24/6/11

Εσωτερικές υποθέσεις των Κομνηνών και των Αγγέλων [41]

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Η εκκλησιαστική ζωή του Βυζαντίου την εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων είναι σημαντική για δύο κυρίως λόγους: α) για τις εσωτερικές εκκλησιαστικές σχέσεις, με επίκεντρο τις προσπάθειες επίλυσης ορισμένων θρησκευτικών προβλημάτων και αμφιβολιών που τάραζαν την κοινωνία του Βυζαντίου, ενώ ήταν και πολύ ενδιαφέροντα την εποχή αυτή και β) για τις σχέσεις της Ανατολικής προς τη Δυτική εκκλησία, δηλαδή του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης προς τον Πάπα.
Στις σχέσεις τους με την εκκλησία οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Κομνηνών και των Αγγέλων υιοθέτησαν σταθερά τον καισαροπαπισμό, που ήταν ένα πολύ χαρακτηριστικό γνώρισμα του Βυζαντίου. Σε μια μετάφραση της «Ιστορίας» του Νικήτα Χωνιάτη, ο Ισαάκιος Άγγελος φαίνεται να λέει τα εξής: «Στη γη δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ της εξουσίας του Θεού και του αυτοκράτορα. Οι βασιλείς έχουν το δικαίωμα να κάνουν τα πάντα και μπορούν να χρησιμοποιούν μαζί με αυτό που τους ανήκει, χωρίς διάκριση, κι εκείνο που ανήκει στον Θεό, γιατί έχουν λάβει την αυτοκρατορική εξουσία από τον Θεό. Μεταξύ Θεού και αυτοκράτορα δεν υπάρχει διαφορά». Ο ίδιος συγγραφέας μιλώντας για την εκκλησιαστική πολιτική του Μανουήλ Κομνηνού παρουσιάζει ως γενική πεποίθηση των αυτοκρατόρων το ότι ήταν «αλάνθαστοι κριτές των θείων και ανθρώπινων πραγμάτων». Η γνώμη αυτή υποστηρίχθηκε το δεύτερο ήμισυ του 12ου αιώνα, απ’ τον κλήρο. Ο Έλληνας κοινωνιολόγος και σχολιαστής του Νομοκανόνα (που κακώς αποδίδεται στον Φώτιο), Πατριάρχης Αντιόχειας Θεόδωρος Βαλσαμώνας, που έζησε την εποχή του τελευταίου Κομνηνού και του πρώτου Αγγέλου, γράφει τα εξής: «Ως οι βασιλείς κι οι Πατριάρχες μεγαλύνονται μεν και με διδασκαλικά αξιώματα δια την του αγίου χρίσματος δύναμιν. Εντεύθεν γαρ οι πιστοί δεσπότες και αυτοκράτορες κατηχητικά μιλούν στον χριστεπώνυμο λαό και θυμιάζουν ως ιερείς». Η δόξα τους είναι όμοια με αυτήν του ηλίου, επειδή με τη λαμπρότητα της ορθοδοξίας τους φωτίζουν τον κόσμο από τη μια άκρη ως την άλλη. Η δύναμη και η δράση των αυτοκρατόρων επεκτείνεται στο σώμα και στη ψυχή (των ανθρώπων), ενώ η δύναμη και η δράση του Πατριάρχη περιορίζεται μόνο στην ψυχή. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι: «ο αυτοκράτορας δεν υπόκειται ούτε στους Νόμους ούτε στους Κανόνες».
Η εκκλησιαστική ζωή, την εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων, έδινε τη δυνατότητα στους αυτοκράτορες να ασκούν σε μεγάλη έκταση τις καιροσκοπικές τους ιδέες: αφενός μεν οι πολυάριθμες «αιρέσεις» και τα «εσφαλμένα δόγματα» τάραζαν τα πνεύματα των ανθρώπων, αφετέρου οι απειλές των Τούρκων και των Πατσινάκων, καθώς και οι νέες σχέσεις (λόγω των Σταυροφοριών) Ανατολής και Δύσης άρχισαν να απειλούν την υπόσταση του Βυζαντίου ως ανεξάρτητου κράτους και ανάγκασαν τους αυτοκράτορες να αντιμετωπίζουν σοβαρά το πρόβλημα της ένωσης με την Καθολική Εκκλησία, η οποία μέσω του Πάπα θα μπορούσε να εμποδίσει τον πολιτικό κίνδυνο που αντιμετώπιζε η Ανατολή από τη Δύση.
Σχετικά με τη θρησκεία, οι δύο πρώτοι Κομνηνοί υπήρξαν γενικά υπερασπιστές της Ανατολικής Ορθόδοξης πίστης και εκκλησίας, αν και, υπό την πίεση των πολιτικών γεγονότων, έκαναν μερικές παραχωρήσεις υπέρ της Καθολικής εκκλησίας.
Η κόρη του Αλέξιου Κομνηνού, κάτω από την επιρροή της δράσης του πατέρα της, τον αποκαλεί, ασφαλώς με υπερβολή, στην «Αλεξιάδα», «δέκατο τρίτο απόστολο». Αν και ο τίτλος αυτός ανήκει στον Μεγάλο Κωνσταντίνο, ο Αλέξιος Κομνηνός πρέπει «να τοποθετηθεί κοντά στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ή, αν υπάρχει αντίρρηση, μετά τον Κωνσταντίνο». Ο τρίτος Κομνηνός, Μανουήλ, ζημίωσε πολύ τα συμφέροντα της Ανατολικής Εκκλησίας για χάρη της απατηλής δυτικής πολιτικής του.
Στην εσωτερική εκκλησιαστική ζωή της αυτοκρατορίας, η κύρια προσοχή των αυτοκρατόρων στράφηκε στον αγώνα κατά των δογματικών σφαλμάτων και των αιρετικών κινήσεων της εποχής τους. Μια έκφανση όμως της ζωής της εκκλησίας, δηλαδή η εκτεταμένη αύξηση της ιδιοκτησίας της εκκλησίας και των μοναστηριών, ανησυχούσε τους αυτοκράτορες, που κατά καιρούς έπαιρναν μερικά περιοριστικά μέτρα.
Για να εξασφαλίσει χρήματα για την άμυνα του κράτους και την αποζημίωση των υποστηρικτών του, ο Αλέξιος κατάσχεσε μερικά μοναστηριακά κτήματα και έκανε χρήματα από αρκετά εκκλησιαστικά σκεύη. Για να μετριάσει τη δυσαρέσκεια που προκάλεσε το μέτρο αυτό, επέστρεψε στις εκκλησίες ένα ποσό που αντιπροσώπευε την αξία των σκευών, ενώ συγχρόνως προέβη σε μια αυτοκριτική για την πράξη του, την οποία καταδικάζει σε μια από τις «Νεαρές» του. Ο Μανουήλ αποκατέστησε τη «Νεαρά» του Νικηφόρου Φωκά που ακυρώθηκε (964) και περιόρισε και πάλι την επέκταση της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας. Αργότερα όμως αναγκάστηκε όσο μπορούσε να μετριάσει, με άλλες «Νεαρές», τις συνέπειες αυτού του Διατάγματος.
Η αταξία και η ηθική παρακμή του κλήρου ανησυχούσε και τον Αλέξιο Κομνηνό, ο οποίος σε μια από τις «Νεαρές» του αναφέρει ότι «η χριστιανική πίστη κινδυνεύει, επειδή ο κλήρος χειροτερεύει κάθε μέρα». Ο Αλέξιος στη συνέχεια έκανε μερικά σχέδια για την εφαρμογή ορισμένων μέτρων που θα εξύψωναν το ηθικό επίπεδο του κλήρου με την προσαρμογή της ζωής του στους κανόνες της εκκλησίας, με τη μόρφωσή του, με την ανάπτυξη της πνευματικής δράσης κλπ. Δυστυχώς όμως, λόγω της γενικής κατάστασης της εποχής αυτής, ο αυτοκράτορας δεν μπόρεσε να συνεχίσει πάντοτε την καλή αρχή που έκανε.
Αν και μερικές φορές οι Κομνηνοί είχαν κηρυχθεί κατά της επέκτασης της εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας, υπήρξαν συχνά ιδρυτές και προστάτες μοναστηριών.
Την εποχή του Αλέξιου, ο Άθως ανακηρύχθηκε από τον αυτοκράτορα για πάντα ελεύθερος από φόρους ή άλλες ενοχλήσεις: «Οι κρατικοί υπάλληλοι δεν είχαν καμιά σχέση με το Άγιο Όρος» (Uspensky). Όπως και πριν, ο Άθως δεν εξαρτιόταν από κανέναν Επίσκοπο. Ο Πρώτος, δηλαδή ο πρόεδρος του συμβουλίου των ηγουμένων των μοναστηριών του Άθω, οριζόταν από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, από τον οποίον εξαρτιόταν άμεσα ο Άθως. Την εποχή του Μανουήλ, οι Ρώσοι που ζούσαν στον Άθω, κατέχοντας εκεί ένα μικρό μοναστήρι, απέκτησαν τη μονή του Αγίου Παντελεήμονα, η οποία είναι και σήμερα ακόμα πολύ γνωστή.
Ο Αλέξιος Κομνηνός υποστήριξε επίσης τον Χριστόδουλο να ιδρύσει στην Πάτμο, όπου ο απόστολος Ιωάννης έγραψε την Αποκάλυψη, ένα μοναστήρι στο όνομα του αποστόλου, το οποίο διασώζεται μέχρι σήμερα. Το σχετικό με την υπόθεση αυτή χρυσόβουλο, αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας δίνει στον Χριστόδουλο την Πάτμο ως ιδιοκτησία του, απαλλαγμένη από κάθε φόρο, ενώ συγχρόνως απαγορεύει στους κρατικούς υπαλλήλους να εμφανίζονται στο νησί. Για τη ζωή του μοναστηριού καθιερώθηκαν οι πιο αυστηροί κανόνες και όπως παρατηρεί ο Chalandon, «η Πάτμος έγινε μια μικρή και σχεδόν ανεξάρτητη Δημοκρατία, όπου μόνο οι μοναχοί μπορούσαν να ζουν».
Οι επιδρομές των Σελτζούκων κατά των νησιών του Αρχιπελάγους ανάγκασαν τον Χριστόδουλο και τους μοναχούς να εγκαταλείψουν την Πάτμο και να καταφύγουν στην Εύβοια, όπου ο Χριστόδουλος πέθανε στα τέλη του 11ου αιώνα. Οι μεταρρυθμίσεις του δεν επικράτησαν και η προσπάθειά του στην Πάτμο απέτυχε πλήρως.
Ο Ιωάννης Κομνηνός έκτισε στην Κωνσταντινούπολη τη Μονή του Παντοκράτορα και δημιούργησε εκεί ένα καλά οργανωμένο Νοσοκομείο για τους φτωχούς, με 50 κρεβάτια. Ο εσωτερικός κανονισμός του Νοσοκομείου περιγράφεται λεπτομερώς στο σχετικό «Τυπικό» που εξέδωσε ο αυτοκράτορας και που αποτελεί ίσως το πιο ζωντανό παράδειγμα «που έχει διασώσει η ιστορία, σε σχέση με τις ανθρωπιστικές ιδέες της κοινωνίας του Βυζαντίου» (Uspensky).
Η πνευματική ζωή της εποχής των Κομνηνών διακρίνεται για την έντονη δράση της. Μερικοί ιστορικοί ονομάζουν την περίοδο αυτή «εποχή της ελληνικής αναγέννησης» και είναι καρπός της εργασίας εκλεκτών ανθρώπων, όπως ο Μιχαήλ Ψελλός. Η πνευματική αναζωογόνηση εκδηλώθηκε την εποχή των Κομνηνών, με διάφορους τρόπους, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας διαφόρων αιρετικών δογμάτων και δογματικών πλανών, με τα οποία οι αυτοκράτορες, σαν προστάτες της Ορθόδοξης πίστης, θα έρχονταν σε αντίθεση. Το γεγονός αυτό διαπιστώνεται από το «Συνοδικό», δηλαδή τον πίνακα των αιρετικών ονομάτων και των αντι-εκκλησιαστικών δογμάτων, που διαβάζεται ακόμα κάθε χρόνο τη πρώτη εβδομάδα της Τεσσαρακοστής, στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Πολλά ονόματα και δόγματα που περιέχονται στο «Συνοδικό» προέρχονται από την εποχή του Αλέξιου και του Μανουήλ Κομνηνού.

ΠΑΥΛΙΚΙΑΝΟΙ ΚΑΙ ΒΟΓΟΜΙΛΟΙ
Οι δραστηριότητες του Αλέξιου στράφηκε κυρίως εναντίον των Παυλικιανών και των Βογομίλων, που είχαν εγκατασταθεί για αρκετό διάστημα στα Βαλκάνια και κυρίως στην περιοχή της Φιλιππούπολης. Ούτε όμως ο διωγμός, ούτε οι ταραχές, ούτε το κάψιμο του αρχηγού των Βογομίλων μοναχού Βασιλείου, μπορούσαν να ξεριζώσουν τα δόγματά τους, τα οποία, παρά τη μικρή τους διάδοση στο Βυζάντιο, δεν έπαυαν να υπάρχουν. Τότε ο Αλέξιος κατέφυγε στο μοναχό Ευθύμιο Ζιγαβηνό, έναν ικανό και πολύ μορφωμένο άνθρωπο που είχε σχολιάσει τα βιβλία της Καινής Διαθήκης και τις επιστολές του αποστόλου Παύλου και του ζήτησε να εκθέσει όλα τα δόγματα των αιρέσεων που υπήρχαν και κυρίως το δόγμα των Βογομίλων και να τα ανασκευάσει με βάση τους Πατέρες της Εκκλησίας. Σύμφωνα με την επιθυμία του αυτοκράτορα, ο Ζιγαβηνός έγραψε τη «Δογματική Πανοπλία», που περιέχει όλες τις επιστημονικές αποδείξεις και προορίζεται για την ανασκευή όλων των επιχειρημάτων των αιρετικών, και τη χρησιμοποίησή της ως εγχειριδίου στον αγώνα κατά των δογματικών πλανών. Παρόλα αυτά όμως, την εποχή του Μανουήλ παρουσιάστηκε η περίπτωση του μοναχού Νίφωνα, που δίδασκε το δόγμα των Βογομίλων.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΤΑΛΟΣ
Ανάμεσα στα άλλα γεγονότα της πνευματικής ζωής του Βυζαντίου της εποχής του Αλέξιου Κομνηνού συγκαταλέγεται κι η περίπτωση του φιλόσοφου Ιωάννη Ιταλού, μαθητή του Μιχαήλ Ψελλού, που κατηγορήθηκε ότι δίδασκε «στους ακροατές του τις διεστραμμένες θεωρίες και τα αιρετικά δόγματα που είχαν καταδικαστεί από την Εκκλησία και που ήταν αντίθετα με τις Γραφές και την παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας» (Uspensky).
Το επίσημο έγγραφο της καταδίκης του Ιωάννη Ιταλού δημοσιεύτηκε κι εξηγήθηκε απ’ το Ρώσο Uspensky, που παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα σελίδα της πνευματικής ζωής της εποχής του πρώτου Κομνηνού. Στη Σύνοδο που εξέτασε την περίπτωση του Ιταλού, κρίθηκε όχι μόνο αιρετικός, που δίδασκε ένα επικίνδυνο δόγμα για την Εκκλησία, αλλά και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου που δίδασκε ώριμα άτομα, επηρεασμένος από τις ιδέες του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα και άλλων φιλοσόφων. Μερικοί από τους μαθητές του κλήθηκαν στη δίκη του Ιταλού, τον οποίον τελικά η Σύνοδος κήρυξε αιρετικό λόγω των αποπλανητικών του ιδεών. Ο Πατριάρχης έγινε οπαδός του δόγματος του Ιταλού, πράγμα που σκανδάλισε τόσο την Εκκλησία όσο και το λαό. Μετά από διαταγή του αυτοκράτορα, καταρτίστηκε ένας πίνακας με τις πλάνες του Ιταλού, ενώ τόσο ο ίδιος όσο και η διδασκαλία του αναθεματίστηκαν.
Επειδή δεν έχουν δημοσιευθεί όλα τα έργα του Ιταλού, δεν μπορούμε να σχηματίσουμε μια συγκεκριμένη γνώμη για τον άνθρωπο και τη διδασκαλία του και γι’ αυτό οι ιστορικοί διαφωνούν για το θέμα αυτό. Ενώ, όπως λέει ο Uspensky, «η ελευθερία της φιλοσοφικής σκέψης περιοριζόταν από την ανώτατη αυθεντία των Γραφών και των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας», ο Ιταλός, σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, «θεωρούσε δυνατή, σε μερικά ζητήματα, την επικράτηση της φιλοσοφίας πάνω στα δόγματα της Εκκλησίας» (Bezobrazev), «ξεχώριζε τον θεολογικό από τον φιλοσοφικό τομέα, και δεχόταν τη δυνατότητα επικράτησης ανεξάρτητων απόψεων στον ένα ή τον άλλο τομέα» (Bryanzev). Τελικά, ο Marr αναφέρεται στη περίπτωση του Ιταλού και θέτει «το πολύ σπουδαίο ερώτημα, αν αυτοί που προκάλεσαν τη δίκη του Ιταλού, βρίσκονταν στο ίδιο με αυτόν πνευματικό επίπεδο, που απαιτούσε τον διαχωρισμό της φιλοσοφίας από τη θεολογία και αν, αφού καταδικάστηκε ο λόγιος επειδή παρεισέδυσε στη θεολογία, απέκτησε την ελευθερία της γνήσιας φιλοσοφικής θεώρησης των πραγμάτων».
Η απάντηση φυσικά είναι αρνητική: την εποχή αυτή μια ελευθερία αυτού του είδους ήταν αδύνατη. Ο Ιταλός όμως δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί μόνο σαν θεολόγος. «Ήταν ένας φιλόσοφος που κατηγορήθηκε, επειδή το φιλοσοφικό του σύστημα δεν ανταποκρινόταν στο δόγμα της Εκκλησίας» (Chalandon) και όπως τονίζει ο πιο σύγχρονος ερευνητής της θρησκευτικής ζωής της εποχής των Κομνηνών (Οικονόμος), ο Ιταλός, όπως φαίνεται καθαρά από όλες τις σχετικές πληροφορίες, ανήκε στη Νεοπλατωνική σχολή.
Όλη η ασυμφωνία και η διαφορά των απόψεων δείχνει πόσο ενδιαφέρον είναι το πρόβλημα του Ιωάννη Ιταλού για τη πολιτιστική ιστορία του Βυζαντίου, του τέλους του 11ου αιώνα.
Αυτό όμως δεν είναι το παν. Η προσοχή έχει στραφεί και προς τα δόγματα που εμφανίστηκαν, την εποχή του Ιωάννη Ιταλού, στη Δυτική ευρωπαϊκή φιλοσοφία και που μοιάζουν με τα δόγματα του Ιωάννη. Μια τέτοια ομοιότητα υπάρχει στο δόγμα του περίφημου Γάλλου λόγιου και καθηγητή του πρώτου ήμισυ του 12ου αιώνα Αβέλαρδου, του οποίου η αυτοβιογραφία «Historia Calamitatum» διαβάζεται ακόμα με πολύ ενδιαφέρον.
Έχοντας υπόψη το πολύπλοκο και ανεπαρκώς μελετημένο πρόβλημα της αμοιβαίας επιρροής που υπέστησαν την εποχή αυτή η Ανατολή και η Δύση, θα ήταν πολύ πρόχειρη η γνώμη ότι ο δυτικός ευρωπαϊκός σχολαστικισμός εξαρτιόταν από αυτόν του Βυζαντίου. Πάντως μπορεί να λεχθεί ότι «ο κύκλος των ιδεών μέσα στον οποίο κινείτο η ευρωπαϊκή, από τον ενδέκατο μέχρι το δέκατο τρίτο αιώνα υπήρξε όμοιος με εκείνον που βρίσκουμε στο Βυζάντιο» (Uspensky).

Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Σε σχέση με τις εξωτερικές εκκλησιαστικές υποθέσεις η εποχή των πρώτων Κομνηνών ήταν μια περίοδος δραστήριων επαφών με τους Πάπες και τη Δυτική Εκκλησία. Κύρια αιτία αυτών των σχέσεων, όπως φαίνεται από την έκκληση του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ' προς τον Πάπα Γρηγόριο Ζ', ήταν ο κίνδυνος από την πλευρά των Τούρκων και των Πατσινάκων που απειλούσε το Βυζάντιο. Ο κίνδυνος αυτός ανάγκασε τους αυτοκράτορες να ζητήσουν βοήθεια από τη Δύση, και σαν αντάλλαγμα πρόσφεραν ακόμα και την ένωση των Εκκλησιών. Συνεπώς, η τάση των Κομνηνών να πετύχουν την ένωση με τη Ρωμαϊκή Εκκλησία εξηγείται με βάση καθαρά πολιτικά αίτια.
Στη διάρκεια των πιο κρίσιμων ετών ο Αλέξιος Κομνηνός εκδήλωσε τις συμβιβαστικές του διαθέσεις στον Πάπα Ουρβανό Β' κι υποσχέθηκε να συγκαλέσει στην πρωτεύουσα μια Σύνοδο που θα συζητούσε το ζήτημα με τα άζυμα καθώς και άλλα θέματα που χώριζαν τις δύο εκκλησίες. Το 1089 έγινε στη Κωνσταντινούπολη μια Σύνοδος των Ελλήνων Επισκόπων με πρόεδρο τον Αλέξιο Α', όπου συζητήθηκε η πρόταση του Ουρβανού Β' για την επαναφορά του ονόματός του στα δίπτυχα και τη μνημόνευσή του στη διάρκεια των ακολουθιών. Η πρόταση αυτή του Πάπα, υπό την πίεση του αυτοκράτορα, έγινε δεκτή. Στην εποχή αυτή ανήκει ίσως το σχετικό με τις πλάνες των Λατίνων έργο του Αρχιεπισκόπου της Βουλγαρίας Θεοφύλακτου, στο οποίο ο Vasilievsky διαβλέπει «σημεία των καιρών».
Το κύριο θέμα του έργου του Θεοφύλακτου είναι πολύ σπουδαίο. Ο συγγραφέας δε δέχεται τη γενική άποψη περί οριστικού σχίσματος των Εκκλησιών, δε θεωρεί τις πλάνες των Λατίνων και τόσο πολλές που να δικαιολογούν ένα αναπόφευκτο σχίσμα και εκδηλώνεται κατά της θεολογικής αδιαλλαξίας και υπεροψίας που επικρατούσε ανάμεσα στους μορφωμένους της εποχής του. Με μια λέξη ο Θεοφύλακτος ήταν, σε πολλά σημεία, έτοιμος για υποχωρήσεις. Στο ζήτημα όμως του Συμβόλου της Πίστης δε χωρούσε συμβιβασμούς. Δηλαδή, η υιοθέτηση του filioque από τη μεριά της Ανατολής ήταν αδύνατη.
Η κρίσιμη όμως κατάσταση της αυτοκρατορίας, καθώς και μερικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε στη Ρώμη ο Πάπας Ουρβανός Β', εμπόδισαν τη σύγκλιση αυτής της Συνόδου. Η Α' Σταυροφορία, που έλαβε χώρα λίγα χρόνια αργότερα, καθώς και η εχθρότητα και η δυσπιστία που δημιουργήθηκε μεταξύ των Βυζαντινών και των Σταυροφόρων, δεν συντελούσαν στην αμοιβαία κατανόηση των Εκκλησιών. Την εποχή του Ιωάννη Κομνηνού έγιναν συνεννοήσεις για την ένωση των Εκκλησιών μεταξύ του αυτοκράτορα και των Παπών Καλίξτου Β' και Ονώριου Β' και διασώθηκαν δυο επιστολές που στάλθηκαν από τον Ιωάννη προς τους Πάπες αυτούς. Απεσταλμένοι του Πάπα έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη με πλήρη εξουσιοδότηση για τη διαχείριση του ζητήματος, αλλά δεν κατόρθωσαν τίποτα το θετικό. Συγχρόνως, μερικοί μορφωμένοι Λατίνοι, από τη Δύση, πήραν μέρος σε διάφορες θεολογικές συζητήσεις στην Κωνσταντινούπολη. Ο Γερμανός Άνσελμος, Επίσκοπος Havelberg, έδωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή της συζήτησης που έγινε μπροστά στον Ιωάννη Κομνηνό, το 1136, στην οποία παρευρίσκονταν αρκετοί Λατίνοι, ανάμεσα στους οποίους διακρίνονταν τρεις σοφοί άνθρωποι που χειρίζονταν καλά και τις δυο γλώσσες, ο Ιάκωβος από τη Βενετία, ο Βουργούνδιος από την Πίζα και ο Μωυσής από την Ιταλία. Ο τελευταίος που διακρινόταν από τους άλλους για τη γνώση τόσο της λατινικής όσο και της ελληνικής φιλολογίας, εκλέχτηκε από όλους ως διερμηνέας και των δύο πλευρών.
Οι σχέσεις με τη Δυτική Εκκλησία έγιναν πιο έντονες την εποχή του λατινόφιλου διαδόχου του Ιωάννη, Μανουήλ Α', ο οποίος, αποβλέποντας στην αποκατάσταση μιας ενιαίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και έχοντας την πεποίθηση ότι μόνο από τη Ρώμη θα μπορούσε να λάβει το αυτοκρατορικό στέμμα, πρόσφερε στον Πάπα την ένωση. Είναι λοιπόν φανερό, ότι τα αίτια των συνεννοήσεων σχετικά με την ένωση ήταν καθαρά πολιτικά. Όπως σωστά παρατηρεί ο Γερμανός ιστορικός Norden «οι Κομνηνοί έλπιζαν, με τη βοήθεια του Πάπα, να επιβληθούν στη Δύση και στη συνέχεια επί του ίδιου του Πάπα, ενώ οι Πάπες οραματίζονταν την κυριαρχία επί της Εκκλησίας του Βυζαντίου, με την υποστήριξη των Κομνηνών, και στη συνέχεια επί της Βυζαντινής αυτοκρατορίας».
Μετά τη Β' Σταυροφορία ο Μανουήλ επικοινώνησε με αρκετούς Πάπες, οι οποίοι μερικές φορές ήταν διατεθειμένοι να έρθουν σε φιλική επαφή με τον αυτοκράτορα. Κυρίως φιλικές διαθέσεις εκδήλωσε ο Πάπας Αδριανός Δ', ο οποίος βρισκόταν σε διάσταση με τον βασιλιά της Σικελίας, ενώ είχε θυμώσει και με τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Βαρβαρόσα, που μόλις είχε στεφθεί. Στο μήνυμα που είχε στείλει στον αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης Βασίλειο, ο Αδριανός Δ' εκφράζει την επιθυμία του να προσφέρει τη βοήθειά του για την ένωση όλων των Χριστιανών, συγκρίνοντας την Ανατολική Εκκλησία με τη «χαμένη δραχμή», το περιπλανώμενο πρόβατο και το νεκρό Λάζαρο.
Λίγο καιρό αργότερα, ο Μανουήλ υποσχέθηκε επίσημα στον Πάπα Αλέξανδρο Γ', μέσω των απεσταλμένων του, την ένωση των Εκκλησιών, με την προϋπόθεση να του επιστρέψει ο Πάπας το στέμμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που βρισκόταν τότε παράνομα στα χέρια του Γερμανού Βασιλιά Φρειδερίκου. Σε περίπτωση που ο Πάπας είχε ανάγκη από χρήματα ή στρατιωτικές ενισχύσεις, ο Μανουήλ υποσχόταν άφθονη τη βοήθειά του. Ο Αλέξανδρος όμως, του οποίου η κατάσταση είχε κάπως καλυτερεύσει, αρνήθηκε την προσφορά αυτή.
Ο αυτοκράτορας συγκάλεσε μια Σύνοδο στη πρωτεύουσα με σκοπό τον τερματισμό των διαφόρων αιτιών της δυσαρέσκειας που υπήρχε μεταξύ των Λατίνων και των Βυζαντινών και την εύρεση τρόπου ένωσης των Εκκλησιών. Ο Μανουήλ έκανε τα πάντα για να οδηγήσει τον Πατριάρχη σε συμβιβασμούς. Μια συζήτηση, που έγινε στη Σύνοδο ανάμεσα στον Μανουήλ και τον Πατριάρχη, αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο, που βοηθάει για τον χαρακτηρισμό των απόψεων των δύο κύριων παραγόντων της Συνόδου. Στη συζήτηση αυτή, ο Πατριάρχης λέει ότι ο Πάπας «αναδίδει ασέβεια» και ότι προτιμά τον ζυγό των «Αγαρηνών» (δηλαδή των Μουσουλμάνων) από αυτόν των Λατίνων. Η άποψη αυτή του Πατριάρχη, που εκπροσωπούσε τα αισθήματα του λαού και της Εκκλησίας της εποχής αυτής, θα επαναλαμβανόταν πολλές φορές στο μέλλον, όπως έγινε, για παράδειγμα, τον 15ο αιώνα, την εποχή δηλαδή της πτώσης του Βυζαντίου. Ο Μανουήλ αναγκάστηκε να υποχωρήσει κι εκδήλωσε ότι θα απέφευγε τους Λατίνους, όπως αποφεύγει κανείς το δηλητήριο του φιδιού. Όλες οι συζητήσεις της Συνόδου, όχι μόνο δεν πέτυχαν καμιά συμφωνία, αλλά και κατέληξαν στην απόφαση της οριστικής διακοπής κάθε σχέσης με τον Πάπα και τους οπαδούς του.
Έτσι ο Μανουήλ απέτυχε τελείως, τόσο στην εξωτερική όσο και την εκκλησιαστική πολιτική του. Ως αιτία της αποτυχίας μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι η πολιτική του αυτοκράτορα, και στους δυο τομείς, υπήρξε ατομική πολιτική που δεν είχε καμιά σταθερή βάση στην κοινή γνώμη. Η αποκατάσταση της μιας αυτοκρατορίας από καιρό ήταν αδύνατη, ενώ οι ενωτικές τάσεις του Μανουήλ δεν έβρισκαν καμιά ανταπόκριση στις μάζες του πληθυσμού του Βυζαντίου.
Τα τελευταία 5 χρόνια της βασιλείας των Κομνηνών (1180-1185), και κυρίως την εποχή του Ανδρόνικου Α', οι εκκλησιαστικές υποθέσεις απορροφήθηκαν από την πολύπλοκη εξωτερική και εσωτερική κατάσταση της αυτοκρατορίας. Ο Ανδρόνικος, που ήταν αντίθετος με τις λατινικές συμπάθειες των προκατόχων του, δε μπορούσε φυσικά να είναι οπαδός της ένωσης με τη Δυτική Εκκλησία. Στις εκκλησιαστικές υποθέσεις συμπεριφερόταν με τραχύτητα στον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης και δεν επέτρεπε φιλονικίες σχετικές με ζητήματα πίστης. «Ένας διάλογος κατά των Ιουδαίων» που συχνά αποδίδεται στον Ανδρόνικο, ανήκει σε μεταγενέστερη εποχή.
Η εποχή των Αγγέλων, που πολιτικά υπήρξε ταραχώδης, ήταν εξίσου ανώμαλη σε σχέση και με την εκκλησιαστική ζωή. Οι αυτοκράτορες αυτής της δυναστείας είχαν την εντύπωση ότι ήταν κύριοι της κατάστασης, ο δε Ισαάκιος Άγγελος εκθρόνιζε τους Πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης τον ένα μετά τον άλλο.
Την εποχή των Αγγέλων, ξέσπασε η διαμάχη σχετικά με τη Θεία Ευχαριστία, στην οποία έλαβε μέρος ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Ο ιστορικός της εποχής αυτής, Νικήτας Χωνιάτης, λέει ότι το ερώτημα που τίθετο ήταν «εάν το σώμα του Κυρίου, του οποίου μετέχουμε, είναι άφθαρτο όπως έγινε με τα πάθη και την Ανάστασή Του ή φθαρτό, όπως ήταν προ των παθών». Με άλλα λόγια, θέμα της διαμάχης αυτής ήταν το «κατά πόσο η Θεία Ευχαριστία, της οποίας μετέχουμε, είναι αντικείμενο των κοινών φυσιολογικών εξελίξεων, στις οποίες υπάγεται κάθε τροφή που παίρνει ο άνθρωπος». Ο Αλέξιος Άγγελος υποστήριζε το δόγμα της «αφθαρσίας» της Θείας Ευχαριστίας.
Μια τέτοια διαμάχη, στα τέλη του 12ου αιώνα, μπορεί να εξηγηθεί λόγω των επιρροών της Δύσης, που ήταν πολύ έντονες στη χριστιανική Ανατολή, την εποχή των Σταυροφοριών. Όπως είναι γνωστό, τέτοιες διαμάχες είχαν αρχίσει στη Δύση πριν από πολύ καιρό. Από τον 9ο ακόμα αιώνα υπήρχαν άνθρωποι που δίδασκαν ότι η Θεία Ευχαριστία υπόκειται στις ίδιες μεταβολές με την κοινή τροφή.
Όσον αφορά τις σχέσεις των Αγγέλων και του Πάπα, ο τελευταίος οδηγείτο από πολιτικά ελατήρια, θέλοντας φυσικά να αναγκάσει την Ανατολική Εκκλησία να δεχθεί την ένωση.
Το σχέδιο του Πάπα όμως απέτυχε, ενώ η πολύπλοκη διεθνής κατάσταση (κυρίως λίγο πριν από την Δ' Σταυροφορία) πρόβαλε τον βασιλιά της Γερμανίας, που φαινόταν ότι θα έπαιζε σπουδαίο ρόλο στη λύση του βυζαντινού προβλήματος. Επειδή ο βασιλιάς της Γερμανίας ήταν ο πιο επικίνδυνος εχθρός του Παπισμού, ο Πάπας, για να τον εμποδίσει να κατακτήσει το Βυζάντιο, προσπάθησε με όλα τα μέσα που διέθετε, να υποστηρίξει τον «σχισματικό» αυτοκράτορα της Ανατολής, έστω και αν ήταν ένας σφετεριστής του θρόνου, όπως ο Αλέξιος Γ'. Ο Ιννοκέντιος Γ' βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση, κατά την Δ' Σταυροφορία, όταν, ενώ αρχικά αντέδρασε έντονα στην παρέκκλιση της Σταυροφορίας, σιγά-σιγά αναγκάστηκε να αλλάξει σκέψη και να δηλώσει ότι ο Θεός ήταν σύμφωνος με τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, που ήταν πρωτοφανής σχεδόν για τον βαρβαρισμό της.
Γενικά, η θρησκευτική ζωή της εποχής των Κομνηνών και των Αγγέλων, διάρκειας 123 ετών (1081-1204), χαρακτηρίζεται από εξαιρετική ένταση και ζωηρότητα, στις εξωτερικές σχέσεις, και από περίπλοκες και αντίθετες εσωτερικές κινήσεις. Χωρίς αμφιβολία, σε σχέση με τα θρησκευτικά προβλήματα, η εποχή αυτή είναι πολύ σπουδαία και με ζωτικό ενδιαφέρον.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Γενικά, μπορεί να πει κανείς, ότι τόσο η εσωτερική κατάσταση του Βυζαντίου, όσο και το διοικητικό του σύστημα λίγο άλλαξαν τον 12ο αιώνα.
Ενώ η ιστορία της Ανατολικής Εκκλησίας, υπό τους Κομνηνούς και τους Αγγέλους, έχει λίγο-πολύ ερευνηθεί πλήρως, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά όσον αφορά την εσωτερική, κοινωνική κι οικονομική ζωή. Εκτός από το ότι η εσωτερική ιστορία του Βυζαντίου έχει γενικά ερευνηθεί ανεπαρκώς, υπάρχει και έλλειψη προσεκτικής μελέτης της περιόδου που αρχίζει με την εποχή των Κομνηνών. Ακόμα και τώρα οι ιστορίες προσφέρουν συνήθως, σχετικά με το θέμα αυτό, σύντομα κεφάλαια που στηρίζονται μερικές φορές σε γενικές μελέτες, σε τυχαίες παρατηρήσεις ή το πολύ σε μικρά άρθρα, που αναφέρονται σε διάφορα προβλήματα κι έτσι τουλάχιστον, προς το παρόν, δεν υπάρχει επαρκής κατανόηση της εσωτερικής ιστορίας αυτής της εποχής. Ο πιο σίγουρος ερευνητής αυτής της περιόδου, ο Γάλλος ιστορικός Chalandon, πέθανε πριν μπορέσει να δημοσιεύσει τη συνέχεια του βιβλίου του, στην οποία θα συζητιόταν πλήρως το πρόβλημα της εσωτερικής ζωής του Βυζαντίου κατά τον 12ο αιώνα.
Ένας εκπρόσωπος των μεγαλοκτηματιών ευγενών της Μικράς Ασίας, ο Αλέξιος Κομνηνός, έγινε αυτοκράτορας ενός κράτους, του οποίου το οικονομικό σύστημα ήταν τελείως ανοργάνωτο λόγω τόσο των πολλών στρατιωτικών επιχειρήσεων όσο και των εσωτερικών ανωμαλιών της προηγούμενης περιόδου. Παρά την άσχημη οικονομική κατάσταση του κράτους, ο Αλέξιος, στις αρχές κυρίως της βασιλείας του, έπρεπε να ανταμείψει αυτούς που τον βοήθησαν να ανέβη στο θρόνο και να προσφέρει στα μέλη της οικογένειάς του πλούσια δώρα. Οι τρομεροί πόλεμοι με τους Τούρκους, τους Πατσινάκους και τους Νορμανδούς και τα γεγονότα σχετικά με την Α' Σταυροφορία, απαιτούσαν τεράστια έξοδα. Τα κτήματα των μοναστηριών και των μεγαλο-γαιοκτημόνων, χρησίμευσαν για να πλουτίσει το θησαυροφυλάκιο.

ΟΙ ΧΑΡΙΣΤΙΚΑΡΙΟΙ
Όπως μπορεί κανείς να συμπεράνει από τις διάφορες πληροφορίες των πηγών, ο Αλέξιος δε δίσταζε να κατάσχει την ιδιοκτησία των μεγαλοκτηματιών. Ακόμα και σε περίπτωση πολιτικών συνωμοσιών, ως κύρια τιμωρία εφαρμοζόταν η κατάσχεση της ιδιοκτησίας των συνωμοτών. Τα μοναστήρια που είχαν δοθεί ως ισόβια δωρεά στους «χαριστικάριους», υπόκειντο στην ίδια δήμευση.
Το σύστημα των «χαριστικίων» δεν αποτελεί εφεύρεση των Κομνηνών, αλλά λόγω των οικονομικών τους δυσκολιών, οι Κομνηνοί κατέφευγαν σ’ αυτό πολύ πιο συχνά από κάθε άλλον. Το σύστημα αυτό έχει σχέση με την «κοσμικοποίηση» των μοναστηριακών κτημάτων, από τους Εικονομάχους αυτοκράτορες, καθώς και με μερικά φαινόμενα της κοινωνικής ζωής μιας ακόμα προηγούμενης εποχής. Τον 10ο και τον 11ο αιώνα, το σύστημα των «χαριστικίων» εφαρμοζόταν ήδη σε μεγάλη έκταση. Τα μοναστήρια δίνονταν τόσο σε κληρικούς όσο και σε λαϊκούς, ακόμα και σε γυναίκες και μερικές φορές συνέβαινε να δίνονται ανδρικά μοναστήρια σε γυναίκες και γυναικεία μοναστήρια σε άνδρες. Ο «χαριστικάριος» έπρεπε να υπερασπίζεται τα συμφέροντα του μοναστηριού που του έδιναν, να το προστατεύει από τις ιδιοτροπίες του διοικητή και των εφοριακών και από την παράνομη φορολογία, καθώς και να ρυθμίζει με ικανότητα την οικονομία του μοναστηριού, κρατώντας για λογαριασμό του το περίσσευμα που έμενε μετά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Στη πραγματικότητα όμως ο «χαριστικάριος» παραμελούσε τα καθήκοντά του και οι μοναστηριακές δωρεές δεν ήταν τίποτε άλλο από μια πηγή κέρδους και εκμετάλλευσης. Γι’ αυτό, η οικονομική κατάσταση των μοναστηριών χειροτέρευε όλο και περισσότερο.
Τα «χαριστίκια» ήταν πολύ επικερδή για εκείνους που τα έπαιρναν και γι’ αυτό οι ανώτεροι υπάλληλοι του Βυζαντίου επιδίωκαν με επιμονή την απόκτησή τους. Η εντολή του Αλέξιου που απέβλεπε στη μετατροπή μερικών εκκλησιαστικών σκευών σε χρήματα ακυρώθηκε αργότερα από τον ίδιο τον αυτοκράτορα.

ΝΕΟ ΝΟΜΙΣΜΑ
Οι κατασχέσεις όμως των κτημάτων δεν έφταναν για να βελτιώσουν τα οικονομικά του κράτους και ο Αλέξιος Κομνηνός κατέφυγε στο χειρότερο, ίσως, οικονομικό του μέτρο, δηλαδή στην αλλοίωση του νομίσματος, πράγμα για το οποίο οι πηγές τον κατηγορούν πολύ. Παράλληλα δηλαδή με τα παλαιά χρυσά νομίσματα, έθεσε σε κυκλοφορία ένα μίγμα από χαλκό και χρυσό ή άργυρο και χρυσό, που ήταν σε χρήση μαζί με το υγιές νόμισμα. Το νέο νόμισμα, σε σύγκριση με το παλαιό, που συνίστατο από 12 αργυρά «μιλιαρίσια», εξισωνόταν με 4 μόνον αργυρά νομίσματα, δηλαδή με το 1/3. Ο Αλέξιος όμως απαιτούσε την πληρωμή των φόρων με παλαιό υγιές νόμισμα, γι’ αυτό όλα αυτά τα μέτρα προκαλούσαν μεγαλύτερες περιπλοκές στα οικονομικά του κράτους, ενώ συγχρόνως ερέθιζαν το λαό.
Η κρίσιμη εξωτερική κατάσταση και η πλήρης σχεδόν οικονομική χρεωκοπία της χώρας, παρά τα μέτρα που πάρθηκαν, ανάγκασαν την κυβέρνηση να εισπράξει τους φόρους με εξαιρετική αυστηρότητα και επειδή πολλές ιδιοκτησίες, κοσμικές κι εκκλησιαστικές, είχαν απαλλαγή από τους φόρους, όλο το βάρος της φορολογίας έπεφτε στις κατώτερες τάξεις που είχαν τελείως εξαντληθεί από το αφόρητο βάρος των απαιτήσεων του κράτους. Οι εισπράκτορες των φόρων, που χαρακτηρίζονται από ένα συγγραφέα του 11ο και των αρχών του 12ου αιώνα (Αρχιεπίσκοπο της Βουλγαρίας Θεοφύλακτο) «κλέφτες μάλλον παρά εισπράκτορες» που παράβλεπαν θείους και ανθρώπινους νόμους κι έτρεχαν άγριοι, εδώ και εκεί, ανάμεσα στο λαό.
Η προσεκτική διοίκηση του Ιωάννη Κομνηνού αύξησε τα οικονομικά του κράτους, κατά κάποιο τρόπο, παρά τους συνεχείς σχεδόν πολέμους. Η διοίκηση όμως του διαδόχου του Μανουήλ ξανάφερε το κράτος σε κατάσταση χρεωκοπίας. Την εποχή αυτή παρατηρήθηκε μια ελάττωση τόσο του πληθυσμού, όσο και της δυνατότητας του λαού να πληρώσει τους φόρους του. Ερημώθηκαν κάποιες περιοχές της Μ. Ασίας, λόγω των εισβολών των Μουσουλμάνων κι ένα τμήμα του πληθυσμού τους αιχμαλωτίστηκε, ενώ ένα άλλο τμήμα διέφυγε προς τις παράλιες πόλεις. Οι έρημες περιοχές φυσικά δεν μπορούσαν να πληρώνουν φόρους. Παρόμοια κατάσταση επικρατούσε στα Βαλκάνια λόγω των επιθέσεων των Ούγγρων, των Σέρβων και των λαών πέρα από τον Δούναβη.
Στο μεταξύ τα έξοδα πολλαπλασιάζονταν. Εκτός από τα έξοδα που διατίθεντο για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, ο Μανουήλ διέθετε τεράστια ποσά για ξένους που έρχονταν στο Βυζάντιο, λόγω των προσπαθειών του αυτοκράτορα προς τους Λατίνους, καθώς και για την πολυτελή εμφάνιση της αυλής του και την ενίσχυση των ευνοουμένων του, ανδρών και γυναικών.
Ο Νικήτας Χωνιάτης δίνει μια εντυπωσιακή εικόνα της γενικής δυσαρέσκειας σαν αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής του Μανουήλ. Οι Έλληνες των Ιόνιων νησιών, μη μπορώντας να υφίστανται το βάρος των φόρων, προτίμησαν την εξουσία των Νορμανδών. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Αλέξιου Κομνηνού, ο Μανουήλ προσπάθησε να βελτιώσει τα οικονομικά του με τη δήμευση των κοσμικών και εκκλησιαστικών κτημάτων και αποκατέστησε την περίφημη Νερά του Νικηφόρου Φωκά (964), που σχετιζόταν με την ιδιοκτησία της Εκκλησίας και των μοναστηριών σε κτήματα.
Μόνο την εποχή του τελευταίου Κομνηνού, Ανδρόνικου Α', του οποίου η βασιλεία χαρακτηρίζεται από αντίδραση κατά της τακτικής του Μανουήλ, βελτιώθηκε η θέση των φορολογούμενων. Ο Ανδρόνικος είναι γνωστό ότι ήρθε στην εξουσία για να προστατεύσει τα εθνικά συμφέροντα και τις κατώτερες τάξεις από τη λατινόφιλη πολιτική του Μανουήλ και την υποστήριξη που ο τελευταίος έδινε στους μεγαλο-γαιοκτήμονες. Οι μεγαλοκτηματίες και οι εισπράκτορες των φόρων υπόκειντο σε αυστηρή λογοδοσία, οι διοικητές των επαρχιών άρχισαν να παίρνουν μεγάλους μισθούς από το κρατικό θησαυροφυλάκιο και το εμπόριο των δημοσίων αξιωμάτων έπαψε να υπάρχει. Ο Νικήτας Χωνιάτης, σύγχρονος του Ανδρόνικου, δίνει μια πολύ ειδυλλιακή εικόνα των συνεπειών της τακτικής του νέου αυτοκράτορα.

ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΞΕΝΩΝ
Οι βυζαντινές πηγές δίνουν μια θλιβερή εικόνα της εσωτερικής ζωής της χώρας (υπό τον Μανουήλ) και φυσικά οι συνθήκες δεν ήταν δυνατόν να αλλάξουν πολύ στη διάρκεια της σύντομης και ταραχώδους βασιλείας του Ανδρόνικου. Ο Ιουδαίος όμως ταξιδιώτης Βενιαμίν, ο οποίος προερχόταν από την Ισπανία και επισκέφτηκε το Βυζάντιο την εποχή του Μανουήλ, δίνει στην περιγραφή του ταξιδιού του μια λαμπρή εικόνα της Κωνσταντινούπολης, που αποτελεί καρπό της προσωπικής του παρατήρησης και των επαφών που είχε. Ο Βενιαμίν αναφέρεται στην πρωτεύουσα και γράφει τα εξής:
«Από κάθε μέρος της αυτοκρατορίας μεταφέρονται εδώ, κάθε χρόνο, φόροι σαν ένδειξη υποτέλειας και φρούρια ολόκληρα γεμίζουν από μεταξωτά ενδύματα, πορφύρες και χρυσάφι. Παρόμοιες αποθήκες και τέτοιος πλούτος δεν είναι δυνατόν να βρεθούν σε κανένα άλλο μέρος, όλου του κόσμου. Έχει λεχθεί ότι ο φόρος που εισρέει στην πόλη φτάνει κάθε χρόνο το ποσό των 20.000 χρυσών νομισμάτων που προέρχονται τόσο από τα καταστήματα και τις αγορές όσο και από τους εμπόρους που έρχονται από την ξηρά ή τη θάλασσα. Οι κάτοικοι είναι πολύ πλούσιοι σε χρυσό και πολύτιμους λίθους και εμφανίζονται ντυμένοι με μεταξωτά ενδύματα και στολισμένοι με χρυσάφι και ιππεύουν τα άλογά τους δίνοντας την εντύπωση ότι είναι πρίγκιπες. Πράγματι, η χώρα είναι πολύ πλούσια σε ρουχισμό, ψωμί, κρέας και κρασί. Πλούτος σαν αυτόν της Κωνσταντινούπολης δεν μπορεί να βρεθεί σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου...».
Σε άλλο σημείο ο ίδιος ταξιδιώτης λέει ότι όλα τα είδη των εμπόρων έρχονται στην Κωνσταντινούπολη από τη Βαβυλώνα, τη Μεσοποταμία, την Περσία, από όλη την Αίγυπτο, την Κανά, την αυτοκρατορία της Ρωσίας, την Ουγγαρία, από τη χώρα των Πατσινάκων, τη χώρα των Χαζάρων και των Λομβαρδών και την Ισπανία. Η πόλη είναι γεμάτη κίνηση, στην οποία οι έμποροι έρχονται από κάθε χώρα, μέσω ξηράς ή θάλασσας. Εκτός από τη Βαγδάτη δεν υπάρχει στον κόσμο άλλη πόλη σαν κι αυτή. Την εποχή του Μανουήλ, επίσης, ένας Άραβας ταξιδιώτης, ο al-Harawyel-Herewy) επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε πολύ καλά δεκτός από τον αυτοκράτορα. Στο βιβλίο του περιγράφει τα πιο σπουδαία μνημεία της πρωτεύουσας και παρατηρεί ότι «η Κωνσταντινούπολη είναι μια πόλη πιο μεγάλη από όσο η φήμη της την παρουσιάζει. Είθε ο Θεός, με τη χάρη Του και τη γενναιοδωρία Του, να καταδεχθεί να την κάνει πρωτεύουσα του Ισλάμ!». Θα μπορούσε ίσως κανείς να συγκρίνει την περιγραφή του Βενιαμίν με μερικούς στίχους του Ιωάννη Τζέτζη, ποιητή της εποχής των Κομνηνών, που αναφέρονται επίσης στη Κωνσταντινούπολη. Παρωδώντας δύο στίχους της Ιλιάδας του Ομήρου (Δ, 437-438) ο Τζέτζης λέει με κάποια πικρία και θυμό ότι «οι άνθρωποι που κατοικούν στην πρωτεύουσα του Κωνσταντίνου, είναι πολύ κλέφτες, δεν ανήκουν σ’ ένα λαό ούτε έχουν κοινή γλώσσα, αποτελούν μίγμα ξένων γλωσσών και είναι κλέφτες, Κρητικοί και Τούρκοι, Αλβανοί, Ρόδιοι και Χιώτες... όλοι τους, αν και είναι κλέφτες και διεστραμμένοι θεωρούνται, στην Κωνσταντινούπολη, ως άγιοι».
Είναι δύσκολο να καθορίσουμε με ακρίβεια τον αριθμό του πληθυσμού της πόλης αυτής της εποχής. Ίσως ο πληθυσμός της έφτανε στα τέλη του 12ου αιώνα, στις 8000.000 ή το 1.000.000.

ΦΕΟΥΔΑΛΙΣΜΟΣ
Λόγω της αύξησης των μεγάλων ιδιοκτησιών, την εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων, οι γαιοκτήμονες κέρδιζαν σταθερά δύναμη αποκτώντας περισσότερη ανεξαρτησία, ενώ ο φεουδαλισμός αναπτυσσόταν γρήγορα στην αυτοκρατορία. Ο Cognasso αναφέρεται στην εποχή των δύο τελευταίων Κομνηνών και του Ισαάκιου Β' Άγγελου και γράφει: «Ο φεουδαλισμός καλύπτει όλη την αυτοκρατορία και ο αυτοκράτορας πρέπει να αγωνιστεί με τους μεγάλους γαιοκτήμονες των επαρχιών, που δε δέχονται πάντοτε να προμηθεύουν στρατό με την ίδια γενναιοδωρία που έδειχναν π.χ. για τον αγώνα κατά των Νορμανδών... Καθώς διασπάστηκε η ισορροπία των παραγόντων που αποτελούσαν το κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο της αυτοκρατορίας, η αριστοκρατία υπερέβη τις άλλες τάξεις και η αυτοκρατορία τελικά περιήλθε στην εξουσία της. Η μοναρχία αποξενώθηκε από τη δύναμη και τον πλούτο της προς χάρη της αριστοκρατίας». Η αυτοκρατορία έσπευδε προς την καταστροφή της.
Στην εποχή του Μανουήλ ανήκει επίσης ένα πολύ ενδιαφέρον χρυσόβουλο που απαγόρευε τη μεταβίβαση σε οποιονδήποτε (πλην των αξιωματούχων) της ακίνητης περιουσίας που δινόταν από τον αυτοκράτορα. Σε περίπτωση που γινόταν μεταβίβαση, παρά την ύπαρξη της απαγορευτικής διάταξης, η ακίνητη περιουσία περιερχόταν στο θησαυροφυλάκιο. Η απαγόρευση αυτή, που στερούσε από τις κατώτερες τάξεις την ευκαιρία να αποκτήσουν χρήματα που προέρχονταν από αυτοκρατορική δωρεά, έκανε την αριστοκρατία κυρίαρχο τεράστιων περιοχών. Το χρυσόβουλο αυτό ακυρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1182 απ’ τον Αλέξιο Β', αλλά αναμφίβολα σχεδιάστηκε υπό την πίεση του παντοδύναμου Ανδρόνικου. Από το 1182 και μετά, τα ακίνητα που προέρχονταν από αυτοκρατορική δωρεά ήταν δυνατόν να μεταβιβαστούν σε οποιονδήποτε, άσχετα από την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκε.
Το χρυσόβουλο του 1182 πρέπει να ερμηνευτεί σε σχέση με τη νέα πολιτική του Ανδρόνικου απέναντι στην αριστοκρατία του Βυζαντίου και στους μεγαλο-γαιοκτήμονες, κατά των οποίων ήταν αναγκασμένος να διεξάγει σκληρό αγώνα. Ο Αλέξιος Β' Κομνηνός που υπέγραψε το Νόμο, υπήρξε απλό όργανο της θέλησης του Ανδρόνικου. Συνεπώς, πρέπει να αμφιβάλουμε για την ορθότητα της γνώμης μερικών ιστορικών που πιστεύουν ότι, εφόσον η απαγόρευση του Μανουήλ κατευθυνόταν κατά των Φράγκων, η ανάκλησή της υπήρξε μια φιλική εκδήλωση έναντι των Φράγκων, που ανταποκρίνεται τελείως στην πολιτική του Αλέξιου Β' Κομνηνού.
Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση του μικρού Αλέξιου Β' και της μητέρας του ήταν λατινόφιλη. Μετά την είσοδο όμως του Ανδρόνικου στην Κωνσταντινούπολη, τα πράγματα άλλαξαν. Η εξουσία περιήλθε στα χέρια του και προς τα τέλη του 1182, η πολιτική του έναντι των Λατίνων, ήταν ήδη φανερά εχθρική.

ΑΜΥΝΑ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟ
Λόγω των συνεχών πολέμων της εποχής των Κομνηνών, ο στρατός στοίχιζε στο κράτος τεράστια χρηματικά ποσά κι οι Κομνηνοί φρόντιζαν για την ανασυγκρότηση κι ενίσχυση του στρατού τους, ο οποίος συνίστατο από πολλούς μισθοφόρους από τις πιο διαφορετικές εθνικότητες, εκτός από τους γηγενείς που προέρχονταν από τα θέματα. Την εποχή των Κομνηνών παρουσιάστηκε στο στρατό ένας νέος παράγοντας, ο αγγλοσαξονικός.
Αιτία της εμφάνισης των Αγγλοσαξόνων στο Βυζάντιο ήταν η κατάκτηση της Αγγλίας από τους Νορμανδούς, από τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή, το 1066, οπότε η καταστροφή που ξέσπασε στην Αγγλία, μετά τη μάχη του Senlac, βόρεια του Hastings, είχε σαν αποτέλεσμα να περιέλθει η χώρα στα χέρια του τρομερού κατακτητή. Κάθε προσπάθεια των Αγγλοσαξόνων να αποτινάξουν το ζυγό είχε σαν αποτέλεσμα άφθονες εκτελέσεις, ενώ πνιγόταν στο αίμα. Πολλοί Αγγλοσάξονες εγκατέλειψαν στην απελπισία τους την πατρίδα τους και στις αρχές της βασιλείας του Αλέξιου Κομνηνού, τον 11ο αιώνα (όπως τονίζει ο Άγγλος ιστορικός Freeman, στην πολύ γνωστή εργασία του που αναφέρεται στην κατάκτηση της Αγγλίας από τους Νορμανδούς), έχουμε ήδη μερικές ενδείξεις για την εγκατάσταση των Αγγλοσαξόνων στη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Ένας δυτικός χρονογράφος στις αρχές του 12ου αιώνα γράφει ότι «οι Άγγλοι, αφού έχασαν την ελευθερία τους, θλίφτηκαν πολύ... Μερικοί από αυτούς, διαθέτοντας τα λαμπρά τους νιάτα, πήγαν σε μακρινές χώρες προσφέροντας με θάρρος τον εαυτό τους στη στρατιωτική υπηρεσία του αυτοκράτορα Αλέξιου».
Αυτή υπήρξε η αρχή της Εταιρείας των Άγγλων Βαράγγων, που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ιστορία του Βυζαντίου του 12ου αιώνα, όπως ακριβώς συνέβη τον 10ο και 11ο αιώνα με τους Ρώσους Βαράγγους. Γενικά, ποτέ προηγουμένως δεν είχαν παρουσιαστεί τόσοι ξένοι μισθοφόροι στο Βυζάντιο, όσοι παρουσιάστηκαν στη διάρκεια της λατινόφιλης βασιλείας του Μανουήλ.
Όσον αφορά το Ναυτικό, οι ναυτικές δυνάμεις, που είχαν οργανωθεί καλά από τον Αλέξιο, φαινόταν να χάνουν βαθμιαία την πολεμική τους δύναμη και υπό τον Μανουήλ βρίσκονταν σε κατάσταση παρακμής. Ο Νικήτας Χωνιάτης, στην ιστορία του, κατηγορεί πολύ τον Μανουήλ για την καταστροφή της ναυτικής δύναμης της αυτοκρατορίας. Επί Κομνηνών τα πλοία των Ενετών, που είχαν συμμαχήσει με την αυτοκρατορία, βοήθησαν πολύ το Βυζάντιο, σε βάρος όμως της οικονομικής του ανεξαρτησίας.
Ο Μανουήλ ανασυγκρότησε κι οχύρωσε μερικά μέρη που βρίσκονταν σε παρακμή. Έτσι οχύρωσε μια πολύ σπουδαία πόλη των νότιων ακτών της Μικράς Ασίας, την Αττάλεια, ενώ συγχρόνως έκτισε οχυρά και κατασκεύασε μια γέφυρα στην Άβυδο, στην είσοδο του Ελλήσποντου, όπου βρισκόταν ένα από τα πιο σημαντικά τελωνεία του Βυζαντίου και όπου είχαν εγκατασταθεί, από την εποχή των Κομνηνών, οι Ενετοί και οι ανταγωνιστές τους, οι Γενοβέζοι και οι κάτοικοι της Πίζας.
Η οργάνωση των επαρχιών υπό τους Κομνηνούς δεν έχει ακόμα ερευνηθεί αρκετά. Είναι γνωστό ότι τον 11ο αιώνα τα θέματα ήταν 38. Η μείωση της έκτασης της αυτοκρατορίας τον 11ο και 12ο αιώνα καθιστά δυνατή τη μείωση των ορίων και του αριθμού των επαρχιών. Σχετικές πληροφορίες με το ζήτημα αυτό μπορεί να πάρει κανείς από τη Νεαρά του Αλέξιου Γ' Αγγέλου, του Νοεμβρίου του 1198, στην οποία συζητούνται τα εμπορικά προνόμια που είχαν δοθεί στους Ενετούς και όπου απαριθμούνται «ονομαστικά όλες οι επαρχίες που βρίσκονται υπό την εξουσία της Ρωμανίας και στις οποίες (οι Ενετοί) μπορούσαν να διεξάγουν τις εμπορικές τους επιχειρήσεις». Ο πίνακας που παρουσιάζει η Νεαρά αυτή και που ως πηγή δεν έχει ακόμα μελετηθεί όσο πρέπει, δίνει μια σχετική ιδέα των μεταβολών που έγιναν στη διαίρεση των επαρχιών της αυτοκρατορίας τον 12ο αιώνα.
Τα περισσότερα από τα παλαιά θέματα διοικούνταν από στρατιωτικούς διοικητές ή στρατηγούς. Αργότερα, κυρίως μετά τη μάχη του Ματζικέρτ, το 1071, και στη συνέχεια τον 12ο αιώνα με την αύξηση του κινδύνου των Τούρκων στη Μικρά Ασία και την αποχώρηση της Βουλγαρίας (1186) η έκταση της αυτοκρατορίας μειώθηκε σημαντικά. Λόγω αυτής της μείωσης, ο πολύ σπουδαίος τίτλος του στρατηγού, που δινόταν στο γενικό διοικητή των θεμάτων, έπαψε να χρησιμοποιείται στα τέλη του 11ου αιώνα. Επί Κομνηνών, ο τίτλος των στρατηγών, επειδή δεν ανταποκρινόταν στη μικρή έκταση των επαρχιών, εξαφανίστηκε τελείως και αντικαταστάθηκε σιγά-σιγά από τον τίτλο του δούκα, που ήδη έφεραν από τον 9ο αιώνα, οι κυβερνήτες μερικών μικρών επαρχιών.
Στον εμπορικό τομέα της αυτοκρατορίας, την εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων, έγινε η εξής σημαντική μεταβολή, σαν συνέχεια των Σταυροφοριών. Η Δύση και η Ανατολή άρχισαν να έχουν άμεσες εμπορικές συναλλαγές και το Βυζάντιο έχασε το ρόλο του μεσάζοντα, πράγμα που ήταν ένα σοβαρό χτύπημα για τη διεθνή οικονομική ισχύ της Ανατολικής αυτοκρατορίας. Εκτός από αυτό, στην ίδια την πρωτεύουσα, όπως και σε μερικά άλλα μέρη, η Βενετία είχε ήδη κερδίσει ισχυρές βάσεις από τις αρχές της βασιλείας του Αλέξιου Κομνηνού. Υπό τον Αλέξιο Κομνηνό οι κάτοικοι της Πίζας απέκτησαν στην Κωνσταντινούπολη πολύ σπουδαία προνόμια. Τους δόθηκε μια «σκάλα» καθώς κι ένα τμήμα της πόλης όπου είχαν τα καταστήματα και τα ιδιόκτητα σπίτια τους. Διατηρούσαν επίσης ιδιαίτερα καθίσματα τόσο στην Αγία Σοφία, για να παρακολουθούν τις λειτουργίες, όσο και στον Ιππόδρομο, για τα δημόσια θεάματα. Στα τέλη της βασιλείας του Ιωάννη Κομνηνού οι Γενοβέζοι ήρθαν για πρώτη φορά σε διαπραγματεύσεις με το Βυζάντιο και είναι βέβαιο ότι τα κύρια αίτια αυτών των διαπραγματεύσεων ήταν εμπορικής φύσης. Η πολιτική του Μανουήλ ήταν πάντα στενά συνδεδεμένη με τα εμπορικά συμφέροντα της Βενετίας, της Πίζας και της Γένοβας, οι οποίες, υπέσκαπταν την εμπορική ισχύ της αυτοκρατορίας, ενώ βρίσκονταν μεταξύ τους σε μια κατάσταση διαρκούς ανταγωνισμού. Το 1169 η Γένοβα απέκτησε εξαιρετικά εμπορικά προνόμια σε όλη την αυτοκρατορία, εκτός από δύο μέρη στις βόρειες ακτές της Μαύρης και της Αζοφικής θάλασσας.
Μετά τη φοβερή σφαγή των Λατίνων, το 1182, η θέση τους έγινε και πάλι ευνοϊκή επί των Αγγέλων και τελικά, το Νοέμβριο του 1198 ένα χρυσόβουλο που εκδόθηκε απρόθυμα από τον Αλέξιο Γ’ Άγγελο επιβεβαίωνε τη συμμαχία του Ισαάκιου Άγγελου με τη Βενετία, ανανεώνοντας τα εμπορικά της προνόμια. Τα όρια της περιοχής των Ενετών στην Κωνσταντινούπολη δεν μεταβλήθηκαν. Κατά τη γνώμη ενός συγγραφέα, μερικές προτάσεις αυτής της συνθήκης επηρέασαν πολύ τα ζητήματα της δικαιοδοσίας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Εκτός από την πρωτεύουσα και σε πολλές άλλες επαρχιακές πόλεις, καθώς και σε πολλά νησιά της αυτοκρατορίας οι Ενετοί, οι κάτοικοι της Πίζας και οι Γενοβέζοι έκαναν πλήρη χρήση των εμπορικών τους προνομίων διατηρώντας δικές τους περιοχές. Η Θεσσαλονίκη, μετά την Κωνσταντινούπολη, ήταν το πιο σπουδαίο οικονομικό κέντρο της αυτοκρατορίας. Στην πόλη αυτή, όπως αναφέρει μια πηγή του 12ου αιώνα, κάθε χρόνο στα τέλη του Οκτωβρίου, με τη ευκαιρία της γιορτής του προστάτη της πόλης Αγίου Δημητρίου, γινόταν ένα πανηγύρι, στη διάρκεια του οποίου Έλληνες, Σλάβοι, Ιταλοί, Ισπανοί, Πορτογάλοι, Γάλλοι και άλλοι, που έρχονταν από τις μακρινές ακτές του Ατλαντικού, ασκούσαν το εμπόριό τους.
Η Θήβα, η Κόρινθος και η Πάτρα ήταν φημισμένες για τα μεταξωτά τους. Η Αδριανούπολη και η Φιλιππούπολη, στα Βαλκάνια, ήταν επίσης πολύ σπουδαία εμπορικά κέντρα. Τα νησιά του Αιγαίου συμμετείχαν επίσης στη βιομηχανία και το εμπόριο της εποχής αυτής.
Καθώς πλησίαζε το μοιραίο έτος 1204, την εμπορική σπουδαιότητα του Βυζαντίου υπέσκαπτε η εμπορική ανάπτυξη των Δημοκρατιών της Βενετίας, της Γένοβας και της Πίζας. Η Βενετία κατείχε την πρώτη θέση.
Η μοναρχία έχασε, όπως λέει ο Ιταλός ιστορικός Cognasso, «τη δύναμη και τον πλούτο της προς χάρη της αριστοκρατίας, όπως αναγκάστηκε να χάσει τα πολυάριθμα δικαιώματά της προς χάρη των εμπορικών κοσμοπολίτικων τάξεων των μεγάλων πόλεων της αυτοκρατορίας».

Δεν υπάρχουν σχόλια: