Στη διάρκεια του 9ου αιώνα, οι εχθρικές σχέσεις των Αράβων και του Βυζαντίου δε διακόπηκαν καθόλου. Στα ανατολικά σύνορα οι σχέσεις αυτές έπαιρναν τη μορφή συνεχών συγκρούσεων που γίνονταν σχεδόν κάθε χρόνο, με αποτέλεσμα τη συχνή ανταλλαγή αιχμαλώτων. Στη μουσουλμανική πλευρά των συνόρων (από τη Συρία μέχρι την Αρμενία) είχε δημιουργηθεί μια γραμμή οχυρών για την προστασία της χώρας από τις επιδρομές του βυζαντινού στρατού. Παρόμοια οχυρά υπήρχαν στη βυζαντινή πλευρά. Κατά τον 9ο αιώνα, οι συνοριακές συγκρούσεις επεκτείνονταν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και έπαιρναν τη μορφή σοβαρών εκστρατειών. Παράλληλα, με τη βαθμιαία πολιτική παρακμή του Χαλιφάτου, που ήταν καρπός σοβαρών εσωτερικών ταραχών, καθώς και της υπεροχής των Περσών και αργότερα των Τούρκων, οι συνεχείς επιθέσεις των Μουσουλμάνων εναντίον του Βυζαντίου έπαψαν να απειλούν, όπως τον 7ο και 8ο αιώνα, την ύπαρξη της αυτοκρατορίας. Οι επιθέσεις αυτές όμως εξακολούθησαν να δημιουργούν σοβαρά ζητήματα στις συνοριακές επαρχίες, καταστρέφοντας τις περιουσίες του λαού κι ελαττώνοντας τις δυνατότητες πληρωμής του φόρου των κατοίκων. Τα πρώτα 39 χρόνια του 9ου αιώνα χαρακτηρίζονται από τη βασιλεία των περίφημων Χαλιφών Αρούν-Αλ-Ρασίντ (786-809) και Μαμούν (813-833), στις ημέρες των οποίων η περσική επιρροή απέκτησε αποκλειστική σχεδόν δύναμη παραμερίζοντας την ισχύ των Αράβων. Στις πολιτικές τους ιδέες οι Χαλίφες του 9ου αιώνα, κυρίως ο Μαμούν, έμοιαζαν με τους βυζαντινούς αυτοκράτορες στο ότι πίστευαν πως η δύναμή τους έπρεπε να είναι απεριόριστη και να απλώνεται σ’ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του κράτους τους.
Αν και οι μεταξύ Αράβων και Βυζαντίου συγκρούσεις στην Ανατολή δεν είχαν σοβαρές συνέπειες για καμιά από τις δύο πλευρές, η δράση του μουσουλμανικού στόλου στη Μεσόγειο, που οδήγησε στην κατοχή της Κρήτης, του μεγαλύτερου μέρους της Σικελίας και μερικών σπουδαίων σημείων της νότιας Ιταλίας, υπήρξε πολύ σημαντική.
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
Ένα από τα πιο σπουδαία γεγονότα, που αναφέρεται στις σχέσεις Βυζαντίου-Αράβων κατά τα 50 πρώτα χρόνια του 9ου αιώνα, ήταν η συμμετοχή των Αράβων στο κίνημα του Θωμά, στη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Β'. Το κίνημα αυτό οργανώθηκε στη Μικρά Ασία από τον Θωμά, έναν εκ γενετής Σλάβο και έλαβε την έκταση μεγάλου εμφυλίου πολέμου που κράτησε πάνω από δυο χρόνια. Αποτελεί το κεντρικό γεγονός της εποχής του Μιχαήλ Β' και έχει πολύ ενδιαφέρον από πολιτική, θρησκευτική και κοινωνική πλευρά.
Πολιτικά, το κίνημα υπήρξε σημαντικό, επειδή ο Θωμάς κατόρθωσε να πάρει με το μέρος του όλη τη Μικρά Ασία, εκτός από τον στρατό δύο θεμάτων. Κάτω από τις σημαίες του (όπως αναφέρουν μερικές πηγές) μαζεύτηκαν διάφορες εθνικότητες της Μικράς Ασίας καθώς και οι συνοριακές περιοχές του Καυκάσου. Εκτός από τους συμπατριώτες του, τους Σλάβους, που είχαν σχηματίσει λίγες αποικίες στη Μικρά Ασία, μετά την ομαδική τους μετανάστευση από την Ευρώπη, ο στρατός του Θωμά είχε Πέρσες, Αρμένιους, Ίβηρες και μέλη πολλών άλλων φυλών του Καυκάσου. Βλέποντας ο Χαλίφης Μαμούν ότι ο Θωμάς ήταν αρχηγός μιας τέτοιας μεγάλης δύναμης, δε δίστασε να κάνει στενή συμμαχία μαζί του, για να τον βοηθήσει στην εκθρόνιση του Μιχαήλ, παίρνοντας σε αντάλλαγμα την υπόσχεση να δοθούν στους Άραβες μερικές συνοριακές περιοχές που ανήκαν στο Βυζάντιο. Με την υπόδειξη ή τη συγκατάθεση του Μαμούν, ο Θωμάς στέφθηκε στην Αντιόχεια από τον Ιώβ, Πατριάρχη της πόλης, βασιλιάς των Ρωμαίων και ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου είχε να αντιμετωπίσει έναν πολύ επικίνδυνο και δυναμικό αντίπαλο. Οι Άραβες της Ανατολής έδειχναν ήδη μεγάλο ενδιαφέρον για την εξέλιξη αυτής της στάσης του Θωμά.
Από θρησκευτική άποψη, το κίνημα είναι πολύ ενδιαφέρον, επειδή ο Θωμάς χρησιμοποίησε τη δυσαρέσκεια της πλειοψηφίας του λαού, που προκλήθηκε από την ανανέωση της Εικονομαχίας, αναγγέλλοντας ότι υποστήριζε την Εικονολατρία και υποσχόμενος να γίνει ο νέος Κωνσταντίνος (ο γιος της Ειρήνης που είχε παλαιότερα αποκαταστήσει την ορθοδοξία). Η τακτική αυτή του Θωμά του έδωσε πολλούς οπαδούς.
Η κίνηση του Θωμά είχε επίσης ορισμένες συνέπειες κοινωνικής φύσης. Στη Μικρά Ασία, οι αρμόδιοι για τη συλλογή των φόρων, πήγαν με το μέρος του Θωμά και, όπως αναφέρεται κάπου, παρουσιάστηκε μια εξέγερση των «δούλων εναντίον των κυρίων». Οι κατώτερες τάξεις επαναστάτησαν κατά των γαιοκτημόνων που τους εκμεταλλεύονταν, θέλοντας να απολαύσουν στο μέλλον καλύτερες ημέρες. Σύμφωνα με την ίδια πληροφορία, ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε, «σαν τους ορμητικούς καταρράκτες του Νείλου πλημμύρισε τη γη όχι με νερό αλλά με αίμα».
Με την υποστήριξη του στόλου στο Αιγαίο Πέλαγος ο Θωμάς κατεύθυνε τις δυνάμεις του κατά της Κωνσταντινούπολης και αφού νίκησε εύκολα την αντίσταση του στρατού του Μιχαήλ, πολιόρκησε την πρωτεύουσα τόσο από την ξηρά όσο και από τη θάλασσα. Όταν έφτασε στις ευρωπαϊκές ακτές, οι Σλάβοι της Θράκης και της Μακεδονίας ενώθηκαν μαζί του και η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο. Ο Μιχαήλ βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, αλλά θριάμβευσε χάρη σε δύο γεγονότα. Αφενός μεν πέτυχε να νικήσει το στόλο του Θωμά και αφετέρου τον βοήθησαν οι Βούλγαροι, που παρουσιάστηκαν στο Βορρά απροσδόκητα, κάτω από την ηγεσία του βασιλιά τους Μορτάγωνα και χτύπησαν τις δυνάμεις των στασιαστών. Ο Θωμάς δεν μπόρεσε να αποκτήσει και πάλι την παλιά του δύναμη και γι’ αυτό ήταν καταδικασμένος σε αποτυχία. Αναγκάστηκε να φύγει, αλλά συνελήφθηκε αργότερα και εκτελέστηκε, ενώ τα υπολείμματα του στρατού του καταστράφηκαν εύκολα. Αυτή η περίπλοκη επανάσταση που κράτησε πάνω από δύο χρόνια, εξοντώθηκε τελείως το 823 και ο Μιχαήλ μπορούσε πια να νιώθει τον εαυτό του ασφαλή στο θρόνο.
Τα αποτελέσματα αυτού του κινήματος υπήρξαν πολύ σπουδαία για το Βυζάντιο. Η αποτυχία του υπήρξε και αποτυχία της προσπάθειας για την αποκατάσταση της εικονολατρίας. Η ήττα του Θωμά σήμαινε και την ήττα του Χαλίφη Μαμούν στις επιθετικές του ενέργειες κατά του Βυζαντίου. Επιπλέον, αυτό το κίνημα δημιούργησε πολύ σοβαρές κοινωνικές μεταβολές στη Μικρά Ασία. Τον 6ο αιώνα, στη διάρκεια της βασιλείας του Μεγάλου Ιουστινιανού, είχε πολύ διαδοθεί στην αυτοκρατορία το σύστημα των μεγάλων ιδιοκτησιών των γαιοκτημόνων, τις οποίες καλλιεργούσαν οι αγρότες, σαν δούλοι. Σε μερικές μεταγενέστερες πηγές αναφέρονται μικρές ιδιοκτησίες, ενώ τον 10ο αιώνα παρουσιάζονται και πάλι να επικρατούν, κυρίως στη Μικρά Ασία, οι μεγαλοϊδιοκτήτες. Το γεγονός αυτό, ίσως, είναι το αποτέλεσμα του κινήματος του Θωμά, το οποίο, αναμφίβολα, κατέστρεψε πολλούς μικροϊδιοκτήτες που, μη μπορώντας να πληρώσουν τους βαρείς φόρους του κράτους, αναγκάστηκαν να μεταβιβάσουν τα κτήματά τους στους πλούσιους γείτονές τους. Άσχετα όμως προς τις αιτίες, η εμφάνιση και πάλι των μεγάλων ιδιοκτησιών, τον 8ο αιώνα, άρχισε να απειλεί και αυτήν ακόμα τη δύναμη του αυτοκράτορα. Αυτό κυρίως βρίσκει την πλήρη εφαρμογή του στη Μικρά Ασία.
Μέχρι το 830 περίπου, οι συγκρούσεις μεταξύ Βυζαντίου και Αράβων δεν είχαν σοβαρές συνέπειες. Την περίοδο αυτή το Χαλιφάτο αντιμετώπιζε μεγάλες εσωτερικές ανωμαλίες, οι οποίες ενισχύονταν, μερικές φορές, από την κατάλληλη παρέμβαση της κυβέρνησης του Βυζαντίου.
Ο γιος του Μιχαήλ Β', Θεόφιλος, νικήθηκε το 830 στη Μικρά Ασία, αλλά την επόμενη χρονιά (831) πέτυχε στην Κιλικία μια νίκη εναντίον των Αράβων, για την οποία έγινε θριαμβευτικά δεκτός στην πρωτεύουσα. Τα χρόνια που ακολούθησαν τη νίκη αυτή, δεν έδωσαν πολλές επιτυχίες στον Θεόφιλο. Ένας ιστορικός από την Αραβία λέει μάλιστα ότι ο Μαμούν απέβλεπε στην ολοκληρωτική υποδούλωση της αυτοκρατορίας. Ο Θεόφιλος έστειλε στον Μαμούν αντιπροσωπεία με προτάσεις για ειρήνη, αλλά το 833 πέθανε ο Μαμούν και τον διαδεχθεί ο αδελφός του Μοτασέμ. Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του επικράτησε διακοπή των εχθροπραξιών, αλλά το 837 ο Θεόφιλος έκανε μια επιθετική ενέργεια που υπήρξε εξαιρετικά επιτυχής. Κατέλαβε και πυρπόλησε την πόλη Ζάπετρα, ενώ συγχρόνως εισέβαλλε και σε άλλα μέρη. Για την επιτυχία του αυτή έγινε δεκτός με έναν θριαμβευτικό τρόπο που αποτελούσε επανάληψη του θριάμβου που συνόδευσε την επιστροφή του πριν από 6 χρόνια.
Το 838 όμως ο Μοτασέμ δημιούργησε ένα μεγάλο στρατό, ο οποίος εισχώρησε βαθειά στη Μικρά Ασία και, μετά από μια μεγάλη πολιορκία, κατέλαβε τη σπουδαία και οχυρωμένη πόλη της Φρυγίας Αμόριο, από όπου προήλθε η δυναστεία που βασίλευε την εποχή αυτή, «τον οφθαλμό και τη βάση του Χριστιανισμού», όπως λέει, υπερβάλλοντας, ο Άραβας χρονογράφος. Ο Μοτασέμ ήθελε να βαδίσει κατά της Κωνσταντινούπολης μετά την επιτυχία του στο Αμόριο, αλλά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα σχέδιά του και να επιστρέψει στη Συρία, επειδή πληροφορήθηκε την ύπαρξη στρατιωτικής συνωμοσίας στη χώρα του.
Τα χρονικά της ελληνικής Εκκλησίας συνδέουν την πολιορκία του Αμορίου με τη θαυματουργική ιστορία 42 μαρτύρων, οι οποίοι, αφού αρνήθηκαν να δεχθούν τον Ισλαμισμό, οδηγήθηκαν στις όχθες του ποταμού Τίγρη, όπου κι αποκεφαλίστηκαν. Τα πτώματά τους πετάχτηκαν στον ποταμό, αλλά κατά θαυματουργικό τρόπο επέπλεαν στο νερό μέχρις ότου μεταφέρθηκαν από μερικούς Χριστιανούς στην ξηρά για ταφούν.
Η τύχη του Αμορίου έκανε πολύ δυνατή εντύπωση στον Θεόφιλο. Έχασε κάθε ελπίδα να αντισταθεί μόνος του αποτελεσματικά στις επιθέσεις των Αράβων και, φοβούμενος μήπως χάσει την πρωτεύουσα, στράφηκε προς τη Δύση για βοήθεια. Οι πρεσβευτές του έφτασαν στη Βενετία, στο Ingelheim της Γερμανίας, στην αυλή του Λουδοβίκου του Ευσεβούς, ακόμα και στην Ισπανία, στην αυλή του ηγεμόνα των Αράβων. Οι ηγεμόνες της Δύσης, αν και δέχτηκαν φιλικά τους πρεσβευτές του αυτοκράτορα, δεν του έδωσαν καμιά πρακτική βοήθεια.
Στη διάρκεια της τελευταίας περιόδου της δυναστείας από το Αμόριο, δηλαδή κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Θεόφιλου και στη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Γ', οι εσωτερικοί αγώνες του Χαλιφάτου εμπόδισαν τους Άραβες της Ανατολής να ανανεώσουν τις εκστρατείες εναντίον του Βυζαντίου, ενώ σε μερικές περιπτώσεις ο στρατός του Βυζαντίου πέτυχε να νικήσει τους Άραβες. Το 863 ο Ομάρ, ο Εμίρης της Μελιτίνης, κατέλαβε την πόλη Αμισό, στις ακτές του Εύξεινου Πόντου και εξαγριωμένος από το γεγονός ότι η θάλασσα τον εμπόδιζε στην πορεία του, μαστίγωσε το νερό, όπως ο Ξέρξης. Τον ίδιο χρόνο, όμως, ενώ επέστρεφε, κυκλώθηκε από τον στρατό του Βυζαντίου, τον οποίον διοικούσε ο στρατηγός Πετρωνάς (αδελφός του Βάρδα), και ύστερα από μια μάχη που έγινε σ’ ένα μέρος γνωστό ως Πόσον, ο Ομάρ σκοτώθηκε και ο στρατός του σχεδόν εκμηδενίστηκε. Η λαμπρή αυτή νίκη του βυζαντινού στρατού αντήχησε στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης και ένα ειδικό επικό ποίημα (που έχει διασωθεί) συντέθηκε για να πανηγυρίσει τον θάνατο του Εμίρη στο πεδίο της μάχης.
Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
Ενώ οι διάφορες πληροφοριακές πηγές ασχολούνται με τις συγκρούσεις μεταξύ Αράβων και Βυζαντίου, ξαφνικά αρχίζουν να μιλούν για την πρώτη επιδρομή των Ρώσων εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, αυτό το γεγονός οι περισσότεροι ιστορικοί το τοποθετούσαν το 865 ή το 866 και συχνά το συνέδεαν με την εκστρατεία των Ρώσων πριγκίπων Ascold και Dir. Αλλά από το 1894, οπότε βρέθηκε στις Βρυξέλλες ένα σύντομο και ανώνυμο χρονικό που δημοσιεύθηκε από τον Βέλγο επιστήμονα Franz Cumont, η γνώμη αυτή θεωρείται λανθασμένη. Το χρονικό αυτό μας δίνει πολύ ακριβείς πληροφορίες: οι Ρώσοι πλησίασαν την Κωνσταντινούπολη με 200 πλοία στις 18 Ιουνίου, το 860, αλλά ηττήθηκαν, χάνοντας πολλά από τα πλοία τους. Μερικοί επιστήμονες αμφέβαλαν για την τοποθέτηση της επίθεσης νωρίτερα. Αρκετά πριν από τη δημοσίευση του ανώνυμου χρονικού και με βάση διάφορους υπολογισμούς, έτειναν να πιστεύουν ότι το 860 ήταν η σωστή χρονολογία. Έτσι ο γνωστός λόγιος του 18ου αιώνα Assemani, αναφέρει ότι η πρώτη επίθεση των Ρώσων έλαβε χώρα στα τέλη του 859 ή στις αρχές του 860, αν και οι μεταγενέστεροι επιστήμονες ξέχασαν τελείως τα αποτελέσματα των ερευνών του. Όμως, 14 χρόνια πριν από την εμφάνιση του ανώνυμου χρονικού των Βρυξελλών και τελείως ανεξάρτητα από τον Assemani, ο Ρώσος εκκλησιαστικός ιστορικός Golubinsky έβγαλε επίσης το συμπέρασμα ότι η επίθεση έγινε ή το 860 ή στις αρχές του 861.
Σε μια απ’ τις ομιλίες του ο Πατριάρχης Φώτιος, που έζησε την εποχή της επίθεσης, αναφέρει τους Ρώσους ως «Σκύθες, τραχείς και βάρβαρους», χαρακτηρίζοντας την επίθεσή τους σαν μια βάρβαρη, επίμονη και τρομερή.
ΑΓΩΝΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΡΑΒΕΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ
Συγχρόνως με τους αγώνες που διεξήγε η αυτοκρατορία στην Ανατολή, έπρεπε να αγωνιστεί και με τους Άραβες της Δύσης. Η Β. Αφρική, που την είχαν κατακτήσει οι Άραβες με τόση δυσκολία, τον 7ο αιώνα, γρήγορα ελευθερώθηκε από την κυριαρχία των Χαλιφών της Ανατολής και μετά το 800 οι Αβασσίδες Χαλίφες έπαψαν να ασκούν οποιαδήποτε εξουσία στη Δυτική Αίγυπτο, ενώ δημιουργήθηκε στις αρχές του 9ου αιώνα (800) μια ανεξάρτητη δυναστεία (οι Αγλαβίτες) η οποία διέθετε στην Τύνιδα έναν ισχυρό στόλο.
Όλες οι κτήσεις του Βυζαντίου στη Μεσόγειο θάλασσα, απειλούνταν σοβαρά από τους Άραβες κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Από τις αρχές ακόμα του 9ου αιώνα, την εποχή του Νικηφόρου Α', οι Άραβες της Αφρικής βοήθησαν τους Σλάβους της Πελοποννήσου στην επανάστασή τους και την πολιορκία των Πατρών. Στη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Β' το Βυζάντιο έχασε το αξιόλογο, από στρατηγική κι εμπορική άποψη, νησί της Κρήτης, το οποίο καταλήφθηκε από Άραβες μετανάστες (οι λεγόμενοι Σαρακηνοί ή Αγαρηνοί), που ήρθαν από την Ισπανία, αφού προηγουμένως ζήτησαν καταφύγιο στην Αίγυπτο. Ο αρχηγός τους έκτισε στο νησί μια νέα πόλη, την οποία περιέβαλε με μια βαθειά τάφρο (χάνδαξ αραβικά) από την οποία προήλθε το νέο όνομα του νησιού Χάνδαξ. Από την εποχή αυτή η Κρήτη έγινε κέντρο των πειρατών που λεηλατούσαν τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, καθώς και τις παραλιακές περιοχές, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό, μεγάλες πολιτικές και οικονομικές ανωμαλίες στη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Ακόμα πιο σημαντική για το Βυζάντιο ήταν η απώλεια της Σικελίας. Από τον 7ο και 8ο αιώνα ακόμα, το νησί αυτό υφίστατο τις επιδρομές των Αράβων, που δεν ήταν πολύ σοβαρές. Την εποχή όμως της εξ Αμορίου δυναστείας, άλλαξαν τα πράγματα. Στα τέλη της βασιλείας του Μιχαήλ Β', κάποιος Ευφήμιος οργάνωσε ένα κίνημα εναντίον του αυτοκράτορα και ανακηρύχθηκε αργότερα Άρχων της αυτοκρατορίας. Γρήγορα όμως αντιλήφθηκε ότι οι δικές του δυνάμεις δεν ήταν αρκετές για να αντισταθεί στον αυτοκρατορικό στρατό και ζήτησε βοήθεια από τους Άραβες της Αφρικής, οι οποίες έφτασαν στη Σικελία. Αντί να βοηθήσουν όμως τον Ευφήμιο, άρχισαν να κατακτούν το νησί, ενώ ο Ευφήμιος σκοτώθηκε από τους οπαδούς του αυτοκράτορα. Κατά τη γνώμη του Ιταλού ιστορικού Gabotto, ο Ευφήμιος υπήρξε ένας ονειροπόλος ιδεαλιστής που αγωνίστηκε για την ανεξαρτησία της χώρας του, κι ένας συνεχιστής της παράδοσης που απέβλεπε στη δημιουργία μιας ανεξάρτητης Ιταλίας, δηλαδή «της Ρωμαϊκής Ιταλικής Αυτοκρατορίας» (Impero Romano Italiano). Όμως τον χαρακτηρισμό του Gabotto δεν επιβεβαιώνουν τα γεγονότα.
Οι Άραβες εγκαταστάθηκαν στο Παλέρμο και σιγά-σιγά, κατέκτησαν το μεγαλύτερο μέρος της Σικελίας και τη Μεσσήνη, και κατά τα τέλη της βασιλείας της εξ Αμορίου δυναστείας, απ’ όλες τις μεγάλες πόλεις της Σικελίας, μόνον οι Συρακούσες απέμεναν στα χέρια των Χριστιανών. Από τη Σικελία, το πιο φυσικό για τους Άραβες ήταν να προχωρήσουν στις βυζαντινές κτήσεις της Νότιας Ιταλίας.
Η ιταλική χερσόνησος έχει στη νότια άκρη δυο μικρές χερσονήσους: η μια, στη ΝΑ πλευρά, ήταν γνωστή στην αρχαιότητα ως Καλαβρία, ενώ η άλλη, στη ΝΔ πλευρά, λεγόταν Βρεττία. Την εποχή του Βυζαντίου τα ονόματα αυτά άλλαξαν. Από τα μέσα του 7ου αιώνα το όνομα Βρεττία χρησιμοποιείτο όλο και λιγότερο, ενώ στη θέση του βρίσκουμε το όνομα Καλαβρία, με το οποίο έτσι ήταν γνωστές και οι δυο χερσόνησοι. Με άλλα λόγια η Καλαβρία αποτελούσε τότε όλες τις κτήσεις του Βυζαντίου στη Νότια Ιταλία, γύρω στον κόλπο του Τάραντα.
Η πολιτική θέση της Ιταλίας τον 6ο αιώνα είχε ως εξής: το Βυζάντιο κατείχε τη Βενετία, το μεγαλύτερο μέρος της Καμπανίας, με το δουκάτο της Νεάπολης και δυο άλλα δουκάτα, καθώς και τις δυο μικρές νότιες χερσονήσους. Η Βενετία κι η Καμπανία εξαρτιόνταν πολιτικά πολύ λίγο από το Βυζάντιο, επειδή είχαν δική τους αυτόνομη διοίκηση, ενώ η Ν. Ιταλία εξαρτιόταν απευθείας από την αυτοκρατορία. Το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας βρισκόταν στα χέρια των Λογγοβάρδων. Στα τέλη του 7ο αιώνα, ο Λογγοβάρδος Δούκας του Μπενεβέντο απέσπασε από το Βυζάντιο τον Τάραντα, φθάνοντας μέχρι τις ακτές του κόλπου κι απομονώνοντας έτσι τις δυο βυζαντινές περιοχές, που μπορούσαν να επικοινωνούν πια μόνον από τη θάλασσα. Μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Καρόλου στην Ιταλία και τη στέψη του στη Ρώμη, όλη η χερσόνησος των Απεννίνων, εκτός από τις περιοχές του Βυζαντίου, τέθηκε τυπικά κάτω από την εξουσία του αυτοκράτορα της Δύσης, αν και στην πραγματικότητα η δύναμή του στο Νότο δεν ξεπέρασε τα σύνορα του κράτους του Πάπα και του Δουκάτου του Σπολέτο. Το δουκάτο του Μπενεβέντο παρέμεινε ανεξάρτητο.
Συγχρόνως με τη βαθμιαία κατάκτηση της Σικελίας, ο αραβικός στόλος άρχισε να λεηλατεί τις ακτές της Ιταλίας. Η κατάκτηση του Τάραντα την εποχή του Θεόφιλου υπήρξε μια μεγάλη και άμεση απειλή εναντίον των επαρχιών του Βυζαντίου στη Ν. Ιταλία. Ο στόλος της Βενετίας που έσπευσε να βοηθήσει τον αυτοκράτορα στον κόλπο του Τάραντα, ηττήθηκε άσχημα. Στο μεταξύ οι Άραβες κατέλαβαν τη σπουδαία οχυρή πόλη του Μπάρι, στις ανατολικές ακτές της χερσονήσου και από εκεί κατεύθυναν τις επιθέσεις τους εναντίον των περιοχών της εσωτερικής Ιταλίας. Ο αυτοκράτορας της Δύσης Λουδοβίκος Β', έσπευσε με το στρατό του, αλλά νικήθηκε και αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Συγχρόνως, στα μέσα περίπου του 9ου αιώνα, οι Άραβες πειρατές εμφανίστηκαν στον Τίβερη, απειλώντας τη Ρώμη, αλλά έφυγαν από την αρχαία πρωτεύουσα, αφού πήραν πλούσια λάφυρα. Οι βασιλικές του Αγίου Πέτρου και του Αγίου Παύλου, που ήταν έξω από τα τείχη της πόλης, υπέστησαν μεγάλες ζημιές κατά τη διάρκεια αυτής της επίθεσης.
Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι οι προστριβές μεταξύ Αράβων και Βυζαντίου, στη διάρκεια της βασιλείας της εξ Αμορίου δυναστείας, υπήρξαν στη Δύση, σε βάρος του Βυζαντίου. Η Κρήτη και η Σικελία χάθηκαν, η μεν πρώτη μέχρι το 961, η δε δεύτερη για πάντα. Μερικά αξιόλογα σημεία της Ν. Ιταλίας πέρασαν στα χέρια των Αράβων, αν και, στα μέσα του 9ου αιώνα, αυτά δεν αποτελούσαν μια συνεχή και μεγάλη περιοχή. Τα αποτελέσματα των αγώνων με τους Άραβες, στα ανατολικά σύνορα, υπήρξαν πολύ διαφορετικά, επειδή εκεί η αυτοκρατορία κατόρθωσε να διατηρήσει τις κτήσεις της σχεδόν άθικτες. Οι μικρές και ασήμαντες μεταβολές που έγιναν εκεί, δεν επηρέασαν τη γενική εξέλιξη των πραγμάτων. Στο σημείο αυτό οι προσπάθειες της εξ Αμορίου δυναστείας υπήρξαν πολύ σημαντικές για το Βυζάντιο, επειδή για μια περίοδο 47 ετών οι αυτοκράτορες της δυναστείας αυτής μπόρεσαν να αποκρούσουν τις πιεστικές ενέργειες των Αράβων της Ανατολής και να διατηρήσουν γενικά την ακεραιότητα των κτήσεων του Βυζαντίου στη Μικρά Ασία.
ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ ΚΑΤΑ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΞ ΑΜΟΡΙΟΥ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ
Στις αρχές του 9ου αιώνα ο βουλγαρικός θρόνος βρισκόταν στα χέρια του ικανού και έξυπνου Κρούμμου, ο οποίος εξελίχθηκε σε εξαιρετικά επικίνδυνο εχθρό του Βυζαντίου. Ο Νικηφόρος έχοντας αντιληφθεί τη δύναμη του Κρούμμου και τη δυνατότητα που είχε να πάρει με το μέρος του τους Σλάβους της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, μετέφερε πολλούς αποίκους, από άλλα μέρη της αυτοκρατορίας, σε αυτές τις δύο επαρχίες. Με το μέτρο αυτό, που δημιούργησε (όπως αναφέρεται κάπου) πολλές δυσαρέσκειες στους αποίκους, ο αυτοκράτορας ήλπιζε να αποφύγει τον κίνδυνο μιας συμμαχίας των Βουλγάρων με τους Σλάβους των δύο επαρχιών που αναφέραμε.
Το 811, μετά από αρκετές συμπλοκές με τους Βουλγάρους, ο Νικηφόρος ανέλαβε μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον του Κρούμμου, στη διάρκεια της οποίας έπεσε σε παγίδα με το στρατό του και υπέστη μια σοβαρή ήττα. Ο ίδιος ο Νικηφόρος σκοτώθηκε, ο γιος του Σταυράκιος τραυματίστηκε σοβαρά και ο στρατός σχεδόν εκμηδενίστηκε. Από την εποχή (378) που έγινε η περίφημη μάχη, κοντά στην Αδριανούπολη, όπου σκοτώθηκε ο Ουάλης πολεμώντας τους Βησιγότθους, δεν υπήρχε, πριν απ’ τον Νικηφόρο, άλλο παράδειγμα αυτοκράτορα που να πέθανε στη διάρκεια της μάχης κατά των βαρβάρων. Ο Κρούμμος κατασκεύασε από το κρανίο του νεκρού αυτοκράτορα ένα κύπελλο, από το οποίο αναγκάστηκαν να πιουν όλοι οι Βούλγαροι ευγενείς.
Το 813 ο Κρούμμος νίκησε τον Μιχαήλ Α' που εκστράτευσε εναντίον του, επικεφαλής ενός δυναμικού στρατού, τον οποίον είχαν ενισχύσει και αυτές ακόμα οι ασιατικές δυνάμεις από τα ανατολικά σύνορα. Η αριθμητική όμως υπεροχή του βυζαντινού στρατού δεν αποδείχθηκε χρήσιμη και ο στρατός του Μιχαήλ νικήθηκε και αναγκάστηκε να τραπεί σε μια φυγή που σταμάτησε μόνο κοντά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Τον ίδιο χρόνο, αμέσως μετά την άνοδο στο θρόνο του Λέοντα Ε', του Αρμενίου, ο Κρούμμος επιτέθηκε εναντίον της Κωνσταντινούπολης πολιορκώντας την πόλη για να (όπως αναφέρεται κάπου) «στερεώσει τη λόγχη του στη Χρυσή Πύλη». Εδώ όμως ανακόπηκε η ορμή του, επειδή πέθανε ξαφνικά, αφήνοντας έτσι για ένα διάστημα την αυτοκρατορία ήσυχη από την απειλή των Βουλγάρων.
Ένας από τους άμεσους διαδόχους του Κρούμμου, ο Ομουρτάζ, «μια από τις πιο αξιόλογες προσωπικότητες της αρχαίας ιστορίας της Βουλγαρίας», έκανε με το Βυζάντιο, την εποχή του Λέοντα Ε', μια ειρήνη διαρκείας 30 ετών. Η συμφωνία κυρίως περιστράφηκε γύρω από το ζήτημα του καθορισμού των συνοριακών γραμμών των δύο κρατών, στην περιοχή της Θράκης. Ίχνη αυτών των γραμμών υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Μετά την ειρήνη με τους Βουλγάρους, ο Λέων Ε' ανοικοδόμησε μερικές από τις κατεστραμμένες πόλεις της Θράκης και της Μακεδονίας. Επίσης έκτισε ένα νέο ισχυρότερο τείχος, γύρω από την πρωτεύουσα για μια πιο ασφαλή άμυνα εναντίον κάθε πιθανής μελλοντικής επίθεσης των Βουλγάρων.
Οι μεταγενέστερες σχέσεις Βουλγάρων και Βυζαντίου δεν χαρακτηρίζονται από κανένα εξαιρετικό γεγονός μέχρι τις αρχές του 9ου αιώνα, οπότε ο θρόνος της Βουλγαρίας περιήλθε στα χέρια του Βόριδα Α' (852-889), του οποίου το όνομα έχει στενή σύνδεση με τα γεγονότα τα σχετικά με τον εκχριστιανισμό των Βουλγάρων.
Η χριστιανική πίστη είχε εισαχθεί στη Βουλγαρία αρκετά πριν από την εποχή του Βόριδα, από μοναχούς, όπως ο Θεόδωρος Κουφαράς και από τον επίσκοπο της Αδριανούπολης Μιχαήλ (813), κυρίως όμως μέσω των αιχμαλώτων του βυζαντινού στρατού, τους οποίους είχαν συλλάβει οι Βούλγαροι κατά τη διάρκεια των αγώνων τους με το στρατό του Βυζαντίου. Οι ειδωλολάτρες Βούλγαροι Χάνοι καταδίωξαν αυστηρά «τόσο τους διαστρεβλωμένους όσο και τους διαστρεβλωτές». Ο Uspensky πιστεύει ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Χριστιανισμός άρχισε να διαδίδεται στη Βουλγαρία πολύ νωρίς… Από τον 8ο αιώνα ακόμα υπήρχε ένας αριθμός Χριστιανών στα ανάκτορα των πριγκίπων. Οι αγώνες μεταξύ Χριστιανών και ειδωλολατρών έγιναν αφορμή πολλών ταραχών, καθώς και συχνής αλλαγής των Χάνων».
Η μεταστροφή του Βόριδα στο Χριστιανισμό είχε ως αφορμή την πολιτική κατάσταση της Βουλγαρίας, η οποία τον ανάγκασε να επιδιώξει στενότερες σχέσεις με το Βυζάντιο. Το 864 ο βασιλιάς Βόρις βαπτίστηκε παίρνοντας το όνομα Μιχαήλ και, μετά από το γεγονός αυτό, ο λαός του δέχτηκε τον Χριστιανισμό. Το γεγονός ότι οι δυο περίφημοι ιεραπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος έλαβαν ενεργό μέρος στη βάπτιση του Βόριδα, δεν αποδεικνύεται με βάση αυθεντικών ενδείξεων. Το ότι οι Βούλγαροι δέχτηκαν το βάπτισμα από τα χέρια του κλήρου του Βυζαντίου, συνετέλεσε πολύ στην ανάπτυξη του γοήτρου και της επιρροής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στη Βαλκανική χερσόνησο. Ο Βόρις όμως γρήγορα αντιλήφθηκε ότι το Βυζάντιο δεν είχε διάθεση να δώσει στην Εκκλησία της Βουλγαρίας πλήρη ανεξαρτησία και ότι αντίθετα επιθυμούσε να διατηρεί το δικαίωμα της πνευματικής καθοδήγησης, πράγμα που τον έκανε να φοβάται την πιθανή πολιτική εξάρτηση της Βουλγαρίας από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο Βόρις αποφάσισε να καταφύγει σε μια εκκλησιαστική συμμαχία με τη Ρώμη και έστειλε μια αντιπροσωπεία στον Πάπα Νικόλαο Α' ζητώντας του να στείλει στη Βουλγαρία Λατίνους ιερείς. Ο Πάπας δέχτηκε ευχαρίστως την αίτηση αυτή και γρήγορα έφτασαν στη Βουλγαρία Λατίνοι επίσκοποι και ιερείς, ενώ ο Ορθόδοξος κλήρος εκδιώχθηκε. Ο θρίαμβος όμως του Πάπα δεν κράτησε πολύ, επειδή η Βουλγαρία γρήγορα στράφηκε και πάλι προς την Ορθόδοξη Εκκλησία. Το γεγονός αυτό όμως συνέβη αργότερα, την εποχή της Μακεδονικής Δυναστείας.
Αν και οι σχέσεις της Κωνσταντινούπολης και της Ρώμης είχαν ενταθεί την εποχή των θρησκευτικών ταλαντεύσεων του Βόριδα, δεν είχε ακόμα παρουσιαστεί στην Εκκλησία, επίσημη ρήξη. Η στροφή του Βόριδα προς τον Ορθόδοξο ή Λατινικό κλήρο δεν αποτελούσε ένδειξη προτίμησης προς την Ορθοδοξία ή τον Καθολικισμό. Η Εκκλησία της περιόδου αυτής παρέμενε ακόμα, επισήμως, μια, παγκόσμια Εκκλησία.
Αν και οι μεταξύ Αράβων και Βυζαντίου συγκρούσεις στην Ανατολή δεν είχαν σοβαρές συνέπειες για καμιά από τις δύο πλευρές, η δράση του μουσουλμανικού στόλου στη Μεσόγειο, που οδήγησε στην κατοχή της Κρήτης, του μεγαλύτερου μέρους της Σικελίας και μερικών σπουδαίων σημείων της νότιας Ιταλίας, υπήρξε πολύ σημαντική.
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
Ένα από τα πιο σπουδαία γεγονότα, που αναφέρεται στις σχέσεις Βυζαντίου-Αράβων κατά τα 50 πρώτα χρόνια του 9ου αιώνα, ήταν η συμμετοχή των Αράβων στο κίνημα του Θωμά, στη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Β'. Το κίνημα αυτό οργανώθηκε στη Μικρά Ασία από τον Θωμά, έναν εκ γενετής Σλάβο και έλαβε την έκταση μεγάλου εμφυλίου πολέμου που κράτησε πάνω από δυο χρόνια. Αποτελεί το κεντρικό γεγονός της εποχής του Μιχαήλ Β' και έχει πολύ ενδιαφέρον από πολιτική, θρησκευτική και κοινωνική πλευρά.
Πολιτικά, το κίνημα υπήρξε σημαντικό, επειδή ο Θωμάς κατόρθωσε να πάρει με το μέρος του όλη τη Μικρά Ασία, εκτός από τον στρατό δύο θεμάτων. Κάτω από τις σημαίες του (όπως αναφέρουν μερικές πηγές) μαζεύτηκαν διάφορες εθνικότητες της Μικράς Ασίας καθώς και οι συνοριακές περιοχές του Καυκάσου. Εκτός από τους συμπατριώτες του, τους Σλάβους, που είχαν σχηματίσει λίγες αποικίες στη Μικρά Ασία, μετά την ομαδική τους μετανάστευση από την Ευρώπη, ο στρατός του Θωμά είχε Πέρσες, Αρμένιους, Ίβηρες και μέλη πολλών άλλων φυλών του Καυκάσου. Βλέποντας ο Χαλίφης Μαμούν ότι ο Θωμάς ήταν αρχηγός μιας τέτοιας μεγάλης δύναμης, δε δίστασε να κάνει στενή συμμαχία μαζί του, για να τον βοηθήσει στην εκθρόνιση του Μιχαήλ, παίρνοντας σε αντάλλαγμα την υπόσχεση να δοθούν στους Άραβες μερικές συνοριακές περιοχές που ανήκαν στο Βυζάντιο. Με την υπόδειξη ή τη συγκατάθεση του Μαμούν, ο Θωμάς στέφθηκε στην Αντιόχεια από τον Ιώβ, Πατριάρχη της πόλης, βασιλιάς των Ρωμαίων και ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου είχε να αντιμετωπίσει έναν πολύ επικίνδυνο και δυναμικό αντίπαλο. Οι Άραβες της Ανατολής έδειχναν ήδη μεγάλο ενδιαφέρον για την εξέλιξη αυτής της στάσης του Θωμά.
Από θρησκευτική άποψη, το κίνημα είναι πολύ ενδιαφέρον, επειδή ο Θωμάς χρησιμοποίησε τη δυσαρέσκεια της πλειοψηφίας του λαού, που προκλήθηκε από την ανανέωση της Εικονομαχίας, αναγγέλλοντας ότι υποστήριζε την Εικονολατρία και υποσχόμενος να γίνει ο νέος Κωνσταντίνος (ο γιος της Ειρήνης που είχε παλαιότερα αποκαταστήσει την ορθοδοξία). Η τακτική αυτή του Θωμά του έδωσε πολλούς οπαδούς.
Η κίνηση του Θωμά είχε επίσης ορισμένες συνέπειες κοινωνικής φύσης. Στη Μικρά Ασία, οι αρμόδιοι για τη συλλογή των φόρων, πήγαν με το μέρος του Θωμά και, όπως αναφέρεται κάπου, παρουσιάστηκε μια εξέγερση των «δούλων εναντίον των κυρίων». Οι κατώτερες τάξεις επαναστάτησαν κατά των γαιοκτημόνων που τους εκμεταλλεύονταν, θέλοντας να απολαύσουν στο μέλλον καλύτερες ημέρες. Σύμφωνα με την ίδια πληροφορία, ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε, «σαν τους ορμητικούς καταρράκτες του Νείλου πλημμύρισε τη γη όχι με νερό αλλά με αίμα».
Με την υποστήριξη του στόλου στο Αιγαίο Πέλαγος ο Θωμάς κατεύθυνε τις δυνάμεις του κατά της Κωνσταντινούπολης και αφού νίκησε εύκολα την αντίσταση του στρατού του Μιχαήλ, πολιόρκησε την πρωτεύουσα τόσο από την ξηρά όσο και από τη θάλασσα. Όταν έφτασε στις ευρωπαϊκές ακτές, οι Σλάβοι της Θράκης και της Μακεδονίας ενώθηκαν μαζί του και η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο. Ο Μιχαήλ βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, αλλά θριάμβευσε χάρη σε δύο γεγονότα. Αφενός μεν πέτυχε να νικήσει το στόλο του Θωμά και αφετέρου τον βοήθησαν οι Βούλγαροι, που παρουσιάστηκαν στο Βορρά απροσδόκητα, κάτω από την ηγεσία του βασιλιά τους Μορτάγωνα και χτύπησαν τις δυνάμεις των στασιαστών. Ο Θωμάς δεν μπόρεσε να αποκτήσει και πάλι την παλιά του δύναμη και γι’ αυτό ήταν καταδικασμένος σε αποτυχία. Αναγκάστηκε να φύγει, αλλά συνελήφθηκε αργότερα και εκτελέστηκε, ενώ τα υπολείμματα του στρατού του καταστράφηκαν εύκολα. Αυτή η περίπλοκη επανάσταση που κράτησε πάνω από δύο χρόνια, εξοντώθηκε τελείως το 823 και ο Μιχαήλ μπορούσε πια να νιώθει τον εαυτό του ασφαλή στο θρόνο.
Τα αποτελέσματα αυτού του κινήματος υπήρξαν πολύ σπουδαία για το Βυζάντιο. Η αποτυχία του υπήρξε και αποτυχία της προσπάθειας για την αποκατάσταση της εικονολατρίας. Η ήττα του Θωμά σήμαινε και την ήττα του Χαλίφη Μαμούν στις επιθετικές του ενέργειες κατά του Βυζαντίου. Επιπλέον, αυτό το κίνημα δημιούργησε πολύ σοβαρές κοινωνικές μεταβολές στη Μικρά Ασία. Τον 6ο αιώνα, στη διάρκεια της βασιλείας του Μεγάλου Ιουστινιανού, είχε πολύ διαδοθεί στην αυτοκρατορία το σύστημα των μεγάλων ιδιοκτησιών των γαιοκτημόνων, τις οποίες καλλιεργούσαν οι αγρότες, σαν δούλοι. Σε μερικές μεταγενέστερες πηγές αναφέρονται μικρές ιδιοκτησίες, ενώ τον 10ο αιώνα παρουσιάζονται και πάλι να επικρατούν, κυρίως στη Μικρά Ασία, οι μεγαλοϊδιοκτήτες. Το γεγονός αυτό, ίσως, είναι το αποτέλεσμα του κινήματος του Θωμά, το οποίο, αναμφίβολα, κατέστρεψε πολλούς μικροϊδιοκτήτες που, μη μπορώντας να πληρώσουν τους βαρείς φόρους του κράτους, αναγκάστηκαν να μεταβιβάσουν τα κτήματά τους στους πλούσιους γείτονές τους. Άσχετα όμως προς τις αιτίες, η εμφάνιση και πάλι των μεγάλων ιδιοκτησιών, τον 8ο αιώνα, άρχισε να απειλεί και αυτήν ακόμα τη δύναμη του αυτοκράτορα. Αυτό κυρίως βρίσκει την πλήρη εφαρμογή του στη Μικρά Ασία.
Μέχρι το 830 περίπου, οι συγκρούσεις μεταξύ Βυζαντίου και Αράβων δεν είχαν σοβαρές συνέπειες. Την περίοδο αυτή το Χαλιφάτο αντιμετώπιζε μεγάλες εσωτερικές ανωμαλίες, οι οποίες ενισχύονταν, μερικές φορές, από την κατάλληλη παρέμβαση της κυβέρνησης του Βυζαντίου.
Ο γιος του Μιχαήλ Β', Θεόφιλος, νικήθηκε το 830 στη Μικρά Ασία, αλλά την επόμενη χρονιά (831) πέτυχε στην Κιλικία μια νίκη εναντίον των Αράβων, για την οποία έγινε θριαμβευτικά δεκτός στην πρωτεύουσα. Τα χρόνια που ακολούθησαν τη νίκη αυτή, δεν έδωσαν πολλές επιτυχίες στον Θεόφιλο. Ένας ιστορικός από την Αραβία λέει μάλιστα ότι ο Μαμούν απέβλεπε στην ολοκληρωτική υποδούλωση της αυτοκρατορίας. Ο Θεόφιλος έστειλε στον Μαμούν αντιπροσωπεία με προτάσεις για ειρήνη, αλλά το 833 πέθανε ο Μαμούν και τον διαδεχθεί ο αδελφός του Μοτασέμ. Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του επικράτησε διακοπή των εχθροπραξιών, αλλά το 837 ο Θεόφιλος έκανε μια επιθετική ενέργεια που υπήρξε εξαιρετικά επιτυχής. Κατέλαβε και πυρπόλησε την πόλη Ζάπετρα, ενώ συγχρόνως εισέβαλλε και σε άλλα μέρη. Για την επιτυχία του αυτή έγινε δεκτός με έναν θριαμβευτικό τρόπο που αποτελούσε επανάληψη του θριάμβου που συνόδευσε την επιστροφή του πριν από 6 χρόνια.
Το 838 όμως ο Μοτασέμ δημιούργησε ένα μεγάλο στρατό, ο οποίος εισχώρησε βαθειά στη Μικρά Ασία και, μετά από μια μεγάλη πολιορκία, κατέλαβε τη σπουδαία και οχυρωμένη πόλη της Φρυγίας Αμόριο, από όπου προήλθε η δυναστεία που βασίλευε την εποχή αυτή, «τον οφθαλμό και τη βάση του Χριστιανισμού», όπως λέει, υπερβάλλοντας, ο Άραβας χρονογράφος. Ο Μοτασέμ ήθελε να βαδίσει κατά της Κωνσταντινούπολης μετά την επιτυχία του στο Αμόριο, αλλά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα σχέδιά του και να επιστρέψει στη Συρία, επειδή πληροφορήθηκε την ύπαρξη στρατιωτικής συνωμοσίας στη χώρα του.
Τα χρονικά της ελληνικής Εκκλησίας συνδέουν την πολιορκία του Αμορίου με τη θαυματουργική ιστορία 42 μαρτύρων, οι οποίοι, αφού αρνήθηκαν να δεχθούν τον Ισλαμισμό, οδηγήθηκαν στις όχθες του ποταμού Τίγρη, όπου κι αποκεφαλίστηκαν. Τα πτώματά τους πετάχτηκαν στον ποταμό, αλλά κατά θαυματουργικό τρόπο επέπλεαν στο νερό μέχρις ότου μεταφέρθηκαν από μερικούς Χριστιανούς στην ξηρά για ταφούν.
Η τύχη του Αμορίου έκανε πολύ δυνατή εντύπωση στον Θεόφιλο. Έχασε κάθε ελπίδα να αντισταθεί μόνος του αποτελεσματικά στις επιθέσεις των Αράβων και, φοβούμενος μήπως χάσει την πρωτεύουσα, στράφηκε προς τη Δύση για βοήθεια. Οι πρεσβευτές του έφτασαν στη Βενετία, στο Ingelheim της Γερμανίας, στην αυλή του Λουδοβίκου του Ευσεβούς, ακόμα και στην Ισπανία, στην αυλή του ηγεμόνα των Αράβων. Οι ηγεμόνες της Δύσης, αν και δέχτηκαν φιλικά τους πρεσβευτές του αυτοκράτορα, δεν του έδωσαν καμιά πρακτική βοήθεια.
Στη διάρκεια της τελευταίας περιόδου της δυναστείας από το Αμόριο, δηλαδή κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Θεόφιλου και στη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Γ', οι εσωτερικοί αγώνες του Χαλιφάτου εμπόδισαν τους Άραβες της Ανατολής να ανανεώσουν τις εκστρατείες εναντίον του Βυζαντίου, ενώ σε μερικές περιπτώσεις ο στρατός του Βυζαντίου πέτυχε να νικήσει τους Άραβες. Το 863 ο Ομάρ, ο Εμίρης της Μελιτίνης, κατέλαβε την πόλη Αμισό, στις ακτές του Εύξεινου Πόντου και εξαγριωμένος από το γεγονός ότι η θάλασσα τον εμπόδιζε στην πορεία του, μαστίγωσε το νερό, όπως ο Ξέρξης. Τον ίδιο χρόνο, όμως, ενώ επέστρεφε, κυκλώθηκε από τον στρατό του Βυζαντίου, τον οποίον διοικούσε ο στρατηγός Πετρωνάς (αδελφός του Βάρδα), και ύστερα από μια μάχη που έγινε σ’ ένα μέρος γνωστό ως Πόσον, ο Ομάρ σκοτώθηκε και ο στρατός του σχεδόν εκμηδενίστηκε. Η λαμπρή αυτή νίκη του βυζαντινού στρατού αντήχησε στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης και ένα ειδικό επικό ποίημα (που έχει διασωθεί) συντέθηκε για να πανηγυρίσει τον θάνατο του Εμίρη στο πεδίο της μάχης.
Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
Ενώ οι διάφορες πληροφοριακές πηγές ασχολούνται με τις συγκρούσεις μεταξύ Αράβων και Βυζαντίου, ξαφνικά αρχίζουν να μιλούν για την πρώτη επιδρομή των Ρώσων εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, αυτό το γεγονός οι περισσότεροι ιστορικοί το τοποθετούσαν το 865 ή το 866 και συχνά το συνέδεαν με την εκστρατεία των Ρώσων πριγκίπων Ascold και Dir. Αλλά από το 1894, οπότε βρέθηκε στις Βρυξέλλες ένα σύντομο και ανώνυμο χρονικό που δημοσιεύθηκε από τον Βέλγο επιστήμονα Franz Cumont, η γνώμη αυτή θεωρείται λανθασμένη. Το χρονικό αυτό μας δίνει πολύ ακριβείς πληροφορίες: οι Ρώσοι πλησίασαν την Κωνσταντινούπολη με 200 πλοία στις 18 Ιουνίου, το 860, αλλά ηττήθηκαν, χάνοντας πολλά από τα πλοία τους. Μερικοί επιστήμονες αμφέβαλαν για την τοποθέτηση της επίθεσης νωρίτερα. Αρκετά πριν από τη δημοσίευση του ανώνυμου χρονικού και με βάση διάφορους υπολογισμούς, έτειναν να πιστεύουν ότι το 860 ήταν η σωστή χρονολογία. Έτσι ο γνωστός λόγιος του 18ου αιώνα Assemani, αναφέρει ότι η πρώτη επίθεση των Ρώσων έλαβε χώρα στα τέλη του 859 ή στις αρχές του 860, αν και οι μεταγενέστεροι επιστήμονες ξέχασαν τελείως τα αποτελέσματα των ερευνών του. Όμως, 14 χρόνια πριν από την εμφάνιση του ανώνυμου χρονικού των Βρυξελλών και τελείως ανεξάρτητα από τον Assemani, ο Ρώσος εκκλησιαστικός ιστορικός Golubinsky έβγαλε επίσης το συμπέρασμα ότι η επίθεση έγινε ή το 860 ή στις αρχές του 861.
Σε μια απ’ τις ομιλίες του ο Πατριάρχης Φώτιος, που έζησε την εποχή της επίθεσης, αναφέρει τους Ρώσους ως «Σκύθες, τραχείς και βάρβαρους», χαρακτηρίζοντας την επίθεσή τους σαν μια βάρβαρη, επίμονη και τρομερή.
ΑΓΩΝΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΡΑΒΕΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ
Συγχρόνως με τους αγώνες που διεξήγε η αυτοκρατορία στην Ανατολή, έπρεπε να αγωνιστεί και με τους Άραβες της Δύσης. Η Β. Αφρική, που την είχαν κατακτήσει οι Άραβες με τόση δυσκολία, τον 7ο αιώνα, γρήγορα ελευθερώθηκε από την κυριαρχία των Χαλιφών της Ανατολής και μετά το 800 οι Αβασσίδες Χαλίφες έπαψαν να ασκούν οποιαδήποτε εξουσία στη Δυτική Αίγυπτο, ενώ δημιουργήθηκε στις αρχές του 9ου αιώνα (800) μια ανεξάρτητη δυναστεία (οι Αγλαβίτες) η οποία διέθετε στην Τύνιδα έναν ισχυρό στόλο.
Όλες οι κτήσεις του Βυζαντίου στη Μεσόγειο θάλασσα, απειλούνταν σοβαρά από τους Άραβες κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Από τις αρχές ακόμα του 9ου αιώνα, την εποχή του Νικηφόρου Α', οι Άραβες της Αφρικής βοήθησαν τους Σλάβους της Πελοποννήσου στην επανάστασή τους και την πολιορκία των Πατρών. Στη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Β' το Βυζάντιο έχασε το αξιόλογο, από στρατηγική κι εμπορική άποψη, νησί της Κρήτης, το οποίο καταλήφθηκε από Άραβες μετανάστες (οι λεγόμενοι Σαρακηνοί ή Αγαρηνοί), που ήρθαν από την Ισπανία, αφού προηγουμένως ζήτησαν καταφύγιο στην Αίγυπτο. Ο αρχηγός τους έκτισε στο νησί μια νέα πόλη, την οποία περιέβαλε με μια βαθειά τάφρο (χάνδαξ αραβικά) από την οποία προήλθε το νέο όνομα του νησιού Χάνδαξ. Από την εποχή αυτή η Κρήτη έγινε κέντρο των πειρατών που λεηλατούσαν τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, καθώς και τις παραλιακές περιοχές, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό, μεγάλες πολιτικές και οικονομικές ανωμαλίες στη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Ακόμα πιο σημαντική για το Βυζάντιο ήταν η απώλεια της Σικελίας. Από τον 7ο και 8ο αιώνα ακόμα, το νησί αυτό υφίστατο τις επιδρομές των Αράβων, που δεν ήταν πολύ σοβαρές. Την εποχή όμως της εξ Αμορίου δυναστείας, άλλαξαν τα πράγματα. Στα τέλη της βασιλείας του Μιχαήλ Β', κάποιος Ευφήμιος οργάνωσε ένα κίνημα εναντίον του αυτοκράτορα και ανακηρύχθηκε αργότερα Άρχων της αυτοκρατορίας. Γρήγορα όμως αντιλήφθηκε ότι οι δικές του δυνάμεις δεν ήταν αρκετές για να αντισταθεί στον αυτοκρατορικό στρατό και ζήτησε βοήθεια από τους Άραβες της Αφρικής, οι οποίες έφτασαν στη Σικελία. Αντί να βοηθήσουν όμως τον Ευφήμιο, άρχισαν να κατακτούν το νησί, ενώ ο Ευφήμιος σκοτώθηκε από τους οπαδούς του αυτοκράτορα. Κατά τη γνώμη του Ιταλού ιστορικού Gabotto, ο Ευφήμιος υπήρξε ένας ονειροπόλος ιδεαλιστής που αγωνίστηκε για την ανεξαρτησία της χώρας του, κι ένας συνεχιστής της παράδοσης που απέβλεπε στη δημιουργία μιας ανεξάρτητης Ιταλίας, δηλαδή «της Ρωμαϊκής Ιταλικής Αυτοκρατορίας» (Impero Romano Italiano). Όμως τον χαρακτηρισμό του Gabotto δεν επιβεβαιώνουν τα γεγονότα.
Οι Άραβες εγκαταστάθηκαν στο Παλέρμο και σιγά-σιγά, κατέκτησαν το μεγαλύτερο μέρος της Σικελίας και τη Μεσσήνη, και κατά τα τέλη της βασιλείας της εξ Αμορίου δυναστείας, απ’ όλες τις μεγάλες πόλεις της Σικελίας, μόνον οι Συρακούσες απέμεναν στα χέρια των Χριστιανών. Από τη Σικελία, το πιο φυσικό για τους Άραβες ήταν να προχωρήσουν στις βυζαντινές κτήσεις της Νότιας Ιταλίας.
Η ιταλική χερσόνησος έχει στη νότια άκρη δυο μικρές χερσονήσους: η μια, στη ΝΑ πλευρά, ήταν γνωστή στην αρχαιότητα ως Καλαβρία, ενώ η άλλη, στη ΝΔ πλευρά, λεγόταν Βρεττία. Την εποχή του Βυζαντίου τα ονόματα αυτά άλλαξαν. Από τα μέσα του 7ου αιώνα το όνομα Βρεττία χρησιμοποιείτο όλο και λιγότερο, ενώ στη θέση του βρίσκουμε το όνομα Καλαβρία, με το οποίο έτσι ήταν γνωστές και οι δυο χερσόνησοι. Με άλλα λόγια η Καλαβρία αποτελούσε τότε όλες τις κτήσεις του Βυζαντίου στη Νότια Ιταλία, γύρω στον κόλπο του Τάραντα.
Η πολιτική θέση της Ιταλίας τον 6ο αιώνα είχε ως εξής: το Βυζάντιο κατείχε τη Βενετία, το μεγαλύτερο μέρος της Καμπανίας, με το δουκάτο της Νεάπολης και δυο άλλα δουκάτα, καθώς και τις δυο μικρές νότιες χερσονήσους. Η Βενετία κι η Καμπανία εξαρτιόνταν πολιτικά πολύ λίγο από το Βυζάντιο, επειδή είχαν δική τους αυτόνομη διοίκηση, ενώ η Ν. Ιταλία εξαρτιόταν απευθείας από την αυτοκρατορία. Το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας βρισκόταν στα χέρια των Λογγοβάρδων. Στα τέλη του 7ο αιώνα, ο Λογγοβάρδος Δούκας του Μπενεβέντο απέσπασε από το Βυζάντιο τον Τάραντα, φθάνοντας μέχρι τις ακτές του κόλπου κι απομονώνοντας έτσι τις δυο βυζαντινές περιοχές, που μπορούσαν να επικοινωνούν πια μόνον από τη θάλασσα. Μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Καρόλου στην Ιταλία και τη στέψη του στη Ρώμη, όλη η χερσόνησος των Απεννίνων, εκτός από τις περιοχές του Βυζαντίου, τέθηκε τυπικά κάτω από την εξουσία του αυτοκράτορα της Δύσης, αν και στην πραγματικότητα η δύναμή του στο Νότο δεν ξεπέρασε τα σύνορα του κράτους του Πάπα και του Δουκάτου του Σπολέτο. Το δουκάτο του Μπενεβέντο παρέμεινε ανεξάρτητο.
Συγχρόνως με τη βαθμιαία κατάκτηση της Σικελίας, ο αραβικός στόλος άρχισε να λεηλατεί τις ακτές της Ιταλίας. Η κατάκτηση του Τάραντα την εποχή του Θεόφιλου υπήρξε μια μεγάλη και άμεση απειλή εναντίον των επαρχιών του Βυζαντίου στη Ν. Ιταλία. Ο στόλος της Βενετίας που έσπευσε να βοηθήσει τον αυτοκράτορα στον κόλπο του Τάραντα, ηττήθηκε άσχημα. Στο μεταξύ οι Άραβες κατέλαβαν τη σπουδαία οχυρή πόλη του Μπάρι, στις ανατολικές ακτές της χερσονήσου και από εκεί κατεύθυναν τις επιθέσεις τους εναντίον των περιοχών της εσωτερικής Ιταλίας. Ο αυτοκράτορας της Δύσης Λουδοβίκος Β', έσπευσε με το στρατό του, αλλά νικήθηκε και αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Συγχρόνως, στα μέσα περίπου του 9ου αιώνα, οι Άραβες πειρατές εμφανίστηκαν στον Τίβερη, απειλώντας τη Ρώμη, αλλά έφυγαν από την αρχαία πρωτεύουσα, αφού πήραν πλούσια λάφυρα. Οι βασιλικές του Αγίου Πέτρου και του Αγίου Παύλου, που ήταν έξω από τα τείχη της πόλης, υπέστησαν μεγάλες ζημιές κατά τη διάρκεια αυτής της επίθεσης.
Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι οι προστριβές μεταξύ Αράβων και Βυζαντίου, στη διάρκεια της βασιλείας της εξ Αμορίου δυναστείας, υπήρξαν στη Δύση, σε βάρος του Βυζαντίου. Η Κρήτη και η Σικελία χάθηκαν, η μεν πρώτη μέχρι το 961, η δε δεύτερη για πάντα. Μερικά αξιόλογα σημεία της Ν. Ιταλίας πέρασαν στα χέρια των Αράβων, αν και, στα μέσα του 9ου αιώνα, αυτά δεν αποτελούσαν μια συνεχή και μεγάλη περιοχή. Τα αποτελέσματα των αγώνων με τους Άραβες, στα ανατολικά σύνορα, υπήρξαν πολύ διαφορετικά, επειδή εκεί η αυτοκρατορία κατόρθωσε να διατηρήσει τις κτήσεις της σχεδόν άθικτες. Οι μικρές και ασήμαντες μεταβολές που έγιναν εκεί, δεν επηρέασαν τη γενική εξέλιξη των πραγμάτων. Στο σημείο αυτό οι προσπάθειες της εξ Αμορίου δυναστείας υπήρξαν πολύ σημαντικές για το Βυζάντιο, επειδή για μια περίοδο 47 ετών οι αυτοκράτορες της δυναστείας αυτής μπόρεσαν να αποκρούσουν τις πιεστικές ενέργειες των Αράβων της Ανατολής και να διατηρήσουν γενικά την ακεραιότητα των κτήσεων του Βυζαντίου στη Μικρά Ασία.
ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ ΚΑΤΑ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΞ ΑΜΟΡΙΟΥ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ
Στις αρχές του 9ου αιώνα ο βουλγαρικός θρόνος βρισκόταν στα χέρια του ικανού και έξυπνου Κρούμμου, ο οποίος εξελίχθηκε σε εξαιρετικά επικίνδυνο εχθρό του Βυζαντίου. Ο Νικηφόρος έχοντας αντιληφθεί τη δύναμη του Κρούμμου και τη δυνατότητα που είχε να πάρει με το μέρος του τους Σλάβους της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, μετέφερε πολλούς αποίκους, από άλλα μέρη της αυτοκρατορίας, σε αυτές τις δύο επαρχίες. Με το μέτρο αυτό, που δημιούργησε (όπως αναφέρεται κάπου) πολλές δυσαρέσκειες στους αποίκους, ο αυτοκράτορας ήλπιζε να αποφύγει τον κίνδυνο μιας συμμαχίας των Βουλγάρων με τους Σλάβους των δύο επαρχιών που αναφέραμε.
Το 811, μετά από αρκετές συμπλοκές με τους Βουλγάρους, ο Νικηφόρος ανέλαβε μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον του Κρούμμου, στη διάρκεια της οποίας έπεσε σε παγίδα με το στρατό του και υπέστη μια σοβαρή ήττα. Ο ίδιος ο Νικηφόρος σκοτώθηκε, ο γιος του Σταυράκιος τραυματίστηκε σοβαρά και ο στρατός σχεδόν εκμηδενίστηκε. Από την εποχή (378) που έγινε η περίφημη μάχη, κοντά στην Αδριανούπολη, όπου σκοτώθηκε ο Ουάλης πολεμώντας τους Βησιγότθους, δεν υπήρχε, πριν απ’ τον Νικηφόρο, άλλο παράδειγμα αυτοκράτορα που να πέθανε στη διάρκεια της μάχης κατά των βαρβάρων. Ο Κρούμμος κατασκεύασε από το κρανίο του νεκρού αυτοκράτορα ένα κύπελλο, από το οποίο αναγκάστηκαν να πιουν όλοι οι Βούλγαροι ευγενείς.
Το 813 ο Κρούμμος νίκησε τον Μιχαήλ Α' που εκστράτευσε εναντίον του, επικεφαλής ενός δυναμικού στρατού, τον οποίον είχαν ενισχύσει και αυτές ακόμα οι ασιατικές δυνάμεις από τα ανατολικά σύνορα. Η αριθμητική όμως υπεροχή του βυζαντινού στρατού δεν αποδείχθηκε χρήσιμη και ο στρατός του Μιχαήλ νικήθηκε και αναγκάστηκε να τραπεί σε μια φυγή που σταμάτησε μόνο κοντά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Τον ίδιο χρόνο, αμέσως μετά την άνοδο στο θρόνο του Λέοντα Ε', του Αρμενίου, ο Κρούμμος επιτέθηκε εναντίον της Κωνσταντινούπολης πολιορκώντας την πόλη για να (όπως αναφέρεται κάπου) «στερεώσει τη λόγχη του στη Χρυσή Πύλη». Εδώ όμως ανακόπηκε η ορμή του, επειδή πέθανε ξαφνικά, αφήνοντας έτσι για ένα διάστημα την αυτοκρατορία ήσυχη από την απειλή των Βουλγάρων.
Ένας από τους άμεσους διαδόχους του Κρούμμου, ο Ομουρτάζ, «μια από τις πιο αξιόλογες προσωπικότητες της αρχαίας ιστορίας της Βουλγαρίας», έκανε με το Βυζάντιο, την εποχή του Λέοντα Ε', μια ειρήνη διαρκείας 30 ετών. Η συμφωνία κυρίως περιστράφηκε γύρω από το ζήτημα του καθορισμού των συνοριακών γραμμών των δύο κρατών, στην περιοχή της Θράκης. Ίχνη αυτών των γραμμών υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Μετά την ειρήνη με τους Βουλγάρους, ο Λέων Ε' ανοικοδόμησε μερικές από τις κατεστραμμένες πόλεις της Θράκης και της Μακεδονίας. Επίσης έκτισε ένα νέο ισχυρότερο τείχος, γύρω από την πρωτεύουσα για μια πιο ασφαλή άμυνα εναντίον κάθε πιθανής μελλοντικής επίθεσης των Βουλγάρων.
Οι μεταγενέστερες σχέσεις Βουλγάρων και Βυζαντίου δεν χαρακτηρίζονται από κανένα εξαιρετικό γεγονός μέχρι τις αρχές του 9ου αιώνα, οπότε ο θρόνος της Βουλγαρίας περιήλθε στα χέρια του Βόριδα Α' (852-889), του οποίου το όνομα έχει στενή σύνδεση με τα γεγονότα τα σχετικά με τον εκχριστιανισμό των Βουλγάρων.
Η χριστιανική πίστη είχε εισαχθεί στη Βουλγαρία αρκετά πριν από την εποχή του Βόριδα, από μοναχούς, όπως ο Θεόδωρος Κουφαράς και από τον επίσκοπο της Αδριανούπολης Μιχαήλ (813), κυρίως όμως μέσω των αιχμαλώτων του βυζαντινού στρατού, τους οποίους είχαν συλλάβει οι Βούλγαροι κατά τη διάρκεια των αγώνων τους με το στρατό του Βυζαντίου. Οι ειδωλολάτρες Βούλγαροι Χάνοι καταδίωξαν αυστηρά «τόσο τους διαστρεβλωμένους όσο και τους διαστρεβλωτές». Ο Uspensky πιστεύει ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Χριστιανισμός άρχισε να διαδίδεται στη Βουλγαρία πολύ νωρίς… Από τον 8ο αιώνα ακόμα υπήρχε ένας αριθμός Χριστιανών στα ανάκτορα των πριγκίπων. Οι αγώνες μεταξύ Χριστιανών και ειδωλολατρών έγιναν αφορμή πολλών ταραχών, καθώς και συχνής αλλαγής των Χάνων».
Η μεταστροφή του Βόριδα στο Χριστιανισμό είχε ως αφορμή την πολιτική κατάσταση της Βουλγαρίας, η οποία τον ανάγκασε να επιδιώξει στενότερες σχέσεις με το Βυζάντιο. Το 864 ο βασιλιάς Βόρις βαπτίστηκε παίρνοντας το όνομα Μιχαήλ και, μετά από το γεγονός αυτό, ο λαός του δέχτηκε τον Χριστιανισμό. Το γεγονός ότι οι δυο περίφημοι ιεραπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος έλαβαν ενεργό μέρος στη βάπτιση του Βόριδα, δεν αποδεικνύεται με βάση αυθεντικών ενδείξεων. Το ότι οι Βούλγαροι δέχτηκαν το βάπτισμα από τα χέρια του κλήρου του Βυζαντίου, συνετέλεσε πολύ στην ανάπτυξη του γοήτρου και της επιρροής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στη Βαλκανική χερσόνησο. Ο Βόρις όμως γρήγορα αντιλήφθηκε ότι το Βυζάντιο δεν είχε διάθεση να δώσει στην Εκκλησία της Βουλγαρίας πλήρη ανεξαρτησία και ότι αντίθετα επιθυμούσε να διατηρεί το δικαίωμα της πνευματικής καθοδήγησης, πράγμα που τον έκανε να φοβάται την πιθανή πολιτική εξάρτηση της Βουλγαρίας από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο Βόρις αποφάσισε να καταφύγει σε μια εκκλησιαστική συμμαχία με τη Ρώμη και έστειλε μια αντιπροσωπεία στον Πάπα Νικόλαο Α' ζητώντας του να στείλει στη Βουλγαρία Λατίνους ιερείς. Ο Πάπας δέχτηκε ευχαρίστως την αίτηση αυτή και γρήγορα έφτασαν στη Βουλγαρία Λατίνοι επίσκοποι και ιερείς, ενώ ο Ορθόδοξος κλήρος εκδιώχθηκε. Ο θρίαμβος όμως του Πάπα δεν κράτησε πολύ, επειδή η Βουλγαρία γρήγορα στράφηκε και πάλι προς την Ορθόδοξη Εκκλησία. Το γεγονός αυτό όμως συνέβη αργότερα, την εποχή της Μακεδονικής Δυναστείας.
Αν και οι σχέσεις της Κωνσταντινούπολης και της Ρώμης είχαν ενταθεί την εποχή των θρησκευτικών ταλαντεύσεων του Βόριδα, δεν είχε ακόμα παρουσιαστεί στην Εκκλησία, επίσημη ρήξη. Η στροφή του Βόριδα προς τον Ορθόδοξο ή Λατινικό κλήρο δεν αποτελούσε ένδειξη προτίμησης προς την Ορθοδοξία ή τον Καθολικισμό. Η Εκκλησία της περιόδου αυτής παρέμενε ακόμα, επισήμως, μια, παγκόσμια Εκκλησία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου