παράδοση της Αλεξάνδρειας, καθώς και σαν μια πολύ σημαντική τάση προς τον «ρεαλισμό» και τη μελέτη της φύσης.
Ένα σπουδαίο αποτέλεσμα της εποχής των Εικονομάχων υπήρξε η εξαφάνιση των γλυπτών αναπαραστάσεων αγίων προσώπων ή ιερών σκηνών από την Ανατολική Εκκλησία. Επίσημα ούτε η Εκκλησία ούτε το Ελληνικό κράτος απαγόρευσε αυτές τις αναπαραστάσεις, επειδή εξαφανίστηκαν σχεδόν μόνες τους. Το γεγονός αυτό θεωρείται από μερικούς ιστορικούς σαν κάποια νίκη των Εικονομάχων κατά των αδιάλλακτων Εικονολατρών.
Η επιρροή της Εικονομαχίας είναι επίσης αισθητή στα βυζαντινά νομίσματα και στις σφραγίδες. Κάτω από την κυριαρχία των ιδεών των Εικονομάχων, τον 8ο αιώνα, αναπτύχθηκε ένας εντελώς νέος τύπος νομισμάτων και σφραγίδων. Τα νέα αυτά νομίσματα και οι σφραγίδες φέρουν μερικές φορές μόνον επιγραφές, χωρίς καμιά εικόνα του Χριστού, της Παρθένου ή των Αγίων. Μερικές φορές χρησιμοποιείτο ο σταυρός ή το μονόγραμμα σε σχήμα σταυρού. Γενικά τα νομίσματα έφεραν σχεδόν αποκλειστικά τον Σταυρό και την αυτοκρατορική οικογένεια. Τα πορτρέτα των ανθρώπων θεωρούνταν καλύτερα από τις ιερές εικόνες των παλαιότερων χρόνων. Αργότερα, όταν αποκαταστάθηκε η λατρεία των εικόνων, οι εικόνες του Χριστού, της Παρθένου και των Αγίων παρουσιάστηκαν και πάλι στα νομίσματα και τις σφραγίδες.

ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ (9ος ΑΙΩΝΑΣ)
Η Εικονομαχία απομάκρυνε την Ιταλία και τον Πάπα από την αυτοκρατορία, αποτελώντας έτσι μια από τις κύριες αιτίες του τελικού σχίσματος της Εκκλησίας, του 9ου αιώνα. Η στέψη του Μεγάλου Καρόλου το 800 συνετέλεσε στην ακόμα μεγαλύτερη αποξένωση του Πάπα από το Βυζάντιο. Το τελικό σχίσμα έγινε τα 50 τελευταία χρόνια του 9ου αιώνα στη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Γ' και την εποχή ακριβώς που προέκυψε στην Κωνσταντινούπολη το ζήτημα του Φωτίου-Ιγνατίου.
Ο Ιγνάτιος, πολύ γνωστός για το ζήλο του υπέρ της Εικονολατρίας, εκθρονίστηκε και στο θρόνο ανέβη ο Φώτιος, ένας λαϊκός που ήταν ο πιο μορφωμένος άνθρωπος της περιόδου αυτής. Αποτέλεσμα αυτού του πράγματος υπήρξε η δημιουργία δύο κομμάτων από τα οποία το ένα ακολούθησε τον Φώτιο, ενώ το άλλο πήρε το μέρος του Ιγνάτιου, ο οποίος αρνήθηκε να εγκαταλείψει εκούσια τη θέση του. Δυστυχώς, ο ένας αναθεμάτιζε τον άλλον μέχρις ότου οι διαμάχες ανάγκασαν τελικά τον Μιχαήλ Γ' να συγκαλέσει Σύνοδο. Ο Πάπας Νικόλαος Α', που πήρε το μέρος του Ιγνατίου, είχε προσκληθεί στη Σύνοδο, αλλά έστειλε μόνον τους αντιπροσώπους του. Αυτοί ύστερα από δωροδοκίες και απειλές (παρά τη θέληση του Πάπα) ενέκριναν την εκθρόνιση του Ιγνατίου και την εκλογή του Φωτίου ως Πατριάρχη. Αντιδρώντας στην απόφαση της Συνόδου ο Πάπας Νικόλαος έκανε μια Σύνοδο στη Ρώμη, που αναθεμάτισε τον Φώτιο, ενώ συγχρόνως αποκαθιστούσε τον Ιγνάτιο. Ο Μιχαήλ δεν έδωσε όμως καμιά προσοχή στην απόφαση της Συνόδου αυτής. Το γεγονός αυτό συνέπεσε με την εποχή της μεταστροφής του βασιλιά της Βουλγαρίας Βόριδα στον Χριστιανισμό, η οποία έφερε σε σοβαρή σύγκρουση τα ενδιαφέροντα της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης. Το 867 (έτος που πέθανε ο Μιχαήλ) έγινε μια άλλη Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, η οποία καταδίκασε και αναθεμάτισε τον Πάπα για την αιρετική προσθήκη του filioque στο σύμβολο της πίστη, καθώς και για την παράνομη επέμβασή του στα ζητήματα της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Ο Πάπας και ο Πατριάρχης αλληλο-αναθεματίστηκαν με αποτέλεσμα τη δημιουργία του σχίσματος της Εκκλησίας. Όταν πέθανε ο Μιχαήλ Γ' τα πράγματα άλλαξαν, επειδή ο νέος αυτοκράτορας Βασίλειος Α' άρχισε τη βασιλεία του εκθρονίζοντας τον Φώτιο και αποκαθιστώντας τον Ιγνάτιο.

Εξωτερικές σχέσεις του Βυζαντίου (9ος αιώνας) [25]

Στη διάρκεια του 9ου αιώνα, οι εχθρικές σχέσεις των Αράβων και του Βυζαντίου δε διακόπηκαν καθόλου. Στα ανατολικά σύνορα οι σχέσεις αυτές έπαιρναν τη μορφή συνεχών συγκρούσεων που γίνονταν σχεδόν κάθε χρόνο, με αποτέλεσμα τη συχνή ανταλλαγή αιχμαλώτων. Στη μουσουλμανική πλευρά των συνόρων (από τη Συρία μέχρι την Αρμενία) είχε δημιουργηθεί μια γραμμή οχυρών για την προστασία της χώρας από τις επιδρομές του βυζαντινού στρατού. Παρόμοια οχυρά υπήρχαν στη βυζαντινή πλευρά. Κατά τον 9ο αιώνα, οι συνοριακές συγκρούσεις επεκτείνονταν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και έπαιρναν τη μορφή σοβαρών εκστρατειών. Παράλληλα, με τη βαθμιαία πολιτική παρακμή του Χαλιφάτου, που ήταν καρπός σοβαρών εσωτερικών ταραχών, καθώς και της υπεροχής των Περσών και αργότερα των Τούρκων, οι συνεχείς επιθέσεις των Μουσουλμάνων εναντίον του Βυζαντίου έπαψαν να απειλούν, όπως τον 7ο και 8ο αιώνα, την ύπαρξη της αυτοκρατορίας. Οι επιθέσεις αυτές όμως εξακολούθησαν να δημιουργούν σοβαρά ζητήματα στις συνοριακές επαρχίες, καταστρέφοντας τις περιουσίες του λαού κι ελαττώνοντας τις δυνατότητες πληρωμής του φόρου των κατοίκων. Τα πρώτα 39 χρόνια του 9ου αιώνα χαρακτηρίζονται από τη βασιλεία των περίφημων Χαλιφών Αρούν-Αλ-Ρασίντ (786-809) και Μαμούν (813-833), στις ημέρες των οποίων η περσική επιρροή απέκτησε αποκλειστική σχεδόν δύναμη παραμερίζοντας την ισχύ των Αράβων. Στις πολιτικές τους ιδέες οι Χαλίφες του 9ου αιώνα, κυρίως ο Μαμούν, έμοιαζαν με τους βυζαντινούς αυτοκράτορες στο ότι πίστευαν πως η δύναμή τους έπρεπε να είναι απεριόριστη και να απλώνεται σ’ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του κράτους τους.
Αν και οι μεταξύ Αράβων και Βυζαντίου συγκρούσεις στην Ανατολή δεν είχαν σοβαρές συνέπειες για καμιά από τις δύο πλευρές, η δράση του μουσουλμανικού στόλου στη Μεσόγειο, που οδήγησε στην κατοχή της Κρήτης, του μεγαλύτερου μέρους της Σικελίας και μερικών σπουδαίων σημείων της νότιας Ιταλίας, υπήρξε πολύ σημαντική.

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
Ένα από τα πιο σπουδαία γεγονότα, που αναφέρεται στις σχέσεις Βυζαντίου-Αράβων κατά τα 50 πρώτα χρόνια του 9ου αιώνα, ήταν η συμμετοχή των Αράβων στο κίνημα του Θωμά, στη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Β'. Το κίνημα αυτό οργανώθηκε στη Μικρά Ασία από τον Θωμά, έναν εκ γενετής Σλάβο και έλαβε την έκταση μεγάλου εμφυλίου πολέμου που κράτησε πάνω από δυο χρόνια. Αποτελεί το κεντρικό γεγονός της εποχής του Μιχαήλ Β' και έχει πολύ ενδιαφέρον από πολιτική, θρησκευτική και κοινωνική πλευρά.
Πολιτικά, το κίνημα υπήρξε σημαντικό, επειδή ο Θωμάς κατόρθωσε να πάρει με το μέρος του όλη τη Μικρά Ασία, εκτός από τον στρατό δύο θεμάτων. Κάτω από τις σημαίες του (όπως αναφέρουν μερικές πηγές) μαζεύτηκαν διάφορες εθνικότητες της Μικράς Ασίας καθώς και οι συνοριακές περιοχές του Καυκάσου. Εκτός από τους συμπατριώτες του, τους Σλάβους, που είχαν σχηματίσει λίγες αποικίες στη Μικρά Ασία, μετά την ομαδική τους μετανάστευση από την Ευρώπη, ο στρατός του Θωμά είχε Πέρσες, Αρμένιους, Ίβηρες και μέλη πολλών άλλων φυλών του Καυκάσου. Βλέποντας ο Χαλίφης Μαμούν ότι ο Θωμάς ήταν αρχηγός μιας τέτοιας μεγάλης δύναμης, δε δίστασε να κάνει στενή συμμαχία μαζί του, για να τον βοηθήσει στην εκθρόνιση του Μιχαήλ, παίρνοντας σε αντάλλαγμα την υπόσχεση να δοθούν στους Άραβες μερικές συνοριακές περιοχές που ανήκαν στο Βυζάντιο. Με την υπόδειξη ή τη συγκατάθεση του Μαμούν, ο Θωμάς στέφθηκε στην Αντιόχεια από τον Ιώβ, Πατριάρχη της πόλης, βασιλιάς των Ρωμαίων και ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου είχε να αντιμετωπίσει έναν πολύ επικίνδυνο και δυναμικό αντίπαλο. Οι Άραβες της Ανατολής έδειχναν ήδη μεγάλο ενδιαφέρον για την εξέλιξη αυτής της στάσης του Θωμά.
Από θρησκευτική άποψη, το κίνημα είναι πολύ ενδιαφέρον, επειδή ο Θωμάς χρησιμοποίησε τη δυσαρέσκεια της πλειοψηφίας του λαού, που προκλήθηκε από την ανανέωση της Εικονομαχίας, αναγγέλλοντας ότι υποστήριζε την Εικονολατρία και υποσχόμενος να γίνει ο νέος Κωνσταντίνος (ο γιος της Ειρήνης που είχε παλαιότερα αποκαταστήσει την ορθοδοξία). Η τακτική αυτή του Θωμά του έδωσε πολλούς οπαδούς.
Η κίνηση του Θωμά είχε επίσης ορισμένες συνέπειες κοινωνικής φύσης. Στη Μικρά Ασία, οι αρμόδιοι για τη συλλογή των φόρων, πήγαν με το μέρος του Θωμά και, όπως αναφέρεται κάπου, παρουσιάστηκε μια εξέγερση των «δούλων εναντίον των κυρίων». Οι κατώτερες τάξεις επαναστάτησαν κατά των γαιοκτημόνων που τους εκμεταλλεύονταν, θέλοντας να απολαύσουν στο μέλλον καλύτερες ημέρες. Σύμφωνα με την ίδια πληροφορία, ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε, «σαν τους ορμητικούς καταρράκτες του Νείλου πλημμύρισε τη γη όχι με νερό αλλά με αίμα».
Με την υποστήριξη του στόλου στο Αιγαίο Πέλαγος ο Θωμάς κατεύθυνε τις δυνάμεις του κατά της Κωνσταντινούπολης και αφού νίκησε εύκολα την αντίσταση του στρατού του Μιχαήλ, πολιόρκησε την πρωτεύουσα τόσο από την ξηρά όσο και από τη θάλασσα. Όταν έφτασε στις ευρωπαϊκές ακτές, οι Σλάβοι της Θράκης και της Μακεδονίας ενώθηκαν μαζί του και η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο. Ο Μιχαήλ βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, αλλά θριάμβευσε χάρη σε δύο γεγονότα. Αφενός μεν πέτυχε να νικήσει το στόλο του Θωμά και αφετέρου τον βοήθησαν οι Βούλγαροι, που παρουσιάστηκαν στο Βορρά απροσδόκητα, κάτω από την ηγεσία του βασιλιά τους Μορτάγωνα και χτύπησαν τις δυνάμεις των στασιαστών. Ο Θωμάς δεν μπόρεσε να αποκτήσει και πάλι την παλιά του δύναμη και γι’ αυτό ήταν καταδικασμένος σε αποτυχία. Αναγκάστηκε να φύγει, αλλά συνελήφθηκε αργότερα και εκτελέστηκε, ενώ τα υπολείμματα του στρατού του καταστράφηκαν εύκολα. Αυτή η περίπλοκη επανάσταση που κράτησε πάνω από δύο χρόνια, εξοντώθηκε τελείως το 823 και ο Μιχαήλ μπορούσε πια να νιώθει τον εαυτό του ασφαλή στο θρόνο.
Τα αποτελέσματα αυτού του κινήματος υπήρξαν πολύ σπουδαία για το Βυζάντιο. Η αποτυχία του υπήρξε και αποτυχία της προσπάθειας για την αποκατάσταση της εικονολατρίας. Η ήττα του Θωμά σήμαινε και την ήττα του Χαλίφη Μαμούν στις επιθετικές του ενέργειες κατά του Βυζαντίου. Επιπλέον, αυτό το κίνημα δημιούργησε πολύ σοβαρές κοινωνικές μεταβολές στη Μικρά Ασία. Τον 6ο αιώνα, στη διάρκεια της βασιλείας του Μεγάλου Ιουστινιανού, είχε πολύ διαδοθεί στην αυτοκρατορία το σύστημα των μεγάλων ιδιοκτησιών των γαιοκτημόνων, τις οποίες καλλιεργούσαν οι αγρότες, σαν δούλοι. Σε μερικές μεταγενέστερες πηγές αναφέρονται μικρές ιδιοκτησίες, ενώ τον 10ο αιώνα παρουσιάζονται και πάλι να επικρατούν, κυρίως στη Μικρά Ασία, οι μεγαλοϊδιοκτήτες. Το γεγονός αυτό, ίσως, είναι το αποτέλεσμα του κινήματος του Θωμά, το οποίο, αναμφίβολα, κατέστρεψε πολλούς μικροϊδιοκτήτες που, μη μπορώντας να πληρώσουν τους βαρείς φόρους του κράτους, αναγκάστηκαν να μεταβιβάσουν τα κτήματά τους στους πλούσιους γείτονές τους. Άσχετα όμως προς τις αιτίες, η εμφάνιση και πάλι των μεγάλων ιδιοκτησιών, τον 8ο αιώνα, άρχισε να απειλεί και αυτήν ακόμα τη δύναμη του αυτοκράτορα. Αυτό κυρίως βρίσκει την πλήρη εφαρμογή του στη Μικρά Ασία.
Μέχρι το 830 περίπου, οι συγκρούσεις μεταξύ Βυζαντίου και Αράβων δεν είχαν σοβαρές συνέπειες. Την περίοδο αυτή το Χαλιφάτο αντιμετώπιζε μεγάλες εσωτερικές ανωμαλίες, οι οποίες ενισχύονταν, μερικές φορές, από την κατάλληλη παρέμβαση της κυβέρνησης του Βυζαντίου.
Ο γιος του Μιχαήλ Β', Θεόφιλος, νικήθηκε το 830 στη Μικρά Ασία, αλλά την επόμενη χρονιά (831) πέτυχε στην Κιλικία μια νίκη εναντίον των Αράβων, για την οποία έγινε θριαμβευτικά δεκτός στην πρωτεύουσα. Τα χρόνια που ακολούθησαν τη νίκη αυτή, δεν έδωσαν πολλές επιτυχίες στον Θεόφιλο. Ένας ιστορικός από την Αραβία λέει μάλιστα ότι ο Μαμούν απέβλεπε στην ολοκληρωτική υποδούλωση της αυτοκρατορίας. Ο Θεόφιλος έστειλε στον Μαμούν αντιπροσωπεία με προτάσεις για ειρήνη, αλλά το 833 πέθανε ο Μαμούν και τον διαδεχθεί ο αδελφός του Μοτασέμ. Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του επικράτησε διακοπή των εχθροπραξιών, αλλά το 837 ο Θεόφιλος έκανε μια επιθετική ενέργεια που υπήρξε εξαιρετικά επιτυχής. Κατέλαβε και πυρπόλησε την πόλη Ζάπετρα, ενώ συγχρόνως εισέβαλλε και σε άλλα μέρη. Για την επιτυχία του αυτή έγινε δεκτός με έναν θριαμβευτικό τρόπο που αποτελούσε επανάληψη του θριάμβου που συνόδευσε την επιστροφή του πριν από 6 χρόνια.
Το 838 όμως ο Μοτασέμ δημιούργησε ένα μεγάλο στρατό, ο οποίος εισχώρησε βαθειά στη Μικρά Ασία και, μετά από μια μεγάλη πολιορκία, κατέλαβε τη σπουδαία και οχυρωμένη πόλη της Φρυγίας Αμόριο, από όπου προήλθε η δυναστεία που βασίλευε την εποχή αυτή, «τον οφθαλμό και τη βάση του Χριστιανισμού», όπως λέει, υπερβάλλοντας, ο Άραβας χρονογράφος. Ο Μοτασέμ ήθελε να βαδίσει κατά της Κωνσταντινούπολης μετά την επιτυχία του στο Αμόριο, αλλά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα σχέδιά του και να επιστρέψει στη Συρία, επειδή πληροφορήθηκε την ύπαρξη στρατιωτικής συνωμοσίας στη χώρα του.
Τα χρονικά της ελληνικής Εκκλησίας συνδέουν την πολιορκία του Αμορίου με τη θαυματουργική ιστορία 42 μαρτύρων, οι οποίοι, αφού αρνήθηκαν να δεχθούν τον Ισλαμισμό, οδηγήθηκαν στις όχθες του ποταμού Τίγρη, όπου κι αποκεφαλίστηκαν. Τα πτώματά τους πετάχτηκαν στον ποταμό, αλλά κατά θαυματουργικό τρόπο επέπλεαν στο νερό μέχρις ότου μεταφέρθηκαν από μερικούς Χριστιανούς στην ξηρά για ταφούν.
Η τύχη του Αμορίου έκανε πολύ δυνατή εντύπωση στον Θεόφιλο. Έχασε κάθε ελπίδα να αντισταθεί μόνος του αποτελεσματικά στις επιθέσεις των Αράβων και, φοβούμενος μήπως χάσει την πρωτεύουσα, στράφηκε προς τη Δύση για βοήθεια. Οι πρεσβευτές του έφτασαν στη Βενετία, στο Ingelheim της Γερμανίας, στην αυλή του Λουδοβίκου του Ευσεβούς, ακόμα και στην Ισπανία, στην αυλή του ηγεμόνα των Αράβων. Οι ηγεμόνες της Δύσης, αν και δέχτηκαν φιλικά τους πρεσβευτές του αυτοκράτορα, δεν του έδωσαν καμιά πρακτική βοήθεια.
Στη διάρκεια της τελευταίας περιόδου της δυναστείας από το Αμόριο, δηλαδή κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Θεόφιλου και στη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Γ', οι εσωτερικοί αγώνες του Χαλιφάτου εμπόδισαν τους Άραβες της Ανατολής να ανανεώσουν τις εκστρατείες εναντίον του Βυζαντίου, ενώ σε μερικές περιπτώσεις ο στρατός του Βυζαντίου πέτυχε να νικήσει τους Άραβες. Το 863 ο Ομάρ, ο Εμίρης της Μελιτίνης, κατέλαβε την πόλη Αμισό, στις ακτές του Εύξεινου Πόντου και εξαγριωμένος από το γεγονός ότι η θάλασσα τον εμπόδιζε στην πορεία του, μαστίγωσε το νερό, όπως ο Ξέρξης. Τον ίδιο χρόνο, όμως, ενώ επέστρεφε, κυκλώθηκε από τον στρατό του Βυζαντίου, τον οποίον διοικούσε ο στρατηγός Πετρωνάς (αδελφός του Βάρδα), και ύστερα από μια μάχη που έγινε σ’ ένα μέρος γνωστό ως Πόσον, ο Ομάρ σκοτώθηκε και ο στρατός του σχεδόν εκμηδενίστηκε. Η λαμπρή αυτή νίκη του βυζαντινού στρατού αντήχησε στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης και ένα ειδικό επικό ποίημα (που έχει διασωθεί) συντέθηκε για να πανηγυρίσει τον θάνατο του Εμίρη στο πεδίο της μάχης.

Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
Ενώ οι διάφορες πληροφοριακές πηγές ασχολούνται με τις συγκρούσεις μεταξύ Αράβων και Βυζαντίου, ξαφνικά αρχίζουν να μιλούν για την πρώτη επιδρομή των Ρώσων εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, αυτό το γεγονός οι περισσότεροι ιστορικοί το τοποθετούσαν το 865 ή το 866 και συχνά το συνέδεαν με την εκστρατεία των Ρώσων πριγκίπων Ascold και Dir. Αλλά από το 1894, οπότε βρέθηκε στις Βρυξέλλες ένα σύντομο και ανώνυμο χρονικό που δημοσιεύθηκε από τον Βέλγο επιστήμονα Franz Cumont, η γνώμη αυτή θεωρείται λανθασμένη. Το χρονικό αυτό μας δίνει πολύ ακριβείς πληροφορίες: οι Ρώσοι πλησίασαν την Κωνσταντινούπολη με 200 πλοία στις 18 Ιουνίου, το 860, αλλά ηττήθηκαν, χάνοντας πολλά από τα πλοία τους. Μερικοί επιστήμονες αμφέβαλαν για την τοποθέτηση της επίθεσης νωρίτερα. Αρκετά πριν από τη δημοσίευση του ανώνυμου χρονικού και με βάση διάφορους υπολογισμούς, έτειναν να πιστεύουν ότι το 860 ήταν η σωστή χρονολογία. Έτσι ο γνωστός λόγιος του 18ου αιώνα Assemani, αναφέρει ότι η πρώτη επίθεση των Ρώσων έλαβε χώρα στα τέλη του 859 ή στις αρχές του 860, αν και οι μεταγενέστεροι επιστήμονες ξέχασαν τελείως τα αποτελέσματα των ερευνών του. Όμως, 14 χρόνια πριν από την εμφάνιση του ανώνυμου χρονικού των Βρυξελλών και τελείως ανεξάρτητα από τον Assemani, ο Ρώσος εκκλησιαστικός ιστορικός Golubinsky έβγαλε επίσης το συμπέρασμα ότι η επίθεση έγινε ή το 860 ή στις αρχές του 861.
Σε μια απ’ τις ομιλίες του ο Πατριάρχης Φώτιος, που έζησε την εποχή της επίθεσης, αναφέρει τους Ρώσους ως «Σκύθες, τραχείς και βάρβαρους», χαρακτηρίζοντας την επίθεσή τους σαν μια βάρβαρη, επίμονη και τρομερή.

ΑΓΩΝΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΡΑΒΕΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ
Συγχρόνως με τους αγώνες που διεξήγε η αυτοκρατορία στην Ανατολή, έπρεπε να αγωνιστεί και με τους Άραβες της Δύσης. Η Β. Αφρική, που την είχαν κατακτήσει οι Άραβες με τόση δυσκολία, τον 7ο αιώνα, γρήγορα ελευθερώθηκε από την κυριαρχία των Χαλιφών της Ανατολής και μετά το 800 οι Αβασσίδες Χαλίφες έπαψαν να ασκούν οποιαδήποτε εξουσία στη Δυτική Αίγυπτο, ενώ δημιουργήθηκε στις αρχές του 9ου αιώνα (800) μια ανεξάρτητη δυναστεία (οι Αγλαβίτες) η οποία διέθετε στην Τύνιδα έναν ισχυρό στόλο.
Όλες οι κτήσεις του Βυζαντίου στη Μεσόγειο θάλασσα, απειλούνταν σοβαρά από τους Άραβες κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Από τις αρχές ακόμα του 9ου αιώνα, την εποχή του Νικηφόρου Α', οι Άραβες της Αφρικής βοήθησαν τους Σλάβους της Πελοποννήσου στην επανάστασή τους και την πολιορκία των Πατρών. Στη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Β' το Βυζάντιο έχασε το αξιόλογο, από στρατηγική κι εμπορική άποψη, νησί της Κρήτης, το οποίο καταλήφθηκε από Άραβες μετανάστες (οι λεγόμενοι Σαρακηνοί ή Αγαρηνοί), που ήρθαν από την Ισπανία, αφού προηγουμένως ζήτησαν καταφύγιο στην Αίγυπτο. Ο αρχηγός τους έκτισε στο νησί μια νέα πόλη, την οποία περιέβαλε με μια βαθειά τάφρο (χάνδαξ αραβικά) από την οποία προήλθε το νέο όνομα του νησιού Χάνδαξ. Από την εποχή αυτή η Κρήτη έγινε κέντρο των πειρατών που λεηλατούσαν τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, καθώς και τις παραλιακές περιοχές, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό, μεγάλες πολιτικές και οικονομικές ανωμαλίες στη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Ακόμα πιο σημαντική για το Βυζάντιο ήταν η απώλεια της Σικελίας. Από τον 7ο και 8ο αιώνα ακόμα, το νησί αυτό υφίστατο τις επιδρομές των Αράβων, που δεν ήταν πολύ σοβαρές. Την εποχή όμως της εξ Αμορίου δυναστείας, άλλαξαν τα πράγματα. Στα τέλη της βασιλείας του Μιχαήλ Β', κάποιος Ευφήμιος οργάνωσε ένα κίνημα εναντίον του αυτοκράτορα και ανακηρύχθηκε αργότερα Άρχων της αυτοκρατορίας. Γρήγορα όμως αντιλήφθηκε ότι οι δικές του δυνάμεις δεν ήταν αρκετές για να αντισταθεί στον αυτοκρατορικό στρατό και ζήτησε βοήθεια από τους Άραβες της Αφρικής, οι οποίες έφτασαν στη Σικελία. Αντί να βοηθήσουν όμως τον Ευφήμιο, άρχισαν να κατακτούν το νησί, ενώ ο Ευφήμιος σκοτώθηκε από τους οπαδούς του αυτοκράτορα. Κατά τη γνώμη του Ιταλού ιστορικού Gabotto, ο Ευφήμιος υπήρξε ένας ονειροπόλος ιδεαλιστής που αγωνίστηκε για την ανεξαρτησία της χώρας του, κι ένας συνεχιστής της παράδοσης που απέβλεπε στη δημιουργία μιας ανεξάρτητης Ιταλίας, δηλαδή «της Ρωμαϊκής Ιταλικής Αυτοκρατορίας» (Impero Romano Italiano). Όμως τον χαρακτηρισμό του Gabotto δεν επιβεβαιώνουν τα γεγονότα.
Οι Άραβες εγκαταστάθηκαν στο Παλέρμο και σιγά-σιγά, κατέκτησαν το μεγαλύτερο μέρος της Σικελίας και τη Μεσσήνη, και κατά τα τέλη της βασιλείας της εξ Αμορίου δυναστείας, απ’ όλες τις μεγάλες πόλεις της Σικελίας, μόνον οι Συρακούσες απέμεναν στα χέρια των Χριστιανών. Από τη Σικελία, το πιο φυσικό για τους Άραβες ήταν να προχωρήσουν στις βυζαντινές κτήσεις της Νότιας Ιταλίας.
Η ιταλική χερσόνησος έχει στη νότια άκρη δυο μικρές χερσονήσους: η μια, στη ΝΑ πλευρά, ήταν γνωστή στην αρχαιότητα ως Καλαβρία, ενώ η άλλη, στη ΝΔ πλευρά, λεγόταν Βρεττία. Την εποχή του Βυζαντίου τα ονόματα αυτά άλλαξαν. Από τα μέσα του 7ου αιώνα το όνομα Βρεττία χρησιμοποιείτο όλο και λιγότερο, ενώ στη θέση του βρίσκουμε το όνομα Καλαβρία, με το οποίο έτσι ήταν γνωστές και οι δυο χερσόνησοι. Με άλλα λόγια η Καλαβρία αποτελούσε τότε όλες τις κτήσεις του Βυζαντίου στη Νότια Ιταλία, γύρω στον κόλπο του Τάραντα.
Η πολιτική θέση της Ιταλίας τον 6ο αιώνα είχε ως εξής: το Βυζάντιο κατείχε τη Βενετία, το μεγαλύτερο μέρος της Καμπανίας, με το δουκάτο της Νεάπολης και δυο άλλα δουκάτα, καθώς και τις δυο μικρές νότιες χερσονήσους. Η Βενετία κι η Καμπανία εξαρτιόνταν πολιτικά πολύ λίγο από το Βυζάντιο, επειδή είχαν δική τους αυτόνομη διοίκηση, ενώ η Ν. Ιταλία εξαρτιόταν απευθείας από την αυτοκρατορία. Το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας βρισκόταν στα χέρια των Λογγοβάρδων. Στα τέλη του 7ο αιώνα, ο Λογγοβάρδος Δούκας του Μπενεβέντο απέσπασε από το Βυζάντιο τον Τάραντα, φθάνοντας μέχρι τις ακτές του κόλπου κι απομονώνοντας έτσι τις δυο βυζαντινές περιοχές, που μπορούσαν να επικοινωνούν πια μόνον από τη θάλασσα. Μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Καρόλου στην Ιταλία και τη στέψη του στη Ρώμη, όλη η χερσόνησος των Απεννίνων, εκτός από τις περιοχές του Βυζαντίου, τέθηκε τυπικά κάτω από την εξουσία του αυτοκράτορα της Δύσης, αν και στην πραγματικότητα η δύναμή του στο Νότο δεν ξεπέρασε τα σύνορα του κράτους του Πάπα και του Δουκάτου του Σπολέτο. Το δουκάτο του Μπενεβέντο παρέμεινε ανεξάρτητο.
Συγχρόνως με τη βαθμιαία κατάκτηση της Σικελίας, ο αραβικός στόλος άρχισε να λεηλατεί τις ακτές της Ιταλίας. Η κατάκτηση του Τάραντα την εποχή του Θεόφιλου υπήρξε μια μεγάλη και άμεση απειλή εναντίον των επαρχιών του Βυζαντίου στη Ν. Ιταλία. Ο στόλος της Βενετίας που έσπευσε να βοηθήσει τον αυτοκράτορα στον κόλπο του Τάραντα, ηττήθηκε άσχημα. Στο μεταξύ οι Άραβες κατέλαβαν τη σπουδαία οχυρή πόλη του Μπάρι, στις ανατολικές ακτές της χερσονήσου και από εκεί κατεύθυναν τις επιθέσεις τους εναντίον των περιοχών της εσωτερικής Ιταλίας. Ο αυτοκράτορας της Δύσης Λουδοβίκος Β', έσπευσε με το στρατό του, αλλά νικήθηκε και αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Συγχρόνως, στα μέσα περίπου του 9ου αιώνα, οι Άραβες πειρατές εμφανίστηκαν στον Τίβερη, απειλώντας τη Ρώμη, αλλά έφυγαν από την αρχαία πρωτεύουσα, αφού πήραν πλούσια λάφυρα. Οι βασιλικές του Αγίου Πέτρου και του Αγίου Παύλου, που ήταν έξω από τα τείχη της πόλης, υπέστησαν μεγάλες ζημιές κατά τη διάρκεια αυτής της επίθεσης.
Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι οι προστριβές μεταξύ Αράβων και Βυζαντίου, στη διάρκεια της βασιλείας της εξ Αμορίου δυναστείας, υπήρξαν στη Δύση, σε βάρος του Βυζαντίου. Η Κρήτη και η Σικελία χάθηκαν, η μεν πρώτη μέχρι το 961, η δε δεύτερη για πάντα. Μερικά αξιόλογα σημεία της Ν. Ιταλίας πέρασαν στα χέρια των Αράβων, αν και, στα μέσα του 9ου αιώνα, αυτά δεν αποτελούσαν μια συνεχή και μεγάλη περιοχή. Τα αποτελέσματα των αγώνων με τους Άραβες, στα ανατολικά σύνορα, υπήρξαν πολύ διαφορετικά, επειδή εκεί η αυτοκρατορία κατόρθωσε να διατηρήσει τις κτήσεις της σχεδόν άθικτες. Οι μικρές και ασήμαντες μεταβολές που έγιναν εκεί, δεν επηρέασαν τη γενική εξέλιξη των πραγμάτων. Στο σημείο αυτό οι προσπάθειες της εξ Αμορίου δυναστείας υπήρξαν πολύ σημαντικές για το Βυζάντιο, επειδή για μια περίοδο 47 ετών οι αυτοκράτορες της δυναστείας αυτής μπόρεσαν να αποκρούσουν τις πιεστικές ενέργειες των Αράβων της Ανατολής και να διατηρήσουν γενικά την ακεραιότητα των κτήσεων του Βυζαντίου στη Μικρά Ασία.

ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ ΚΑΤΑ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΞ ΑΜΟΡΙΟΥ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ
Στις αρχές του 9ου αιώνα ο βουλγαρικός θρόνος βρισκόταν στα χέρια του ικανού και έξυπνου Κρούμμου, ο οποίος εξελίχθηκε σε εξαιρετικά επικίνδυνο εχθρό του Βυζαντίου. Ο Νικηφόρος έχοντας αντιληφθεί τη δύναμη του Κρούμμου και τη δυνατότητα που είχε να πάρει με το μέρος του τους Σλάβους της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, μετέφερε πολλούς αποίκους, από άλλα μέρη της αυτοκρατορίας, σε αυτές τις δύο επαρχίες. Με το μέτρο αυτό, που δημιούργησε (όπως αναφέρεται κάπου) πολλές δυσαρέσκειες στους αποίκους, ο αυτοκράτορας ήλπιζε να αποφύγει τον κίνδυνο μιας συμμαχίας των Βουλγάρων με τους Σλάβους των δύο επαρχιών που αναφέραμε.
Το 811, μετά από αρκετές συμπλοκές με τους Βουλγάρους, ο Νικηφόρος ανέλαβε μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον του Κρούμμου, στη διάρκεια της οποίας έπεσε σε παγίδα με το στρατό του και υπέστη μια σοβαρή ήττα. Ο ίδιος ο Νικηφόρος σκοτώθηκε, ο γιος του Σταυράκιος τραυματίστηκε σοβαρά και ο στρατός σχεδόν εκμηδενίστηκε. Από την εποχή (378) που έγινε η περίφημη μάχη, κοντά στην Αδριανούπολη, όπου σκοτώθηκε ο Ουάλης πολεμώντας τους Βησιγότθους, δεν υπήρχε, πριν απ’ τον Νικηφόρο, άλλο παράδειγμα αυτοκράτορα που να πέθανε στη διάρκεια της μάχης κατά των βαρβάρων. Ο Κρούμμος κατασκεύασε από το κρανίο του νεκρού αυτοκράτορα ένα κύπελλο, από το οποίο αναγκάστηκαν να πιουν όλοι οι Βούλγαροι ευγενείς.
Το 813 ο Κρούμμος νίκησε τον Μιχαήλ Α' που εκστράτευσε εναντίον του, επικεφαλής ενός δυναμικού στρατού, τον οποίον είχαν ενισχύσει και αυτές ακόμα οι ασιατικές δυνάμεις από τα ανατολικά σύνορα. Η αριθμητική όμως υπεροχή του βυζαντινού στρατού δεν αποδείχθηκε χρήσιμη και ο στρατός του Μιχαήλ νικήθηκε και αναγκάστηκε να τραπεί σε μια φυγή που σταμάτησε μόνο κοντά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Τον ίδιο χρόνο, αμέσως μετά την άνοδο στο θρόνο του Λέοντα Ε', του Αρμενίου, ο Κρούμμος επιτέθηκε εναντίον της Κωνσταντινούπολης πολιορκώντας την πόλη για να (όπως αναφέρεται κάπου) «στερεώσει τη λόγχη του στη Χρυσή Πύλη». Εδώ όμως ανακόπηκε η ορμή του, επειδή πέθανε ξαφνικά, αφήνοντας έτσι για ένα διάστημα την αυτοκρατορία ήσυχη από την απειλή των Βουλγάρων.
Ένας από τους άμεσους διαδόχους του Κρούμμου, ο Ομουρτάζ, «μια από τις πιο αξιόλογες προσωπικότητες της αρχαίας ιστορίας της Βουλγαρίας», έκανε με το Βυζάντιο, την εποχή του Λέοντα Ε', μια ειρήνη διαρκείας 30 ετών. Η συμφωνία κυρίως περιστράφηκε γύρω από το ζήτημα του καθορισμού των συνοριακών γραμμών των δύο κρατών, στην περιοχή της Θράκης. Ίχνη αυτών των γραμμών υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Μετά την ειρήνη με τους Βουλγάρους, ο Λέων Ε' ανοικοδόμησε μερικές από τις κατεστραμμένες πόλεις της Θράκης και της Μακεδονίας. Επίσης έκτισε ένα νέο ισχυρότερο τείχος, γύρω από την πρωτεύουσα για μια πιο ασφαλή άμυνα εναντίον κάθε πιθανής μελλοντικής επίθεσης των Βουλγάρων.
Οι μεταγενέστερες σχέσεις Βουλγάρων και Βυζαντίου δεν χαρακτηρίζονται από κανένα εξαιρετικό γεγονός μέχρι τις αρχές του 9ου αιώνα, οπότε ο θρόνος της Βουλγαρίας περιήλθε στα χέρια του Βόριδα Α' (852-889), του οποίου το όνομα έχει στενή σύνδεση με τα γεγονότα τα σχετικά με τον εκχριστιανισμό των Βουλγάρων.
Η χριστιανική πίστη είχε εισαχθεί στη Βουλγαρία αρκετά πριν από την εποχή του Βόριδα, από μοναχούς, όπως ο Θεόδωρος Κουφαράς και από τον επίσκοπο της Αδριανούπολης Μιχαήλ (813), κυρίως όμως μέσω των αιχμαλώτων του βυζαντινού στρατού, τους οποίους είχαν συλλάβει οι Βούλγαροι κατά τη διάρκεια των αγώνων τους με το στρατό του Βυζαντίου. Οι ειδωλολάτρες Βούλγαροι Χάνοι καταδίωξαν αυστηρά «τόσο τους διαστρεβλωμένους όσο και τους διαστρεβλωτές». Ο Uspensky πιστεύει ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Χριστιανισμός άρχισε να διαδίδεται στη Βουλγαρία πολύ νωρίς… Από τον 8ο αιώνα ακόμα υπήρχε ένας αριθμός Χριστιανών στα ανάκτορα των πριγκίπων. Οι αγώνες μεταξύ Χριστιανών και ειδωλολατρών έγιναν αφορμή πολλών ταραχών, καθώς και συχνής αλλαγής των Χάνων».
Η μεταστροφή του Βόριδα στο Χριστιανισμό είχε ως αφορμή την πολιτική κατάσταση της Βουλγαρίας, η οποία τον ανάγκασε να επιδιώξει στενότερες σχέσεις με το Βυζάντιο. Το 864 ο βασιλιάς Βόρις βαπτίστηκε παίρνοντας το όνομα Μιχαήλ και, μετά από το γεγονός αυτό, ο λαός του δέχτηκε τον Χριστιανισμό. Το γεγονός ότι οι δυο περίφημοι ιεραπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος έλαβαν ενεργό μέρος στη βάπτιση του Βόριδα, δεν αποδεικνύεται με βάση αυθεντικών ενδείξεων. Το ότι οι Βούλγαροι δέχτηκαν το βάπτισμα από τα χέρια του κλήρου του Βυζαντίου, συνετέλεσε πολύ στην ανάπτυξη του γοήτρου και της επιρροής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στη Βαλκανική χερσόνησο. Ο Βόρις όμως γρήγορα αντιλήφθηκε ότι το Βυζάντιο δεν είχε διάθεση να δώσει στην Εκκλησία της Βουλγαρίας πλήρη ανεξαρτησία και ότι αντίθετα επιθυμούσε να διατηρεί το δικαίωμα της πνευματικής καθοδήγησης, πράγμα που τον έκανε να φοβάται την πιθανή πολιτική εξάρτηση της Βουλγαρίας από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο Βόρις αποφάσισε να καταφύγει σε μια εκκλησιαστική συμμαχία με τη Ρώμη και έστειλε μια αντιπροσωπεία στον Πάπα Νικόλαο Α' ζητώντας του να στείλει στη Βουλγαρία Λατίνους ιερείς. Ο Πάπας δέχτηκε ευχαρίστως την αίτηση αυτή και γρήγορα έφτασαν στη Βουλγαρία Λατίνοι επίσκοποι και ιερείς, ενώ ο Ορθόδοξος κλήρος εκδιώχθηκε. Ο θρίαμβος όμως του Πάπα δεν κράτησε πολύ, επειδή η Βουλγαρία γρήγορα στράφηκε και πάλι προς την Ορθόδοξη Εκκλησία. Το γεγονός αυτό όμως συνέβη αργότερα, την εποχή της Μακεδονικής Δυναστείας.
Αν και οι σχέσεις της Κωνσταντινούπολης και της Ρώμης είχαν ενταθεί την εποχή των θρησκευτικών ταλαντεύσεων του Βόριδα, δεν είχε ακόμα παρουσιαστεί στην Εκκλησία, επίσημη ρήξη. Η στροφή του Βόριδα προς τον Ορθόδοξο ή Λατινικό κλήρο δεν αποτελούσε ένδειξη προτίμησης προς την Ορθοδοξία ή τον Καθολικισμό. Η Εκκλησία της περιόδου αυτής παρέμενε ακόμα, επισήμως, μια, παγκόσμια Εκκλησία.