15/6/11

Η δυναστεία των Αγγέλων [39]

Η δυναστεία των Αγγέλων, που ανέβηκε στο θρόνο χάρη στην επανάσταση του 1185, προέρχεται από τον Κωνσταντίνο Άγγελο (από τη Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας), σύγχρονο του Αλέξιου Κομνηνού, που παντρεύτηκε κόρη του αυτοκράτορα Αλέξιου. Υπήρξε παππούς του Ισαάκιου Β' Άγγελου, πρώτου αυτοκράτορα του Οίκου των Αγγέλων, ο οποίος συγγένευε συνεπώς με τους Κομνηνούς.
Ένας από τους σκοπούς του Ανδρόνικου ήταν η εγκατάσταση μιας εθνικής κυβέρνησης. Στο σκοπό του όμως αυτόν απέτυχε και προς το τέλος της βασιλείας του άρχισε να κλίνει προς τη Δύση. Μετά το θάνατό του η ανάγκη για μια εθνική κυβέρνηση έγινε πιο αισθητή. Όπως λέει ο Ιταλός ιστορικός Cognasso, «η επανάσταση της 12ης Σεπτεμβρίου του 1185 ήταν κυρίως εθνικιστικής και αριστοκρατικής μορφής με αποτέλεσμα να ευεργετηθεί από τα πλεονεκτήματά της μόνο η αριστοκρατία του Βυζαντίου».
Ο Ισαάκιος Β' (1185-1195) που εκπροσωπούσε, όπως λέει ο Gelzer, «την ενσάρκωση της κακής συνείδησης, η οποία καθόταν τώρα στον σάπιο θρόνο των Καισάρων», δεν είχε καμιά απολύτως διοικητική ικανότητα. Η μεγάλη πολυτέλεια και οι ανοησίες της αυλής, οι αυθαιρεσίες, οι ανυπόφορες βίαιες πράξεις και η έλλειψη ισχυρής θέλησης και συγκεκριμένου προγράμματος διοίκησης του κράτους και αντιμετώπισης των εξωτερικών του υποθέσεων, και κυρίως του κινδύνου που δημιουργούσε στη Βαλκανική χερσόνησο η εμφάνιση του δεύτερου βασιλείου της Βουλγαρίας και στη Μικρά Ασία η επιτυχής προώθηση των Τούρκων - όλα αυτά, δημιούργησαν στη χώρα ατμόσφαιρα δυσχέρειας και ταραχής. Κατά καιρούς ξεσπούσαν επαναστάσεις προς χάρη του ενός ή του άλλου διεκδικητή του θρόνου. Είναι όμως πιθανόν, η κύρια αιτία της γενικής δυσαρέσκειας να ήταν «η κόπωση που αισθανόταν ο πληθυσμός καθώς ανεχόταν τα δύο κακά που τόσο καλά αντιλήφθηκε ο Ανδρόνικος: Το ακόρεστο του δημόσιου ταμείου και η αλαζονεία των πλούσιων». Τελικά το 1195 η συνομωσία που οργανώθηκε κατά του Ισαάκιου από τον αδελφό του Αλέξιο είχε σαν αποτέλεσμα την εκθρόνιση του αυτοκράτορα, με τη βοήθεια τμήματος της αριστοκρατίας και του στρατού. Ο νέος αυτοκράτορας είναι γνωστός ως Αλέξιος Γ' Άγγελος (1196-1203) ή ως Άγγελος Κομνηνός, και μερικές φορές αναφέρεται με το όνομα Βαμβακοράβδης.
Οι ικανότητες και οι δυνατότητες του νέου αυτοκράτορα πολύ λίγο διέφεραν από αυτές του αδελφού του. Οι ίδιες ανόητες σπατάλες, η ίδια έλλειψη πολιτικών ικανοτήτων και ενδιαφέροντος για τη διοίκηση του κράτους και η ίδια στρατιωτική ανικανότητα οδήγησαν την αυτοκρατορία με μεγάλη ταχύτητα στο δρόμο της αποσύνθεσης και της ταπείνωσης. Με κάποια κακεντρεχή ειρωνεία, ο Νικήτας Χωνιάτης παρατηρεί, καθώς αναφέρεται στον Αλέξιο Γ' ότι, «οποιοδήποτε έγγραφο παρουσιαζόταν για υπογραφή υπογραφόταν αμέσως από τον αυτοκράτορα, χωρίς να τον ενδιαφέρει αν μέσα στο έγγραφο αυτό υπήρχε μια ανόητη συσσώρευση λέξεων ή αν επρόκειτο για ένα αίτημα σχετικό με την καλλιέργεια της θάλασσας ή τη μεταφορά των βουνών στη μέση της θάλασσας ή όπως φημολογείται, για την τοποθέτηση του Άθω πάνω στον Όλυμπο». Η συμπεριφορά του αυτοκράτορα βρήκε μιμητές ανάμεσα στους ευγενείς, οι οποίοι συναγωνίζονταν στα έξοδα και στην πολυτέλεια. Ταραχές [1] ξεσπούσαν τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στις επαρχίες και οι ξένοι που έμεναν στην πρωτεύουσα συχνά έβλεπαν στους δρόμους αιματηρές συμπλοκές. Οι εξωτερικές σχέσεις υπήρξαν επίσης ατυχείς.
Στο μεταξύ, ο γιος του Ισαάκιου Β', ο νεαρός πρίγκιπας Αλέξιος, πέτυχε να ξεφύγει στην Ιταλία και από εκεί να κατευθυνθεί στην αυλή του Φιλίππου του Σουηβού, βασιλιά της Γερμανίας, που είχε παντρευτεί την αδελφή του Ειρήνη, κόρη του Ισαάκιου Άγγελου. Ήταν ακριβώς η εποχή των αρχών της Δ' Σταυροφορίας. Ο πρίγκιπας παρακάλεσε τον Πάπα και τον γαμπρό του βασιλιά της Γερμανίας να τον βοηθήσουν για να επανέλθει στο θρόνο ο τυφλός του πατέρας Ισαάκιος. Μετά από πολλές περιπλοκές, ο Αλέξιος πέτυχε να πείσει τους Σταυροφόρους να κατευθυνθούν στην Κωνσταντινούπολη και όχι στην Αίγυπτο. Το 1203 οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την πρωτεύουσα του Βυζαντίου και, αφού εκθρόνισαν τον Αλέξιο Γ', επανέφεραν στην εξουσία τον ηλικιωμένο και τυφλό Ισαάκιο (1203-1204) και τοποθέτησαν τον γιο του Αλέξιο ως συν-αυτοκράτορα (Αλέξιος Δ'). Οι Σταυροφόροι στρατοπέδευσαν κοντά στην Κωνσταντινούπολη, περιμένοντας την εκπλήρωση των όρων, υπό τους οποίους είχαν εκστρατεύσει.
Ήταν όμως αδύνατο για τους αυτοκράτορες να εκπληρώσουν τους όρους αυτούς, και η πλήρης υπακοή στους Σταυροφόρους είχε σαν αποτέλεσμα μια στάση που οδήγησε στην ανακήρυξη ως αυτοκράτορα κάποιου Αλέξιου Ε' Δούκα Μουρτζουφλού (1204), συγγενή των Αγγέλων, που είχε παντρευτεί μια κόρη του Αλέξιου Γ'. Ο Ισαάκιος Β' και ο Αλέξιος Δ' πέθαναν στη διάρκεια της επανάστασης. Οι Σταυροφόροι βλέποντας ότι έχαναν την υποστήριξη που είχαν από τους δύο αυτοκράτορες και αντιλαμβανόμενοι ότι ο Μουετζουφλός, που ηγείτο της αντι-λατινικής κίνησης, ήταν εχθρός τους, αποφάσισαν να καταλάβουν για λογαριασμό τους την Κωνσταντινούπολη. Ύστερα από μια επίθεση των Λατίνων και μια απελπιστική αντίσταση των κατοίκων της πρωτεύουσας, στις 13 Απριλίου του 1204, η Κωνσταντινούπολη περιήλθε στην εξουσία των ιπποτών της Δύσης και παραδόθηκε σε μια τρομερή λεηλασία. Ο αυτοκράτορας Μουρτζουφλός μπόρεσε να ξεφύγει, αλλά η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε πέσει. Στη θέση της σχηματίστηκε η Φεουδαλική Λατινική αυτοκρατορία, με την Κωνσταντινούπολη για πρωτεύουσα και μ’ αρκετά υποτελή κράτη σε διάφορες περιοχές της ανατολικής αυτοκρατορίας.
Η δυναστεία των Αγγέλων (ελληνικής προέλευσης) δεν έδωσε στην αυτοκρατορία ούτε ένα ικανό αυτοκράτορα. Η δυναστεία αυτή απλώς επιτάχυνε την καταστροφή της αυτοκρατορίας, η οποία ήταν ήδη εξωτερικά μεν εξασθενισμένη και εσωτερικά διαιρεμένη.

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
Τη χρονιά της επανάστασης του 1185, που εκθρόνισε τον Ανδρόνικο Α' κι ανέβασε τον Ισαάκιο Άγγελο στο θρόνο, η κατάσταση της αυτοκρατορίας ήταν πολύ επικίνδυνη. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, ο στρατός των Νορμανδών βάδισε προς την Κωνσταντινούπολη, όπου είχε ήδη φτάσει ο εχθρικός στόλος. Μεθυσμένοι όμως από τις επιτυχίες τους οι Νορμανδοί άρχισαν να λεηλατούν τις περιοχές που είχαν καταλάβει και, χωρίς να υπολογίζουν τη δύναμη του στρατού των Βυζαντινών, ηττήθηκαν στο Δημητρίτσι Σερρών από το στρατηγό Αλέξιο Βρανά και αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τη Θεσσαλονίκη και το Δυρράχιο. Η αποτυχία αυτή του στρατού των Νορμανδών, υποχρέωσε το στόλο τους να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη. Μια συνθήκη που έγινε μεταξύ του Ισαακίου Αγγέλου και του Γουλιέλμου Β', τερμάτισε το Νορμανδικό πόλεμο. Όσον αφορά τον κίνδυνο των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία, ο Ισαάκιος Άγγελος πέτυχε την προσωρινή του μείωση, στέλνοντας πλούσια δώρα και πληρώνοντας ετήσιο φόρο στον Τούρκο Σουλτάνο.
Για τον Ισαάκιο Άγγελο ακόμα και μια προσωρινή διακοπή των εχθροπραξιών κατά των Νορμανδών, ήταν πολύ ωφέλιμη, επειδή στα χρόνια της βασιλείας του έλαβαν χώρα στη Βαλκανική χερσόνησο πολύ σημαντικά για την αυτοκρατορία γεγονότα. Η Βουλγαρία, την οποία είχε κατακτήσει το 1018 ο Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος, ύστερα από αρκετές ανεπιτυχείς προσπάθειες να αποκτήσει την ανεξαρτησία της, τελικά απέρριψε το ζυγό του Βυζαντίου και το 1186 δημιούργησε το γνωστό ως Β' Βουλγαρικό βασίλειο.
Αρχηγοί της κίνησης αυτής ήταν οι δυο αδελφοί Πέτρος και Ασάν. Το ζήτημα της καταγωγής τους και της συμμετοχής των Βλάχων στην επανάσταση του 1186 έχει πολλές φορές συζητηθεί. Παλαιότερα οι ιστορικοί πίστευαν ότι οι δυο αδελφοί είχαν μεγαλώσει μεταξύ των Βλάχων και έμαθαν τη γλώσσα τους. «Στα πρόσωπα αυτών των ηγετών», λέει ο Vasilievsky, «είχε ενσαρκωθεί η συγχώνευση των δύο εθνικοτήτων σε μια ενότητα (των Βουλγάρων και των Βλάχων), η οποία είναι έκδηλος σε όλες τις περιγραφές του αγώνα για την ελευθερία, ενώ συγχρόνως τονίζεται από τους ιστορικούς».
Οι πιο σύγχρονοι Βούλγαροι ιστορικοί αποδίδουν την καταγωγή του Πέτρου και του Ασάν σε βουλγαρο-κομανικούς παράγοντες της Β. Βουλγαρίας, αρνούνται τη δυναμική συμβολή του βλαχο-ρουμανικού παράγοντα στην επανάσταση του 1186 και θεωρούν την ίδρυση του Β' Βουλγαρικού βασιλείου σαν ένα εθνικό κατόρθωμα των Βουλγάρων. Οι σύγχρονοι Ρουμάνοι ιστορικοί όμως υποστηρίζουν και πάλι σταθερά τη σημασία του ρόλου, τον οποίον έπαιξαν οι Βλάχοι στο σχηματισμό του Β' Βουλγαρικού βασιλείου και λένε ότι η δυναστεία του νέου βασιλείου ήταν Βλάχικης (δηλαδή ρουμάνικης) καταγωγής.
Μερικά βουλγαρικά και ρουμάνικα εθνικιστικά στοιχεία έχουν αναμιχθεί στο ζήτημα αυτό και γι’ αυτό είναι απαραίτητο να επανεξεταστεί με κάθε δυνατή επιστημονική ακρίβεια κι αμεροληψία. Με βάση αξιόπιστα δεδομένα, το συμπέρασμα είναι ότι η απελευθερωτική κίνηση των 50 τελευταίων χρόνων του 12ου αιώνα στα Βαλκάνια προήλθε και υποστηρίχθηκε σταθερά από τους Βλάχους προγόνους των σημερινών Ρουμάνων, ενώ οι Βούλγαροι και, μέχρι ενός σημείου, οι Κομάνοι, απλά προσχώρησαν σ’ αυτήν. Η συμμετοχή των Βλάχων στο σπουδαίο αυτό γεγονός δεν μπορεί να παραγνωριστεί.
Ο Νικήτας Χωνιάτης, που αποτελεί την καλύτερη ελληνική πληροφοριακή πηγή της εποχής αυτής, αναφέρει καθαρά ότι οι Βλάχοι άρχισαν την επανάσταση, ότι οι αρχηγοί τους Πέτρος και Ασάν ανήκαν στην ίδια φυλή, ότι η δεύτερη εκστρατεία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας την περίοδο αυτή κατευθυνόταν κατά των Βλάχων και ότι μετά το θάνατο του Πέτρου και του Ασάν η βασιλεία των Βλάχων διαβιβάστηκε στο νεότερο αδελφό τους Ιωάννη. Όπου ο Νικήτας αναφέρει τους Βούλγαρους, δίνει το όνομά τους μαζί μ’ αυτό των Βλάχων: Βούλγαροι και Βλάχοι. Ο δυτικός κληρικός Ansbert, που συνόδευσε τον Φρειδερίκο Βαρβαρόσα στη Σταυροφορία του (1189-1190), αναφέρει ότι στα Βαλκάνια ο αυτοκράτορας ήταν αναγκασμένος να πολεμήσει κατά των Ελλήνων και των Βλάχων και ονομάζει τον Πέτρο «αυτοκράτορα των Βλάχων και του μεγαλύτερου μέρους των Βουλγάρων» (Blacorum et maxime partis Bulgarorum dominus) ή «αυτοκράτορα των Βλάχων και Κομάνων», ή απλά «αυτοκράτορα των Βλάχων που ονομαζόταν από αυτούς αυτοκράτορας των Ελλήνων» (Kalopetrus Bachorum [Blachorum] dominus itemque a suis dictus Imperator Grecie). Τελικά ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ' στα γράμματά του προς τον Βούλγαρο βασιλιά Ιωάννη, το 1204, τον προσφωνεί «Βασιλιά των Βουλγάρων και των Βλάχων» (Bulgarorum et Blachorum rex). Απαντώντας στον Πάπα ο Ιωάννης αποκαλεί τον εαυτό του «Imperator omnium Bulgarorum et Blacorum», αλλά υπογράφει «Imperator Bulgariae Galojoannes». Ο αρχιεπίσκοπος του Τύρναβου αποκαλεί τον εαυτό του «totius Bulgariae et Blaciae primas».
Αν και οι Βλάχοι ανέλαβαν την κίνηση της απελευθέρωσης, οι Βούλγαροι αναμφίβολα έλαβαν μέρος σ’ αυτήν και πιθανώς συνέβαλαν πολύ στην εσωτερική οργάνωση του νέου βασιλείου. Οι Κομάνοι συμμετείχαν και αυτοί στην κίνηση. Το νέο βουλγαρικό βασίλειο, εθνολογικά, ήταν ένα βλαχο-βουλγαρο-κομανικό κράτος, του οποίου η δυναστεία (αν δεχθούμε τον ισχυρισμό του Νικήτα Χωνιάτη) ήταν βλάχικης καταγωγής.
Αιτία της επανάστασης ήταν η δυσαρέσκεια που αισθάνονταν τόσο οι Βλάχοι όσο και οι Βούλγαροι κατά του Βυζαντίου, καθώς και η επιθυμία τους για ανεξαρτησία. Η εποχή φαινόταν ιδιαίτερα ευνοϊκή γι’ αυτούς, επειδή η αυτοκρατορία υφίστατο ακόμη τις συνέπειες των ανωμαλιών της εποχής του Ανδρόνικου και της επανάστασης του 1185 και δεν μπορούσε να λάβει επαρκή μέτρα για την καταστολή της επανάστασης. Ο Νικήτας Χωνιάτης αφελώς λέει ότι η επανάσταση προκλήθηκε από φόρο που επιβλήθηκε στη Βουλγαρία για τα έξοδα του γάμου του Ισαάκιου Άγγελου.
Ο Πέτρος «αυτός ο αποστάτης και κακός σκλάβος», όπως τον ονομάζει ο Μητροπολίτης Αθηνών Ακομινάτος και ο Ασάν αρχικά ηττήθηκαν από το στρατό του Βυζαντίου, αλλά κατόρθωσαν να πετύχουν τη βοήθεια των Κομάνων. Ο αγώνας έγινε πιο δύσκολος για την αυτοκρατορία και ο Πέτρος και ο Ασάν πέτυχαν ένα είδος συνθήκης (1188). [2] Ο Πέτρος είχε αποκτήσει τον τίτλο του Τσάρου ήδη από την αρχή της επανάστασης και είχε αρχίσει να φοράει τους αυτοκρατορικούς χιτώνες. Τώρα το νέο βουλγαρικό κράτος αναγνωρίστηκε ως πολιτικά ανεξάρτητο από το Βυζάντιο, με πρωτεύουσα το Τύρναβο, καθώς και με μια ανεξάρτητη εθνική εκκλησία. Το νέο βασίλειο ήταν γνωστό ως Βουλγαρικό Βασίλειο του Τύρναβου.
Συγχρόνως με την επανάσταση των Βουλγάρων, προκλήθηκε μια παρόμοια κίνηση στην περιοχή της Σερβίας, όπου ο ιδρυτής της δυναστείας των Νεμάνια, Στέφανος Νεμάνια, που έθεσε τις βάσεις της ενότητας της Σερβίας, συμμάχησε με τον Πέτρο της Βουλγαρίας για έναν από κοινού αγώνα κατά της αυτοκρατορίας.
Το 1189, ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσας, συμμετέχοντας στη Γ' Σταυροφορία, πέρασε από τη Βαλκανική χερσόνησο, με κατεύθυνση την Κωνσταντινούπολη. Οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν αυτή την ευνοϊκή ευκαιρία για να πετύχουν το σκοπό τους με τη βοήθεια του Φρειδερίκου. Κατά την παραμονή του στη Νίσσα, [3] ο Φρειδερίκος δέχθηκε απεσταλμένους των Σέρβων και τον ίδιο τον Στέφανο Νεμάνια, [4] ενώ συγχρόνως ήρθε σε συνεννόηση με τους Βούλγαρους. Οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι πρότειναν στον Φρειδερίκο μια συμμαχία κατά του αυτοκράτορα του Βυζαντίου, αλλά με τον όρο ο Φρειδερίκος να επιτρέψει στη Σερβία να προσαρτήσει τη Δαλματία και να κρατήσει τις περιοχές που είχαν αποσπαστεί από το Βυζάντιο (δηλαδή την Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο και την Παραδουνάβια Σερβία). Η δυναστεία των Ασάν θα κατείχε μόνιμα τη Βουλγαρία και θα δινόταν στον Πέτρο ο αυτοκρατορικός τίτλος.
Ο Φρειδερίκος δεν έδωσε τελική απάντηση και συνέχισε την πορεία του. Σχετικά με το γεγονός αυτό, ένας ιστορικός του 19ου αιώνα, ο Vasilievsky, παρατηρεί ότι: «Υπήρξε μια στιγμή κατά την οποία η λύση του σλαβικού προβλήματος στη Βαλκανική χερσόνησο βρισκόταν στα χέρια του αυτοκράτορα της Δύσης. Υπήρξε μια στιγμή κατά την οποία ο Βαρβαρόσας ήταν έτοιμος να δεχθεί τη βοήθεια των Σέρβων και Βουλγάρων ηγετών κατά του Βυζαντίου, πράγμα που θα κατέστρεφε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία». Όμως, ο Ισαάκιος με τη συμφωνία της Αδριανούπολης, το 1190, απαλλάχθηκε από τους Σταυροφόρους.
Αμέσως μετά την άφιξη των Σταυροφόρων στη Μικρά Ασία, ο στρατός του Βυζαντίου ηττήθηκε σοβαρά από τους Βούλγαρους. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας μόλις ξέφυγε την αιχμαλωσία. Όπως αναφέρει ο Νικήτας Χωνιάτης «οι πολυάριθμοι νεκροί έκαναν τις πόλεις να θρηνούν και τα χωριά να τραγουδούν λυπητερά τραγούδια».
Το 1195 ξέσπασε στο Βυζάντιο μια επανάσταση, που εκθρόνισε τον Ισαάκιο και ανέβασε στο θρόνο τον αδελφό του Αλέξιο Κομνηνό. Πρώτα από όλα, ο Αλέξιος ήταν αναγκασμένος να σταθεροποιηθεί στο θρόνο, γι’ αυτό κι άρχισε συνεννοήσεις για ειρήνη με τους Βούλγαρους, που όμως πρόβαλαν απαράδεκτους όρους. Λίγο αργότερα, το 1196, χάρη στην επέμβαση των Βυζαντινών, δολοφονήθηκαν και τα δυο αδέλφια, πρώτα ο Ασάν και αργότερα ο Πέτρος. Στη συνέχεια βασίλευσε στη Βουλγαρία ο νεότερος αδελφός τους Ιωάννης (1197-1207), [5] που είχε ζήσει για ένα διάστημα στην Κωνσταντινούπολη και εκεί γνώρισε τις συνήθειες των Βυζαντινών. Ήταν ο περίφημος Τσάρος που απειλούσε από το 1196 τους Βυζαντινούς και αργότερα τους Λατίνους.
Το Βυζάντιο δεν μπορούσε μόνο του να αντιμετωπίσει το νέο Τσάρο της Βουλγαρίας, ο οποίος μετά από συνεννοήσεις με τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ', έλαβε τον τίτλο του Βασιλιά (1204). Οι Βούλγαροι αναγνώρισαν τον Πάπα ως αρχηγό τους και ο Αρχιεπίσκοπος του Τύρναβου προήχθη σε Πριμάτο.
Έτσι στη διάρκεια της βασιλείας των Αγγέλων, αναπτύχθηκε στα Βαλκάνια, στο πρόσωπο του Βούλγαρου βασιλιά, ένας δυναμικός αντίπαλος του Βυζαντίου. Το Β' Βουλγαρικό βασίλειο, που η δύναμή του είχε ενισχυθεί στα τέλη της βασιλείας των Αγγέλων, έγινε μια πραγματική απειλή για τη Λατινική αυτοκρατορία που ιδρύθηκε στη θέση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Η Γ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ (1189-1190)
Μετά την άκαρπη Β' Σταυροφορία, η κατάσταση των χριστιανικών κτήσεων της Ανατολής συνέχιζε να προκαλεί σοβαρούς φόβους: οι διαφωνίες των πριγκίπων, οι συνομωσίες της αυλής, η στρατιωτική απειθαρχία και η προβολή των ατομικών συμφερόντων, όλα αυτά εξασθενούσαν τους Χριστιανούς όλο και περισσότερο, και διευκόλυναν την προώθηση των Μουσουλμάνων. Τα σπουδαιότερα κέντρα των χριστιανικών κτήσεων, η Αντιόχεια και η Ιερουσαλήμ, δεν ήταν αρκετά ισχυρά να υπερασπιστούν τον εαυτό τους αποτελεσματικά. Ο δραστήριος άρχοντας της Συρίας Νουρεδίν, που στα μέσα του 12ου αιώνα είχε καταλάβει τη Δαμασκό, άρχισε να απειλεί την Αντιόχεια. Επίσης, ένας πραγματικός κίνδυνος εμφανίστηκε από την Αίγυπτο, όπου ο Κούρδος Σαλαδίνος, ικανός ηγέτης και έξυπνος πολιτικός με φιλόδοξα σχέδια, κατάργησε τη δυναστεία των Φατιμίδων, κατέλαβε, στα τέλη της 7ης δεκαετίας του 12ου αιώνα, την Αίγυπτο και ίδρυσε τη δυναστεία των Εγιουβίδων. Ο θάνατος του Νουρεδίν διευκόλυνε τον Σαλαδίν, ο οποίος κατέλαβε τη Συρία και το μεγαλύτερο μέρος της Μεσοποταμίας και κύκλωσε το βασίλειο των Ιεροσολύμων από το Νότο, την Ανατολή και το Βορρά.
Την εποχή αυτή είχαν παρουσιαστεί στην Ιερουσαλήμ σοβαρές ανωμαλίες, που τις γνώριζε ο Σαλαδίνος. Αφού έμαθε ότι ένα καραβάνι Μουσουλμάνων, με το οποίο ταξίδευε η αδελφή του, λεηλατήθηκε από τους Χριστιανούς, ο Σαλαδίνος εισέβαλε στην περιοχή του βασιλείου των Ιεροσολύμων και το 1187, σε μια μάχη κοντά στη λίμνη Τιβεριάδα, νίκησε το χριστιανικό στρατό. Ο βασιλιάς των Ιεροσολύμων και πολλοί άλλοι χριστιανοί πρίγκιπες αιχμαλωτίστηκαν. Στη συνέχεια, ο Σαλαδίνος κατέλαβε μερικές ναυτικές τοποθεσίες, όπως τη Βυρηττό, τη Σιδώνα, την Γιάφα κλπ., αποκόπτοντας έτσι τους Χριστιανούς από κάθε δυνατή ενίσχυση από τη θάλασσα. Μετά από αυτό, βάδισε κατά της Ιερουσαλήμ και το φθινόπωρο του 1187, χωρίς μεγάλη δυσκολία κατέλαβε την Ιερή Πόλη. Όλες οι θυσίες της Ευρώπης και όλος ο θρησκευτικός ενθουσιασμός πήγαν χαμένα και η Ιερουσαλήμ έπεσε και πάλι στα χέρια των απίστων. Μια νέα Σταυροφορία ήταν απαραίτητη.
Ο Πάπας στη Δύση ενεργούσε δραστήρια υπέρ μιας νέας Σταυροφορίας και πέτυχε να κινήσει το ενδιαφέρον τριών βασιλέων: του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου Β', Αύγουστου, του βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδου Α', Λεοντόκαρδου και του βασιλιά της Γερμανίας Φρειδερίκου Βαρβαρόσα. Στη Σταυροφορία αυτή όμως, που άρχισε με τόση λαμπρότητα, δεν υπήρχε μια καθοδηγητική γενική ιδέα. Αυτοί που έλαβαν μέρος στη Σταυροφορία απέβλεπαν πρώτα απ’ όλα στην εξασφάλιση για τον εαυτό τους φιλικών σχέσεων με τους ηγεμόνες των χωρών από τις οποίες περνούσαν. Ο Φίλιππος Αύγουστος και ο Ριχάρδος βάδισαν μέσω Σικελίας και συνεπώς έπρεπε να έχουν καλές σχέσεις με το βασιλιά της Σικελίας. Ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσας, θέλοντας να πάει στην Ανατολή μέσω της Βαλκανικής χερσονήσου, ήρθε σε συνεννόηση με το βασιλιά της Ουγγαρίας, τον άρχοντα της Σερβίας, τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Άγγελο και με τον Σουλτάνο του Ικονίου, εχθρό του Σαλαδίνου. Οι πολιτικοί συνδυασμοί και η σκοπιμότητα εμπόδισαν τον Φρειδερίκο να αντιμετωπίσει τον Μουσουλμάνο σύμμαχό του με υπερηφάνεια και αδιαφορία. Συγχρόνως, οι Χριστιανοί δεν αντιμετώπιζαν τους Μουσουλμάνους, όπως πριν, διαιρεμένους, αλλά το νικητή Σαλαδίνο, ο οποίος (κυρίως μετά την κατάληψη των Ιεροσολύμων) με την ικανότητά του και τη δραστηριότητά του συγκέντρωσε στα χέρια του τις δυνάμεις της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης και της Συρίας. Όταν έμαθε ότι οργανώθηκε Σταυροφορία, ο Σαλαδίνος έκανε έκκληση στους Μουσουλμάνους για έναν έντονο και ακούραστο αγώνα κατά των Χριστιανών, εναντίον αυτών των «σκυλιών» και «ανόητων ανθρώπων», όπως χαρακτηρίζει τους Χριστιανούς σ’ ένα του γράμμα προς τον αδελφό του. Η έκκληση του Σαλαδίνου ήταν ένα είδος αντι-σταυροφορίας κατά των Χριστιανών. Ένας μεσαιωνικός θρύλος αναφέρει ότι ο ίδιος ο Σαλαδίνος είχε κάνει το γύρο της Ευρώπης με σκοπό να γνωρίσει την κατάσταση των διάφορων χριστιανικών χωρών. Ένας σύγχρονος ιστορικός αναφέρει ότι «καμιά σταυροφορία δεν είχε πάρει πριν, τόσο καθαρά, τη μορφή μιας μονομαχίας μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλαμισμού».
Ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσας διέσχισε την Ουγγαρία και προχωρώντας μέσα από τα Βαλκάνια, ήρθε σε συνεννόηση με τους Σέρβους και τους Βούλγαρους. Η επιτυχία της παραπέρα προώθησής του εξαρτιόταν πολύ από τις σχέσεις του με τον Ισαάκιο Κομνηνό.
Από την εποχή της σφαγής των Λατίνων στην Κωνσταντινούπολη το 1182 οι σχέσεις μεταξύ χριστιανικής Ανατολής και Δύσης είχαν οξυνθεί. Οι φιλικές σχέσεις του Φρειδερίκου Βαρβαρόσα με τους Νορμανδούς, που είχαν καλλιεργηθεί πιο έντονα μετά το γάμο του γιου του με την κληρονόμο του βασιλείου της Σικελίας, ανάγκαζαν τον Ισαάκιο να τον βλέπει με ακόμα μεγαλύτερη καχυποψία. Παρά τη συνθήκη που έγινε, μέσω των απεσταλμένων του αυτοκράτορα, με τον Φρειδερίκο στη Νυρεμβέργη, ο Ισαάκιος Άγγελος ήρθε σε συνεννοήσεις με τον Σαλαδίνο, εναντίον του οποίου κατευθύνονταν οι Σταυροφόροι. Οι απεσταλμένοι του Σουλτάνου παρουσιάστηκαν στην αυλή του Ισαάκιου κι έκλεισαν μια συμμαχία κατά του Σουλτάνου του Ικονίου, με βάση την οποία ο Ισαάκιος θα εμπόδιζε, όσο μπορούσε, τη προώθηση του Φρειδερίκου στην Ανατολή. Συγχρόνως ο Σουλτάνος υποσχέθηκε να επιστρέψει στους Βυζαντινούς τους Αγίους Τόπους. Η στάση του Ισαάκιου απέναντι στον Φρειδερίκο γινόταν πολύ αμφίβολη. Οι συνεννοήσεις του Φρειδερίκου με τους Σέρβους και τους Βούλγαρους, που κατευθύνονταν καθαρά εναντίον του Βυζαντίου, δεν μπορούσαν παρά να ανησυχήσουν τον Ισαάκιο.
Στο μεταξύ ο στρατηγός του Φρειδερίκου κατέλαβε τη Φιλιππούπολη. Στο μήνυμά του, που απηύθυνε προς τον αυτοκράτορα της Δύσης, ο Ισαάκιος τον αποκαλεί «βασιλιά της Γερμανίας» και τον εαυτό του «αυτοκράτορα των Ρωμαίων». Στη συνέχεια κατηγορεί το Γερμανό βασιλιά ότι σκοπεύει να κατακτήσει την Ανατολική αυτοκρατορία, αλλά συγχρόνως υπόσχεται να βοηθήσει τον Φρειδερίκο να περάσει τον Ελλήσποντο με τον όρο να του παραδώσει ο Φρειδερίκος ως όμηρους ευγενείς Γερμανούς και να του δώσει και τις μισές από τις περιοχές που θα κατακτούσαν οι Γερμανοί στην Ασία. Οι Γερμανοί απεσταλμένοι που ήταν στην Κωνσταντινούπολη φυλακίστηκαν και τα πράγματα έφτασαν σε τέτοιο σημείο που ο Φρειδερίκος είχε ήδη αποφασίσει να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ενώ συγχρόνως είχε γράψει στο γιο του Ερρίκο να συγκεντρώσει το στόλο του στην Ιταλία και να εξασφαλίσει από τον Πάπα την κήρυξη μιας Σταυροφορίας κατά των Βυζαντινών. Στο μεταξύ, μετά την πτώση της Αδριανούπολης, τα στρατεύματα του Φρειδερίκου κατέλαβαν τη Θράκη, σχεδόν μέχρι τα τείχη της πρωτεύουσας. Μια σχετική πηγή αναφέρει τα εξής: «Όλη η Κωνσταντινούπολη τρέμει από φόβο καθώς σκέφτεται ότι πλησιάζει η καταστροφή της και η εξόντωση του πληθυσμού της».
Την κρίσιμη στιγμή ο Ισαάκιος υποχώρησε και έκανε ειρήνη με τον Φρειδερίκο με βάση τους εξής όρους: Ο Ισαάκιος θα έδινε τα πλοία για τη μεταφορά των στρατευμάτων του Φρειδερίκου μέσω του Ελλήσποντου στη Μ. Ασία, θα παρέδιδε τους όμηρους και θα προμήθευε στους Σταυροφόρους τρόφιμα. Την άνοιξη του 1190 ο γερμανικός στρατός διέσχισε τον Ελλήσποντο.
Η εκστρατεία του Φρειδερίκου κατέληξε σε πλήρη αποτυχία. Ύστερα από μια εξαντλητική πορεία μέσα από τη Μικρά Ασία ο στρατός των Σταυροφόρων έφτασε στη Μικρή Αρμενία και την Κιλικία. Εκεί το 1190, ο αυτοκράτορας πνίγηκε τυχαία στον ποταμό Κύδνο (Καρά-Σου) και ο στρατός του απελπίστηκε. Με το θάνατο του Φρειδερίκου εξαφανίστηκε ο πιο επικίνδυνος αντίπαλος του Σαλαδίνου.
Η εκστρατεία των δύο άλλων βασιλέων της Δύσης, του Φιλίππου Β' Αυγούστου και του Ριχάρδου Α' του Λεοντόκαρδου, που είχαν πάει στην Παλαιστίνη μέσω θαλάσσης, έβλαψε πολύ λιγότερο τα συμφέροντα του Βυζαντίου. Οπωσδήποτε όμως, με το όνομα του Ριχάρδου συνδέεται συχνά το ζήτημα της οριστικής, από τη μεριά του Βυζαντίου, απώλειας της Κύπρου, που ήταν αξιόλογο στρατηγικό σημείο του ανατολικού τμήματος της Μεσογείου.
Στη διάρκεια της τυραννίας του Ανδρόνικου Α', ο Ισαάκιος Κομνηνός αποχωρίστηκε από την αυτοκρατορία, ανακήρυξε τον εαυτό του ανεξάρτητο κυρίαρχο της Κύπρου και ήρθε σε συμφωνία με το βασιλιά της Σικελίας. Η προσπάθεια του Ισαάκιου Αγγέλου να επανακτήσει την Κύπρο απέτυχε. Στη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ανατολή ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος θύμωσε από τη συμπεριφορά του άρχοντα της Κύπρου προς τα πλοία που μετέφεραν την αδελφή του και τη γυναίκα του και που είχαν ναυαγήσει στις ακτές της νήσου. Στη συνέχεια, ο Ριχάρδος αποβιβάστηκε στην Κύπρο και, μετά την ήττα και την εκθρόνιση του Ισαάκιου Κομνηνού, παρέδωσε τη νήσο στον Guy de Lusignan, πρώην βασιλιά των Ιεροσολύμων, ο οποίος το 1192 έγινε άρχοντας της Κύπρου, ιδρύοντας εκεί τη δυναστεία των Lusignan, η οποία εγκατέλειψε τα απατηλά δικαιώματά της επί του βασιλείου των Ιεροσολύμων, που την εποχή αυτή δεν ανήκε στους Χριστιανούς. [6] Το νέο Λατινικό κράτος της Κύπρου φαινόταν ότι θα έπαιζε έναν πολύ σημαντικό ρόλο σαν μια στρατηγική βάση για τις μελλοντικές επιχειρήσεις των Χριστιανών στην Ανατολή.
Η Σταυροφορία δεν κατόρθωσε τίποτα. Οι Σταυροφόροι απλά πολιόρκησαν την Πτολεμαΐδα της Φοινίκης, για δυο χρόνια. Στη πολιορκία πήραν μέρος 600.000 άνθρωποι, πέθαναν 190.000 Μουσουλμάνοι και 120.000 Χριστιανοί. Η φρουρά παραδόθηκε και ο Ριχάρδος έσφαξε τους υπερασπιστές της πόλης. Οι δυο βασιλείς, δίχως να έχουν πετύχει κάποιο αποτέλεσμα, επέστρεψαν στην Ευρώπη, ενώ η Ιερουσαλήμ παρέμεινε στην εξουσία των Μουσουλμάνων. Οι Χριστιανοί διατήρησαν μόνον τα παράλια από τη Γιάφα μέχρι την Τρίπολη και ο Σαλαδίνος παρέμεινε κύριος της κατάστασης.

Ο ΕΡΡΙΚΟΣ ΣΤ' ΚΑΙ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ
Αν ο κίνδυνος που αντιμετώπιζε το Βυζάντιο την εποχή του Φρειδερίκου Βαρβαρόσα ήταν μεγάλος, έγινε ακόμα μεγαλύτερος την περίοδο που βασίλευσε στη Γερμανία ο Ερρίκος ΣΤ', ο οποίος, έχοντας την ιδέα των Hohenstaufen ότι κατείχε απεριόριστη δύναμη που του είχε δοθεί από τον Θεό, δεν μπορούσε, για το λόγο αυτόν και μόνο, να έχει φιλικές σχέσεις με έναν άλλον αυτοκράτορα, δηλαδή με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, που διεκδικούσε την ίδια απεριόριστη εξουσία. Εκτός από αυτό όμως, ως σύζυγος της Νορμανδής πριγκίπισσας Κωνσταντίας, κληρονόμησε το βασίλειο των «Δύο Σικελιών», κληρονομώντας συγχρόνως όλη την εχθρική διάθεση που είχαν οι Νορμανδοί κατά του Βυζαντίου, καθώς και όλα τους τα σχέδια. Στον Ερρίκο ΣΤ' απέμενε να φέρει σε πέρας εκείνο που ο πατέρας του δεν είχε κάνει, να προσαρτήσει δηλαδή το Βυζάντιο στη Δυτική αυτοκρατορία. Ένα είδος τελεσίγραφου στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη με το οποίο ο Ερρίκος ζητούσε από τον Ισαάκιο Άγγελο: α) την παράδοση της περιοχής των Βαλκανίων μεταξύ Δυρραχίου και Θεσσαλονίκης, που δεν είχαν κατακτήσει οι Νορμανδοί και που αργότερα επανήλθε στην εξουσία του Βυζαντίου και β) την αποζημίωση των καταστροφών που υπέστη ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσας κατά τη διάρκεια της Σταυροφορίας. Ο Ισαάκιος μόλις είχε στείλει μια αντιπροσωπεία στον Ερρίκο, οπότε, το 1195, εκθρονίστηκε και τυφλώθηκε από τον αδελφό του Αλέξιο Γ'.
Μετά την επανάσταση αυτή, η στάση του Ερρίκου ΣΤ' έγινε ακόμα πιο απειλητική. Πάντρεψε τον αδελφό του Φίλιππο τον Σουηβό με τη κόρη του έκπτωτου Ισαάκιου Άγγελου, Ειρήνη, δημιουργώντας έτσι, για λογαριασμό του αδελφού του, ορισμένα δικαιώματα επί του Βυζαντίου. Στο πρόσωπο του Ερρίκου ΣΤ' ο νέος αυτοκράτορας του Βυζαντίου «δεν έπρεπε να φοβάται μόνον τον αυτοκράτορα της Δύσης, τον διάδοχο των Νορμανδών βασιλέων, αλλά πάνω από όλα, έναν εκδικητή εκ μέρους του έκπτωτου Ισαάκιου και της οικογένειάς του». Σκοπός της Σταυροφορίας που δημιουργούσε ο Ερρίκος ήταν εξίσου με την Παλαιστίνη και η Κωνσταντινούπολη. Τα σχέδιά του περιλάμβαναν την κατάκτηση όλης της χριστιανικής Ανατολής και του Βυζαντίου. Οι συνθήκες φαίνονταν ευνοϊκές για την εκπλήρωση του σκοπού του. Μια αντιπροσωπεία από την Κύπρο ήρθε στον Ερρίκο παρακαλώντας τον να δοθεί στον άρχοντα της νήσου ο βασιλικός τίτλος και εκφράζοντας την επιθυμία του άρχοντα να παραμένει «παντοτινά ένας άνθρωπος (δηλαδή υποτελής) της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας» (homo imperii esse Romani), ενώ ο άρχοντας της Μικρής Αρμενίας ζήτησε από τον Ερρίκο τον τίτλο του βασιλιά. Αν ο Ερρίκος πετύχαινε να εγκατασταθεί στη Συρία θα μπορούσε να κυκλώσει τελείως τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Την κρίσιμη στιγμή πήρε το μέρος του Βυζαντίου ο Πάπας, ο οποίος αντιλήφθηκε πολύ καλά ότι, σε περίπτωση που το όνειρο των Hohenstaufen για μια παγκόσμια μοναρχία, που θα συμπεριλάμβανε και το Βυζάντιο, γινόταν πραγματικότητα, ο παπισμός θα καταδικαζόταν σε οριστική αδράνεια. Συνεπώς ο Πάπας έκανε το παν για να εμποδίσει τον Ερρίκο από το να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του κατά της Ανατολικής αυτοκρατορίας, δίχως να τον ενοχλούν οι σχισματικές πεποιθήσεις του αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Ίσως για πρώτη φορά στην Ιστορία, όπως λέει ο Norden, το ζήτημα του Βυζαντίου έχασε τελείως, για τον παπισμό, τη θρησκευτική του μορφή και παρουσιάστηκε αποκλειστικά ως πολιτικό. «Τι θα σήμαινε μια πνευματική νίκη για τον παπισμό, αν θα εξαγοραζόταν με την πολιτική του εκμηδένιση;». Για τον παπισμό φαινόταν δευτερεύον το ζήτημα, αν το Βυζάντιο θα ήταν Καθολικό ή σχισματικό κράτος. Για τον παπισμό του τέλους του 12ου αιώνα ένα πράγμα είχε σπουδαία σημασία: η διατήρηση της ανεξαρτησίας του Βυζαντινού κράτους.
Στο μεταξύ ο Ερρίκος έστειλε στον Αλέξιο Γ' ένα απειλητικό μήνυμα όμοιο με εκείνο που είχε στείλει πριν στον Ισαάκιο. Ο Αλέξιος μπορούσε να εξαγοράσει την ειρήνη πληρώνοντας στον Ερρίκο ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, για την εξασφάλιση του οποίου ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου καθιέρωσε σε όλο το κράτος έναν ειδικό φόρο που ονομαζόταν «αλαμανιακός», παίρνοντας συγχρόνως από τους αυτοκρατορικούς τάφους την πολύτιμη διακόσμησή τους. Μόνο με αυτήν την ταπείνωση κατόρθωσε ο Αλέξιος να εξαγοράσει από τον φοβερό του αντίπαλο την ειρήνη. Στα τέλη του θέρους του 1197 ο Ερρίκος έφτασε στη Μεσσήνη, για να ασχοληθεί προσωπικά με την αναχώρηση των Σταυροφόρων.
Ένας τεράστιος στόλος είχε συγκεντρωθεί, που κατά πάσα πιθανότητα δεν είχε ως σκοπό του τους Αγίους Τόπους, αλλά την Κωνσταντινούπολη. Τη στιγμή αυτή όμως ο νεαρός και δυναμικός Ερρίκος έπεσε άρρωστος με πυρετό και πέθανε το φθινόπωρο του ίδιου έτους, 1197. Με το θάνατο του Ερρίκου τα φιλόδοξα σχέδιά του απέτυχαν για δεύτερη φορά. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, η Ανατολή διέφυγε τον κίνδυνο των Hohenstaufen. Το Βυζάντιο έμαθε τα νέα του θανάτου του Ερρίκου και την απαλλαγή από τον «αλαμανιακό φόρο» με μεγάλη χαρά. Ο Πάπας επίσης ανέπνευσε με ανακούφιση.
Η δράση του Ερρίκου, που έδειξε τον πλήρη θρίαμβο των πολιτικών ιδεών στις προσπάθειες των Σταυροφόρων, ήταν πολύ σημαντική για το μέλλον του Βυζαντίου. «Ο Ερρίκος έθεσε οριστικά το πρόβλημα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η λύση του οποίου επρόκειτο να γίνει γρήγορα μια βασική προϋπόθεση της επιτυχίας των Σταυροφοριών» (Bréhier).
Το γεγονός ότι ο Ερρίκος ΣΤ' οραματίστηκε μια παγκόσμια μοναρχία καθώς και την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης απορρίπτεται από μερικούς ιστορικούς που τονίζουν ότι μια τέτοια θεωρία στηρίζεται μόνο στην άποψη ενός Βυζαντινού ιστορικού της εποχής αυτής, του Νικήτα Χωνιάτη και ότι οι δυτικές πηγές δεν παρέχουν ενδείξεις αυτού του πράγματος. Οι συγγραφείς αυτοί ισχυρίζονται ότι η άποψη του Norden, την οποία ακολουθεί ο Bréhier, δεν είναι αυθεντική και πιστεύουν ότι το 1196 ο Ερρίκος δεν είχε σοβαρές διαθέσεις για μια επίθεση κατά του Βυζαντίου, ότι η Σταυροφορία του Ερρίκου δεν είχε καμιά σχέση με την πολιτική έναντι του Βυζαντίου και ότι δημιουργία από τη μεριά του Ερρίκου μιας παγκόσμιας μοναρχίας πρέπει να ανήκει στον κόσμο των μύθων. Δεν μπορούμε όμως να απορρίψουμε όσα αναφέρει ο σύγχρονος της εποχής εκείνης Νικήτας Χωνιάτης, ο οποίος εκθέτει με ακρίβεια τα σχέδια του Ερρίκου κατά του Βυζαντίου. Μια τέτοια πολιτική, εξάλλου, αποτελεί άμεση συνέχεια και καρπό της πολιτικής του πατέρα του Φρειδερίκου Βαρβαρόσα, ο οποίος στη Γ' Σταυροφορία έφτασε στο σημείο να αποφασίσει την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Έτσι η πολιτική του Ερρίκου ΣΤ' δεν ήταν μόνο πολιτική ενός Σταυροφόρου, αλλά και η πολιτική ενός ανθρώπου που έτρεφε την απατηλή ιδέα της δημιουργίας μιας παγκόσμιας μοναρχίας, στην οποία το Βυζάντιο θα αποτελούσε το πιο σπουδαίο μέρος.

Υποσημειώσεις:
[1] Στην Τραπεζούντα ο Γαβράς, στον Πόντο και στην Παφλαγονία ο Ισαάκιος Κομνηνός, στο Ναύπλιο, Άργος και Κόρινθο ο Λέων Σγουρός κ.ά. ανακηρύχθηκαν ανεξάρτητοι άρχοντες.
[2] Ο Ισαάκιος πήρε όμηρο τον μικρό αδελφό τους, τον Ιωάννη, τον μετέπειτα βασιλιά των Βουλγάρων Ιωάννη Σκυλογιάννη.
[3] Η αρχαία Ναϊσσός, που αργότερα ήταν μια από τις τέσσερις οχυρωμένες πόλεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
[4] Το 1190 ο Ισαάκιος νίκησε τους Σέρβους στο Μοράβα, αναγνώρισε την αυτονομία τους και έδωσε τον τίτλο του «Σερβοκράτορα» στο Στέφανο.
[5] Ο Σκυλογιάννης για τους Βυζαντινούς και Καλογιάννης για τους Βούλγαρους, που αποκαλούσε τον εαυτό του Ρωμαιοκτόνο. Πέθανε στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης (1207).
[6] Η δυναστεία αυτή κράτησε την Κύπρο μέχρι το 1498, οπότε την κατέλαβαν οι Ενετοί, αργότερα οι Τούρκοι, το 1570 και τέλος οι Άγγλοι, από το 1878 μέχρι το 1960.

Δεν υπάρχουν σχόλια: