9/6/11

Εξωτερικές σχέσεις του Ιωάννη Β’ [37]

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗ ΔΥΣΗ
Ο γιος και διάδοχος του Αλέξιου, Ιωάννης Β', υπήρξε ο τύπος του αυτοκράτορα-στρατιώτη και διέθεσε το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η εξωτερική του πολιτική κυρίως αποτελεί συνέχεια της πολιτικής του πατέρα του, ο οποίος είχε ήδη επισημάνει τα σπουδαία ευρωπαϊκά και ασιατικά προβλήματα, τα οποία ενδιέφεραν την αυτοκρατορία την εποχή αυτή. Ο Ιωάννης έθεσε ως σκοπό του την πρόοδο, ακολουθώντας το δρόμο που χάραξε ο πατέρας του. Ο πατέρας του εμπόδισε τους εχθρούς να εισβάλλουν στο Βυζάντιο και ο γιος αποφάσισε «να πάρει πίσω από τους γείτονές του τις χαμένες βυζαντινές επαρχίες επειδή οραματιζόταν την αποκατάσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στην παλιά της λαμπρότητα» (Chalandon).
Αν και κατανοούσε καθαρά την κατάσταση της Ευρώπης, ο Ιωάννης ενδιαφερόταν πολύ λίγο για τα ζητήματά της. Αναγκάστηκε μερικές φορές να πολεμήσει στην Ευρώπη, αλλά οι πόλεμοί του εκεί υπήρξαν αυστηρά αμυντικής μορφής. Μόνο στα τέλη της βασιλείας του, λόγω της απειλητικής ανάπτυξης των Νορμανδών, που εκδηλωνόταν με την ένωση της Ν. Ιταλίας με τη Σικελία και το σχηματισμό του βασιλείου της Σικελίας, τα θέματα της Ευρώπης έγιναν σημαντικά για το Βυζάντιο. Το κύριο ενδιαφέρον του Ιωάννη στην εξωτερική του πολιτική επικεντρώθηκε στη Μικρά Ασία.
Σχετικά με τις σχέσεις του Ιωάννη με τη Δύση, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι δημιουργούνταν συνεχώς νέα δυτικά ευρωπαϊκά κράτη, με τα οποία το Βυζάντιο έπρεπε να έρθει σε επαφή.
Ο κίνδυνος των Νορμανδών ανάγκασε τον Αλέξιο να πλησιάσει περισσότερο τη Βενετία, που ανέλαβε την υποχρέωση να υποστηρίξει το Βυζάντιο με το στόλο της, παίρνοντας ως αντάλλαγμα τελείως έκτακτα εμπορικά προνόμια. Οι πολυάριθμοι Βενετοί που πήγαν στο Βυζάντιο και κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, πλούτισαν και γρήγορα σχημάτισαν στην πρωτεύουσα μια βενετική παροικία τόσο πλούσια και πυκνοκατοικημένη, που άρχισε να αποκτά σημαντική επιρροή. Οι Βενετοί σιγά-σιγά ξεχνώντας ότι δεν ήταν ούτε στη χώρα τους ούτε σε μια κατακτημένη χώρα, άρχισαν να συμπεριφέρονται υπεροπτικά και με αυθάδεια όχι μόνο στις κατώτερες τάξεις, αλλά και στους ευγενείς του Βυζαντίου, με αποτέλεσμα να δημιουργούν στο Βυζάντιο μια έντονη δυσαρέσκεια. Τα μικρά εμπορικά προνόμια που έδωσε ο Αλέξιος στην Πίζα δεν ήταν τόσο σπουδαία που να ανησυχήσουν τους Βενετούς.
Όσο ζούσε ο Αλέξιος οι σχέσεις μεταξύ Βενετίας και Βυζαντίου δεν είχαν ακόμα οξυνθεί πολύ. Μετά το θάνατό του όμως τα πράγματα άλλαξαν. Μαθαίνοντας ότι η Απουλία βρισκόταν αντιμέτωπη με εσωτερικές ταραχές και θεωρώντας συνεπώς ότι ο κίνδυνος των Νορμανδών είχε εκλείψει, ο Ιωάννης αποφάσισε να ακυρώσει την εμπορική συνθήκη που είχε κάνει με τη Βενετία. Αμέσως οι Βενετοί έστειλαν τον στόλο τους να λεηλατήσει τα βυζαντινά νησιά της Αδριατικής και του Αιγαίου. Κρίνοντας ότι δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί αποτελεσματικά στο στόλο των Βενετών, ο Ιωάννης αναγκάστηκε, από τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, να συνεννοηθεί με τη Βενετία και να επανέλθει στην εμπορική συνθήκη του 1082.
Την εποχή του Ιωάννη οι άλλες ναυτικές πόλεις της Ιταλίας, όπως η Πίζα και η Γένουα, απέκτησαν και αυτές μερικά εμπορικά προνόμια, τα οποία όμως φυσικά δεν μπορούσαν να συγκριθούν με αυτά της Βενετίας.
Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ιωάννη το πρόβλημα των Πατσινάκων λύθηκε οριστικά. Οι Πατσινάκοι, που την εποχή του Αλέξιου Κομνηνού είχαν διωχθεί από τους Κομάνους, δεν ενόχλησαν από τότε το Βυζάντιο για 30 χρόνια. Αλλά στις αρχές της βασιλείας του Ιωάννη, οι Πατσινάκοι, που είχαν κάπως συνέρθει από την ήττα τους, διέσχισαν τον Δούναβη κι εισέβαλαν στην περιοχή του Βυζαντίου, όπου όμως νικήθηκαν, το 1122, από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα στη Βερόη, τη σημερινή Στάρα-Ζαγορά. Σε ανάμνηση της νίκης του ο Ιωάννης καθιέρωσε μια ειδική τελετή «την των Πατσινάκων λεγομένη τελετή», η οποία, όπως λέει ο βυζαντινός ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης, «γιορταζόταν μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα». Η σφαγή ήταν τόσο άγρια και εξοντωτική, που, μετά από αυτήν την ήττα, οι Πατσινάκοι δεν είχαν καμιά απολύτως σημασία για την εξωτερική πολιτική του Βυζαντίου και δεν εμφανίζονται ξανά στην ιστορία. Οι Πατσινάκοι όμως που συνελήφθηκαν αιχμάλωτοι κι εγκαταστάθηκαν στο Βυζάντιο, αποτέλεσαν ιδιαίτερο τμήμα του βυζαντινού στρατού και πολέμησαν με το μέρος του Βυζαντίου.
Η τάση της Ουγγαρίας να επεκτείνει τις κτήσεις της προς την Αδριατική, είχε φέρει ήδη σε δύσκολη θέση τον Αλέξιο Κομνηνό, οι σχέσεις του οποίου με τους Ούγγρους είχαν οξυνθεί. Φαινόταν ότι ο γάμος του Ιωάννη με μια πριγκίπισσα της Ουγγαρίας θα διευκόλυνε τις σχέσεις. «Αλλά αυτή συγγένεια», όπως λέει ο Ρώσος ιστορικός Grot, «δεν μπορούσε να ανατρέψει το αίσθημα της αμοιβαίας δυσπιστίας και του ανταγωνισμού που, με την πάροδο του χρόνου, αναπτυσσόταν και στις δύο γειτονικές χώρες». Εκτός όμως από την εγκατάσταση των Ούγγρων στις ακτές της Δαλματίας, που ήταν επικίνδυνη για το Βυζάντιο, η προσέγγιση μεταξύ της Ουγγαρίας και της Σερβίας αποτελούσε πηγή δυσαρέσκειας για την αυτοκρατορία. Οι Σέρβοι, που μαζί με τους Βούλγαρους αναγκάστηκαν να έρθουν στο Βυζάντιο στις αρχές του 11ου αιώνα, επί Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου, είχαν ήδη αρχίσει, στα μέσα του ίδιου αιώνα, να επαναστατούν.
Τα τέλη του 11ου και οι αρχές του 12ου αιώνα, αποτέλεσαν την εποχή της πρώτης απελευθέρωσης της Σερβίας από την εξουσία του Βυζαντίου. Την εποχή του Ιωάννη μπορεί να σημειωθεί μια ιδιαίτερη προσέγγιση Σερβίας και Ουγγαρίας, η οποία ήταν έτοιμη να βοηθήσει τη Σερβία για την απόκτηση της ανεξαρτησίας της. Μια πριγκίπισσα της Σερβίας παντρεύτηκε έναν πρίγκιπα της Ουγγαρίας και έτσι στα τέλη της βασιλείας του Ιωάννη παρουσιάστηκε στα ΒΔ, μια νέα αιτία ανησυχιών του Βυζαντίου με τη μορφή της στενής επαφής Ουγγαρίας και Σερβίας.
Οι επιχειρήσεις εναντίον τους είχαν κάποια επιτυχία, αλλά δεν έδωσαν οριστικά αποτελέσματα. Ένας ανώνυμος «πανηγυριστής» του Ιωάννη υμνεί τις στρατιωτικές του ενέργειες στη Βαλκανική χερσόνησο με τα εξής πομπώδη λόγια: «Πόσο ένδοξες είναι οι εκστρατείες μας εναντίον των λαών της Ευρώπης! Ο Ιωάννης νίκησε τους Δαλματούς, τρομοκράτησε τους Σκύθες και όλους τους λαούς που ζούσαν ανοργάνωτα και χρωμάτισε τα νερά του Δούναβη με άφθονο αίμα».
Τα τελευταία δέκα χρόνια της βασιλείας του Ιωάννη, οι σχέσεις με τη Ν. Ιταλία άλλαξαν τελείως. Στη χώρα αυτή, την περίοδο των ανωμαλιών διαδέχθηκε μια νέα εποχή δύναμης και δόξας. Ο Ρογήρος Β' ένωσε τη Σικελία με τη Ν. Ιταλία και, τα Χριστούγεννα του 1130, στέφθηκε επίσημα, στο Παλέρμο, με το βασιλικό στέμμα. Λόγω της ένωσης αυτών των δύο περιοχών ο Ρογήρος Β' έγινε αμέσως ένας από τους πιο δυναμικούς άρχοντες της Ευρώπης, πράγμα που αποτέλεσε ένα τρομερό χτύπημα για το Βυζάντιο. Έχοντας ακόμα θεωρητικά κάποια δικαιώματα στις νοτιο-ιταλικές χώρες, ο αυτοκράτορας θεώρησε πρόσκαιρη την κατάκτησή τους από τους Νορμανδούς. Η απόκτηση του βασιλικού τίτλου από τον Ρογήρο φαινόταν σαν μια επίθεση κατά της αυτοκρατορικής αξιοπρέπειας, και η αναγνώρισή του θα σήμαινε την εγκατάλειψη όλων των δικαιωμάτων πάνω στις ιταλικές επαρχίες.
Η ξαφνική εξύψωση του Ρογήρου ήταν ανεπιθύμητη όχι μόνο στο Βυζάντιο αλλά και στο Γερμανό ηγεμόνα, που είχε σπουδαία συμφέροντα στην Ιταλία. Μπροστά στον κοινό κίνδυνο, ο Ιωάννης Β' ήρθε σε συνεννόηση πρώτα με τον Λοθάριο της Γερμανίας και στη συνέχεια, μετά το θάνατο του τελευταίου, με τον Κόνραντ Γ' (Hohenstaufen). Η συνεννόηση αυτή κατέληξε αργότερα σε πραγματική συμμαχία των δύο αυτοκρατοριών. Κύριος σκοπός της συνεννόησης αυτής και αργότερα της συμμαχίας, υπήρξε η καταστροφή της δύναμης των Νορμανδών στην Ιταλία. Η συμμαχία αυτή έγινε αξιόλογη την εποχή του διαδόχου του Ιωάννη, Μανουήλ. Αν ο Ιωάννης απέτυχε να κτυπήσει τη δύναμη του Ρογήρου, πέτυχε, το λιγότερο, να τον εμποδίσει να εισβάλει στο Βυζάντιο. Οι μεταγενέστεροι πόλεμοι του Ρογήρου με τον Μανουήλ έδειξαν καθαρά ότι το σχέδιο της εισβολής τον είχε αρκετά απασχολήσει. Τα πιο αξιόλογα λοιπόν σημεία της εξωτερικής πολιτικής του Ιωάννη στη Δύση υπήρξαν η στάση του απέναντι στο σχηματισμό του βασιλείου της Σικελίας και η δημιουργία της συμμαχίας των δυο αυτοκρατοριών.

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ
Στη Μικρά Ασία ο Ιωάννης επιχειρούσε με επιτυχία σχεδόν κάθε χρόνο εκστρατείες και την 4η δεκαετία του 12ου αιώνα πέτυχε να αποδώσει στην αυτοκρατορία τις περιοχές που είχαν χαθεί από καιρό. Πιστεύοντας ότι η δύναμη των Τούρκων είχε αρκετά μειωθεί, ο Ιωάννης σκεφτόταν ότι, χωρίς να επηρεάσει τα συμφέροντα του κράτους, θα μπορούσε να διακόψει τις εχθρικές του ενέργειες κατά των Τούρκων και να αναλάβει μια νέα και πιο μακρινή εκστρατεία στα ΝΑ εναντίον της αρμενικής Κιλικίας και του πριγκιπάτου της Αντιόχειας.
Η αρμενική Κιλικία, ή Μικρή Αρμενία, είχε ιδρυθεί στα τέλη του 11ου αιώνα από τους πρόσφυγες της κυρίως Αρμενίας που είχαν φύγει από τη χώρα τους λόγω της προώθησης των Τούρκων. Ανάμεσα στις άλλες οικογένειες των Αρμενίων, η οικογένεια των Rupen (Ruben) άρχισε να παίζει σημαντικό ρόλο στη διοίκηση της νέας χώρας. Η Μικρή Αρμενία, που είχε εκτείνει την περιοχή της σε βάρος του Βυζαντίου, ήρθε σε στενές σχέσεις με τους Λατίνους πρίγκιπες της Ανατολής, δείχνοντας έτσι τις εχθρικές της διαθέσεις προς την αυτοκρατορία. Τότε ο Ιωάννης Κομνηνός κατευθύνθηκε προς τη Μικρή Αρμενία για να την τιμωρήσει και στη συνέχεια να λύσει τις διαφορές του με το πριγκιπάτο της Αντιόχειας, το οποίο την εποχή των πρώτων Σταυροφοριών δεν κράτησε τους όρκους του προς τον αυτοκράτορα, ενώ αργότερα αρνήθηκε να υποταχθεί στον Ιωάννη παρά τη συμφωνία που είχε γίνει μεταξύ του Αλέξιου Κομνηνού και του Βοημούνδου.
Η εκστρατεία του Ιωάννη υπήρξε επιτυχής. Η Κιλικία καταλήφθηκε και ο πρίγκιπας της Αρμενίας με τους γιους του στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η περιοχή του Βυζαντίου αυξήθηκε με την προσάρτηση της Μικρής Αρμενίας και έφτασε μέχρι τα σύνορα του πριγκιπάτου της Αντιόχειας, εναντίον του οποίου ο Ιωάννης ανέλαβε έναν επίσης επιτυχή αγώνα. Η πολιορκημένη Αντιόχεια αναγκάστηκε να ζητήσεις ειρήνη, που ο Ιωάννης παραχώρησε με τον όρο ότι το πριγκιπάτο της Αντιόχειας θα αναγνώριζε την επικυριαρχία της αυτοκρατορίας. Ο πρίγκιπας δέχτηκε να ορκιστεί πίστη στον αυτοκράτορα και σαν δείγμα της υποταγής του να υψώσει την αυτοκρατορική σημαία πάνω από την ακρόπολη της Αντιόχειας. Ένα χρόνο αργότερα, επιστρέφοντας στην Αντιόχεια, ο αυτοκράτορας ως επικυρίαρχος μπήκε στην πόλη θριαμβευτικά, περιστοιχιζόμενος από τα παιδιά του, τους αυλικούς, τους αξιωματούχους και τους στρατιώτες του. Η θριαμβευτική παράταξη βάδισε μέσα από τους διακοσμημένους δρόμους της πόλης, ενώ στο πλευρό του αυτοκράτορα βρισκόταν ο πρίγκιπας της Αντιόχειας. Στις πύλες της πόλης ο αυτοκράτορας έγινε δεκτός από τον Πατριάρχη και τον κλήρο και κατόπιν, ανάμεσα από ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων που έψελναν ύμνους και ψαλμούς με τον ήχο μουσικής, ο Ιωάννης πήγε πρώτος στη μητρόπολη και στη συνέχεια στο ανάκτορο.
Μετά από τον θρίαμβο αυτό τα σχέδια του Ιωάννη επεκτάθηκαν μέχρι το σημείο να οραματιστεί την επανίδρυση της δύναμης του Βυζαντίου στην κοιλάδα του Ευφράτη και την επέμβασή του στις υποθέσεις του βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Πολύ πιθανόν, στη σκέψη του Ιωάννη το σχέδιο για μια τέτοια επέμβαση να στηρίχθηκε πάνω στη δυνατότητα να αναγνωρίσει ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ την αυτοκρατορική επικυριαρχία. Αναφερόμενος στα σχέδια αυτά, ο υμνητής του Ιωάννη γράφει: «Έχετε θάρρος όσοι αγαπάτε τον Χριστό και όσοι είστε ‘ξένοι και παρεπίδημοι (επί της γης)’ χάριν του Χριστού» (βλέπε Εβραίους 11:13). «Μη φοβάστε πια τα εγκληματικά χέρια. Ο αυτοκράτορας που αγαπά τον Χριστό τα έχει αλυσοδέσει. Ενώ συγχρόνως έκανε κομμάτια το άδικό τους ξίφος... Άνοιξες μπροστά στου (ω αυτοκράτορα) τον θείο και ευρύ δρόμο που οδηγεί στην ουράνια και ιερή Ιερουσαλήμ».
Παρόλα αυτά, όμως, τα σχέδια αυτά απέτυχαν. Το 1143, βαδίζοντας εναντίον των Τούρκων και κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού, στα βουνά της Κιλικίας, ο Ιωάννης τραυματίστηκε στο μπράτσο από ένα δηλητηριασμένο βέλος και πέθανε μακριά από την πρωτεύουσα. Πεθαίνοντας όρισε διάδοχό του τον νεώτερο γιο του Μανουήλ, αφού πέρασε μια ζωή αφιερωμένη στους πολέμους κατά των εχθρών της αυτοκρατορίας.
Παρέδωσε στον διάδοχό του ένα κράτος πιο ισχυρό και πιο μεγάλο από εκείνο που παρέλαβε από τον δραστήριο και ικανό πατέρα του. Ο πανηγυριστής του Ιωάννη, τον θεωρεί ανώτερο από τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα και τον Αννίβα εξυμνώντας τον κατάλληλα.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥΗΛ
Αν ο Ιωάννης στην εξωτερική του πολιτική έστρεψε όλη του την προσοχή στην Ανατολή, ο διάδοχός του Μανουήλ, λόγω των σχέσεών του με τους Νορμανδούς και των προσωπικών του συμπαθειών με τη Δύση, ασχολήθηκε κυρίως με αυτήν, πράγμα που είχε θλιβερές συνέπειες για την αυτοκρατορία. Ο κίνδυνος των Σελτζούκων, που δε συνάντησαν αρκετή αντίσταση, έγινε πάλι πολύ απειλητικός στα ανατολικά σύνορα.
Η συνοριακή περιοχή της Μικράς Ασίας ήταν σχεδόν συνεχώς εκτεθειμένη στις καταστροφικές επιθέσεις των Μουσουλμάνων, που εξολόθρευαν τον χριστιανικό πληθυσμό. Ο Μανουήλ θέλοντας να εξασφαλίσει την τάξη και την ασφάλεια στις συνοριακές περιοχές, ανήγειρε και κατασκεύασε αρκετά οχυρά, κυρίως στα μέρη εκείνα που ενοχλούνταν περισσότερο από τους εχθρούς.
Δεν μπορεί όμως να λεχθεί ότι ήταν επιτυχείς οι εχθρικές ενέργειες του Μανουήλ εναντίον των Τούρκων. Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του συμμάχησε με τους Μουσουλμάνους εμίρηδες της Καππαδοκίας και άρχισε να πολεμά τον Σουλτάνο του Ικονίου. Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα με επιτυχία έφτασαν στην κύρια πόλη του Σουλτανάτου, το Ικόνιο, αλλά πιθανόν επειδή έμαθαν ότι ο Σουλτάνος έλαβε ενισχύσεις, λεηλάτησαν μόνο τα περίχωρα κι αποσύρθηκαν για να υποστούν, όταν γύριζαν, μια φοβερή ήττα από τους Σελτζούκους, που τέλειωσε με μια πραγματική καταστροφή. Τα νέα όμως της Σταυροφορίας, τα οποία ήταν απειλητικά για τον αυτοκράτορα όσο και για το Σουλτανάτο, ανάγκασαν και τους δύο να επιδιώξουν ειρήνη, την οποία τελικά πέτυχαν.

ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΩΝ
Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ, η πολιτική του προς τη Δύση, όπως και αυτή των προκατόχων του, ρυθμιζόταν από την ιδέα μιας συμμαχίας με τη Γερμανία που έγινε πραγματικότητα, κάτω από την πίεση του κοινού κινδύνου που δημιουργούσε η αυξανόμενη δύναμη των Νορμανδών της Ιταλίας. Ανανεώθηκαν οι συνεννοήσεις που έγιναν με τον Κόνραντ Γ' της Γερμανίας και είχαν διακοπεί με το θάνατο του Ιωάννη. Το ζήτημα του γάμου του Μανουήλ με τη Βέρθα Sulzbach, αδελφή της γυναίκας του Κόνραντ, που είχε συζητηθεί επί Ιωάννη, τέθηκε και πάλι επί τάπητος. Σ’ ένα του γράμμα προς τον Μανουήλ ο Κόνραντ γράφει ότι ο γάμος αυτός θα αποτελούσε εγγύηση μιας μόνιμης συμμαχίας και σταθερής φιλίας, καθώς και του ότι ο Γερμανός άρχοντας θα ήταν «φίλος των φίλων της αυτοκρατορίας και εχθρός των εχθρών της». Το γεγονός αυτό θα ήταν μια εγγύηση του ότι σε περίπτωση κινδύνου της αυτοκρατορίας, η Γερμανία δε θα έστελνε απλά ενισχύσεις, αλλά θα έσπευδε σε βοήθεια με όλο της το στρατό με επικεφαλής τον αυτοκράτορα. Ο γάμος του Μανουήλ με τη Βέρθα, η οποία στο Βυζάντιο πήρε το όνομα Ειρήνη, επισφράγισε τη συμμαχία των δύο αυτοκρατοριών. Η συμμαχία αυτή έδωσε στον Μανουήλ την ελπίδα να απαλλαγεί από τον κίνδυνο του Ρογήρου Β'. Φυσικά ο Ρογήρος αντιμετωπίζοντας δυο τέτοιους εχθρούς συγχρόνως, όπως το Βυζάντιο και τη Γερμανία, δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει την έναρξη ενός πολέμου με το Βυζάντιο, ελπίζοντας, όπως παλιά, να πετύχει.
Ένα όμως απροσδόκητο γεγονός κατέστρεψε τα όνειρα του Μανουήλ και τις πολιτικές του προσδοκίες. Η Β' Σταυροφορία άλλαξε ριζικά την κατάσταση, για ένα διάστημα τουλάχιστον, στερώντας το Βυζάντιο από την υποστήριξη της Γερμανίας και εκθέτοντας την αυτοκρατορία στο διπλό κίνδυνο των Σταυροφόρων και των Νορμανδών.

Η Β' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ (1147-1149)
Μετά την Α' Σταυροφορία, οι Χριστιανοί άρχοντες της Ανατολής, δηλαδή ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου και οι Λατίνοι άρχοντες της Αντιόχειας, της Έδεσσας και της Τρίπολης, καθώς και ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, αντί να επιχειρήσουν να χτυπήσουν ενωμένοι τη δύναμη των Μουσουλμάνων, ήταν απασχολημένοι με τις εσωτερικές τους διαμάχες, βλέποντας με καχυποψία την πολιτική ενίσχυση των γειτόνων τους. Οι εχθρικές σχέσεις κυρίως μεταξύ του Βυζαντίου, της Αντιόχειας και της Έδεσσας υπήρξαν καταστροφικές για το κοινό καλό. Οι συνθήκες αυτές έδωσαν τη δυνατότητα στους Μουσουλμάνους, οι οποίοι είχαν εξασθενήσει και υποχωρήσει μετά την Α' Σταυροφορία, να αναλάβουν και να απειλήσουν και πάλι, από τη Μεσοποταμία, τις κτήσεις των Χριστιανών.
Το 1144 ο Zangi, ένας από τους Μουσουλμάνους άρχοντες, πολιόρκησε την Έδεσσα.
Ένα ανώνυμο χρονικό της Συρίας περιγράφει με λεπτομέρεια την πολιορκία και την κατάκτησης της Έδεσσας. Ο Zangi, όπως λέει ο χρονογράφος, «εγκατέλειψε την Έδεσσα 4 μέρες μετά την κατάληψη της πόλης... Οι κάτοικοι της Έδεσσας έσπευσαν να ελευθερώσουν τους αιχμαλώτους τους και ο πληθυσμός επανήλθε στην πόλη. Ο κυβερνήτης Zain-ed-Din, που ήταν ένας καλός άνθρωπος, φέρθηκε στους κατοίκους της πόλης πολύ καλά» (Chabot). Μετά το θάνατο όμως του Zangi, το 1146, ο πρώην κόμης της Έδεσσας Joscelin, επανέκτησε την πόλη, αλλά ο γιος του Zangi, Nur-ad-Din, την κατέκτησε και πάλι εύκολα και την κατέστρεψε σχεδόν τελείως, αφού έσφαξε τους Χριστιανούς και πούλησε τις γυναίκες και τα παιδιά τους σαν σκλάβους. Το κτύπημα ήταν βαρύ για τον Χριστιανισμό της Ανατολής. Ούτε η Ιερουσαλήμ, ούτε η Αντιόχεια, ούτε η Τρίπολη μπορούσαν να βοηθήσουν τον πρίγκιπα της Έδεσσας. Λίγο μετά την πτώση της Έδεσσας, οι λατινικές κτήσεις, κυρίως η Αντιόχεια, άρχισαν να απειλούνται σοβαρά.
Η πτώση της Έδεσσας έκανε μεγάλη εντύπωση στη Δύση και ανανέωσε το ενδιαφέρον για τους Αγίους Τόπους. Ο Πάπας όμως της περιόδου αυτής, Ευγένιος Γ', δεν μπορούσε να αναλάβει ή να διαδώσει την ιδέα μιας νέας Σταυροφορίας, λόγω της δημοκρατικής κίνησης που ξέσπασε την 5η δεκαετία στη Ρώμη και που έκανε επισφαλή τη θέση του Πάπα στην Αιώνια Πόλη, αναγκάζοντάς τον ακόμα να εγκαταλείψει τη Ρώμη για ένα χρονικό διάστημα. Ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Ζ' φαίνεται να υπήρξε ο πραγματικός εμπνευστής της Σταυροφορίας και κήρυκας της ιδέας του έγινε ο μοναχός Βερνάρδος του Κλαιρβώ, που με τις θερμές του εκκλήσεις πήρε πρώτα απ’ όλα με το μέρος του τη Γαλλία. Στη συνέχεια πέρασε στη Γερμανία και έπεισε τον Κόνραντ Γ' να πάρει τον Σταυρό, ενώ συγχρόνως ενέπνευσε τους Γερμανούς να συμμετάσχουν στην εκστρατεία.
Οι λαοί όμως της Δύσης, έχοντας αποκτήσει πικρή πείρα από την Α' Σταυροφορία, που τους είχε απογοητεύσει με τα αποτελέσματά της, δεν έδειξαν τον παλιό τους ενθουσιασμό και στη συνάντηση που έγινε στη Βουργουνδία οι Γάλλοι φεουδάρχες τάχθηκαν κατά της Σταυροφορίας. Τελικά όμως, αν και με κάποια δυσκολία, ο Βερνάρδος τους πήρε με το μέρος του, πείθοντάς τους με το πάθος και την ευγλωττία του. Στην αντίληψη του Βερνάρδου, το αρχικό σχέδιο του Λουδοβίκου Ζ' ευρυνόταν. Χάρη στο Βερνάρδο συγχρόνως με τη Σταυροφορία οργανώθηκαν άλλες δύο εκστρατείες: μια κατά των Μουσουλμάνων, που την εποχή εκείνη κατείχαν τη Λισσαβώνα στη χερσόνησο των Πυρηναίων και μια άλλη κατά των ειδωλολατρών Σλάβων, στο Βορρά, στον ποταμό Έλβα.
Οι ιστορικοί αποδοκιμάζουν έντονα την ιδέα του Βερνάρδου να συμπεριλάβει τη Γερμανία στη Σταυροφορία. Ο Γερμανός Kugler, που ενδιαφερόταν ειδικά για τη Β' Σταυροφορία, τη θεωρεί σαν μια άτυχη ιδέα, ενώ ο Ρώσος Uspensky την ονομάζει «μοιραίο διάβημα και μεγάλο λάθος του Βερνάρδου» και αποδίδει τα θλιβερά αποτελέσματά της στη συμμετοχή των Γερμανών. Στην πραγματικότητα ο ανταγωνισμός μεταξύ Γάλλων και Γερμανών στη διάρκεια της Σταυροφορίας, υπήρξε ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, που δεν μπορούσε να συμβάλλει στην επιτυχία της.
Τα νέα της Σταυροφορίας ανησύχησαν τον Μανουήλ, ο οποίος είδε σ’ αυτήν ένα κίνδυνο για το κράτος του και την επιρροή του στην Ανατολή, επειδή οι πρίγκιπες της Ανατολής και κυρίως της Αντιόχειας, μπορούσαν με την υποστήριξη της Δύσης να αγνοούν τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Επίσης η συμμετοχή της Γερμανίας στη Σταυροφορία στέρησε από το Βυζάντιο την εγγύηση στην οποία στηρίχθηκε η συμμαχία των δύο αυτοκρατοριών. Αν ο αυτοκράτορας της Γερμανίας άφηνε τη χώρα του για την Ανατολή, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν θα μπορούσε να φροντίσει για τα δυτικά συμφέροντα του Βυζαντίου, το οποίο έμενε ανοικτό στη διάθεση των φιλόδοξων σχεδίων του Ρογήρου. Γνωρίζοντας πόσο επικίνδυνοι ήταν για την πρωτεύουσα οι πρώτοι Σταυροφόροι, ο Μανουήλ διέταξε να επισκευαστούν τα τείχη κι οι πύργοι της, μη έχοντας εμπιστοσύνη στους φιλικούς και συγγενικούς δεσμούς που τον συνέδεαν με τον Κόνραντ.
Κατά τον Vasilievsky, «αναμφίβολα ο Μανουήλ έλπιζε να γίνει αρχηγός όλου του χριστιανικού στρατού εναντίον των κοινών εχθρών του Χριστιανισμού». Εκτός από το γεγονός ότι το Βυζάντιο ενδιαφερόταν πολύ για το μέλλον του Ισλάμ στην Ανατολή, ο Μανουήλ, την εποχή της Β' Σταυροφορίας είχε επίσης ειδικούς λόγους να ελπίζει να γίνει Γενικός Αρχηγός, γιατί την περίοδο αυτή ο χριστιανικός κόσμος είχε ένα μόνο αυτοκράτορα, τον Μανουήλ, επειδή ο Κόνραντ δεν είχε στεφθεί από τον Πάπα στη Ρώμη και συνεπώς δεν είχε τον τίτλο του αυτοκράτορα.
Το 1147 οι ηγέτες της Σταυροφορίας αποφάσισαν να πάνε στη Κωνσταντινούπολη μέσω ξηράς, ακολουθώντας το δρόμο που είχαν πάρει οι πρώτοι Σταυροφόροι. Πρώτος ξεκίνησε, μέσω Ουγγαρίας, ο Κόνραντ κι ένα μήνα αργότερα ο Λουδοβίκος ακολούθησε τον ίδιο δρόμο. Την πορεία των Σταυροφόρων προς το Βυζάντιο την ακολουθούσε η ίδια τακτική βίας και λεηλασίας, την οποία είδαμε και κατά την Α' Σταυροφορία.
Όταν τα γερμανικά στρατεύματα έφτασαν κάτω από τα τείχη της πρωτεύουσας, ο Μανουήλ κατέβαλε κάθε προσπάθεια να τα μεταφέρει στην Ασία πριν φτάσει ο γαλλικός στρατός και τελικά, ύστερα από μερικές φιλονικίες με τον συγγενή και σύμμαχό του Κόνραντ, πέτυχε το σκοπό του. Στη Μικρά Ασία οι Γερμανοί άρχισαν αμέσως να υποφέρουν από έλλειψη τροφίμων και στη συνέχεια ηττήθηκαν από τους Τούρκους και καταστράφηκαν. Μόνον ένα μικρό υπόλειμμα του γερμανικού στρατού επέστρεψε στη Νίκαια. Μερικοί ιστορικοί αποδίδουν την αποτυχία της γερμανικής εκστρατείας στις σκευωρίες του Μανουήλ και ισχυρίζονται ότι ήρθε σε συνεννόηση με τους Μουσουλμάνους, καθοδηγώντας τους να κτυπήσουν τους Σταυροφόρους. Μερικοί ιστορικοί, όπως ο Sybel και ο Uspensky, μιλούν ακόμα και για συμμαχία του Μανουήλ με τους Σελτζούκους. Όμως, οι πιο σύγχρονοι ιστορικοί τείνουν να πιστέψουν ότι τέτοιες κατηγορίες εμαμτίον του Μανουήλ δεν έχουν σοβαρές βάσεις και ότι δεν πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνος για την αποτυχία των Γερμανών (Chalandon).
Οι Γάλλοι που έφτασαν στην πρωτεύουσα αμέσως μετά την αποβίβαση των Γερμανών στη Μικρά Ασία ανησύχησαν τον Μανουήλ ακόμα περισσότερο. Ο Μανουήλ αμφέβαλε πολύ για τον Λουδοβίκο, με τον οποίον, λίγο πριν από τη Σταυροφορία, ο Ρογήρος είχε αρχίσει διαπραγματεύσεις, προτρέποντάς τον να πάει στην Ανατολή μέσω των κτήσεών του στην Ιταλία. Στο πρόσωπο του Λουδοβίκου ο Μανουήλ έβλεπε ένα μυστικό σύμμαχο του Ρογήρου ή «τον ανεπίσημο σύμμαχο της Σικελίας», πράγμα που είχε σοβαρούς λόγου να το πιστεύει.
Γνωρίζοντας ότι την εποχή αυτή ο Μανουήλ ήταν τελείως απασχολημένος με τη Σταυροφορία και τις σχέσεις του με τους Σταυροφόρους, ο Ρογήρος εγκατέλειψε τα γενικά συμφέροντα του Χριστιανισμού, ακολουθώντας μόνο τους πολιτικούς σκοπούς κατέλαβε ξαφνικά την Κέρκυρα και λεηλάτησε μερικά άλλα νησιά του Βυζαντίου. Στη συνέχεια οι Νορμανδοί αποβιβάστηκαν στην Ελλάδα και κατέλαβαν τη Θήβα και την Κόρινθο, που την εποχή εκείνη ήταν ξακουστή για τα εργοστάσια του μεταξιού και τα μεταξωτά της προϊόντα. Μη ικανοποιημένοι με τη λεηλασία μεγάλης ποσότητας μεταξωτών ειδών, «οι Νορμανδοί, ανάμεσα στους πολλούς άλλους αιχμαλώτους, πήραν μαζί τους στη Σικελία τους πιο ικανούς υφαντές μεταξιού, άνδρες και γυναίκες». Δεν είναι όμως αλήθεια ότι, όπως αναφέρεται μερικές φορές στα ιστορικά έργα, οι υφαντές που μεταφέρθηκαν στο Παλέρμο, υπήρξαν οι δημιουργοί της παραγωγής μεταξιού και της σχετικής με αυτό βιομηχανίας της Σικελίας. Η παραγωγή μεταξιού ήταν γνωστή εκεί από πριν. Η άφιξη όμως των Ελλήνων αιχμαλώτων έδωσε νέα ώθηση στη βιομηχανία. Οι Νορμανδοί δεν λυπήθηκαν ούτε την Αθήνα.
Όταν τα νέα της επιτυχημένης εισβολής των Νορμανδών στην Ελλάδα έφτασαν στους Γάλλους που βρίσκονταν κάτω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, αυτοί, ερεθισμένοι ήδη από τις διαδόσεις σχετικά με τις συνεννοήσεις του Μανουήλ με τους Τούρκους, ταράχθηκαν και μερικοί από τους αρχηγούς του Λουδοβίκου πρότειναν την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο αυτόν ο αυτοκράτορας έστρεψε την προσοχή του στη μεταφορά των Γάλλων στη Μικρά Ασία. Κυκλοφορούσε μια φήμη, ότι οι Γερμανοί είχαν επιτυχίες στη Μικρά Ασία κι ο Λουδοβίκος δέχθηκε να διασχίσει τον Βόσπορο και να ορκιστεί πίστη στον Μανουήλ. Μόνον όταν έφτασε στη Μικρά Ασία, ο Λουδοβίκος έμαθε την καταστροφή του γερμανικού στρατού. Οι ηγεμόνες συναντήθηκαν και προχώρησαν μαζί. Τα γαλλο-γερμανικά στρατεύματα όμως απέτυχαν τελείως στη Δαμασκό. Ο απογοητευμένος Κόνραντ άφησε την Παλαιστίνη και με ένα ελληνικό πλοίο έφτασε στη Θεσσαλονίκη, όπου έμενε την εποχή αυτή ο Μανουήλ, προετοιμάζοντας την επίθεσή του κατά των Νορμανδών. Ο Μανουήλ και ο Κόνραντ συναντήθηκαν εκεί, εξέτασαν τη γενική κατάσταση και συνήψαν μια οριστική συμμαχία κατά του Ρογήρου. Μετά από αυτό ο Κόνραντ γύρισε στη Γερμανία.
Στο μεταξύ η Σταυροφορία απέτυχε. Ο Λουδοβίκος, που παρέμεινε στην Ανατολή, αντιλήφθηκε την αδυναμία του να πετύχει κάτι μόνος του και, λίγους μήνες αργότερα, γύρισε στη Γαλλία, μέσω της Ν. Ιταλίας, όπου συναντήθηκε με τον Ρογήρο.
Έτσι η Β' Σταυροφορία, που άρχισε με τόση λαμπρότητα, τέλειωσε με τον πιο ελεεινό τρόπο. Οι Μουσουλμάνοι της Ανατολής, όχι μόνο δεν εξασθένησαν, αλλά και απέκτησαν θάρρος αρχίζοντας να ελπίζουν ακόμα και την καταστροφή των χριστιανικών κτήσεων της Ανατολής. Εκτός από αυτό, ο αγώνας μεταξύ Γάλλων και Γερμανών, καθώς και ο ανταγωνισμός μεταξύ των Χριστιανών της Παλαιστίνης και των Χριστιανών της Ευρώπης δεν έκανε καλό στους Σταυροφόρους. Ο Μανουήλ όμως ήταν ευχαριστημένος βλέποντας το τέλος της Σταυροφορίας, γιατί τώρα πια, ενισχυμένος από τη συμμαχία του με τη Γερμανία, μπορούσε ελεύθερα να προχωρήσει κατά του Ρογήρου. Παρόλα αυτά δεν είναι δίκαιο να ρίχνουμε όλες τις ευθύνες της αποτυχίας των Σταυροφόρων στον Μανουήλ, που πρέπει μάλλον να αποδοθούν στην έλλειψη γενικής πειθαρχίας κι οργάνωσης των Σταυροφόρων. Ο Ρογήρος επίσης με τις επιθέσεις του στα νησιά της Αδριατικής και στην Ελλάδα επηρέασε μοιραία την υπόθεση των Σταυροφόρων. Γενικά η θρησκευτική βάση των Σταυροφοριών υποχωρούσε και προβάλλονταν όλο και πιο πολύ τα «κοσμικά» πολιτικά ελατήρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: